Δελτίο τύπου sanofi-aventis Νέα Αποτελέσματα Μελετών υποστηρίζουν το Θεραπευτικό Σχήμα «Basal Plus» με Συνδυασμό βασικής ινσουλίνης glargine και ταχείας δράσης ινσουλίνης glulisine για τη Βελτίωση των Επιπέδων Σακχάρου του Αίματος σε Ασθενείς με Διαβήτη Τύπου 2 Παρίσι, 10 Σεπτεμβρίου 2008: Η sanofi-aventis, παγκόσμιος ηγέτης στο χώρο της φαρμακευτικής αντιμετώπισης του διαβήτη, ανακοίνωσε τα αποτελέσματα δύο τυχαιοποιημένων κλινικών μελετών που παρουσιάστηκαν στο 44 ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη. Οι μελέτες αυτές έδειξαν πως το θεραπευτικό σχήμα «basal plus» με χορήγηση βασικής ινσουλίνης glargine [ανάλογο ινσουλίνης προέλευσης rdna]) μία φορά την ημέρα σε συνδυασμό με γευματική ινσουλίνη glulisine μία φορά την ημέρα [ανάλογο ινσουλίνης προέλευσης rdna]), χορηγούμενη έπειτα από το κύριο γεύμα της ημέρας (το οποίο καθορίζεται με βάση τα υψηλότερα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα) βελτίωσαν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα των ασθενών με διαβήτη τύπου 2, έπειτα από την βέλτιστη τιτλοποίηση της βασικής ινσουλίνης. Στις κλινικές μελέτες ELEONOR (Βελτιστοποίηση του θεραπευτικού σχήματος ινσουλινοθεραπείας basal plus σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 μέσω παροχής βοήθειας εξ αποστάσεως για την αυτομέτρηση της γλυκόζης του αίματος) και OPAL (Προσθήκη μίας μόνο δόσης ινσουλίνης glulisine κατά το πρωινό ή το κύριο γεύμα στo θεραπευτικό σχήμα με βασική ινσουλίνη και από του στόματος αντιδιαβητικά), οι ασθενείς που είχαν λάβει στο παρελθόν ινσουλίνη glargine και από του στόματος αντιδιαβητικά πέτυχαν σημαντικά βελτιωμένο γλυκαιμικό έλεγχο, ακολουθώντας το θεραπευτικό σχήμα «basal plus» - δηλαδή προσθέτοντας μία ένεση ινσουλίνης glulisine κατά το κύριο γεύμα της ημέρας. Στη μελέτη ELEONOR, η προσθήκη μίας ένεσης ινσουλίνης glulisine είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση της αιμοσφαιρίνης A 1C κατά 0,7-0,8%. Στη μελέτη OPAL, τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης A 1C βελτιώθηκαν σημαντικά κατά 0,4% από την έναρξη της αγωγής μέχρι το τελικό σημείο τόσο στους ασθενείς που λάμβαναν ινσουλίνη glulisine με το πρωινό όσο και σε εκείνους που τη λάμβαναν κατά το κύριο γεύμα της ημέρας. «Οι διαβητικοί που δεν πετυχαίνουν τον επιθυμητό στόχο αιμοσφαιρίνης A1C είναι πλέον τόσοι πολλοί, που αναζητούμε συνεχώς νέους τρόπους διαχείρισης των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα», δήλωσε ο Δρ. Del Prato, Καθηγητής Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού και Επικεφαλής του Τμήματος για το Διαβήτη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Pisa στην Ιταλία. «Τα αποτελέσματα των μελετών ELEONOR και OPAL μας δείχνουν πως το θεραπευτικό σχήμα «basal plus» αποτελεί μια πιθανή Sanofi-aventis www.sanofi-aventis.gr Τηλ. :210 900 16 00 E-mail : info.greece@sanofi-aventis.com
επιλογή για την εντατικοποίηση της ινσουλινοθεραπείας για τον Διαβήτη τύπου 2 που δεν ελέγχεται αποτελεσματικά, παρά τη χορήγηση βελτιστοποιημένης τιτλοποίησης της ινσουλίνης glargine σε συνδυασμό με από του στόματος αντιδιαβητικά.» Η μελέτη ELEONOR επιβεβαίωσε επίσης πως σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών που δεν ελέγχονται με από του στόματος αντιδιαβητικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο η εξ αποστάσεως υποβοηθούμενη όσο και η συνήθης παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος για την έναρξη και την τιτλοποίηση του