ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΒΟΛΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017
Η ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΎ Η πολιτική ανταγωνισμού : ορίζεται ως ένα σύνολο πολιτικών και νόμων που εξασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά δεν περιορίζεται έτσι ώστε να είναι επιζήμιος για την κοινωνία (Motta 2004) προσδιορίζει τις ευκαιρίες και τα κίνητρα για τους καταναλωτές και τους παραγωγούς (Damro 2006) διασφαλίζει την αποτροπή μη ανταγωνιστικών πρακτικών έτσι ώστε οι αγορές να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά (Buccirossi et al. 2013)
ΟΙ ΠΥΛΏΝΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΎ ΤΗΣ Ε.Ε. Οι κύριοι πυλώνες της πολιτικής ανταγωνισμού αναφέρονται σε: Α) Συμπράξεις και μη ανταγωνιστικές πρακτικές Άρθρο 101 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε. Επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους το παραβαίνουν Β) Συγκεντρώσεις Κανονισμός ΕΚ αριθμός 139/2004: Επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους το παραβαίνουν Γ) Κρατικές Ενισχύσεις Άρθρα 107-109 της Σ.Λ.Ε.Ε. : Αναστέλλονται όλες οι κρατικές ενισχύσεις οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με τα παραπάνω άρθρα Δ) Κατάχρηση Δεσπόζουσας Θέσης Άρθρο 102 της Σ.Λ.Ε.Ε. Επιβάλλονται ποινές σε όσους το παραβαίνουν
Α) ΑΘΕΜΙΤΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ Πολλές φορές συμβαίνει διάφορες επιχειρήσεις, κατά κανόνα ομοειδών δραστηριοτήτων, να οδηγούνται σε σύμπραξη μεταξύ τους με απώτερο σκοπό τη διασφάλιση της θέσης τους στην αγορά. Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργούνται καρτέλ με συνέπεια μονοπωλιακές καταστάσεις και στρεβλώσεις της αγοράς. Καρτέλ ονομάζεται η ρητή σύμπραξη (συμφωνία) μεγάλων κυρίως επιχειρήσεων εταιρικής μορφής δραστηριοποιούμενων στον ίδιο κλάδο, δηλαδή ανταγωνιστικών, με σκοπό την αποφυγή του μεταξύ τους ανταγωνισμού δια κοινής διαμόρφωσης ενιαίας τιμής των προσφερομένων υπηρεσιών ή των προϊόντων τους, ή και με πολύ ελάχιστες μεταξύ τους διαφορές τιμών. Ο σχηματισμός καρτέλ είναι παράνομος, καθώς το Δίκαιο ανταγωνισμού τον απαγορεύει.
Η σκοπιμότητα των συμπράξεων είναι: αφενός μεν αμυντικού χαρακτήρα, (για κατάπαυση του μεταξύ τους ανταγωνισμού), και αφετέρου επιθετικού χαρακτήρα, (για κυριαρχία στην αγορά με άσκηση ενιαίας τιμολογιακής πολιτικής). ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 1 η Αμυντικού χαρακτήρα είναι μια συμφωνία του να μην ανταγωνίζονται οι εταιρίες ως προς την τιμολογιακή πολιτική, δηλαδή πχ., να μην ρίχνει η εταιρία Α την τιμή του προϊόντος που ισχύει στην αγορά που η ίδια δραστηριοποιείται, από τα 20 ευρώ στα 17 για να αποσπάσει μερίδια αγοράς. Γιατί; Γιατί αν το κάνει η Α (υπό την προϋπόθεση ότι οι καταναλωτές σκεφτούν ορθολογικά, οι λοιπές εταιρίες του ανταγωνισμού θα απαντήσουν στην χαμηλότερη τιμή, με στόχο να ανακτήσουν την πελατεία τους ή και να αποσπάσουν μερίδια πωλήσεων από την Α.
