Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΔΑΠΑΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΞΟΜΟΙΩΜΕΝΟΥ ΑΓΩΝΑ ΚΩΠΗΛΑΣΙΑΣ της Κορνηλίου Αλεξάνδρου Αλίκης Πρόταση μεταπτυχιακής διατριβής που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για τη μερική ολοκλήρωση των απαιτήσεων για την απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στην Ανθρώπινη Απόδοση και Υγεία με έδρα το Τμήμα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ( στην Άσκηση και Υγεία ). Εγκεκριμένο από το καθηγητικό σώμα: 1 ος Επιβλέπων: Αναπληρωτής Καθηγητής, Βράμπας Ιωάννης 2 ος Επιβλέπων: Επίκουρος Καθηγητής, Σαμπάνης Μιχάλης 3 ος Επιβλέπων: Επίκουρος Καθηγητής, Γκίσης Ιωάννης 2009 Θεσσαλονίκη
2009 Αλίκης Κορνηλίου ALL RIGHTS RESERVED 2
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ...3 ABSTRACT...4 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ....5 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ..6 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ..7 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ..8 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...9 ΙΙ. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ. 10 i) Διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών...13 ii) Διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες των ελαφρών βαρών και της ανοικτής κατηγορίας....16 ΙΙΙ. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 20 IV. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ..20 V. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ..20 VI. ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ... 21 VII. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 22 α) Δείγμα...22 β) Περιγραφή οργάνων. 23 γ) Περιγραφή δοκιμασιών. 24 Εξομοιωμένος αγώνας κωπηλασίας 2000μ... 24 δ) Διαδικασία μέτρησης. 26 ε) Σχεδιασμός της έρευνας 27 στ) Στατιστική ανάλυση.. 27 VIII. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ. 28 IX. ΣΥΖΗΤΗΣΗ.. 47 X. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 51 XI. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 52 XII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ.. 60 XIII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ. 66 3
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1. Μέσοι όροι (±S.E.) των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών. Πίνακας 2. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 500μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Πίνακας 3. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 1000μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Πίνακας 4. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 1500μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Πίνακας 5. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 2000μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Πίνακας 6. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών της μεταβλητής του γαλακτικού οξέος των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών, στο 5 ο λεπτό μετά το τέλος της δοκιμασίας του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 4
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 1. Η μεταβλητή της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO 2 ), σε απόλυτες τιμές, κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Σχήμα 2. Η μεταβλητή της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO 2 /Kg), σε σχετικές τιμές, κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Σχήμα 3. Η μεταβλητή του πνευμονικού αερισμού (VE) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Σχήμα 4. Σχήμα 5. Σχήμα 6. Η μεταβλητή του αναπνευστικού πηλίκου (RER) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Η μεταβλητή του μεταβολικού ισοδύναμου (ΜΕΤ) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Η μεταβλητή της ενεργειακής δαπάνης (ΕΕ) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Σχήμα 7. Η μεταβλητή των υδατανθράκων (CHO) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Σχήμα 8. Η μεταβλητή TOTAL κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Σχήμα 9. Η μεταβλητή του γαλακτικού οξέος (La), στο 5 ο λεπτό, μετά το τέλος της δοκιμασίας του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 5
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικόνα 1. Λονδίνο, 1716. Βαρκάρηδες που συναγωνίζονται ποιος θα μεταφέρει γρηγορότερα τους επιβάτες ή τα εμπορεύματα. Εικόνα 2. Δίκωπος μετά πηδαλιούχου ανδρών. Εικόνα 3. Κωπηλατοεργόμετρο Concept IId. Εικόνα 4. Τετράκωπος άνευ πηδαλιούχου γυναικών. Εικόνα 5. Δίκωπος άνευ πηδαλιούχου ανδρών. Εικόνα 6. Δοκιμαζόμενος πριν την έναρξη του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο, συνδεδεμένος με ηλεκτροκαρδιογράφο και αναλυτή αερίων. 6
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο πρώτος καταγεγραμμένος αγώνας κωπηλασίας πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1716. Στην ουσία, η κωπηλασία ξεκίνησε σαν υπόθεση τιμής και υπερηφάνειας μεταξύ των βαρκάρηδων που συναγωνίζονταν ποιος Εικόνα 1. θα μεταφέρει γρηγορότερα τους επιβάτες ή τα εμπορεύματα. Ωστόσο, σύντομα εξαπλώθηκε και εξελίχθηκε σε πραγματικό άθλημα. Το Ήτον ήταν το πρώτο σχολείο που ξεκίνησε τους αγώνες κωπηλασίας το 1811, και ο πρώτος αγώνας μεταξύ πανεπιστημίων έγινε το 1829, όταν το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αγωνίστηκε με αυτό του Κέμπριτζ (Mendenhall, 2000). Η κωπηλασία είναι πρώτιστα ένα άθλημα δύναμης-αντοχής. Η χαρακτηριστική αγωνιστική απόσταση κωπηλασίας πραγματοποιείται για 2000μ. και διαρκεί, ανάλογα με τον τύπο των βαρκών και τις καιρικές συνθήκες, 5.5-7.0 λεπτά (Steinacker, 1993). Η κωπηλασία απαιτεί ένα υψηλό επίπεδο δύναμης και αντοχής (Hagerman, 1984). Κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, η μυϊκή συστολή είναι σχετικά αργή και χρησιμοποιούνται περίπου 32-38 κουπιές ανά λεπτό. Έτσι, κατά τη διάρκεια των 2000 μέτρων, ένας κωπηλάτης πρέπει να κάνει περισσότερες από 200 φορές ένα κτύπημα (κουπιά) με μια μέγιστη δύναμη από 800 και περισσότερο από 1000 Newtons. Στους κωπηλάτες διεθνούς επιπέδου, η δύναμη ανά κτύπημα μπορεί να φθάσει τόσο υψηλά όσο είναι τα 1200 Watt και η μέση δύναμη αγώνα είναι τα 450-550 Watt (Steinacker, 1993). Επίσης η διάρκεια κάθε αγωνίσματος εξαρτάται και από τον αριθμό των κωπηλατών στη βάρκα και ανάλογα από την αγωνιστική κατηγορία, βαριά κατηγορία (Heavyweight) και ελαφριά κατηγορία (Lightweight), αν είναι άνδρες ή Εικόνα 2. 7
γυναίκες, διπλά κουπιά ή μεγάλα κουπιά (Ingham, Whyte, Jones, Nevill, 2002). ΙΙ. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Ένας κωπηλάτης εξαρτάται κυρίως από τον αερόβιο μεταβολισμό του/της για να καλύψει την απόσταση των 2000μ., επειδή τα ενεργειακά αποθέματα και η γλυκόλυση είναι περιορισμένα να καλύψουν την ενεργειακή απαίτηση μόνο για περίπου 1.5-2.0 λεπτά (Steinacker, 1993). Η αερόβια δύναμη μπορεί να οριστεί ως η μέγιστη κατανάλωση οξυγόνου (VO 2max ) όπως υπολογίζεται κατά τη διάρκεια απόδοσης διάρκειας από 2 έως 10 λεπτά (Jensen, 1994). Ο αερόβιος μεταβολισμός έχει αναφερθεί ότι εφοδιάζει με 70 86% των αγωνιστικών ενεργειακών δαπανών, ενώ η υπόλοιπη ενέργεια παρέχεται από αναερόβιες πηγές (Russell, Rossignol, Sparrow, 1998). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Roth και τους συν. (1983) η ενέργεια για αγώνα 2000 μέτρων παράγεται 67% αερόβια και 33% αναερόβια, 21% α- γαλακτικά και 12% γαλακτικά. Ο Secher και άλλοι (1982) διαπίστωσαν ότι η αερόβια ενεργειακή συμβολή μπορεί να είναι μέχρι και 86%. Πολλοί παράγοντες έχουν επιπτώσεις στη φυσική απόδοση κατά τη διάρκεια της κωπηλασίας. Η δύναμη εξαρτάται από τα αερόβια και αναερόβια αποθέματα ενέργειας που ισορροπούνται από την αποδοτικότητα ή την τεχνική (Jensen, 1994). Η αποδοτικότητα εκφράζεται ως η σχέση μεταξύ της ενεργειακής κατανάλωσης και της ταχύτητας της βάρκας και εξαρτάται από την τεχνική ικανότητα του κωπηλάτη. Η αποδοτικότητα ποικίλλει τουλάχιστον από 16% έως 21%, ακόμη και κατά τη διάρκεια της κωπηλασίας σε εργόμετρο και σε κωπηλατήριο (Bunc, Leso, 1993; Lakomy, Lakomy, 1993). Το μεταβολικό ισοδύναμο (Μetabolic ΕquivalenT) είναι μια ευρέως χρησιμοποιημένη φυσιολογική έννοια που θεωρείται μια απλή διαδικασία για να εκφράσει κανείς το ενεργειακό κόστος των σωματικών δραστηριοτήτων ως πολλαπλάσιο του μεταβολικού ποσοστού ηρεμίας (Resting Metabolic Rate) 8
(Ainsworth, Haskell, Whitt, Irwin, Swartz, Strath, O Brien, Bassett, Schmitz, Emplaincourt, Jacobs, Leon, 2000; Blair, Haskell, Paffenbarger, Vranizan, Farquhar, Wood, 1985; Schutz, Weinsier, Hunter, 2001). Ο Morris και οι συν. (1993) προσδιόρισαν το ΜΕΤ ως «η ποσότητα οξυγόνου που καταναλώθηκε από το σώμα από τον εισπνεόμενο αέρα κάτω από βασικές συνθήκες και είναι ίση κατά μέσον όρο με 3,5 ml Ο 2 /kg ανά λεπτό». Από την άποψη της ενεργειακής δαπάνης, το ΜΕΤ ορίζεται επίσης ως η αναλογία του μεταβολικού ποσοστού εργασίας σε ένα τυποποιημένο RMR (Resting Metabolic Rate) της 1,0 kcal (4.184 kj). kg -1. h -1 (Ainsworth et al., 2000). Η εμφάνιση της κωπηλασίας σε κωπηλατοεργόμετρο (Εικ.3) έχει διευκολύνει την προπόνηση και έχει προσφέρει ένα ελέγξιμο και επαναλαμβανόμενο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση της απόδοσης κωπηλασίας (Ingham et al., 2002). Εικόνα 3. Η δοκιμή ενός αθλητή είναι μια προσπάθεια να αξιολογηθεί η συγκεκριμένη αθλητική απόδοσή του/της. Ο ευκολότερος τρόπος να γίνει αυτό είναι να μετρηθεί ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται για να καλύψει μια συγκεκριμένη απόσταση κωπηλασίας. Εντούτοις, αυτό είναι μάλλον περίπλοκο, επειδή οι εξωτερικοί παράγοντες όπως ο αέρας, τα υδάτινα ρεύματα και η θερμοκρασία μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Επιπλέον, μπορεί να υπάρξει ανάγκη για να αξιολογηθεί η προσωπική συμβολή σε μια βάρκα, που περιλαμβάνει τουλάχιστον οκτώ κωπηλάτες (Jensen, 1994). Συνεπώς, τα κωπηλατοεργόμετρα χρησιμοποιούνται συνήθως για να μετρήσουν τις μεμονωμένες παραμέτρους απόδοσης στους κωπηλάτες και τις προπονητικές αλλαγές. Αν και η κωπηλασία σε εργόμετρο δεν απαιτεί τις ίδιες δεξιότητες με την κωπηλασία σε νερό, έχει παρατηρηθεί ότι το εργόμετρο μιμείται τις βιομηχανικές και μεταβολικές απαιτήσεις της κωπηλασίας σε νερό (Lamb, 1989). Η απόδοση των 2000μ. κωπηλασίας σε κωπηλατοεργόμετρο εξαρτάται από τη λειτουργική ικανότητα και των αερόβιων και αναερόβιων 9
