ΕΝΟΤΗΤΑ Γ ΛΙΠΟΕΙ Η Ο όρος λιποειδή περιλαμβάνει μία ετερογενή ομάδα βιομορίων, τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλή περιεκτικότητα μη πολικών ομάδων στο μόριό τους, ενώ πολικές ομάδες και δεσμοί υδρογόνου καταλαμβάνουν μικρό μέρος του μορίου. Ως εκ τούτου δε διαλύονται στο νερό, αλλά είναι διαλυτά σε οργανικούς διαλύτες μικρής πολικότητας (π.χ. χλωροφόρμιο, αιθέρας). Τα λιποειδή κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες : Λιπαρά οξέα, π.χ. μυριστικό, λινελαϊκό α) Κεκορεσμένα λιπαρά οξέα, π.χ. μυριστικό, στεατικό β) Ακόρεστα λιπαρά οξέα, π.χ. ελαϊκό, λινολενικό Λίπη που περιέχουν γλυκερόλη α) Ουδέτερα λίπη ή γλυκερίδια, π.χ. τριμυριστίνη, ολεΐνη β) Φωσφολιποειδή ή φωσφατίδια ή φωσφογλυκερίδια, π.χ. λεκιθίνη, φωσφατιδυλο-l-σερίνη Λίπη που δεν περιέχουν γλυκερόλη α) Σφιγγολιποειδή, π.χ. σφιγγοσίνη, κεραμίδια β) Κηρούς, π.χ. κηρωτικός μελισσυλεστέρας γ) Τερπένια, π.χ. λεμονένιο, ιονόνη δ) Στεροειδή, π.χ. κοπροστανόλη, οιστραδιόλη Λίπη που είναι ενωμένα με άλλες χημικές ενώσεις α) Λιποπρωτεΐνες β) Πρωτεολιποειδή
Τα ουδέτερα λίπη ή γλυκερίδια είναι η ποσοτικά επικρατέστερη ομάδα των λιποειδών στη φύση. Aπαντώνται κυρίως σε σπέρματα, ενώ βρίσκονται σε μικρότερο ποσοστό και στους καρπούς, τα φύλλα και τα υπόγεια όργανα. Είναι εστέρες της γλυκερόλης με λιπαρά οξέα (κορεσμένα, ακόρεστα, υδροξυ-οξέα) και διακρίνονται σε μονο-, δι- και τρι-γλυκερίδια ανάλογα με τον αριθμό των εστερικών δεσμών. Όταν και οι τρεις αλκοολικές ομάδες της γλυκερόλης είναι εστεροποιημένες με το ίδιο οξύ, το τριγλυκερίδιο χαρακτηρίζεται ως ομογενές, ενώ όταν είναι εστεροποιημένες με δύο ή τρία διαφορετικά οξέα τότε χαρακτηρίζεται ως μικτό. Δύο σημαντικές ιδιότητες των γλυκεριδίων οφείλονται στη χημική κατασκευή τους. Πρώτον, παρουσία υγρασίας είναι δυνατή η υδρόλυσή τους. Αυτό επιτυγχάνεται επίσης με την επίδραση ενζύμων ή με έκθεση στον αέρα και το φως. Δεύτερον, γλυκερίδια τα οποία περιέχουν ακόρεστα οξέα δύνανται να οξειδωθούν και κατόπιν να πολυμεριστούν προς σχηματισμό αδιάλυτων ρητινωδών ουσιών. Τα γλυκερίδια διακρίνονται σε λίπη και έλαια. Λίπη ονομάζονται τα γλυκερίδια τα οποία είναι στερεά σε θερμοκρασία δωματίου και περιέχουν κορεσμένα και μεγάλου μοριακού βάρους λιπαρά οξέα (π.χ παλμιτικό, αραχιδικό). Τα γλυκερίδια τα οποία είναι υγρά σε θερμοκρασία δωματίου και πλούσια σε ακόρεστα ή μικρού μοριακού βάρους λιπαρά οξέα (ελαϊκό, λινολεϊκό) ονομάζονται έλαια. Βιομηχανική επεξεργασία των ελαίων με καταλυτική υδρογόνωση έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή τους σε λίπη. Γενικά λίπη και έλαια από φυτικές πρώτες ύλες παραλαμβάνονται με τρεις μεθόδους: Πίεση εν ψυχρώ (cold pressing) Πίεση εν θερμώ (hot pressing). Με τη μέθοδο αυτή επιτυγχάνεται υψηλότερη απόδοση σε σχέση με την πρώτη μέθοδο αλλά χαμηλότερη ποιότητα λόγω δημιουργίας διαφόρων ανεπιθύμητων συστατικών Εκχύλιση με διαλύτη (solvent extraction). Με τη μέθοδο αυτή λαμβάνονται υψηλής ποιότητας μαγειρικών ελαίων Τα λίπη απαντώνται σε φυτά και ζώα, φυσιολογικά ως απόθεμα θρεπτικών συστατικών. Στα φυτά βρίσκονται σε όλα τα όργανα, αλλά υψηλά ποσοστά απαντώνται μόνο σε καρπούς και σπέρματα. Στα ζώα, το λίπος εναποθηκεύεται σε έναν ιδιαίτερο ιστό, κάτω από το δέρμα.
