ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ Θέμα Πτυχιακής Εργασίας: ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ - ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ & ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ALTMAN ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ Υποβληθείσα στον Καθηγητή: Σιμιτσή Γεώργιο Από τον σπουδαστή: Κουρέλη Ιωάννη Α.Μ. 6046 ΕΝΑΡΞΗ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ: 19/01/2010 ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ: 14/09/2010 ΚΑΒΑΛΑ 2010 0
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΕΤΑΙΡΙΩΝ... 2 1.1 ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ... 2 1.2. ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ... 3 1.3. ΠΤΩΧΕΥΣΕΙΣ-ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ...5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο: ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ALTMAN...8 2.1. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΜΕΛΕΤΩΝ... 8 2.2. ΠΟΛΥΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ (MDA)... 9 2.3. ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ALTMAN Ζ SCORE (1968)... 10 2.4. ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΖΕΤΑ... 14 2.5. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΖΕΤΑ - Ζ- SCORE (ALTMAN 1968)...17 2.6. ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ MDA... 17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30: ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ...18 3.1. ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ... 18 3.2. ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΓΛΣ...20 3.3. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ... 21 3.4. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ... 23 3.5 ΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ...29 3.6 ΔΕΙΚΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ...32 3.7 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ...34 3.8 ΔΕΙΚΤΕΣ ΔΑΠΑΝΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ... 38 3.9 ΔΕΙΚΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ... 40 3.10 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ - ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΙ...44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ... 47 4.1 ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ... 47 4.2 ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ALTMAN... 59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 61 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...62 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...64 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 0: ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΕΤΑΙΡΙΩΝ 1.1 ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ «Η πτώχευση-χρεοκοπία αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα κανόνων δικαίου με σκοπό τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη σύμφωνα με την αρχή της ισότητας». Αναλυτικότερα η πτώχευση-χρεοκοπία αποτελεί μια νομική πράξη, η οποία κατοχυρώνεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης και αφορά στην περίπτωση εταιρείας, η οποία σταματά τις πληρωμές της για την κάλυψη ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Διακρίνεται σε αναγκαστική και εθελοντική. Ισχύον Δίκαιο Λ Ο Ν. 3588/20071με τον οποίο κυρώθηκε ο Πτωχευτικός κώδικας, ισχύει για τις πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την 16η Σεπτεμβρίου 2007. Περιγράφει και καθορίζει με λεπτομέρεια τα στάδια της διαδικασίας της πτώχευσης τόσο των νομικών όσο και των φυσικών προσώπων. Η ανάγκη εκσυγχρονισμού των διαδικασιών που διέπουν την πτώχευση οδήγησε στην κατάρτιση του Νέου Πτωχευτικού Κώδικα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται ειδική αναφορά στην επιδίωξη της «διάσωσης της επιχείρησης και την αποφυγή της πτώχευσης» μέσω του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Βασικοί άξονες του Νέου Πτωχευτικού Κώδικα αποτελούν α) Η αναβάθμιση του ρόλου των πτωχευτικών πιστωτών β) η «Σύμμετρη ικανοποίηση πιστωτών μέσω είτε του σχεδίου αναδιοργάνωσης είτε της πτωχευτικής περιουσίας». γ) η επιτάχυνση των διαδικασιών ρευστοποίησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας με την άμεση έναρξη της εκκαθάρισης μόλις ολοκληρωθεί ο έλεγχος των πιστώσεων. «είναι Ειδικότερα, σκοπός της πτώχευσης όπως περιγράφεται στο άρθρο 1 η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από Λ σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησής του ΝΟΜΟΣ 3588/2007 - ΦΕΚ 153/Α/10.7.2007 2
Προισχύσαν Δίκαιο Ν. ΨΛΣΤ της 13/12/1878 «Περί πτωχεύσεως και Χρεοκοπίας» άρθρα 525- ΕΝ Ν.Γ.Φ.ΟΔ της 22/24/02/1910 Α.Ν. 635/1937 και Ν. 2479/1997 για την επιχείρηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Ν. 1386/1983 για τις προβληματικές επιχειρήσεις, Ν. 1892/1990, άρθρα 44-460-49 για την εξυγίανση και ειδική εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων. 1.2. ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ Η επιχειρηματική αποτυχίας (business failure) και γενικότερα η πτώχευση (bankruptcy), αποτελεί το αποτέλεσμα ενός περίπλοκου συνδυασμού αναποτελεσματικής διοίκησης η οποία δεν έλαβε τις σωστές αποφάσεις, μιας γενικότερης αρνητικής οικονομικής συγκυρίας όπως η ύφεση, αλλά και γεγονότων που μπορούν να επηρεάσουν την πορεία ενός κλάδου. Προκειμένου να εντοπισθούν οι πιθανές παράμετροι που οδηγούν μια εταιρία στην Πτώχευση θα πρέπει να αναλυθούν διεξοδικά και συνδυαστικά μια σειρά μικροοικονομικών μεταβλητών όπως Χρηματοοικονομικοί αριθμοδείκτες, λογιστικά μεγέθη, τιμές μετοχών για εισηγμένες εταιρίες. Α) Αδυναμία Κάλυψης Βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων Τα πρώτα συμπτώματα (red flags) επιδείνωσης της οικονομικής θέσεως μιας εταιρίας είναι η σταδιακή αποδυνάμωση της ταμειακής της θέσης και ειδικότερα η επιδείνωση τις σχέσεως ανάμεσα στις ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες και τις εκροές κεφαλαίων. Για την κάλυψη της διαφοράς ανάμεσα στις εισροές και στις εκροές (Cash flow - Inflow) η επιχείρηση καλείται να καταφύγει στο βραχυπρόθεσμο δανεισμό, με όλο και πιο επαχθείς, με βάση και την γενικότερη επιδείνωση της κατάστασής της, όρους. Η κάλυψη του ανωτέρω «κενού» ταμειακών ροών με βραχυπρόθεσμα δανειακά κεφάλαια τα οποία απαιτούν όλο και μεγαλύτερα ποσά για την 3