θεραπευτικού σχήματος «basal/ basal plus». Στην ομάδα της μελέτης, στην οποία χρησιμοποιήθηκε η εξ αποστάσεως υποβοηθούμενη παρακολούθηση, ποσοστό 50,6% των ασθενών πέτυχε επίπεδα αιμοσφαιρίνης A1C χαμηλότερα από ή ίσα με 7%, ενώ στην ομάδα με τη συνήθη παρακολούθηση, το αντίστοιχο ποσοστό των ασθενών που πέτυχαν επίπεδα αιμοσφαιρίνης A1C χαμηλότερα από ή ίσα με 7% ήταν 54,6%. Η μελέτη ELEONOR Η μελέτη ELEONOR ήταν μια ανοιχτή, πολυκεντρική, ελεγχόμενη, παράλληλη μελέτη 200 ασθενών (54% άντρες, 46% γυναίκες), χωρισμένων σε δύο ομάδες, με ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο (A 1C 8,9±0,9%) και λήψη ενός ή περισσότερων από του στόματος αντιδιαβητικών δισκίων. Έπειτα από μια περίοδο εισαγωγής τεσσάρων εβδομάδων, όλοι οι ασθενείς άρχισαν θεραπεία με ινσουλίνη glargine (Επίσκεψη 2) και τιλοποιήθηκαν ώστε να πετύχουν επίπεδα γλυκόζης αίματος 5,5 mmol/l. Κατά την έναρξη της θεραπείας με ινσουλίνη glargine (αρχικό σημείο), οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν ως προς τη λήψη εξ αποστάσεως υποβοηθούμενης παρακολούθησης (ηλεκτρονική μεταφορά δεδομένων γλυκόζης αίματος) ή τη συνήθη παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης, ώστε να εντοπιστεί η υψηλότερη μεταγευματική αιχμή. Τυχαιοποιήθηκαν επίσης ως προς την προσαρμογή της δόσης της ινσουλίνης glulisine από το τηλέφωνο, σύμφωνα με την κρίση των ερευνητών ή με τη ρύθμιση σε κάθε επίσκεψη, αντίστοιχα. Έπειτα από 8-16 εβδομάδες λήψης ινσουλίνης glargine, οι ασθενείς με γλυκόζη αίματος 7,0 mmol/l και των δύο ομάδων προσέθεσαν μία δόση ινσουλίνης glulisine στο γεύμα με την υψηλότερη μεταγευματική γλυκόζη αίματος, θεραπεία που συνεχίστηκε για 24 εβδομάδες. Κύριος στόχος ήταν η σύγκριση της εξ αποστάσεως με την συνήθη παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, αναφορικά με τη μεταβολή της αιμοσφαιρίνης A 1C. Τα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία περιελάμβαναν το προφίλ της γλυκόζης αίματος, τη μεταβολή του βάρους, τη δόση της ινσουλίνης και την ασφάλεια (συμπεριλαμβανομένης της υπογλυκαιμίας). Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα ανακοινώνονται, χωρίς να αίρεται η τυφλοποίηση της μελέτης. Επιπρόσθετα ευρήματα της μελέτης έδειξαν πως κατά την τιτλοποίηση της ινσουλίνης glargine, η αιμοσφαιρίνη A 1C βελτιώθηκε κατά 1% και με τις δύο μεθόδους παρακολούθησης της γλυκόζης του αίματος. Προστέθηκε μία ένεση ινσουλίνης glulisine σε ποσοστό 88% των ασθενών που πέτυχαν τον επιθυμητό στόχο γλυκόζης του αίματος (Πρωινό 7%, Μεσημεριανό 43%, Δείπνο 50%), επιφέροντας έτσι περαιτέρω μείωση της αιμοσφαιρίνης A 1C κατά 0,7-0,8% και στις δύο ομάδες (τελική αιμοσφαιρίνη A 1C : 7,1±- 0,7 έναντι 7,0±0,7% - αμφότερες p<0,0001 σε σχέση με τη χορήγηση μόνο ινσουλίνης LANTUS ), ενώ ποσοστό 50,6% και 54,6% των ασθενών, αντίστοιχα, πέτυχε το στόχο αιμοσφαιρίνης A 1C 7,0% στο τέλος της μελέτης. Με την ινσουλίνη glargine, η γλυκόζη νηστείας μειώθηκε και στις δύο ομάδες (από 11,7±3,1 σε 6,0±1,0 και από 11,6±3,3 σε 6,1±1,1 mmol/l, αντίστοιχα - αμφότερες p<0,0001), χωρίς να σημειωθεί περαιτέρω αλλαγή, έπειτα από την εισαγωγή της ινσουλίνης glulisine (6,4±1,6 έναντι 6,3±1,6 mmol/l). Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στη μεταβολή του βάρους (+0,4±3,0 έναντι +0,1±5,0 kg) με τη δόση ινσουλίνης glargine (29±16 έναντι 28±17 Μονάδες/ Ημέρα) ή ινσουλίνης glulisine (8,3±7,1 έναντι 8,1±8,1 Μονάδες/ Ημέρα). 4 ασθενείς παρουσίασαν πέντε επεισόδια σοβαρής υπογλυκαιμίας.
