Πολλές σύγχρονες τεχνολογίες (βιοτεχνολογία, software, hardware) αναπτύσσονται βασιζόµενες σε µεγάλο βαθµό σε προηγούµενες ανακαλύψεις. Όταν µια καινοτοµία είναι σωρευτική, δηλαδή βασίζεται στις προηγούµενες, τότε η µεγαλύτερη χρησιµότητά της έγκειται στο ό,τι υποβοηθά την ανάπτυξη των επόµενων καινοτοµιών. Αυτό σηµαίνει ότι η κοινωνική αξία µιας καινοτοµίας στην οποία θα βασιστεί µια επόµενη καινοτοµία, θα πρέπει να ενσωµατώνει τµήµα της κοινωνικής αξίας της επόµενης καινοτοµίας. Για παράδειγµα, αν έχουµε δύο καινοτοµίες, τις κ και κ και η κ βασίζεται στην κ τότε η αξία της κ προσαυξάνεται στο βαθµό που µειώνει τους πόρους που χρειάζονται για την ανάπτυξη της κ και στο βαθµό που επιταχύνει την ανάπτυξη της κ. Το θέµα που θα εξετάσουµε αναφέρεται στον τρόπο µε τον οποίο θα πρέπει να σχεδιαστούν οι µηχανισµοί κινήτρων ώστε αφενός να αποζηµιώνουν τους εφευρέτες που καινοτοµούν νωρίτερα και αφετέρου να δίνουν κίνητρο στους εφευρέτες που επιθυµούν να αναλάβουν καινοτοµικές δραστηριότητες σε επόµενα στάδια. Μελέτη περίπτωσης laser Τα σχετικά ζητήµατα κινήτρων που ανακύπτουν µπορούµε να κατανοήσουµε µελετώντας την περίπτωση του laser, µιας από τις σηµαντικότερες ανακαλύψεις του 0 ου αιώνα. Το laser εφευρέθηκε στη δεκαετία του 950 από τον Charles Townes και τους συνεργάτες του. Έµπνευση για τους εφευρέτες του, σύµφωνα µε τον Townes, αποτέλεσε µια επιστηµονική θεωρία που είχε προτείνει ο Einstein σαράντα χρόνια πριν, καθώς και η πρόοδος σε έρευνα σχετική µε το ραντάρ που είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσµίου Πολέµου. Την πρώτη ιδέα αποτέλεσε η εφεύρεση του maser, που ενσωµάτωνε τεχνολογία µε αρκετές οµοιότητες µε αυτή του laser. Αν και οι εφευρέτες του laser δεν είχαν συγκεκριµένες ιδέες για όλες τις εφαρµογές που θα µπορούσε να έχει αυτή η εφεύρεση, οι χρήσεις εντούτοις του laser είναι πολυάριθµες και συνεχώς επεκτείνονται. Μέχρι το 00, σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, έχουν καταγραφεί 4 πατέντες οι οποίες έχουν εκδοθεί από το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των ΗΠΑ. Πολλές σχετίζονται µε τη χρήση του για την κοπή και συγκόλληση διαφόρων υλικών, άλλες µε εφαρµογές στην ιατρική και τη χειρουργική και πολλές µε εφαρµογές στην πληροφορική. Η χρήση του laser για την εγγραφή CD έχει κατοχυρωθεί µε ευρεσιτεχνία ήδη από το 965. Σε ό,τι αφορά τις αµοιβές όσων συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, την µεγαλύτερη αµοιβή αποκόµισε ένας πρώην µεταπτυχιακός φοιτητής του Townes, ονόµατι Gould ο οποίος κατοχύρωσε µία σχετική εφαρµογή το 959 πριν από την ευρεσιτεχνία που κατοχύρωσε ο Townes το 960 η οποία απέφερε πολύ λιγότερα χρηµατικά οφέλη. Ο θεµελιωτής Einstein δεν είχε κανένα χρηµατικό όφελος. Τα συµπεράσµατα που εξάγουµε από την παραπάνω περιγραφή είναι τα εξής: Πρώτο, ότι οι νέοι εφευρέτες µαθαίνουν από τους προηγούµενους εφευρέτες. Κάθε βήµα για την ανάπτυξη της τεχνολογίας του laser βασίστηκε σε µια προηγούµενη ανακάλυψη χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η ανάπτυξη της τελικής καινοτοµίας. εύτερο, δεν είναι εύκολο να αποζηµιωθούν οι εφευρέτες της βασικής τεχνολογίας ή γνώσης. Σηµαντική αµοιβή λαµβάνουν οι εφευρέτες των τεχνολογιών που βρίσκονται πλησιέστερα στις καινοτοµίες που µπορούν να γίνουν προϊόντα µε εµπορική αξία. Η αξία αυτή µπορεί να εισπραχθεί από την πώληση αδειών εκµετάλλευσης (χρήσης ή κατασκευής) αυτών των προϊόντων.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας που καθορίζουν τη διανοµή των κερδών στις διαδοχικές εφευρέσεις είναι το εύρος και το απαιτούµενο καινοτοµικό βήµα. Αν ένα προϊόν δεύτερης γενιάς παραβιάζει µια προηγούµενη ευρεσιτεχνία, µε την οποία έχει κατοχυρωθεί το προϊόν πρώτης γενιάς, µπορεί µεν να λάβει πατέντα αλλά στην περίπτωση αυτή και οι δύο εφευρέτες έχουν δικαιώµατα πάνω στο προϊόν δεύτερης γενιάς. Το κεφάλαιο αυτό επικεντρώνει στον τρόπο µε τον οποίο τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας οργανώνουν την διανοµή των κερδών µεταξύ διαδοχικών εφευρετών. Ο σχεδιασµός πρέπει να είναι τέτοιος που και να εξασφαλίζει ότι οι διαδοχικοί εφευρέτες καλύπτουν τα κόστη τους και να δίνονται τα κατάλληλα κίνητρα σε κάθε στάδιο ανάπτυξης µιας καινοτοµίας. Η ανάλυση σχετίζεται µε τα υποδείγµατα ιδεών που αναπτύξαµε σε προηγούµενα κεφάλαια. Βασικό στοιχείο είναι ότι οι ιδέες είναι σπάνιες το οποίο είναι συµβατό µε το ότι οι