Το κύριο εκκριτικό προιόν του θυρεοειδούς, η Τ4, υπόκειται σε μια πολύπλοκη



Σχετικά έγγραφα
Dr ΣΑΡΡΗΣ Ι. - αµ. επ. καθηγ. ΑΒΡΑΜΙ ΗΣ Α. ενδοκρινολόγοι. gr

Υποκατάσταση με θυροξίνη: αλληλεπιδράσεις με άλλα συγχορηγούμενα φάρμακα

gr

gr

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ. Φαρμακα. Θυροξίνη (Τ 4 ), Τριιωδοθυρονίνη (Τ 3 ) Αντιθυρεοειδικά

ΘΤΡΕΟΕΙΔΙΚΑ ΥΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑ ΓΙΩΡΓΟ ΜΙΙΦΡΟΝΗ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΟ ΚΕΝΣΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ

Γ.Ν.Θ. Ιπποκράτειο «Ενδοκρινολογική Κλινική» Διευθύντρια: Dr. Μαρίνα Κήτα Εργαστηριακοί προσδιορισμοί θυρεοειδικής λειτουργίας

Συστήματα επικοινωνίας Ανθρωπίνου σώματος. ενδοκρινολογικό νευρικό σύστημα

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΜΗ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ

ΟΙ ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΕΩΣ

Φυσιολογία ΙΙ Ενότητα 2:

Επίδραση φαρµάκων στη θυρεοειδική λειτουργία και µεταβολισµό θυρεοειδικών ορµονών

Φαρμακοκινητική. Χρυσάνθη Σαρδέλη

Βασικές Αρχές Ενδοκρινολογίας

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΙΑΜΟΥΡΤΑΣ, Ph.D., C.S.C.S

Κεφάλαιο 3 ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ

Ανακεφαλαιώνοντας, οι διάφορες ρυθµίσεις ώστε να µη γίνεται ταυτόχρονα και βιοσύνθεση και β-οξείδωση είναι οι ακόλουθες: Ηγλυκαγόνηκαιηεπινεφρίνη


Θυρεοειδής αδένας. Ο θυρεοειδής αδένας εκκρίνει Τ3 & Τ4, υπό τον έλεγχο του υποθαλάµου & της υπόφυσης

Τελικό κείμενο της Μελέτης. Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών: Διατροφή και Υγεία

ΑΥΞΗΤΙΚΗ ΟΡΜΟΝΗ, ΙΝΣΟΥΛΙΝΟΜΙΜΗΤΙΚΟΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ-Ι ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ

ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ.ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ

11. ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ. Οι ρυθμιστές του οργανισμού

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΔΙΕΓΕΡΣΗΣ ΜΕ ACTH

Αναλογία των ιωδιωμένων ενώσεων στο φυσιολογικό θυρεοειδή στον άνθρωπο. 23% ΜΙΤ 33% DIT 35% T 4 7% T 3 ίχνη RT 3

Φλοιοτρόπος ορμόνη ή Κορτικοτροπίνη (ACTH) και συγγενή πεπτίδια

ΕΡΑΣΜΕΙΟΣ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

35. ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΤΩΝ ΟΓΚΩΝ

Εφαρμοσμένη Διατροφική Ιατρική

ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ (ΑΜΦ) ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ: Hb, είναι τετραμερής πρωτείνη. ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ ΑΠΟ Τ <=> R

Παιδιά με διαβήτη. Παρά την καλή θρέψη γινόταν προοδευτικά πιο αδύναμα και καχεκτικά Ήταν ευπαθή στις λοιμώξεις Πέθαιναν από κατακλυσμιαία οξέωση

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Πεδίο Εφαρμογής. Πρόληψη και Παράγοντες Κινδύνου

Θυρεοειδής και τρίτη ηλικία

ΛΙΠΙΔΙΑ - ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ. ΛΙΠΙΔΙΑ Τι είναι; - Λειτουργίες. Η. ΜΥΛΩΝΗΣ Κλινική Χημεια Λιπίδια-Λιποπρωτεϊνες - May 12, 2015 ΛΙΠΙΔΙΑ - ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ

Μεταβολικές ανάγκες ανοσοκυττάρων

Θυρεοειδής αδένας. 8/5/18 Ε. Παρασκευά, Εργ. Φυσιολογίας, Τµήµα Ιατρικής Π.Θ.

Κεφαλαίο 3 ο. Μεταβολισμός. Ενέργεια και οργανισμοί

11.1. Αποικοδόμηση των αμινοξέων Πρωτεολυτικά ένζυμα

ΠΩΣ ΕΠΙΔΡΑ Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Η φαινυλκετονουρία,γνωστή και ως PKU έχει αναγνωριστει για πρώτη φορά από τον γιατρό Asbjørn Følling στη Νορβηγία το Η φαινυλκετονουρία (PKU)

ΛΙΠΩΔΗΣ ΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΔΟΘΗΛΙΟ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΧΕΣΗ. Κ. ΜΑΚΕΔΟΥ, Ιατρός Βιοπαθολόγος

Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία.

11. ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

Συντάχθηκε απο τον/την ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΙΡΗΣ Παρασκευή, 30 Σεπτέμβριος :08 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 02 Μάρτιος :48

Φυσιολογία θυρεοειδούς στην εγκυµοσύνη

Κεφάλαιο 7 - Ένζυμα, οι μηχανισμοί της ζωής

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΝΗΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΡΑΦΕΝΤΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ Tον ανθρώπινο µεταβολισµό το χαρακτηρίζουν δύο στάδια. Tοπρώτοείναιηκατάστασητουοργανισµούµετά

Βασικές Αρχές Φαρμακοκινητικής

3.1 ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

Ενδοκρινής Μοίρα του Παγκρέατος. 21/5/18 Ε. Παρασκευά, Εργ. Φυσιολογίας, Τµήµα Ιατρικής Π.Θ.


Νεφρική ρύθμιση όγκου αίματος και εξωκυτταρίου υγρού. Βασίλης Φιλιόπουλος Νεφρολόγος Γ.Ν.Α «Λαϊκό»

ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΟΔΥΝΑΜΙΚΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ 3.1 ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

Υποκλινικές θυρεοειδικές παθήσεις και οστεοπόρωση. Δήμητρα Ζιάννη, Ενδοκρινολόγος

Μέρος Ι Υπερβολικό άγχος;

Θυρεοειδική λειτουργία και αµιοδαρόνη

ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ

Κεφάλαιο 7 ο ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ - ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΙ ΜΑΡΙΑ ΣΗΦΑΚΗ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΜΟΝΑΔΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Β'ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Θ.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΕΝΔΟΚΡΙΝΩΝ ΑΔΕΝΩΝ. Εμμ. Μ. Καραβιτάκης Παιδίατρος

Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη διάγνωση και παρακολούθηση διαταραχών λειτουργίας του θυρεοειδούς σε ενήλικες

ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ. Φατούρος Ιωάννης Αναπληρωτής Καθηγητής

Οζώδης βρογχοκήλη και κύηση

«ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΕ ΟΜΑΔΑ ΥΠΟΚΛΙΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΘΥΡΟΞΙΝΗΣ»

3 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Μεταβολισμός του κυττάρου

Φυσιολογία ΙΙ Ενότητα 2:

Υπεργλυκαιμία λόγω χρήσης Γλυκοκορτικοειδών. Μαρινέλλα Κυριακίδου Χειμώνα Ενδοκρινολόγος 24 ο Ετήσιο Συνέδριο ΔΕΒΕ Νοέμβριος 2010

Aντώνης Εμμανουηλίδης Βασίλης Κεκρίδης Χριστίνα Σπηλιωτοπούλου

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕς ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΚΕΣ

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ Καταβολισμός Αναβολισμός

Αύξηση & Ανάπτυξη. Υπερπλασία: αύξηση του αριθµού των κυττάρων & Υπερτροφία : αύξηση του µεγέθους των κυττάρων

Εφαρμογές αρχών φαρμακολογίας

Σιωπηλή και µετά τοκετό θυρεοείτιδα

Ο ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ ΑΔΕΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΟΛΑΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ (ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α.Π.Θ

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ

Τα γεγονότα γονιδιωματικού αναδιπλασιασμού στην εξέλιξη. Whole genome

KΕΦΑΛΑΙΟ 3ο Μεταβολισμός. Ενότητα 3.1: Ενέργεια και Οργανισμοί Ενότητα 3.2: Ένζυμα - Βιολογικοί Καταλύτες

Νεφρική ρύθμιση Καλίου, Ασβεστίου, Φωσφόρου και Μαγνησίου. Βασίλης Φιλιόπουλος Νεφρολόγος Γ.Ν.Α «Λαϊκό»

Ηλίας Ηλιόπουλος Εργαστήριο Γενετικής, Τµήµα Γεωπονικής Βιοτεχνολογίας, Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών

Κεφάλαιο 15 (Ιατρική Γενετική) Προγεννητική διάγνωση

και χρειάζεται μέσα στο ρύθμιση εναρμόνιση των διαφόρων ενζυμικών δραστηριοτήτων. ενζύμων κύτταρο τρόπους

ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΑ ΚΟΡΤΙΖΟΛΗ

Ενδοκρινοπάθειες. Μ.Αλεβιζάκη Β.Βασιλείου Λ.Ζαπάντη Ε. Κασσή Α.Πολυμέρης Κ.Σαλτίκη Κ.Στεφανάκη

Διαταραχές των αιμοσφαιρινών Συνηθέστερη μονογονιδιακή διαταραχή στους ανθρώπους Το 5% του πληθυσμού είναι φορείς γονιδίων για κλινικώς σημαντικές

ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟΥ Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων Τ.Ε.Ι. Αθήνας

ΟΙ ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΕΩΣ

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων

ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΕ ΔΙΑΣΑΡΑΧΕ ΘΤΡΕΟΕΙΔΟΤ

Επίδραση και άλλων παραγόντων στην Αλλοστερική συμπεριφορά της Αιμοσφαιρίνης

Γεννητικά όργανα. Εγκέφαλος

Τα αμινοξέα ωστόσω επιτελούν πολλαπλούς ρόλους πέρα της συμμετοχής τους στη διάπλαση του μιυκού συστήματος. Συγκεκριμένα τα αμινοξέα:

1. Να οξειδωθούν και να παράγουν ενέργεια. (ΚΑΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ)

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΕΡΙΩΝ ΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΙΣΤΟΥΣ

Transcript:

