ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΕΡΓΑ Ο ΟΠΟΙΙΑΣ. ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Γ. Κ. Μανούρης ρ. Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ- Οικονοµολόγος- Νοµικός Α. Γιούτσου υπ. ρ. Τοπογράφος Μηχανικός ΕΜΠ Κ. Κασσιός Καθηγητής ΕΜΠ, Σχολή ΑΤΜ ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙ ΙΑ: εκτίµηση, περιβαλλοντικές επιπτώσεις, µελέτες, έργα οδοποιίας. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Με την παρούσα εργασία επιχειρείται µια συνθετική προσέγγιση του θεσµού της εκτίµησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τον σχεδιασµό, την κατασκευή και τη λειτουργία έργων οδοποιίας. Μεταξύ των βασικών θεµάτων που αναλύονται, είναι τα κύρια τεχνικά στοιχεία µιας διαδικασίας εκτίµησης, η αναζήτηση και ο εντοπισµός κατάλληλων µεθόδων και τεχνικών για τα υπόψη έργα, η οικονοµική διάσταση αυτής, το υπάρχον νοµοθετικό πλαίσιο, οι θέσεις της νοµολογίας, καθώς και η στάση της δηµόσιας διοίκησης, στα εν λόγω θέµατα. Η εργασία, µε βάση την προαναφερθείσα συνθετική προσέγγιση, ολοκληρώνεται µε µια σειρά συµπερασµάτων και προτάσεων. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το θέµα της εκτίµησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τον σχεδιασµό, την κατασκευή και τη λειτουργία έργων οδοποιίας, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, λόγω κυρίως της φύσης και του είδους των έργων αυτών, τα οποία εκτός των άλλων είναι κατά κανόνα εκτεταµένα, ασκούν σηµαντική κοινωνικοοικονοµική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή τους και παρουσιάζουν αλληλεξάρτηση µε µια σειρά άλλων έργων και προγραµµάτων. Συνεπώς, επηρεάζουν ένα πλήθος παραγόντων και µεταβλητών του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και για το λόγο αυτό, η προσέγγιση του θέµατος επιβάλλεται να είναι όσο το δυνατόν ολοκληρωµένη και πλήρης. Μια τέτοια προσέγγιση επιχειρείται στα πλαίσια της παρούσας, όπου ειδικότερα εξετάζεται το προαναφερθέν θέµα από τεχνική, οικονοµική, νοµοθετική, νοµολογιακή καθώς και οργανωτική/διοικητική άποψη. 1
2. ΘΕΣΜΟΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Η αρχή της πρόληψης, αντικατέστησε στην πρώτη θέση των περιβαλλοντικών αρχών, την αρχή του ρυπαίνοντος («ο ρυπαίνων πληρώνει»). Το γεγονός αυτό, οφείλεται σε µια σειρά λόγων, όπως είναι η ύπαρξη πληθώρας περιβαλλοντικών προβληµάτων πολλά των οποίων έχουν αποκτήσει καθολικό χαρακτήρα, η σηµαντική πολλές φορές µείωση της «φέρουσας ικανότητας» των διαφόρων οικοσυστηµάτων, οι εκτεταµένες επιδράσεις που δηµιουργούν ιδιαίτερα τα µεγάλα έργα και τα προγράµµατα στους παράγοντες και µεταβλητές του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και η υιοθέτηση σε διεθνές επίπεδο, της αρχής της βιώσιµης ανάπτυξης. Με την αρχή της πρόληψης, µετατοπίστηκε το βάρος της περιβαλλοντικής προστασίας, από την αποκατάσταση στην πρόληψη. Η υλοποίηση της αρχής της πρόληψης επέρχεται σε σηµαντικό βαθµό, µε την εκτίµηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στα πλαίσια της οποίας, επιχειρείται να εκτιµηθούν εκ των προτέρων, πάσης φύσεως επιδράσεις (θετικές-αρνητικές, µεγάλες-µικρές, άµεσες-έµµεσες, κ.λ.π) που προκαλούνται στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, από έργα δραστηριότητες και προγράµµατα, σε επίπεδο σχεδιασµού, κατασκευής/υλοποίησης και λειτουργίας (Corwin R et all, 1975, Canter W et all, 1977,Lee N.