διαδοχικές καινοτοµίες γίνονται από διαφορετικούς εφευρέτες. Αυτό οφείλεται στο ό,τι οι µελλοντικές χρήσεις των καινοτοµιών που θα προκύψουν από κάποιες αρχικές είναι σε σηµαντικό βαθµό άγνωστες αλλά και στο ό,τι οι ευρεσιτεχνίες επιτρέπουν τη διάδοση της γνώσης. Στο βαθµό που η κατοχύρωση µιας καινοτοµίας µε ευρεσιτεχνία απελευθερώνει ένα µέρος της γνώσης που απαιτείται για την ανάπτυξή της και δεδοµένου ότι η γνώση αυτή θα χρησιµοποιηθεί για την ανάπτυξη τεχνολογικά πιο βελτιωµένων προϊόντων, είναι πολύ πιθανό η επόµενη γενιά προϊόντων να αναπτυχθεί από έναν διαφορετικό εφευρέτη (ή επιχείρηση). Ένα άλλο σχετικό θέµα αφορά τη δηµόσια χρηµατοδότηση της έρευνας κυρίως µέσω των Πανεπιστηµίων η οποία έχει τάση προς τη βασική έρευνα. Η λογική σε αυτή την περίπτωση είναι ότι τα οφέλη της βασικής έρευνας είναι δύσκολο να οικειοποιηθούν οι ιδιωτικοί φορείς.. Οι τρεις τύποι σωρευτικότητας Ο πρώτος τύπος σωρευτικότητας της καινοτοµικής διαδικασίας απεικονίζεται στο ιάγραµµα. Τον τύπο αυτό αποτελούν καινοτοµίες όπως το laser από τις οποίες µπορούν να προκύψουν µία ή περισσότερες καινοτοµίες δεύτερης γενιάς. Για παράδειγµα, η ανακάλυψη ενός νέου γονιδίου µπορεί να χρησιµοποιηθεί αργότερα για την παρασκευή ενός ή περισσότερων φαρµάκων. Εφαρµογή Βασική καινοτοµία Εφαρµογή Εφαρµογή 3 ιάγραµµα. Βασική καινοτοµία και εφαρµογές
Το ιάγραµµα απεικονίζει την περίπτωση στην οποία η ανάπτυξη µιας καινοτοµίας δεύτερης γενιάς απαιτεί τη χρήση ενός ή περισσότερων προϊόντων πρώτης γενιάς, τα οποία συχνά αποκαλούνται ερευνητικά εργαλεία (research tools). Για παράδειγµα, η έρευνα και η τεχνολογική πρόοδος στον τοµέα της αεροναυπηγικής βασίζεται στην έρευνα και στα επιτεύγµατα που σηµειώνονται σε πλήθος ερευνητικών κατευθύνσεων όπως στη µηχανολογία, την µικροηλεκτρονική και την τεχνολογία υλικών. Ερευνητικό εργαλείο Ερευνητικό εργαλείο Εφαρµογή Ερευνητικό εργαλείο 3 ιάγραµµα : Συνδυασµός ερευνητικών εργαλείων για την ανάπτυξη µιας εφαρµογής Το ιάγραµµα 3 απεικονίζει την κλίµακα ποιότητας στην οποία οι επιχειρήσεις δηµιουργούν και τοποθετούν διαδοχικά τις βελτιωµένες εκδόσεις ενός βασικού προϊόντος. Το πρόβληµα που ανακύπτει στη διαδικασία της βελτίωσης σχετίζεται µε τα κίνητρα των εφευρετών για την ανάπτυξη στενά υποκατάστατων προϊόντων δηλαδή διαδοχικά ανώτερων τεχνολογικά προϊόντων µε µικρή διαφορά στην ποιότητα. q0 q Ποιότητα ιάγραµµα 3: Κλίµακα ποιότητας: ανταγωνισµός µεταξύ διαδοχικών εφευρετών Οι δύο πρώτοι τύποι σωρευτικότητας διαφέρουν σηµαντικά σε επίπεδο διαπραγµατεύσεων για τις άδειες εκµετάλλευσης που απαιτούνται. Η κατάσταση που περιγράφεται στο ιάγραµµα απαιτεί όπως ο εφευρέτης της καινοτοµίας δεύτερης γενιάς διαθέτει άδεια για τη χρήση των καινοτοµιών πρώτης γενιάς. Η σωρευτικότητα της έρευνας εισάγει δύο νέα προβλήµατα στο σχεδιασµό των δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας. Το πρώτο είναι πώς θα αποζηµιωθεί ο εφευρέτης της καινοτοµίας πρώτης γενιάς ο οποίος, χωρίς την πώληση µιας άδειας εκµετάλλευσης, γενικά, δεν µπορεί να εισπράξει τα κέρδη από την ανάπτυξη των δευτερογενών καινοτοµιών, οπότε και να συγκεντρώσει τµήµα της κοινωνικής αξίας του προϊόντος του ώστε να καλύψει το κόστος της έρευνας. Το δεύτερο πρόβληµα έχει να κάνει µε τον ανταγωνισµό µεταξύ εφευρετών (επιχειρήσεων) που αναπτύσσουν διαδοχικά τεχνολογικά ανώτερα προϊόντα. Αν οι διαδοχικές βελτιώσεις έχουν σχετικά µικρή ποιοτική διαφοροποίηση µεταξύ τους, τότε η ένταση του ανταγωνισµού σε επίπεδο τιµών δεν θα επιτρέψει στους διαδοχικούς εφευρέτες να αποκοµίσουν έσοδα ικανά για να καλύψουν το 3
κόστος (σε επίπεδο R&D) για την ανάπτυξη των προϊόντων τους. Το πρόβληµα αυτό σχετίζεται άµεσα µε τo εύρος της ευρεσιτεχνίας. Ο τρίτος τύπος σωρευτικότητας µπορεί να εξηγήσει την διαδικασία εξέλιξης κάθε σηµαντικής τεχνολογίας. Για παράδειγµα, η ιστορία των ηλεκτρονικών υπολογιστών αρχίζει από την συσκευή που εφεύρε ο Pascal στις αρχές του 7 ου αιώνα για την πρόσθεση αριθµών. Λίγα χρόνια µετά, ο Leibniz έχοντας µελετήσει την εργασία του Pascal, την επέκτεινε στο να κάνει πολλαπλασιασµό. Το σχέδιο του Leibniz αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη του µηχανικού υπολογιστή γραφείου κατά το 9 ο αιώνα. Τον ίδιο αιώνα, ο Babbage σχεδίασε δύο βελτιώσεις του µηχανικού υπολογιστή: τη ιαφορική Μηχανή (Differential Engine) την οποία κατασκεύασε και την Αναλυτική Μηχανή (Analytical Engine) η οποία δεν