03 Περιφερικός µεταβολισµός θυρεοειδικών ορµονών Δ. ΖΙΑΝΝΗ Ενδοκρινολόγος Το κύριο εκκριτικό προιόν του θυρεοειδούς, η Τ4, υπόκειται σε μια πολύπλοκη σειρά μεταβολικών τροποποιήσεων στους περιφερικούς ιστούς που άλλοτε καταλήγουν σε παράγωγα με αυξημένη συγγένεια προς τους υποδοχείς κι ως εκ τούτου αυξημένη βιολογική δραστικότητα, όπως η 5 -αποιωδίωση της Τ4 προς Τ3 ή η αποκαρβοξυλίωση και απαμίνωση της Τ3 προς Triac κι άλλοτε σε παράγωγα μάλλον αδρανή, όπως η 5-αποιωδίωση της Τ4 προς rt3 η η αντικατάσταση της υδροξυλομάδας του φαινολικού δακτυλίου με θειομάδες ή γλυκουρονίδια. Οι ενζυματικές αυτές τροποποιήσεις όχι μόνο δεν αποκλείουν η μία την άλλη, αλλά μπορούν να καταστήσουν μια ιωδοθυρονίνη προσφορότερο υπόστρωμα για περαιτέρω μετατροπή. Το 80% της Τ4 που παράγεται καθημερινά μεταβολίζεται με αποιωδίωση στις θέσεις 5 ή 5 (εικόνα 1). Εικόνα 1. Μεταβολισµός των θυρεοειδικών ορµονών (St. Germain DL, Galton VA: The deiodinase family of selenoproteins. Thyroid 7:655-658, 1997) -41-

ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ: 14ΟΣ ΚΥΚΛΟΣ - ΘΥΡΕΟ ΕΙΔΗΣ ΑΠΟΪΩΔΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΪΔΩΔΙΝΑΣΕΣ Η σημασία της αποιωδίωσης αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά πριν από 50 χρόνια από τους Gross και Pitt-Rivers και αποδείχθηκε λίγο αργότερα από τον Braverman ο οποίος έδειξε την παρουσία Τ3 στον ορό αθυρεοτικών ατόμων που είχαν λάβει Τ4. Στα σπονδυλωτά παρατηρούνται τρεις ισομορφές αποιωδινασών, οι D1, D2 και D3 (πίνακας 1). Πρόκειται ουσιαστικά για οξειδοαναγωγάσες με αξιοσημείωτη ειδικότητα ως προς το υπόστρωμα και την ακριβή θέση του ατόμου ιωδίου που αφαιρείται. Η D1 έχει την μοναδική ιδιότητα να καταλύει τόσο 5 - όσο και 5- αποιωδίωση. Αντίθετα με την rt3 που αποιωδιώνεται αποτελεσματικά στη θέση 5 από την D1, οι Τ4 και Τ3 αποτελούν ακατάλληλο υπόστρωμα για το συγκεκριμένο ένζυμο, εκτός κι αν έχουν συνδεθεί με θειομάδες. Η D2 καταλύει αποκλειστικά 5 - αποιωδίωση και μετατρέπει αποτελεσματικά την Τ4 σε Τ3. Η D3 καταλύει αποκλειστικά 5- αποιωδίωση και μετατρέπει Τ4 και Τ3 σε αδρανείς μεταβολίτες. Το σύστημα συνενζύμων που υποστηρίζει την αποιωδίωση στα κύτταρα in vivo παραμένει άγνωστο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αποιωδινασών αποτελεί η διαφορετική έκφρασή τους στους διάφορους ιστούς. Ο εγκέφαλος αποτελεί τον μόνο ιστό που εκφράζει και τις τρεις αποιωδινάσες, σε διαφορετικές περιοχές και διαφορετικούς τύπους κυττάρων την καθεμιά: D2 στα κύτταρα της γλοίας κυρίως, ενώ D1 στους νευρώνες. Και τα τρία ένζυμα έχουν μάζα 29-32kDa περίπου, λειτουργούν ως ομοδιμερή και είναι σεληνοπρωτείνες, φέρουν δηλαδή σεληνοκυστείνη ως δραστική ομάδα στον καταλυτικό τους θύλακο που φαίνεται ότι βρίσκεται ενδοκυττάρια. Η γενετική τους δομή είναι σχετικά απλή, ενώ η μεταγραφή της D3 γίνεται από το πατρικό αλλήλιο κατά το πρότυπο των σημαντικών για την εμβρυική ανάπτυξη γονιδίων. Με βάση δεδομένα από Knockout ποντίκια η D2 είναι ιδιαίτερα σημαντική για την λειτουργία των θυρεοτρόπων της υπόφυσης (feedback). Η D1 δρα ως ένζυμο περισυλλέκτης που προφυλάσσει από τη συσσώρευση μικρότερων ιωδοθυρονινών και θειωμένων παραγώγων, ενώ η D3 είναι απαραίτητη για την φυσιολογική ωρίμανση του θυρεοειδικού άξονα. Δεν έχουν αναφερθεί γνωστές μεταλλάξεις των γονιδίων των αποιωδινασών στον άνθρωπο. Η δράση των ενζύμων αυτών ρυθμίζεται από ορμόνες, αυξητικούς, περιβαλλοντικούς και διατροφικούς παράγοντες, με σημαντικότερο μακράν τις ίδιες τις θυρεοειδικές ορμόνες. -42-