Η μελέτη ΟPAL Η μελέτη OPAL ήταν μια τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική μελέτη 26 εβδομάδων, με τη συμμετοχή 316 ασθενών με διαβήτη τύπου 2, οι οποίοι δεν ελέγχονταν επαρκώς (αιμοσφαιρίνη A 1C >6,5-9,0%) με προηγούμενη θεραπεία με ινσουλίνη glargine και από του στόματος αντιδιαβητικά. Οι ασθενείς (γλυκόζη αίματος 6,7 mmol/l [ 120 mg/dl]) κατηγοριοποιήθηκαν με βάση το κύριο γεύμα (πρωινό, μεσημεριανό ή δείπνο), το οποίο καθορίστημε με βάση τα υψηλότερα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης αίματος, και τυχαιοποιήθηκαν ως προς τη λήψη ινσουλίνης glulisine μία φορά την ημέρα και ινσουλίνης glargine μία φορά την ημέρα σε συνδυασμό με από του στόματος αντιδιαβητικά δισκία (η ινσουλίνη glargine χρησιμοποιήθηκε ως βασική ινσουλίνη) και μία δόση glulisine στο πρωινό (n=162) ή το κύριο γεύμα (n=154). Κύριος στόχος ήταν να αποδειχτεί πως η αιμοσφαιρίνη A 1C μεταβλήθηκε ισοδύναμα και στις δύο ομάδες από το αρχικό μέχρι το τελικό σημείο της μελέτης. Κατά το αρχικό σημείο, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά για το σύνολο των ασθενών και τις ομάδες του πρωινού και του κύριου γεύματος ήταν παρόμοια. Οι ασθενείς ήταν κατά μέσο όρο >60 ετών, παχύσαρκοι (>30 kg/m 2 ) και έπασχαν από διαβήτη τύπου 2 που δεν ελεγχόταν επαρκώς (γλυκόζη αίματος ~6 mmol/l και αιμοσφαιρίνη A 1C ~7,3%). Τα επιπρόσθετα ευρήματα της μελέτης έδειξαν πως συνολικά η αιμοσφαιρίνη A1C βελτιώθηκε σημαντικά από το αρχικό στο τελικό σημείο της μελέτης (p<0,0001), ενώ και οι δύο ομάδες παρουσίασαν αντίστοιχη μεταβολή της αιμοσφαιρίνης A1C (περιθώριο ισοδυναμίας=0,4%). Οι τιμές της γλυκόζης του αίματος βελτιώθηκαν σημαντικά εντός κάθε ομάδας για τα περισσότερα προ- και μεταγευματικά χρονικά σημεία. Συνολικά, ποσοστό 30,7% των ασθενών πέτυχε επίπεδα αιμοσφαιρίνης A1C 6,5% (27,8% στην ομάδα πρωινού και 33,8% στην ομάδα του κύριου γεύματος p=0,21). Από τους ασθενείς που κατά το αρχικό σημείο παρουσίαζαν επίπεδα αιμοσφαιρίνης A1C>7,0%, το 44,1% πέτυχε αιμοσφαιρίνη A1C 7,0% κατά το τελικό σημείο (36,5% στην ομάδα του πρωινού και 52,2% στην ομάδα του κύριου γεύματος p=0,028). Η μέση δόση ινσουλίνης glargine παρέμεινε αμετάβλητη (αρχικό έναντι τελικού σημείου: 31 έναντι 32 Μονάδων/ ημέρα για την ομάδα του πρωινού και 27 έναντι 27 Μονάδων/ ημέρα στην ομάδα του κύριου γεύματος), ενώ η δόση της ινσουλίνης glulisine αυξήθηκε (αρχική δόση 5 Μονάδες/ Ημέρα έναντι 11 και 12 Μονάδων/ Ημέρα, αντίστοιχα). Η συχνότητα εμφάνισης υπογλυκαιμίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας (γλυκόζη αίματος 3,3 mmol/l [ 60 mg/dl]) ήταν 3,21 επεισόδια/ ασθενή - έτος για τη γενική ομάδα (2,72 και 3,69 επεισόδια/ ασθενή - έτος για την ομάδα του πρωινού και την ομάδα του κύριου γεύματος αντίστοιχα). Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις μελέτες ELEONOR και OPAL, παρακαλούμε συμβουλευτείτε τις περιλήψεις τους, που διατίθενται στην ιστοσελίδα EASD.org. Σχετικά με την ινσουλίνη glargine [προέλευσης rdna]) Η ινσουλίνη glargine ενδείκνυται για υποδόρια χορήγηση μία φορά την ημέρα για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που χρειάζονται βασική (μακράς διάρκειας δράσης) ινσουλίνη για τον έλεγχο της υπεργλυκαιμίας και για τη θεραπεία ενήλικων και παιδιατρικών ασθενών (6 ετών και άνω) με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1. Η ινσουλίνη glargine έχει σταθερή βραδεία, παρατεταμένη απορρόφηση και σχετικά σταθερό προφίλ συγκέντρωσης/χρόνου στη διάρκεια του 24ώρου. Η ινσουλίνη glargine είναι η υπ αριθμόν 1 συνταγογραφούμενη ινσουλίνη παγκοσμίως.