Μερικά έλαια και λίπη τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον στη Φαρμακευτική δίδονται παρακάτω: Έλαιον Ελαίας (Οlivae oleum) Παραλαμβάνεται από τον ώριμο καρπό της ελιάς Olea europaea L. (Oleaceae). Παραλαμβάνεται με έκθλιψη, ενώ η ποιότητα εξαρτάται από την πίεση και την εφαρμοζόμενη θερμοκρασία. Αποτελείται κυρίως από γλυκερίδια του ελαϊκού οξέος (65-75%), του παλμιτικού οξέος (10-15%) και του λινελαϊκού οξέος (9-15%). Έλαιον Αραχίδος (Αραχιδέλαιο, Arachidis oleum) Παραλαμβάνεται από τον αποφλοιωμένο καρπό του Arachis hypogaea L. (Fabaceae) με έκθλιψη (το στερεό υπόλειμμα είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες και χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή). Αποτελείται από γλυκερίδια του ελαϊκού οξέος (50-65%), του λινελαϊκού οξέος (18-30%), του παλμιτικού οξέος (8-10%) και λιπαρών οξέων με 20, 22 και 24 άτομα άνθρακα (6-7%). Έλαιον Σησάμου (Sesami oleum) Παραλαμβάνεται με έκθλιψη των σπερμάτων του Sesamum indicum L. (Pedaliaceae). Το έλαιο είναι μίγμα γλυκεριδίων των οξέων: ελαϊκού (43%), λινελαϊκού (43%), παλμιτικού (9%) και στεατικού (4%). Παρουσιάζει πολύ καλές ιδιότητες συντηρήσεως οι οποίες οφείλονται στην παρουσία μιας φαινολικής ουσίας, της σησαμολίνης. Η σησαμολίνη χρησιμοποιείται ως συνεργικός παράγοντας στα εντομοκτόνα πυρέθρου. Έλαιον Αμυγδάλου (Amygdale oleum) Παραλαμβάνεται από το σπέρμα του Prunus dulcis (Miller) D. Webb (Rosaceae). Περιέχει γλυκερίδια των οξέων: ελαϊκού (77%), λινελαϊκού (17%), παλμιτικού (5%) και μυριστικού (1%). Έλαιον Σπερμάτων Βάμβακος (Gossypii oleum) Προέρχεται από σπέρματα του βάμβακος Gossypium herbaceum L. Το έλαιον περιέχει γλυκερίδια των οξέων: λινελαϊκού (45%), ελαϊκού (30%), παλμιτικού (20%), μυριστικού (3%), στεατικού (1%) και αραχιδικού (1%).