Και τι ενδέχεται να συμβεί σε μια τέτοια περίπτωση; Ο ανταγωνισμός των τιμών να εγκλωβίσει τις εταιρίες του κλάδου (είτε ελεύθερη αγορά, αν η διαφοροποίηση προϊόντος είναι αμελητέα, είτε ολιγοπώλιο αν η διαφοροποίηση είναι σημαντική) σε έναν φαύλο κύκλο ανταγωνισμού ο οποίος θα τις οδηγήσει στο να κινδυνεύσουν να έχουν σοβαρές ζημιές, αντί κερδών, που πιθανόν να είναι πολύ επικίνδυνο για την ίδια την βιωσιμότητά τους στον κλάδο. Γιατί μπορεί να συμβεί αυτό; Από την ΔΙΑΛΕΞΗ 1 υπενθυμίσαμε ότι τα κέρδη μιας επιχείρησης προκύπτουν από το λεγόμενο νεκρό σημείο, που προκύπτει από τη μεγιστοποίηση της διαφοράς των συνολικών εσόδων μιας επιχείρησης από τις πωλήσεις της, μείον τα συνολικά έξοδα που προκύπτουν από το κόστος παραγωγής κλπ. (την φορολογία που τις επιβάλλεται, την απόσβεση του εξοπλισμού )
Έσοδα επιχείρησης (TR): P Q = Τιμή (P) επί ποσότητα Έξοδα επιχείρησης (TC): (w. L + r. K) κόστος της εργασίας επί τον αριθμό των εργαζομένων και κόστος κεφαλαίου επί των αριθμό του κεφαλαίου - μηχανών Κέρδος Επιχείρησης TR > TC (total revenue / total cost)
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 2 η : Επιθετικού χαρακτήρα είναι η συνειδητή στρατηγική επιλογή μιας εταιρίας που έχει σημαντική θέση (συνήθως σε έναν ολιγοπωλιακό κλάδο) να πουλά σε τιμή κόστους (ή και κάτω του κόστους). Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει τους μικρότερους ανταγωνιστές της σε μια κατ αναγκαστικά παρόμοια στρατηγική, με σκοπό να μην απωλέσουν ένα κρίσιμο μέγεθος του πελατολόγιού τους. Έτσι η μικρότερες επιχειρήσεις, είναι μεν ικανές (αφού όμοια ρίξουν τις τιμές) να κρατήσουν το πελατολόγιό τους, αλλά λόγω «τεχνητά» χαμηλής τιμής προϊόντος δεν θα μπορούν να έχουν αρκετά κέρδη για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. Θεωρητικά, από την τεχνική συμπίεση των τιμών προς τα κάτω, ευνοούνται μεν πρόσκαιρα οι καταναλωτές, αλλά πλήττονται όλες οι εταιρίες, τόσο αυτή που διατηρεί το μεγάλο μερίδιο αγοράς, όσο και οι μικροί ανταγωνιστές, της αυτές δηλαδή οι εταιρίες με μικρότερα μερίδια αγοράς
Τι ακολουθεί στην συνέχεια μια τέτοια στρατηγική; Η επιχείρηση που παρουσιάζει τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς χάνει μερίδια στην αρχή, όπως και οι μικροί ανταγωνιστές της. Αν η ίδια είναι μεγάλη πολυεθνική, τη ζημιά της μπορεί να την καλύψει από την κερδοφορία που αναπτύσσει σε άλλες αναπτυγμένες ή αναδυόμενες αγορές και αν οι μικροί ανταγωνιστές της δεν έχουν υψηλή εξαγωγική συμμετοχή στα κέρδη τους, τότε η παρατεταμένη τεχνητά χαμηλά διαμορφωμένη τιμή στην αγορά, θα οδηγήσει σε μόνιμη πρόσκαιρη (για κάποια ωστόσο ικανή περίοδο χρόνου) κατάσταση δημιουργίας ζημιών (αρνητικό κέρδος), με αποτέλεσμα, οι μικροί ανταγωνιστές να χρεοκοπήσουν και να βγουν από τον κλάδο παράγωγης. Κατόπιν, η μεγάλη επιχείρηση, θα έχει την δυνατότητα να μονοπωλήσει την αγορά, και να ανεβάσει κατακόρυφα τις τιμές, αφού θα κατέχει ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς, αδιαφορώντας για τις ενέργειες των μικρών ανταγωνιστών της. Έτσι, ενώ βραχυχρόνια η φαινομενικά τεχνητή πτώση τιμών θα ευνοήσει τους καταναλωτές, μακροχρόνια θα τους ζημιώσει, αφού αυτοί θα απωλέσουν αγοραστική δύναμη λόγω της κατακόρυφης ανόδου των τιμών που θα επιβάλλει η μεγάλη πολυεθνική, που θα τείνει να μονοπωλήσει την αγορά.
