Εξηγώντας την Ύπαρξη Πολυεθνικών Επιχειρήσεων: Θεωρητικά Υποδείγματα Οι οικονομολόγοι έχουν μελετήσει διεξοδικά την λειτουργία της πολυεθνικής επιχείρησης και η σχετική βιβλιογραφία ξεκινά ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (Hymer, 1960). Η βασική παραδοχή του Hymer ήταν ότι μία εγχώρια επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην χώρα της συνήθως έχει πλεονέκτημα σε σχέση με μία ξένη επιχείρηση μιας και δραστηριοποιούμενη στην χώρα της έχει αρτιότερη γνώση για την εγχώρια αγορά απ ότι η ξένη επιχείρηση. Συνεπώς, για να μπορέσει η ξένη επιχείρηση ν ανταγωνιστεί την εγχώρια επιχείρηση στην εγχώρια αγορά θα πρέπει να έχει κάποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε σχέση με την εγχώρια επιχείρηση που θα ξεπερνούν το μειονέκτημά που λογικά προέρχεται από την δράση της σε ένα ξένο και άγνωστο επιχειρηματικό περιβάλλον. από την άλλη μεριά, ενδεχόμενες ατέλειες της αγοράς ίσως καθιστούν δύσκολη την πρόσβαση και ιδιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της ξένης επιχείρησης από την εγχώρια επιχείρηση. Εάν όμως η ξένη επιχείρηση κατέχει κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με την εγχώρια επιχείρηση (π.χ. κάποια εξειδικευμένη τεχνογνωσία για την παραγωγή ενός νέου προϊόντος, ή κάποια τεχνολογία που μειώνει δραστικά το κόστος παραγωγής) και ταυτόχρονα έχει εξ ορισμού μικρότερη γνώση της εγχώριας αγοράς απ ότι η εγχώρια επιχείρηση, τότε γιατί δεν μεταβιβάζει, έναντι κάποιου οικονομικού ανταλλάγματος, το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα στην εγχώρια επιχείρηση; Γιατί λοιπόν η ξένη επιχείρηση αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί αυτόνομα, μέσω μιας ΞΑΕ, στην ξένη αγορά και συνεπώς αποφασίζει να γίνει ΠΕ; Αυτό το καίριο ερώτημα, η απάντηση του οποίου ουσιαστικά εξηγεί την ύπαρξης της ΠΕ, απασχόλησε έντονα τους οικονομολόγους κατά την διάρκεια του 20 ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, μέχρι τα μέσα του 20 ου αιώνα η κυρίαρχη εξήγηση για την ύπαρξη της ΠΕ δίνονταν από το Νεοκλασικό Υπόδειγμα. Το υπόδειγμα αυτό βασίζεται στην υπόθεση ότι οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε καθεστώς τέλειου ανταγωνισμού όπου κάθε μια τους έχει μικρό μερίδιο αγοράς και συνεπώς μικρή δύναμη επιβολής στην αγορά. Το υπόδειγμα αυτό προβλέπει λοιπόν ροές 1
κεφαλαίων από χώρες όπου η απόδοση του κεφαλαίου είναι σχετικά μικρή προς χώρες με σχετικά μεγάλη απόδοση κεφαλαίου. Η απόδοση του κεφαλαίου όμως είναι σχετικά χαμηλή σε χώρες σχετικά πλούσιες σε κεφάλαιο, και επειδή συνήθως οι αναπτυγμένες χώρες είναι πλούσιες σε κεφάλαιο, το Νεοκλασικό Υπόδειγμα προβλέπει ροές κεφαλαίων από τις αναπτυγμένες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες (που είναι χώρες σχετικά πτωχές σε κεφάλαιο και συνεπώς το κεφάλαιο παρουσιάζει σχετικά μεγάλη απόδοση). Η πρόβλεψη όμως αυτή δεν υποστηρίζονταν από τα στατιστικά δεδομένα που έδειχναν ολοένα και πιο αυξανόμενες τις ροές κεφαλαίων μεταξύ αναπτυγμένων χωρών. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20 ου αιώνα αναπτύχθηκε έντονος προβληματισμός για την αδυναμία του Νεοκλασικού υποδείγματος να προβλέψει τις ροές κεφαλαίων μεταξύ αναπτυγμένων χωρών και το αποτέλεσμα της συζήτησης αυτής μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τρεις μεγάλες προσεγγίσεις για την φύση της ΠΕ και μία τέταρτη προσέγγιση που ουσιαστικά είναι συνδυασμός των τριών πρώτων. 