κάλυψη των χρηματοοικονομικών εξόδων αποτελεί και την κυριότερη αιτία πτώχευσης των επιχειρήσεων. Αν και η εταιρία μπορεί να παρουσιάζει αυξημένους κύκλους εργασιών για μια περίοδο, ακριβώς αυτή η ανεπάρκεια του Κυκλοφορούντος ενεργητικού να παράγει τα απαραίτητα μετρητά («οξυγόνο») προκειμένου να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και να δώσει επαρκή κεφάλαια κίνησης, μπορεί όχι μόνο να εξανεμίσει, αλλά και να «δηλητηριάσει» την περαιτέρω πορεία οδηγώντας ακόμη και στην πτώχευση. Η εκτεταμένη χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών και συναλλαγματικών είναι σύνηθες φαινόμενο στην ελληνική αγορά, όπως σύνηθες είναι πλέον και η κατάπτωση αυτών, με αλυσιδωτές αντιδράσεις για τη ρευστότητα του συνόλου της αγοράς (φαινόμενο του Ντόμινο). Πολλές εταιρίες εμπορίας αναγκάζονται να πωλούν επί πιστώσει με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν τον δείκτη κυκλοφορικής ταχύτητας εισπράξεων των απαιτήσεων και ακολούθως την ικανότητά τους να ικανοποιήσουν τους πιστωτές τους. Β) Αναποτελεσματική διοίκηση Προκειμένου μια εταιρία να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ρευστότητας θα πρέπει να λάβει μια σειρά μέτρων όπως : 1) εκποίηση στοιχείων του πάγιου ενεργητικού που δεν είναι απολύτως απαραίτητα για την απρόσκοπτη συνέχιση των δραστηριοτήτων της, 2) Πώληση και επανεμίσθωση παγίων (sale and lease back) σε μία προσπάθεια ενίσχυσης της ρευστότητας 3) Προσπάθεια τιθάσευσης των λειτουργικών δαπανών, 4) Προσπάθεια αντικατάστασης βραχυπρόθεσμου με μακροπρόθεσμο χρέος, 5) Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, 6) Από κοινού συνεννόηση με τους πιστωτές για παράταση λήξης των χρεών, καθώς η προσωρινή επιβάρυνση των πιστωτών είναι προσωρινά προτιμότερη (αποφυγή δικαστικών εξόδων) από την χρεοκοπία και ρευστοποίηση της εταιρίας. Η αδυναμία έγκαιρου εντοπισμού και αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων με την μη λήψη μέτρων όπως αναλύσαμε προηγουμένως οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην χρηματοοικονομική ασφυξία και τελικά στην Πτώχευση. Παράλληλα η διάπραξη αδικημάτων από την πλευρά της διοίκησης όπως η εσκεμμένη παύση πληρωμών (ή «με δόλια μέσα παύση πληρωμών») προκειμένου να τερματιστούν οι εμπορικές δραστηριότητες 4
αυτής χωρίς να υπάρχει σοβαρό χρηματοοικονομικό πρόβλημα και εσκεμμένη μεταφορά δραστηριοτήτων για παράδειγμα στο εξωτερικό, έχει αρνητικό αντίκτυπο στην πορεία μια εταιρίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι η δόλια πρακτική της άντλησης κεφαλαίων μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου από την χρηματιστηριακή αγορά και η χρησιμοποίηση των σε δραστηριότητες διαφορετικές των δηλωθέντων οδηγεί μια μετοχή στην επιτήρηση, στον κλονισμό της εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού και τελικά στην πτώχευση. 1.3. ΠΤΩΧΕΥΣΕΙΣ-ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ Ο πίνακας παρουσιάζει τις πτωχεύσεις των εταιριών στην Ευρώπη των 15 με την προσθήκη της Νορβηγίας και της Ελβετίας. Από το 2003 έως 2007 υπάρχει μια σαφής ένδειξη μείωσης του συνολικού αριθμού των παρατηρούμενων πτωχεύσεων. Το 2008 υπάρχει αντιστροφή της τάσης. Ειδικότερα 150.240 χιλιάδες εταιρίες κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης, αριθμός αυξημένος κατά 10,90% σε σύγκριση με το 2007. Πίνακας 1: Πτωχεύσεις Εταιριών στη Δυτική Ευρώπη 2 Πτωχεύσεις Εταιρειών στη Δυτική Ευρώπη Χώρες 2008 2007 2006 2005 2004 2003 Ποσοστιαία Μεταβολή % 2007/2008 Γαλλία 49.100 42.532 40.360 41.930 40.776 38.296 15,44% Γερμανία 29.800 29.150 34.040 36.850 39.270 39.470 2,23% Μεγάλη Βρετανία 14.880 12.893 13.686 13.462 12.813 14.815 15,41% Βέλγιο 8.300 7.677 7.617 7.878 7.836 7.593 8,12% Ιταλία 7.130 5.518 8.827 17.150 17.500 16.000 29,21% Ολλανδία 6.580 7.952 5.941 6.780 6.648 6.386-17,25% Αυστρία 6.500 6.362 6.854 7.136 6.328 5.643 2,17% Σουηδία 6.300 5.791 5.243 5.865 6.588 7.099 8,79% 2 Πηγή: ίοβρ 5
Ελβετία 4.220 4.314 4.528 4.751 4.955 4.539-2,18% Δανία 3.710 2.401 1.987 2.497 2.620 2.506 54,52% Νορβηγία 3.640 2.845 3.032 3.540 4.297 5.223 27,94% Πορτογαλία 3.500 3.350 3.400 3.300 3.123 2.980 4,48% Φινλανδία 2.660 2.300 2.285 2.278 2.385 2.769 15,65% Ισπανία 2.100 880 853 869 561 646 138,64% Ιρλανδία 700 317 304 327 321 346 120,82% Λουξεμβούργο 590 680 634 682 665 655-13,24% Ελλάδα 530 510 520 580 577 480 3,92% ΣΥΝΟΛΑ 150.240 135.472 140.111 155.875 157.263 155.446 10,90% Από τον πίνακα 2 που ακολουθεί, συμπεραίνουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση, με βάση τον δείκτη πτωχεύσεων ανά 10.000 εταιρίες, από ότι άλλες αναπτυγμένες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Μεσογειακές χώρες κρατούν τον δείκτη Πτωχεύσεων σε χαμηλά επίπεδα, παρόλα αυτά πολλές φορές τα στατιστικά στοιχεία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με μια σχετική επιφυλακτικότητα καθώς δύναται ο τρόπος υπολογισμού τους να μην είναι απόλυτα συγκρίσιμος από χώρα σε χώρα. Πίνακας 2: Δείκτης Πτωχεύσεων ανά Χώρα Πτωχεύσεων στη Δυτική Ευρώπη Αριθμός πτωχεύσεων ανά 10.000 Χώρες επιχειρήσεις Ελλάδα 6 Ισπανία 7 Ιταλία 18 Πορτογαλία 40 Μεγάλη Βρετανία 76 Ιρλανδία 82 Γερμανία 96 Ολλανδία 103 Φινλανδία 107 Σουηδία 108 Ελβετία 113 Βέλγιο 115 Νορβηγία 142 6
Δανία 149 Γαλλία 215 Αυστρία 224 Λουξεμβούργο 233 Μέσος Όρος 108 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο: ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ALTMAN Τα τελευταία 40 χρόνια η πρόβλεψη της εταιρικής αποτυχίας (πτώχευσης) απασχόλησε ιδιαίτερα την ακαδημαϊκή κοινότητα και εξελίχθηκε σταδιακά σε σημαντικό ερευνητικό πεδίο της χρηματοοικονομικής επιστήμης. Δεκάδες έρευνες εκπονήθηκαν και επιστημονικά άρθρα δημοσιεύτηκαν προκειμένου να αναζητηθούν, ή και να τελειοποιηθούν, μοντέλα πρόβλεψης. Εμείς θα ασχοληθούμε για την πρόβλεψη χρεοκοπίας με την χρήση αριθμοδεικτών και γραμμικού μοντέλου ALTMAN. 2.1. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΜΕΛΕΤΩΝ Το 1966 ο Beaver παρουσίασε την πρώτη ουσιαστικά προσπάθεια πρόβλεψης της εταιρικής αποτυχίας με την χρήση αριθμοδεικτών. Το μοντέλο μονομεταβλητής ανάλυσης περιλάμβανε αριθμοδείκτες επιλεγμένους με βάση ένα τεστ διχοτομικής ταξινόμησης. Ο Beaver κατέληξε στο ότι ο αριθμοδείκτης ταμειακές ροές προς υποχρεώσεις, παρουσίαζε την μεγαλύτερη προβλεπτική ικανότητα της αποτυχίας με ποσοστό (87%). Την ίδια χρονιά (1966) ο Tamari αλλά και οι Moses και Liao (1987) χρησιμοποίησαν μοντέλα βασιζόμενα σε διευρευνητικούς αριθμοδείκτες του κινδύνου της εταιρικής αποτυχίας (risk index models), τα οποία ήταν σαφώς ευκολότερα στην χρήση. Το 1968 ο Altman εισήγαγε τη μέθοδο της πολυμεταβλητής διαχωριστικής ανάλυσης (MDA Multivariate Discriminant Analysis) στη μελέτη της πρόγνωσης της εταιρικής αποτυχίας, εκτιμώντας μέσω αριθμοδεικτών ένα σταθμισμένο δείκτη - Z score-, το οποίο ανάλογα με το υπολογιζόμενο σκορ, κατέτασσε μια εταιρία σε αποτυχημένη ή μη. Το μοντέλο του Altman αποτέλεσε βάση για πολλές μετέπειτα εργασίες αλλά οι συνεχόμενες μεταβολές στα πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (Financial Reporting Systems - FRS) και στις γενικά αποδεκτές λογιστικές πρακτικές (Generally Accepted Accounting Practices - GAAP) μείωσαν την προβλεπτική του ικανότητα. Ο Altman το αναπροσάρμοσε προκειμένου να αυξηθεί η ακρίβειά του και το 1977 παρουσίασε το Zeta model. Η MDA κυριάρχησε έως την δεκαετία του 80. Οι 8