Στην ελληνική οικονομία απαντώνται τέτοιες αθέμιτες συμπράξεις εν μέρη λόγω του περιορισμένου της εσωτερικής αγοράς. Οποιαδήποτε σύμπραξη ή ένωση επιχειρήσεων (association of undertakings) απαγορεύεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Συνθήκη ίδρυσης της ΕΟΚ, (Συνθήκες της Ρώμης (1957) Συνθήκη της Ρώμης]] άρθ. 81, παρ. 1.
Β) ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Oι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά Η συνένωση δυνάμεων μεταξύ εταιρειών συχνά ευεργετεί τις σχετικές αγορές και κομίζει γενικότερα οφέλη για την οικονομία, περικόπτοντας κόστη και αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων προς όφελος των τελικών καταναλωτών. Ιδιαίτερα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων αποτελούν ελκυστικό εργαλείο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την οικονομική ανάπτυξη. Oι συγκεντρώσεις είναι συμφωνίες χάρη στις οποίες μια επιχείρηση αποκτά τον έλεγχο άλλης ή άλλων επιχειρήσεων και μεταβάλλει έτσι τη διάρθρωση των επιχειρήσεων αυτών καθώς και της αγοράς μέσα στην οποία δρουν. Oι σημαντικότερες μορφές συγκεντρώσεων επιχειρήσεων είναι η συμμετοχή μιας εταιρείας στο κεφάλαιο μιας άλλης ή άλλων επιχειρήσεων, η ολική ή μερική απόκτηση από μια εταιρεία του ενεργητικού άλλης ή άλλων εταιρειών και, τέλος, η συγχώνευση δύο ή περισσότερων νομικά ανεξάρτητων εταιρειών σε μια νέα. H συγκέντρωση επιτρέπει την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, τη μείωση του κόστους παραγωγής ή διανομής, τη βελτίωση της αποδοτικότητας και την επιτάχυνση της τεχνικής προόδου. Όλα αυτά επιτρέπουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και μπορεί να έχουν καλές επιπτώσεις για τους καταναλωτές.
Είναι προφανές, όμως, ότι όταν η συγκέντρωση ξεπεράσει ορισμένα όρια, μπορεί να οδηγήσει σε μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις, οι οποίες περιορίζουν τον ανταγωνισμό και διακυβεύουν τα συμφέροντα των καταναλωτών. Οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων δύνανται να περιορίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Ειδικότερα, η υπερσυγκέντρωση επιχειρηματικής δύναμης στις σχετικές αγορές μπορεί να οδηγεί σε υψηλότερες τιμές, (για τον λόγο που αναφέρθηκε στις προηγούμενες διαφάνειες), μειωμένες επιλογές και λιγότερη καινοτομία προς βλάβη του καταναλωτικού κοινού. Για τους λόγους αυτούς η συγκέντρωση επιχειρήσεων, αν και κατ αρχάς επιτρέπεται από τον νόμο, δύναται να απαγορευθεί, εφόσον δεν πληρεί ορισμένες προϋποθέσεις, ενώ υπόκειται σε προηγούμενη γνωστοποίηση στις ανεξάρτητες αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της ΕΕ
Νομικό Πλαίσιο Οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων ρυθμίζονται από τα άρθρα 5 10 του Ν. 3959/2011 «Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού (ΦΕΚ 93/Α/20-04-2011). Με τον νόμο αυτόν καθιερώνεται ένα σύστημα προληπτικού ελέγχου των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, με βάση το οποίο οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων υπόκεινται σε προηγούμενη γνωστοποίηση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Σκοπός του νόμου είναι η διασφάλιση ότι η συγκέντρωση επιχειρήσεων στην αγορά είναι συμβατή και δεν θέτει σε κίνδυνο τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Επιπρόσθετα, κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 5 και 6 του Ν. 3959/2011 η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξέδωσε την υπ αρ. 558/VII/2013 απόφασή της (ΦΕΚ 91/Β/21-01-2013), με την οποία καθόρισε το ειδικότερο περιεχόμενο της γνωστοποίησης συγκέντρωσης επιχειρήσεων, καθώς και την υπ αρ. 524/VI/2011 απόφασή της (ΦΕΚ 1678/Β/28-07- 2011), με την οποία καθόρισε το περιεχόμενο του εντύπου ανάληψης δεσμεύσεων.