κατασκευάστηκε. Η τελευταία έθεσε τα θεµέλια για την ανάπτυξη των σηµερινών ηλεκτρονικών υπολογιστών ενσωµατώνοντας τρεις καινοτόµες ιδέες: τη σύνδεση αριθµητικών πράξεων µε τη χρήση υπορουτίνων (subroutines), την αποθήκευση αριθµών για µελλοντική χρήση και την ιδέα για τη χρήση των λογικών εντολών αν/τότε/αλλιώς ( if/then/else statements). Οι ιδέες αυτές καρποφόρησαν τον 0 ο αιώνα µε την ανάπτυξη του υπολογιστή λυχνίας κενού (vacuum-tube) και του ηλεκτρονικού υπολογισµού. Οι τελικές καινοτοµίες ήταν αυτές του ηµι-αγωγού (transistor) και του ολοκληρωµένου κυκλώµατος (integrated circuit). Το χαρακτηριστικό που έχει η ανάπτυξη τεχνολογιών όπως η προαναφερθείσα είναι ότι οι προηγούµενες καινοτοµίες έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη των επόµενων. Ενώ η ανάπτυξη της τελικής µορφής του ηλεκτρονικού υπολογιστή έγινε µε αργά βήµατα, η βελτιώσεις που εµφανίστηκαν στη διάρκεια του 0 ου αιώνα ήταν γρήγορες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον γρήγορων αλλαγών, κάποιοι εφευρέτες είναι πολύ πιθανό αναγκαστούν να αποχωρήσουν από την αγορά. Πώς µπορούν να διατηρηθούν τα κίνητρα κάθε εφευρέτη χωρίς αυτό να εµποδίσει την γρήγορη πρόοδο; Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό αποτελεί το αντικείµενο της παρακάτω ανάλυσης.. Βασική και εφαρµοσµένη έρευνα Σκοπός µας είναι να κατανοήσουµε το βαθµό στον οποίο τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας παρέχουν επαρκή κίνητρα για την ανάπτυξη εφευρέσεων. Το ζήτηµα είναι κάθε εφευρέτης να µπορεί να καλύψει το κόστος της δικής του ανακάλυψης. Αν το µεγαλύτερο τµήµα τους κέρδους προκύπτει από την εφαρµογή και όχι από τη βασική έρευνα, θα πρέπει µέρος αυτού να αποδοθεί στον αρχικό εφευρέτη. Αυτό µπορεί να γίνει µε την παροχή αδειών εκµετάλλευσης (licensing). Θα προσπαθήσουµε να κατανοήσουµε που βασίζονται οι όροι για την παροχή αδειών και συγκεκριµένα το βαθµό στον οποίο η κατανοµή του κέρδους αντανακλά τα κόστη των αντίστοιχων µερών. Το σύστηµα των κινήτρων θα είναι αποτελεσµατικό στο βαθµό που η κατανοµή του συνολικού κέρδους µεταξύ των εφευρετών αντιστοιχεί στην κατανοµή του κόστους τους. Το στρατηγικό περιβάλλον του licensing περιγράφεται στο ιάγραµµα 4. Ας υποθέσουµε ότι το κόστος για την ανάπτυξη της πρώτης καινοτοµίας από µια επιχείρηση (Ε) είναι c και x είναι η ανά-περίοδο χρησιµότητα που προκύπτει για τους τελικούς χρήστες. Αν η καινοτοµία κατοχυρωθεί µε ευρεσιτεχνία µε (προεξοφληµένη) διάρκεια Τ, η κοινωνική αξία της είναι x(( / r) lt ), όπου r είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο και l το τµήµα της αξίας που χάνεται λόγω της µονοπωλιακής εκµετάλλευσης της ευρεσιτεχνίας κατά τη διάρκεια ισχύος της. Τα έσοδα του κατόχου της ευρεσιτεχνίας είναι xπτ. Αν η πρώτη 4
καινοτοµία είναι πλησιέστερα στην βασική (επιστηµονική) έρευνα ή είναι ένα ερευνητικό εργαλείο που µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την ανάπτυξη της εφαρµογής, τότε δεν έχει εµπορική αξία πέρα από τη δυνατότητα του licensing. Ας υποθέσουµε ότι µια δεύτερη επιχείρηση (Ε) έχει µια ιδέα (y,c ) για ένα προϊόν δεύτερης γενιάς, το κόστος για την ανάπτυξη του οποίου είναι c και y είναι η αναπερίοδο χρησιµότητα που προκύπτει για τους τελικούς χρήστες. Αν υποθέσουµε ότι η καινοτοµία δεύτερης γενιάς µπορεί να αναπτυχθεί αποκλειστικά µε τη χρήση της καινοτοµίας πρώτης γενιάς, η κοινωνική αξία της πρώτης γενιάς είναι x(( / r) l T ) c + max{0, y((/ r) lt ) c} προσαυξηµένη κατά την καθαρή αξία επιπλέον καινοτοµιών δεύτερης γενιάς την ανάπτυξη των οποίων διευκολύνει. Το υπόδειγµα αυτό θα χρησιµοποιήσουµε στη µελέτη των στόχων που πρέπει να έχει το σύστηµα των ευρεσιτεχνιών. Οι στόχοι είναι: () να εξασφαλιστεί η επένδυση στην ανάπτυξη του προϊόντος y όταν y(( / r) lt ) c και () να µεταφερθεί αρκετό τµήµα του πλεονάσµατος y(( / r) lt ) c στην πρώτη επιχείρηση ώστε να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη της πρώτης γενιάς καινοτοµίας, x. Ex ante licensing; Ναι Όχι πtx + πty c, πty c πtx c + ( πty c ), ( πty c ή ) Ναι Επιχείρηση : Επένδυση; Όχι Ex post licensing; πtx c,0 Ναι Όχι πtx + πty c, πty c πtx c, c ιάγραµµα 4: Το στρατηγικό περιβάλλον του licensing 5
