ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ
Α. Εισαγωγή Ο χρηµατοοικονοµικός προγραµµατισµός και έλεγχος ταυτίζεται µε τη βιωσιµότητα της επιχείρησης. Στηρίζεται στην ευελιξία, αφού κάθε επιχείρηση δρα διαφορετικά και διαµορφώνει ένα πρόγραµµα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της. Περιλαµβάνει τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί επιχείρηση, προκειµένου να πραγµατοποιήσει τους στόχους της. η Τα στοιχεία που προγραµµατισµό είναι: συνθέτουν τον χρηµατοοικονοµικό η ανάλυση του νεκρού σηµείου η πολιτική των κεφαλαίων κίνησης η πιστωτική πολιτική η διαχείριση των αποθεµάτων ο ταµειακός προγραµµατισµός η βραχυπρόθεσµη χρηµατοδότηση
Β. Ανάλυση Νεκρού Σηµείου (Break Even Analysis) Β1. Το νεκρό σηµείο Η ανάλυση του νεκρού σηµείου αποτελεί µέτρο σύγκρισης, της παραγόµενης και πωλούµενης ποσότητας της επιχείρησης, µε τα κέρδη της. Το νεκρό σηµείο περιέχει δύο βασικούς άξονες: 1) τα έσοδα από τις πωλήσεις του προϊόντος 2) το συνολικό κόστος παραγωγής του προϊόντος (σταθερό + µεταβλητό κόστος). Το νεκρό σηµείο αντιστοιχεί στο επίπεδο πωλήσεων, όπου τα έσοδα από τις πωλήσεις καλύπτουν ακριβώς το συνολικά έξοδα Στο νεκρό σηµείο η επιχείρηση δεν έχει ούτε κέρδη, ούτε και ζηµιές. Αν η πωλούµενη ποσότητα είναι µεγαλύτερη από αυτή που αντιστοιχεί στο νεκρό σηµείο θα έχει κέρδη, γιατί τα έσοδα θα υπερκαλύπτουν το συνολικό της κόστος. Αν πωλεί ποσότητα µικρότερη του νεκρού σηµείου θα έχει ζηµίες.
Β1.1. Η αλγεβρική λύση του νεκρού σηµείου Χρησιµοποιώντας την άλγεβρα µπορούµε να υπολογίσουµε τη λύση του νεκρού σηµείου. Έστω, η επιχείρηση παράγει Q µονάδες και πωλεί σε τιµή P. Έχει σταθερό κόστος A, ενώ κάθε µονάδα προϊόντος κοστίζει µ. Τα συνολικά έσοδα Ε είναι ίσα µε: Και το συνολικό κόστος C: Το νεκρό σηµείο θα βρεθεί λύνοντας την εξίσωση: Για να επιτύχει η επιχείρηση το νεκρό σηµείο θα πρέπει να A παράγει ποσότητα: Q = Για να βρούµε την αξία των πωλήσεων στο νεκρό σηµείο λύνουµε: E= P Q Και µε αντικατάσταση: E C = A+ µ Q P µ = A P µ P E = P Q E= C
Β1.2. Η γραφική απεικόνιση του νεκρού σηµείου Έσοδα, κόστος Συνολικά έσοδα Συνολικό κόστος Μεταβλητό κόστος E,C Σταθερό κόστος Q* Q
Η γραφική απεικόνιση του νεκρού σηµείου (συνέχεια) Παράδειγµα 1 Επιχείρηση παράγει και πωλεί 10.000 µονάδες προς 5 κάθε µονάδα. Το σταθερό της κόστος είναι 20.000 και κάθε µονάδα στοιχίζει 2,50. Η ποσότητα του νεκρού σηµείου είναι: Q=8000 µονάδες Q = 20.000 5 2,50 Η αξία των πωλήσεων είναι: E 20.000 5 2,50 5 Ε=40.000euro Εφόσον η επιχείρηση πωλεί ποσότητα 10.000 µονάδων, που είναι µεγαλύτερη από την ποσότητα του νεκρού σηµείου, πραγµατοποιεί κέρδη. =
Η γραφική απεικόνιση του νεκρού σηµείου (συνέχεια) Όταν η επιχείρηση δεν παράγει έχει ζηµιές ίσες µε το σταθερό της κόστος Α. Καθώς αρχίζει να παράγει και να πωλεί, τα έσοδα καλύπτουν ολοένα και µεγαλύτερο µέρος του κόστους και οι ζηµιές µειώνονται. Όταν η παραγωγή αγγίξει το νεκρό σηµείο τα κέρδη είναι µηδενικά, ενώ για ποσότητες µεγαλύτερες η επιχείρηση έχει κέρδη. E Αν η σχέση που συνδέει τα κέρδη και την αξία των πωλήσεων είναι γραµµική, η επιχείρηση θα µεγιστοποιήσει τα κέρδη της όταν βρίσκεται σε πλήρη παραγωγική δυναµικότητα Q m m
Η γραφική απεικόνιση του νεκρού σηµείου (συνέχεια) Κέρδη 0 Ε E m Αξία πωλήσεων -Α
Β1.3. Το µεικτό περιθώριο κέρδους Eίναι το ποσό που αποµένει, αν από την τιµή πώλησης του προϊόντος αφαιρεθεί το ανά µονάδα µεταβλητό κόστος. Μεικτό περιθώριο=τιµή πώλησης Μοναδιαίο Μεταβλητό κόστος Από το παράδειγµα 1 το µεικτό περιθώριο για την επιχείρηση είναι: Μεικτό περιθώριο = ( 5 2,50 ) = 2,50 Ο δείκτης µεικτού περιθωρίου δείχνει το πόσο ευαίσθητα είναι τα καθαρά κέρδη στις µεταβολές των πωλήσεων. Όταν είναι υψηλός, µία αύξηση το των πωλήσεων θα προκαλέσει µεγάλη αύξηση στα καθαρά κέρδη. Ο δείκτης µεικτού περιθωρίου εκφρασµένος σε συνολική και όχι µοναδιαία βάσηείναι ίσος µε: ΜΚ= (Έσοδα από πωλήσεις Συν. Μεταβλ. Κόστος) / Έσοδα από πωλήσεις α = E m E m M m
Παράδειγµα 2 Υπολογίζοντας το δείκτη µεικτού περιθωρίου α του παραδείγµατος 1, τα συνολικά έσοδα από την πώληση των 10.000 µονάδων είναι: E m = P Qm =5 10.000 = 50.000 µονάδες Tο συνολικό µεταβλητό κόστος: =25.000 ευρώ M = µ Q m m =2,50 10.000 O δείκτης µεικτού περιθωρίου α= 50.000 25.000 50.000 = 0,5