ενεργειακών μονοπατιών (Secher, 1973), με το σχετικό ποσό ενέργειας που προέρχεται από τον αναερόβιο μεταβολισμό που είναι 21%-30% (Secher, 1990). Η μελέτη των φυσιολογικών χαρακτηριστικών των κωπηλατών υψηλής και χαμηλής απόδοσης έχει αποκαλύψει ότι η μεγαλύτερη μέγιστη κατανάλωση οξυγόνου (V0 2max ) (Secher, Vaage, Jensen, Jackson, 1983), το ποσοστό των αργών μυϊκών ινών (Roth, Hasart, Wolf, Pansold, 1983), η σωματική μάζα (Secher et al., 1983) και η παραγωγή δύναμης σε συγκέντρωση ([La - ] b ) γαλακτικού του αίματος στα 4 mmοl. l -1 (Roth et al., 1983) είναι όλα θετικά σχετιζόμενα με την απόδοση. Ο Kramer και οι συν. (1994) σύγκριναν διάφορες παραμέτρους που μετρήθηκαν στο εργαστήριο και στο στίβο με την απόδοση και διαπίστωσαν ότι η V0 2max ήταν η ισχυρότερη συσχέτιση (r=0.71). Ο Cosgrove και οι συν. (1999) εξέτασαν τις σχέσεις μεταξύ της απόδοσης στο εργόμετρο των 2000μ. κωπηλασίας και επέλεξαν φυσιολογικές μεταβλητές σε κωπηλάτες επιπέδου club και ανέφεραν ότι η V0 2max και η άλιπη σωματική μάζα κατέδειξαν την υψηλότερη συσχέτιση με τη μέση ταχύτητα. Οι αναλύσεις βαθμιαίας πολλαπλής παλινδρόμησης κατέδειξαν την V0 2max να είναι ο καλύτερος μοναδικός προγνώστης της απόδοσης, που εξηγεί το 72% της μεταβλητότητας. Ο «χρόνος αντοχής» και η «ταχύτητα στο V0 2max τεστ» και η ταχύτητα στα 4 mmοl. l -1 [La - ] b θεωρούνται ως οι επόμενοι καλύτεροι προγνώστες της απόδοσης κωπηλασίας των 2000μ. στο εργόμετρο. Εντούτοις, άλλες μελέτες ανέφεραν είτε τη V0 2max σε L/min είτε τη μέγιστη αερόβια δύναμη (P max ) σε Watt που λήφθηκε κατά τη διάρκεια αυξανόμενου τεστ μέχρι την εξάντληση (Cosgrove, Wilson, Watt, Grant, 1999; Ingham et al., 2002; Jurimae, Maestu, Jurimae, et al., 1999; Jurimae, Maestu, Jurimae, Pihl, 2000; Perkins, Pivarnik, 2003; Riechman, Zoeller, Balasekaram, et al., 2002; Womack, Davis, Wood, Sauer, Alvares, Weltmann, Gaesser, 1996), είτε κατά τη διάρκεια τυποποιημένης μέγιστης κωπηλασίας 2000μ. σε εργόμετρο (Russell, Rossignol, Sparrow, 1998), να είναι μια σημαντική παράμετρος στην πρόβλεψη της απόδοσης κωπηλασίας σε εργόμετρο 2000μ. Παραδείγματος χάριν, ο Ingham και οι συν. (2002) και ο Womack και οι συν. (1996), διαπίστωσαν ότι η VO 2max, η P max και η κατανάλωση οξυγόνου (VO 2 ) σε μια δύναμη που δημιουργεί μια συγκέντρωση 10
γαλακτικού στο αίμα στα 4 mmol/l ήταν στενά συνδεδεμένη με τον χρόνο απόδοσης των 2000μ. σε εργόμετρο. Αντίθετα, ο Riechman και οι συν. (2002) διαπίστωσαν ότι ο χρόνος απόδοσης των 2000μ. σε εργόμετρο εκφράζεται καλύτερα από τη μέση δύναμη μιας μέγιστης δοκιμής 30 δευτερολέπτων σε εργόμετρο (δηλ. μέτρηση της αναερόβιας γαλακτικής δύναμης) και της VO 2max. Παρόμοια αποτελέσματα εξήχθησαν από τον Jurimae και συν. (2000), ο οποίος ανέφερε την P max και τη μέση δύναμη σε δοκιμασία 40 δευτερολέπτων (δηλ. μέτρηση της αναερόβιας γαλακτικής δύναμης) να είναι οι καλύτερες παράμετροι πρόβλεψης της απόδοσης της κωπηλασίας 2000μ. σε εργόμετρο. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η LT LOG αντιπροσώπευσε καλύτερα τη μέγιστη απόδοση 2000μ. κωπηλασίας σε εργόμετρο (Steinacker, 1993; Bourgois, Vrijens, 1998; Wolf, Roth, 1987). Εν περιλήψει, και η αερόβια και η αναερόβια ικανότητα φαίνεται να είναι σημαντικές παράμετροι στην ανταγωνιστική κωπηλασία, παρά τους παράγοντες όπως το επίπεδο, το φύλο, και η σωματική μάζα. Επίσης, και οι δύο ικανότητες είναι σημαντικές στη μέτρηση για να γίνει καλύτερα κατανοητή η απόδοση ενός κωπηλάτη. Για το επίπεδο του αναερόβιου κατωφλιού, η μέθοδος της LT LOG μπορεί να αντιπροσωπεύσει την ένταση του κατωφλιού καλύτερα από τη σύνηθες χρησιμοποιούμενη συγκέντρωση γαλακτικού στο αίμα των 4 mmol/l (Jensen, 1994; Messonnier, Freund, Bourdin, et al., 1997; Jurimae et al., 2000; Kramer, Leger, Peterson, et al., 1994). i) Διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών Το ερώτημα όσον αφορά τις διαφορές στη φυσική δραστηριότητα ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες ήταν μια εστίαση της επιστημονικής έρευνας και το κέντρο ισχυρών διαφωνιών για αρκετό καιρό. Ενώ, είναι φανερό ότι τα δύο φύλα διαφέρουν ως προς την ικανότητα να εκτελούν ιδιαίτερες σωματικές Εικόνα 4. δραστηριότητες, αξιοσημείωτη προσπάθεια έχει γίνει έτσι ώστε να καθοριστεί εάν αυτές οι διαφορές σχετίζονται με μοναδικά, συγκεκριμένα για κάθε φύλο 11
χαρακτηριστικά ή είναι περισσότερο σχετιζόμενα με φυσιολογικές διαφορές ως προς μια απλή συνεχή απόδοση (Mayhew, Hancock, Rollison, Ball, Bowen, 2001). Για τις γυναίκες, τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα κωπηλασίας καθιερώθηκαν το 1954 και η απόσταση αυξήθηκε από 1000 σε 2000μ. το 1983, απόσταση την οποία κωπηλατούσαν οι άνδρες. Όταν αγωνίζονται σε παρόμοια αγωνίσματα, ο χρόνος Εικόνα 5. κωπηλασίας για τις γυναίκες στο νερό είναι περίπου 10% μεγαλύτερος από αυτόν των ανδρών (Secher, 2000). Εξίσου, τα στοιχεία των Παγκοσμίων ρεκόρ για τα 2000μ. κωπηλασίας σε εργόμετρο, δείχνουν ότι ο τελικός χρόνος για τις γυναίκες είναι περίπου 16% πιο αργός από ότι των ανδρών. Αυτό το χάσμα της αθλητικής απόδοσης ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες παρατηρείται και σε άλλα αθλήματα, αν και μικραίνει καθώς αυξάνει ο αριθμός των αθλητριών (Wilmore, Costill, 1999). Το φύλο αποτελεί μια μεταβλητή που μπορεί να μεταβάλλει την ισχύ της σχέσης μεταξύ της ενεργειακής δαπάνης της φυσικής δραστηριότητας (Ρhysical Αctivity Εnergy Εxpenditure) και της σωματικής σύστασης (ποσοστό σωματικού λίπους %BF). Δυο μελέτες έχουν υποδείξει ότι το %BF ενεργών ανδρών πιθανότατα να είναι χαμηλότερο από αυτό λιγότερο ενεργών ανδρών (Westerterp, Goran, 1997; Westerterp, Meijer, Kester, Wouters, ten Hoor, 1992), αλλά η ίδια σχέση δεν παρατηρήθηκε στις γυναίκες (Westerterp, Goran, 1997). Ο Westerterp και ο Goran (1997) υπέθεσαν ότι η διαφορά στη σχέση της ΡΑΕΕ και του %BF μεταξύ των φύλων μπορεί να οφείλεται σε μια αύξηση της ενεργειακής πρόσληψης (Εnergy Ιntake) από τη μεριά των ενεργών γυναικών έτσι ώστε να εξισορροπήσουν τον υψηλό βαθμό της φυσικής δραστηριότητας. Δυστυχώς, ο Westerterp και ο Goran δεν αναφέρουν δεδομένα για την ενεργειακή πρόσληψη (ΕΙ). Η έλλειψη αυτή είναι σημαντική, επειδή αλλαγές στην ενεργειακή ισορροπία, στο σωματικό βάρος και στο λίπος είναι μικρότερες στις γυναίκες από ότι στους άνδρες όταν υποβάλλονται σε παρόμοια δοκιμασία άσκησης (Westerterp et al., 1992; Donnelly, Hill, Jacobsen, et al., 2003). Γενικά, λίγες μελέτες δείχνουν τη φαινομενική διαφορά του φύλου στη σχέση μεταξύ της ενεργειακής δαπάνης 12
(Εnergy Εxpenditure) και της σωματικής σύστασης και καμιά δεν αναφέρει τα δεδομένα της πρόσληψης τροφής (Paul, Novotny, Rumpler, 2004). Κατά τη διάρκεια της κωπηλασίας, η σωματική μάζα στηρίζεται από το καρέλο, στη βάρκα ή το εργόμετρο, και άτομα με μεγάλη σωματική μάζα έχουν πλεονέκτημα (Secher, 1983, 2000; Secher & Vaage, 1983). Προφανώς, οι αθλήτριες είναι γενικότερα ελαφρύτερες από ότι οι άνδρες αθλητές (Ingjer, 1991; Jensen, Johansen, Secher, 2001), και υπέθεσαν ότι η απόδοση στην κωπηλασία για τις γυναίκες επηρεάζεται από το μικρό σωματικό τους μέγεθος. Η κωπηλασία περιλαμβάνει σχεδόν όλους τους μύες (Secher, 1983, 2000) και η απόδοση σε αυτήν σχετίζεται με το μέγεθος των μυών των κάτω άκρων (Yoshiga, Yashiro, Higuchi, Oka, 2002b). Γενικά, η άλιπη σωματική μάζα για τις γυναίκες είναι μικρότερη σε σχέση με αυτή των ανδρών (Hunt, Devy, Jones, DeSouza, VanPelt, Tamaka, Seals, 1998), και θεωρήθηκε ότι ο αργός χρόνος κωπηλασίας για τις γυναίκες κωπηλάτριες απορρέει από τη μικρή άλιπη σωματική τους μάζα. Υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στη μέγιστη πρόσληψη Ο 2 (VO 2max ) του πληρώματος και στη θέση που καταλαμβάνει σε μια διεθνή διοργάνωση (Secher, Vaage, Jackson, 1982; Secher, 1983, 2000). Η VO 2max σχετίζεται με το σωματικό μέγεθος (Secher, 1983; Secher et al., 1983; Jensen et al., 2001) και η VO 2max για τις κωπηλάτριες είναι περίπου 20-27% πιο κάτω από των ανδρών κωπηλατών (Secher, 2000; Jensen et al., 2001). Επομένως, υποτέθηκε επίσης ότι η απόδοση στην κωπηλασία των γυναικών μένει πίσω από των ανδρών εξαιτίας της μικρότερης VO 2max. Μερικές μελέτες έχουν εξαλείψει τις διαφορές των φύλων στην αναερόβια δύναμη (Αnaerobic Ρower) όταν η άλιπη σωματική μάζα (Free Fat Mass) και η δύναμη ελέχθησαν στατιστικά (Vanewalle, Peres, Heller, Monod, 1985), ενώ άλλες μελέτες δεν μπόρεσαν να αφαιρέσουν τη διαφορά του φύλου, ερμηνεύοντας την άλιπη σωματική μάζα (FFM) και/ή την εγκάρσια διατομή του μυός (Cross-Sectional Area) (Van Praagh, Fellmann, Bedu, Falgairette, Coudert, 1990; Nindl, Mahar, Harman, Patton, 1995). Ο Nindl και οι συν. (1995) πρότειναν ότι οι διαφορές στην αναερόβια δύναμη (ΑΡ) μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να σχετίζεται με την υψηλότερη 13
συγκέντρωση γλυκολυτικών ενζύμων και τη μεγαλύτερη αναλογία των γρήγορων μυϊκών ινών στους άνδρες, αν και αυτό έχει αμφισβητηθεί (Ryushi, Hakkinen, Kauhanen, Komi, 1988). ii) Διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες των ελαφρών βαρών και της ανοικτής κατηγορίας Η ποσοτικοποίηση της διάπλασης των ελίτ αθλητών είναι ένα σχετικό σημείο αναφοράς στο συσχετισμό της σωματικής δομής και της αθλητικής απόδοσης. Το ανθρωπομετρικό προφίλ των κωπηλατών έχει αναφερθεί ότι είναι στενά συνδεδεμένο με το επίπεδο αθλητικής απόδοσης (Bourgois, Claessens, Vrijens, 1998; Jurimae et al., 2000; Shephard, 1998). Παρά την ευρέως επικρατούσα αντίληψη, ότι διατηρώντας ή μειώνοντας το σωματικό βάρος ή το λίπος διευκολύνεται μια αύξηση στη φυσική δραστηριότητα, η σχέση μεταξύ της ενεργειακής δαπάνης της φυσικής δραστηριότητας (ΡΑΕΕ) και της σωματικής σύστασης (ποσοστό σωματικού λίπους %BF, δείκτης μάζας σώματος σε kg/m 2 ), ή και τα δύο, δεν είναι πολύ δυνατή (Kromhout, Saris, Horst, 1988; Westerterp, Goran, 1997; Bouchard, Depres, Tremblay, 1993; Westerterp, 1999; Roberts, Heyman, Evans, Fuss, Tsay, Young, 1991; Rising, Harper, Fontvielle, Ferraro, Spraul, Ravussin, 1994). Έχει εντοπιστεί μια σχέση ανάμεσα στην αγωνιστική επιτυχία και στα βασικά χαρακτηριστικά σε μια σειρά αθλημάτων, συμπεριλαμβανομένων του ποδοσφαίρου (Olds, 2001), αθλημάτων που κρίνονται καλαίσθητα (Classens, Lefevre, Beunen, et al., 1999), της κολύμβησης (Siders, Lukaski, Bolonchuk, 1993), του στίβου (Classens, Hlatky, Lefevre, et al., 1994) και του σκι (White, Johnson, 1991), μαζί και των δύο κατηγοριών κωπηλασίας, των ελαφρών βαρών (Rodriquez, 1986) και της ανοικτής (Shephard, 1998). Στα αθλήματα που απαιτείται μεγάλη παραγωγή δύναμης, η μυϊκή μάζα μπορεί να σχετίζεται περισσότερο με την τελική απόδοση (Olds, 2001; Siders et al., 1993). Μεταξύ των εφήβων κωπηλατών και των ανδρών κωπηλατών ανοικτής κατηγορίας (Hahn, 1990; Jurimae et al., 2000), η απόδοση 14