Απαγορεύονται: Συγκέντρωση επιχειρήσεων, που υπόκειται σε πρότερη γνωστοποίηση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, αποτελεί (άρθρο 5 2 του Ν. 3959/2011) : 1. Η ίδρυση κοινής επιχείρησης που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας. 2. Η απόσχιση ή απόσπαση κλάδου ή κλάδων επιχειρήσεων. 3. Η μόνιμη μεταβολή ελέγχου από τη συγχώνευση με οποιονδήποτε τρόπο δύο ή περισσότερων προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων. 4. Η μόνιμη μεταβολή ελέγχου από την απόκτηση από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη τουλάχιστον μια επιχείρηση ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα του ελέγχου του συνόλου ή τμημάτων μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων με σύμβαση, με την αγορά τίτλων ή στοιχείων του ενεργητικού ή άλλον τρόπο.
Γ) Κρατικές Ενισχύσεις Κρατική στήριξη επιχειρήσεων (κρατικές ενισχύσεις) Οι εθνικές αρχές χρησιμοποιούν μερικές φορές δημόσιους πόρους για την ενίσχυση τοπικών κλάδων ή επιχειρήσεων, παρέχοντάς τους αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η πρακτική αυτή προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού και του εμπορίου. Στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να αποτρέψει αυτή την κατάσταση, επιτρέποντας κρατικές ενισχύσεις μόνον εάν είναι πραγματικά για το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον, δηλαδή αν στοχεύουν να ωφελήσουν συνολικά την κοινωνία ή την οικονομία. Περισσότερες πληροφορίες για τον ρόλο της Επιτροπής όσον αφορά εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις περιέχονται στο άρθρο 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ.
Κατ αρχάς, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει τα εξής: Έχουν χορηγήσει οι κρατικές αρχές ενίσχυση; (π.χ. υπό μορφή επιχορηγήσεων, επιδότησης επιτοκίου, απαλλαγής από άμεσους ή έμμεσους φόρους, εγγυήσεων, κρατικής συμμετοχής σε εταιρείες, παροχής αγαθών και υπηρεσιών με προτιμησιακούς όρους, κ.λπ.) Μπορεί η ενίσχυση αυτή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών; (οι ενισχύσεις ύψους κάτω των 200.000 ευρώ που χορηγούνται σε διάστημα τριών ετών θεωρείται ότι δεν επηρεάζουν το εμπόριο στην ΕΕ.) Είναι η ενίσχυση επιλεκτική; δηλαδή, παρέχει πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, βιομηχανικούς κλάδους ή επιχειρήσεις σε συγκεκριμένες περιοχές; Για παράδειγμα, τα γενικά φορολογικά μέτρα και η νομοθεσία για την απασχόληση δεν συνιστούν επιλεκτική στήριξη δεδομένου ότι ισχύουν για όλους. Έχει προκληθεί στρέβλωση του ανταγωνισμού ή προβλέπεται να προκληθεί στο μέλλον;
Η ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΎ ΤΗΣ Ε.Ε. ΚΑΙ Η ΣΧΈΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΆΧΡΗΣΗ ΔΕΣΠΌΖΟΥΣΑΣ ΘΈΣΗΣ Δ) Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης Μια επιχείρηση που βρίσκεται σε θέση ισχύος σε μια συγκεκριμένη αγορά μπορεί να βλάψει τον ανταγωνισμό. Το να βρίσκεται μια επιχείρηση σε θέση ισχύος δεν βλάπτει από μόνο του τον ανταγωνισμό, αλλά αν εκμεταλλεύεται το γεγονός αυτό για να εξαλείψει τον ανταγωνισμό, τότε μιλάμε για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της.
Ο αντικειμενικός σκοπός μιας επιχείρησης, που δραστηριοποιείται σ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, είναι η επίτευξη του κέρδους και η ενίσχυση της θέσης της στη σχετική αγορά. Όταν μια επιχείρηση κατέχει μια θέση τέτοιας οικονομικής δύναμης που την καθιστά ικανή να επηρεάσει τον ανταγωνισμό, στην αγορά ενός συγκεκριμένου προϊόντος, τότε για τους νομικούς η εταιρεία αυτή κατέχει δεσπόζουσα θέση ενώ για τους οικονομολόγους διαθέτει μονοπωλιακή δύναμη. Δεσπόζουσα θέση ή μονοπωλιακή δύναμη ορίζεται η ικανότητα μιας οικονομικής μονάδας, να ενεργεί ανεξάρτητα απ τους ανταγωνιστές, τους πελάτες της και εν τέλει απ τους καταναλωτές. Η επιθετική συμπεριφορά της επιχείρησης, όπως αναμένεται, οδηγεί πολλές φορές στην οικονομική καταστροφή των αντιπάλων και στον αποκλεισμό τους απ την αγορά. Η ικανότητα της επιχείρησης να «εξοντώνει» αντιπάλους ονομάζεται «δύναμη αποκλεισμού» (power to exclude) και δεν είναι η μόνη που κατέχει μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση.