1 Η Δύναμη επί της Αγοράς Η προσέγγιση αυτή, που ξεκινά με την μελέτη του Hymer (1960) θεωρεί την ΠΕ ως παράγοντα δύναμης στην αγορά και ταυτόχρονα ως δυνατότητα δημιουργίας σύμπραξης με άλλες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση προχωρεί σταδιακά σε αύξηση του μεριδίου αγοράς της στην εγχώρια αγορά, συνήθως με εξαγορές και συγχωνεύσεις με άλλες επιχειρήσεις του κλάδου της. Με αυτόν τον τρόπο η επιχείρηση αυξάνει την συμμετοχή της στον κλάδο, που γίνεται σταδιακά ολιγοπωλιακός, με αποτέλεσμα την αύξηση της δύναμης της στην αγορά που μεταφράζεται είτε σε χαμηλότερο μέσο κόστος λειτουργίας της, είτε σε αυξημένες τιμές (είτε σε συνδυασμό των δύο) οπότε και σε αύξηση της κερδοφορίας της. Όμως, η εγχώρια αγορά αποδεικνύεται μικρή σε σχέση με το άριστο επιθυμητό μέγεθος της επιχείρησης και συνεπώς η επιχείρηση αναγκάζεται να αναζητήσει νέες αγορές σε ξένες χώρες. Στην προσπάθειά της να δραστηριοποιηθεί σε ξένες αγορές προβαίνει σε εξαγορές ή και συγχωνεύσεις ξένων επιχειρήσεων αυξάνοντας την ολιγοπωλιακή της δύναμή όχι πλέον σε εθνικό αλλά σε διεθνές επίπεδο. Αποκτά λοιπόν δύναμη στην αγορά που μεταφράζεται σε αυξημένη κερδοφορία. Η δραστηριότητά της όμως σε ξένες αγορές, που πραγματοποιείται μέσω ΞΑΕ, την καθιστά πολυεθνική επιχείρηση. 2
Τελικά, με βάση την προσέγγιση αυτή η ΠΕ στην προσπάθειά της να αυξήσει την κερδοφορία της αυξάνει την δύναμή της στην εθνική και μετέπειτα στην παγκόσμια αγορά αποκτώντας έλεγχο της αγοράς αυξάνοντας έτσι την διαπραγματευτική της δύναμη σε σχέση με τους πελάτες, προμηθευτές, ανταγωνιστές, και εργαζόμενούς της. Όλα αυτά βέβαια η ΠΕ τα χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της κερδοφορίας της. Τέλος, οι υποστηρικτές της προσέγγισης αυτής για την ΠΕ επικαλούνται την διεθνή δραστηριότητα μεγάλων ΠΕ που προέρχονται από μικρές σχετικά οικονομίες (π.χ. η Βελγική Phillip, η Ελβετική Nestle, ή ακόμα και η Ελληνική ΤΙΤΑΝ) ως ενδείξεις υπέρ της προσέγγισής τους. 2 Η Προσέγγιση Ανταγωνιστικού Κλάδου Η προσέγγιση αυτή, που έχει κύριους εκφραστές τους Graham (1975, 1978, 1985, 1998) και Cantwell (1989), αντιμετωπίζει την διεθνοποίηση της ΠΕ ως αποτέλεσμα ενός αυξανόμενου ανταγωνισμού στα πλαίσια της ωρίμανσης ενός ολιγοπωλιακού κλάδου. Σε αντίθεση λοιπόν με την προσέγγιση της Δύναμης επί της Αγοράς, η παρούσα προσέγγιση συνδέει την θεωρία του Κύκλου Ζωής του Προϊόντος (Vernon, 1971, 1974) με την απόφαση της επιχείρησης να διεθνοποιήσει την δραστηριότητά της και συνεπώς να γίνει ΠΕ. Με βάση την θεωρία του Κύκλου Ζωής του Προϊόντος, το αρχικό στάδιο της ζωής ενός νέου προϊόντος χαρακτηρίζεται από έντονη καινοτομία που οδηγεί σε συνεχείς βελτιώσεις του προϊόντος. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο αυτό παραμένουν ανταγωνιστικές με βάση την δυνατότητά τους να καινοτομούν βελτιώνοντας διαρκώς το προϊόν. Καθώς όμως αυξάνεται η ζήτηση του προϊόντος, το προϊόν αποκτά την τελική του μορφή (commoditization) οπότε ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου γίνεται πλέον με βάση την τιμή του προϊόντος μιας και η τιμή είναι ο μόνος τρόπος διαφοροποίησης του προϊόντος. Σ αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ συνηθισμένο το φαινόμενου του «πόλεμου τιμών» όπου οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται μέσω της μείωσης των τιμών με σκοπό την διασφάλιση του μεριδίου αγοράς τους. Η πτώση όμως των τιμών, εφόσον δεν συνοδεύεται από ανάλογη πτώση του μέσου λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, οδηγεί σε συμπίεση των επιχειρηματικών κερδών. Η επιχείρηση με την σειρά της, σε μια προσπάθεια αποφυγής της πτώσης της κερδοφορίας της αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί σε ξένες αγορές όπου το προϊόν της είναι ακόμα στην αρχική φάση 3