- Walsh, 1992). Αν και ο θεσµός της εκτίµησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων(επε), δεν περιορίζεται µόνο στην εκπόνηση των µελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ), οι τελευταίες αποτελούν τον βασικό µηχανισµό της λειτουργίας του. Η πληρότητα, η αξιοπιστία µιας ΜΠΕ αλλά και η σφαιρική προσέγγιση των επιδράσεων στα πλαίσια αυτής, είναι προφανές ότι συµβάλουν αποτελεσµατικά στην υλοποίηση της αρχής της πρόληψης. Βασικά στοιχεία που επηρεάζουν µεταξύ των άλλων την αξιοπιστία των µελετών αυτών, είναι η συνύπαρξη ποσοτικών και ποιοτικών µεταβλητών, η υποκειµενικότητα των κρίσεων, η καταλληλότητα των χρησιµοποιουµένων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης, η ιδιαιτερότητα των σχεδίων και προγραµµάτων και οι διαφορές τους µε τα έργα, η οριοθέτηση του πεδίου µελέτης (scoping), η επιλογή των έργων που υποβάλλονται σε εκτίµηση (screening), η πρόβλεψη στα πλαίσια της µελέτης µηχανισµού παρακολούθησης της λειτουργίας του έργου και της υλοποίησης του προγράµµατος κ.λ.π. (Κασσιός Κ.,1991, Μανούρης Γ., 1997). Στο σηµείο αυτό, θα πρέπει να επισηµανθούν και τα ακόλουθα: α) Στις σύγχρονες ιδίως µορφές των ΜΠΕ, συνυπάρχουν ποσοτικοί παράγοντες (οι οποίοι είναι µετρήσιµοι), αλλά και αντίστοιχοι ποιοτικοί (κατ αρχήν µη µετρήσιµοι). Η ανάγκη συνεξέτασης των εν λόγω ποσοτικών και ποιοτικών παραγόντων, επιβάλλει την αναζήτηση µεθόδων και τεχνικών που επιτυγχάνουν σχετική τουλάχιστον ποσοτικοποίηση ποιοτικών µεταβλητών, µε αποτέλεσµα, εκτός των άλλων, τον περιορισµό της υποκειµενικότητας των κρίσεων. Η αναζήτηση αυτή, επιβάλλεται, προκειµένου να εξευρεθούν κατάλληλες εναλλακτικές λύσεις και να επιλεγεί η πλέον πρόσφορη από αυτές. β) Η οριοθέτηση του πεδίου µελέτης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, ο οποίος θα καθορίσει την εκπόνηση των αναγκαίων µελετών, που πρέπει να καλύψουν όλα τα στάδια σχεδιασµού και υλοποίησης των εξεταζοµένων έργων/προγραµµάτων. γ) Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, τα µεγάλα έργα οδοποιίας µοιάζουν σε πολλά σηµεία µε τα προγράµµατα και συνεπώς η εφαρµογή του θεσµού ΕΠΕ στις περιπτώσεις αυτές, επηρεάζεται σε πολύ µεγάλο βαθµό από τις διαφορές, έργων και προγραµµάτων, οι κυριότερες των οποίων αφορούν το σκοπό, τις εναλλακτικές λύσεις, τους χρόνους, την υλοποίηση, τη γνώση του µέλλοντος και το µελετώµενο περιβάλλον (Κασσιός Κ., 1991). 2
3. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ Ο ΟΠΟΙΙΑΣ Τα έργα οδοποιίας, ανήκουν στην κατηγορία των έργων που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Η έκταση των έργων αυτών (πρόκειται για µεγάλα κατά κανόνα έργα), η υπαγωγή τους σε ευρύτερα οικονοµικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά προγράµµατα, η προφανής επιρροή τους σε πλείστους όσους παράγοντες και µεταβλητές του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και η σηµασία τους για την εν γένει κοινωνικοοικονοµική ζωή της χώρας, είναι ορισµένα βασικά χαρακτηριστικά τους που ενισχύουν την άποψη αυτή. Πέραν των προαναφερθέντων, βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του σχεδιασµού, της κατασκευής και της λειτουργίας των έργων οδοποιίας είναι και τα εξής: ι) Τα αναφερόµενα έργα, κατά κανόνα, πρέπει να σχεδιάζονται και να προγραµµατίζονται στα πλαίσια ευρύτερου