συσχετίζεται θετικά με τη μυϊκή μάζα και/ή με την απόλυτη σωματική μάζα. Εξαιρώντας, τους περιορισμούς που υπάρχουν στους ελαφροβαρίστες κωπηλάτες όσον αφορά τη σωματική μάζα (μέγιστο βάρος 59 κιλά, μέσος όρος πληρώματος 57 κιλά και 72 κιλά, μέσος όρος πληρώματος 70 κιλά) για τις γυναίκες και τους άνδρες, αντίστοιχα, η μυϊκή μάζα παραμένει ένας καθοριστικός παράγοντας για την αγωνιστική επιτυχία (Rodriguez, 1986). Αυτά τα αποτελέσματα προτείνουν ότι η διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους ή σωματικής σύστασης, ή και τα δύο, μπορεί να μη σχετίζεται μόνο με την ΡΑΕΕ και ότι άλλες μεταβλητές σχετιζόμενες με την ενεργειακή ισορροπία (όπως είναι η ρύθμιση της πρόσληψης τροφής) μπορεί να είναι το ίδιο σημαντικές (Paul et al., 2004). Εκτιμώντας ότι οι επιπτώσεις στην απόδοση της οξείας απώλειας βάρους στους αθλητές αθλημάτων που έχουν να κάνουν με κατηγορίες βάρους, όπως η πάλη έχουν λάβει την ιδιαίτερη προσοχή (Oppliger, Case, Horswill, et al., 1996), είναι ελάχιστα γνωστά το πώς το βάρος επηρεάζει την απόδοση στους κωπηλάτες της κατηγορίας ελαφρών βαρών στην κωπηλασία σε νερό. Εκτός από την απαίτηση να διατηρηθούν τα χαμηλά επίπεδα σωματικού λίπους για να φθάσουν σε μια προκαθορισμένη σωματική μάζα, οι αθλητές στην πάλη και την κωπηλασία στην κατηγορία των ελαφρών βαρών μοιράζονται μερικές ομοιότητες. Οι φυσιολογικές απαιτήσεις των αθλημάτων διαφέρουν ουσιαστικά παρά τη συγκρίσιμη διάρκεια των αγωνιστικών προσπαθειών (Hagerman, 1984; Horswill, 1992). Τα υπάρχοντα κατά συνέπεια στοιχεία όσον αφορά τους παλαιστές προσφέρουν λίγη γνώση όσον αφορά τις επιπτώσεις της οξείας απώλειας βάρους στην απόδοση στους ελαφροβαρίστες κωπηλάτες (Slater, Rice, Tanner, Sharpe, Gore, Jenkins, Hahn, 2006). Εκτός από τους αγώνες στην κατηγορία ελαφρών βαρών (μέγιστη σωματική μάζα 72 κιλά), υπάρχει ένα πλεονέκτημα των κωπηλατών με ογκώδες χτισμένο σώμα (Hagerman, 1984; Jurimae et al., 2000; Shephard, 1998). Ένας υψηλός συσχετισμός έχει αναφερθεί μεταξύ των αποτελεσμάτων αγώνων και συγκεκριμένων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών (π.χ., σωματική μάζα, μυϊκή μάζα) στους κωπηλάτες της ανοικτής κατηγορίας (Jurimae et al., 2000; Russell et al., 1998). 15
Έχει καταδειχθεί ότι η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO 2max ) συσχετίζεται καλά με την απόδοση κωπηλασίας (Jurimae et al., 2000; Steinacker, Lormes, Lehmann, Altenburg, 1998; Womack et al., 1996). Όταν μετριέται σε απόλυτες τιμές, η τιμή της VO 2max στους κωπηλάτες της ανοικτής κατηγορίας είναι υψηλή (6,0 6,6 l. min 1 ) (Shephard, 1998; Steinacker, 1993), αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο μεγάλο σωματικό τους μέγεθος (Shephard, 1998). Η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου που υπολογίζεται ανά κιλό σωματικής μάζας (VO 2max/kg ) στους κωπηλάτες δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή εκτός από τους ελαφροβαρίστες κωπηλάτες, των οποίων οι τιμές της VO 2max/kg μπορούν να φθάσουν ακόμη και σε 75 ml. min. 1 kg 1 (Shephard, 1998; Steinacker, 1993). Έχουν υπάρξει διάφορες μελέτες που ερεύνησαν την επίδραση των ανθρωπομετρικών (Jurimae et al., 2000; Russell et al., 1998) και μεταβολικών (Jurimae et al., 2000; Womack et al., 1996) μεταβλητών στα χαρακτηριστικά της απόδοσης στους κωπηλάτες ανοικτής κατηγορίας. Από ότι ξέρουμε, δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε μελέτες που έχουν ερευνήσει την επίδραση αυτών των μεταβλητών στα χαρακτηριστικά απόδοσης στους ελαφροβαρίστες κωπηλάτες (Jurimae, Jurimae, 2002). Έχουμε παρατηρήσει προηγουμένως μια μικρή εξασθένιση στην απόδοση 2000μ. κωπηλασίας σε εργόμετρο σε ελαφροβαρίστες κωπηλάτες που είχαν χάσει 4,3% της σωματικής τους μάζας στις προηγούμενες 24 ώρες (Slater, Rice, Tanner, et al., 2005). Εντούτοις, μέχρι τώρα, έχουμε παρουσιάσει την επίδραση της ελεγχόμενης οξεία απώλειας βάρους σε σχέση μόνο με την απόδοση δοκιμασίας σε κωπηλατοεργόμετρο. Έχει υποστηριχτεί ότι μια δοκιμασία 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο δεν μπορεί να απεικονίσει ακριβώς τις μεταβολικές απαιτήσεις της κωπηλασίας σε νερό (Tanner, Hahn, Lawton, et al., 1999), ειδικά στις μικρότερες βάρκες στις οποίες χρειάζεται σημαντικά λιγότερος χρόνος να ολοκληρωθεί η προσπάθεια στο εργόμετρο απ' ότι στο νερό (Jurimae et al., 2000). Επιπλέον, η στατική κωπηλασία σε εργόμετρο δεν απαιτεί τον ίδιο βαθμό ικανότητας με την κωπηλασία σε νερό (Kramer et al., 1994). Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις απόδοσης της οξείας απώλειας βάρους στο εργόμετρο μπορούν να μην είναι πλήρως αντιπροσωπευτικές με εκείνες που βιώνονται στο νερό. 16
Ο Jurimae και οι συν. (2000) συγκρίνανε την κωπηλασία σε εργόμετρο με την κωπηλασία στο νερό και διαπίστωσαν ότι από διαφορετικά ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά σωματικής σύστασης μόνο η μυϊκή μάζα συσχετίστηκε με τον χρόνο που χρειάστηκε ένα μονό σκιφ για να καλύψει απόσταση 2000μ., ενώ σχεδόν κάθε ανθρωπομετρική μεταβλητή σχετίστηκε με το χρόνο απόστασης 2000μ. κωπηλασίας σε εργόμετρο. Ομοίως, ο Russell και οι συν. (1998) ανέφεραν ότι οι ανθρωπομετρικές παράμετροι προέβλεψαν την απόσταση 2000μ. σε εργόμετρο καλύτερα όταν συγκρίθηκαν με μεταβολικές παραμέτρους και έναν συνδυασμό κατηγοριών. Σύμφωνα με τον Montoye και των συν. (1996), μεταξύ των φυσιολόγων, είναι σχεδόν παγκοσμίως αποδεκτό να χρησιμοποιείται το σύστημα του ΜΕΤ για να εκφράσει την ενεργειακή κατανάλωση σε σχέση με το σωματικό βάρος. Εντούτοις, υπάρχουν στοιχεία ότι το παραγοντικό σύστημα μπορεί να είναι ανακριβές για τον υπολογισμό της ενεργειακής κατανάλωσης δραστηριότητας στους ανθρώπους διαφορετικής σωματικής μάζας και του ποσοστού σωματικού λίπους (Howell, Earthman, Reid, Delaney, Houtkooper, 1999; Racette, Schoeller, Kushner, 1995). Επιπλέον, ο Ainsworth και οι συν. (2000) συμβούλεψαν ότι, κατά τον υπολογισμό του ενεργειακού κόστους των σωματικών δραστηριοτήτων, το σύστημα του ΜΕΤ (παραγοντικό) δεν λαμβάνει υπόψη τις μεμονωμένες διαφορές που επιδρούν, και μπορούν έτσι να αλλάξουν, το ενεργειακό κόστος της κίνησης. Κατά συνέπεια, ο Ainsworth και οι συν. (2000) έχουν ισχυριστεί ότι ένας διορθωτικός παράγοντας μπορεί να απαιτηθεί για να ρυθμίσει τις μεμονωμένες διαφορές κατά τον υπολογισμό του ενεργειακού κόστους της σωματικής δραστηριότητας. 17
III. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξετάσει την επίδραση του φύλου, άνδρες και γυναίκες, και της κατηγορίας, ελαφρών βαρών και ανοικτής κατηγορίας, στην ενεργειακή δαπάνη κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας. IV. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η γενική ερευνητική υπόθεση είναι ότι κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα και πιθανόν ανάμεσα και στις δύο αγωνιστικές κατηγορίες κωπηλασίας, των ελαφρών βαρών και της ανοικτής, όσον αφορά την ενεργειακή δαπάνη. V. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Μηδενική υπόθεση: Το φύλο δεν επιδρά στην ενεργειακή δαπάνη κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας. Εναλλακτική υπόθεση: Το φύλο επιδρά στην ενεργειακή δαπάνη κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας. Μηδενική υπόθεση: Η κατηγορία δεν επιδρά στην ενεργειακή δαπάνη κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας. Εναλλακτική υπόθεση: Η κατηγορία επιδρά στην ενεργειακή δαπάνη κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας. 18
VI. ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αρκετές έρευνες στο παρελθόν έχουν ασχοληθεί με τις επιδράσεις του φύλου στην ενεργειακή δαπάνη κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας, καθώς επίσης και με τις τυχόν διαφορές μεταξύ των δύο κατηγοριών κωπηλασίας, των ελαφρών βαρών και της ανοικτής κατηγορίας. Παρ όλα αυτά οι πληροφορίες που έχουμε για τα δύο φύλα και για τις δύο παραπάνω κατηγορίες είναι περιορισμένες. Τα τελευταία χρόνια το άθλημα της κωπηλασίας έχει γίνει πιο απαιτητικό και ανταγωνιστικό κάτι που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επίδοση των αθλητών. Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, η παρούσα εργασία να παραθέσει νέα στοιχεία στην υπάρχουσα βιβλιογραφία που πιθανόν να βοηθήσουν τους προπονητές και τους ίδιους τους αθλητές στην καλύτερη κατανόηση των επιδράσεων, έτσι ώστε να αποτελέσουν οδηγό για την ορθότερη κατάρτιση των προπονητικών προγραμμάτων. 19
VII. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ α) Δείγμα Η επιλογή του υλικού της μελέτης έγινε μετά από ενημέρωση σε προπονημένους κωπηλάτες συλλογικού επιπέδου της κατηγορίας νέων ανδρών - γυναικών, ανδρών και γυναικών. Στους αθλητές διανεμήθηκε πληροφοριακό έντυπο υλικό που αφορούσε τη διαδικασία των μετρήσεων. Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν οικειοθελώς 51 προπονημένοι αθλητές κωπηλασίας (30 άνδρες και 21 γυναίκες) ηλικίας 17-21 ετών. Κριτήριο για τη συμμετοχή τους αποτέλεσε η προπονητική τους ηλικία, η οποία θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη των τριών (3) ετών, η συμμετοχή τους στα δυο (2) προηγούμενα πανελλήνια πρωταθλήματα της κατηγορίας τους, η ελάχιστη συχνότητα προπονήσεων (5 προπονητικές μονάδες / εβδομάδα), η απουσία οποιουδήποτε τραυματισμού, και η αποχή από κάθε είδους χορήγησης φαρμακευτικής αγωγή. Επιπλέον, αποκλείστηκαν κωπηλάτες που έπασχαν από οποιαδήποτε πνευμονοπάθεια ή τύπο άσθματος καθώς και όσοι έκαναν ή είχαν κάνει στο παρελθόν χρήση ισχυρών αποφρακτικών φαρμάκων. Στον τελικό σχεδιασμό της παρούσης έρευνας, σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, συμμετείχαν τελικώς είκοσι ένας (21) άνδρες, μ.ο. ηλικίας 20,5 ± 12 χρόνων και δεκαοκτώ (18) γυναίκες, μ.ο. ηλικίας 17,22 ± 3,5 χρόνων. Δεκατέσσερις (14) από τους συμμετέχοντες ήταν ενεργά μέλη της Εθνικής ομάδας κατά το χρονικό διάστημα που πραγματοποιήθηκε η μελέτη, ενώ έξι (6) συμμετείχαν κατά το παρελθόν στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Από τους συμμετέχοντες ζητήθηκε να αποφύγουν τη πρόσληψη οποιουδήποτε εργογόνου βοηθήματος που τυχόν θα επηρέαζε την απόδοσή τους καθώς και να διατηρήσουν τη συνήθη δίαιτά τους, κατά τη διάρκεια των μετρήσεων. Όλοι οι συμμετέχοντες ακολουθούσαν κοινό πρόγραμμα προπόνησης κωπηλασίας, σύμφωνα με την καθοδήγηση της Ελληνικής Κωπηλατικής 20
