Η επικεντρωµένη σε στόχους κοινωνική εργασία: Reid και Epstein Μια πλήρης παρουσίαση της επικεντρωµένης σε στόχους κοινωνικής εργασίας µε άτοµα βρίσκεται στα βιβλία του Reid (1978, 1992) και της Epstein (1992). Η πρώτη παρουσίαση βρίσκεται στο κοινό τους έργο Εργασία Επικέντρωσης σε Στόχους (Reid και Epstein, 1972). Έχει εφαρµοστεί στην κοιν εργασία µε οµάδες και µε οικογένειες (Reid, 1985, Fortune, 1985). Η Βρετανική εκδοχή (Doel και Marsh, 1992, Marsh, 1991, Doel, 1994) εµπεριέχει µια λιγότερο τεχνική ορολογία και µια πλήρη βιβλιογραφία. Στην εργασία επικέντρωσης σε στόχους, οι επαγγελµατίες εστιάζουν στην επίλυση των προβληµάτων που παρουσιάζουν οι πελάτες. Ουσιώδες χαρακτηριστικό της προσέγγισης είναι η βραχεία, καθορισµένης διάρκειας παρέµβαση. Η εργασία επικέντρωσης σε στόχους ασχολείται µε προβλήµατα τα οποία: οι πελάτες αναγνωρίζουν ή παραδέχονται ότι τους απασχολούν µπορούν να προσδιοριστούν ξεκάθαρα. προέρχονται από συµβάντα /καταστάσεις τα οποία οι πελάτες επιθυµούν να αλλάξουν στη ζωή τους. προέρχονται από ανικανοποίητες επιθυµίες του πελάτη αντί να ορίζονται από τρίτους. Οι Doel και Marsh (1992: 23) συµπεριλαµβάνουν επίσης προβλήµατα που επιβάλλονται µέσω επίσηµων διαδικασιών, όπως τα δικαστήρια. Ορισµένα προβλήµατα των πελατών αφορούν ταυτόχρονα και άλλα πρόσωπα στη ζωή τους, τα οποία µπορεί να αντιλαµβάνονται και να ορίζουν το πρόβληµα µε τον ίδιο τρόπο. εν υπάρχει πάντα συµφωνία όσον αφορά τα κοινά προβλήµατα. Άλλα άτοµα µπορεί να τα βλέπουν διαφορετικά από τον πελάτη. Για παράδειγµα, στην περίπτωση της Joan, µιας νεαρής γυναίκας, η κοινωνικός λειτουργός ανακάλυψε ότι αυτό που την απασχολούσε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι δεν µπορούσε να βρει δουλειά, και άρχισε να καταστρώνει ένα σχέδιο που συµπεριλάµβανε µια σειρά από στόχους που θα έπρεπε να αναλάβουν στα πλαίσια της κοινής τους προσπάθειας να βρει µια
δουλειά. Πριν όµως αυτό ολοκληρωθεί, ανακάλυψε στα πλαίσια µιας επίσκεψης στο σπίτι της οικογένειας ότι η µητέρα της Joan προτιµούσε να παραµείνει στο σπίτι για να συµβάλλει στη φροντίδα του ηλικιωµένου παππού που ζούσε µαζί της. Επίσης, ο πατέρας της Joan ένιωθε ότι το να δουλεύει σε ένα µαγαζί, που εκείνη προτιµούσε, δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό. Ήθελε να εκπαιδευτεί η Joan σε εργασία γραφείου σε σχολή. Η κοινωνική λειτουργός έπρεπε πρώτα να συµφιλιώσει τις διαφορετικές αντιλήψεις για τις οικογενειακές υποχρεώσεις της Joan πριν µπορέσει συνεχίσει τις προσπάθειες εύρεσης εργασίας. Ο Reid (1978) κατατάσσει τους τύπους προβληµάτων για τα οποία ενδείκνυται η εργασία επικέντρωσης