Έλαιον σπερμάτων Σόγιας (Sojae oleum) Πηγή του ελαίου είναι ο καρπός του Glycine max (L.) Merr. Fabaceae). Ο καρπός περιέχει 35% υδατάνθρακες, πρωτεΐνη έως 50% και έλαιο έως 20%. Το έλαιο αποτελείται από γλυκερίδια του λινελαϊκού οξέος (50%), του ελαϊκού οξέος (30%), του λινολενικού οξέος (7%) και κεκορεσμένα λιπαρά οξέα (14%), κυρίως παλμιτικό και στεατικό. Η υψηλή περιεκτικότητα του ελαίου σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα το καθιστά ιδιαίτερα κατάλληλο για την παρασκευή μαργαρίνης. Το μη σαπωνοποιημένο κλάσμα του σογιέλαιου περιέχει τις στερόλες στιγμαστερόλη και σιτοστερόλη, σημαντικές πρώτες ύλες για τη σύνθεση στεροειδών ορμονών. Το υπόλειμμα της εκθλίψεως είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες υψηλής ποιότητας και χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. Τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες για την παρασκευή προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση. Έλαιον Aραβοσίτου (Maydis oleum) Παραλαμβάνεται με έκθλιψη από το έμβρυο του αραβοσίτου Zea mays L. (Poaceae). Το αραβοσιτέλαιο περιέχει γλυκερίδια του λινελαϊκού οξέος (50%) [πολύτιμο είδος διατροφής], του ελαϊκού οξέος (37%), παλμιτικού (10%) και στεατικού (3%). Έλαιον Λίνου (Lini oleum) Παράγεται με θραύση και πίεση από το σπέρμα του λίνου Linum usitatissimum L. (Linaceae). Χρησιμοποιείται στην παρασκευή διαλυμάτων εντριβών. Περιέχει γλυκερίδια του λινολενικού (50%), του ελαϊκού οξέος (22%) και λινελαϊκού οξέος (18%). Οξειδώνεται εύκολα από το ατμοσφαιρικό οξυγόνο προς στερεό προϊόν, ιδιότητα η οποία εφαρμόζεται στην παρασκευή χρωμάτων. Έλαιον Κίκεως (Κικέλαιο, Καστορέλαιο, Ricini oleum) Προέρχεται από τα ώριμα σπέρματα του Ricinus communis L. (Euphorbiaceae). Για την παρασκευή του ο φλοιός συνθλίβεται ανάμεσα σε κυλίνδρους και κατόπιν αποχωρίζεται από το ενδοσπέρμιο και το έμβρυο τα οποία περιέχουν το έλαιο. Περιέχει γλυκερίδια του ρισινελαϊκού οξέος (87%), ελαϊκού οξέος (7%), λινελαϊκού οξέος (3%), παλμιτικού οξέος (2%) και στεατικού οξέος (1%). Το έλαιο κίκεως δρα ως καθαρτικό. Έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις (χρησιμοποιείται σε καλλυντικά π.χ. lotions μαλλιών, ως λιπαντικό για υψηλής ταχύτητας περιστροφικούς κινητήρες, για τη συνθετική παρασκευή ρητινών και ινών κ.ά).
Βούτυρο Κακάο (Cacao oleum) Παραλαμβάνεται από τα σπέρματα του Theobroma cacao L. (Sterculiaceae), ως παραπροϊόν κατά την παραγωγή της σκόνης κακάο. Αποτελείται από γλυκερίδια ελαϊκού οξέος (37%), στεατικού οξέος (34%), παλμιτικού οξέος (26%) και λινελαϊκού οξέος (2%). Χρησιμοποιείται ως βάση υποθέτων. Λαρδί (Adepts suilus) Πρόκειται για ζωικό λίπος. Αποτελείται από γλυκερίδια ελαϊκού οξέος (48%), παλμιτικού οξέος (28%), λινελαϊκού οξέος (11%), στεατικού οξέος (9%) και μυριστικού οξέος (3%). Χρησιμοποιείται ως βάση αλοιφών. ΑΣΚΗΣΗ 1α ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΤΡΙΜΥΡΙΣΤΙΝΗΣ & ΜΥΡΙΣΤΙΚΙΝΗΣ ΑΠΟ ΜΟΣΧΟΚΑΡΥΑ Το μοσχοκάρυα (αποξηραμένος πυρήνας του ώριμου σπόρου του φυτού Myristica fragrans Houtt) περιέχουν 30-40% λίπος και 5-15% πτητικό έλαιο. Myristica fragrans (βλαστός με άνθη & καρποί) Το κύριο συστατικό του λίπους είναι η τριμυριστίνη (τριμυριστικός εστέρας της γλυκερόλης), η οποία λαμβάνεται από την εκχύλιση των μοσχοκαρύων. Το 60-80% του πτητικού ελαίου αποτελείται από τερπένια, ενώ ένα 8% περίπου από μυριστικίνη. Η μυριστικίνη (παράγωγο φαινυλοπροπανίου) είναι τοξική και έχει ναρκωτική δράση.