Ομοσπονδίας Φιλάθλων Ναυτικών Σωματείων, που περιλάμβανε 120-140 km κωπηλασίας, 35-40 km τρέξιμο και 4 έως 6 προπονήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης την εβδομάδα. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στο τέλος της περιόδου προετοιμασίας (Δεκέμβριος), αφού πρώτα κατατέθηκε η έγγραφη αποδοχή συμμετοχής στην έρευνα. β) Περιγραφή οργάνων Όλες οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Εργοφυσιολογίας Εργομετρίας του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (Τ.Ε.Φ.Α.Α) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ), κάτω από πλήρως ελεγχόμενες συνθήκες. Η θερμοκρασία κατά τη διάρκεια των μετρήσεων ήταν 20 22 ο C και η σχετική υγρασία στο χώρο του εργαστηρίου κυμαίνονταν 50 55%. Η μέτρηση του ύψους των συμμετεχόντων έγινε με σταθερό αναστημόμετρο τύπου SECA (Seca 220e, Germany), ενώ το σωματικό βάρος μετρήθηκε με ηλεκτρονική ζυγαριά, μέγιστου μετρούμενου σωματικού βάρους 130 Kgr και ελαχίστου 2 Kgr (Seca 220e, Germany). Για τη δοκιμασία απόδοσης, τον εξομοιωμένο αγώνα κωπηλασίας 2000μ., χρησιμοποιήθηκε κωπηλατοεργόμετρο (Concept IId, Nottingham, UK). Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του εξομοιωμένου αγώνα οι κωπηλάτες συνδέονταν με σπιρόμετρο ανοικτού τύπου, για τη συλλογή των αναπνευστικών αερίων (Oxycon-Pro, Jaeger, Wurzburg, Germany), και με μη τηλεμετρικό ηλεκτροκαρδιογράφο 10 καναλιών πλήρως προσαρμοσμένου στο εργοσπιρομετρικό σύστημα (Medilog AR12, Digital ECG Recorder, Germany). Φορητός αναλυτής γαλακτικού οξέος χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση της συγκέντρωσή στο ολικό αίμα, με τη μέθοδο της ξηράς χημείας σε φωτόμετρο-ανακλασίμετρο (Accusport, Boehringer Mannheim, Germany). 21
γ) Περιγραφή δοκιμασιών Οι συμμετέχοντες πραγματοποίησαν μία επίσκεψη στο εργαστήριο για να πραγματοποιήσουν έναν εξομοιωμένο αγώνα κωπηλασίας 2000μ. Όλες οι δοκιμασίες πραγματοποιήθηκαν την ίδια ώρα της ημέρας και στις ίδιες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Εξομοιωμένος αγώνας κωπηλασίας 2000μ Κατά την επίσκεψή τους στο εργαστήριο, οι δοκιμαζόμενοι αφού ενημερώθηκαν επί τόπου για τη διαδικασία της μέτρησης συμπλήρωσαν το έντυπο συναίνεσης του δοκιμαζομένου και απάντησαν σε ερωτήσεις εξειδικευμένου προσωπικού του εργαστηρίου που αφορούσαν το ιατρικό τους ιστορικό. Εν συνεχεία τους ζητήθηκε να ξαπλώσουν σε ιατρικό κρεβάτι στη θέση της ύπτιας κατάκλισης για δέκα (10) λεπτά προκειμένου να καταγραφεί η καρδιακή συχνότητα ηρεμίας (Κ.Σ ηρεμίας ) και η αρτηριακή πίεση (συστολική και διαστολική) (Medilog AR12, Digital ECG Recorder, Germany). Για το προσδιορισμό του ύψους χρησιμοποιήθηκε σταθερό αναστημόμετρο όπου ο εξεταζόμενος σε όρθια στάση μετρούνταν χωρίς υποδήματα, ενδεδυμένος με όσο το δυνατόν λιγότερα ρούχα, ώστε να είναι ευδιάκριτη η θέση του σώματος του. Το βάρος του μοιράζονταν εξίσου στα δυο πόδια που σχημάτιζαν γωνία περίπου 15º, με τις πτέρνες να βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους. Το κατακόρυφο στέλεχος της ράβδου μέτρησης βρισκόταν στη ράχη του εξεταζόμενου, ενώ το οριζόντιο μετακινούνταν μέχρι να έλθει σε επαφή με τη κεφαλή τους. Η μέτρηση καταγράφονταν στο πλησιέστερο εκατοστό. Για το προσδιορισμό του βάρους πριν από κάθε μέτρηση γινόταν έλεγχος της ακρίβειας ζύγισης της ζυγαριάς. Οι εξεταζόμενοι ήταν ενδεδυμένοι με την ελάχιστη δυνατή περιβολή, χωρίς τα υποδήματά τους (Seca 220e, Germany). Μετά το πέρας της μέτρησης των ανθρωπομετρικών παραμέτρων, πραγματοποιήθηκε, για κάθε ένα κωπηλάτη-τρια ξεχωριστά, εξομοιωμένος 22
αγώνα κωπηλασίας απόστασης 2000μ, σε κωπηλατοεργόμετρο (Concept IId, Nottingham, UK). Πριν από κάθε αγώνα ρυθμίζονταν η αντίσταση του κωπηλατοεργομέτρου για να εξασφαλιστεί η ακρίβεια μέτρησης. Η προθέρμανση περιλάμβανε κωπηλασία απόστασης 4-6 km. Η αντίσταση για τους άνδρες ρυθμίστηκε στις 135 μονάδες (Drag Factor), ενώ για τις γυναίκες στις 125 (Drag Factor). Η μέτρηση και η καταγραφή της καρδιακής συχνότητας γινόταν σε όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας με μη-τηλεμετρικό ηλεκτροκαρδιογράφο (Εικ.6), πλήρως προσαρμοσμένο στο σπιρόμετρο (Medilog AR12, Digital ECG Recorder, Germany). Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιηθήκαν τέσσερα (4) ηλεκτρόδια, ένα στο άνω αριστερό και το δεύτερο στο άνω δεξί τμήμα του στέρνου, περίπου πέντε (5)cm πάνω από τις θηλές. Τα άλλα δυο τοποθετήθηκαν ένα κάτω δεξιά και ένα κάτω αριστερά στο ύψος της ξιφοειδούς απόφυσης. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα την ίδια στιγμή Εικόνα 6. εμφανίζονταν στην οθόνη του σπιρομέτρου, ενώ η καρδιακή συχνότητα καταγράφονταν σε πραγματικό χρόνο. Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας γίνονταν ανάλυση των εκπνεόμενων όγκων αερίων σε κάθε αναπνοή με τη βοήθεια ανοικτού κυκλώματος σπιρομέτρησης τύπου breath by breath (Εικ.6). Ο εκπνεόμενος όγκος του αέρα διοχετεύθηκε από μια βαλβίδα υψηλής ταχύτητας (Hans Rudolph) και διαμέσου ενός πλαστικού λεπτού σωλήνα χαμηλής αντίστασης στον αναλυτή αερίων. Πριν από κάθε μέτρηση πραγματοποιήθηκε ποιοτική και ποσοτική βαθμονόμηση αερίων του σπιρομέτρου ενώ λήφθηκαν υπόψη οι ατμοσφαιρικές συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και υψομέτρου. Η μετατροπή των αναπνευστικών παραμέτρων στο παράγοντα STPD έγινε αυτόματα από το σύστημα ενώ οι αναλώσιμοι περιφερικοί αισθητήρες του 23
σπιρομέτρου ελέγχονταν καθημερινά. Άμεση ήταν η αντικατάσταση τους όπου κρίνονταν αναγκαίο για τη μείωση της πιθανότητας λάθους. Μετά το πέρας της δοκιμασίας, προσδιορίστηκε η μέγιστη συγκέντρωση γαλακτικού οξέος στο τριχοειδικό αίμα με τη μέθοδο της ξηράς χημείας σε φωτόμετρο-ανακλασίμετρο. Η λήψη του αίματος γίνονταν στο πέμπτο (5 ο ) λεπτό μετά τη λήξη της δοκιμασίας (Κλεισούρας, 2004) από τη ράγα του δεξιού δείκτη, μετά από προθέρμανση του δακτύλου μέσα σε χλιαρό νερό (Accusport, Boehringer Mannheim, Germany). δ) Διαδικασία μέτρησης Τελικά, στην έρευνα συμμετείχαν μόνο τριάντα εννιά (39) από τους πενήντα ένα (51) αρχικά συμμετέχοντες κωπηλάτες άνδρες και γυναίκες. Ο χωρισμός του δείγματος σε ομάδες πραγματοποιήθηκε με βάση το φύλο, σε άνδρες και γυναίκες, και την κατηγορία, σε ελαφρών βαρών και ανοικτή. Ως κατηγορία ελαφρών βαρών ορίστηκαν τα 72 kgr ως ανώτατο βάρος για τους άνδρες και τα 59 kgr για τις γυναίκες. Για την ανοικτή κατηγορία δεν ορίστηκε κάποιο όριο για το σωματικό βάρος. Τo δείγμα χωρίστηκε σε τέσσερις (4) ομάδες ως εξής: α) άνδρες ανοικτής κατηγορίας (Men Heavyweight) β) άνδρες κατηγορίας ελαφρών βαρών (Men Lightweight) γ) γυναίκες ανοικτής κατηγορίας (Women Heavyweight) και δ) γυναίκες κατηγορίας ελαφρών βαρών (Women Lightweight). Κατά την επίσκεψή τους στο Εργαστήριο Εργοφυσιολογίας- Εργομετρίας του Τ.Ε.Φ.Α.Α Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκαν για όλους τους συμμετέχοντες μετρήσεις σωματομετρικών χαρακτηριστικών, καταγράφηκε η αρτηριακή πίεση (συστολική & διαστολική), η καρδιακή συχνότητα ηρεμίας, και πραγματοποιήθηκε ο εξομοιωμένος αγώνας κωπηλασίας απόστασης 2000μ. αφού είχε προηγηθεί ζέσταμα 4-6km. 24
ε) Σχεδιασμός της έρευνας Χρησιμοποιήθηκε σχεδιασμός με τέσσερις (4) ομάδες, μία ανδρών και μία γυναικών ανοικτής κατηγορίας, μία ανδρών και μία γυναικών κατηγορίας ελαφρών βαρών, των οποίων ο χωρισμός έγινε με βάση το φύλο και την αγωνιστική κατηγορία κωπηλασίας. στ) Στατιστική ανάλυση Για τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 14.0 (Statistical Package for Social Sciences, Chicago, Illinois, USA) σε Η/Υ. Προηγήθηκε περιγραφική στατιστική (Descriptives Analysis). Ο έλεγχος της καταλληλότητας της κατανομής έγινε με τη δοκιμασία Kolmogorov-Smirnov και η ομοιογένεια των διακυμάνσεων ελέγχθηκε με τη δοκιμασία Levene. Όλες οι τιμές των μεταβλητών καταγράφηκαν σε μέσες τιμές με τυπικό σφάλμα (mean ± S.E.). Για την ανάλυση των διαφορών των μέσων όρων, όπου παρουσιάστηκε στατιστικά σημαντική διαφορά, πραγματοποιήθηκε ανάλυση διακύμανσης (ANOVA) με δοκιμασία Tykey post-hoc. Ως επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε το p < 0.05. 25
VIII. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Ο πίνακας 1. παρουσιάζει τους μέσους όρους των τιμών των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών των ανδρών και των γυναικών των δύο κατηγοριών. Στον πίνακα 2. φαίνονται οι μέσοι όροι των τιμών των μεταβλητών για κάθε φύλο και κατηγορία για τα 500μ. καθώς και οι διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, όπως επίσης και ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, των ελαφρών βαρών και την ανοικτή, κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Ο πίνακας 3. παρουσιάζει τους μέσους όρους των τιμών των μεταβλητών για κάθε φύλο και κατηγορία για τα 1000μ. καθώς και τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλα, στους άνδρες και τις γυναίκες, όπως επίσης και ανάμεσα στην κατηγορία των ελαφρών βαρών και την ανοικτή, κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Στον πίνακα 4. μπορούμε να δούμε τους μέσους όρους των τιμών των μεταβλητών για κάθε φύλο και κατηγορία για τα 1500μ. καθώς και τις διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες και ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, των ελαφρών βαρών και την ανοικτή, κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Από τον πίνακα 5. μπορούμε να δούμε τους μέσους όρους των τιμών των μεταβλητών για κάθε φύλο και κατηγορία για τα 2000μ. και να εντοπίσουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες καθώς επίσης και ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, των ελαφρών βαρών και την ανοικτή, κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 26