To ιάγραµµα 4 περιγράφει τις επιλογές licensing µεταξύ δύο επιχειρήσεων οι οποίες διαθέτουν περιοριστικές ευρεσιτεχνίες (blocking patents) για το προϊόν y, µε την έννοια ότι το προϊόν y µπορεί να κατοχυρωθεί αλλά παραβιάζει την πατέντα του x. O µόνος τρόπος για να πωλήσει η Ε το προϊόν y είναι µέσω εξασφάλισης άδειας από την Ε. Το ερώτηµα είναι πώς θα διαµορφωθούν οι όροι του licensing. Η άδεια αποτελεί ένα συµβόλαιο που δίνει το δικαίωµα εκµετάλλευσης µιας καινοτοµίας έναντι συγκεκριµένης αµοιβής. Η αµοιβή αυτή θα προσδιοριστεί από µια διαδικασία διαπραγµατεύσεων (bargaining) µεταξύ της Ε και της Ε. Το αποτέλεσµα της διαπραγµάτευσης (σε υποδείγµατα ανάλογα του παρόντος) θα εξαρτηθεί από δύο χαρακτηριστικά µεγέθη: () τα σηµεία απειλής (threat points) και () το πλεόνασµα της διαπραγµάτευσης (bargaining surplus). Το σηµείο απειλής µιας επιχείρησης είναι το κέρδος που µπορεί να εξασφαλίσει αν αρνηθεί τους όρους της διαπραγµάτευσης, δηλαδή αρνηθεί να υπογράψει το συµβόλαιο licensing µε τους προτεινόµενους όρους. Το πλεόνασµα της διαπραγµάτευσης, BS, είναι το κέρδος που θα απορρεύσει από τη συµφωνία των δύο µερών. Το µερίδιο του BS που θα αποκοµίσει κάθε επιχείρηση θα εξαρτηθεί από την διαπραγµατευτική της δύναµη (bargaining power). Για λόγους απλούστευσης θα υποθέσουµε ότι το BS µοιράζονται εξίσου οι δύο επιχειρήσεις (εφόσον συµφωνήσουν στη διαπραγµάτευση). Ας ξεκινήσουµε µε την περίπτωση του ex post licensing, δηλαδή της περίπτωσης που η Ε έχει δαπανήσει χρηµατικό ποσό c και έχει αναπτύξει το προϊόν y. Το προϊόν y µπορεί να πωληθεί µόνο αν συµφωνήσουν και οι δύο επιχειρήσεις στη διαπραγµάτευση. Το πλεόνασµα ισούται µε πτy και τα σηµεία απειλής είναι πtx c και c για την Ε και Ε, αντίστοιχα. ηλαδή, αν δεν επιτευχθεί συµφωνία µε τον όρο οι δύο επιχειρήσεις να µοιραστούν εξίσου το πλεόνασµα πτy η Ε θα καταλήξει µε κέρδος πtx c και η Ε µε (αρνητικό) κέρδος c. Αντίθετα, αν συµφωνήσουν στο ex post licensing µε τους παραπάνω όρους, τα κέρδη των δύο επιχειρήσεων είναι αντίστοιχα πtx +πty / c και πty / c. Το ερώτηµα που τίθεται τώρα είναι: τι θα συµβεί στην περίπτωση που π Ty / c < 0 ; Σε αυτή την περίπτωση η Ε αδυνατεί να καλύψει το κόστος της. Προφανώς, αν η Ε προεξοφλεί σωστά το κόστος και το όφελος από την ανάπτυξη του προϊόντος y, δεν θα επιθυµούσε την ex post διαπραγµάτευση. Αντιθέτως, θα είχε από πριν αρνηθεί να καταβάλει το κόστος για την ανάπτυξη του προϊόντος y. Οπότε, αν δινόταν η δυνατότητα για ex post licensing αποκλειστικά, η ανάπτυξη του y δε θα ήταν εφικτή. Μια αποτελεσµατικότερη κατάληξη µπορεί να επιτευχθεί µε τη χρήση του ex ante licensing, δηλαδή του licensing οι όροι του οποίου διαπραγµατεύονται πριν η Ε προβεί στην ανάπτυξη του προϊόντος y. Στην περίπτωση του ex ante licensing, αν π Ty / c < 0 και δεν επιτευχθεί συµφωνία, η Ε δεν θα προχωρήσει στην κατασκευή του προϊόντος y εξασφαλίζοντας µηδενικό έναντι αρνητικού κέρδους στην περίπτωση που προχωρούσε στην κατασκευή και στο ex post licensing. Τα σηµεία απειλής είναι τώρα πtx c και 0 για την Ε και Ε, αντίστοιχα και το πλεόνασµα της διαπραγµάτευσης ισούται µε πty c. Εποµένως, αν συµφωνήσουν στο ex ante licensing και υπό τον όρο να µοιραστούν εξίσου το πλεόνασµα τα κέρδη των δύο επιχειρήσεων είναι αντίστοιχα πtx c + ( πty c ) / και ( πty c ) /. Παρατηρήστε ότι σε αυτή την περίπτωση η Ε αναλαµβάνει, µέσω της µείωσης των απαιτήσεών της έµµεσα, να χρηµατοδοτήσει τµήµα του κόστους της Ε, c. Ωστόσο, η E έχει συµφέρον από τη δυνατότητα να διαπραγµατευτεί µιας ex ante άδεια εκµετάλλευσης σε σχέση µε την περίπτωση που δεν 6
θα δοθεί η ευκαιρία για ex post συµφωνία. Σηµαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι στην περίπτωση πty / c η Ε µπορεί να εξασφαλίσει το κέρδος του ex post licensing. Συγκεκριµένα, οι δύο επιχειρήσεις προεξοφλούν το γεγονός ότι αν δεν οδηγηθούν σε συµφωνία ex ante, η Ε τελικά θα προχωρήσει στην ανάπτυξη του προϊόντος y µε την προοπτική να συµφωνήσει σε ex post licensing µε το οποίο θα υπερκαλύψει το κόστος c. Οπότε, τα σηµεία απειλής των δύο επιχειρήσεων είναι πtx + πty / c και πty / c δηλαδή τα κέρδη από τη συµφωνία στο ex post licensing. Συνεπώς, το BS είναι µηδενικό, και οι δύο επιχειρήσεις συµφωνούν ex ante ότι θα συµφωνούσαν ex post. Συµπερασµατικά, διακρίνουµε τις εξής δύο περιπτώσεις: () π Ty / c Στην περίπτωση αυτή είτε µε ex ante είτε µε ex post licensing η Ε προχωρεί στην ανάπτυξη του καινοτοµικού προϊόντος δεύτερης γενιάς και οι επιχειρήσεις Ε και Ε καταλήγουν µε κέρδη π Tx +πty / c και π Ty / c, αντίστοιχα. () π Ty / < c Στην περίπτωση αυτή αν δίνεται µόνο η δυνατότητα για ex post