σε στόχους σε οκτώ κατηγορίες, (Πίνακας 4.3). Πίνακας 4.3 Προβλήµατα στα οποία ενδείκνυται η επικεντρωµένη σε στόχους παρέµβαση ιαπροσωπικές συγκρούσεις Έλλειψη ικανοποίησης στις κοινωνικές σχέσεις Προβλήµατα µε επίσηµους οργανισµούς υσκολίες στη διεκπεραίωση ρόλων Προβλήµατα λήψης αποφάσεων Συναισθηµατικές αντιδράσεις άγχους Ανεπάρκεια πόρων προβλήµατα συµπεριφοράς που δεν εµπίπτουν σε άλλες κατηγορίες, αλλά εµπίπτουν στο γενικό ορισµό των προβληµάτων σύµφωνα µε το µοντέλο Πηγή: Reid (1978). Οι επαγγελµατίες θα πρέπει να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τη συµπεριφορά επίλυσης προβληµάτων από την πλευρά των πελατών, να εκτιµήσουν την κατεύθυνση και την ένταση των επιθυµιών των πελατών. Μερικές επιθυµίες αλληλοσυµπληρώνονται ενώ άλλες βρίσκονται σε αντίθεση. Οι επιθυµίες υποκινούν τη δράση, αλλά τα συστήµατα πεποιθήσεων των πελατών διαµορφώνουν τις επιθυµίες και τους αποδεκτούς τρόπους
εκπλήρωσής τους. Στην περίπτωση της Joan, για παράδειγµα, η επιθυµία της για µια δουλειά ήταν αρκετή για να την κάνει να αναζητήσει τη βοήθεια της κοινωνικής λειτουργού. Το είδος όµως της δουλειάς που πίστευε ότι θα µπορούσε να βρει - σε κατάστηµα - και η απροθυµία της να περάσει κάποιο χρόνο σε µια σχολή για να αποκτήσει τυπικά προσόντα για εργασία γραφείου σήµαινε ότι η κατεύθυνση αναζήτησης εργασίας θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί από την προτίµηση του πατέρα. Εναλλακτικά, θα µπορούσαν να ανέβουν οι κοινωνικά καθορισµένες προσδοκίες της, ώστε να αρχίσει να ψάχνει πιο ενδιαφέρουσες και απαιτητικές δουλειές. Οι πεποιθήσεις καθοδηγούν τη δράση και µεταβάλλονται από αλληλεπιδράσεις ανάµεσα στον επαγγελµατία, τον πελάτη και άλλους. Οι πεποιθήσεις αυτές αποτελούν σηµεία επιρροής που µπορούν να συµβάλλουν στην αλλαγή αντιλήψεων, όπως στις γνωστικές θεραπείες όπου τα σηµεία επιρροής είναι τα εξής: Η ορθότητα, όπου οι επαγγελµατίες βοηθούν τους πελάτες να κατανοήσουν πόσο σωστές είναι οι απόψεις τους. Η εµβέλεια, όπου οι επαγγελµατίες βοηθούν τους πελάτες να δουν τα επακόλουθα ή το εύρος των απόψεων τις οποίες οι πελάτες θεωρούν πιο περιορισµένες. Η συνέπεια, όπου διαστρεβλώσεις που οφείλονται σε ασυµφωνία µεταξύ δύο απόψεων µπορούν εξαλειφθούν από τον επαγγελµατία. Στην περίπτωση της Joan και πάλι, η επαγγελµατίας θεώρησε χρήσιµο να διερευνήσει την ορθότητα της δικής της εκτίµησης της ικανότητάς της να αποκτήσει περισσότερα τυπικά προσόντα, συζητώντας τις διαφορετικές αντιλήψεις του πατέρα και της κόρης. ιερεύνησε επίσης µαζί µε τη Joan πώς µπορεί να περιόριζε την εµβέλεια των προοπτικών της να προαχθεί σε πιο ενδιαφέρουσες θέσεις εργασίας στο µέλλον αν δεν κατάφερνε να αποκτήσει τυπικά προσόντα στη φάση αυτή, καθώς ίσως να συνήθιζε στο να κερδίζει χρήµατα και να δίσταζε να επιστρέψει στην εκπαίδευση αργότερα. Η Joan και η κοινωνική λειτουργός διερεύνησαν επίσης την ασυµφωνία ανάµεσα στην επιθυµία της Joan να κάνει κάτι ενδιαφέρον (όπως φαίνεται από την επιθυµία