Ο πίνακας 6. παρουσιάζει τους μέσους όρους της μεταβλητής του γαλακτικού οξέος, των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών, στο 5 ο λεπτό μετά το τέλος της δοκιμασίας του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 27
Στο σχήμα 1. φαίνεται η μεταβλητή της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO 2 ) σε απόλυτες τιμές, καθώς και οι στατιστικά σημαντικές διαφορές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο, ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες και ανάμεσα στις δύο κατηγορίες. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι δεν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες των δύο κατηγοριών σε καμία φάση του αγώνα των 2000μ., ενώ αντίθετα υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες και των δύο κατηγοριών, όπως επίσης και ανάμεσα στις γυναίκες της κατηγορίας των ελαφρών βαρών και της ανοικτής. Όσον αφορά τη μεταβλητή της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO 2 /kg) σε σχετικές τιμές, στο σχήμα 2. παρουσιάζονται οι στατιστικά σημαντικές διαφορές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο, ανάμεσα στα δύο φύλα καθώς επίσης και ανάμεσα στις δύο κατηγορίες κωπηλασίας. Όπως μπορούμε να διακρίνουμε δεν προκύπτουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες των δύο κατηγοριών σε καμία φάση του αγώνα. Αντίθετα, διαφορές υπάρχουν μεταξύ των ανδρών των δύο κατηγοριών, όπως επίσης και ανάμεσα στα δύο φύλα. Το σχήμα 3. παρουσιάζει τη μεταβλητή του πνευμονικού αερισμού (VE) και τις στατιστικά σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες καθώς επίσης και ανάμεσα στις δύο κατηγορίες κωπηλασίας, των ελαφρών βαρών και της ανοικτής, κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Στο σχήμα 4. φαίνεται η μεταβλητή του αναπνευστικού πηλίκου (RER), καθώς μπορούμε να διακρίνουμε ότι δεν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές για κανένα από τα δύο φύλα καθώς επίσης και για καμία από τις δύο κατηγορίες κωπηλασίας, σε καμία φάση του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 28
Το σχήμα 5. παρουσιάζει τη μεταβλητή του μεταβολικού ισοδύναμου (MET). Διακρίνονται οι στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, ανάμεσα στις δύο κατηγορίες κωπηλασίας, ενώ δεν παρατηρούνται διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες των δύο κατηγοριών, κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο, η μεταβλητή της ενεργειακής δαπάνης (EE), όπως φαίνεται στο σχήμα 6., παρουσιάζει στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες και των δύο κατηγοριών κωπηλασίας, ενώ αντιθέτως δε διακρίνουμε καμία διαφορά ανάμεσα στους άνδρες των δύο κατηγοριών. Στο σχήμα 7. φαίνεται η μεταβλητή των υδατανθράκων (CHO), καθώς διακρίνονται οι στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, όπως επίσης και ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Αντιθέτως, δεν προκύπτει καμία διαφορά ανάμεσα στους άνδρες της κατηγορίας των ελαφρών βαρών και της ανοικτής, καθώς επίσης και ανάμεσα στις γυναίκες των δύο κατηγοριών, σε καμία φάση του αγώνα. Το σχήμα 8. παρουσιάζει τη μεταβλητή TOTAL κατά την οποία προκύπτουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, στους άνδρες και τις γυναίκες και των δύο κατηγοριών. Δε διακρίνουμε καμία διαφορά ανάμεσα στους άνδρες των δύο κατηγοριών, όπως επίσης δεν υπάρχει καμία στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις γυναίκες των δύο κατηγοριών, σε καμία φάση του αγώνα. Τέλος, στο σχήμα 9. παρουσιάζονται οι τιμές της μεταβλητής του γαλακτικού οξέος (La) για τα δύο φύλα και τις δύο κατηγορίες. Παρατηρούμε στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες των ελαφρών βαρών και στις γυναίκες της ανοικτής κατηγορίας, όπως επίσης ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες της κατηγορίας των ελαφρών βαρών. 29
Πίνακας 1. Μέσοι όροι (±S.E.) των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών. Μεταβλητές (Μ.Ο.) Άνδρες Ανοικτής κατηγορίας MH (n=11) Άνδρες κατηγορίας Ελαφρών Βαρών ML (n=10) Γυναίκες Ανοικτής κατηγορίας WH (n=10) Γυναίκες κατηγορίας Ελαφρών Βαρών WL (n=8) Ηλικία (yr) 21,4 (±11,5) 19,4 (±7,5) 18,2 (±3) 16 (±3) Ύψος (cm) 182,4 (±5,25) 178,9 (±6,75) 173 (±9,25) 163,9 (±6,25) Βάρος (kg) 86,8 (±9,8) 72,3 (±2,3) 69,8 (±6,4) 60,1 (±1,85) BSA (m 2 ) 2,08 (±0,1) 1,89 (±0,05) 1,83 (±0,10) 1,65 (±0,07) BMI (m 2 ) 26,1 (±3,39) 22,6 (±3,96) 23,4 (±2,67) 22,4 (±1,35) 30
Πίνακας 2. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 500μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 500m Variables MH ML WH WL n=11 n=10 n=10 n=8 VO 2 4384.78 (±134.33) 4102.06 (±93.20) 3070.02 (±78.93) ###,, aaa 2703.17 (±49.18) VO 2 /kg 50.54 (±1.39) 56.80 (±1.20)** 44.20 (±1.41) ##,, aaa 44.87 (±0.89) VE 144.54 (±4.04) 129.83 (±7.63) 103.90 (±2.69) ###,, aaa 88.45 (±2.91) RER 1.06 (±0.02) 1.03 (±0.03) 1.06 (±0.02) 1.09 (±0.02) MET 14.54 (±0.34) 16.30 (±0.33)* 12.50 (±0.61) ##,, aaa 12.75 (±0.31) EE 27803.87 (±37.12) 28598.65 (±739.00) 22144.31 (±621.07) ##,, aaa 20020.35 (±291.89) CHO 9573.50 (±472.80) 8063.72 (±1102.87) 6624.10 (±497.52) # 6161.02 (±278.16) TOTAL 8825.96 (±288.12) 7846.21 (±639.40) 6147.80 (±325.84) ###,, aa 5612.80 (±143.98) *MH vs ML, p<.05, **MH vs ML, p<.01 # MH vs WH, p<.05, ## MH vs WH, p<.01, ### MH vs WH, p<.001 aa ML vs WL, p<.01, aaa ML vs WL, p<.001 MH vs WL, p<.05, MH vs WL, p<.01, MH vs WL, p<.001 ML vs WH, p<.05, ML vs WH, p<.01, ML vs WH, p<.001 31
Πίνακας 3. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 1000μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 1000m Variables MH ML WH WL n=11 n=10 n=10 n=8 VO 2 4543.05 (±132.45) 4201.26 (±92.43) 3257.80 (±83.20) ###.. aaa. 2801.53 (±65.07) VO 2 /kg 52.72 (±1.24) 58.06 (±1.08)* 46.81 (±1.53) ##.. aaa 46.59 (±0.96) VE 159.05 (±3.78) 146.25 (±7.31) 116.93 (±2.05) ###.. aaa 99.72 (±3.92) RER 1.11 (±0.02) 1.13 (±0.01) 1.09 (±0.01) 1.12 (±0.02) MET 15.27 (±0.40) 16.46 (±0.32) 13.40 (±0.47) ##.. aaa 13.50 (±0.32) EE 28711.00 (±665.00) 28881.55 (±430.49) 24096.90 (±601.58) ##.. aaa. 20867.91 (±465.97) CHO 11384.68 (±428.12) 10672.69 (±544.22) 7528.43 (±440.57) ###.. aaa 6825.68 (±401.57) TOTAL 10007.81 (±280.57) 9343.82 (±365.68) 6815.32 (±301.31) ###.. aaa 6075.32 (±245.95) *MH vs ML, p<.05 WH vs WL, p<.05, WH vs WL, p<.01 ## MH vs WH, p<.01, ### MH vs WH, p<.001 aaa ML vs WL, p<.001 MH vs WL, p<.05, MH vs WL, p<.001 ML vs WH, p<.001 32
Πίνακας 4. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 1500μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 1500m Variables MH ML WH WL n=11 n=10 n=10 n=8 VO 2 4475,52 (±135,84) 4140,46 (±115,08) 3287,36 (±84,95) ###,, aaa, 2781,00 (±86,21) VO 2 /kg 52,10 (±1,43) 57,24 (±1,44) 47,25 (±1,59), aaa 46,23 (±1,24) VE 162,45 (±4,06) 149,56 (±6,56) 123,36 (±1,91) ###,, aaa, 101,18 (±3,60) RER 1,11 (±0,01) 1,12 (±0,01) 1,08 (±0,01) 1,09 (±0,01) MET 14,88 (±0,40) 16,35 (±0,41) 13,50 (±0,45), aaa 13,21 (±0,35) EE 29549,50 (±64,50) 28626,68 (±483,42) 24299,38 (±648,26) ##,, aaa, 20617,34 (±649,23) CHO 11046,98 (±447,48) 10262,07 (±509,70) 7296,36 (±374,06) ###,, aaa 6412,12 (±386,22) TOTAL 9760,23 (±330,18) 9058,12 (±348,90) 6699,45 (±264,54) ###,, aaa 5816,50 (±266,74) WH vs WL, p<.05, WH vs WL, p<.01 ## MH vs WH, p<.01, ### MH vs WH, p<.001 aaa ML vs WL, p<.001 MH vs WL, p<.05, MH vs WL, p<.001 ML vs WH, p<.01, ML vs WH, p<.001 33
Πίνακας 5. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 2000μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 2000m Variables MH ML WH WL n=11 n=10 n=10 n=8 VO 2 4135,25 (±140,72) 3464,74 (±352,79) 3086,35 (±129,51) ## 2717,75 (±61,12) VO 2 /kg 47,92 (±1,65) 47,78 (±4,68) 44,45 (±2,23) 44,51 (±0,89) VE 164,82 (±5,09) 128,04 (±13,30)* 123,07 (±2,19) ## 105,10 (±6,01) RER 1,15 (±0,02) 1,13 (±0,01) 1,10 (±0,01) 1,13 (±0,03) MET 13,67 (±0,47) 13,64 (±1,33) 12,67 (±0,66) 12,76 (±0,27) EE 27487,98 (±760,68) 21657,02 (±3211,05) 22934,27 (±951,65) 20283,15 (±378,32) CHO 11313,17 (±619,72) 8832,78 (±1062,49) 7305,77 (±424,39) ## 6774,38 (±450,66) TOTAL 9674,80 (±448,90) 7732,81 (±868,98) 6561,65 (±313,34) ## 5985,06 (±250,04) *MH vs ML, p<.05 ## MH vs WH, p<.01 MH vs WL, p<.05, MH vs WL, p<.01 34
Πίνακας 6. Μέσοι όροι των τιμών (±S.E.) της μεταβλητής του γαλακτικού οξέος των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών, στο 5 ο λεπτό μετά το τέλος της δοκιμασίας του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Μεταβλητές (Μ.Ο.) Άνδρες Ανοικτής κατηγορίας MH (n=11) Άνδρες κατηγορίας Ελαφρών Βαρών ML (n=10) Γυναίκες Ανοικτής κατηγορίας WH (n=10) Γυναίκες κατηγορίας Ελαφρών Βαρών WL (n=8) Γαλακτικό Οξύ 12,29 (±1,15) 11,54 (±0,98) 13,50 (±1,29) 13,24 (±1,03) a ML vs WH, p<.05 a ML vs WL, p<.05 35
Σχήμα 1. Η μεταβλητή της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO 2 ), σε απόλυτες τιμές, κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 36
Σχήμα 2. Η μεταβλητή της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO 2 /Kg), σε σχετικές τιμές, κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 37
Σχήμα 3. Η μεταβλητή του πνευμονικού αερισμού (VE) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 38
Σχήμα 4. Η μεταβλητή του αναπνευστικού πηλίκου (RER) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 39
Σχήμα 5. Η μεταβλητή του μεταβολικού ισοδύναμου (ΜΕΤ) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 40
Σχήμα 6. Η μεταβλητή της ενεργειακής δαπάνης (ΕΕ) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 41
Σχήμα 7. Η μεταβλητή των υδατανθράκων (CHO) κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 42
Σχήμα 8. Η μεταβλητή TOTAL κατά τη διάρκεια εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 43
Γαλακτικό Οξύ (La) 14 13,5 a 13 mmol/l 12,5 12 11,5 11 10,5 MH ML WH WL Groups ML vs WH, p<.05 a ML vs WL, p<.05 Σχήμα 9. Η μεταβλητή του γαλακτικού οξέος (La), στο 5 ο λεπτό, μετά το τέλος της δοκιμασίας του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 44