πιο συνηθισμένες της μορφές είναι η γραμμική (linear MDA) και η δευτεροβάθμια (quadratic MDA). 2.2. ΠΟΛΥΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ (MDA) Η MDA αποτελεί μια στατιστική τεχνική η οποία ήταν ευρέως διαδεδομένη ήδη από το 1930. Ο Altman (1968) ουσιαστικά εισήγαγε την μέθοδο αυτή στην πρόβλεψη της εταιρικής αποτυχίας μέσω της χρήσης αριθμοδεικτών. Από την πρωτοποριακή για την εποχή εργασία του Altman, έχουν δημοσιευτεί δεκάδες έρευνες των Deakin (1972), Edmister (1972), Libby (1975), Altman et al (1977), Dambolena and Khoury (1980), Ooghe and Verbaere (1985), Γκλούμπος και Γραμματικός (1988), Laitinen (1992), Altman et al (1995). Η MDA αποτελεί στατιστική τεχνική η οποία χρησιμοποιείται για να κατηγοριοποιήσει μια παρατήρηση ανάμεσα σε 2 ή περισσότερες ομάδες οι οποίες έχουν εκ των προτέρων οριστεί με βάση κοινά χαρακτηριστικά (ap priori grouping). Χρησιμοποιείται κυρίως για να ταξινομήσει ποιοτικής μορφής εξαρτημένες μεταβλητές σε δυο κατηγορίες (πτωχευμένες- υγιείς). Αποτελεί ένα γραμμικό συνδυασμό μεταβλητών οι οποίες παρέχουν την καλύτερη δυνατή διάκριση ανάμεσα σε δυο ομάδες3. Η τεχνική βασίζεται σε 4 αυστηρές υποθέσεις4 α) Η κατανομή των τιμών των ανεξαρτήτων μεταβλητών σε κάθε ομάδα ακολουθεί την πολυμεταβλητή κανονική κατανομή β) με διαφορετικούς μέσους αλλά με ίσους πίνακες διασποράς. (dispersion matrices) ανάμεσα στις δύο ομάδες. «Στόχος της μεθόθου είναι ο γραμμικός συνδυασμός των ανεξάρτητων μεταβλητών με τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοποιείται η διακύμανση ανάμεσα στις δυο ομάδες και να ελαχιστοποιείται η διακύμανση εντός των ίδιων των ομάδων.5» γ) Προσδιορισμός πογενέστερης πιθανότητας αποτυχίας και κόστους λαθών ταξινόμησης του τύπου Ι και ΙΙ. δ) Απουσία πολυσυγγραμικότητας (multicollinearity) ανάμεσα στις ανεξάρτητες μεταβλητές. Παρόλα αυτά πολλοί Altman, E.I. (1968), Financial Ratios, Discriminant Analysis and the Prediction of Corporate Bankruptcy, The Journal of Finance, 23, 4, p.591. 4 Balcaen, S., Ooghe, H., op. cit, p. 67 Dimitras, A. I., Zanakis, S.H. and Zopounidis, C. (1996), A Survey of business failures with an emphasis on prediction methods and industrial applications, European Journal of Operational Research 90, p. 498. 9
μελετητές οι οποίοι εφάρμοσαν την MDA δεν έλεγξαν αν τα δεδομένα τα οποία ανέλυαν ικανοποιούσαν ή όχι, αυτές τις αυστηρές υποθέσεις με άμεση συνέπεια την εξαγωγή μεροληπτικών αποτελεσμάτων, ή περιορισμένης προβλεπτικής εφαρμογής και ικανότητας μοντέλα. Η γραμμική MDA είναι με διαφορά η πιο δημοφιλής μέθοδος πολυμεταβλητής διαχωριστικής ανάλυσης και λαμβάνει τη μορφή: Ζ= 00+01X1102X12+03X 13+...ΟηΧίπ Όπου Ζ: το συνολικό σκορ διαχωρισμού (ή συντελεστής στάθμισης) για την επιχείρηση i, Xu, Xi2, Xn: οι ανεξάρτητες μεταβλητές για την εν λόγω επιχείρηση /(predictors), 01, ο2,..αη : οι γραμμικοί συντελεστές διαχωρισμού. Μέσω της MDA μπορούν να εξεταστούν δεκάδες χαρακτηριστικά μιας εταιρίας και να συνοψιστούν σε ένα μοναδικό πολυμεταβλητό σκορ διαφοροποίησης Ζ το οποίο λαμβάνει τιμές από - Μ έως +Μ. Ανάλογα με το σκορ διαφοροποίησης και το καθορισμένο σκορ πρόκρισης- απόρριψης (cut of point), η εταιρία ταξινομείται στην μια ή στην άλλη ομάδα. 2.3. ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ALTMAN Ζ SCORE (1 9 6 8 ) Ο Altman (1968) ήταν ο πρώτος που πρότεινε την MDA επιχειρώντας την ταξινόμηση των εταιριών σε πτωχευμένες και μη, με βάση τον διαδοχικό υπολογισμό και συνδυασμό περισσοτέρων του ενός αριθμοδεικτών σε ένα συνδυασμό Ζ score. Το αρχικό δείγμα αποτελούσαν 66 εταιρίες. Την ομάδα των πτωχευμένων αποτελούσαν 33 εταιρίες οι οποίες πτώχευσαν την περίοδο 1946-1965 με μέσο επίπεδο ενεργητικού τα 6.4 εκ.$ (0.7 εκ - 25,9 εκ $). Με αυτή την ομάδα αντιστοιχίστηκε και η ομάδα των μη αποτυχημένων (33) εταιριών με κριτήριο στρωματοποίησης το μέγεθος του ενεργητικού ( 1 25 εκ $) αλλά και τον βιομηχανικό κλάδο. Για την συλλογή των χρηματοοικονομικών καταστάσεων χρησιμοποίησε το εγχειρίδιο των Moodys και όρισε ως έτος προ της πτώχευσης, το έτος δημοσίευσης του τελευταίου ισολογισμού προ της πτώχευσης, με χρονικό περιορισμό τους 7,5 μήνες από το γεγονός της Πτώχευσης. Η επιλογή των αριθμοδεικτών που θα 10
αποτελούσαν τις ανεξάρτητες μεταβλητές του υποδείγματος προήλθε από την εφαρμογή της MDA σε μια αρχική λίστα 22 δεικτών ομαδοποιημένων σε 5 κατηγορίες. Η αρχική λίστα καταρτίστηκε με κριτήριο α) την συχνότητα παρουσίας στην βιβλιογραφία, β) τη δυνητική σχετικότητα με την εκπονούμενη μελέτη, γ) καθώς και μερικούς «νέους» δείκτες τους οποίους προέκρινε εμεπιρικά ο Altman. Τις κατηγορίες ομαδοποίησης των δεικτών αποτελούσαν: Ρευστότητας (Liquidity) Αποδοτικότητας (Profitability) Μόχλευσης (Leverage) Δραστηριότητας (Activity) Από την λίστα με τους 22 δείκτες επελέγησαν 5 ο συνδυασμός των οποίων μεγιστοποιούσε την προβλεπτική ικανότητα του υποδείγματος. Προκειμένου όμως να καταλήξει στη διαμόρφωση του τελικού υποδείγματος με βάση τους 5 προκρινόμενους, εργάστηκε με βάση την ακόλουθη διαδικασία: 1) Παρατηρούσε την στατιστική σημαντικότητα διαφόρων εναλλακτικών συναρτήσεων λαμβάνοντας πάντα υπόψη την σχετική συνεισφορά της κάθε ανεξάρτητης μεταβλητής 2) Αξιολογούσε την συσχέτιση (Inter correlation) μεταξύ των μεταβλητών 3) Παρατηρούσε την προβλεπτική ακρίβεια των διαφόρων συναρτήσεων 4) Βασιζόμενος στην κρίση του. Η τελική συνάρτηση διαφοροποίησης είχε την ακόλουθη μορφή: Ζ= 0,021Χ1+0,014Χ2+0,033Χ3+0,006Χ4+0,999Χ56 Όπου: Χ1= Κεφάλαιο κίνησης/ Σύνολο ενεργητικού Working Capital/ Total Assets X2= Παρακρατηθέντα κέρδη/ Σύνολο ενεργητικού Retaining Earnings/ Total Assets 6 Altman, E.I., op. cit p. 594 11
Χ3= Κέρδη προ τόκων και φόρων/ Σύνολο ενεργητικού Earnings before interest and Taxes/ Total Assets X4= Τρέχουσα αξία μετοχών/ Λογιστική αξία Συνολικών Υποχρεώσεων Market Value Equity/ Total Debt X5= Πωλήσεις/ Σύνολο ενεργητικού Sales/ Total Assets Z= Συνδυαστικός δείκτης (Score) Το υπόδειγμα Ζ score αποτελεί προϊόν γραμμικής ανάλυσης στην οποία 5 δείκτες σταθμίζονται σε ένα συνολικό σκορ το οποίο αποτελεί και την βάση για την ταξινόμηση των εταιριών σε αποτυχημένες και μη. Στόχος του Altman μέσω της MDA ήταν η αναζήτηση ανεξάρτητων μεταβλητών οι οποίες θα συνεισέφεραν από κοινού τα μέγιστα στην προβλεπτική ικανότητα του μοντέλου, χωρίς απαραίτητα να παρουσιάζουν και την μεγαλύτερη στατιστική σημαντικότητα όταν εξετάζονταν ξεχωριστά (π.χ. όπως στα πλαίσια την μονομεταβλητής ανάλυσης). Αντικειμενική επιδίωξη συνεπώς του Altman ήταν η αναζήτηση και χρησιμοποίηση εκείνων των αριθμοδεικτών οι οποίοι θα προσέφεραν την μεγαλύτερη δυνατή ανομοιογένεια μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά παράλληλα και τη μεγαλύτερη ομοιογένεια εντός της ομάδας των πτωχευμένων ή μη ξεχωριστά. Χρησιμοποίησε διαφορετικά δείγματα και τεστ σημαντικότητας (F value, T- test) προκειμένου να επαληθεύσει την σημαντικότητα των μεταβλητών μειώνοντας παράλληλα και τα ποσοστά των λαθών ταξινόμησης με ανάλογα εντυπωσιακά αποτελέσματα: Κατάφερε να ταξινομήσει σωστά το 95% των εταιριών του αρχικού δείγματος με ελαχιστοποίηση των σφαλμάτων τύπου Ι (6%) και τύπου ΙΙ (3%). Εταιρίες με Ζ score (σκορ πρόκρισης- απόρριψης Cut off point) o Z> 2.67 δεν κινδυνεύουν άμεσα (εντός του έτους) με αποτυχία. o Ζ< 1,81 οδηγείται σε αποτυχία εντός του τρέχοντος έτους o 1,81 < Ζ< 2,67 δεν μπορεί να γίνει ασφαλής ταξινόμηση (grey area). 12