Β1.4. Η επίδραση των αποσβέσεων και των φόρων στον υπολογισµό του νεκρού σηµείου Παράδειγµα 3 Επιχείρηση έχει σταθερό κόστος ίσο µε 300.000, ανά µονάδα µεταβλητό κόστος 100, ετήσιες αποσβέσεις 5.000, φορολογικό συντελεστή 30% και τιµή πώλησης κάθε µονάδας προϊόντος 200. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει πως διαµορφώνονται τα έσοδα και τα κόστη σε διαφορετικά επίπεδα πωλήσεων. ΠΩΛΟΥΜΕΝΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟ ΣΤΑΘΕΡΟ ΚΑΘΑΡΑ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΣΟ Α ΚΟΣΤΟΣ ΚΟΣΤΟΣ ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ ΦΟΡΟΙ ΚΕΡ Η 0 0 0-300.000-5.000 91.500-213.500 2.000 400.000-200.000-300.000-5.000 31.500-73.500 3.050 610.000-305.000-300.000-5.000 0 0 4.000 800.000-400.000-300.000-5.000-28.500 66.500
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 3 (συνέχεια) Οι φόροι υπολογίζονται ως εξής: (έσοδα µεταβλητό κόστος) φορολογικό συντελεστή - (σταθερό κόστος + αποσβέσεις) φορολογικό συντελεστή. Όταν δεν παράγει η επιχείρηση, τότε έχει επιστροφή φόρου ίση µε (σταθερό κόστος + αποσβέσεις) φορολογικό συντελεστή. Σύµφωνα µε τα δεδοµένα το µεικτό περιθώριο είναι: Μεικτό περιθώριο = ( Τιµή πώλησης Μεταβλητό κόστος ) x (1- φορολογικό συντελεστή) ( 200 100 ) ( 1 0,3 ) = 100 0,7= 70 Κάθε µονάδα πώλησης αποφέρει 70 για την κάλυψη του σταθερού κόστους και του κέρδους. Το σταθερό κόστος και οι αποσβέσεις µετά από τους φόρους είναι: ( Σταθερό κόστος + Αποσβέσεις )(1- φορολογικό συντελεστή) = ( 300.000 + 5.000 ) ( 1 0,3) = 305.000 0,7 = 213.500 =
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 3 (συνέχεια) Για να υπολογίσουµε την ποσότητα των πωλήσεων που αντιστοιχεί στο νεκρό σηµείο λύνουµε ως προς Q την εξίσωση: Q*Μεικτό περιθώριο = (Σταθερό κόστος + Αποσβέσεις)(1- φορολογικό συντελεστή) Q=(Σταθερό κόστος + Αποσβέσεις) * (1-φορολογικό συντελεστή)/ Μεικτό περιθώριο= 213.500 Q= = 3. 050 µονάδες 70 Ο δείκτης µεικτού περιθωρίου είναι ίσος: ( 200 3.050 100 3.050) α = Η αξία των πωλήσεων είναι: 200 3.050 Αξία πωλήσεων = (Σταθερό κόστος + Αποσβέσεις) / α = 300.000 + 5.000 0,5 = 610.000 = 0,5
Β2. Το ταµειακό νεκρό σηµείο Αντιστοιχεί στην ποσότητα παραγωγής που καλύπτει το συνολικό µεταβλητό κόστος και τις εκταµιευµένες σταθερές δαπάνες. Οι εκταµιευόµενες σταθερές δαπάνες βαρύνουν την επιχείρηση, ενώ οι µη εκταµιευµένες σταθερές δαπάνες βαρύνουν την επιχείρηση, αλλά δεν είναι χρηµατικές, π.χ οι αποσβέσεις. Η ποσότητα που αντιστοιχεί στο ταµειακό νεκρό σηµείο προκύπτει από την εξίσωση: γ µ όπου Α=συνολικό σταθερό κόστος, γ=αποσβέσεις Ρ=τιµή πώλησης,µ:=ανά µονάδα µεταβλητό κόστος ' A γ Η αξία των πωλήσεων E = E m M m E m E m η αξία των πωλήσεων όταν η επιχείρηση λειτουργεί στην πλήρη παραγωγική της Q ' = A P M m το συνολικό µεταβλητό κόστος όταν η επιχείρηση λειτουργεί στην πλήρη παραγωγική της δυναµικότητα.
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 4 Επιχείρηση πωλεί το προϊόν της προς 15 ανά µονάδα, οι πωλήσεις της φτάνουν τις 2.000 µονάδες, έχει σταθερό κόστος 30.000, το ανά µονάδα µεταβλητό της κόστος φτάνει τα 5, ενώ οι ετήσιες αποσβέσεις µαζί µε τις λοιπές µη εκταµιευόµενες σταθερές δαπάνες αγγίζουν τα 12.000. Ποσότητα του ταµειακού νεκρού σηµείου: Aξία των πωλήσεων είναι: E = 15 2.000=3000 m Μεταβλητό κόστος των πωληθέντων: =10000 M m =5 2.000 Αξία των πωλήσεων στο ταµειακό νεκρό σηµείο:
Β3. Η λειτουργική µόχλευση Η λειτουργική µόχλευση εκφράζει τη σχέση ανάµεσα στις µεταβολές των καθαρών κερδών και στις µεταβολές της αξίας πωλήσεων. Β.Λ.Μ. = %µεταβολή καθαρών κερδών / %µεταβολή αξίας πωλήσεων. Β.Λ.Μ = όπου Κ, Q είναι οι µεταβολές των καθαρών κερδών και της αξίας των πωλήσεων. Για να βρούµε την αλγεβρική λύση του Β.Λ.Μ θα ξεκινήσουµε από την εξίσωση των καθαρών κερδών: Παραγωγίζοντας τη συνάρτηση των κερδών ως προς Q: Και µε αντικατάσταση στον τύπο του Β.Λ.Μ έχουµε:
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 5 Επιχείρηση παράγει 10.000 µονάδες από το προϊόν της και σκέφτεται να αυξήσει την παραγωγή της σε 13.000 µονάδες. η τιµή πώλησης κάθε µονάδας είναι 90, το σταθερό της κόστος είναι150.000 και κάθε µονάδα παραγωγής κοστίζει 50. Για να βρούµε το Β.Λ.Μ. θα υπολογίσουµε αρχικά τη µεταβολή των καθαρών κερδών Β.Λ.Μ=
Γ. ιαχείριση Κεφαλαίων Κίνησης Γ1. Έννοια και είδη Ως κεφάλαιο κίνησης ορίζεται το άθροισµα του κυκλοφορούντος και του διαθέσιµου ενεργητικού της επιχείρησης. Κεφάλαιο Κίνησης = ιαθέσιµο + Κυκλοφορούν Ενεργητικό Καθαρό Κεφάλαιο Κίνησης = ιαθέσιµο + Κυκλοφορούν Ενεργητικό Βραχυπρόθεσµες Υποχρεώσεις ιακρίνεται στο µόνιµο και στο µεταβαλλόµενο ή προσωρινό. Το µόνιµο αποτελείται από κάποιο ελάχιστο ύψος κυκλοφορούντος ενεργητικού. Το προσωρινό περιλαµβάνει τις επενδύσεις σε µετρητά, αποθέµατα και απαιτήσεις.