της να βρει µια δουλειά πιο ενδιαφέρουσα από τις ευθύνες της στο σπίτι και την επιθυµία της για την ανεξαρτησία που θα της προσέφερε µια δουλειά και ένας µισθός) και την πιθανότητα ότι µια δουλειά χαµηλού επιπέδου θα αποδεικνύονταν βαρετή πολύ σύντοµα. Τα συναισθήµατα προκύπτουν από την αλληλεπίδραση απόψεων και επιθυµιών. Ο φόβος ή το άγχος αναπτύσσονται διότι οι πελάτες πιστεύουν ότι η εκπλήρωση µιας επιθυµίας µαταιώνεται ή απειλείται. Ασυνείδητα κίνητρα µπορεί να επηρεάσουν τις απόψεις ή τις επιθυµίες άλλα όχι (άµεσα) τη συµπεριφορά. Η Joan, για παράδειγµα, φοβόταν µήπως παγιδευτεί στο οικογενειακό περιβάλλον και κατά συνέπεια αντιδρούσε εσπευσµένα και µε τρόπο επιζήµιο για την ίδια. Η δράση είναι συµπεριφορά που διεξάγεται µε πρόθεση, και εποµένως η κατανόηση των πράξεων εµπεριέχει κατανόηση των προθέσεων. Τα σχέδια είναι περιγραφές προθέσεων που διαµορφώθηκαν µέσω της αλληλεπίδρασης πεποιθήσεων, επιθυµιών και συναισθηµάτων. Σχεδιασµός σηµαίνει εκτίµηση των εναλλακτικών επιλογών, κατά προτίµηση έξω από την κατάσταση στην οποία απαιτείται δράση. Όταν ένα σχέδιο τίθεται σε εφαρµογή, το αποτέλεσµα προσφέρει ανατροφοδότηση στο υποκείµενο. Οι πράξεις συχνά εµφανίζονται σε αλληλουχίες και το πρόβληµα µπορεί να βρίσκεται στην αρχή της αλληλουχίας. Για παράδειγµα, αν ο γιος µου κάνει αταξίες, µπορεί να του δώσω ένα χαστούκι κι έπειτα να νιώσω ενοχές επειδή πιστεύω ότι είναι λάθος να χτυπούµε ένα παιδί. Μπορεί το χαστούκι να σταµατήσει τις αταξίες; Ίσως και να µπορεί αν σήµερα είναι υπερβολικά ζωηρός και χρειάζεται µια προειδοποίηση και υπενθύµιση ότι θα πρέπει να σκεφτεί πάνω στη συµπεριφορά του και να τη µετριάσει. Ας υποθέσουµε όµως ότι το πρόβληµα είναι ότι τον αγνόησα, µε αποτέλεσµα να κάνει αταξίες για να τραβήξει την προσοχή. Η απόφαση να µην τον χτυπήσω δεν θα επίλυε αποτελεσµατικά το πρόβληµα του ότι είναι λάθος να χτυπούµε τα παιδιά, διότι το σχέδιο αυτό παραγνωρίζει το πρόβληµα, και το παιδί κατά πάσα πιθανότητα θα έκανε περισσότερες αταξίες για να τραβήξει την προσοχή, κάτι που δεν πέτυχε µε την προηγούµενη συµπεριφορά του. Ένας καλύτερος τρόπος να χειριστώ το