Δ. ΖΙΑΝΝΗ: ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ Πίνακας 1. Χαρακτηριστικά των αποιωδινασών ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΟΔΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ Οι ιωδοθυρονίνες μεταβολίζονται και με άλλους πέραν της αποιωδίωσης τρόπους. Ποσοτικά, ο δεύτερος σημαντικότερος είναι η σύζευξη της υδροξυλομάδας του φαινολικού δακτυλίου με θειομάδες ή γλυκουρονίδια που αποτελεί αδρανοποιητική αντίδραση. Η απαμίνωση των Τ4 και Τ3 προς Tetrac και Triac αντίστοιχα συμβαίνει σε περιορισμένο βαθμό στον άνθρωπο. Η in vitro βιολογική δραστικότητα του Triac ωστόσο είναι αντίστοιχη της Τ3. -43-

ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ: 14ΟΣ ΚΥΚΛΟΣ - ΘΥΡΕΟ ΕΙΔΗΣ ΕΝΔΟΚΥΤΤΑΡΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ Τα τελευταία χρόνια έχουν εντοπισθεί διάφορες πρωτείνες- μεταφορείς που φαίνεται ότι εμπλέκονται στην είσοδο των θυρεοειδικών ορμονών στα κύτταρα. Οι κυριότερες είναι μέλη των οικογενειών OATP (πολυπεπτίδια μεταφορείς οργανικών ανιόντων) και MCT (μεταφορείς μονοκαρβοξυλικών). Μεταλλάξεις του MTC8 μεταφορέα σχετίζονται με φυλοσύνδετο τρόπο με ψυχοκινητική καθυστέρηση (σύνδρομο Allan-Herndon-Dudley). ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ Διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας Η Τ3 τείνει να διατηρείται σε φυσιολογικά επίπεδα σε καταστάσεις ήπιου υποθυρεοειδισμού παρά την επακόλουθη υποθυροξιναιμία. Γι αυτό φαίνεται ότι ευθύνονται η σχετική αύξηση της εκκρινόμενης από τον θυρεοειδή Τ3 λόγω διέγερσης των D1 και D2 από την TSH, η αύξηση της περιφερικής μετατροπής Τ4 σε Τ3 λόγω αύξησης της δραστικότητας της D2 και η ελάττωση της μεταβολικής κάθαρσης της Τ3 λόγω ελάττωσης της δραστικότητας των D3 και D1 περιφερικά. Στον υπερθυρεοειδισμό της νόσου Graves η δραστικότητα της D1 αυξάνεται σημαντικά τόσο στον θυρεοειδή ως αποτέλεσμα της δράσης των TSI, όσο και στους περιφερικούς ιστούς όπου τείνει να αντιρροπήσει το βαθμό της θυρεοτοξίκωσης μέσω της αδρανοποιητικής 5-αποιωδιωτικής δράσης. Ωστόσο, παρά την εγγενή αδυναμία του ενζύμου για μετατροπή της Τ4 σε Τ3 σε φυσιολογικές συνθήκες, φαίνεται ότι αποτελεί την κύρια πηγή κυκλοφορούσας Τ3 σε καταστάσεις υπερθυρεοειδισμού. Σε ιστούς όπως ο εγκέφαλος όπου η δράση των θυρεοειδικών ορμονών είναι ιδιαίτερα σημαντική, οι μεταβολές στη δραστικότητα των D2 και D3 που παρατηρούνται στον υπο- και υπερθυρεοειδισμό παρέχουν έναν πρόσθετο μηχανισμό ρύθμισης σε κυτταρικό επίπεδο. Εμβρυική ανάπτυξη Τα ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα D3 που εκφράζουν τόσο ο πλακούντας όσο και η μήτρα στη διάρκεια της κύησης περιορίζουν την ελεύθερη πρόσβαση του εμβρύου στη μεγάλη μητρική δεξαμενή θυρεοειδικών ορμονών, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στις κατάλληλες ποσότητες να φθάσουν στο αναπτυσσόμενο έμβρυο όπως αποδεικνύει ο προσδιορισμός σημαντικών επιπέδων Τ4 και Τ3 στον ορό αθυρεοτικών νεογνών. Ο εγκέφαλος του αναπτυσσόμενου εμβρύου εκφράζει αποιωδινάσες, με την D3 να κυριαρχεί στα πρώτα στάδια και το μέσον της κύησης. Στο τελευταίο στάδιο κυ- -44-