licensing η Ε δεν θα προχωρήσει στην ανάπτυξη του προϊόντος y. Αν δίνεται η δυνατότητα για ex ante licensing η Ε θα προχωρήσει στην ανάπτυξη του προϊόντος y. Τα κέρδη των επιχειρήσεων Ε και Ε είναι πtx c + ( πty c ) / και ( πty c ) /, αντίστοιχα. Τα συµπεράσµατα που εξάγουµε από την παραπάνω ανάλυση είναι τα εξής: Πρώτον, ο περιορισµός σε ex post διαπραγµατεύσεις θέτει σε κίνδυνο την ανάπτυξη µελλοντικών καινοτοµιών µε θετικό κοινωνικό πλεόνασµα. εύτερον, ίσως είναι καταλληλότερο να επιµηκυνθεί η διάρκεια της ευρεσιτεχνίας, T, σε σχέση µε την περίπτωση που µια επιχείρηση αναπτύσσει και τα δύο προϊόντα, το x και το y αυτό θα συµβεί εφόσον ( x + y) πt c c 0 και π Ty c ) 0. Η σηµασία του licensing είναι προφανής ως µηχανισµού για την παροχή κινήτρων στην περίπτωση σωρευτικών καινοτοµιών. Ένα από τα σηµαντικότερα εµπόδια για επίτευξη συµφωνιών σε αυτού του είδους τις διαπραγµατεύσεις είναι η ασύµµετρη πληροφόρηση σχετικά µε την αξία των καινοτοµιών. Η Ε έχει κίνητρο να ισχυριστεί ότι το κόστος για την ανάπτυξη της καινοτοµίας δεύτερης γενιάς είναι υψηλότερο από το πραγµατικό, προκειµένου να πείσει την Ε ότι χωρίς ex ante licensing δεν θα επενδύσει. Με τον τρόπο αυτό η Ε θα µπορούσε να επιτύχει µεγαλύτερα κέρδη. Φυσικά, η Ε θα αναγνώριζε σε αυτή την περίπτωση ότι η Ε θα είχε κίνητρο να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Επίσης, η αξία του προϊόντος y µπορεί µην είναι εύκολα παρατηρήσιµη για την Ε. Ωστόσο, το πρόβληµα αυτό µπορεί να ελαττωθεί µε τη χρήση licensing µε royalties, η απόδοση των οποίων µπορεί να συνδεθεί σε σηµαντικό βαθµό µε την κοινωνική αξία της αρχικής καινοτοµίας. 3. Ερευνητικά εργαλεία Η αξία ενός ερευνητικού εργαλείου έγκειται στη χρησιµότητά του για την ανάπτυξη άλλων καινοτοµιών. Σε αντίθεση µε τις καινοτοµίες πρώτης γενιάς, σε πολλές Λόγος για royalties θα γίνει στο επόµενο κεφάλαιο. 7
περιπτώσεις τα ερευνητικά εργαλεία πωλούνται µε άδεια σε συγκεκριµένη τιµή και όχι µέσω εξατοµικευµένων διαπραγµατεύσεων. Όσον αφορά υποκατάστατα ερευνητικά εργαλεία, η τιµολόγησή τους θα εξαρτηθεί από το βαθµό της µεταξύ τους υποκατάστασης. Το καινούριο χαρακτηριστικό που εισάγεται στη ανάλυσή µας σχετίζεται µε την τιµολόγηση συµπληρωµατικών ερευνητικών εργαλείων. Στην προηγούµενη ενότητα είδαµε ότι µέσω της διαπραγµάτευσης (bargaining) µπορούσε να εξασφαλιστεί η επένδυση για την ανάπτυξη προϊόντων δεύτερης γενιάς εφόσον τα έσοδα υπερέβαιναν το κόστος. Αυτό δε θα συµβεί στην περίπτωση που οι άδειες εκµετάλλευσης πωλούνται σε µη-διαπραγµατεύσιµες τιµές, αφού κάποιες χρήσεις τελικά αποκλειστούν. Ωστόσο, ακόµη και στην περίπτωση που οι τιµές των αδειών είναι διαπραγµατεύσιµες, όταν περισσότερες από µία επιχειρήσεις που πωλούν συµπληρω- µατικά εργαλεία επιθυµούν η κάθε µια να µεγιστοποιήσει το µερίδιο του εσόδου από την καινοτοµία δεύτερης γενιάς, είναι πολύ πιθανό η διαπραγµάτευση να αποτύχει ακόµη και στην περίπτωση που το καθαρό κέρδος από την παραγωγή της καινοτοµίας δεύτερης γενιάς υπερβαίνει το κόστος. Μια λύση είναι η από κοινού ιδιοκτησία των ερευνητικών εργαλείων. Μια άλλη λύση είναι η καθετοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή η επέκταση της επιχείρησης στην παραγωγή τόσο των ερευνητικών εργαλείων όσο και του προϊόντος δεύτερης γενιάς. Μια διαφορετικού τύπου ενοποίηση (consolidation) είναι η ανάθεση σε µια τρίτη επιχείρηση της πώλησης ενός συνόλου ερευνητικών εργαλείων τα οποία προµηθεύουν διαφορετικές επιχειρήσεις. Παρά το ό,τι η πρακτική αυτή, αρχικά, µοιάζει ως µονοπωλιακή, ουσιαστικά επιτυγχάνει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσµα. Ας φανταστούµε, για απλούστευση, ότι δύο ερευνητικά εργαλεία, το καθένα παραγόµενο από διαφορετική επιχείρηση µπορούν να χρησιµοποιηθούν συνδυασµένα ώστε να παράγουν µια σειρά προϊόντων. Οι καθοδικές επιχειρήσεις που σχηµατίζουν τη ζήτηση για τα δύο ερευνητικά εργαλεία ενδιαφέρονται για τη συνολική τιµή των δύο ερευνητικών εργαλείων και όχι για κάθε µια τιµή ξεχωριστά. Έστω ότι η αντίστροφη καµπύλη ζήτησης για τα δύο αγαθά έχει την εξής απλή µορφή: w( z) = z, όπου z είναι η ποσότητα που ζητείται στην τιµή p + p w( z) [βλέπε ιάγραµµα 5]. Αν τα δύο ερευνητικά εργαλεία πωληθούν από έναν διαχειριστή που επιδιώκει τη µεγιστοποίηση του συνολικού κέρδους, η άριστη τιµή του συνδυασµού των δύο εργαλείων είναι ½ και τα κέρδη ¼. (Υποθέτουµε ότι το οριακό κόστος παραγωγής των ερευνητικών εργαλείων είναι µηδέν.) p + p w( z) = z MR ιάγραµµα 5: Μονοπωλιακή τιµή z p = 4 { 3 4 4 p w( z) = z w ( z) = p z z MR ιάγραµµα 6: Το κίνητρο για υψηλότερη από τη µονοπωλιακή τιµολόγηση 8