Σχετικά με την ινσουλίνη glulisine [προέλευσης rdna]) Η ινσουλίνη glulisine είναι ένα ταχείας δράσης ανάλογο ινσουλίνης με μοναδική μοριακή δομή άνευ ψευδαργύρου η οποία διατηρεί την ταχεία έναρξη και τη βραχεία διάρκεια δράσης και ενδείκνυται για ενήλικες ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2. Η ινσουλίνη glulisine παρέχει ευελιξία στη χορήγηση με τα γεύματα μπορεί να ληφθεί 15 λεπτά πριν ή σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το γεύμα. Η ινσουλίνη glulisine είναι επίσης ευέλικτη όσον αφορά στη χρήση της από ασθενείς με διάφορους σωματότυπους, από λεπτούς έως παχύσαρκους. Σχετικά με το διαβήτη Ο διαβήτης είναι μια χρόνια, εξελισσόμενη, ευρέως διαδεδομένη νόσος, κατά την οποία ο οργανισμός παράγει ανεπαρκή ή καθόλου ινσουλίνη (η ορμόνη που απαιτείται για τη μετατροπή της γλυκόζης (σακχάρου) σε ενέργεια) ή δεν κάνει σωστή χρήση της. Περισσότερα από 240 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως ζουν με αυτή τη νόσο. Εκτιμάται ότι σχεδόν 250 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως έχουν διαβήτη, ενώ ο αριθμός αυτός αναμένεται να φθάσει τα 380 εκατομμύρια κατά τα επόμενα 20 έτη. Εκτιμάται ότι περισσότεροι από 20 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν διαβήτη, συμπεριλαμβανομένων περίπου 6,2 εκατομμυρίων που παραμένουν αδιάγνωστοι. Συγχρόνως, περίπου 50% από αυτούς που έχουν λάβει διάγνωση δεν επιτυγχάνουν το πρότυπο ελέγχου των επιπέδων σακχάρου στο αίμα A1C <7%, που συνιστάται από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και την Ευρωπαϊκή Εταιρεία για τη Μελέτη του Διαβήτη (ADA/EASD). Η εξέταση A1C αντικατοπτρίζει τα μέσα επίπεδα γλυκόζης αίματος σε μια περίοδο δύο έως τριών μηνών. Αν η παραγωγή και η δράση της ινσουλίνης είναι διαταραγμένες, η γλυκόζη παραμένει στο αίμα, οδηγώντας σε χρόνια υπεργλυκαιμία (αυξημένο σάκχαρο στο αίμα). Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες επιπλοκές, πολλές από τις οποίες, αν δεν προληφθούν και δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να αποβούν θανατηφόρες. Όλες μπορούν να μειώσουν την ποιότητα ζωής των ατόμων με διαβήτη και των οικογενειών τους. Οι πιο συχνές μακροχρόνιες επιπλοκές είναι: Διαβητική νεφροπάθεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ολική νεφρική ανεπάρκεια και σε ανάγκη για αιμοκάθαρση ή μεταμόσχευση νεφρού. Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και οίδημα της ωχράς κηλίδας, δηλαδή βλάβη στον αμφιβληστροειδή του οφθαλμού, που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της όρασης. Διαβητική νευροπάθεια, η οποία μπορεί τελικά να οδηγήσει σε εξέλκωση και ακρωτηριασμό του άκρου πόδα και των κάτω άκρων. Καρδιαγγειακή νόσος, που πλήττει την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία και μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρες επιπλοκές, όπως στεφανιαία νόσο (που οδηγεί σε καρδιακό επεισόδιο) και εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο διαβήτης είναι το τέταρτο κατά σειρά αίτιο θανάτου από νόσο παγκοσμίως. Κάθε χρόνο, 3,8 εκατομμύρια άτομα πεθαίνουν από αίτια σχετιζόμενα με το διαβήτη. Σχετικά με τη sanofi-aventis Η sanofi-aventis, μία από τις κορυφαίες φαρμακευτικές βιομηχανίες παγκοσμίως, ανακαλύπτει, αναπτύσσει και παρέχει θεραπευτικές λύσεις, για τη