σχεδιασµού και προγραµµατισµού, όπως είναι ο χωροταξικός, ο περιφερειακός και ο πολεοδοµικός σχεδιασµός, ιι) Το στάδιο της εκπόνησης των επιµέρους γενικών και ειδικών µελετών, έπεται του προαναφερθέντος πρώτου σταδίου. Για παράδειγµα, µετά τον αρχικό σχεδιασµό ενός υπεραστικού έργου οδοποιίας, θα ακολουθήσει η µελέτη που περιλαµβάνει την αναγνώριση, τη προµελέτη και την οριστική µελέτη. Για την µελέτη αναγνώρισης, υποστηρικτικές µελέτες αποτελούν η κυκλοφοριακή, η αναγνωριστική γεωλογική, η µελέτη για την έγκριση χωροθέτησης και η οικονοµοτεχνική µελέτη. Για την προµελέτη, αντίστοιχες µελέτες είναι εκτός της ΜΠΕ, η προµελέτη γεωµετρικού σχεδιασµού, η προµελέτη αποχέτευσης- αποστράγγισης, η οριστική γεωλογική µελέτη, η προκαταρκτική µελέτη κόµβων και παράπλευρων έργων και η µελέτη προκαταρκτικής επεξεργασίας τεχνικών έργων. Τέλος η οριστική µελέτη περιλαµβάνει, την οριστική µελέτη γεωµετρικού σχεδιασµού, την οριστική µελέτη αποχέτευσης- αποστράγγισης, τα γεωτεχνικά της οδού και των τεχνικών έργων, τη προµελέτη κόµβων και παράπλευρων έργων και τη προµελέτη τεχνικών έργων. Στα κατωτέρου επιπέδου αντίστοιχα έργα, οι προαναφερθείσες µελέτες µπορεί να περιορισθούν κατά περίπτωση. ιιι) Ειδικότερα, η ΕΠΕ του πρώτου σταδίου, θα πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά µιας αναπτυξιακού χαρακτήρα προσέγγισης, αφού προεχόντως, επιβάλλεται να επεκταθεί σε ένα πλήθος παραγόντων τεχνικού, οικονοµικού, κοινωνικού, θεσµικού και οργανωτικού χαρακτήρα, ευρισκοµένων σε αλληλεπίδραση. Η ανωτέρω εκτίµηση θα πρέπει να περιλαµβάνει, την φάση του σχεδιασµού, της εκτέλεσης και της λειτουργίας. Ιδιαίτερη για την τελευταία, θα πρέπει, µεταξύ άλλων, να προβλεφθεί η δηµιουργία κατάλληλου µηχανισµού παρακολούθησης (monitoring). 3
4. ΜΕΘΟ ΟΙ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΕΡΓΩΝ Ο ΟΠΟΙΙΑΣ Κατόπιν των προαναφερθεισών επισηµάνσεων, καθίσταται προφανές ότι οι χρησιµοποιούµενες µέθοδοι και τεχνικές εκτίµησης, δεν µπορεί να χαρακτηρισθούν από τον ίδιο βαθµό καταλληλότητας για την περίπτωση της ΕΠΕ των έργων οδοποιίας. Στα πλαίσια της παρούσας, επιχειρείται µία αξιολόγηση γνωστών µεθόδων και τεχνικών, όσον αφορά την εν λόγω καταλληλότητα. Η χρήση των «κλασικών» µεθόδων, είναι περιορισµένη και έχει κατά κανόνα συµπληρωµατικό χαρακτήρα, γεγονός που οφείλεται κατά βάση στο ότι για τις µεθόδους αυτές, επιβάλλεται να ισχύουν ορισµένες προϋποθέσεις, όπως το µη αβέβαιο περιβάλλον και το στατικό περιβάλλον, προϋποθέσεις που δεν ισχύουν στην περίπτωση των περισσοτέρων έργων οδοποιίας. Σηµαντικές ατέλειες των ιδίων µεθόδων είναι, µεταξύ άλλων, η αδυναµία ενσωµάτωσης διαφορετικών συντελεστών και η αδυναµία χειρισµού ποιοτικών δεδοµένων. Οι µέθοδοι «πολυκριτηριακής» ανάλυσης, παρουσιάζουν σηµαντικά πλεονεκτήµατα σε σχέση µε τις κλασικές κυρίως διότι α) το περιβάλλον µπορεί να είναι αβέβαιο, β) µπορεί να είναι µη στατικό, µε αποτέλεσµα ο σχεδιασµός να διαµορφώνεται στο πλαίσιο µιας διαρκούς διάδρασης σκοπών και µέσων, γ) τα αποτελέσµατα των εν λόγω µεθόδων µπορούν να σχετίζονται µε διαφορετικές διαβαθµίσεις, εναλλακτικά ως προς κάποια κριτήρια µε διαφορετικές προτεραιότητες (ειδικά βάρη κριτηρίων). Επίσης, δίδεται δυνατότητα χειρισµού ποιοτικών δεδοµένων, διότι στις πολυκριτηριακές προσεγγίσεις, είναι δυνατός ο χειρισµός µητρώων µικτών η και αποκλειστικά µητρώων ποιοτικών