IX. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Από τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας διαπιστώθηκε ότι η μεταβλητή του φύλου, άνδρες και γυναίκες, επηρεάζει σημαντικά παραμέτρους όπως είναι η VO 2, VO 2/ kg, VE, MET, EE, CHO και η TOTAL, χωρίς να παρατηρείται καμία στατιστικά σημαντική διαφορά για την παράμετρο του αναπνευστικού πηλίκου (RER), όσον αφορά την ενεργειακή δαπάνη κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας. Η απόδοση στην κωπηλασία αυξάνεται με τη σωματική διάπλαση. Πιο συγκεκριμένα, μια μεγάλη άλιπη σωματική μάζα και μια μεγάλη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO 2max ) συντελούν σε ένα υψηλό επίπεδο κωπηλατικής απόδοσης, υποστηρίζοντας το γεγονός ότι η κωπηλασία είναι ένας τύπος αερόβιας άσκησης, η οποία απαιτεί την ενεργοποίηση όλων σχεδόν των μυών του σώματος (Secher, 1983, 2000; Yoshiga et al., 2003). Εντούτοις, διαφορές στη σωματική διάπλαση και την αερόβια ικανότητα δεν εξηγούν ολοκληρωτικά τη διαφορά στην κωπηλατική απόδοση ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Παρέμεινε ένα 10% διαφοράς στην απόδοση στην κωπηλασία όταν οι εξεταζόμενοι συγκρίθηκαν με βάση το σωματικό μέγεθος. Παρ όλα αυτά, η διαφορά του φύλου στην κωπηλατική απόδοση μειώθηκε περίπου 4% όταν λήφθηκε υπ όψιν η άλιπη σωματική μάζα και η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO 2max ) (Yoshiga, Higuchi, 2003). Ο Secher (1975), ανέφερε ότι η ισομετρική δύναμη στην κωπηλασία σχετίζεται με το σωματικό ύψος στους άνδρες κωπηλάτες. Ακόμα, ο Yoshiga και ο Higuchi (2003), υποστηρίζουν το γεγονός ότι το μεγάλο ύψος είναι πλεονεκτικό για το επίπεδο της κωπηλατικής απόδοσης. Δηλαδή, το μεγάλο ύψος εξασφαλίζει μεγάλο μήκος κουπιάς (Secher, 1983), το οποίο και σχετίζεται με το υψηλό επίπεδο στην κωπηλατική απόδοση (Ingham et al., 2002). Επίσης, ο Secher (1975) αναφέρει ότι η σωματική μάζα των κωπηλατών διεθνούς επιπέδου είναι μεγαλύτερη από αυτή των κωπηλατών σωματειακού επιπέδου και ότι η ισομετρική δύναμη στην κωπηλασία σχετίζεται με τη σωματική μάζα. Αυτό ισχύει επειδή κατά τη διάρκεια της κωπηλασίας, το καρέλο στη βάρκα ή στο εργόμετρο υποβαστάζει τη σωματική 45
μάζα (Secher, 1983, 2000; Secher & Vaage, 1983). Οι παραπάνω έρευνες συμφωνούν με τους μέσους όρους των τιμών των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών των δοκιμαζομένων της παρούσης εργασίας (Πίνακας 1). Από την άλλη πλευρά, δεν παρατηρήθηκε καμιά σχέση ανάμεσα στην κωπηλατική απόδοση και στη σωματική μάζα (Kramer et al., 1994; Jensen et al., 1996; Cosgrove et al., 1999). Κατά τη διάρκεια της κωπηλασίας σχεδόν όλοι οι μύες χρησιμοποιούνται (Secher, 1983, 2000) και η απόδοση σχετίζεται με την άλιπη σωματική μάζα (Cosgrove et al., 1999; Yoshiga et al., 2000). Η μεγάλη άλιπη σωματική μάζα σχετίζεται με υψηλή αερόβια ικανότητα (Hunt et al., 1998). Ο Secher και οι συν. (1982) βρήκε ότι η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO 2max ) του πρώτου νικητή μιας διεθνούς διοργάνωσης ήταν 6.1 l. min -1 και του δέκατου τρίτου ήταν 5.1 l. min -1. Ακόμα, όταν συγκρίθηκαν οι γυναίκες κωπηλάτριες και οι άνδρες κωπηλάτες σύμφωνα με τη σωματική τους διάπλαση, οι γυναίκες διατήρησαν χαμηλότερη κωπηλατική απόδοση σε χρόνο κατά 9% απ ότι οι άνδρες. Κομμάτι αυτής της διαφοράς είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες κωπηλάτριες έχουν μεγαλύτερη λιπώδη σωματική μάζα απ ότι οι άνδρες κωπηλάτες. Μία σωματική μάζα με μεγάλο περιεχόμενο σε λίπος αποτελεί περιοριστικό παράγοντα στην απόδοση των 2000μ. κωπηλασίας σε εργόμετρο (Secher, 1983; Ingham et al., 2002). Κατά συνέπεια, η διαφορά του φύλου ανάμεσα σε άτομα παρόμοιας σωματικής μάζας, όσον αφορά την κωπηλατική απόδοση, υπάρχει εν μέρει, επειδή οι γυναίκες είχαν μικρότερη άλιπη σωματική μάζα και μικρότερη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO 2max ) από τους άνδρες κωπηλάτες (48 vs. 58 kg; 3.0 vs. 4.0 l. min -1 ) (Yoshiga & Higuchi, 2003). Συγκρίνοντας τις γυναίκες με τους άνδρες κωπηλάτες σε σχέση με τη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου τους (VO 2max ), η σωματική μάζα για τις γυναίκες ήταν παρόμοια με αυτή των ανδρών (63 vs. 63 kg) και η διαφορά του φύλου στην κωπηλατική απόδοση μειώνεται περίπου 4%. Εντούτοις, μετά από τη σύγκριση της VO 2max, η άλιπη σωματική μάζα και το σωματικό ύψος ήταν χαμηλότερα στις γυναίκες απ ότι στους άνδρες (49 vs. 57 kg; 165 vs. 173 cm). Ομοίως, συγκρίνοντας τα δύο φύλα με βάση την άλιπη σωματική τους 46
μάζα, η VO 2max και το σωματικό ύψος ήταν χαμηλότερα στις γυναίκες απ ότι στους άνδρες (3.4 vs. 3.8 l. min -1 ; 166 vs. 171 cm) (Yoshiga & Higuchi, 2003). Η διαφορά της σωματικής διάπλασης ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες κωπηλάτες εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά φύλου στην κωπηλατική απόδοση. Ακόμα, η χαμηλή συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στις γυναίκες μπορεί να είναι υπεύθυνη για τη χαμηλότερη αερόβια ικανότητα σε σχέση με τους άνδρες ύστερα από εξέταση των διαφορών στη σωματική και άλιπη μάζα, αντανακλώντας το γεγονός ότι η τεστοστερόνη ενεργοποιεί την παραγωγή αιμοσφαιρίνης (Keller & Katch, 1991; Wilmore & Costill, 1999). Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι στην κωπηλασία έχουμε ρυθμικές εκτάσεις και των δύο ποδιών (Secher, 1983) και ότι η κωπηλατική απόδοση είναι συνυφασμένη με το μέγεθος των μυών των κάτω άκρων (Yoshiga et al., 2002b). Γενικά, οι γυναίκες διαθέτουν μικρότερους μύες των κάτω άκρων συγκριτικά με τους άνδρες (Wilmore & Costill, 1999). Κατά συνέπεια, αν και η σωματική διάπλαση και η αερόβια ικανότητα αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες της κωπηλατικής απόδοσης, η απόδοση των γυναικών κωπηλατριών παραμένει κατώτερη από αυτή των ανδρών κωπηλατών όταν λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες (Yoshiga & Higuchi, 2003). Η μεταβλητή της αγωνιστικής κατηγορίας, ελαφρών βαρών και ανοικτής, όπως κατέδειξαν τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας, επηρεάζει σημαντικά παραμέτρους όπως είναι η VO 2, VO 2 /kg, VE, MET και EE όσον αφορά την ενεργειακή δαπάνη, σε συνάρτηση και με τη μεταβλητή του φύλου. Οι επιτυχημένοι ελαφροβαρίστες κωπηλάτες διαθέτουν περισσότερη μυϊκή μάζα και λιγότερο σωματικό λίπος από ότι οι λιγότερο επιτυχημένοι συναθλητές τους (Rodriquez, 1986). Τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά των αθλητών που αγωνίζονται στην κατηγορία των ελαφρών βαρών στα Αυστραλιανά Πρωταθλήματα Κωπηλασίας το 2003, ήταν παρόμοια με αυτά που αναφέρθηκαν για τους ελαφροβαρίστες κωπηλάτες που αγωνίζονταν στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα το 1985 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σύδνευ το 2000 (Ackland, Kerr, Hume, et al., 2001). Αναφορικά, φαίνεται ότι ο σωματότυπος των κωπηλατών της κατηγορίας των ελαφρών βαρών, ανδρών και γυναικών, δεν έχει αλλάξει 47
πολύ τις τελευταίες δύο δεκαετίες (Rodriquez, 1986; Ackland, Kerr, Hume, et al., 2001; DeRose, Crawford, Kerr, et al., 1989). Το κοντό καθιστό ύψος και το μεγάλο μήκος των άκρων αποτελούν χαρακτηριστικά και των κωπηλατών της κατηγορίας των ελαφρών βαρών και της ανοικτής κατηγορίας (Hahn, 1990), αποδίδοντας μεγαλύτερη βιομηχανική αποδοτικότητα (Norton, Olds, Olive, et al., 1996). Τα φυσικά χαρακτηριστικά των ελαφροβαριστών κωπηλατών έχουν παραμείνει σταθερά τις τελευταίες δύο δεκαετίες και συνεχίζουν να είναι καθοριστικοί παράγοντες της αγωνιστικής επιτυχίας. Πιο αδύνατοι αθλητές με μεγαλύτερη συνολική μυϊκή μάζα είναι πιο επιτυχημένοι (Slater, Rice, Mujika, Hahn, Sharpe and Jenkins, 2005). Η σωματική μάζα ενός κωπηλάτη πρέπει να περιέχει μεγάλη αναλογία μυϊκής μάζας, καθώς η κωπηλασία ενεργοποιεί το 70% της συνολικής σωματικής μυϊκής μάζας (Shephard, 1998; Steinacker, 1993). Ο Hahn (1990) πρότεινε ότι οι επιτυχημένοι κωπηλάτες της ανοικτής κατηγορίας είναι ψηλοί, βαριοί και διαθέτουν χαμηλές τιμές των δερματοπτυχώσεων σε σχέση με τους λιγότερο επιτυχημένους κωπηλάτες της ίδιας κατηγορίας. Όπως έχουν υποδείξει πολλές έρευνες, ένας τυπικός κωπηλάτης ανοικτής κατηγορίας είναι ψηλός, βαρύς και σχετικά αδύνατος (στεγνός) με υψηλό ποσοστό αργών μυϊκών ινών στους εργαζόμενους μύες (Hagerman, 1984; Jurimae, Abernethy, Quigley, Blake, McEniery, 1997; Steinacker, 1993). Τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά των κωπηλατών της κατηγορίας των ελαφρών βαρών διαφέρουν σημαντικά από αυτά των συναθλητών τους της ανοικτής κατηγορίας (Shephard, 1998). Μια μεγάλη μυϊκή μάζα επιτυγχάνεται με τις πολλές ώρες αερόβιας προπόνησης σε συνδυασμό με προπόνηση αντιστάσεων και κληρονομικά γενετικά χαρακτηριστικά (Russell, Le Rossignol, Sparrow, 1998; Secher, 1993; Steinacker, 1993). Η μεταβολική ικανότητα επιτυγχάνεται επίσης με πολλές ώρες συγκεκριμένης προπόνησης (Russell, et al., 1998; Secher, 1993; Steinacker, 1993), όπως υποδεικνύεται από τις υψηλές τιμές της VO 2max των κωπηλατών κατηγορίας ελαφρών βαρών και ανοικτής (Jurimae, Jurimae, 2002). 48
X. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η επίδραση των μεταβλητών του φύλου, άνδρες και γυναίκες, και της κατηγορίας, ελαφρών βαρών και ανοικτής, επηρεάζουν σημαντικά την ενεργειακή δαπάνη κατά τη διάρκεια του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. Κατά το σχεδιασμό και κατάρτιση των προπονητικών προγραμμάτων θα πρέπει να λαμβάνονται υπ όψιν οι δύο αυτές μεταβλητές, το φύλο και η κατηγορία, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή απόδοση, τόσο στο κωπηλατοεργόμετρο όσο και στην κωπηλασία στο νερό, για κάθε φάση του αγώνα των 2000μ. ξεχωριστά. Ενδιαφέρουσα θα ήταν η περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση της επίδρασης της ενεργειακής δαπάνης από διάφορες άλλες μεταβλητές και παραμέτρους, όπως επίσης η καταγραφή και αναφορά δεδομένων ενεργειακής πρόσληψης. Ακόμα, μετρήσεις σε πραγματικές συνθήκες (κωπηλασία σε νερό), θα έδιναν μία σαφή και ξεκάθαρη εικόνα, όσον αφορά την ενεργειακή δαπάνη σε αθλητές και αθλήτριες κωπηλασίας και των δύο κατηγοριών, σωματειακού και υψηλού επιπέδου. 49