Διαδικασία διαπίστωσης δεσπόζουσας θέσης Παραδοσιακά, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Επιτροπή χρησιμοποιούν μια δέσμη παραγόντων μέσω των οποίων καταλήγουν στην ύπαρξη ή όχι δεσπόζουσας θέσης σε μια αγορά. Αν οι παράγοντες αυτοί εξεταστούν μεμονωμένα, χάνουν συχνά τη σημαντικότητά τους. Θα πρέπει λοιπόν να εξετάζονται σωρευτικά40 - εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων και αποτελούν κατά κανόνα ενδείξεις και όχι αποδείξεις. Αναλυτικότερα, η δεσπόζουσα θέση μιας επιχείρησης «κρύβεται» συνήθως πίσω από Α) Το μερίδιο αγοράς της επιχείρησης και των ανταγωνιστών της Ένα μεγάλο μερίδιο αγοράς αποτελεί τη σημαντικότερη ένδειξη παρουσίας δεσπόζουσας θέσης. Είναι αυτό που παρέχει συχνά πολύτιμες πληροφορίες για το χαρακτήρα της αγοράς και το είδος του ανταγωνισμού που τη διέπει Απ την άλλη, όταν το μερίδιο μιας επιχείρησης στη σχετική αγορά, είναι πολύ μεγάλο (της τάξεως του 80% και άνω καταλαβαίνουμε ότι μιλάμε για μια μονοπωλιακή (σχεδόν) αγορά ενώ η δεσπόζουσα θέση της επιχείρησης σε αυτή την περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητη. Απαραίτητο στοιχείο μιας τέτοιας διαπίστωσης, είναι η κατοχή αυτού του μεριδίου να διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα
Στον αντίποδα, όταν η φύση της αγοράς ακολουθεί τους κανόνες του ολιγοπωλίου, τότε τα ποσοστά της τάξεως του 40-50%, που κατέχει η επιχείρηση που εξετάζουμε, δεν αποτελούν επαρκή ένδειξη ΔΘ. Επί παραδείγματι, αν σε μια ολιγοπωλιακή αγορά δραστηριοποιούνται τρεις επιχειρήσεις με ποσοστά 40%, 25% και 35% αντίστοιχα, τότε καμία από αυτές δεν είναι σε θέση να υιοθετεί συμπεριφορά ηγετικής επιχείρησης και να αντιδρά χωρίς να λογαριάζει τις κινήσεις των ανταγωνιστών της. Σ αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να «στρατολογηθούν» και τα υπόλοιπα κριτήρια για να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Είναι βέβαια πολύ πιθανό, σε μια εταιρεία με ποσοστά 40 50%, να της αναγνωρίζεται ο ηγετικός ρόλος στην αγορά που δραστηριοποιείται, εφόσον το υπόλοιπο τμήμα της είναι κατακερματισμένο στους ανταγωνιστές της και έτσι κανένας από αυτούς δεν κατέχει μερίδιο ικανό να απειλήσει την κυριαρχία της επιχείρησης. Επιπροσθέτως, εταιρείες με μερίδιο αγοράς μέχρι 25%, είναι απίθανο να απολαμβάνουν καθεστώς (ατομικής) δεσπόζουσας θέσης σε οποιαδήποτε περίπτωση.