Ασφαλής πρόβλεψη μπορεί να γίνει έως 2 έτη προ της αποτυχίας με την πιθανότητα λάθους ταξινόμησης να αυξάνεται ραγδαία μετά τα 2 έτη (έως και τα 5 έτη). Το υπόδειγμα του Altman αποτέλεσε την αφετηρία για την χρησιμοποίηση της MDA στην μελέτη πρόβλεψης της πτώχευσης. Η στατιστική μεθοδολογία που εφάρμοσε δέχτηκε ποικίλα επικριτικά σχόλια. Ο Moyer (1977) αμφισβητούσε την προβλεπτική ικανότητα του μοντέλου και ο Deakin (1976) στάθηκε στην υπόθεση της πολυμεταβλητής κανονικότητας η οποία συνήθως παραβιαζόταν, με αποτέλεσμα μεροληπτικά τεστ σημαντικότητας και εκτιμήσεις λαθών. Παρόλα αυτά δεν αμφισβητήθηκε το θεωρητικό της πλαίσιο για αυτό και αποτέλεσε την βάση πολλών ανάλογων μελετών κυριαρχώντας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80. Αξίζει να αναφερθεί ότι το υπόδειγμα Ζ score χρησιμοποιήθηκε συμπληρωματικά (σαν ανεξάρτητη μεταβλητή) και σε έρευνες με διαφορετικό (της πρόγνωσης πτώχευσης) κυρίως θεματικό περιεχόμενο, όπως η διάγνωση των παραποιημένων Χρηματοοικονομικών καταστάσεων (Falsified Financial Statements) Spathis (2002)7. O Altman το 2000 σε μια επισκόπηση των μοντέλων Ζ score και ΖΕΤΑ (το τελευταίο αναλύεται παρακάτω) ενσωματώνοντας τα σχόλια διαφόρων ερευνητών, παρουσιάζει την τελική μορφή του μοντέλου Ζ score ως εξής: Ζ= 1.2Χ1+1.4Χ2+3.3Χ3+0.6Χ4+1.0Χ58 Προκειμένου όμως το μοντέλο να είναι εφαρμόσιμο και σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα των οποίων οι μετοχές δεν διαπραγματεύονται σε κάποιο χρηματιστήριο, ο Altman επανεκτίμησε όλους τους συντελεστές στάθμισης του υποδείγματος αντικαθιστώντας παράλληλα την τρέχουσα αξία των ιδίων κεφαλαίων στην μεταβλητή Χ4, με την λογιστική αξία (Book value). Spathis, C., T. Detecting false financial statements using published data: Some evidence from Greece, Managerial Auditing Journal 17/4 p. 186 8 Altman, E.I., (2000), Predicting financial distress of companies: Revisiting the Z score and ZETA Models, p. 13
Στην αναθεωρημένη του μορφή το υπόδειγμα είχε την ακόλουθη μορφή: Ζ score= 0,717(X1) + 0,847(X2) + 3,107(X3) + 0,420(X4) + 0,998(X5). Η μεταβλητή Χ4 (Λογιστική αξία Ιδίων Κεφαλαίων/ Συνολικές υποχρεώσεις) εκτιμώμενη βάση της λογιστικής αξίας των ιδίων κεφαλαίων, παρουσίαζε μειωμένη σημαντικότητα σε σχέση με το αρχικό υπόδειγμα, παρόλα αυτά εξακολουθούσε να αποτελεί την τρίτη σημαντικότερη μεταβλητή του Ζ- score. Το διάστημα για το οποίο δεν δύναται να γίνει ασφαλής πρόβλεψη (gray area) είναι τώρα ευρύτερο (1,23-2,90). Προκειμένου το υπόδειγμα να μην επηρεάζεται από το μέγεθος του κάθε κλάδου (Industry effect) αφαιρέθηκε η μεταβλητή Χ1 (Πωλήσεις/ Σύνολο ενεργητικού). Το νέο υπόδειγμα Ζ - Score το οποίο απαρτιζόταν απο 4 μεταβλητές είχε την παρακάτω μορφή, με ταυτόχρονη επανεκτίμηση των σκορ πρόκρισης- απόρριψης (Cut off Point).: Ζ - Score= 6,56(Χ1) + 3,26(Χ2) + 6,72(Χ3) + 1,05(Χ4) 2.4. ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΖΕΤΑ Το 1977 οι Altman, Haldeman, Narayanan παρουσίασαν μια αναθεωρημένη μορφή του υποδείγματος πολυμεταβλητής ανάλυσης Ζ score με την ονομασία Zeta. Οι λόγοι που τους οδήγησαν στο αναθεωρημένο μοντέλο ήταν κυρίως οι εξής9: 1. Η αλλαγή του χρηματοοικονομικού προφίλ των πτωχευμένων εταιριών καθώς το μέσο μέγεθος του ενεργητικού τους είχε αυξηθεί σημαντικά. 2. Η χρησιμοποίηση όσο το δυνατόν πιο πρόσφατων πρωτογενών δεδομένων (χρηματοοικονομικές καταστάσεις την τελευταία επταετία) 3. Εφαρμογή του μοντέλου και σε κλάδους εκτός της βιομηχανίας (Λιανεμπόριο) 4. Αναπροσαρμογές των δεδομένων ώστε να ικανοποιούν τις αλλαγές στα πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (FRS, GAAP) με 9 Altman, E.I., Haldeman, R.G. and Narayanan. (1977), A new model to identify bankruptcy risk of corporations, Journal of Banking and Finance, 1, p. 30 14
απώτερο στόχο την επέκταση του χρονικού ορίζοντα εφαρμογής του μοντέλου (κεφαλαιοποίηση των εκμισθώσεων, αποθεματικά, δικαιώματα μειοψηφίας, Goodwill,: Δαπάνες έρευνας και ανάπτηξης, αναβαλλόμενες χρεώσεις). 5. Ενσωμάτωση των παρατηρήσεων άλλων μελετητών για την βελτίωση των αδύνατων σημείων της στατιστικής τεχνικής (MDA). Το νέο μοντέλο βασίστηκε σε ένα δείγμα 53 εταιριών οι οποίες πτώχευσαν την περίοδο 1969-1975. Κατόπιν έγινε η επιλογή των 58 (53+5 λόγω ανεπαρκών δεδομένων) εταιριών που θα αποτελούσαν το αντίστοιχο δείγμα των μη πτωχευμένων με βάση τον κλάδο και το μέγεθος ενεργητικού. Οι εταιρίες που επιλέχθηκαν αντιπροσώπευαν ανάλογα την βιομηχανία και το λιανεμπόριο. Οι 27 μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν κατηγοριοποιήθηκαν σε 7 ομάδες (Αποδοτικότητας, Μόχλευσης, Ρευστοποίησης, Κεφαλαιοποίησης, Μεταβλητότητας Κερδών και μια ομάδα με ποικίλους δείκτες). Οι Altman, Haldeman, Narayanan χρησιμοποίησαν λογαριθμικούς μετασχηματισμούς των μεταβλητών προκειμένου να βελτιώσουν την κανονικότητά τους. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυστηρή υπόθεση της DA και των ίσων πινάκων διασποράς (dispersion matrices) χρησιμοποίησαν την δευτεροβάθμια ανάλυση διαχωρισμού (Quadratic), αντί της γραμμικής (Linear). Οι 7 μεταβλητές με την μεγαλύτερη σημαντικότητα ήταν10: Χ1: Κέρδη προ φόρων και τόκων/ Σύνολο ενεργητικού Return on Assets: EBIT/ Total Assets Σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες ο δείκτης αυτός ήταν εξαιρετικά χρήσιμος στην αξιολόγηση της αποδοτικότητας μιας εταιρίας (Altman 1968), Beaver (1967). Στο συγκεκριμένο υπόδειγμα αν και παρουσιάζει την μικρότερη σημαντικότητα από τις μεταβλητές οι οποίες το απαρτίζουν εξακολουθεί και αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαχωρισμού. 10 Altman, E.I., Haldeman, R.G. and Narayanan, op. cit, p. 34 15
X2: Σταθερότητα κερδών (Stability of earnings) με βάση τις διακυμάνσεις του δείκτη Χ1 για μια περίοδο 10 ετών,καθώς ο επιχειρηματικός κίνδυνος μπορεί να εκφραστεί και με όρους μεταβολής των κερδών. Ο συγκεκριμένος δείκτης κατατάσσεται δεύτερος σε σημαντικότητα μετά τον Χ4 τον οποίο παραθέτουμε στη συνέχεια. Χ3: Κέρδη προ τόκων και φόρων/ Χρηματοοικονομικά έξοδα EBIT/ Total Interest payments Ο συγκεκριμένος δείκτης είχε υποστεί λογαριθμικό μετασχηματισμό προκειμένου να βελτιωθεί η κανονικότητά του. Χ4: Παρακρατηθέντα κέρδη/ Σύνολο ενεργητικού Retaining earnings/ total Assets Σύμφωνα με τους Altman, Haldeman, Narayanan η παραπάνω μεταβλητή αποτέλεσε αναμφισβήτητα τον πιο σημαντικό δείκτη τόσο σε μονομεταβλητό, όσο και σε πολυμεταβλητό επίπεδο, καθώς συνεισέφερε κατα 25% στη συνολική ικανότητα διαφοροποίησης. Χ5: Κυκλοφορούν ενεργητικό/ Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις Current Assets/ Current Liabilities Σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες, ο δείκτης γενικής ρευστότητας θεωρήθηκε ελαφρώς μεγαλύτερης σημαντικότητας από τους υπόλοιπους δείκτες ρευστότητας (από ότι για παράδειγμα ο δείκτης Κεφάλαιο κίνησης/ Σύνολο ενεργητικού). Χ6: Τρέχουσα αξία Ιδίων Κεφαλαίων/ Συνολικά Κεφάλαια Market Value equity/ Total Capital Ο αριθμητής περιλαμβάνει τον μέσο όρο της τρέχουσας αξίας των ιδίων κεφαλαίων για χρονική περίοδο 5 ετών, προκειμένου να εξομαλυνθούν πιθανές έντονες διακυμάνσεις των αγορών. Χ7: Μεταβολή Ενεργητικού (Μέγεθος) Total Assets (Size) 16