Γ2. Στοιχεία που συνθέτουν το κεφάλαιο κίνησης Πέντε είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το κεφαλαίο κίνησης. 1) Τα ρευστά διαθέσιµα: τα µετρητά που βρίσκονται στο ταµείο της επιχείρησης και τις καταθέσεις όψεως. 2) Τα αξιόγραφα: επενδύσεις σε µετοχές και τις οµολογίες. 3) Tα αποθέµατα: πρώτες ύλες, ηµικατεργασµένα και έτοιµα προϊόντα. 4) Οι εισπρακτέοι λογαριασµοί: οι πιστώσεις που πραγµατοποιεί η επιχείρηση κυρίως όταν πωλεί τα προϊόντα της 5) Οι βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις: όλοι οι λογαριασµοί που χρηµατοδοτούν την επιχείρηση βραχυχρόνια.
Γ3. ιαχείριση του κεφαλαίου κίνησης Η διαχείριση του στοχεύει στην µεγιστοποίηση της αξίας της επιχείρησης, µέσω αποφάσεων σχετικά µε τα επίπεδα, την µορφή του κυκλοφορούντος ενεργητικού και των βραχυπρόθεσµων υποχρεώσεων. Το χρειάζεται για είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και παράλληλα να λειτουργήσει αποτελεσµατικά και κερδοφόρα. ιακρίνουµε τρεις πολιτικές για τη διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης: 1) την πολιτική του συγχρονισµού των λήξεων (Maturity Matching Approach) 2) τη συντηρητική (Conservative Approach) 3) την επιθετική πολιτική (Aggressive Approach).
ιαχείριση του κεφαλαίου κίνησης (συνέχεια) Πολιτική συγχρονισµού των λήξεων: H επιχείρηση χρηµατοδοτεί τις βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις της µε βραχυπρόθεσµο δανεισµό και τα µακροπρόθεσµα στοιχεία της µε βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις, όπως ο δανεισµός και οι µετοχές. Συντηρητική πολιτική: Η επιχείρηση χρηµατοδοτεί µε µακροπρόθεσµο δανεισµό τα πάγια, τα στοιχεία του µόνιµου, αλλά και µεταβαλλόµενου κυκλοφορούντος ενεργητικού της. Επιθετική πολιτική: χρησιµοποιεί τον βραχυπρόθεσµο δανεισµό για τη χρηµατοδότηση του µεταβαλλόµενου κυκλοφορούντος της και µέρους του µονίµου. Τα πάγια και το υπόλοιπο κυκλοφορούν ενεργητικό χρηµατοδοτούνται µε µακροπρόθεσµο δανεισµό. Η επιλογή της στρατηγικής διαχείρισης θα εξαρτηθεί από το βαθµό ευκολίας πρόσβασης της επιχείρησης στην αγορά κεφαλαίου. Αν η πρόσβαση είναι δύσκολη, σκόπιµο θα ήταν να εφαρµοστεί η συντηρητική πολιτική ενώ, στην αντίθετη περίπτωση η επιθετική.
Γ4. Κεφάλαιο κίνησης και κύκλος ταµειακών ροών Ο κύκλος των ταµειακών ροών δείχνει τις εισροές και τις εκροές µετρητών που προκύπτουν από τη λειτουργία της επιχείρησης. Με την εντατική χρήση του κεφ. Κίνησης µπορεί να καλύψει τις ανάγκες της µε µικρότερη ποσότητα κεφαλαίου κινήσεως. ηλαδή, µια υψηλή ταχύτητα κυκλοφορίας του κεφαλαίου, µπορεί να µειώσει το κόστος της επιχείρησης. Mία πολιτική που στοχεύει στην µείωση της επένδυσης σε κεφαλαίο κίνησης έχει να κάνει µε: α) την ελαχιστοποίηση του χρονικού διαστήµατος που µεσολαβεί ανάµεσα στην πώληση των προϊόντων της επιχείρησης και την είσπραξη των εσόδων από την πώληση αυτή, β) καθώς και µε τη µεγιστοποίηση του διαστήµατος ανάµεσα στην αγορά πρώτων υλών και την εξόφληση των προµηθευτών.
Κύκλος ταµειακών ροών = λειτουργικό κύκλωµα περίοδος πληρωτέων λογαριασµών Αγορά πρώτων υλών Πώληση έτοιµων προϊόντων Είσπραξη µετρητών Παραγγελία Παραλαβή Περίοδος Αποθεµάτων Περίοδος εισπρακτέων λογαριασµών Περίοδος πληρωτέων λογαριασµών χρόνος Πληρωµή µετρητών Λειτουργικό κύκλωµα Κύκλος ταµειακών ροών
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 6 Eπιχείρηση πωλεί τα εµπορεύµατα της µε πίστωση και οι πελάτες της κατά µέσο όρο την εξοφλούν µέσα σε 40 ηµέρες. Για να ολοκληρώσει την παραγωγή εµπορευµάτων η επιχείρηση χρειάζεται 65 ηµέρες, ενώ πληρώνει τους πιστωτές της σε 50 ηµέρες. Η διάρκεια του κύκλου των ταµειακών ροών υπολογίζεται: Λειτουργικό Κύκλωµα = Περίοδος Αποθεµάτων + Περίοδος εισπρακτέων λογαριασµών=65 ηµέρες + 40 ηµέρες = 105 ηµέρες Περίοδος Πληρωτέων λογαριασµών = 50 ηµέρες Κύκλος Ταµειακών Ροών = 105 ηµέρες 50 ηµέρες = 55 ηµέρες
. ιαχείριση Πιστώσεων Ο στόχος µιας επιχείρησης είναι η µεγιστοποίηση του κέρδους της από την επιχειρηµατική της δραστηριότητα. H είσπραξη των εσόδων δεν συµπίπτει πάντοτε µε την χρονική στιγµή των πωλήσεων. Έτσι, µερικές φορές, η επιχείρηση εισπράττει τα µετρητά πριν την παράδοση των προϊόντων, άλλες κατά την παράδοση και αρκετό χρόνο µετά την παράδοση. Χορηγεί δηλαδή πίστωση στους πελάτες της, µε τη δηµιουργία των εισπρακτέων λογαριασµών στο κυκλοφορούν τµήµα του ενεργητικού της. Τρία είναι τα στοιχεία της πιστωτικής πολιτικής: οι όροι των πωλήσεων, η πιστωτική ανάλυση, και η πολιτική είσπραξης των πιστώσεων.
1. Οι όροι των πωλήσεων Η χρονική διάρκεια της πίστωσης διαφέρει από επιχείρηση σε επιχείρηση, αλλά και από πελάτη σε πελάτη. και εξαρτάται από την διάρκεια ζωής των προϊόντων που πωλούνται. Η διάρκεια της πίστωσης επηρεάζεται από το µέγεθος του ποσού. Αν το ποσό είναι µεγάλο, τότε ο χρόνος πίστωσης είναι µακρύς. Είναι ο πελάτης φερέγγυος ή επισφαλής; Η έκπτωση, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης, στοχεύει στο να εισπράξει η επιχείρηση νωρίτερα τις απαιτήσεις της, δίνοντας στον πελάτη της τη δυνατότητα να πληρώσει χαµηλότερο ποσό. Ο όρος <4/10, καθαρές 30> σηµαίνει ότι ο πελάτης πρέπει να πληρώσει µέσα σε 30 µέρες την οφειλή του και θα λάβει έκπτωση 4% αν την εξοφλήσει εντός 10 ηµερών.