Έστω ότι η µονοπωλιακή τιµή µοιράζεται εξίσου στις δύο επιχειρήσεις, δηλαδή, p = p = / 4. Μπορεί αυτός ο συνδυασµός τιµών να αποτελέσει ισορροπία όταν οι δύο επιχειρήσεις επιλέγουν ξεχωριστά η µία από την άλλη τη µεγιστοποίηση των κερδών τους; Όχι. Στο ιάγραµµα 6 έχουµε σχηµατίσει την αντίστροφη καµπύλη ζήτησης δεδοµένου ότι p =/. Την αντίστοιχη συνάρτηση συµβολίζουµε µε w ( z). [Ισοδύναµα, θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε ως δεδοµένη την τιµή p =/. Λόγω της συµµετρίας θα ίσχυε µια παρόµοια συλλογιστική.] Παρατηρήστε ότι η επιχείρηση µεγιστοποιεί το κέρδος της επιλέγοντας τιµή µεγαλύτερη του ½. Η εξήγηση του φαινοµένου αυτού είναι ότι η κάθε µια επιχείρηση µονοµερώς, δεδοµένης της τιµής της αντίπαλης επιχείρησης στο ½, έχει κίνητρο να θέσει τιµή που υπερβαίνει το ½ µη λαµβάνοντας υπόψη την αρνητική επίπτωση της ενέργειάς της στο κέρδος της αντίπαλης επιχείρησης παρατηρήστε ότι ενώ η τιµή p µεταβάλλεται ελεύθερα, η p είναι δεδοµένη και σταθερή στο ½, οπότε η αύξηση της τιµής p προκαλεί µείωση της ζήτησης για τα δύο ερευνητικά εργαλεία και µείωση του κέρδους της επιχείρησης. Στο συγκεκριµένο παράδειγµα, η τιµή ισορροπίας είναι p = p / 3. = Απόδειξη: Η επιχείρηση επιθυµεί τη µεγιστοποίηση του κέρδους της: π ( p, p ) = p( p p ) Αντίστοιχα, η επιχείρηση : π ( p, p ) = p ( p p ) Σε ισορροπία θα ισχύει dπ ( p, p ) dπ ( p, p ) = 0 και = 0 dp dp (οι συνθήκες β τάξης ισχύουν). p = 3 3 3 p w( z) = z MR ιάγραµµα 7: Τιµολόγηση στο δυοπώλιο z w ( z) = p z dπ p εδοµένου ότι dp γραµµικού συστήµατος p p + p + p = = i (, i p ) = p i p το οποίο έχει µοναδική λύση την p = p / 3. = j, η ισορροπία θα εξαχθεί από τη λύση του Η αθροιστική τιµή των δύο προϊόντων (ερευνητικών εργαλείων) είναι /3 και υπερβαίνει τη µονοπωλιακή τιµή παρατηρήστε στο ιάγραµµα 7 ότι δεδοµένης της τιµής p =/ 3 και της αντίστροφης καµπύλης ζήτησης w ( z ), η επιχείρηση επιλέγει την τιµή /3. Παρατηρήστε, τέλος, ότι το µονοπωλιακό κέρδος υπερβαίνει το άθροισµα των κερδών των δύο επιχειρήσεων στην περίπτωση που δρουν µεµονωµένα χωρίς να συνεργάζονται. Το αποτέλεσµα αυτό ισχύει γενικότερα: όταν επιχειρήσεις πωλούν ανώνυµα άδειες χρήσης συµπληρωµατικών προϊόντων, η τελική τιµή των δύο προϊόντων υπερβαίνει τη µονοπωλιακή τιµή. Εποµένως, η συνεργασία µεταξύ των δύο επιχειρήσεων αυξάνει τα κέρδη, µειώνει τις τιµές και αυξάνει τη χρήση των συµπληρωµατικών εργαλείων. 9
4. Κλίµακες ποιότητας Στην περίπτωση αυτή δεν γίνεται διαχωρισµός µεταξύ των εφευρετών βασικής τεχνολογίας και εφευρετών δεύτερης γενιάς προϊόντων δηλαδή εφαρµογών της βασικής τεχνολογίας. Αντίθετα, υπάρχει ένα βασικό προϊόν, τα χαρακτηριστικά του οποίου βελτιώνονται διαδοχικά από διαφορετικές επιχειρήσεις. Σε δεδοµένη χρονική στιγµή, η επιχείρηση που προσφέρει την τελευταία έκδοση του προϊόντος έχει ηγετική θέση στην αγορά έναντι όλων των υπόλοιπων επιχειρήσεων οι οποίες προσφέρουν το ίδιο βασικό προϊόν αλλά σε χαµηλότερη ποιότητα. Το ζήτηµα που ανακύπτει είναι αν η επιχείρηση αυτή έχει αρκετό χρονικό περιθώριο ώστε να καλύψει (από τις πωλήσεις της) το κόστος της ερευνητικής της προσπάθειας δεδοµένου ότι αν εµφανιστεί η καινούρια έκδοση του προϊόντος θα µειωθεί δραστικά η µονοπωλιακή της δύναµη άρα και οι πωλήσεις της. Σε ένα καινοτοµικό περιβάλλον στο οποίο είναι πιθανότερο διαφορετικές επιχειρήσεις να εισάγουν στην αγορά ποιοτικά βελτιωµένες εκδόσεις ενός προϊόντος η διάρκεια της πατέντας ενδεχοµένως να µην αποτελεί τον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα κερδοφορίας µιας ευρεσιτεχνίας. Μια ευρεσιτεχνία θα αποφέρει έσοδα στον ιδιοκτήτη της για το χρονικό διάστηµα µέχρι την εµφάνιση της επόµενης καινοτοµίας. Όσο γρηγορότερα καινοτοµούν διαφορετικές επιχειρήσεις τόσο λιγότερα είναι τα έσοδά τους. Με άλλα λόγια, όσο γρηγορότερα αναµένει µια επιχείρηση ότι το προϊόν της θα υποβαθµιστεί από την εµφάνιση ενός νέου προϊόντος, τόσο µικρότερο κίνητρο θα έχει να επενδύσει σε R&D. Ας υποθέσουµε ότι κάθε περίοδο (π.