δεδοµένων (αριθµητικές η/και τακτικές κλιµακώσεις τιµών στα κριτήρια). Για τους λόγους αυτούς, κρίνονται κατ αρχήν κατάλληλες για την εκτίµηση των επιπτώσεων έργων οδοποιίας, αν και η καταλληλότητά τους αυτή µπορεί να περιορισθεί, λόγω της ύπαρξης άλλων προβληµάτων, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται η αδυναµία «αντικειµενικής» αποτίµησης και µέτρησης ποιοτικών µεταβλητών, η αδυναµία προσδιορισµού του συνόλου των σχέσεων µεταξύ των περιβαλλοντικών παραγόντων και µεταβλητών, αλλά και η αδυναµία πλήρους προσδιορισµού και «εσωτερικοποίησης» του εξωτερικού κόστους. Τα πολυκριτηριακά µοντέλα λήψης περιβαλλοντικών αποφάσεων, που ονοµάζονται και διαχειριστικά η τεχνολογικά µοντέλα, έχουν καθοριστική συµβολή στην περιγραφή των περιβαλλοντικών συστηµάτων και συνεπώς στη λήψη των περιβαλλοντικών αποφάσεων, µε αποτέλεσµα να θεωρούνται κατ αρχήν κατάλληλα για την εκτίµηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τον σχεδιασµό, την κατασκευή και τη λειτουργία των έργων οδοποιίας. Παρ όλα αυτά, αρκετές φορές τα αποτελέσµατα χρήσης των δεν είναι ικανοποιητικά, διότι µεταξύ άλλων: α) ανακύπτουν θεωρητικές δυσκολίες, που έχουν σχέση µε την κατασκευή των µοντέλων, β) η προϋπόθεση της ύπαρξης επαρκών και αξιόπιστων στοιχείων δεν ισχύει πάντα, µε αποτέλεσµα την αδυναµία κατασκευής κατάλληλων µοντέλων, γ) η έλλειψη επαρκών γνώσεων για τα περιβαλλοντικά προβλήµατα και των αλληλοσυσχετίσεων και αλληλεπιδράσεων των προσδιοριστικών τους παραγόντων (ιδιαίτερα αυτών που έχουν καθολικό χαρακτήρα), συντελεί στην αδυναµία κατασκευής ενός αξιόπιστου µοντέλου. Η συστηµική µέθοδος, µπορεί υπό ορισµένες προϋποθέσεις να ενταχθεί στην κατηγορία των κατ αρχήν κατάλληλων µεθόδων. Πολλές φορές όµως, δηµιουργούνται προβλήµατα που περιορίζουν την εν λόγω καταλληλότητα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στο στάδιο του προσδιορισµού του συστήµατος, προβλήµατα µπορεί να δηµιουργηθούν από την έλλειψη επαρκών σε ποσότητα και ποιότητα στοιχείων, καθώς και την έλλειψη γνώσης του πλήρους εύρους των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος και των αλληλεπιδράσεων αυτών. Κατά την κατασκευή του υποδείγµατος, µπορεί επιπλέον να δηµιουργηθούν πρόσθετα προβλήµατα επιλογής των 4
στοιχείων του, αφού είναι γνωστό ότι ένα τέτοιο υπόδειγµα, θα πρέπει να περιλαµβάνει για λόγους δυνατότητας χειρισµού, µικρό αριθµό δεδοµένων, κατάλληλα επιλεγµένων και τις σχέσεις που τις συνδέουν, κατάλληλα ορισµένες. Στο στάδιο επιλογής/καθορισµού του συνόλου των κριτηρίων, εµφανίζεται επιπλέον το πρόβληµα της ποσοτικοποίησης, αφού όλα τα φαινόµενα, θα πρέπει να ποσοτικοποιηθούν κατά τάξη η κατά πλήθος. Ανάλογα ως προηγουµένως προβλήµατα, µπορεί να ανακύψουν και σε άλλα στάδια της διαδικασίας, όπως επί παραδείγµατι στο στάδιο της εξεύρεσης εναλλακτικών λύσεων, της αξιολόγησης αυτών και στην επιλογή της πιο πρόσφορης. Πλέον κατάλληλη µέθοδος για την ΕΠΕ εµφανίζεται αυτή που στηρίζεται στην ανάλυση αποφάσεων. Σύµφωνα µε την εν λόγω µέθοδο, ο σχεδιασµός των έργων και η δηµιουργία προγραµµάτων, περιγράφεται ως µια διαδικασία λήψης αποφάσεων, δηλαδή επιλογή µιας λύσης, µετά πολλών εναλλακτικών σε συνθήκες αβεβαιότητας. Η θεωρία των αποφάσεων, δίδει το κατάλληλο πλαίσιο για τη λήψη αυτών σε συνθήκες επικινδυνότητας, διότι παρέχει την δυνατότητα αποτίµησης και των ανεπιθυµήτων