Η δεσπόζουσα θέση που μπορεί να απολαμβάνει μια εταιρεία, στοιχειοθετείται από μια σειρά κριτήριων όπως: η οικονομική δύναμη και το μερίδιο της αγοράς που η εταιρεία κατέχει Τα εμπόδια εισόδου στην αγορά η εύκολη πρόσβαση σε πρώτες ύλες η κατοχή ευρεσιτεχνιών βιομηχανικών και πνευματικών δικαιωμάτων και πολλά άλλα. Φυσικά, κανένα από αυτά δεν έχει τη δύναμη αυτόνομα να προσδώσει τον τίτλο της δεσπόζουσας σε μια επιχείρηση. Χρειάζεται ένα ικανός συνδυασμός παραγόντων για να καταλήξουμε με σιγουριά στην υπεροχή της. Η κατοχή μιας τέτοιας δύναμης δεν συνεπάγεται αυτομάτως και την καταχρηστική της εκμετάλλευση. Η δεσπόζουσα επιχείρηση είναι επιφορτισμένη με την ειδική ευθύνη, οι πράξεις της από την εκμετάλλευση των προνομίων της υπεροχής της, να μην στρεβλώνουν το ανταγωνισμό και βλάπτουν την ευημερία των καταναλωτών.
Β) ΕΜΠΌΔΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΙΣΌΔΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΆ Πιο συγκεκριμένα, εμπόδια εισόδου, είναι οι παράγοντες εκείνοι που κάνουν την είσοδο σε μια αγορά αδύνατη ή δυσκολότερη και μη επικερδή για νέους ανταγωνιστές ενώ επιτρέπουν στις υπάρχουσες επιχειρήσεις να χρεώνουν με τιμές υψηλότερες απ τις ανταγωνιστικές ενώ εμπόδια επέκτασης ονομάζουμε αυτά που αποτρέπουν μια υπάρχουσα στη σχετική αγορά επιχείρηση, να αυξάνει γρήγορα και με χαμηλό κόστος, την παραγωγή της. Για μια νέο-εισελθείσα επιχείρηση, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει ποιες δυσκολίες και τι εμπόδια θα αντιμετωπίσει. Είναι όμως εξίσου σημαντικό και για τις αρχές του ανταγωνισμού αφού τα εμπόδια εισόδου και επέκτασης παρέχουν πολύτιμη βοήθεια στην αξιολόγηση μιας πιθανής δεσπόζουσας θέσης. Εάν τα εμπόδια, που αντιμετωπίζουν οι ανταγωνιστές και οι πιθανοί νέοι «παίκτες» αντίστοιχα, δεν είναι ισχυρά, τότε η δεσπόζουσα θέση μιας επιχείρησης τίθεται υπό αμφισβήτηση
Το εύρος και η διαφοροποίηση των προϊόντων της επιχείρησης (brand names σήματα φήμης) Το τεχνολογικό κεφάλαιο Το οργανωμένο σύστημα διανομής και πώλησης των προϊόντων Διάφορα νομικά εμπόδια όπως τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, φορολογικά εμπόδια και άλλα Οι οικονομίες κλίμακας Η προνομιακή πρόσβαση σε πρώτες ύλες Η εδραιωμένη θέση μιας επιχείρησης στην αγορά Υψηλά κόστη Άλλα στρατηγικά εμπόδια εισόδου.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΎ ΤΗΣ Ε.Ε. ΚΑΙ Η ΣΧΈΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΆΧΡΗΣΗ ΔΕΣΠΌΖΟΥΣΑΣ ΘΈΣΗΣ Οι δυο έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους καθώς η πολιτική ανταγωνισμού που εφαρμόζει η Ε.Ε. καθορίζει εάν μια πράξη μιας επιχείρησης οδηγεί ή όχι σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης Το άρθρο 82 της Συνθήκης των Ευρωπα κών Κοινοτήτων ασχολείται με την καταχρηστική συμπεριφορά που ενδέχεται να παρουσιάσει μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην αγορά
Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, μια επιχείρηση: Α) χρεώνει παράλογα υψηλές τιμές Β) αποσπά πελάτες από μικρούς ανταγωνιστές της εφαρμόζοντας τεχνητά χαμηλές τιμές τις οποίες δεν μπορούν αυτοί να ανταγωνιστούν Γ) δημιουργεί εμπόδια στους ανταγωνιστές της στη συγκεκριμένη ή σε άλλη σχετική αγορά, αναγκάζοντας τους καταναλωτές να αγοράζουν προϊόν που συνδέεται τεχνητά με άλλο δημοφιλέστερο, μεγάλης ζήτησης προϊόν Δ) αρνείται να προμηθεύει ορισμένους πελάτες ή προσφέρει ειδικές εκπτώσεις σε πελάτες που αγοράζουν όλες ή τις περισσότερες προμήθειές τους από τη συγκεκριμένη επιχείρηση Ε) εξαρτά την πώληση συγκεκριμένου προϊόντος από την πώληση ενός άλλου προϊόντος
Η ΔΕΣΠΌΖΟΥΣΑ ΘΈΣΗ Η δεσπόζουσα θέση μιας επιχείρησης (ή δεσποζουσών επιχειρήσεων) ορίζεται: ως η ικανότητα να ελέγχουν μια σχετική αγορά για ένα συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσίες, ή ομάδα αγαθών και υπηρεσιών (UNCTD 2007) ως η οικονομική δύναμη που δίνει την ικανότητα να συμπεριφέρονται ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, πελάτες και τελικά τους καταναλωτές (United Brands Case) Για να ορίσουμε την δεσπόζουσα θέση πρέπει να ορίσουμε πρώτα την σχετική αγορά. Η σχετική αγορά συντίθεται από τη: σχετική αγορά του προϊόντος σχετική γεωγραφική αγορά
H ΚΑΤΆΧΡΗΣΗ ΔΕΣΠΌΖΟΥΣΑΣ ΘΈΣΗΣ Η έννοια της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης μπορεί να χωριστεί σε δυο μέρη: Την καταχρηστική εκμετάλλευση (exploitative abuse): η οποία αναφέρεται σε οποιαδήποτε συμπεριφορά που προκαλεί «βλάβη» στους πελάτες της δεσπόζουσας επιχείρησης ή επιχειρήσεων Και την κατάχρηση συμπεριφοράς αποκλεισμού (exclusionary abuse) η οποία αναφέρεται σε οποιαδήποτε πρακτική η οποία οδηγεί σε αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά
Μερικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της δεσπόζουσας θέσης είναι: μερίδια αγοράς από 50% και άνω εμπόδια εισόδου σε εταιρίες του ανταγωνισμού ανυπαρξία εναλλακτικού ανταγωνισμού και άλλα
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ Α) Υπόθεση Hilti 199 [C-53/92 P] Η εταιρεία Hilti, με έδρα το Λουξεμβούργο, δραστηριοποιείτο στην κατασκευή διαφόρων προϊόντων για τη στερέωση υλικών: πιστόλια καρφώματος, δεσμίδες φυσιγγίων, φυσίγγια και καρφιά. Η Hilti που τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατείχε δεσπόζουσα θέση στην σχετική αγορά της ΕΕ, παρείχε έκδηλη προστασία στα δικά της προϊόντα μολονότι στην ίδια αγορά δρούσαν και άλλες εταιρείες αφού αρνιόταν να πωλήσει πιστόλια καρφώματος χωρίς καρφιά της δικιά της εταιρείας. Η συμπεριφορά αυτή προέτρεψε: δύο ανταγωνιστικές εταιρείες της, την Eurofix και την Bauco να καταφύγουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατηγορώντας την για υιοθέτηση καταχρηστικών πρακτικών που ανέστελλαν την ικανότητα τους να ανταγωνίζονται στην αγορά συμβατών με αυτά της Hilti. Οι εν λόγω πρακτικές περιελάμβαναν: την πώληση υπό όρους (δηλαδή η αγορά πιστολιού καρφώματος θα έπρεπε να συνοδεύεται και από τα καρφιά της εταιρείας, πολιτική tying and bundling δηλαδή), την άρνηση παροχής εγγυήσεων για την ποιότητα των προϊόντων της, εάν ο καταναλωτής χρησιμοποιούσε καρφιά άλλης εταιρείας.