Δ. ΖΙΑΝΝΗ: ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ ριαρχεί η 5 -αποιωδίωση αν και η ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την περίοδο αυτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Τ3 που προέρχεται από την μητρική κυκλοφορία. Τα ιδιαίτερα ψηλά επίπεδα θειωμένων ιωδοθυρονινών στο έμβρυο πιθανώς χρησιμεύουν ως δεξαμενή Τ3, δυνητικά διαθέσιμης μέσω της δράσης σουλφατασών. Νηστεία και νόσος Η επίδραση της έλλειψης τροφής και της βαριάς συστηματικής νόσου στον μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών σηματοδοτείται από εκσεσημασμένη ελάττωση των επιπέδων Τ3 του ορού (ολικής και ελεύθερης) σε συνδυασμό με απρόσφορα φυσιολογικά ή ελαφρά ελαττωμένα επίπεδα TSH. Τα επίπεδα της Τ4 είναι κι αυτά μειωμένα. Οι μεταβολές στα κυκλοφορούντα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών συνοδεύονται από ελάττωση της Τ3 στους ιστούς και η βαρύτητα των αλλαγών αυτών στην οξεία νόσο σχετίζεται ισχυρά με την θνητότητα. Η γενικευμένη καταστολή του θυρεοειδικού άξονα θεωρείται από ορισμένους ότι εξασφαλίζει προσαρμοστικό πλεονέκτημα υπό την έννοια ότι σχετίζεται με ελάττωση του βασικού μεταβολισμού (BMR) και κατά συνέπεια του πρωτεινικού καταβολισμού. Παραμένει ωστόσο ακιευκρίνιστη στο μηχανισμό της παρά τις δεκαετίες επιστημονικών παρατηρήσεων και πολλές από τις ισχύουσες αντιλήψεις βασίζονται αποκλειστικά σε έμμεσα στοιχεία. Στις μοναδικές δύο μελέτες όπου ο in vivo ρυθμός μετατροπής Τ4 σε Τ3 μετρήθηκε άμεσα (μέσω χορήγησης 125 Ι-Τ4 και προσδιορισμού 125 Ι-Τ3) το ποσοστό της Τ4 που μετατρέπεται σε Τ3 φάνηκε ότι διπλασιάζεται και η συνολική παραγωγή Τ3 βρέθηκε αμετάβλητη. Ίσως μέρος της Τ3 που παράγεται σε τέτοιες συνθήκες να παραμένει στους ιστούς και να καταβολίζεται πριν ανταλλαγεί με την δεξαμενή του πλάσματος. Αλλαγές στη δραστηριότητα των αποιωδινασών δυνατόν να επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα της Τ3 σε συγκεκριμένους ιστούς ή κύτταρα παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στην τοπική απάντηση στη στέρηση τροφής, την υποξία ή τη φλεγμονή. Σελήνιο Η έλλειψη σεληνίου φαίνεται ότι οδηγεί σε ελάττωση της D1 δραστηριότητας ιδιαίτερα στο ήπαρ και τους νεφρούς με αποτέλεσμα μικρή αύξηση της Τ4, ενώ Τ3 και TSH παραμένουν αμετάβλητες. Χορήγηση σεληνίου έχει ως αποτέλεσμα μικρή αλλά σημαντική ελάττωση της Τ4 και αύξηση του λόγου Τ3/Τ4, το πιθανότερο λόγω αποκατάστασης της D1 δραστηριότητας στο φυσιολογικό. Δεν είναι ωστόσο γνωστό κατά πόσο οι αλλαγές αυτές είναι κλινικά σημαντικές. Σε περίπτωση συνδυασμένης έλλειψης σεληνίου και ιωδίου χρειάζεται ταυτόχρονη υποκατάσταση και των δύο, αφού η μεμονωμένη χορήγηση σεληνίου μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της D1 δραστηριότητας, αύξηση του καταβολισμού -45-

ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ: 14ΟΣ ΚΥΚΛΟΣ - ΘΥΡΕΟ ΕΙΔΗΣ της Τ4 και επιδείνωση της υποθυροξιναιμίας που επάγει η ιωδοπενία. Φάρμακα Πολλά φάρμακα επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τον μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών. Η προπυλθειουρακίλη (PTU) σχηματίζει με την D1 αδρανές σύμπλοκο και την αναστέλλει παρέχοντάς της έτσι θεωρητικό πλεονέκτημα έναντι της μεθιμαζόλης στην αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού. Η δράση αυτή ωστόσο παρατηρείται με δόσεις>1000mg ημερησίως. Στις συνήθεις δόσεις, 30mg μεθιμαζόλης ημερησίως έχουν ως αποτέλεσμα ταχύτερη αποκατάσταση ευθυρεοειδισμού απ ότι αντίστοιχη δόση PTU (300mg ημερησίως). Από του στόματος σκιαγραφικά όπως τα φαινολικά παράγωγα ιοπανοϊκό οξύ και sodium ipodate δρουν ως ανάλογα υποστρώματος και αναστέλλουν ανταγωνιστικά και τις τρεις ισομορφές αποιωδινασών. Παρότι σπάνια χρησιμοποιούνται πια στην κλινική πράξη για διαγνωστικούς λόγους, η ταχύτητα με την οποία ελαττώνουν τα επίπεδα της Τ3 τα καθιστά εξαιρετικά χρήσιμα στην αντιμετώπιση του βαρέος υπερθυρεοειδισμού. Χορήγηση 1g sodium ipodate έχει ως αποτέλεσμα μείωση των επιπέδων Τ3 του ορού κατά 58% σε 24 ώρες με συνακόλουθη ταχεία βελτίωση των καρδιαγγειακών παραμέτρων. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης τους περιεκτικότητας σε ιώδιο, συνεχιζόμενη χορήγηση μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενο διαφυγής. Το ιοπανοϊκό οξύ έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για ταχύ έλεγχο προεγχειρητικά σε ασθενείς με θυρεοτοξίκωση λόγω λήψης αμιοδαρόνης. Η προπρανολόλη σε δόση 80mg ημερησίως αναστέλλει την μετατροπή της Τ4 σε Τ3 αναστέλλοντας ανταγωνιστικά την 5 -αποιωδινάση. Σε υπερθυρεοειδικούς ασθενείς προκαλεί 20-30% ελάττωση των επιπέδων Τ3 του ορού και μικρή αύξηση της Τ4. Άλλοι ευρέως χρησιμοποιούμενοι β-αναστολείς στερούνται αυτής της δράσης. Μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών (2mg δεξαμεθαζόνης 4 φορές ημερησίως) ελαττώνουν τα επίπεδα Τ3 σε 24 ώρες τόσο σε ασθενείς με νόσο Graves όσο και σε ευθυρεοειδικά άτομα. Η θεραπευτική τους χρήση σε περιπτώσεις θυρεοτοξίκωσης βασίζεται εν μέρει και σ αυτή τους τη δράση. Το ιδιαίτερα πλούσιο σε ιώδιο αντιαρρυθμικό φάρμακο αμιοδαρόνη αναστέλλει ανταγωνιστικά τη μετατροπή της Τ4 σε Τ3 και με τον τρόπο αυτό προκαλεί αύξηση των επιπέδων Τ4 και μικρή ελάττωση της Τ3. Οι μεγάλες ποσότητες ιωδίου που απελευθερώνονται κατά τον μεταβολισμό του φαρμάκου μπορεί να προκαλέσουν υπο- ή υπερθυρεοειδισμό η αντιμετώπιση του οποίου είναι σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρετικά δύσκολη. Στον άνθρωπο μόνο 0.02-0.03% της Τ4 (περίπου 1: 4000) και 0.2-0.3% της Τ3 (περίπου 1: 400) κυκλοφορούν σε ελεύθερη μορφή στο πλάσμα στους 37οC (πίνακας -46-