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 7 Επιχείρηση που σκέπτεται να χορηγήσει πίστωση µε όρο <4/10, καθαρές 30> ή µε <καθαρές 30> και έχει κόστος 0,55 για κάθε 1 που εισπράττει. Χωρίς έκπτωση οι πωλήσεις φτάσουν τα 12.000, ενώ αν χορηγήσει έκπτωση φτάσουν τα 15.625 και µε την ληφθείσα έκπτωση τα 15.000 (15.625 (1-0,04)).Το προεξοφλητικό επιτόκιο είναι 10%. Για να αποφασίσει αν θα χορηγήσει την έκπτωση θα συγκρίνει την καθαρή παρούσα αξία των δύο πολιτικών. 4/10, καθαρές 30: καθαρές 30 : Εποµένως συµφέρει την επιχείρηση να ακολουθήσει την πολιτική <4/10, καθαρές 30> γιατί έχει µεγαλύτερη Κ.Π.Α.
2. Η πιστωτική ανάλυση Όταν η επιχείρηση πωλεί µε πίστωση, τότε επιτυγχάνει την αύξηση των εσόδων της, αφού πωλεί περισσότερες µονάδες προϊόντος. Όµως η πώληση µε πίστωση επιφέρει και κόστος στην επιχείρηση. Όταν πωλεί µόνο τοις µετρητοίς αποφεύγει το κόστος της πίστωσης, αλλά, περιορίζει τα έσοδα της αφού επιτυγχάνει λιγότερες πωλήσεις. Η απόφαση για τη χορήγηση πιστώσεων έχει δύο πτυχές: Η πρώτη περιλαµβάνει τα κόστη που βαρύνουν τις πιστώσεις και αυτά έχουν να κάνουν µε την πιθανότητα η επιχείρηση να χάσει τα χρήµατά της Η δεύτερη πτυχή αναφέρεται στο κόστος ευκαιρίας που φέρουν οι πωλήσεις τοις µετρητοίς, δηλαδή στα µειωµένα έσοδα όταν οι πωλήσεις γίνονται µόνο τοις µετρητοίς.
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 8 Επιχείρηση πωλεί κάθε µονάδα προϊόντος της 90 (P) µε συνολικό κόστος ανά µονάδα 35 (C). Με πωλήσεις µόνο τοις µετρητοίς, πωλεί 300 µονάδες (Q). Αν πωλήσει µε πίστωση η πιθανότητα είσπραξης (θ) είναι 90%, το προεξοφλητικό επιτόκιο (r) για την περίοδο πίστωσης είναι 3%, πωλεί ποσότητα 500 µονάδες µε κόστος ανά µονάδα 55 και χορηγεί την πίστωση για µία χρονική περίοδο. Με πωλήσεις µόνο τοις µετρητοίς έχει κέρδος: Με πωλήσεις µε πίστωση: Έσοδα= Κόστος = ( ) Κ Π Α = - C Q + θ ( P Q) 1 + r 40.500 ΚΠΑ= - 27.500 + =11.820 1+0,03 Συµφέρει την επιχείρηση να πωλεί µόνο τοις µετρητοίς, γιατί το κέρδος της είναι υψηλότερο.
Τέσσερις είναι οι παράµετροι που διαµορφώνουν την τελική απόφαση της επιχείρησης: η καθυστέρηση κατά την είσπραξη των εσόδων από τις πωλήσεις, γιατί τα µετρητά εισπράττονται σε µελλοντικό χρόνο η πιθανότητα είσπραξης των εσόδων, που σχετίζεται µε την πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη το ύψος του προεξοφλητικού επιτοκίου το αυξανόµενο κόστος από την πίστωση, που όµως η επιχείρηση οφείλει να πληρώσει στο παρόν.
Η πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη είναι πολύ σηµαντική για την επιχείρηση. Αφού ελεγχθεί η πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη, η επιχείρηση, προτού προχωρήσει στην πώληση µε πίστωση, εξετάζει αν ο πελάτης συγκεντρώνει τα πέντε χαρακτηριστικά των πιστώσεων, τα οποία είναι: 1. Ο χαρακτήρας. Αν είναι φερέγγυος και θα ξεπληρώσει το χρέος του. 2. Η ικανότητα. Αν είναι σε θέση να πληρώσει εµπρόθεσµα την υποχρέωσή του. 3. Το κεφάλαιο. Αν έχει αρκετά κεφάλαια, ώστε σε περίπτωση ανάγκης να εξοφλήσει το χρέος µέσω αυτών. 4. Το ενέχυρο. Αν έχει ενέχυρο ως εγγύηση για την πίστωση που θα του χορηγηθεί. 5. Οι συνθήκες που συνοδεύουν την πίστωση και θα υποχρεώσουν τον πελάτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
3. Η πολιτική είσπραξης των πιστώσεων Αναφέρεται σε εκείνες τις ενέργειες στις οποίες η επιχείρηση προβαίνει, προκειµένου να εισπράξει από τους πελάτες της τις πιστώσεις που έχουν λήξει και δεν έχουν εξοφληθεί. Η επιχείρηση θα πρέπει να οργανώσει και να διαχειριστεί τις πιστώσεις της µε τρόπο που να διευκολύνει την άντληση πληροφοριών όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Ένας τέτοιος τρόπος είναι η ανάλυση της µέσης περιόδου είσπραξης των πιστώσεων. Η µέση περίοδος είσπραξης, υπολογίζει τη µέση περίοδο που απαιτείται, για να εξοφλήσουν οι πελάτες τις πιστώσεις τους. Πρέπει πρώτα να βρούµε τις µέσες ηµερήσιες πωλήσεις (Μ.Η.Π.).
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 9 Επιχείρηση πωλεί σε ετήσια βάση 250.000 µονάδες προϊόντος προς 70 ανά µονάδα, οι µέσες ηµερήσιες πωλήσεις της θα είναι: Μέσες Ηµερήσιες Πωλήσεις Η µέση περίοδος είσπραξης, αν οι εισπρακτέοι λογαριασµοί πελατών φτάνουν το 1.198.625, είναι Σύνολο Εισπρακτέων Λογαριασµών / Μέσες Ηµερήσιες= ηµέρες ηλαδή, κατά µέσο όρο η επιχείρηση εισπράττει κάθε πίστωση που χορηγεί σε 25 ηµέρες.
Ε. ιαχείριση Αποθεµάτων Τα αποθέµατα που διατηρεί µία επιχείρηση περιλαµβάνουν τις πρώτες ύλες, τα ηµικατεργασµένα προϊόντα και τα έτοιµα προϊόντα. Είναι απαραίτητα για την οµαλή της λειτουργία, όµως παράλληλα η διαχείριση τους είναι εξαιρετικά δύσκολη. Αν η επιχείρηση έχει µεγαλύτερα αποθέµατα από όσα χρειάζεται, θα αναγκαστεί να πωλήσει το σε χαµηλότερη τιµή. Αν δεν έχει αρκετά αποθέµατα, χάνει έσοδα, γιατί πραγµατοποιεί λιγότερες πωλήσεις. Τρεις είναι οι κατηγορίες κόστους που συνδέονται µε τα αποθέµατα: 1. Κόστη διακράτησης 2. Κόστη παραγγελίας, αποστολής και παραλαβής 3. Κόστη έλλειψης αποθεµάτων.