XI. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ackland, T., Kerr, D., Hume, P., et al. (2001). Anthropometric normative data for Olympic rowers and paddlers. In: Australia Conference f Science and Medicine in Sport. Perth: Sports Medicine Australia, 157. Ainsworth, B.E., Haskell, W.L., Whitt, M.C., Irwin, M.L., Swartz, A.M., Strath, S.J., O Brien, W.L., Bassett, D.R., Schmitz, K.H., Emplaincourt, P.O., Jacobw, D.R., and Leon, A.S. (2000). Compendium of Physical Activities: an update of activity codes and MET intensities. Journal of Medicine Science of Sports Exercise, 32, 498-516. Blair, S., Haskell, W., Ho, P., Paffenbarger, R.Jr., Vranizan, K., Farquhar, J., and Wood, P. (1985). Assessment of habitual physical activity by a seven-day recall in a community survey and controlled experiments. American Journal of Epidemiology, 122, 794-804. Bouchard, C., Depres, J.P., Tremblay, A. (1993). Exercise and obesity. Obes Res, 1, 133-47. Bourgois, J., Vrijens, J. (1998). Metabolic and cardiorespiratory responses in young oarsmen during prolonged exercise tests on a rowing ergometer at power outputs corresponding to two concepts of anaerobic threshold. European Journal of Applied Physiology, 77, 164-9. Bourgois, J., Claessens, A.L., Vrijens, J. (1998). Hazenwinkel Anthropometric Project 1997. A study of world class male and female junior rowers. Vlaamse Tranersschool. BLOSO, Brussels. Bunc, V., Leso, J. (1993). Ventilatory threshold and work efficiency during exercise on a cycle and rowing ergometer. Journal of Sports Science, 11, 43-8. Claessens, A.L., LeFerre, J., Beunen, G., et al. (1999). The contribution of anthropometric characteristics to performance scores in elite female gymnasts. Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 39, 355-60. 50
Claessens, A.L., Hlatky, S., Lefevre, J., et al. (1994). The role of anthropometric characteristics in modern pentathlon performance in female athletes. Journal of Sports Science, 12, 391-401. Cosgrove, M.J., Wilson, J., Watt, D., Grant, S.F. (1999). The relationship between selected physiological variables of rowers and rowing performance as determined by a 2000m ergometer test. Journal of Sports Science, 17, 845-852. DeRose, E.H., Crawford, S.M., Kerr, D.A., et al. (1989). Physique characteristics of Pan American Games lightweight rowers. International Journal of Sports Medicine, 10: 292-7. Donelly, J.E., Hill, J.O., Jacobsen, D.J., et al. (2003). Effects of a 16-month randomized controlled exercise trial on body weight and composition in young, overweight men and women. Arch International Medicine, 163, 1343-50. Hagerman, F.C. (1984). Applied physiology of rowing. Journal of Sports Medicine, 1, 303-26. Hahn, A. (1990). Identification and selection of talent in Australian rowers. EXCEL, 6, 5-11. Horswill, C.A. (1992). Applied physiology of amateur wrestling. Journal of Sports Medicine, 14, 114-43. Howell, W., Earthman, C., Reid, P., Delaney, J., and Houtkooper, L. (1999). Doubly labelled water validation of the Compendium of Physical Activities in lean and obese college women (Abstract). Journal of Medicine Science of Sports Exercise, 31, 142. Hunt, B.E., Devy, K.P., Jones, P.P., DeSouza, C.A., VanPelt, R.E., Tanaka, H., Seals, D.R. (1998). Role of central circulatory factors in the fat-free mass-maximal aerobic capacity relation across age. American Journal of Physiology, 275, H1178-H1182. Ingham, S.A., Whyte, G.P., Jones, K., Nevill, A.M. (2002). Determinants of 2,000m rowing ergometer performance in elite rowers. European Journal of Applied Physiology, 88, 243-246. 51
Ingjer, F. (1991). Maximal oxygen uptake as a predictor of performance ability in women and men elite cross-country skier. Scandinavian Journal of Medicine Science of Sports, 1, 25-30. Jensen, K. (1994). Test procedures for rowing. FISA Coach, 5, 1-6. Jensen, R.L., Freedson, P.S., Hamill, J. (1996). The prediction of power and efficiency during near-maximal rowing. European Journal of Applied Physiology, 73: 98-104. Jensen, K., Johansen, L., Secher, N.H. (2001). Influence of body mass on maximal oxygen uptake: effect of sample size. European Journal of Applied Physiology, 84, 201-205. Jurimae, J., Jurimae, T. (2002). Differences in anthropometric and physical performance characteristics between lightweight and open class rowers. Papers on Anthropology, XI, pp. 71-80. Jurimae, J., Maestu, J., Jurimae, T., Pihl, E. (2000). Prediction of rowing performance on single sculls from metabolic and anthropometric variables. Journal of Human Movement Studies, 38, 123-36. Jurimae, J., Maestu, J., Jurimae, T., et al. (1999). Relationship between rowing performance and different metabolic parameters in male rowers. Journal of Medicine of Sports (Roma), 52, 119-26. Jurimae, J., Abernethy, P.J., Quigley, B.M., Blake, K., McEniery, M.T. (1997). Differences in muscle contractile characteristics among bodybuilders,endurance trainers and control subjects. European Journal of Applied Physiology, 75: 357-362. Keller, B., Katch, F.I. (1991). It is not valid to adjust gender differences in aerobic capacity and strength for body mass or lean body mass. Medicine Science of Sports Exercise, 23: S167. Kramer, J.F., Leger, A., Paterson, D.H., et al. (1994). Rowing performance and selected descriptive, field, and laboratory variables. Canadian Journal of Applied Physiology, 19, 174-84. Kromhout, D., Saris, W.H.M., Horst, C.H. (1988). Energy intake, energy expenditure and smoking in relation to body fatness: the Zutphen study. American Journal of Clinical Nutrition, 47, 668-74. 52
Lakomy, H.K.A., Lakomy, J. (1993). Estimation of maximum oxygen uptake from submaximal exercise on a Concept II rowing ergometer. Journal of Sports Science, 11, 227-32. Lamb, D.H. (1989). A kinetic comparison of ergometer and on-water rowing. American Journal of Sports Medicine, 17, 367-73. Mayhew, J.L., Hancock, K., Rollison, L., Ball, T.E., Bowen, J.C. (2001). Contributions of strength and body composition to the gender difference in anaerobic power. Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 41, 33-8. Mendenhall, T. (2000). A short history of rowing. Messonnier, L., Freund, H., Bourdin, M., et al. (1997). Lactate exchange and removal abilities in rowing performance. Journal of Medicine Science of Sports Exercise, 29, 396-401. Montoye, H.J., Kemper, H.C.G., Saris, W.H.M., and Washburn, R.A. (1996). In: Measuring Physical Activity and Energy Expenditure. Champaign, IL: Human Kinetics, p. 4-5. Morris, C., Myers, J., Froelicher, V., Kawaguchi, T., Ueshima, K., and Hideg, A. (1993). Nomogram based on metabolic equivalents and age for assessing aerobic exercise capacity in men. Journal of American Coll Cardiology, 22, 175-182. Nindl, B.C., Mahar, M.T., Harman, E.A., Patton, J.F. (1995). Lower and upper body anaerobic performance in male and female adolescent athletes. Journal of Medicine Science and Sports Exercise, 27, 235-41. Norton, K., Olds, T., Olive, S., et al. (1996). Anthropometry and sports performance. In: Norton, K., Olds, T., eds. Anthropometrica. Sydney: University of New South Wales Press, 287-364. Olds, T. (2001). The evolution of physique in male rugby union players in the twentieth century. Journal of Sports Science, 19, 253-62. Oppliger, R.A., Case, H.S., Horswill, C.A., et al. (1996). American College of Sports Medicine position stand. Weight loss in wrestlers. Journal of Medicine Science of Sports Exercise, 28, ix-xii. Paul, D.R., Novotny, J.A., and Rumpler, W.V. (2004). Effects of the interaction of sex and food intake on the relation between energy expenditure 53
and body composition. American Journal of Clinical Nutrition, 79, 385-9. Perkins, C.D., Pivarnik, J.M. (2003). Physiological profiles and performance predictors of a women s NCAA rowing team. Journal of Strength Cond Res, 17, 173-6. Racette, S., Schoeller, D., and Kushner, R. (1995). Comparison of heart rate and physical activity recall with doubly labelled water in obese women. Journal of Medicine Science of Sports Exercise, 27, 126-133. Riechman, S.E., Zoeller, R.F., Balasekaran, G., et al. (2002). Prediction of 2000m indoor rowing performance using a 30s sprint and maximal oxygen uptake. Journal of Sports Science, 20, 871-7. Rising R., Harper, I.T., Fontvielle, A.M., Ferraro, R.T., Spraul, M., Ravussin, E. (1994). Determinants of total daily energy expenditure variability in physical activity. American Journal of Clinical Nutrition, 59, 800-4. Roberts, S.B., Heyman, M.B., Evans, W.J., Fuss, P., Tsay, R., Young, V.R. (1991). Dietary energy requirements of young adult men, determined by using the doubly labelled water method. American Journal of Clinical Nutrition, 54, 499-505. Rodriguez, F.A. (1986). Physical structure of international lightweight rowers. In: Reilly, T., Watkins, J., Borms, J., eds. Kinanthropometry III. London: E and FN Spon, 255-61. Roth, W., Hasart, E., Wolf, E., Pansold, B. (1983). Untersuchengen zur dynamic der Energiebereitstellung wahrend maximaler Mittelzeitausdauerbelastung. Journal of Medicine of Sport, 23, 107-114. Russell, A.P., Le Rossignol, P.F., Sparrow, W.A. (1998). Prediction of elite schoolboy 2000-m rowing ergometer performance from metabolic, anthropometric and strength variables. Journal of Sports Science, 16, 749-754. Ryushi, T., Hakkinen, K., Kauhauen, H., Komi, P.V. (1988). Muscle fiber characteristics, muscle cross-sectional area and force production in 54