συνεπειών, που είναι αποτέλεσµα αστοχίας των υπό ανάλυση αποφάσεων. Η ανάπτυξη και επίλυση µοντέλων προσοµείωσης των φυσικών φαινοµένων, που λαµβάνει χώρα, οδηγεί στον υπολογισµό των πιθανοτήτων αστοχίας, δεδοµένου ότι η αξιολόγηση των επιπτώσεων από την πιθανή αστοχία των έργων/προγραµµάτων, λαµβάνει χώρα στο στάδιο της τεχνικής ανάλυσης, η οποία ενσωµατώνεται στην όλη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σηµαντικό συγκριτικό πλεονέκτηµα της εν λόγω µεθόδου, έναντι κυρίως της κλασικής κόστους/οφέλους, είναι ότι δίδεται η δυνατότητα αποτίµησης συνεπειών και επιπτώσεων που δεν µεταφράζονται εύκολα σε χρήµα, όπως ασθένειες, δυστυχήµατα, απώλειες ζωών, ρύπανση ατµόσφαιρας και υδάτων, οικολογικές καταστροφές κ.λ.π. Η προαναφερθείσα καταλληλότητα της εξεταζοµένης µεθόδου είναι ευχερώς διαπιστώσιµη, στην περίπτωση ιδίως των µεγάλων έργων οδοποιίας, αφού ο σχεδιασµός, κατασκευή και λειτουργία τους παρουσιάζουν, µεταξύ άλλων, τα χαρακτηριστικά της αβεβαιότητας, των πιθανών αστοχιών, της αναγκαιότητας αντιµετώπισης των σχετικών θεµάτων µε βάση τις µεθόδους περισσοτέρων επιστηµονικών περιοχών (στατιστική θεωρία, ανάλυση συστηµάτων, επιχειρησιακή έρευνα, οικονοµία, ψυχολογία κ.λ.π), της αναγκαιότητας εκτίµησης ποικίλων παραγόντων και µεταβλητών αποτιµητών και µη αποτιµητών σε χρήµα κ.λ.π, χαρακτηριστικά δηλαδή που προσιδιάζουν στη χρήση της εν λόγω µεθόδου. Βεβαίως και πάλι µπορεί να εµφανισθούν ανάλογα µε τα αναφερόµενα στις άλλες µεθόδους και τεχνικές προβλήµατα. Σε κάθε όµως περίπτωση, η εξεταζοµένη µέθοδος είναι προσφορότερη από τις λοιπές. Οσον αφορά τις τεχνικές διερεύνησης των επιπτώσεων, λεκτέα είναι µεταξύ άλλων και τα εξής: α) Μεταξύ των ανωτέρω τεχνικών περιλαµβάνονται οι µήτρες (matrices), οι τεχνικές επιλογής και διαχωρισµού (screening methods), οι τεχνικές κινδύνων και αβεβαιότητας (hazard and uncertainly), η περιγραφική µέθοδος (environmental survey methods), η τεχνική των επικαλύψεων (overlays), οι κατάλογοι (checklists) είτε πρόκειται για περιγραφικούς καταλόγους (descriptive check lists) που χρησιµοποιούνται συχνά για έργα οδοποιίας (Canter L.W., 1977), είτε για κλιµακωτούς (scaling) είτε τέλος για βαθµωτούς (ranking) (Κασσιός Κ., Ακρίβος Κ., Μανούρης Γ., Τσουχλαράκη Α., 1995) β) Οι ανωτέρω τεχνικές παρουσιάζουν τόσο πλεονεκτήµατα όσο και µειονεκτήµατα. Οι κατάλογοι επί παραδείγµατι, εµφανίζουν έντονο το στοιχείο της υποκειµενικότητας, παρουσιάζουν όµως ευκολία στην κατάρτισή τους. Στα πλεονεκτήµατα της τεχνικής των µητρών διπλής εισόδου (κατά Leopold), συγκαταλέγεται και η χρησιµότητά της για την αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων, στις µελέτες έργων και προγραµµάτων. Η εν λόγω τεχνική όµως παρουσιάζει και σηµαντικά µειονεκτήµατα, όπως είναι η υποκειµενικότητα, που µπορεί όµως να περιορισθεί από την εισαγωγή βαρών, (ιδιαίτερα στις περιπτώσεις, όπου τα εν λόγω βάρη τίθενται από τους ειδικούς), η αδυναµία της να εξετάσει δευτερεύουσες ή έµµεσες επιπτώσεις και το γεγονός ότι είναι κατά κανόνα χρονοβόρα. 5