πρόβληµα θα ήταν να παίξω µαζί του και να του δείξω ότι µπορώ να του διαθέσω περισσότερο χρόνο. Οι πελάτες µπορεί να µην διαθέτουν δεξιότητες για τη διεξαγωγή των αναγκαίων ενεργειών σε ορισµένες περιστάσεις. Οι δεξιότητες µπορούν να αναπτυχθούν άµεσα ή επαγωγικά. Μια σταδιακή προσέγγιση µπορεί να διευκολύνει την εκµάθηση αυτή. Ορισµένα κοινωνικά συστήµατα διαµορφώνουν ή επηρεάζουν τις αντιλήψεις των πελατών, ή αντιδρούν παρέχοντας ανατροφοδότηση µε τρόπους που διαστρεβλώνουν περαιτέρω ενέργειες, προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Το περιβάλλον των πελατών µπορεί, λοιπόν, να παίξει σηµαντικό ρόλο. Αλληλουχίες δράσης µπορούν έτσι να µετατραπούν σε αλληλουχίες αλληλεπίδρασης, µε αποτέλεσµα οι πράξεις να βρίσκονται σε κυκλικές ή σπειροειδείς διατάξεις αµοιβαίας επιρροής. Η άποψη αυτή προέρχεται από τη θεωρία της επικοινωνίας. Οι οργανισµοί µπορεί να προσφέρουν ένα πλαίσιο για τη διεξαγωγή της δράσης, στιγµατίζοντας ή ταξινοµώντας τους ανθρώπους ή παράγοντας συλλογικές πεποιθήσεις όσον αφορά ορισµένες κατηγορίες ατόµων. Για παράδειγµα, οι εργαζόµενοι σε ένα σχολείο µπορεί να διαµορφώσουν την άποψη ότι παιδιά που κατοικούν σε ένα ορισµένο οικοδοµικό συγκρότηµα είναι διαταρακτικά. Αυτό µπορεί στη συνέχεια να επηρεάσει την αντίληψη των παιδιών για τον εαυτό τους, καθώς και την αντίληψη των γονιών τους ή άλλων φορέων για αυτά. Αυτό, στη συνέχεια µπορεί να επηρεάσει το πώς συµπεριφέρονται µεταξύ τους τα άτοµα που εµπλέκονται στην κατάσταση. Η στρατηγική της παρέµβασης έχει δύο στόχους: 1. να βοηθήσει τους πελάτες να επιλύσουν προβλήµατα που τους απασχολούν. 2. να προσφέρει µια θετική εµπειρία στην επίλυση προβληµάτων προκειµένου να αναπτυχθεί περαιτέρω η µελλοντική ικανότητα των πελατών να αντιµετωπίζουν δυσκολίες και η ετοιµότητά τους να αποδεχτούν βοήθεια. Επαγγελµατίας και πελάτης προσδιορίζουν προβλήµατα προς επίλυση, θέτουν ποιούν στόχους και αποτιµούν -αξιολογούν τα επιτεύγµατα.
Η παρουσίαση αυτή των γενικών αρχών του µοντέλου αναδεικνύει πώς οι απόψεις του προέρχονται από διάφορες ψυχολογικές και κοινωνιολογικές πηγές. Η θεωρία της κοινωνικής µάθησης επηρεάζει τη µέθοδο δράσης, τον προσδιορισµό προβληµάτων και στόχων και την απαρίθµηση. Η θεωρία της επικοινωνίας εµφανίζεται στο ενδιαφέρον για τις αλληλουχίες και τις αλληλεπιδράσεις της συµπεριφοράς. Η έµφαση στην έννοια της πεποίθησης αναδεικνύει ένα γνωστικό στοιχείο. Η αναγνώριση της επίδρασης του περιβάλλοντος, και ιδιαίτερα οργανισµών στα πλαίσιά του, υποδηλώνει στοιχεία από τη θεωρία συστηµάτων. Στόχος της διαγνωστικής εκτίµησης δεν είναι, όπως στην ψυχοδυναµική θεωρία, να µελετήσει τις συναισθηµατικές αντιδράσεις ή το προσωπικό ιστορικό των πελατών αλλά να προσδιορίσει: τις προϋποθέσεις για