Επιπροσθέτως, αντιδρούσε στην πώληση προϊόντων εφόσον ο πελάτης ανέπτυσσε εμπορικές σχέσεις με ανταγωνιστή ή είχε την πρόθεση να μεταπωλήσει τα προϊόντα της ή ακόμα απειλούσε και με ανάκληση της άδειας εμπορίας που είχε παραχωρήσει στους αντιπροσώπους της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που διαπίστωσε ότι η Hilti ήταν κυρίαρχη σε τρεις αγορές απεφάνθη ότι: «Αυτές οι πολιτικές, στερούν απ τους καταναλωτές από εναλλακτικές πηγές προμήθειας αγαθών και σαν τέτοιες καταχρηστικά τους εκμεταλλεύονται. Επιπροσθέτως, αυτές οι πολιτικές έχουν ένα αποτέλεσμα τον αποκλεισμό αντίπαλων εταιρειών που είναι σε θέση να απειλήσουν την δεσπόζουσα θέση της». Η εταιρεία αντέτεινε ότι οι πολιτικές της, στόχευαν την υπεράσπιση της ποιότητας και της ασφάλειας των προϊόντων της, χωρίς όμως να πείσουν ούτε την Επιτροπή αλλά ούτε και το Πρωτοδικείο που ενστερνίστηκε την απόφαση και τα συμπεράσματα της ΕΕ. Με την επίδικη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβλήθηκε στη Hilti πρόστιμο έξι εκατομμυρίων ECU καθώς και η υποχρέωση τερματισμού των παραβάσεων
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ Β) ΜΕΛΈΤΗ ΠΕΡΊΠΤΩΣΗΣ : AKZO CHEMIE BV (ΑΚΖΟ) Η ΑΚΖΟ αποτελεί μέρος της πολυεθνικής ΑΚΖΟ NV η οποία ασχολείται με την παράγωγη χημικών και ινών με έδρα στο Άμστερνταμ Η Δομή της Αγοράς Η αγορά αποτελείται μόνο από τα οργανικά υπεροξείδια καθώς δεν υπάρχουν υποκατάστατα Ανταγωνιστές H ECS H Diaflex (Ikast, Denmark) H τιμολογιακή πολιτική της ΑΚΖΟ Η οποία αύξανε 10% κάθε χρόνο τις τιμές όμως από το 1980 μέχρι το 1985 υιοθέτησε μια επιθετική πολιτική με σκοπό να εξαλείψει τον ανταγωνισμό των άλλων δυο. Η καταγγελία της ECS στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή H οποία έγινε στις 15 Ιουνίου του 1982 με το σκεπτικό ότι η ΑΚΖΟ καταχράστηκε την δεσπόζουσα θέση της
Η ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΏΝ ΚΟΙΝΟΤΉΤΩΝ
Μέσα από την υπόθεση καθορίστηκε ότι: Μερίδια Αγοράς άνω του 50% (μπορεί να θεωρηθούν ως παράγοντες προσδιορισμού της δεσπόζουσας θέσης) Τιμές κάτω από το AVC πρέπει να θεωρούνται καταχρηστικές Τιμές κάτω από το ΑFC και πάνω από το AVC πρέπει να θεωρούνται καταχρηστικές μονό αν χρησιμοποιούνται για την εξάλειψη του ανταγωνισμού Όμως από την άλλη πλευρά Η νομολογία για τις τιμές είναι ανεπαρκής Η κατηγοριοποίηση του κόστους σε κυμαινόμενο και σταθερό είναι προβληματική
Γ) ΜΕΛΈΤΗ ΠΕΡΊΠΤΩΣΗΣ : MANUFACTURE FRANÇAISE DE PNEUMATIQUES MICHELIN ( MICHELIN FRANCE) Η Michelin France αποτελεί θυγατρική του ομίλου Michelin που ασχολείται με την παραγωγή διάφορων τύπων ελαστικών Η Δομή της Αγοράς: Αποτελείται από τα καινούργια και αναγομωμένα ελαστικά για φορτηγά και λεωφορεία τα οποία δεν είναι υποκατάστατα μεταξύ τους. Κατείχε άνω του 50% της αγοράς Ανταγωνιστές Continental 17,1% (1995) Goodyear 13,3 (1995) και άλλοι με πολύ μικρά μερίδια αγοράς Η Εμπορική Πολιτική της Michelin Από το 1980 μέχρι το 1999 αναφέρεται σε συμβάσεις, και σε γενικούς ορούς πωλήσεων για τους πωλητές ελαστικών στην Γάλλια Η ερευνά έγινε αυτεπάγγελτα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 29 Ιουνίου του 1999
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η πολιτική ανταγωνισμού της Ε.Ε. έχει ως στόχο να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργιά του ανταγωνισμού και τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό στην κοινή αγορά και ως σκοπό να εξασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις και τα κράτη μέλη δεν θα εφαρμόσουν μη ανταγωνιστικές πρακτικές που θα διαστρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά Αναφορικά με την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης βλέπουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καθορίσει ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάλυσης της κάθε περίπτωσης και προτείνει σε κάθε περίπτωση μέτρα αντιμετώπισης των παραβάσεων με σκοπό να αποτρέψει την επανάληψη καταχρηστικών πρακτικών και υιοθέτησης άλλων επιχειρήσεων καταχρηστικών πρακτικών