Από την παραπάνω εξέταση των µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης, προκύπτει αβίαστα το συµπέρασµα ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων σχεδιασµού, κατασκευής και λειτουργίας έργων οδοποιίας, πρέπει να επιχειρείται η εφαρµογή ενός συνδυασµού τόσο µεθόδων όσο και τεχνικών, για την επίτευξη όσο το δυνατόν προσφόρου αποτελέσµατος της εκτίµησης. 5. ΕΠΕ ΕΡΓΩΝ Ο ΟΠΟΙΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Η οικονοµική παράµετρος παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην εξεταζοµένη εκτίµηση Θέµατα που σχετίζονται µε αυτή, είναι µεταξύ άλλων η δυνατότητα «εσωτερικοποίησης» του εξωτερικού κόστους, η δυνατότητα χρήσης των πλέον πρόσφορων, κατά περίπτωση, οικονοµικών µέσων, ο προσδιορισµός της κοινωνικής ευηµερίας που προκαλείται από την κατασκευή των συγκεκριµένων έργων, ο εντοπισµός και η αξιολόγηση των «οικονοµιών κλίµακας» και των «εξωτερικών οικονοµιών» (κατ εξοχήν στις αρνητικές εξωτερικές οικονοµίες περιλαµβάνονται η µόλυνση, ρύπανση και υποβάθµιση του περιβάλλοντος), η αδυναµία πλήρους λογιστικής απεικόνισης ωφελειών και κόστους, ιδιαίτερα στους ποιοτικούς παράγοντες, και οι τρόποι χρηµατοδότησης τέτοιων έργων (Coase K., 1960, Luken R.A., 1990). Αξίζει εν προκειµένω να επισηµανθεί, ότι στα περισσότερα µεγάλα έργα, όπως είναι τα µεγάλα οδικά έργα (αλλά και τα προγράµµατα), παρουσιάζονται εξαιρετικές δυσκολίες ακόµη και στον κλασικό υπολογισµό κόστους και οφέλους, µε µεθόδους όπως είναι η µέθοδος της «παρούσας αξίας», κυρίως διότι, εκτός των άλλων, τα µελλοντικά υπό εκτίµηση κόστη και οφέλη περικλείουν µεγάλο βαθµό αβεβαιότητας εκτίµησης. Αυτό συµβαίνει διότι τα εν λόγω έργα, επηρεάζονται πολύ περισσότερο έναντι των κλασικού χαρακτήρα έργων, από αστάθµητους και µη ελεγχόµενους παράγοντες. Ιδιαίτερη αναφορά, θα πρέπει να λάβει χώρα, για το είδος των προβληµάτων που δηµιουργούνται, λόγω της αδυναµίας της οικονοµικής επιστήµης να συµπεριλάβει στους διαφόρους «λογαριασµούς», την περιβαλλοντική συνιστώσα ιδιαίτερα στην περίπτωση των µεγάλων έργων, όπως είναι κατά κανόνα τα έργα οδοποιίας και των προγραµµάτων, µε αποτέλεσµα, µεταξύ άλλων, ούτε κατάλληλη κατά περίπτωση «εσωτερικοποίηση» του εξωτερικού κόστους να είναι δυνατόν να επιτευχθεί, ούτε εκ του λόγου αυτού, να είναι δυνατή η επιλογή των πλέον πρόσφορων εναλλακτικών λύσεων. Η αντιµετώπιση των εξεταζοµένων προβληµάτων που δηµιουργούνται και κατά τον σχεδιασµό την κατασκευή και την λειτουργία των έργων οδοποιίας, θα πρέπει να αντιµετωπισθούν, εκτός των άλλων, µε βάση τις εξής κατευθύνσεις: ι) την κατεύθυνση της πλήρους και πλέον πρόσφορης εκµετάλλευσης των υπαρχόντων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης που περιορίζουν το εύρος των προαναφερθέντων προβληµάτων, ιι) την κατεύθυνση της συνεξέτασης των βασικών τουλάχιστον κοινωνικοοικονοµικών παραµέτρων µε τις λοιπές τεχνικού, νοµικού, οργανωτικού κ.λ.π. χαρακτήρα στα πλαίσια εκπόνησης ΜΠΕ και ιιι) την κατεύθυνση της κρατικής παρέµβασης και της λήψης ενιαίων µέτρων από την πολιτεία, όταν η συµπεριφορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οδηγεί στην δηµιουργία εκτεταµένων αρνητικών εξωτερικών οικονοµιών, µεταξύ των οποίων, προέχουσα θέση έχει η υποβάθµιση του περιβάλλοντος. 6
6. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Η έκδοση των οδηγιών 97/11ΕΕ για την εκτίµηση των επιπτώσεων ορισµένων σχεδίων δηµοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (τροποποίηση της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ) και 96/61/ΕΕ για την ολοκληρωµένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, επέβαλαν, µεταξύ άλλων, την ανάγκη τροποποίησης των άρθρων 3,4,5 του Ν.1650/86 για το περιβάλλον, όπως εξειδικεύτηκαν µε τις ΚΥΑ 69269/5387/90 και 75308/5512/90. Η τροποποίηση έλαβε χώρα µε την έκδοση του Ν.3010/2002(ΦΕΚ 91Α /25-4-2002) «Εναρµόνιση του Ν. 1650/1986 µε τις οδηγίες 97/11 ΕΕ και 96/61 ΕΕ, διαδικασία οριοθέτησης και ρυθµίσεις θεµάτων για τα υδατορέµατα και άλλες διατάξεις». Σε συνέχεια του παρόντος νόµου εκδόθηκε, µεταξύ άλλων, η ΚΥΑ ΗΠ 15393/2332/2002 (ΦΕΚ 1022Β/ 5-8-2002 «Κατάταξη δηµοσίων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες και υποκατηγορίες, σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Ν.1650/1986 όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 του Ν. 3010/2002 Εναρµόνιση του Ν 1650/86 µε τις οδηγίες 97/11ΕΕ και 96/61ΕΕ κ.α(α91), στα πλαίσια της οποίας, τα έργα και οι δραστηριότητες της Α και Β κατηγορίας, υποδιαιρούνται στις υποκατηγορίες 1 και 2 (για τη Α) και 3 και 4 (για τη Β). Μεταξύ των δέκα οµάδων κοινών για τις κατηγορίες Α και Β, περιλαµβάνεται και η οµάδα των έργων οδοποιίας (1 η οµάδα). Ειδικότερα στην κατηγορία Α, υποκατηγορία 1 περιλαµβάνονται οκτώ (8) περιπτώσεις, στην κατηγορία Α, υποκατηγορία 2 οκτώ (8), στην κατηγορία Β, υποκατηγορία 1 οκτώ (8), και στην κατηγορία Β, υποκατηγορία 2, δύο (2). Από την εξέταση του συνόλου της ανωτέρω και της λοιπής συναφούς νοµοθεσίας, µεταξύ των άλλων, επισηµαίνεται ότι επειδή η τροποποίηση του κυρίως θεσµικού πλαισίου ΕΠΕ, είναι πρόσφατη, δεν µπορούν να διατυπωθούν συµπεράσµατα, για την καταλληλότητά του, στα πλαίσια της εφαρµογής του. Προβάλλονται όµως βάσιµοι ισχυρισµοί ότι δεν εξασφαλίζει την απαραίτητη σφαιρική, ολοκληρωµένη και αξιόπιστη προσέγγιση που επιβάλλεται να υπάρχει σε έργα και δραστηριότητες µεγάλου εύρους, όπως είναι αυτά που σχετίζονται µε το σχεδιασµό, την κατασκευή και τη λειτουργία των έργων οδοποιίας 7. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Η νοµολογία έχει κατ επανάληψη ασχοληθεί µε ζητήµατα τα οποία συνδέονται µε το εξεταζόµενο θέµα.μεταξύ των θέσεων που έχει διατυπώσει περιλαµβάνονται και οι εξής: 1) η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος απορρέει απ ευθείας από το άρθρο 24 του Συντάγµατος, το οποίο έχει άµεση ισχύ, 2) η εκτίµηση θα πρέπει να ξεκινά από το κατάλληλο, κατά περίπτωση επίπεδο σχεδιασµού, 3) µεταξύ των άλλων, η εν λόγω εκτίµηση, πρέπει να είναι σφαιρική, πλήρης, ολοκληρωµένη και να εξετάζει τις εναλλακτικές λύσεις και της µηδενικής (µη κατασκευή του έργου ή µη υλοποίηση του προγράµµατος) συµπεριλαµβανοµένης, 4) µεταξύ των εναλλακτικών, θα πρέπει να επιλέγεται αυτή που προξενεί τις ηπιότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον και είναι τεχνικά πρόσφορη, 5) η ΕΠΕ θα πρέπει να είναι προσανατολισµένη προς την αρχή της βιώσιµης ανάπτυξης, η οποία απορρέει τόσο από το Σύνταγµα, όσο και από το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό ίκαιο, αλλά και από ιεθνείς Συνθήκες, 6) η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί τον σπουδαιότερο παράγοντα, από αυτούς που συνθέτουν το δηµόσιο συµφέρον, 7) η πράξη προέγκρισης χωροθέτησης (τώρα προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίµηση και αξιολόγηση), αποτελεί υποκατάστατο του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασµού, στον οποίο έχει υποχρέωση να προβεί η πολιτεία µε βάση το άρθρο 24 παρ.1 του Συντάγµατος, 8) κατά τη διαδικασία της ΕΠΕ, 7