τη δράση. τους παράγοντες που παρεµποδίζουν τη δράση. τους ανυπέρβλητους περιορισµούς. Οι πελάτες που θέλουν λιγότερο τυπικές, πιο φιλικές ή πιο προσωπικές σχέσεις θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές µορφές θεραπείας. Σε περιπτώσεις όπου οι πελάτες δεν µπορούν να διατηρήσουν µια εστίαση σε ένα περιορισµένο φάσµα προβληµάτων, θα πρέπει να χρησιµοποιούνται λιγότερο αυστηρά δοµηµένες ή πιο διερευνητικές µέθοδοι όπως η παρέµβαση στην κρίση. Η εργασία επικέντρωσης σε στόχους βοηθά στην εργασία προστασίας (για παράδειγµα, µε τους γονείς κακοποιηµένων παιδιών) αλλά δεν θα πρέπει να εφαρµόζεται σε περιπτώσεις όπου η επιβολή προστατευτικών µέτρων ή ο κοινωνικός έλεγχος είναι οι κύριες προτεραιότητες. Οι ενέργειες του πελάτη δεν θα επιφέρουν αλλαγή ως προς κάποιες ορισµένες οργανικές ή ψυχικές παθήσεις, και εποµένως η εργασία επικέντρωσης σε στόχους µπορεί να αποτελεί µέρος µόνο της παρέµβασης σε τέτοιες περιπτώσεις. Μπορεί όµως να βοηθήσει στην αντιµετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της ασθένειας ή της αναπηρίας. Ο προσδιορισµός του προβλήµατος είναι το πρώτο βήµα, που γίνεται νωρίς µέσω µιας συµφωνίας συνεργασίας µε τους πελάτες κατά τη διάρκεια µιας
σύντοµης διαγνωστικής περιόδου. Οι Doel και Marsh (1992) το παροµοιάζουν µε το διάβασµα µιας εφηµερίδας. Κοιτάµε πρώτα την πρώτη σελίδα για τις κυριότερες, µετά ρίχνουµε µια µατιά στους τίτλους, εντοπίζουµε τα κύρια σηµεία των ειδήσεων (τις λεπτοµέρειες των προβληµάτων) και τις δηλώσεις του πελάτη (διατύπωση του όλου θέµατος µε τα λόγια του πελάτη). Σηµαντικό ρόλο παίζει το κοινωνικό πλαίσιο του προβλήµατος και οι αντιδράσεις των άλλων προς αυτό παίζουν σηµαντικό ρόλο. Η διαδικασία που παρουσιάζει ο Reid (1978) έχει ως εξής: Αναγνώριση πιθανών προβληµάτων παροτρύνοντας τους πελάτες να περιγράψουν τις δυσκολίες µε το δικό τους τρόπο. Σύνοψη και επαλήθευση της αντίληψης των επαγγελµατιών για τα προβλήµατα. Σύναψη προσωρινών συµφωνιών για το πώς βλέπουν οι πελάτες τα κυριότερα προβλήµατα. Αµφισβήτηση αδιέξοδων ή ανεπιθύµητων ορισµών του προβλήµατος (για παράδειγµα, η περίπτωση όπου ο πελάτης παράλογα επιθυµεί την επιστροφή ενός συντρόφου που έχει εγκαταλείψει). Αναφορά σε επιπλέον προβλήµατα, έχοντας πρώτα αποδεχτεί τον ορισµό των προτεραιοτήτων του πελάτη, σε περιπτώσεις όπου ο πελάτης δεν κατανοεί ή δεν παραδέχεται τα επιπλέον προβλήµατα. Επιδίωξη της εµπλοκής άλλων αν χρειαστεί. Αξιολόγηση της αιτίας παραποµπής από κοινού σε περιπτώσεις που κάποιος άλλος υποχρεώνει τον πελάτη να προσέλθει. Ακριβής προσδιορισµός του πότε και πού παρουσιάζονται τα προβλήµατα. Προσδιορισµός