ιαχείριση Αποθεµάτων (συνέχεια) Τα κόστη διακράτησης περιλαµβάνουν όλα εκείνα τα κόστη που βαρύνουν τα αποθέµατα που η επιχείρηση διατηρεί. Τέτοια είναι το κόστος αποθήκευσης, ασφάλεια των αποθεµάτων, οι φόροι κτήσης, αποσβέσεις και απαξίωση αποθεµάτων κτλ. Τα κόστη παραγγελίας, αποστολής και παραλαβής είναι τα κόστη που προκύπτουν από την παραγωγή των προϊόντων, την παράδοση των παραγγελιών και τη µεταφορά των προϊόντων στους πελάτες. Στα κόστη έλλειψης αποθεµάτων περιλαµβάνονται οι απώλειες εσόδων από χαµηλές πωλήσεις, η δυσαρέσκεια που δηµιουργείται σε πελάτες που δεν µπορούν να προµηθευτούν τα προϊόντα της και η µεταβολή στο πρόγραµµα παραγωγής.
Ε1. Υπόδειγµα οικονοµικού µεγέθους παραγγελίας (Economic Order Quality) Το υπόδειγµα αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδοµένα υποδείγµατα διαχείρισης αποθεµάτων. Προϋποθέτει ότι οι πωλήσεις παραµένουν σταθερές και ότι τα αποθέµατα αντικαθίστανται αµέσως. Η επιχείρηση ξεκινά µε ύψος αποθεµάτων Q. Καθώς πραγµατοποιούνται οι πωλήσεις, µε σταθερό ρυθµό, τα αποθέµατα µειώνονται µέχρι να φτάσουν στο µηδέν, οπότε και πρέπει η επιχείρηση να τα αντικαταστήσει αυτοµάτως για να φτάσει στο αρχικό επίπεδο αποθεµάτων Q (ποσότητα παραγγελίας). Το συνολικό κόστος αποτελείται από το κόστος παραγγελίας και το κόστος διακράτησης των αποθεµάτων. Έστω ότι κάθε παραγγελία κοστίζει F. Το κόστος αυτό είναι το ίδιο για κάθε παραγγελία ανεξάρτητα από τον αριθµό των µονάδων.
Υπόδειγµα οικονοµικού µεγέθους παραγγελίας (συνέχεια) C: κόστος διακράτησης κάθε µονάδαw που διακρατά στις αποθήκες Q/2: µέσο επίπεδο αποθεµάτων S/Q: αριθµός των παραγγελιών µέσα στο έτος S: ετήσια κατανάλωση αποθεµάτων. Συνολικό Κόστος = Κόστος Παραγγελίας + Κόστος ιακράτησης S TC = F + C Q Q 2 Το κόστος παραγγελίας συνδέεται αρνητικά µε το κόστος διακράτησης. Όταν η επιχείρηση παραγγέλνει µεγάλες ποσότητες αποθεµάτων, ναι µεν µειώνει το κόστος παραγγελίας, αλλά παράλληλα αυξάνει το κόστος διακράτησης. Η Οικονοµική Ποσότητα Παραγγελίας EOQ (Economic Order Quality) είναι:
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 10 Επιχείρηση χρησιµοποιεί ετησίως S 5.000 µονάδες των αποθεµάτων της. Κάθε παραγγελία έχει κόστος F 800 και κάθε µονάδα που διακρατείται κοστίζει C 200. Η οικονοµική ποσότητα παραγγελίας: Το µέσο απόθεµα: Ο αριθµός των παραγγελιών: Το κόστος παραγγελίας: Το κόστος διακράτησης: Το συνολικό κόστος είναι Στο επίπεδο της οικονοµικής ποσότητας παραγγελίας το κόστος διακράτησης είναι πάντοτε ίσο µε το κόστος παραγγελίας.
Ε2. ιαχείριση αποθεµάτων µε αβεβαιότητα Το υπόδειγµα υποθέτει ότι η επιχείρηση έχει σταθερό ρυθµό πωλήσεων και ότι τα αποθέµατα αντικαθίστανται άµεσα. Υπάρχει αβεβαιότητα στο ρυθµό πωλήσεων και στην ταχύτητα αντικατάστασης των αποθεµάτων. Για αυτό η επιχείρηση µπορεί να διακρατά τα λεγόµενα αποθέµατα ασφαλείας. Για να καθορισθεί το σηµείο παραγγελίας οφείλει να συµπεριλάβει τα αποθέµατα ασφαλείας, την ποσότητα της ηµερήσιας χρήσης και το χρόνο παράδοσης από τον προµηθευτή. Σηµείο Παραγγελίας = Χρόνος Παράδοσης x Ποσότητα Ηµερήσιας Χρήσης+ Απόθεµα Ασφαλείας Συνολικό κόστος = Κόστος παραγγελίας + Κόστος διάθεσης + Κόστος έλλειψης αποθεµάτων Το αναµενόµενο κόστος έλλειψης αποθεµάτων είναι ίσο µε την πιθανότητα έλλειψης επί το κόστος έλλειψης. Το κόστος αυτό συνδέεται µε το απόθεµα ασφαλείας. Ένα υψηλό απόθεµα µειώνει το κόστος έλλειψης, αλλά αυξάνει το κόστος διακράτησης, αφού στο µέσο επίπεδο αποθέµατος πρέπει να προστεθεί και το απόθεµα ασφαλείας.
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 11 Λαµβάνοντας τα δεδοµένα του αρχικού παραδείγµατος της προηγούµενης ενότητας, δηλαδή, S 5.000, F 800 και C 200, θα βρούµε το επίπεδο οικονοµικής παραγγελίας µε αβεβαιότητα. Θεωρούµε ακόµα ότι ο χρόνος παράδοσης είναι 2 ηµέρες και η ποσότητα της ηµερήσιας χρήσης είναι 30 µονάδες και λαµβάνουµε διάφορα επίπεδα αποθεµάτων ασφαλείας, όπως δείχνει ο πίνακας Σηµείο Απόθεµα Μέσο Κόστος Κόστος Κόστος Συνολικό Παραγγελίας Ασφαλείας Απόθεµα Έλλειψης ιακράτησης Παραγγελίας Κόστος 60 0 100 15.000 20.000 20.000 55.000 80 20 120 8.000 24.000 20.000 52.000 110 50 150 3.000 30.000 20.000 53.000
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 11 (συνέχεια) Σηµείο Παραγγελίας = 2 x 30 + Απόθεµα Ασφάλειας Μέσο Απόθεµα = 100 + Απόθεµα Ασφάλειας Κόστος ιακράτησης = Μέσο Απόθεµα *200 Συνολικό Κόστος = Κόστος Έλλειψης + Κόστος ιακράτησης + Κόστος Παραγγελίας Το κόστος έλλειψης βασίζεται σε εκτιµήσεις της επιχείρησης, ενώ το κόστος παραγγελίας είναι το ίδιο µε πριν. Παρατηρώντας τον πίνακα βλέπουµε ότι το ιδανικό επίπεδο αποθεµάτων από αυτά που δοκίµασε η επιχείρηση είναι οι 20 µονάδες. Αυτό το επίπεδο αντιστοιχεί στο χαµηλότερο συνολικό κόστος.