CH 2 OCOC 13 CHOCOC 13 CH 2 OCOC 13 Τριμυριστίνη O O OCH 3 OCH 2 CH=CH 2 Μυριστικίνη Σε περιπτώσεις λήψεως μεγάλων ποσοτήτων (έως 15 g) το μοσχοκάρυο έχει παραισθησιογόνο δράση με δυσάρεστες παρενέργειες, όπως ερυθρότητα του δέρματος, ταχυπαλμία και ελαττωμένη σιελόρροια. Οι αντιδράσεις αυτές θεωρείται ότι οφείλονται στην περιεχόμενη μυριστικίνη. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ Όργανα και σκεύη Σφαιρικές φιάλες Ογκομετρικοί κύλινδροι Ψυκτήρας Υδατόλουτρο Υάλινο χωνί Υάλινη στήλη Υλικά και αντιδραστήρια Σκόνη μοσχοκαρύων CH 2 Cl 2 CaCl 2 EtOH 96% Πετρελαϊκός αιθέρας Silica gel 60 (230-400 mesh) Πειραματική πορεία Α. Απομόνωση τριμυριστίνης 6 g σκόνη μοσχοκαρύων, 50 ml CH 2 Cl 2 και πέτρες βρασμού τοποθετούνται σε σφαιρική φιάλη των 250 ml και θερμαίνονται ήπια (στο Σ.Ζ. του CH 2 Cl 2 ) για 60 min σε υδατόλουτρο με τη βοήθεια κάθετου ψυκτήρα [Σχήμα Π4α]. Το διάλυμα διηθείται μέσω πτυχωτού ηθμού εντός υάλινου χωνιού [Σχήμα Π8] και το διήθημα ξηραίνεται με CaCl 2. Το CaCl 2 διηθείται μέσω πτυχωτού ηθμού εντός υάλινου χωνιού [Σχήμα Π8] και το διήθημα συμπυκνώνεται υπό ελαττωμένη πίεση [Σχήμα Π9]. Στο ελαιώδες υπόλειμμα προστίθενται 30 ml αιθανόλης 95%. Με ψύξη του διαλύματος αποβάλλεται κρυσταλλική τριμυριστίνη, η οποία διηθείται, υπό κενό, σε ηθμό με πορώδες (Νο.2) [Σχήμα Π16β] και εκπλένεται με ψυχρή αιθανόλη 95%. Οι λαμβανόμενοι κρύσταλλοι είναι άχρωμοι και άοσμοι. Το διήθημα και τα υγρά εκπλύσεως χρησιμοποιούνται για την απομόνωση της μυριστικίνης. Σ.Τ. 54-55 C
Β. Απομόνωση μυριστικίνης Μετά την απομάκρυνση της τριμυριστίνης το μητρικό υγρό συμπυκνώνεται υπό ελαττωμένη πίεση [Σχήμα Π9]. Το ελαιώδες υπόλειμμα διαλύεται σε μικρή ποσότητα πετρελαϊκού αιθέρα και περνά από μικρή στήλη η οποία περιέχει 15 g σίλικας με εκλούτη πετρελαϊκό αιθέρα (~150 ml). Εν συνεχεία ο διαλύτης συμπυκνώνεται υπό ελαττωμένη πίεση [Σχήμα Π9] και το ελαιώδες υπόλειμμα αποστάζεται υπό κενό [Σχήμα Π13α]. Σ.