του προβλήµατος, συνήθως γραπτώς. Προσδιορισµός ξεκάθαρων γραµµών βάσης για το επίπεδο των τρεχόντων προβληµάτων (δείτε Κεφάλαιο 5 για περαιτέρω συζήτηση πάνω στις γραµµές βάσης) Προσδιορισµός των επιθυµητών αλλαγών. Κατά τη φάση της διαµόρφωσης του συµβολαίου - οι Doel και Marsh (1992) την αποκαλούν σύναψη συµφωνίας - επαγγελµατίας και πελάτης συνάπτουν συγκεκριµένες συµφωνίες όσον αφορά τη δράση. Η διαδικασία έχει ως εξής:
Συµφωνία για ενασχόληση µε και προσδιορισµός ενός ή περισσότερων προβληµάτων που έχουν οριστεί από τον πελάτη (Doel και Marsh - το επιλεγµένο πρόβληµα). Ιεράρχηση των προβληµάτων κατά σειρά προτεραιότητας. Ορισµός του επιθυµητού αποτελέσµατος της θεραπείας (Doel και Marsh - στόχος. Η Epstein, 1992, θέτει ως όρο ότι οι στόχοι θα πρέπει να οδηγούν σε αποτελέσµατα που να µπορούν να προσδιοριστούν µε ακρίβεια). Σχεδιασµός της πρώτης οµάδας στόχων. Συµφωνία ως προς τη συχνότητα της επαφής και τη χρονική διάρκεια της συνεργασίας. Ο Reid προτιµά τα προφορικά από τα γραπτά συµβόλαια διότι είναι λιγότερο απειλητικά, εκτός από τις περιπτώσεις όπου εµπλέκονται πολλά άτοµα ή τα προβλήµατα είναι σύνθετα. Οι Doel και Marsh (1992) προτιµούν τις γραπτές συµφωνίες προκειµένου να κάνουν τους στόχους πιο σαφείς και διασφαλίσουν τη δέσµευση του πελάτη. Ο σχεδιασµός των στόχων γίνεται σε τακτικές συνεδρίες. Οι στόχοι είναι ξεκάθαρα σχεδιασµένοι, εφικτοί ως προς τη διεξαγωγή τους έξω από το πλαίσιο των συνεδριών και συµφωνηµένοι ανάµεσα στον επαγγελµατία και τον πελάτη. Μπορεί να εµπεριέχουν πνευµατική ή σωµατική δράση (για παράδειγµα, να αποφασιστεί αυτό ή να γίνει εκείνο). Οι γενικοί στόχοι (general tasks) θέτουν µια στρατηγική για τη θεραπευτική διαδικασία, και οι συντελεστικοί στόχοι (operational tasks) καθορίζουν τι θα κάνει ο πελάτης. Οι στόχοι µπορεί να είναι απλοί, όπου περιλαµβάνουν µια µόνο ενέργεια ή µια σειρά ενεργειών, ή σύνθετοι, όπου περιλαµβάνουν δύο διαφορετικές ενέργειες (για παράδειγµα, να ψάξει για ένα καινούργιο διαµέρισµα και να λάβει µέρος σε εργοθεραπεία). Μπορεί να είναι ατοµικοί, όταν η διεκπεραίωσή τους αφορά µόνο τον πελάτη, αµοιβαίοι, όπου αν ο πελάτης κάνει κάτι, ο επαγγελµατίας ή κάποιος συγγενής θα κάνει κάτι άλλο, ή διαµοιρασµένοι, όπου ο πελάτης και ένα άλλο σηµαντικό πρόσωπο θα το κάνουν µαζί. Η διαδικασία σχεδιασµού των στόχων έχει ως εξής:
εντοπισµός πιθανών εναλλακτικών στόχων, µέσω της δηµιουργίας δυνατοτήτων όσον αφορά στόχους (Reid, 1992: 57-8). σύναψη µιας συµφωνίας, και ξεκάθαρη διασφάλιση της δέσµευσης του πελάτη (Reid, 1992: 60). σχεδιασµός της εφαρµογής. συνοπτική περιγραφή του στόχου.