Ε3. Σύστηµα Just in Time Στόχος του συστήµατος Just in Time είναι η µείωση και των τριών ειδών αποθεµάτων. Κατά το Just in Time οι πρώτες ύλες παραγγέλνονται και παραλαµβάνονται λίγες ώρες προτού τις χρειαστεί η επιχείρηση. Οπότε µειώνεται ο όγκος των αποθεµάτων, ενώ αυξάνεται και ο αριθµός των παραγγελιών πρώτων υλών. Για να λειτουργήσει το σύστηµα απαιτείται ένα καλό επίπεδο συνεργασίας ανάµεσα στην επιχείρηση και τους προµηθευτές της. Απαραίτητο είναι να έχει σχεδιαστεί ένα πολύ καλό και µε ακρίβεια πλάνο παραγωγής, για να µπορεί να γνωρίζει κάθε στιγµή το ύψος των αποθεµάτων της και τις ανάγκες για παραγγελίες πρώτων υλών.
Ε4. Σύστηµα Out- Sourcing Κατά το σύστηµα αυτό η επιχείρηση ωφελείται όταν αγοράζει έτοιµα εξαρτήµατα, που χρησιµοποιεί στην παραγωγή του προϊόντος της, παρά όταν τα κατασκευάζει η ίδια. Έτσι αγοράζοντας έτοιµα εξαρτήµατα, έχει λιγότερο κόστος. Συχνά το σύστηµα Out- Sourcing συνδυασµένο µε το Just in Time µειώνει το επίπεδο αποθεµάτων που διατηρεί η επιχείρηση σε ακόµη χαµηλότερα επίπεδα.
Ε5. Σύστηµα ABC Το σύστηµα ABC χωρίζει σε τρεις κατηγορίες τα αποθέµατα, ανάλογα µε την σπουδαιότητα και την αξία τους. Στην κατηγορία Α, που ανήκουν τα αποθέµατα που κοστίζουν περισσότερο, αντιστοιχεί το 15% του συνόλου των αποθεµάτων, που όµως αντιπροσωπεύει το 75% της συνολικής αξίας των αποθεµάτων. Στην κατηγορία Β περιλαµβάνεται το 35% της ποσότητας των αποθεµάτων που καταλαµβάνουν το 20% της συνολικής αξίας Στην οµάδα C αντιστοιχεί το 50%, µε αξία µόλις 5% της συνολικής. Η επιχείρηση θα δαπανήσει περισσότερο χρόνο και χρήµα για τη διαχείριση των αποθεµάτων της Α κατηγορίας, γιατί αυτή έχει τη µεγαλύτερη αξία, ενώ δεν θα διαχειριστεί µε τόση προσοχή τα αποθέµατα της C που έχουν την χαµηλότερη αξία.
Ε6. Συστήµατα µε τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή Όταν η επιχείρηση παράγει πολλών ειδών προϊόντα, διευκολύνεται στη διαχείριση των αποθεµάτων όταν χρησιµοποιεί συστήµατα µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Μπορεί να γίνει πιο λεπτοµερής έλεγχος των αποθεµάτων κάθε προϊόντος, όταν η επιχείρηση έχει να κάνει µε έναν µεγάλο αριθµό προµηθευτών. Όταν τα αποθέµατα µειωθούν, η επιχείρηση ενηµερώνεται άµεσα και πραγµατοποιεί ταχύτερα και ευκολότερα τις νέες παραγγελίες από τους προµηθευτές της χωρίς να δηµιουργηθούν προβλήµατα ή καθυστερήσεις στην παραγωγική διαδικασία.
ΣΤ. Ταµειακός Προγραµµατισµός Στοχεύει στην αποτελεσµατικότερη διαχείριση των µετρητών που διαθέτει η επιχείρηση. Η διακράτηση µετρητών δεν προσφέρει απόδοση στην επιχείρηση, αντίθετα µε την τοποθέτηση τους σε τίτλους και αξιόγραφα που είναι εύκολα ρευστοποιήσιµοι και έχουν και απόδοση. Οι λόγοι για την διακράτηση µετρητών είναι: 1) το κίνητρο για την πραγµατοποίηση συναλλαγών 2) το υποχρεωτικό υπόλοιπο καταθέσεων στους τραπεζικούς λογαριασµούς όψεως. Υπάρχουν δύο υποδείγµατα που βοηθούν την επιχείρηση στο σχεδιασµό και στη διαχείριση των διαθεσίµων της: 1. το υπόδειγµα του Baumol 2. το υπόδειγµα των Miller-Orr.
ΣΤ1. Το υπόδειγµα Baumol Στο υπόδειγµα του ο William Baumol, χρησιµοποιεί το κόστος ευκαιρίας και το κόστος ανταλλαγής. Υπήρξε ο πρώτος που διαµόρφωσε ένα υπόδειγµα που θα βοηθούσε την επιχείρηση για την αποτελεσµατικότερη διαχείριση των διαθεσίµων της, στηριζόµενο στα δύο αυτά κόστη. Το υπόδειγµα αυτό µας θυµίζει το υπόδειγµα της οικονοµικής ποσότητας παραγγελίας.