Δ. ΖΙΑΝΝΗ: ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ 2). Οι υπόλοιπες ιωδοθυρονίνες, συνθετικά ανάλογα ή μεταβολίτες, παρουσιάζουν επίσης σημαντικό βαθμό πρωτεϊνικής δέσμευσης. Η συγκέντρωση της Τ4 στον ορό είναι 60-140nmol/L ή 4-11μg/dL. Περίπου 75% κυκλοφορεί συνδεδεμένο με TBG, 10-15% συνδεδεμένο με TTR (τρανσθυρετίνη) και 10-15% συνδεδεμένο με αλβουμίνη (εικόνα 2). Ποσοστό <5%, συνδέεται με λιποπρωτείνη. Η σύνδεση με τις πρωτείνες του πλάσματος γίνεται με δεσμό μη ομοιοπολικό και ταχέος αναστρέψιμο, έτσι ώστε δεσμευμένο και ελεύθερο κλάσμα εναλλάσσονται αρκετά εκατομμύρια φορές ημερησίως. Το ελεύθερο κλάσμα της ορμόνης είναι αυτό που κυρίως καθορίζει την βιολογική της δραστικότητα. Πίνακας 2. Κινητική των θυρεοειδικών ορµονών στον άνθρωπο *Συντελεστές μετατροπής: Τ4, 1 mg = 1.3nmol; T3 και rt3, 1 mg = 1.5nmol. Η υψηλή συγγένεια της Τ4 με τις δεσμευτικές πρωτείνες του πλάσματος σε συνδυασμό με τον μεγαλύτερο ρυθμό παραγωγής της ευθύνονται για την σχετικά μεγάλη συγκέντρωσή της στον ορό και τον μακρό χρόνο ημισείας ζωής της. Αντίθετα οι Τ3 και rτ3 έχουν πολύ χαμηλότερες συγκεντρώσεις, λόγω μικρότερου ρυθμού παραγωγής, ταχύτερης μεταβολικής κάθαρσης και χαμηλότερης συγγένειας προς την TBG. Επιπλέον και οι δύο αυτές τριιωδοθυρονίνες βρίσκονται κυρίως στον ενδοκυττάριο χώρο, γεγονός που αυξάνει σημαντικά τον όγκο κατανομής τους. Δομικά χαρακτηριστικά των δεσμευτικών πρωτεϊνών (πίνακας 3). Η TBG είναι α σφαιρίνη με απλή πολυπεπτιδική άλυσο μοριακού βάρους 54kD περίπου. Έχει πολλαπλές θέσεις γλυκοζυλίωσης που επιτρέπουν την σιαλίωση σε 10 τουλάχιστον άκρα του μορίου της. Παρουσιάζει ομολογία αμινοξέων με την CBG καθώς και άλλα μέλη της οικογένειας SERPINS (αναστολείς πρωτεασών του ορού) η σημασία της οποίας δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί. Η φυσιολογική συγκέντρωση TBG στο πλάσμα είναι 10-30mg/L. Δεσμεύει Τ4 σε ποσοστό 20-40% της μέγιστης -47-

ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ: 14ΟΣ ΚΥΚΛΟΣ - ΘΥΡΕΟ ΕΙΔΗΣ δεσμευτικής της ικανότητας, ενώ το ίδιο ποσοστό για την Τ3 είναι <1%. Στον υπερθυρεοειδισμό η δεσμευτική της ικανότητα εξαντλείται με αποτέλεσμα δυσανάλογη αύξηση της ελεύθερης ορμόνης. Το γονίδιο της TBG εδράζεται στο μακρό σκέλος του χρωμοσώματος Χ. Κληρονομούμενες μεταλλάξεις προκαλούν μερική ή πλήρη έλλειψη ανοσοδραστικής σφαιρίνης στον ορό, συχνά σε συνδυασμό με ελαττωμένη συγγένεια για την Τ4. Η επίπτωση της πλήρους ανεπάρκειας TBG είναι 1: 5000 έως 1: 15000 νεογνά και υπάρχει σημαντική φυλετική διαφοροποίηση. Η μεγαλύτερη συχνότητα παρατηρείται στους Ιάπωνες. Η κληρονομούμενη αύξηση της TBG έχει επίπτωση 1: 25000 άρρενα νεογνά περίπου, ενώ η συγγένεια με την Τ4 παραμένει ανεπηρέαστη. Δεν είναι γνωστή μετάλλαξη της TBG που να έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη συγγένεια προς την TSH. Πίνακας 3. Ιδιότητες των βασικών δεσµευτικών πρωτεϊνών των θυρεοειδικών ορµονών Η αλβουμίνη αποτελεί τον κύριο μεταφορέα υδρόφοβων μορίων στον ορό. Δεσμεύει την Τ4 με συγγένεια τέσσερις περίπου τάξεις μεγέθους μικρότερη της φυσιολογικής TBG. Μεταλλάξεις του μορίου που αυξάνουν την συγγένεια προς την Τ4 ή την Τ3 χωρίς να επηρεάζουν την ολική συγκέντρωση της αλβουμίνης, μπορεί να προκαλέσουν υπερθυροξιναιμία. Η συχνότερη διαταραχή τέτοιου τύπου είναι η οικογενής δυσαλβουμιναιμική υπερθυροξιναιμία (FDH) που κληρονομείται με τον αυτοσωματικό επικρατούντα χαρακτήρα και η συχνότητά της φτάνει το 1: 1000 σε συγκεκριμένους πληθυσμούς της Λατινικής Αμερικής. Στην περίπτωση της FDH ο εργαστηριακός προσδιορισμός της ελεύθερης Τ4 μπορεί να είναι ψευδώς υψηλός λόγω μεγαλύτερης συγγένειας της μεταλλαγμένης αλβουμίνης προς τους χρησιμοποιούμενους ιχνηθέτες. -48-

Δ. ΖΙΑΝΝΗ: ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ Εικόνα 2. Σύνδεση της θυροξίνης µε τις τρεις βασικές δεσµευτικές πρωτείνες του πλάσµατος σε ευθυρεοειδικούς ασθενείς µε φυσιολογικές ή διαταραγµένες δεσµευτικές πρωτείνες. Η τρανσθυρετίνη (TTR, παλαιότερα γνωστή ως προαλβουμίνη), μοριακού βάρους 55kD, αποτελείται από τέσσερις πανομοιότυπες πολυπεπτιδικές αλύσους που συγκροτούν τετραμερές μέσω μη ομοιοπολικών δεσμών. Η φυσιολογική συγκέντρωση TTR είναι 100-400ng/L και ελαττώνεται ταχέως στη νηστεία και την οξεία νόσο ως αποτέλεσμα μειωμένης ηπατικής σύνθεσης. Δεσμεύει την Τ4 με συγγένεια μικρότερη της TBG και μεγαλύτερη της αλβουμίνης, ενώ η συγγένειά της προς την Τ3 είναι 10 φορές χαμηλότερη από την Τ4. Συντίθεται κυρίως στο ήπαρ, και λιγότερο στο χοριοειδές πλέγμα και τα παγκρεατικά νησίδια. Η θέση σύνδεσης της Τ4 στην TTR διατηρείται εξελικτικά σταθερή τα τελευταία 350 εκατομμύρια χρόνια. Πλήρης ανεπάρκεια TTR δεν έχει περιγραφεί στον άνθρωπο. Από τις πολυάριθμες γνωστές μεταλλάξεις του μορίου ορισμένες σχετίζονται με την οικογενή αμυλοείδωση. Κληρονομούνται με τον αυτοσωματικό επικρατούντα χαρακτήρα και μπορεί να επηρεάζουν τόσο την ολική συγκέντρωση όσο και την συγγένεια της TTR προς την θυροξίνη (εικόνα 2). Λειτουργία των δεσμευτικών πρωτεινών Η δέσμευση της θυροξίνης από τις πρωτείνες του πλάσματος έχει ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας άμεσα διαθέσιμης εξωθυρεοειδικής δεξαμενής που αντιστοιχεί σε 10ήμερη περίπου ορμονική έκκριση από τον θυρεοειδή. Προσδίδει επίσης σταθερότητα στη δράση της ορμόνης γιατί της εξασφαλίζει μακρό χρόνο ημισείας ζωής (περίπου 7 ημέρες) και βραδεία μεταβολική κάθαρση, ενώ αποτρέπει την απώλεια ιωδίου στα ούρα. -49-

ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ: 14ΟΣ ΚΥΚΛΟΣ - ΘΥΡΕΟ ΕΙΔΗΣ Ενδιαφέρον προκαλεί η υπόθεση ότι εκλεκτική πρωτεόλυση ή στερεοτακτική μεταβολή της TBG όπως συμβαίνει και με άλλα μέλη της SERPIN οικογένειας, ελαττώνει τη συγγένεια προς την Τ4 και διευκολύνει επιλεκτικά την παροχή ελεύθερης ορμόνης και ιωδίου τοπικά, πχ σε σημεία φλεγμονής ή στον πλακούντα, ανάλογα με το ph, τη θερμοκρασία και την οξειδοαναγωγική κατάσταση. Αν τα στοιχεία αυτά επιβεβαιωθούν η TBG θα πρέπει να θεωρηθεί όχι απλά παθητική δεξαμενή, αλλά εκλεκτικός διανομέας θυροξίνης, παρότι δεν φαίνεται να υπάρχουν αντίστοιχοι κυτταρικοί υποδοχείς. Επίκτητες διαταραχές στη συγκέντρωση των δεσμευτικών πρωτεϊνών (πίνακας 4) Η πιο κοινή είναι η αύξηση της συγκέντρωσης της TBG με την επίδραση ενδογενών ή εξωγενώς χορηγούμενων οιστρογόνων μέσω αύξησης της σιαλίωσης των ολιγοσκχαριτών του μορίου που έχει ως συνέπεια την ελαττωμένη μεταβολική του κάθαρση. Η διαδερμική χορήγηση οιστρογόνων δεν επιφέρει την μεταβολή αυτή, αφού παρακάμπτει το ήπαρ. Η συγκέντρωση της TBG ελαττώνεται στην θυρεοτοξίκωση και αυξάνεται στον υποθυρεοειδισμό, ενώ ελαττώνεται επίσης στο σύνδρομο Cushing και σε καταστάσεις υπερανδρογοναιμίας. Επίκτητες διαταραχές της συγκέντρωσης της TTR αν και συχνές έχουν μικρό αντίκτυπο στη συγκέντρωση των Τ3 και Τ4 λόγω μικρής δεσμευτικής ικανότητας της πρωτείνης. Όγκοι των νησιδίων των παγκρέατος δυνατόν να εκκρίνουν ποσότητες TTR ικανές να προκαλέσουν ευθυρεοειδική υπερθυροξιναιμία. Πίνακας 4. Επίδραση ουσιών στη συγκέντρωση της TBG και της TTR στον ανθρώπινο ορό -50-

Δ. ΖΙΑΝΝΗ: ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ Ανταγωνισμός για τις θέσεις σύνδεσης (πίνακας 5) Σε αντίθεση με την CBG και την SHBG που παρουσιάζουν μεγάλη ειδικότητα ως προς το μεταφερόμενο υπόστρωμα, οι δεσμευτικές πρωτείνες των ιωδοθυρονινών εμφανίζουν ευρέως διασταυρούμενη αντίδραση με υδρόφοβους συνδέτες όπως τα ελεύθερα λιπαρά οξέα (NEFAs) και πολυάριθμα φάρμακα. Σε in vitro συνθήκες η συγγένεια της TBG προς την φουροσεμίδη είναι τρεις τάξεις μεγέθους μικρότερη από της Τ4 και της ασπιρίνης επτά, αλλά in vivo το ελεύθερο κλάσμα του ανταγωνιστικού μορίου καθορίζεται από την συγγένειά του προς την αλβουμίνη. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η ηπαρίνη που μπορεί να αυξήσει φαινομενικά τη συγκέντρωση της ελεύθερης Τ4. Η ηπαρίνη in vivo επάγει την απελευθέρωση λιποπρωτεϊνικής λιπάσης από το ενδοθήλιο των αγγείων. Η λιπάση in vitro αυξάνει τον σχηματισμό μη εστεροποιημένων ελεύθερων λιπαρών οξέων (NEFA) τα οποία με τη σειρά τους ανταγωνίζονται την Τ4 ως προς τη σύνδεσή της με την TBG και αυξάνουν με τον τρόπο αυτό τη μετρούμενη ελεύθερη Τ4. Πίνακας 5. Βασικά φάρµακα που εκτοπίζουν την Τ4 από την TBG σε φυσιολογικό ανθρώπινο ορό -51-

ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ: 14ΟΣ ΚΥΚΛΟΣ - ΘΥΡΕΟ ΕΙΔΗΣ Ενδεικτική βιβλιογραφία 1. Donald L. St. Germain, «Thyroid Hormone Metabolism» in Endocrinology, Ed(s) L.Jameson & L. De Groot, 6th edition, Published by Saunders, 2010, Chapter 75 2. Jim Stockigt, «Thyroid Hormone Binding and Variants of Transport Proteins» in Endocrinology, Ed(s) L.Jameson & L. De Groot, 6th edition, Published by Saunders, 2010, Chapter 93 3. Donald L. St. Germain, et al. 2009 Defining the Roles of the Iodothyronine Deiodinases: Current Concepts and Challenges Endocrinology 150: 1097-1107 4. Hennemann G., et al. 2001 Plasma Membrane Transport of Thyroid Hormones and Its Role in Thyroid Hormone Metabolism and Bioavailability Endocr. Rev. 22: 451-476 5. Pemberton PA, Stein PE, Pepys MB, et al. 1988 Hormone binding globulins undergo serpin conformational change in inflammation. Nature. 336: 257-258. -52-