χ. κάθε χρόνο) εισάγεται στην αγορά µια καινούρια έκδοση του προϊόντος. Το χρόνο κ η επιχείρηση κ εισάγει στην αγορά την ανώτερη έκδοση σε σχέση µε τις προηγούµενες εκδόσεις του (βασικού) προϊόντος. Την τεχνολογία που ενσωµατώνει η έκδοση κ την µετράµε µε την ποιότητα του αντίστοιχου προϊόντος και τη συµβολίζουµε µε q κ. Εποµένως, η διαφορά της ποιότητας µεταξύ δύο διαδοχικών βελτιώσεων ισούται µε q κ q κ-. Ας υποθέσουµε ότι οι χρήστες του προϊόντος επιλέγουν να αγοράσουν µια µονάδα από ένα από τα δύο προϊόντα (δηλαδή µια από τις δύο εκδόσεις του βασικού προϊόντος) µε µοναδικό κριτήριο την ποιότητα των προϊόντων. Οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται σε επίπεδο τιµών. Το οριακό κόστος παραγωγής κάθε προϊόντος είναι 0. Η ισορροπία στο χρόνο κ είναι η εξής: η επιχείρηση κ θέτει τιµή q κ q κ- και καλύπτει όλη τη ζήτηση ενώ η επιχείρηση κ- θέτει τιµή 0 και πωλεί µηδενική ποσότητα προϊόντος. Απόδειξη: Η επιχείρηση κ πωλεί το προϊόν µε ποιότητα q κ και επιθυµεί τη µεγιστοποίηση του κέρδους της. Η επιχείρηση κ- πωλεί το προϊόν µε ποιότητα q κ- και επιθυµεί τη µεγιστοποίηση του κέρδους της. Αν κάποιος χρήστης αγοράσει το προϊόν της επιχείρησης κ θα λάβει χρησιµότητα q κ p κ. Αν κάποιος χρήστης αγοράσει το προϊόν της επιχείρησης κ- θα λάβει χρησιµότητα q κ- p κ-. εδοµένου ότι οι χρήστες αξιολογούν το ίδιο την ποιότητα κάθε προϊόντος δηλαδή είναι όµοιοι ως προς την αξιολόγηση των ποιοτήτων των προϊόντων, θα κάνουν τις ίδιες επιλογές αγοράς. Ένας χρήστης είναι αδιάφορος µεταξύ του ποιο από τα δύο προϊόντα θα επιλέξει αν 0
ισχύει qk pk = qk pk. Αν qk pk < qk pk τότε όλοι οι χρήστες αγοράζουν από την επιχείρηση κ- και το αντίστροφο. Παρατηρήστε ότι qk pk < qk pk pk < pk ( qk ). ηλαδή, προκειµένου η επιχείρηση µε τη χαµηλή ποιότητα, η επιχείρηση κ-, να κερδίσει τους καταναλωτές, θα πρέπει να θέσει τιµή p κ- που να υπολείπεται της p κ τουλάχιστο κατά τη διαφορά των ποιοτήτων, q κ q κ-. Ωστόσο, προκειµένου η επιχείρηση κ- να πραγµατοποιεί κέρδος θα πρέπει η τιµή της να είναι θετική. Όµως, παρατηρήστε ότι αν pk ( qk ) 0, δηλαδή pk ( qk ), η επιχείρηση θα έπρεπε να θέσει αρνητική τιµή, pk < pk ( qk q k ) 0, προκειµένου να πωλήσει θετική ποσότητα προϊόντος. Ωστόσο, Όµως δεν θα έθετε αυτή την τιµή αφού αυτό θα της έδινε αρνητικό κέρδος. ηλαδή, αν pk ( qk ) 0, η επιχείρηση κ είναι σίγουρο ότι θα καλύψει τη συνολική ζήτηση. εδοµένου ότι η επιχείρηση κ µεγιστοποιεί το κέρδος της και δεδοµένου ότι η ζήτηση από την πλευρά των χρηστών είναι ανελαστική (κάθε καταναλωτής αγοράζει µια µονάδα προϊόντος) η επιχείρηση θέτει τη µέγιστη δυνατή τιµή. Η µέγιστη δυνατή τιµή p k που ικανοποιεί τον περιορισµό p ( q q, είναι η τιµή p ( ). Η επιχείρηση κ- θα θέσει τιµή p = 0. k = qk k Παρατηρήστε ότι η τιµή ισορροπίας αντανακλά τη διαφορά µεταξύ των ποιοτήτων των δύο προϊόντων και όχι την απόλυτη τιµή της ποιότητας q κ και αυτό είναι λογικό διότι τα δύο προϊόντα είναι υποκατάστατα. Όσο πιο στενά υποκατάστατα είναι τόσο η τιµή p k θα τείνει στο µηδέν, το οποίο συµβαίνει όταν τα δύο προϊόντα είναι απόλυτα οµοιογενή. Πρέπει να σηµειωθεί ότι ο λόγος που δεν λάβαµε υπόψη τις υπόλοιπες επιχειρήσεις (κ-, κ-3, ) στον υπολογισµό της ισορροπίας είναι διότι αυτές πωλούν προϊόντα ακόµη χαµηλότερης ποιότητας οπότε καµία από αυτές δεν µπορεί να ανταγωνιστεί την επιχείρηση κ όταν p ( q q ). k = k k εδοµένου ότι η επιχείρηση κ έχει πλεονέκτηµα έναντι όλων των υπόλοιπων επιχειρήσεων µόνο κατά την περίοδο κ και µόνο για µια περίοδο, το συνολικό κέρδος της ισούται µε π k = ( qk ) N ck, όπου Ν είναι ο αριθµός των χρηστών και c k το κόστος σε R&D για την ανάπτυξη του προϊόντος της αν εξακολουθούσε να πωλεί το καλύτερο προϊόν για Τ περιόδους, το κέρδος της θα ήταν T q q ) N c. ( k k Εφόσον π k 0 ( qk ) N ck η επιχείρηση κ έχει κίνητρο να δαπανήσει το χρηµατικό ποσό c k σε δαπάνες R&D. Το πρόβληµα ανακύπτει στην αντίθετη περίπτωση όπου π k < 0 ( q k ) N < ck. Σε αυτή την περίπτωση η επιχείρηση κ δεν θα είχε κίνητρο να δαπανήσει για την ανάπτυξη του προϊόντος της, ποιότητας q κ, παρά το ό,τι η κοινωνική του αξία, ( q q N r, πιθανότατα υπερβαίνει το κόστος c k. k k ) / Στο υπόδειγµα της κλίµακας ποιότητας που µελετάµε υποθέτουµε ότι κάθε καινούρια έκδοση του βασικού προϊόντος προστατεύεται από αντίστοιχη ευρεσιτεχνία. Αυτό είναι αναγκαίο διότι σε αντίθετη περίπτωση καµία επιχείρηση δεν θα µπορούσε να απολαύσει µονοπωλιακή δύναµη σε οποιαδήποτε περίοδο (λόγω π.χ. αντιγραφής από αντίπαλες k k k k ) Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι, σε ισορροπία, η τιµή της επιχείρησης κ πρέπει να είναι οριακά µικρότερη από q κ q κ-.