Το υπόδειγµα Baumol (συνέχεια) Συνολικό κόστος επιχείρησης: Κόστος ευκαιρίας της διακράτησης µετρητών + Κόστος ανταλλαγής των αξιογράφων. Αν F είναι το σταθερό κόστος κατά την πώληση αξιογράφων, T είναι το συνολικό ύψος µετρητών που χρειάζεται να αναπληρώσει η επιχείρηση µέσα σε µία χρονική περίοδο, και K το κόστος ευκαιρίας της διακράτησης µετρητών (απόδοση βραχ. χρεογράφων) τότε: Κόστος ευκαιρίας = C/2 x K Κόστος ανταλλαγής=t/c x F
Το υπόδειγµα Baumol (συνέχεια) ηλαδή, το κόστος ανταλλαγής προκύπτει αν ο λόγος του συνολικού ύψους µετρητών που θα αναπληρώσει η επιχείρηση προς το επίπεδο του αρχικού ύψους µετρητών, πολλαπλασιαστεί µε το σταθερό κόστος πώλησης των βραχυπρόθεσµων αξιογράφων. Συνολικό κόστος = Κόστος ευκαιρίας + Κόστος ανταλλαγής Συνολικό κόστος=c/2 x K+ T/C x F Για να βρούµε το άριστο επίπεδο διακράτησης µετρητών πρέπει να ορίσουµε το οριακό κόστος ευκαιρίας ίσο µε το οριακό κόστος ανταλλαγής ή αλλιώς το οριακό συνολικό κόστος ίσο µε µηδέν. ιαφορίζοντας ως προς C την παραπάνω σχέση έχουµε
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 12 Επιχείρηση χρειάζεται σε κάθε περίοδο να αναπληρώνει 100.000. Όταν πωλεί αξιόγραφα έχει κόστος 120 και το κόστος ευκαιρίας της διακράτησης µετρητών είναι 7%. Άριστο επίπεδο διακράτησης µετρητών: Συνολικό κόστος:
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το υπόδειγµα υπονοεί ότι όταν οι αποδόσεις των αξιογράφων είναι υψηλές συµφέρει την επιχείρηση να διακρατά λιγότερα µετρητά και να αγοράζει περισσότερα αξιόγραφα. Μπορούµε να καταλάβουµε γιατί οι µικρές και µεσαίου µεγέθους επιχειρήσεις διακρατούν µεγάλες ποσότητες µετρητών αναλογικά µε τις µεγάλου µεγέθους επιχειρήσεις. Τρεις βασικοί περιορισµοί: 1) Υποθέτει ότι οι πληρωµές και οι εισπράξεις των µετρητών γίνονται µε σταθερούς ρυθµούς. 2) Θεωρεί ότι οι εισπράξεις πραγµατοποιούνται σε διακριτό χρόνο από τις πληρωµές, όµως µια επιχείρηση σχεδόν πάντα πληρώνει και εισπράττει ποσά σχεδόν ταυτόχρονα. 3) εν αναφέρει πουθενά αποθέµατα µετρητών ασφαλείας που µπορεί για να αντιµετωπισθούν σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
ΣΤ2. Το υπόδειγµα Miller-Orr Περιλαµβάνει τόσο τις εισροές όσο και τις εκροές µετρητών που µεταβάλλονται τυχαία από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο. Υποθέτουν ότι οι ηµερήσιες εισροές ακολουθούν την κανονική κατανοµή δηλαδή, ότι κάθε µέρα οι καθαρές εισροές έχουν µέση προβλεπόµενη τιµή ίση µε το µηδέν και σταθερή διακύµανση. Το Υπόδειγµα θεωρεί δύο όρια, το ανώτερο Η και το κατώτερο L, µέσα στα οποία βρίσκεται και ο στόχος ταµειακού προγραµµατισµού Z. Το υπόδειγµα των Miller-Orr χρησιµοποιεί το κόστος ευκαιρίας K και το κόστος ανταλλαγής F, όµως σε αντίθεση µε το υπόδειγµα Baumol θεωρεί ότι ο αριθµός των συναλλαγών είναι τυχαίος.
Έτσι, το κόστος ευκαιρίας εξαρτάται από την µέση προβλεπόµενη τιµή των καθαρών εισροών και το κόστος ανταλλαγής εξαρτάται από τον µέσο προβλεπόµενο αριθµό των συναλλαγών αξιόγραφων. Η επιχείρηση καθορίζει το κατώτερο επίπεδο L και µέσω αυτού βρίσκει το στόχο της Z και το ανώτερο όριο H, εξισώνοντας τα προβλεπόµενα συνολικά κόστη από το στόχο Z και την πώληση των αξιογράφων, που απεικονίζεται από το ανώτερο όριο H, µε τα κόστη συναλλαγής και ευκαιρίας. 2 Έτσι έχουµε: 3 F σ Z = 3 + 4 K H = 3 Z 2 L 2 σ διακύµανση των ηµερησίων καθαρών εισροών. Και το µέσο επίπεδο µετρητών είναι: Μέσο επίπεδο µετρητών = 4 Z L Μέσο επίπεδο µετρητών = 3 L
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 13 Επιχείρηση που ορίζει το κατώτατο επίπεδο καθαρών εισροών της στα 77.000, έχει σταθερό κόστος όταν αγοράζει ή πωλεί αξιόγραφα ίσο µε 150, οι καθαρές εισροές της διακυµαίνονται µε τυπική απόκλιση 2 και το ετήσιο κόστος διακράτησης µετρητών είναι 12%. Μέσο επίπεδο µετρητών: Το υπόδειγµα των Miller-Orr δείχνει ότι όσο µεγαλύτερη αβεβαιότητα αντιµετωπίζουν οι επιχειρήσεις, δηλαδή όσο µεγαλύτερη είναι η διακύµανση, τόσο µεγαλύτερο θα πρέπει να είναι το µέσο επίπεδο µετρητών τους.
ΣΤ3. Είσπραξη και πληρωµή µετρητών Το float εκφράζει τη διαφορά στους λογαριασµούς της επιχείρησης και τους λογαριασµούς της τράπεζας, που απεικονίζουν τις ταµειακές ροές της επιχείρησης. Παράδειγµα:Επιχείρηση έχει καταθέσεις όψεως αξίας 15.000 και εκδίδει επιταγή 15.000. Οι λογαριασµοί ταµειακών ροών της επιχείρησης θα εµφανίσουν αυτή τη µείωση αµέσως, αντίθετα, η τράπεζα θα σηµειώσει τη µείωση τη στιγµή που η επιταγή θα προσκοµιστεί στα ταµεία της για είσπραξη. Το float πριν την έκδοση της επιταγής είναι: Float= 15.000 (λογαριασµός όψεως στα βιβλία της τράπεζας)- 15.000 (λογαριασµός όψεως στα βιβλία της επιχείρησης) = 0 Το float µετά την έκδοση της επιταγής είναι: Float= 15.000 (λογαριασµός όψεως στα βιβλία της τράπεζας)- 0 (λογαριασµός όψεως στα βιβλία της επιχείρησης) = 15.000.
Είσπραξη και πληρωµή µετρητών (συνέχεια) Στην περίπτωση αυτή η επιχείρηση έχει float 15.000, το οποίο και µπορεί να εκµεταλλευτεί π.χ. Επενδύοντας. Όταν εισπράττει µετρητά το float λειτουργεί σε βάρος της, γιατί η αύξηση στα βιβλία γίνεται νωρίτερα από εκείνη στην τράπεζα και εποµένως δεν µπορεί η επιχείρηση να χρησιµοποιήσει τα µετρητά. Για το λόγο αυτό το float είσπραξης είναι αρνητικό. Καθαρό float = float είσπραξης + float πληρωµής. Ιδανικό για τη διαχείριση των µετρητών θα ήταν για την επιχείρηση να µειώσει το float των εισπράξεων και να αυξήσει το float των πληρωµών της. Η αποτελεσµατική διαχείριση του float µπορεί να αποδειχθεί κερδοφόρα για την επιχείρηση.