Και αυτός ο δείκτης υπέστη λογαριθμικό μετασχηματισμό προκειμένου να ενισχυθεί η κανονικότητα μετά από κατάλληλες αναπροσαρμογές λόγω FRS (GAAP). Η προβλεπτική ακρίβεια του μοντέλου ξεπερνούσε το 96% για περίοδο ενός έτους προ της εταιρικής αποτυχίας και το 70% έως και 5 έτη προ της πτώχευσης. 2.5. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΖΕΤΑ - Ζ- SCORE (ALTMAN 1 9 6 8 ) Συγκρινόμενο με το αρχικό μοντέλο Altman Z score (1968) 1. το νέο μοντέλο μπορούσε να προβλέψει εξίσου καλά ένα έτος προ της πτώχευσης (96% για το ΖΕΤΑ; Έναντι 94% για το Ζ score) αλλά με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια για τα έτη 2-5 προ της πτώχευσης (περίπου 70% για το ΖΕΤΑ έναντι μόλις 36% για το Ζ score). 2. Δύο από τις επτά μεταβλητές του νέου μοντέλου ήταν κοινές με το υπόδειγμα Ζ score ενώ η Χ6 μοιάζει με την τρέχουσα αξία Ιδίων κεφαλαίων/ Λογιστική αξία συνολικών υποχρεώσεων, του πρώτου υποδείγματος. 2.6. ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ MDA Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως πλεονεκτήματα της πολυμεταβλητής ανάλυσης διαχωρισμού τα εξής: 1. Δίνει την δυνατότητα στον αναλυτή να συνδυάσει πολλές μεταβλητές σε ένα μόνο Score Ζ. Δεν χρειάζεται να αναλύεται ένας αριθμοδείκτης ξεχωριστά αλλά μόνο το συνδυαστικό αποτέλεσμα περισσότερων δεικτών (Ζ- score). 2. Αναλύεται ολόκληρο το profile των μεταβλητών καλύπτοντας περισσότερες περιοχές στα πλαίσια της χρηματοοικονομικής ανάλυσης. 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 0: ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ 3.1. ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ Οι αριθμοδείκτες είναι σχέσεις μεταξύ μεγεθών, λογιστικής ή στατιστικής προελεύσεως, που καταρτίζονται με σκοπό τον προσδιορισμό της πραγματικής θέσεως, ή της αποδοτικότητας των διάφορων τμημάτων ή ολόκληρων τομέων, της οικονομικής μονάδας και, σε τελική ανάλυση, της πραγματικής καταστάσεως ολόκληρης της οικονομικής μονάδας ή και γενικότερα του κλάδου στον οποίο ανήκει η μονάδα αυτή. Με τους αριθμοδείκτες προσδιορίζεται η σχέση μεταξύ βασικών επιχειρηματικών μεγεθών, διευκολύνεται η επιχειρηματική δράση και επεξηγούνται τα αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτή. Με το σύστημα των αριθμοδεικτών προσδιορίζεται, επίσης, ο βαθμός αποδόσεως των διάφορων δραστηριοτήτων της οικονομικής μονάδας, με σκοπό την ορθολογικότερη εκμετάλλευση των μέσων διάσεώς της. Η συσχέτιση βασικών μεγεθών από τη θέση και τη δραστηριότητα των οικονομικών μονάδων και ο προσδιορισμός των αριθμοδεικτών, που γίνεται με βάση τα μεγέθη αυτά, οδηγεί στη δημιουργία μιας πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο δείκτης: Α ποτέλεσμα Ιδια Κ εφ άλα ια Με την παραπέρα ανάλυση του κορυφαίου αυτού δείκτη προχωρεί η διερεύνηση στην οικονομική μονάδα προς τρεις βασικές κατευθύνσεις: α. Την ανάλυση της οικονομικής διαρθρώσεώς της β. Την ανάλυση της αποδοτικότητάς της γ. Την ανάλυση της διαχειριστικής πολιτικής της 18
Για την κατάρτιση των αριθμοδεικτών τα λογιστικά μεγέθη λαμβάνονται από: Τον ισολογισμό Το λογαριασμό γενικής εκμεταλλεύσεως Το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως Τους λογαριασμούς της γενικής λογιστικής Τους λογαριασμούς της αναλυτικής λογιστικής Τα λογιστικά και εξωλογιστικά έντυπα και στατιστικά στοιχεία της οικονομικής μονάδας. Οι αριθμοδείκτες καταρτίζονται με βάση τους εξής κανόνες: α) Η συσχέτιση των μεγεθών γίνεται κατά τρόπο ώστε οι δείκτες- αριθμοί που προκύπτουν να είναι ευθέως ανάλογοι με την κατάσταση που απεικονίζουν, δηλαδή οι υψηλότεροι δείκτες να αντιστοιχούν σε ευνοϊκότερες καταστάσεις και οι χαμηλότεροι σε δυσμενέστερες.για παράδειγμα αναφέρεται ο αριθμοδείκτης: Ίδια Κ εφά λαια 3.500.000.000 ή Σύ νο λο Υ ποχρεώ σεω ν 7.000.000.000 ή 50% ή σε ευνοϊκότερη κατάσταση 4.200.000.000 7.000.000.000 ή 60% Η αντιστροφή του κλάσματος, δηλαδή: Σύ νολο Υποχρεώ σεω ν 7.000.000.000 ή Ίδια Κεφάλαια 3.500.000.000 ή 200% ή σε ευνοϊκότερη κατάσταση 7.000.000.000 4.200.000.000 ή 167% δεν είναι σύμφωνη με τον παραπάνω κανόνα. 19
β) Τα μεγέθη των συσχετίσεων επιλέγονται κατά τρόπο που να μειώνει το ελάχιστον π.χ. τα λάθη ή τις επιπτώσεις νομισματικών διακυμάνσεων. γ) Στη θέση των απόλυτων τιμών, κατά το δυνατό, λαμβάνονται οι τιμές μέσου όρου. δ) Οι δείκτες που αναφέρονται στην έννοια του κόστους, κατά κανόνα, εκτιμούνται σε συσχέτιση με δείκτες που η σύνθεσή τους βασίζεται σε ποσοτικά δεδομένα. ε) Δείκτες που οι όροι τους αναφέρονται σε διάστημα χρήσεως μικρότερο από δώδεκα (12) μήνες δεν είναι ενδεικτικοί της όλης καταστάσεως της οικονομικής μονάδας και κρίνονται πάντοτε σε συσχέτιση με δείκτες αντίστοιχων χρονικών περιόδων προηγούμενων ετών. στ) Οι δείκτες καλύπτουν όλους τους τομείς δραστηριότητας της οικονομικής μονάδας. Για το λόγο αυτό ταξινομούνται κατά τρόπο που να επιτρέπει μία αρκετά πλατύτερη ανάλυση κάθε δραστηριότητας. ζ) Δείκτης μεμονωμένος έχει σχετική μόνο χρησιμότητα. Γι αυτό επιβάλλεται να γίνεται σύγκριση διάφορων δεικτών μεταξύ τους, ώστε να εξασφαλίζονται ορθά συμπεράσματα. η) Οι δείκτες είναι δυνατό να είναι απλοί ή σύνθετοι. 3.2. ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΓΛΣ Για την κατάρτιση των αριθμοδεικτών που εξασφαλίζονται από το Γενικό Λογιστικό Σχέδιο, οι οικονομικές μονάδες οδηγούνται από τις αρχές της ορθολογικής διαχειρίσεως και διοικήσεως και από τη σκοπιμότητα 20
βελτιώσεως και συστηματοποιήσεως της οικονομικής έρευνας και αναλύσεως στον τομέα της δραστηριότητάς τους. Οι ακόλουθοι βασικοί στόχοι, που διέπουν την κατάρτιση των αριθμοδεικτών λαμβάνονται υπόψη από τις οικονομικές μονάδες: α) Η εξασφάλιση των μέσων διαγνώσεως και εκτιμήσεως των όρων ή συνθηκών κάτω από τις οποίες λειτουργούν οι οικονομικές μονάδες. β) Η κατάρτηση των δεικτών με τόπο ενιαίο, ώστε να είναι δυνατή η σύκρισή τους με τους αντίστοιχους δείκτες ομοειδών οικονομικών μονάδων. γ) Η καλύτερη αξιοποίηση του λογιστικού και στατιστικού υλικού των οικονομικών μονάδων, για την εξυπηρέτηση όχι μόνο των αναγκών τους και πλατύτερα εκείνων που ασχολούνται με την έρευνα των διάφορων τομέων της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και γενικότερα, π.χ. των Οργανισμών ή Υπηρεσιών που απασχολούνται με οικονομικές και κοινωνικές μελέτες σε υψηλότερο επίπεδο. 3.3. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ Οι αριθμοδείκτες ταξινομούνται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται στην κατάρτισή τους και τον τύπο της επιχειρηματικής έρευνας και αναλύσεως που επιδιώκεται. Οι αριθμοδείκτες ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες από τις οποίες: Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους αριθμοδείκτες οι οποίοι εξυπηρετούν τις ανάγκες αξιολογήσεως της οικονομικής θέσεως της οικονομικής μονάδας, όπως αυτή εμφανίζεται σε στατική μορφή. Τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την κατάρτιση των αριθμοδεικτών αυτών αντλούνται βασικά από τους λογαριασμούς του ισολογισμού, δηλαδή από τις ομάδες 1-5 του σχεδίου λογαριασμών. 21