Ζ. 150 ºC/15 mm ΑΣΚΗΣΗ 1β Υ ΡΟΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΜΥΡΙΣΤΙΝΗΣ Η υδρόλυση των ουδετέρων λιπών παράγει ένα μόριο γλυκερόλης, η οποία έχει βιομηχανικό ενδιαφέρον και τρία μόρια λιπαρών οξέων. Η αντίδραση καταλύεται από οξέα, βάσεις (σαπωνοποίηση) και ένζυμα τα οποία ονομάζονται λιπάσες. Η στερεά τριμυριστίνη σαπωνοποιείται με άλκαλι παρέχοντας γλυκερόλη και μυριστικό οξύ. CH 2 OCOC 13 CHOCOC 13 CH 2 OCOC 13 KOH C 2 H 5 OH CH 2 OH CHOH CH 2 OH + 3 C 13 COOH Τριμυριστίνη Γλυκερόλη Μυριστικό οξύ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ Όργανα και σκεύη Σφαιρικές φιάλες Ογκομετρικοί κύλινδροι Διάταξη διηθήσεως Ηλεκτρικός μανδύας Ψυκτήρες Υλικά και αντιδραστήρια Τριμυριστίνη ΚΟΗ Αιθανόλη π.ηcl
Πειραματική πορεία 0,35 g τριμυριστίνης, 5 ml αιθανολικού διαλύματος 10% KOH, 5 ml νερού και πέτρες βρασμού τοποθετούνται σε σφαιρική φιάλη των 50 ml και θερμαίνονται για 45 min σε ηλεκτρικό μανδύα με τη βοήθεια κάθετου ψυκτήρα [Σχήμα Π3α]. Στη συνέχεια προστίθενται 10 ml νερού στο περιεχόμενο της φιάλης και το διάλυμα οξινίζεται υπό ψύξη με π.hcl. Το ίζημα (μυριστικό οξύ) συλλέγεται με διήθηση, υπό κενό, μέσω ηθμού με πορώδες (Νο.2) [Σχήμα Π16β], εκπλένεται 2 φορές με νερό και ξηραίνεται σε ξηραντήρα κενού. Σ.Τ. 51-52 C ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΖΕΛΑΪΚΟΥ ΟΞΕΟΣ Το κικέλαιον λαμβάνεται κυρίως από τα σπέρματα του φυτού Ricinus communis L. και είναι τριγλυκερίδιο του κικινελαϊκού οξέος (ricinoleic acid). Για την παρασκευή του κικελαίου, ο φλοιός συνθλίβεται ανάμεσα σε κυλίνδρους και κατόπιν αποχωρίζεται από το ενδοσπέρμιο και το έμβρυο, τα οποία περιέχουν το έλαιο. Το έλαιο το οποίο εκθλίβεται σε θερμοκρασία δωματίου χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς (π.χ σε αντισυλληπτικά gels), ενώ εκείνο το οποίο παραλαμβάνεται σε υψηλότερες θερμοκρασίες είναι προϊόν χαμηλής ποιότητας και προορίζεται για βιομηχανική χρήση. Το κικέλαιο με την επίδραση αλκάλεως υδρολύεται δίνοντας κικινελαϊκό οξύ το οποίο εν συνεχεία οξειδώνεται με υπερμαγγανικό κάλιο δίνοντας αζελαϊκό οξύ (1,7- επτανοδικαρβοξυλικό οξύ). Το αζελαϊκό οξύ χρησιμοποιείται στη δερματολογία για τη θεραπεία της ακμής. Δρα ως αντιβακτηριακό και δεσμευτής ελευθέρων ριζών.