του κύκλου ζωής του και συνεπώς ο ανταγωνισμός είναι λιγότερο έντονος. Κατ αυτόν τον τρόπο γίνεται λοιπόν πολυεθνική επιχείρηση. Συνεπώς, η προσέγγιση Ανταγωνιστικού Διεθνούς Κλάδου εξηγεί την δημιουργία της ΠΕ, στα πλαίσια ενός ώριμου ολιγοπωλιακού κλάδου, και ως την απόφαση της τελευταίας να δραστηριοποιηθεί σε ξένες αγορές ώστε να αμβλύνει κατά κάποιον τρόπο τις επιπτώσεις του έντονου εγχώριου ανταγωνισμού στην κερδοφορία της. 3 Η Προσέγγιση του Κόστους Συναλλαγών Η παρούσα προσέγγιση μελέτης της φύσης της ΠΕ βασίζεται στην παραδοχή ότι η ΠΕ κατέχει κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που της δίνει την δυνατότητα επιτυχημένης διείσδυσης σε μια ξένη αγορά. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Μπορεί για παράδειγμα να είναι το χαμηλό κόστος παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων της (π.χ. η επιχείρηση Dell στην παραγωγή και διακίνηση προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών), η μονοπωλιακή θέση του προϊόντος της επιχείρησης στην αγορά (π.χ. το λειτουργικό σύστημα Windows της επιχείρησης Microsoft), το όνομα της επιχείρησης (brand name) που υποδηλώνει ποιοτικά προϊόντα (π.χ. το όνομα της επιχείρησης Sony) ή τέλος το μέγεθος της επιχείρησης (π.χ. η επιχείρηση Wal-Mart). Το βασικό όμως ερώτημα που γεννάται αμέσως είναι γιατί η επιχείρηση που κατέχει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα δεν το εκχωρεί, έναντι κάποιου οικονομικού ανταλλάγματος, σε μία εγχώρια επιχείρηση στην ξένη χώρα και αντίθετα αποφασίζει από μόνη της να δραστηριοποιηθεί στην χώρα αυτή και συνεπώς να γίνει πολυεθνική. Απλουστευτικά, η επιχείρηση μπορεί ν ακολουθήσει δύο εναλλακτικές στρατηγικές για την εκμετάλλευση του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος. Στην πρώτη περίπτωση εκχωρεί το δικαίωμα εκμετάλλευσης του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην ξένη αγορά έναντι κάποιας αμοιβής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της επιλογής είναι οι Συμφωνίες Παραχώρησης Δικαιωμάτων Εκμετάλλευσης (licensing) ή οι Συμφωνίες Διεθνούς Διακαιόχρησης (franchising). Σ αυτήν την περίπτωση, η εκχωρούσα το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα επιχείρηση λαμβάνει κάποια αμοιβή από την επιχείρηση στην οποία εκχωρείται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, με την προϋπόθεση όμως να γίνει σωστή και λελογισμένη χρήση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της στην ξένη αγορά. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αρκετές φορές οι 4
στόχοι της επιχείρησης που αποκτά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μπορεί μην συμπίπτουν με εκείνους της επιχείρησης που εκχώρησε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Συνεπώς, η δραστηριότητα της πρώτης επιχείρησης κινδυνεύει να οδηγήσει σε μη επιθυμητά αποτελέσματα για την επιχείρηση που εκχώρησε το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. από την άλλη, δεν είναι σπάνια η περίπτωση όπου είναι πολύ δύσκολο εκ των προτέρων να αποτιμηθεί σωστά η αξία της εκχώρησης ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Για παράδειγμα, η επιχείρηση Α αναπτύσσει μοναδική τεχνογνωσία για την παραγωγή συγκεκριμένου προϊόντος, και η τεχνογνωσία αυτή αποτελεί το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Για να αξιολογήσει όμως η επιχείρηση Β, που δραστηριοποιείται