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους αριθμοδείκτες οι οποίοι εξυπηρετούν τις ανάγκες αναλύσεως της δυναμικής εικόνας της επιχειρηματικής προσπάθειας και του αποτελέσματος που προκύπτει από τη λειτουργία της οικονομικής μονάδας. Τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την κατάρτιση των αριθμοδεικτών αυτών αντλούνται βασικά από τους λογαριασμούς οργανικών, κατ είδος, εξόδων και εσόδων (ομάδες 6-7 του σχεδίου λογαριασμών), γενικής εκμεταλλεύσεως και αποτελεσμάτων (ομάδα 8 του σχεδίου λογαριασμών). Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει δείκτες οι οποίοι εξυπηρετούν την ανάγκη συσχετίσεως των στατικών στοιχείων του ισολογισμού προς τα δυναμικά στοιχεία της εκμεταλλεύσεως, με σκοπό τον προσδιορισμό της ορθολογικής ή μη χρησιμοποιήσεως των μέσων της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι αριθμοδείκτες κατά κατηγορίες είναι οι εξής: > Ρευστότητας > Δραστηριότητας > Αποδοτικότητας > Δαπανών Λειτουργίας > Κεφαλαιακής Διάρθρωσης > Αποτίμησης - Επενδυτικοί 22
3.4. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ Σύμφωνα με όσα καθορίζονται στα επιμέρους κεφάλαια του ΓΛΣ και στις σχετικές παραγράφους τους, το περιεχόμενο των ορων των αριθμοδεικτών, με την αλφαβητική σειρά τους, είναι το εξής: 1) Αγορές αποθεμάτων και υπηρεσιών με πίστωση. Για τη συγκεκριμένη περίοδο προσδιορίζονται με οποιοδήποτε τρόπο οι αγορές αποθεμάτων και υπηρεσιών που γίνονται με πίστωση. Έναν από τους τρόπους αποτελεί ο προσδιορισμός του αθρόίσματος των καθαρών πιστώσεων (πιστώσεις μείον αντιλογισμοί) των λογαριασμών 50.00-50.04. 2) Απαιτήσεις από πελάτες. Για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων από πελάτες αθροίζονται τα υπόλοιπα των λογαριασμών 30.00 «πελάτες εσωτερικού», 30.01 «πελάτες εξωτερικού», 30.02 «Ελληνικό Δημόσιο», 30.03 «Ν.Π.Δ.Δ. και Δημόσιες Επιχειρήσεις», 30.06 «πελάτες- παρακρατημένες εγγυήσεις», 30.97 «πελάτες επισφαλείς», 30.98 «Ελληνικό Δημόσιο λογ. Επίδικων απαιτήσεων και 30.99 «λοιποί πελάτες λογ. Επίδικων απαιτήσεων». 3) Απαιτήσεις από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών. Για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων από πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών αθροίζονται τα υπόλοιπα των λογαριασμών των πελατών (όρος Νο2: απαιτήσεις από πελάτες) και τα υπόλοιπα των ανείσπρακτων γραμματίων εισπρακτέων, οπουδήποτε και αν βρίσκονται αυτά, δηλαδή των λογαριασμών 31.00 «γραμμάτια στο χαρτοφυλάκιο», 31.01 «γραμμάτια στις Τράπεζες για είσπραξη», 31.02 «γραμμάτια στις Τράπεζες σε εγγύηση», 31.03 «γραμμάτια σε καθυστέρηση», 31.07 «γραμμάτια σε Ξ.Ν. στο χαρτοφυλάκιο», 31.08 «γραμμάτια σε Ξ.Ν. στις Τράπεζες για είσπραξη», 31.09 «γραμμάτια σε Ξ.Ν. στις Τράπεζες σε εγγύηση» και 31.10 «γραμμάτια σε Ξ.Ν. σε καθυστέρηση». 4) Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Το άθροισμα των κονδυλίων των κατηγοριών Γ (ΙΙ) «βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις» και Δ «μεταβατικοί λογαριασμοί παθητικού» του παθητικού. 23
5) Διαρκή κεφάλαια. Το άθροισμα των κονδυλίων των κατηγοριών Α «ίδια κεφάλαια» και Γ (Ι) «μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις» του παθητικού του ισολογισμού. Τα κονδύλια της κατηγορίας Α λαμβάνονται μειωμένα κατά τα ποσά των κατηγοριών Α «οφειλόμενο κεφάλαιο» και Δ (ΙΙ) (4) «κεφάλαιο εισπρακτέο στην επόμενη χρήση» του ενεγητικού. 6) Ίδια κεφάλαια. Το άθροισμα των κονδυλίων των κατηγοριών Α (Ι) «ίδια κεφάλαια», Α (ΙΙ) «διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο», Α (ΙΙΙ) «διαφορές αναπροσαρμογής- επιχορηγήσεις επενδυσεων», Α (Ιν) «αποθεματικά κεφάλαια» και Α (V) «αποτελέσματα εις νεο» του παθητικού του ισολογισμού. Τα κονδύλια των κατηγοριών Α (Ι) και Α (ΙΙ) λαμβάνονται μειωμένα κατά τα ποσά των κατηγοριών Α «οφειλόμενο κεφάλαιο» και Δ (ΙΙ) (4) «κεφάλαιο εισπρακτέο στην επόμενη χρήση» του ενεργητικού. 7) Καθαρά αποτελέσματα εκμεταλλεύσεως. Το υπόλοιπο του λογαριασμού 80, το οποίο απεικονίζεται και στην κατάσταση του λογαριασμού γενικής εκμεταλλεύσεως (κέρδη ή ζημίες εκμεταλλεύσεως). 8) Καθαρά αποτελέσματα χρήσεως πριν από την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος και των λοιπών μη ενσωματωμένων στο λειτουργικό κόστος φόρων. Το υπόλοιπο του λογαριασμού 86, το οποίο απεικονίζεται και στην κατάσταση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως (κέρδη ή ζημίες χρήσεως προ φόρων). 9) Κεφάλαιο κινήσεως (με την έννοια του καθαρού «κυκλοφορούντος» ενεργητικού). Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κινήσεως αθροίζονται τα κονδύλια του κυκλοφορούντος ενεργητικού (Δ (Ι) «αποθέματα», Δ (ΙΙ) «απαιτήσεις», Δ (ΙΙΙ) «χρεόγραφα», και Δ (Ιν) «διαθέσιμα»), μειωμένα κατά το ποσό της κατηγορίας Δ (ΙΙ) (4) «κεφάλαιο εισπρακτέο στην επόμενη χρήση», και τα κονδύλια της κατηγορίας Ε «μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού» του ενεργητικού. Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το άθροισμα των κονδυλίων Γ (ΙΙ) «βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις» και Δ «μεταβατικοί λογαριασμοί παθητικού» του παθητικού. Η διαφορά (+ ή -) απεικονίζει το κεφάλαιο 24
κινήσεως κάθε οικονομικής μονάδας στο τέλος της περιόδου προσδιορισμού του. Άλλος τρόπος προσδιορισμού του κεφαλαίου κινήσεως, που καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, είναι ο εξής: Αθροίζονται τα καταβλημένα ίδια κεφάλαια και οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το πάγιο ενεργητικό. Στο πάγιο ενεργητικό περιλαμβάνονται και τα κονδύλια της κατηγορίας Β «έξοδα εγκαταστάσεως» του ενεργητικού. Στα καταβλημένα ίδια κεφάλαια περιλαμβάνονται τα κονδύλια της κατηγορίας Β «προβλέψεις για κινδύνους και έξοδα» του παθητικού. Τα καταβλημένα ίδια κεφάλαια αποτελούνται από τα κονδύλια της κατηγορίας Α «ίδια κεφάλαια» του παθητικού, μειωμένα κατά τα ποσά των κατηγοριών Α «οφειλόμενο κεφάλαιο» και Δ (ΙΙ) (4) «κεφάλαιο εισπρακτέο στην επόμενη χρήση» του ενεργητικου. 10) Κόστος πωλήσεων αποθεμάτων και υπηρεσιών. Για τον προσδιορισμό του κόστους πωλήσεων αποθεμάτων και υπηρεσιών αθροίζονται τα υπόλοιπα των λογαριασμών 70 έως και 73 και από το άθροισμα που προκύπτει αφαιρείται το υπόλοιπο του λογαριασμού 86.00.00 «μικτά αποτελέσματα (κέρδη ή ζημίες) εκμεταλλεύσεως». Το κόστος πωλήσεων αποθεμάτων και υπηρεσιών απεικονίζεται και στην κατάσταση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως. 11) Κόστος πωλήσεων αποθεμάτων. Για τον προσδιορισμό του κόστους πωλήσεων αποθεμάτων (εμπορευμάτων, έτοιμων και ημιτελών προϊόντων, καθώς και λοιπών αποθεμάτων του λογ. 72), από το κόστος πωλήσεων αποθεμάτων και υπηρεσιών αφαιρείται το κόστος πωλήσεων υπηρεσιών. 12) «Κυκλοφορούν» ενεργητικό. Το άθροισμα των κονδυλίων Δ (Ι) «αποθέματα», Δ (ΙΙ) «απαιτήσεις» (εκτός από το ποσό της κατηγορίας Δ (ΙΙ) (4) «κεφάλαιο εισπρακτέο στην επόμενη χρήση»), Δ (ΙΙΙ) «χρεόγραφα», Δ (Ιν) «διαθέσιμα» και Ε «μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού» του ενεργητικού. 25