επιχειρήσεις). Παρατηρήστε ότι το κέρδος της επιχείρησης κ είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια ισχύος της πατέντας που διαθέτει. Οπότε, σε αυτό το πλαίσιο, η µεταβλητή διάρκεια της πατέντας δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να ρυθµίσει την αξία της πατέντας. Στο παρόν καινοτοµικό περιβάλλον οι µεταβλητές που καθορίζουν πρωταρχικά τα κίνητρα των επιχειρήσεων για έρευνα και ανάπτυξη είναι το εύρος και το απαιτούµενο καινοτοµικό βήµα των δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας. Αν το εύρος της ευρεσιτεχνίας του προϊόντος της επιχείρησης κ- είναι τόσο ώστε να µπλοκάρει την ευρεσιτεχνία του προϊόντος της επιχείρησης κ, τότε το προϊόν της τελευταίας µπορεί να κατοχυρωθεί ως ευρεσιτεχνία µόνο αν η επιχείρηση κ αγοράσει δικαίωµα εκµετάλλευσης από την κ-. Στο παρακάτω διάγραµµα εντός του µικρού κυκλικού δίσκου µε κέντρο το σηµείο (προϊόν) Α κ- (µε ποιότητα q κ- ) βρίσκονται τα προϊόντα (βελτιώσεις) που δεν µπορούν να κατοχυρωθούν διότι δεν ικανοποιούν το απαιτούµενο καινοτοµικό βήµα. Τα προϊόντα που βρίσκονται εντός του µεγαλύτερου κυκλικού δίσκου µε κέντρο το Α κ- παραβιάζουν το κατοχυρωµένο προϊόν Α κ-. Τα προϊόντα που βρίσκονται εντός του δακτυλίου µπορούν να κατοχυρωθούν αλλά παραβιάζουν την πατέντα του Α κ-. Η πώληση δικαιώµατος εκµετάλλευσης στην επιχείρηση κ από την επιχείρηση κ- θα αποφέρει χρηµατικό όφελος στην τελευταία. Αντίστοιχα, η επιχείρηση κ+ πρέπει να εξασφαλίσει άδεια εκµετάλλευσης από την επιχείρηση κ προκειµένου να κατοχυρώσει το δικό της προϊόν µε ευρεσιτεχνία. Προϊόντα που παραβιάζουν την πατέντα Ακ- και δεν µπορούν να κατοχυρωθούν Ak- Ak Ak+ Προϊόντα που παραβιάζουν την πατέντα Ακ- αλλά θα µπορούσαν να κατοχυρωθούν ιάγραµµα 8: Εύρος και άδειες εκµετάλλευσης Παρατηρήστε ότι η επιχείρηση κ έχει τη δυνατότητα να αποκοµίσει κέρδος τόσο από την πώληση του προϊόντος κ όσο και από την πώληση του προϊόντος κ+, αντίστοιχα ως αγοραστής και ως πωλητής µιας άδειας εκµετάλλευσης. Σε αυτή την περίπτωση το µέγιστο έσοδο που µπορεί να συλλεχθεί από την πώληση του προϊόντος κ+ είναι (q κ+ q κ- )Ν. Αυτό συµβαίνει διότι η επιχείρηση κ µετατρέπεται από ανταγωνιστής της επιχείρησης που αναπτύσσει το προϊόν κ+ σε συνεργάτη της. Εποµένως, το προϊόν κ+ ανταγωνίζεται πλέον µε το χαµηλότερης ποιότητας προϊόν της επιχείρησης κ-. ηλαδή, το έσοδο που θα µοιραστούν οι δύο επιχειρήσεις που έχουν δικαιώµατα στο νέο προϊόν αυξάνεται από (q κ+ q κ )Ν σε (q κ+ q κ- )Ν. Αν υποθέσουµε ότι qk =, k =,,..., το κέρδος διπλασιάζεται από Ν σε Ν. Αν οι επιχειρήσεις µοιράζονται εξίσου τα έσοδα από κάθε ευρεσιτεχνία τότε κάθε επιχείρηση i κατορθώνει να συλλέγει συνολικό κέρδος N c i οπότε αυτό δίνει µεγαλύτερη κίνητρα για επενδύσεις σε R&D.
Με το ίδιο σκεπτικό µια ευρεσιτεχνία µε µεγαλύτερο εύρος µπορεί να µπλοκάρει περισσότερες από µια µεταγενέστερες ευρεσιτεχνίες. Στο παρακάτω διάγραµµα απεικονίζουµε την περίπτωση στην οποία η πατέντα κάθε επιχείρησης µπλοκάρει δύο διαδοχικές πατέντες. Η επιχείρηση κ+ αναγκάζεται να αγοράσει άδεια εκµετάλλευσης από τις επιχειρήσεις κ+ και κ. Οι τρεις επιχειρήσεις, κ, κ+ και κ+ έχουν τη δυνατότητα να συντονίσουν την τιµολογιακή τους πολιτική ώστε το προϊόν µε ποιότητα q κ+ να ανταγωνίζεται ουσιαστικά µόνο µε το προϊόν που πωλεί η επιχείρηση κ- η οποία δεν έχει δικαιώµατα στο προϊόν της επιχείρησης κ+. Οπότε, η επιχείρηση κ+ πωλεί στην τιµή q κ+ q κ- = 3. Συνολικά, το κέρδος κάθε επιχείρησης γίνεται 3 N c i. Επιχείρηση κ- κ- κ κ+ κ+ Χρόνος Ποιότητα qk qk qk+ q k + ιάγραµµα 9: Συνδυασµός δύο αδειών εκµετάλλευσης Οπότε, επεκτείνοντας το εύρος της πατέντας στο βαθµό που m µελλοντικές διαδοχικές καινοτοµίες παραβιάζουν την πατέντα κάθε µιας επιχείρησης, το έσοδο κάθε καινοτόµου επιχείρησης µπορεί να πολλαπλασιαστεί στο σηµείο που να είναι συµφέρουσα η εφαρµογή κάθε ερευνητικού προγράµµατος, δηλαδή στο σηµείο που m N > c i. Ωστόσο, θα πρέπει να τεθεί κάποιο όριο στο εύρος των ευρεσιτεχνιών δεδοµένου ότι το κόστος για την (καλύτερη) προστασία των δικαιωµάτων ιδιοκτησίας καταβάλλουν οι καταναλωτές. Στο παρόν υπόδειγµα, οι χρήστες αναγκάζονται να πληρώνουν πολλαπλάσιες τιµές ανάλογα µε το εύρος της πατέντας. Στην περίπτωση που c i = c για κάθε επιχείρηση και στόχος είναι η µεγιστοποίηση του πλεονάσµατος του καταναλωτή, το άριστο εύρος που αντιπροσωπεύεται από τη µεταβλητή m, έχει την ιδιότητα ( m ) N < c m N, δηλαδή εξασφαλίζει το ελάχιστο δυνατό θετικό κέρδος για κάθε καινοτόµο επιχείρηση. 3