σε μια ξένη αγορά, την αξία του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος θα πρέπει να το γνωρίσει άμεσα. Η γνώση όμως από την επιχείρηση Β της τεχνογνωσίας της επιχείρησης Α αφαιρεί αυτόματα την μοναδικότητα της τεχνογνωσίας καθιστώντας την λιγότερο επιθυμητή. Στην περίπτωση αυτή είναι πολύ δύσκολος ο καθορισμός της αξίας της τεχνογνωσίας εκ των προτέρων. Διαπιστώνει λοιπόν κανείς ότι η εκχώρηση ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος ελλοχεύει αρκετούς κινδύνους για την εκχωρούσα επιχείρηση. Εναλλακτικά λοιπόν, η επιχείρηση που κατέχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα θα μπορούσε να εξαγοράσει την ξένη επιχείρηση και να την καταστήσει υποκατάστημά της, δηλαδή μέρος του δικού της οργανισμού, ή της δικής της «ιεραρχίας» όπως συνήθως αναφέρεται στην σχετική βιβλιογραφία. Έτσι λοιπόν η επιχείρηση γίνεται πολυεθνική πλέον. Το θετικό για την εξαγοράζουσα επιχείρηση βέβαια είναι ο άμεσος έλεγχος που η ίδια ασκεί στον τρόπο με τον οποίο δραστηριοποιείται το υποκατάστημά της στην ξένη αγορά. Ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι στο υποκατάστημα της επιχείρησης, δραστηριοποιούνται με μόνο σκοπό την εκπλήρωση των στόχων της επιχείρησης μιας και ο μισθός τους βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εκπλήρωση των στόχων της επιχείρησης. Το πρόβλημα όμως, με την παρούσα στρατηγική είναι η πιθανότητα καλλιέργειας δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας από τούς εργαζόμενους του υποκαταστήματος που οδηγούνται κάτω από αυτές τις συνθήκες σε φυγοπονία. Η αντίδραση της επιχείρησης είναι η δημιουργία δομών για τον περιορισμό της φυγοπονίας (π.χ. μέτρηση του έργου που παράγει ο κάθε υπάλληλος), που όμως έχουν κάποιο κόστος για την επιχείρηση. 5
Τελικά η επιχείρηση για την εκμετάλλευση του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος σε μια ξένη αγορά αποφασίζει να δημιουργήσει δικό της υποκατάστημα, μέσω ΞΑΕ, εφόσον το κόστος και τα προβλήματα από την λειτουργία του υποκαταστήματος στα πλαίσια της ιεραρχίας είναι μικρότερο από το κόστος και τα προβλήματα που συνεπάγεται η εκχώρηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μια ανεξάρτητη επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην ξένη αγορά. Εξ ου και το όνομα της προσέγγισης αυτής ως «προσέγγιση του Κόστους Συναλλαγών». 4 Το Εκλεκτικό Παράδειγμα Ο Dunning (1983, 1988), ο ιδρυτής του παραδείγματος αυτού, παραδέχεται ότι το Εκλεκτικό Παράδειγμα στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μια ανεξάρτητη και διαφορετική προσέγγιση των προηγούμενων προσεγγίσεων για την φύση της ΠΕ, αλλά για μια σύνθεση στοιχείων από τις προηγούμενες προσεγγίσεις που αποσκοπούν στην δημιουργία ενός αρκούντως αναλυτικού πλαισίου για την προώθηση της εμπειρικής έρευνας και σύγκρισης των προηγούμενων προσεγγίσεων. Περιληπτικά, ο Dunning θεωρεί ότι η επιχείρηση γίνεται πολυεθνική στην προσπάθειά της να εκμεταλλευτεί το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα σε ξένες αγορές. Ταυτόχρονα καθορίζει ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της επιχείρησης μπορεί να προέρχεται είτε λόγω της καλλίτερης οργάνωσης από μέρους της των πόρων της (ownership-specific advantage), είτε διότι κάποιοι παραγωγικοί πόροι είναι πιο παραγωγικοί σε συγκεκριμένες γεωγραφικές τοποθεσίες (location-specific advantage), είτε τέλος διότι η εσωτερικοποίηση κάποιων δραστηριοτήτων της πολυεθνικής οδηγεί σε αποδοτικότερη λειτουργία της τελευταίας (internalization advantage). 6