13) Μικτά αποτελέσματα. Το υπόλοιπο του λογαριασμού 86.00.00 «μικτά αποτελέσματα (κέρδη ή ζημίες) εκμεταλλεύσεως», το οποίο απεικονίζεται και στην κατάσταση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως. 14) Μέσος όρος αποθεμάτων περιόδου. Για τον προσδιορισμό του μέσου όρου αποθεμάτων περιόδου, αθροίζονται τα αποθέματα ενάρξεως και λήξεως της περιόδου των λογαριασμών 20-28 και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό 2. Τα αποθέματα ενάρξεως της χρήσεως και τα αποθέματα τέλους χρήσεως απεικονίζονται στην κατάσταση του λογαριασμού της γενικής εκμεταλλεύσεως. Περισσότερο ακριβής τρόπος υπολογισμού του μέσου όρου αποθεμάτων της περιόδου είναι εκείνος, σύμφωνα με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη τα μηνιαία αποθέματα. Συγκεκριμένα, στο τέλος κάθε μήνα αθροίζονται τα υπόλοιπα των λογαριασμών 94 «αποθέματα» και των σχετικών υπολογαριασμών του 93 «κόστος παραγωγής (παραγωγή σε εξέλιξη)» και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό των μηνών της περιόδου. Η επιλογή του τρόπου αυτού αφήνεται στην κρίση της οικονομικής μονάδας. 15) Νέες επενδύσεις. Οι αυξήσεις του πάγιου ενεργητικού που γίνονται μέσα στη χρηση (λογ. Ομάδας 1 σχεδίου λογαριασμών), για τον προσδιορισμό των οποίων δε λαμβάνονται υπόψη οι λογαριασμοί 16.10-16.19 «έξοδα πολυετούς αποσβέσεως» και οι λογαριασμοί 18.02-18.14 «μακροπρόθεσμες απαιτήσεις». 16) Πάγιο ενεργητικό. Το άθροισμα των κονδυλίων των κατηγοριών Γ (Ι) «ασώματες ακινητοποιήσεις», Γ (ΙΙ) «ενσώματες ακινητοποιήσεις» και Γ (ΙΙΙ) «συμμετοχές και άλλες χρηματοοικονομικές απαιτήσεις» του ενεργητικού 17) Περιθώριο αυτοχρηματοδοτησεως. Για τον προσδιορισμό του περιθωρίου αυτοχρηματοδοτήσεως αθροίζονται αλγεβρικά τα κέφδη χρήσεως που δε διανέμονται(μετά τν αφαίρεση των φόρων- εισφοράς ΟΓΑ- λοιπών φόρων που δεν περιλαμβάνονται στο λειτουργικό κόστος) ή οι ζημίες χρήσεως (μετά την προσαύξησή τους με τους λοιπούς φόρους που δεν περιλαμβάνονται στο λειτουργικό κόστος) και οι αποσβέσεις χρήσεως των λογαριασμών 66 και 85. 26
Τα κέρδη που δε διανέμονται απεικονίζονται στον πίνακα διαθέσεως αποτελεσμάτων (λογ. 41.02 «τακτικό αποθεματικό», 41.03 «αποθεματικά καταστατικού», 41.04-05 «ειδικά και έκτακτα αποθεματικά», 41.08 «αφορολόγητα αποθεματικά» και 42.00 «υπόλοιπο κερδών εις νέο»). Στον ίδιο πίνακα απεικονίζονται και τα καθαρά αποτελέσματα χρήσεως (κέρδη ή ζημίες λογ. 86.99), ο φόρος εισοδήματος και η εισφορά ΟΓΑ (λογ. 88.08), καθώς και οι λοιποί μη ενσωματομένοι στο λειτουργικό κόστος φόροι (λογ. 88.09). 18) Πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών. Για τον προσδιορισμό των πωλήσεων αποθεμάτων και υπηρεσιών αθροίζονται τα υπόλοιπα των λογαριασμών 70 «πωλήσεις εμπορευμάτων», 71 «πωλήσεις προϊόντων έτοιμων και ημιτελών», 74 «επιχορηγήσεις και διάφορα έσοδα πωλήσεων» 75 «έσοδα παρεπόμενων ασχολιών». Τα υπόλοιπα των λογαριασμών 70, 71, 72 και 73 απεικονίζονται και στην κατάσταση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως με τον τίτλο «κύκλος εργασιών (πωλήσεις)». Στον ίδιο πίνακα απεικονίζονται και τα υπόλοιπα των λογαριασμών 74 και 75. Συγκεκριμένα τα τελευταία αυτά υπόλοιπα προκύπτου από τα «άλλα έσοδα εκμεταλλεύσεως» μετά την αφαίρεση των «χρησιμοποιημένων» από τα «άλλα έσοδα εκμεταλλεύσεως» του λογαριασμού 78.05. 19) Πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών με πίστωση. Για τη συγκεκριμένη περίοδο προσδιορίζονται με οποιοδήποτε τρόπο οι πωλήσεις αποθεμάτων και υπηρεσιών με πίστωση. Έναν από τους τρόπους αποτελεί ο προσδιορισμός του αθροίσματος των καθαρών χρεώσεων (χρεώσεις μείον αντιλογισμοί) των λογαριασμών 30.00-30.03. 20) Σύνολο ενεργητικού. Το γενικό σύνολο ενεργητικού της καταστάσεως ισολογισμού τέλους χρήσεως, το οποίο προκύπτει από το άθροισμα των κονδυλίων των κατηγοριών του ενεργητικού: Β «έξοδα εγκαταστάσεως», Γ «πάγιο ενεργητικού», Δ «κυκλοφορούν ενεργητικό» εκτός από το ποσό της κατηγορίας Δ (ΙΙ) (4) «κεφάλαιο εισπρακτέο στην επόμενη χρήση» και Ε «μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού» της καταστάσεως αυτής. 27
21) Σύνολο παθητικού. Το γενικό σύνολο παθητικού της καταστάσεως ισολογισμού τέλους χρήσεως, το οποίο προκύπτει απο το άθροισμα των κονδυλίων των κατηγοριών του παθητικού: Α «ίδια κεφάλαια», Β «προβλέψεις για κινδύνους και έξοδα», Γ «υποχρεώσεις» και Δ «μεταβατικοί λογαριασμοί παθητικού» της καταστάσεως αυτής. Τα κονδύλια της κατηγορίας Α «ίδια κεφάλαια» λαμβάνονται μειωμένα κατά τα ποσά των κατηγοριών Α «οφειλόμενο κεφάλαιο» και Δ (ΙΙ) (4) «κεφάλαιο εισπρακτέο στην επόμενη χρήση» του ενεργητικού του ισολογισμού. 22) Σύνολο υποχρώσεων. Το άθροισμα των κονδυλίων των κατηγοριών Γ (Ι) «μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις» και Γ (ΙΙ) «βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις» του παθητικού της καταστάσεως ισολογισμού τέλους χρήσεως. 23) Υποχρεώσεις προς προμηθευτές. Για τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων προς προμηθευτές αθροίζονται τα υπόλοιπα των λογαριασμών 50.00 «προμηθευτές εσωτερικού», 50.01 «προμηθευτές εξωτερικού», 50.02 «Ελληνικό Δημόσιο», 50.03 «Ν.Π.Δ.Δ. και Δημόσιες Επιχειρήσεις», 50.06 «προμηθευτές- παρακρατημένες εγγυήσεις» και 50.08 «προμηθευτές εσωτερικού λογ πάγιων στοιχείων», καθώς και τα υπόλοιπα των λογαριασμών 51.00 «γραμμάτια πληρωτέα σε Δρχ.», 51.01 «γραμμάτια πληρωτέα σε Ξ.Ν.» και 51.02 «γραμμάτια πληρωτέα εκδόσεως Ν.Π.Δ.Δ. και Δημοσίων Επιχειρήσεων», κατά το μέρος που αφορούν αγορές αποθεμάτων της ομάδας 2 και υπηρεσιών. Η ανάγκη διασπάσεως των γραμματίων πληρωτέων που αφορούν αγορές πάγιων στοιχείων εξυπηρετείται από τους τριτοβάθμιους πληρωτέων που αφορούν αγορές πάγιων στοιχείων εξυπηρετείται από τους τριτοβάθμιους υπολογαριασμούς των λογαριασμών 51.00, 51.01 και 51.02. 28