strength athletes, physically active males and females. Scandinavian Journal of Sports Science, 10, 7-15. Schutz, Y., Weinsier, R.L., and Hunter, G.R. (2001). Assessment of free-living physical activity in humans: an overview of currently available and proposed new measures. Obes Res, 9, 368-379. Secher, N.H. (2000). Rowing. In: Shephard, R.J., Astrand, P.O. Endurance in Sport. Eds. Oxford: Blackwell Science Pty Co., 836-843. Secher, N.H. (1993). Physiological and biomechanical aspects of rowing. Sports Medicine, 15: 2-42. Secher, N.H. (1990). Rowing. In: Reilly, T., et al., (eds). Physiology of Sports, pp 259-285. Secher, N.H. (1983). The physiology of rowing. Journal of Sports Science, 1, 23-53. Secher, N.H. (1975). Isometric rowing strength of experienced and inexperienced oarsmen. Med Sci Sports, 7: 280-283. Secher, N.H. (1973). Development of results in international rowing championships 1893-1971. Journal of Medicine Science of Sports, 5, 195-199. Secher, N.H., Vaage, O. (1983). Rowing performance, a mathematical model based on analysis of body dimensions as exemplified by body weight. European Journal of Applied Physiology, 52, 88-93. Secher, N.H., Vaage, O., Jensen, K., Jackson, R.C. (1983). Maximal aerobic power in oarsmen. European Journal of Applied Physiology, 51, 155-162. Secher, N.H., Vaage, O., Jackson, R.C. (1982). Rowing performance and maximal aerobic power of oarsmen. Scandinavian Journal of Sports Science, 4, 9-11. Shephard, R.J. (1998). Science and medicine of rowing: a review. Journal of Sports Science, 16, 603-620. Siders, W.A., Lukaski, H.C., Bolonchuk, W.W. (1993). Relationships among swimming performance, body composition and somatotype in competitive collegiate swimmers. Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 33, 166-71. 55
Slater, G., Rice, A.J., Tanner, R., Sharpe, K., Gore, C.J., Jenkins, D.G., and Hahn, A.G. (2006). Acute weight loss followed by an aggressive nutritional recovery strategy has little impact on on-water rowing performance. British Journal of Sports Medicine, 40, 55-59. Slater, G.J., Rice, A.J., Mujika, I., Hahn, A.G., Sharpe, K., Jenkins, D.G. (2005). Physique traits of lightweight rowers and their relationship to competitive success. British Journal of Sports Medicine, 39: 736-741. Slater, G.J., Rice, A.J., Tanner, R., et al. (2005). Impact of acute weight loss and/or thermal stress on rowing ergometer performance. Journal of Medicine Science of Sports Exercise, 37, 1387-94. Steinacker, J.M., Lormes, W., Lehmann, M., Altenburg, D. (1998). Training of rowers before world championships. Journal of Medicine Science of Sports Exercise, 30, 1158-1163. Steinacker, J.M. (1993). Physiological aspects of training in rowing. International Journal of Sports Medicine, 14, S3-S10. Tanner, R., Hhn, A., Lawton, E., et al. (1999). A comparison of physiological responses to ergometer and on-water racing. In: 5 th IOC World Congress on Sport Sciences, 94. Vanewalle, H., Peres, G., Heller, J., Monod, H. (1985). All out anaerobic capacity tests on cycle ergometers: a comparative study on men and women. European Journal of Applied Physiology, 54, 222-9. Van Praagh, E., Fellmann, N., Bedu, M., Falgairette, G., Coudert, J. (1990). Gender difference in the relationship of anaerobic power output to body composition in children. Journal of Pediatric Exercise Science, 2, 336-48. Westerterp, K.R. (1999). Obesity and physical activity. International Journal of Obese Relation Metabolic Disorders, 23 (suppl 1), 59-64. Westerterp, K.R., Goran, M.I. (1997). Relationship between physical activity related energy expenditure and body composition: a gender difference. International Journal of Obese Relation Metabolic Disorders, 21, 184-8. 56
Westerterp, K.R., Meijer, G.A.L., Janssen, E.M.E., Saris, W.H.M., ten Hoor, F. (1992). Long-term effect of physical activity on energy balance and body composition. British Journal of Nutrition, 68, 21-30. Westerterp, K.R., Meijer, G.A.L., Kester, A.D.M., Wouters, L., ten Hoor, F. (1992). Fat-free mass as a function of fat mass and habitual activity level. International Journal of Sports Medicine, 13, 163-6. White, A.T., Johnson, S.C. (1991). Physiological comparison of international, national and regional alpine skiers. International Journal of Sports Medicine, 12, 374-8. Wilmore, J.H., Costill, D.L. (1999). Sex differences and the female athletes. In: Wilmore, J.H., Costill, D.L. Physiology of Sport and Exercise. Eds. Champaign, IL: Human Kinetics, 570-606. Wolf, W.V., Roth, W. (1987). Validat Spiroergometricher Parameter fur die Weltkampfleistung im Rudern. Journal of Medicine of Sports, 27, 162-6. Womack, C.J., Davies, S.E., Wood, C.M., Sauer, K., Alvares, J., Weltman, A., Gaesser, G.A. (1996). Effects of training on physiological correlates of rowing ergometry performance. Journal of Strength Cond. Res., 10, 234-238. Yoshiga, C.C., Higuchi, M. (2003). Rowing performance of female and male rowers. Scandinavian Journal of Medicine Science Sports, 13: 317-321. Yoshiga, C.C., Higuchi, M., Oka, J. (2003). Lower heart rate response to ergometry rowing than to treadmill running in older men. Clin Physiol Func Im, 23: 58-61. Yoshiga, C.C., Yashiro, K., Higuchi, M., Oka, J. (2002b). Rowing prevents muscle wasting in older men. European Journal of Applied Physiology, 88, 1-4. Yoshiga, C.C., Kawakami, Y., Fukunaga, T., Okamura, K., Higuchi, M. (2000). Anthropometric and physiological factors predicting 2000m. rowing ergometer performance time. Advanced Exercise of Sports Physiology, 6: 51-57. Κλεισούρας, Β. (2004). Εργοφυσιολογία. Αθήνα: Συμμετρία. 57
XII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1. Μέσοι όροι (±S.E.) των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών. Μεταβλητές (Μ.Ο.) Άνδρες Ανοικτής κατηγορίας MH (n=11) Άνδρες κατηγορίας Ελαφρών Βαρών ML (n=10) Γυναίκες Ανοικτής κατηγορίας WH (n=10) Γυναίκες κατηγορίας Ελαφρών Βαρών WL (n=8) Ηλικία (yr) 21,4 (±11,5) 19,4 (±7,5) 18,2 (±3) 16 (±3) Ύψος (cm) 182,4 (±5,25) 178,9 (±6,75) 173 (±9,25) 163,9 (±6,25) Βάρος (kg) 86,8 (±9,8) 72,3 (±2,3) 69,8 (±6,4) 60,1 (±1,85) BSA (m 2 ) 2,08 (±0,1) 1,89 (±0,05) 1,83 (±0,10) 1,65 (±0,07) BMI (m 2 ) 26,1 (±3,39) 22,6 (±3,96) 23,4 (±2,67) 22,4 (±1,35) 58
Πίνακας 2. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 500μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 500m Variables MH ML WH WL n=11 n=10 n=10 n=8 VO 2 4384.78 (±134.33) 4102.06 (±93.20) 3070.02 (±78.93) ###,, aaa 2703.17 (±49.18) VO 2 /kg 50.54 (±1.39) 56.80 (±1.20)** 44.20 (±1.41) ##,, aaa 44.87 (±0.89) VE 144.54 (±4.04) 129.83 (±7.63) 103.90 (±2.69) ###,, aaa 88.45 (±2.91) RER 1.06 (±0.02) 1.03 (±0.03) 1.06 (±0.02) 1.09 (±0.02) MET 14.54 (±0.34) 16.30 (±0.33)* 12.50 (±0.61) ##,, aaa 12.75 (±0.31) EE 27803.87 (±37.12) 28598.65 (±739.00) 22144.31 (±621.07) ##,, aaa 20020.35 (±291.89) CHO 9573.50 (±472.80) 8063.72 (±1102.87) 6624.10 (±497.52) # 6161.02 (±278.16) TOTAL 8825.96 (±288.12) 7846.21 (±639.40) 6147.80 (±325.84) ###,, aa 5612.80 (±143.98) *MH vs ML, p<.05, **MH vs ML, p<.01 # MH vs WH, p<.05, ## MH vs WH, p<.01, ### MH vs WH, p<.001 aa ML vs WL, p<.01, aaa ML vs WL, p<.001 MH vs WL, p<.05, MH vs WL, p<.01, MH vs WL, p<.001 ML vs WH, p<.05, ML vs WH, p<.01, ML vs WH, p<.001 59
Πίνακας 3. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 1000μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 1000m Variables MH ML WH WL n=11 n=10 n=10 n=8 VO 2 4543.05 (±132.45) 4201.26 (±92.43) 3257.80 (±83.20) ###.. aaa. 2801.53 (±65.07) VO 2 /kg 52.72 (±1.24) 58.06 (±1.08)* 46.81 (±1.53) ##.. aaa 46.59 (±0.96) VE 159.05 (±3.78) 146.25 (±7.31) 116.93 (±2.05) ###.. aaa 99.72 (±3.92) RER 1.11 (±0.02) 1.13 (±0.01) 1.09 (±0.01) 1.12 (±0.02) MET 15.27 (±0.40) 16.46 (±0.32) 13.40 (±0.47) ##.. aaa 13.50 (±0.32) EE 28711.00 (±665.00) 28881.55 (±430.49) 24096.90 (±601.58) ##.. aaa. 20867.91 (±465.97) CHO 11384.68 (±428.12) 10672.69 (±544.22) 7528.43 (±440.57) ###.. aaa 6825.68 (±401.57) TOTAL 10007.81 (±280.57) 9343.82 (±365.68) 6815.32 (±301.31) ###.. aaa 6075.32 (±245.95) *MH vs ML, p<.05 WH vs WL, p<.05, WH vs WL, p<.01 ## MH vs WH, p<.01, ### MH vs WH, p<.001 aaa ML vs WL, p<.001 MH vs WL, p<.05, MH vs WL, p<.001 ML vs WH, p<.001 60
Πίνακας 4. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 1500μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 1500m Variables MH ML WH WL n=11 n=10 n=10 n=8 VO 2 4475,52 (±135,84) 4140,46 (±115,08) 3287,36 (±84,95) ###,, aaa, 2781,00 (±86,21) VO 2 /kg 52,10 (±1,43) 57,24 (±1,44) 47,25 (±1,59), aaa 46,23 (±1,24) VE 162,45 (±4,06) 149,56 (±6,56) 123,36 (±1,91) ###,, aaa, 101,18 (±3,60) RER 1,11 (±0,01) 1,12 (±0,01) 1,08 (±0,01) 1,09 (±0,01) MET 14,88 (±0,40) 16,35 (±0,41) 13,50 (±0,45), aaa 13,21 (±0,35) EE 29549,50 (±64,50) 28626,68 (±483,42) 24299,38 (±648,26) ##,, aaa, 20617,34 (±649,23) CHO 11046,98 (±447,48) 10262,07 (±509,70) 7296,36 (±374,06) ###,, aaa 6412,12 (±386,22) TOTAL 9760,23 (±330,18) 9058,12 (±348,90) 6699,45 (±264,54) ###,, aaa 5816,50 (±266,74) WH vs WL, p<.05, WH vs WL, p<.01 ## MH vs WH, p<.01, ### MH vs WH, p<.001 aaa ML vs WL, p<.001 MH vs WL, p<.05, MH vs WL, p<.001 ML vs WH, p<.01, ML vs WH, p<.001 61
Πίνακας 5. Μέσοι όροι (±S.E.) των τιμών των μεταβλητών των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών για τα 2000μ. εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο. 2000m Variables MH ML WH WL n=11 n=10 n=10 n=8 VO 2 4135,25 (±140,72) 3464,74 (±352,79) 3086,35 (±129,51) ## 2717,75 (±61,12) VO 2 /kg 47,92 (±1,65) 47,78 (±4,68) 44,45 (±2,23) 44,51 (±0,89) VE 164,82 (±5,09) 128,04 (±13,30)* 123,07 (±2,19) ## 105,10 (±6,01) RER 1,15 (±0,02) 1,13 (±0,01) 1,10 (±0,01) 1,13 (±0,03) MET 13,67 (±0,47) 13,64 (±1,33) 12,67 (±0,66) 12,76 (±0,27) EE 27487,98 (±760,68) 21657,02 (±3211,05) 22934,27 (±951,65) 20283,15 (±378,32) CHO 11313,17 (±619,72) 8832,78 (±1062,49) 7305,77 (±424,39) ## 6774,38 (±450,66) TOTAL 9674,80 (±448,90) 7732,81 (±868,98) 6561,65 (±313,34) ## 5985,06 (±250,04) *MH vs ML, p<.05 ## MH vs WH, p<.01 MH vs WL, p<.05, MH vs WL, p<.01 62
Πίνακας 6. Μέσοι όροι των τιμών (±S.E.) της μεταβλητής του γαλακτικού οξέος των δύο φύλων και των δύο κατηγοριών. Μεταβλητές (Μ.Ο.) Άνδρες Ανοικτής κατηγορίας MH (n=11) Άνδρες κατηγορίας Ελαφρών Βαρών ML (n=10) Γυναίκες Ανοικτής κατηγορίας WH (n=10) Γυναίκες κατηγορίας Ελαφρών Βαρών WL (n=8) Γαλακτικό Οξύ 12,29 (±1,15) 11,54 (±0,98) 13,50 (±1,29) 13,24 (±1,03) a ML vs WH, p<.05 a ML vs WL, p<.05 63
XIII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικόνα 1. Λονδίνο, 1716. Βαρκάρηδες που συναγωνίζονται ποιος θα μεταφέρει γρηγορότερα τους επιβάτες ή τα εμπορεύματα. Εικόνα 2. Δίκωπος μετά πηδαλιούχου ανδρών. Εικόνα 3. Κωπηλατοεργόμετρο Concept IId. 64
Εικόνα 4. Τετράκωπος άνευ πηδαλιούχου γυναικών. Εικόνα 5. Δίκωπος άνευ πηδαλιούχου ανδρών. Εικόνα 6. Δοκιμαζόμενος πριν την έναρξη του εξομοιωμένου αγώνα κωπηλασίας 2000μ. σε κωπηλατοεργόμετρο, συνδεδεμένος με ηλεκτροκαρδιογράφο και αναλυτή αερίων. 65