Είσπραξη και πληρωµή µετρητών (συνέχεια) Το float των εισπράξεων αποτελείται από τρία µέρη: 1) Το float του ταχυδροµείου (mail float), που προέρχεται από το χρονικό διάστηµα που οι εισπρακτέες και πληρωτέες επιταγές καθυστερούν στο ταχυδροµικό σύστηµα. 2) Το float επεξεργασίας (in-house processing float), που περιλαµβάνει όλο το χρονικό διάστηµα που απαιτείται από τη στιγµή που ο παραλήπτης θα λάβει την επιταγή µέχρι τη στιγµή που θα την εµφανίσει στην τράπεζα για είσπραξη. 3) Το float διαθεσιµότητας (availability float), που αναφέρεται στο χρόνο που χρειάζεται η τράπεζα για να εκκαθαρίσει την επιταγή.
Στόχος της επιχείρησης είναι να µειώσει και τα τρία µέρη του float είσπραξης µε την χρήση διαφόρων συστηµάτων είσπραξης µετρητών, όπως: 1) Με το σύστηµα των ταχυδροµικών θυρίδων, η επιχείρηση διατηρεί µία ταχυδροµική θυρίδα στην οποία και ταχυδροµούν οι πελάτες τις επιταγές τους (µειώνεται το float ταχυδροµείου και το float επεξεργασίας). 2) Με τη χρήση µίας τράπεζας συγκέντρωσης, τα γραφεία πωλήσεων της επιχείρησης καταθέτουν τα µετρητά σε µία τοπική τράπεζα. Στην συνέχεια τα υπερβάλλοντα κεφάλαια αυτών των τοπικών λογαριασµών καταθέτονται σε µία τράπεζα συγκέντρωσης, η οποία και αναλαµβάνει τη µεταφορά τους (µειώνεται το float ταχυδροµείου και τα αδιάθετα κεφάλαια επενδύονται).
Float πληρωµών Όσον αφορά στο float των πληρωµών είναι επωφελές για την επιχείρηση να το αυξήσει. Αυτό µπορεί να το πετύχει αυξάνοντας το float του ταχυδροµείου, τις διαδικασίες επεξεργασίας των επιταγών και συγκέντρωσης των κεφαλαίων. Ακόµα µπορεί να καθυστερήσει τις πληρωµές της, εκδίδοντας τις επιταγές της σε µία γεωγραφικά αποµακρυσµένη τράπεζα, καθυστερώντας έτσι το χρόνο εκκαθάρισης. Πολλές επιχειρήσεις χρησιµοποιούν τον λογαριασµό µηδενικού υπολοίπου. Αυτός είναι ένας λογαριασµός που έχει µηδενικό υπόλοιπο όταν εκδίδονται οι επιταγές. Τη χρονική στιγµή που αυτές πληρώνονται, αυτόµατα κατατίθεται το αντίστοιχο ποσό στο λογαριασµό µηδενικού υπολοίπου.
ΣΤ4. Πλεονάζοντα κεφάλαια Αν µία επιχείρηση έχει πλεονάζοντα κεφάλαια θα µπορούσε να τα επενδύσει σε βραχυπρόθεσµα αξιόγραφα και να λάβει κάποια απόδοση, αντί να τα κρατά σε αδράνεια. Επιχειρήσεις που έχουν εποχική λειτουργία µπορούν να αγοράζουν αξιόγραφα όταν πραγµατοποιούν πλεονάσµατα και να πωλούν αξιόγραφα για να καλύψουν τα ελλείµµατα που προκύπτουν το διάστηµα που οι πωλήσεις τους είναι χαµηλές. Τα βραχυπρόθεσµα αξιόγραφα χαρακτηρίζονται από: 1) την λήξη του αξιόγραφου 2) τον ενδεχόµενο κίνδυνο να καθυστερήσουν ή να µην γίνουν οι πληρωµές και να µην αποδοθεί η απόδοση 3) τον βαθµό ρευστότητας του αξιόγραφου 4) τη φορολογία. Ο ταµειακός προγραµµατισµός βασικά στηρίζεται στη σχέση ανταλλαγής ανάµεσα στο κόστος διακράτησης µετρητών και στο κόστος διακράτησης αξιόγραφων.
Ζ. Βραχυπρόθεσµη Χρηµατοδότηση Είναι ένα µέσο για την κάλυψη των βραχυπρόθεσµων αναγκών της επιχείρησης και περιλαµβάνει τα χρηµατοδοτικά µέσα που προσφέρουν κεφάλαια που πρέπει να εξοφληθούν σε 1 χρόνο Η επιχείρηση καταφεύγει στο βραχυπρόθεσµο δανεισµό για να καλύψει τις εποχικές τις ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης, τα έκτακτα έξοδα που τυχόν προκύπτουν και για να καλύψει το λειτουργικό της κόστος, όταν η κερδοφορία δεν επαρκεί. Καταφεύγει σε τράπεζες ή/και µη τραπεζικούς οργανισµούς για βραχυπρόθεσµο δανεισµό, διότι το βραχυπρόθεσµο δάνειο λαµβάνεται πολύ γρηγορότερα από ότι το µακροπρόθεσµο. Οι πιο συνηθισµένες µορφές βραχυπρόθεσµης χρηµατοδότησης είναι: τα βραχυπρόθεσµα δάνεια τραπεζών, τα πιστωτικά όρια, τα πιστωτικά σηµειώµατα, οι επιταγές αποδοχής τράπεζας, οι αντίστροφες συµφωνίες επαναγοράς, τα εµπορικά οµόλογα, οι εµπορικές πιστώσεις, δάνεια µε ενέχυρα λογαριασµούς εισπρακτέους και αποθέµατα, και οι δεδουλευµένοι λογαριασµοί.
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 14 Επιχείρηση αγόρασε πρώτες ύλες µε πίστωση και µε όρο πωλήσεων < 2/10 καθαρές 30 >. Αν η επιχείρηση έχει ανάγκη από µετρητά έχει δύο επιλογές: 1) Mπορεί να εξοφλήσει την πίστωση στις 30 ηµέρες, χάνοντας την έκπτωση 2) Mορεί να εξοφλήσει σε 10 ηµέρες λαµβάνοντας την έκπτωση και στη συνέχεια να λάβει δάνειο από τράπεζα. Για να επιλέξει θα πρέπει να βρει πια επιλογή έχει το χαµηλότερο κόστος. ηλαδή, αν µπορεί η επιχείρηση να λάβει δάνειο για τις 20 ηµέρες (30-10) µε επιτόκιο χαµηλότερο από το κόστος της πίστωσης, θα λάβει το δάνειο, αν όχι δεν θα το λάβει και θα εξοφλήσει το λογαριασµό στη λήξη του.
ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ 14 (συνέχεια) Έστω ότι η επιχείρηση αγοράζει µε πίστωση και µε τον παραπάνω όρο, εµπορεύµατα αξίας 10.000. Αν η επιχείρηση λάβει την έκπτωση θα κερδίσει: 10.000 x 2%= 200 Εποµένως, θα πληρώσει 9.800, που σηµαίνει ότι το κόστος της πίστωσης είναι: Αν η επιχείρηση µπορεί να λάβει δάνειο για 20 ηµέρες µε επιτόκιο χαµηλότερο του 2,04% θα εξοφλήσει µέσα σε δέκα ηµέρες λαµβάνοντας την πίστωση και θα δανειστεί για τις υπόλοιπες ηµέρες.