Κικέλαιον KOH C 2 H 5 OH CH 3( CH 2 ) 5 CH(OH)CH 2 CH=CH(CH 2 ) 7 COOH Κικινελαϊκό οξύ KMnO 4 HOOC-(CH 2 ) 7 -COOH Αζελαϊκό οξύ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ Όργανα και σκεύη Σφαιρικές φιάλες Ογκομετρικοί κύλινδροι Κωνικές φιάλες Διάταξη διηθήσεως Ηλεκτρικός μανδύας Ψυκτήρες Θερμαντική πλάκα Υλικά και αντιδραστήρια Κικέλαιο Αιθανόλη 95% ΚΟΗ H 2 SO 4 KΜnO 4 NaHSO 3 Πειραματική πορεία Α. Σύνθεση κικινελαϊκού οξέος Σε σφαιρική φιάλη των 100 ml προστίθενται 8 g κικελαίου και 5 g ΚΟΗ σε 30 ml αιθανόλης 95%. Στη φιάλη προσαρμόζεται κάθετος ψυκτήρας και το μίγμα θερμαίνεται σε μανδύα για 1h [Σχήμα Π3α]. Εν συνεχεία το διάλυμα αποχύνεται σε ποτήρι ζέσεως το οποίο περιέχει 60 ml παγωμένο Η 2 Ο και οξινίζεται με 2Ν Η 2 SO 4. Το μίγμα μεταφέρεται σε διαχωριστική χοάνη [Σχήμα Π6] και εκχυλίζεται 2 φορές με 60 ml οξικού αιθυλεστέρα. Τα εκχυλίσματα του οξικού αιθυλεστέρα ενώνονται, ξηραίνονται με Να 2 SO 4, διηθούνται μέσω πτυχωτού ηθμού εντός υάλινου χωνιού [Σχήμα Π8] και συμπυκνώνονται υπό κενό [Σχήμα Π9]. Το ελαιώδες υπόλειμμα (κικινελαϊκό οξύ) ξηραίνεται σε ξηραντήρα κενού και χρησιμοποιείται παρακάτω για τη σύνθεση του αζελαϊκού οξέος.
Β. Σύνθεση αζελαϊκού οξέος 3 g κικινελαϊκού οξέος (από την πειραματική διαδικασία Α) διαλύονται σε 30 ml H 2 O το οποίο περιέχει 1g υδροξειδίου του καλίου (Διάλυμα 1). Εντός σφαιρικής φιάλης των 250 ml τοποθετούνται 8 g KMnO 4 και 80 ml H 2 O και το μίγμα αναδεύεται ζωηρά έως ότου διαλυθεί το KMnO 4 (Διάλυμα 2). Στο διάλυμα που προκύπτει προστίθεται κατά δόσεις το αλκαλικό διάλυμα 1 του κικινελαϊκού οξέος. Στη φιάλη προσαρμόζεται κάθετος ψυκτήρας και το μίγμα θερμαίνεται σε υδατόλουτρο [Σχήμα Π4α] για 30 min. Μετά το πέρας των 30 min στο διάλυμα προστίθεται στερεό NaHSO 3 μέχρι να εξαφανιστεί το χρώμα του KΜnO 4 και το σχηματιζόμενο ένυδρο MnO 2 (καφέ) απομακρύνεται με διήθηση, υπό κενό, σε ηθμό με πορώδες (Νο.3), ο οποίος περιέχει λεπτό στρώμα γης διατόμων [Σχήμα Π16β]. Το αλκαλικό διήθημα οξινίζεται προσεκτικά, υπό ψύξη, με π.hcl. Το υδατικό διάλυμα ψύχεται και το κρυσταλλικό ίζημα του αζελαϊκού οξέος, διηθείται, υπό κενό, σε ηθμό με πορώδες (Νο.4) [Σχήμα Π16β], πλένεται με παγωμένο νερό και ξηραίνεται στον ξηραντήρα. Το στερεό καθαρίζεται περαιτέρω με ανακρυστάλλωση από βραστό νερό. Σ.Τ 104-106 C ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Gunnar Samuelsson, "Φαρμακευτικά Προϊόντα Φυσικής Προελεύσεως", (Απόδοση στην Ελληνική, Γενική Επιστημονική Επιμέλεια: Π. Κορδοπάτης, Ε. Μάνεση-Ζούπα, Γ. Πάϊρας), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο (1996). 2. Γεωργίου Κ. Φωκά, "Μαθήματα Φαρμακογνωσίας", Β' έκδοση, Γραφικές Τέχνες Ε. Τσολακοπούλου, Θεσσαλονίκη (1982). 3. R. Ikan, "Natural Products, A Laboratory Guide", 2 nd Edition, Academic Press Inc., New York (1991). 4. D.L. Paiva, G.M. Lampman and G.S. Kriz, "Introduction to Organic Laboratory Techniques", Second Edition Saunders College Publishing, New York (1998).