βελτίωση της ζωής όλων των ανθρώπων. Η sanofi-aventis είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Παρισιού (EURONEXT PARIS: SAN) και της Νέας Υόρκης (NYSE: SNY). Δηλώσεις πρόβλεψης (Forward-looking statements) Το παρόν δελτίο τύπου περιέχει «δηλώσεις πρόβλεψης» (forward-looking statements), όπως ο όρος αυτός ορίζεται από την τροποποιημένη Πράξη Αναθεώρησης σχετική με Προσφυγή στο Δικαστήριο για Ιδιωτικούς Τίτλους (Private Securities Litigation Reform Act) του 1995. Οι δηλώσεις πρόβλεψης αποτελούν δηλώσεις που δεν είναι ιστορικά γεγονότα. Οι δηλώσεις αυτές περιλαμβάνουν προβλέψεις και εκτιμήσεις, καθώς και τις υποκείμενές τους υποθέσεις σχετικά με την ανάπτυξη και τις δυνατότητες προϊόντων, δηλώσεις που αφορούν σχέδια, στόχους, επιδιώξεις και προσδοκίες σχετικά με μελλοντικά γεγονότα, εγχειρήματα, προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς και δηλώσεις που αφορούν στη μελλοντική απόδοση. Οι δηλώσεις πρόβλεψης προσδιορίζονται γενικά από τις λέξεις «αναμένει», «προσδοκά», «πιστεύει», «σκοπεύει», «εκτιμά», «σχεδιάζει» και παρόμοιες εκφράσεις. Παρότι η διοίκηση της sanofiaventis πιστεύει ότι οι προσδοκίες που αντικατοπτρίζονται σε τέτοιου είδους δηλώσεις πρόβλεψης είναι λογικές, οι επενδυτές
προειδοποιούνται ότι οι πληροφορίες και δηλώσεις πρόβλεψης υπόκεινται σε διάφορους κινδύνους και αβεβαιότητες, πολλές από τις οποίες είναι δύσκολο να προβλεφθούν και γενικά βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο της sanofi-aventis και ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πραγματικά αποτελέσματα και πραγματικές εξελίξεις που να διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνες που είχαν εκφραστεί ή υπαινιχθεί ή παρουσιαστεί στις πληροφορίες και τις δηλώσεις πρόβλεψης. Αυτοί οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις αβεβαιότητες που αφορούν στην έρευνα και την ανάπτυξη, τα μελλοντικά κλινικά δεδομένα και την ανάλυση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά, τις αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών, όπως ο FDA ή η ΕΜΕΑ, για το εάν ή πότε θα εγκριθεί ένα φάρμακο, μια συσκευή ή ένα βιολογικό προϊόν για το οποίο μπορεί να υποβληθεί αίτηση για υποψήφια προϊόντα, καθώς και τις αποφάσεις τους όσον αφορά στην ετικέτα και άλλα ζητήματα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη διαθεσιμότητα ή την εμπορική δυνατότητα τέτοιων υποψήφιων προϊόντων, την απουσία εγγύησης ότι τα υποψήφια προϊόντα σε περίπτωση έγκρισης θα είναι εμπορικά επιτυχημένα, τη μελλοντική έγκριση και εμπορική επιτυχία θεραπευτικών εναλλακτικών επιλογών, καθώς και εκείνες που είχαν συζητηθεί ή προσδιοριστεί στις δημόσιες εγγραφές στην Αμερικανική και τη Γαλλική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που έγιναν από τη sanofi-aventis, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν καταχωρηθεί κάτω από τους «Παράγοντες Κινδύνου» και την «Προειδοποιητική Δήλωση Σχετικά με τις Δηλώσεις Πρόβλεψης» στην ετήσια έκθεση της sanofiaventis σχετικά με το Έντυπο 20-F για το έτος που τελείωνε στις 31 Δεκεμβρίου 2007. Για οτιδήποτε άλλο απ ό,τι προβλέπεται από τον ισχύοντα νόμο, η sanofi-aventis δεν αναλαμβάνει καμία υποχρέωση να ενημερώσει ή να αναθεωρήσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή δηλώσεις πρόβλεψης.