3.5 Δ είκ τες Ρ ευ σ τότη τα ς Σκοπός των δεικτών ρευστότητας είναι να εξετάσουν τη δυνατότητα της επιχείρησης να καλύπτει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Η ανεπάρκεια ρευστότητας επηρεάζει τα κέρδη αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Η έλλειψη μετρητών ή κυκλοφορούντων στοιχείων που μετατρέπονται εύκολα σε μετρητά μπορεί να οδηγήσει την επιχείρηση στο παρακάτω φαινόμενο: > Να μην μπορεί να προμηθεύεται εύκολα εμπορεύματα και α ύλες. Επιπλέον οι τιμές που θα αγοράζει, θα είναι ακριβότερες, καθώς οι προμηθευτές θα τιμολογήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο, με δυσμενή επίπτωση στα κέρδη της επιχείρησης. > Εάν η επιχείρηση δεν είναι να θέση να εφοδιάζεται εύκολα α ύλες ή εμπορεύματα, αυτό θα έχει δυσμενή επίπτωση στη δραστηριότητα της. Επιπλέον αυτό θα επηρεάσει την εικόνα της στην αγορά οπού θα αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από τους συνεργάτες της. Οι κυριότεροι αριθμοδείκτες για την ανάλυση της ρευστότητας μίας επιχείρησης παρουσιάζονται παρακάτω. Δείκτης Γενικής ή Κυκλοφοριακής Ρευστότητας (Current Ratio) Κυκλοφορούν Ενεργητικό 4- Μεταβατικοί Ενεργητικού Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις + Μεταβατικοί Παθητικού Ο Δείκτης Γενικής Ρευστότητας φανερώνει την ευχέρεια ανταπόκρισης στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, με βάση τις εισροές που εξασφαλίζουν τα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού (πελάτες, αποθέματα, διαθέσιμα και χρεώστες γενικά). Ο υπολογισμός του δείκτη (ΚΕ / ΒΥ), ουσιαστικά στηρίζεται στην υπόθεση ότι οι απαιτήσεις και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού έχουν πρακτικά ίδιο χρόνο ρευστοποίησης, ο οποίος είναι αντίστοιχος με εκείνο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. 29
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι αρκετά πολυπλοκότερη και δεν είναι εφικτό να διαπιστωθεί κατά πόσο οι αποκλίσεις από την πιο πάνω υπόθεση συμψηφίζονται. Έτσι, για τη συντηρητική αντιμετώπιση του θέματος, θεωρείται ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός περιθωρίου το οποίο θα εξασφαλίζει την επιχείρηση από ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην πλευρά των εισροών. Με άλλα λόγια, τιμές του ΔΓΡ κοντά στη μονάδα κρίνονται ως μη ικανοποιητικές. Αν και δεν υπάρχει μια γενικά αποδεκτή ή επιστημονικά θεμελιωμένη άριστη τιμή, μπορεί να λεχθεί ότι τιμές μεταξύ 1,5 (ή 150%) και 2 (200%) είναι ενδεικτικές πολύ καλής ρευστότητας. Στην ανάλυση του δείκτη γενικής ρευστότητας πρέπει να συνυπολογίζονται οι παρακάτω παράγοντες: Η φύση των εργασιών της εταιρίας. Εταιρίες με λίγα αποθέματα, οι οποίες πληρώνονται μετρητά (υψηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα εμπορευμάτων) μπορούν να αντιμετωπίσουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις ακόμα και με μικρές τιμές του δείκτη (π.χ. Super Market). Η σύνθεση του κυκλοφορούντος ενεργητικού. Η υπερεπένδυση σε αποθέματα και η ύπαρξη λίγων ρευστών διαθεσίμων επηρεάζει αρνητικά τη ρευστότητα. Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ότι η ρευστοποίηση των αποθεμάτων είναι χρονοβόρα και πολλές φορές μπορεί να αποφέρει σημαντικές ζημίες. Ταχύτητα κυκλοφορίας αποθεμάτων και απαιτήσεων. Η ταχύτητα κυκλοφορίας περιγράφει πόσο γρήγορα μετατρέπεται ένα στοιχείο του ενεργητικού σε ένα άλλο, που έχει πιο ρευστή μορφή. Έτσι τα αποθέματα μετατρέπονται σε εισπρακτέους λογαριασμούς, η δε απαιτήσεις, σε ρευστά διαθέσιμα. Χαμηλές ταχύτητες κυκλοφορίας μπορεί να απαξιώσουν τα εμπορεύματα, ή στην περίπτωση των απαιτήσεων, να αυξήσουν τις επισφάλειες. Δείκτης Άμεσης ή Ταχείας Ρευστότητας (Acid Test) Κυκλοφορούν Ενεργητικό - Απ ο θέματα Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις 30
Ο Δείκτης Άμεσης Ρευστότητας διαφοροποιείται από τον ΔΓΡ κατά το ότι δεν περιλαμβάνει στον αριθμητή τα αποθέματα, επειδή θεωρείται ότι αυτά ρευστοποιούνται με σχετικά μικρότερη ταχύτητα από τα άλλα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού. Στόχος του δείκτη, επομένως, είναι να μετρήσει την ικανότητα της επιχείρησης για εξόφληση των υποχρεώσεών της, με χρήση των κατά τεκμήριο ευκολότερα ρευστοποιήσιμων στοιχείων της. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα αναφέρθηκαν για τον ΔΓΡ, με τη διαφορά ότι ικανοποιητικές τιμές θεωρούνται αυτές που είναι μεγαλύτερες της μονάδας ή (>100%). Δείκτης Μετρητών ή Ταμειακής Ρευστότητας Μ ετρητά & Ισοδύναμα Μ ετρητών Β ραχυπρόθεσμες Υ π οχρεώ σεις Ο δείκτης αυτός εκφράζει τη δυνατότητα της επιχείρησης να εξοφλήσει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις με τα μετρητά που διαθέτει. Τιμές μεγαλύτερης της μονάδας (>100%) θεωρούνται παραπάνω από ικανοποιητικές. Μια σημαντικά υψηλότερη τιμή από την αντίστοιχη του κλάδου μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στην αποδοτικότητα και κερδοφορία της επιχείρησης, λόγω υπερεπάρκειας ρευστών. Εναλλακτικά εάν αυτά τα ρευστά είχαν διατεθεί για επενδύσεις, η επιχείρηση θα μπορούσε να έχει περισσότερη αποδοτικότητα και κερδοφορία. Δείκτης Αμυντικού Χρονικού Διαστήματος Κ υ κ λοφ ορούν Ενεργητικό Α ποθέματα Ημερήσιες Λειτουργικές Δ απάνες Οι προηγούμενοι δείκτες (γενικής - ειδικής ρευστότητας) μελετούσαν την ικανότητα εξόφλησης των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Επειδή η λήξη αυτών των υποχρεώσεων είναι άγνωστη, οι τιμές >2 και >1 αντίστοιχα 31
θεωρούνται ως πρότυπες, ώστε να υπάρχει ένα περιθώριο ασφαλείας για την εξόφληση τους, ακόμα και αν η λήξη τους είναι κοντινή. Ο δείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος προσπαθεί να αποτυπώσει μία πιο δυναμική εικόνα για τη ρευστότητα, περιλαμβάνοντας τις ημερήσιες λειτουργικές δαπάνες. Επειδή οι ημερήσιες λειτουργικές δαπάνες δεν είναι γνωστές σε έναν εξωτερικό αναλυτή, γίνεται προσπάθεια προσέγγισης με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία. Λειτουργικές δαπάνες αποτελούν τα έξοδα για την παραγωγή, διοίκηση και διάθεση των προϊόντων. Λαμβάνεται λοιπόν αντίστοιχα το κόστος πωλήσεων, τα έξοδα διοίκησης, έρευνας & ανάπτυξης, διάθεσης, τα χρηματοοικονομικά έξοδα. Από το παραπάνω ποσό των δαπανών, αφαιρούμε τις αποσβέσεις που δεν αποτελούν ταμειακές ροές και το σύνολο το διαιρούμε με το σύνολο ημερών του έτους. Σκοπός του δείκτη είναι να δείξει, σε ημέρες, το διάστημα που μπορεί να ανταποκριθεί η επιχείρηση στις λειτουργικές δαπάνες, χωρίς να απαιτούνται τα λειτουργικά της έσοδα. 3.6 Δ είκ τες Δ ρ α σ τη ρ ιότη τα ς Οι δείκτες δραστηριότητας προσπαθούν να απεικονίσουν το βαθμό αποτελεσματικής χρησιμοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Η χρησιμοποίηση ορισμένων αριθμοδεικτών δραστηριότητας βοηθά να προσδιορίσουμε το βαθμό μετατροπής ορισμένων περιουσιακών στοιχείων (αποθεμάτων, απαιτήσεων) σε ρευστά. Οι αριθμοδείκτες αυτοί συνεπάγονται συγκρίσεις ανάμεσα στο επίπεδο των πωλήσεων ή του κόστους πωλήσεων και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Οι κυριότεροι αριθμοδείκτες είναι: Κυκλοφοριακή Ταχύτητα Αποθεμάτων Κ όστος1πω/ιή σεων Μ ίσο Υψος1Αποθεμάτων Η κυκλοφοριακή ταχύτητα αποθεμάτων δείχνει πόσες φορές τα αποθέματα μετατρέπονται σε εισπρακτέους λογαριασμούς μέσω των πωλήσεων 32