εφαρµόζεται η αρχή της πρόληψης της υποβάθµισης του περιβάλλοντος, 9) ως έναρξη πραγµατοποίησης του έργου, πριν από την οποία απαιτείται η κατάρτιση περιβαλλοντικής µελέτης, θεωρείται όχι µόνο η υλική ενέργεια εκτέλεσης του έργου, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης, όπως είναι η πράξη κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των αναγκαίων εκτάσεων για την εκτέλεση του έργου, 10) η συνολική επίδραση του έργου στο φυσικό περιβάλλον δεν ισούται προς το άθροισµα των τοπικώς µόνον εκτιµώµενων συνεπειών των επί µέρους τεχνικών έργων που απαιτούνται για την πραγµατοποίησή του, αλλά είναι πολλαπλάσιο τούτου, λόγω του δυναµικού και µη γραµµικού χαρακτήρα των εντεύθεν διαταρασσόµενων και σε αλληλεξάρτηση τελούντων φυσικών και ανθρωπογενών συστηµάτων, 11) τόσο η µελέτη όσο και η πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (ΕΠΟ), θα πρέπει να αναζητούν εναλλακτικές λύσεις ως προς τη θέση λ.χ της λεωφόρου και ως προς την προσφορότερη τεχνολογία και µέθοδο κατασκευής, 12) η αναζήτηση των εναλλακτικών λύσεων επιβάλλεται ώστε και από την άποψη της θέσεως και από την άποψη της κατασκευής να επιδιωχθεί η λύση η περισσότερο προστατευτική του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος. 8. Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ Η δηµόσια διοίκηση θα έπρεπε να καθορίσει τη δράση της, κατά τρόπο συµβατό µε τις προαναφερθείσες τεχνικές, οικονοµικοκοινωνικές και νοµολογιακές απαιτήσεις και θέσεις. υστυχώς όµως κάτι τέτοιο δεν συµβαίνει, γεγονός που οφείλεται σε µια σειρά αντικειµενικών και υποκειµενικών λόγων. Το γεγονός αυτό, πιστοποιείται εκτός των άλλων, από την έκδοση µιας σειράς ατοµικών και κανονιστικών πράξεων που είναι ακυρωτέες, καθώς και από την δηµιουργία νοµοσχεδίων που υποβάλλονται για ψήφιση στη Βουλή, τα οποία περιλαµβάνουν διατάξεις ασύµβατες σε µεγαλύτερο η µικρότερο βαθµό, προς τις παραπάνω απαιτήσεις. 9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Από την προαναφερθείσα ανάλυση του θέµατος, προκύπτουν, µεταξύ άλλων τα εξής συµπεράσµατα και προτάσεις: ι) Η ΕΠΕ, αποτελεί ένα κατ εξοχή πρόσφορο µέσο υλοποίησης της αρχής της πρόληψης. Η εν λόγω εκτίµηση προϋποθέτει, εκτός των άλλων, την εκπόνηση κατάλληλων για την ανωτέρω υλοποίηση ΜΠΕ, οι οποίες, προκειµένου να εκτιµηθούν πάσης φύσεως και σε αλληλοσυσχέτιση ευρισκόµενες επιδράσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, από έργα, δραστηριότητες και προγράµµατα, εµφανίζουν πλέον τη µορφή µελετών «αναπτυξιακού χαρακτήρα». Το γεγονός αυτό, µεταξύ των άλλων, σηµαίνει ότι στις εν λόγω µελέτες συνυπάρχουν, τόσο ποσοτικοί, όσο και ποιοτικοί παράγοντες, οι οποίοι θα πρέπει να συνεκτιµηθούν. Συνεπώς, επιβάλλεται η αναζήτηση, επινόηση και εφαρµογή αναλόγων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης. Είναι ευνόητο ότι µε τα παραπάνω δεδοµένα, θα πρέπει να ληφθεί µέριµνα από κάθε ενδιαφερόµενο φορέα (δηµόσια διοίκηση, πανεπιστήµια, ερευνητικά κέντρα κ.λ.π) για την ανάπτυξη της σχετικής έρευνας. 8
ιι) Η φύση των έργων οδοποιίας(ιδιαίτερα των µεγάλων), η κατά κανόνα συνθετότητά τους, η ποικιλία και η έκταση των επιδράσεων τους σε εκτεταµένες ζώνες και περιοχές, είναι µερικά από τα χαρακτηριστικά τους, που επιβάλλουν τη χρήση µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης, οι οποίες θα πρέπει να λαµβάνουν υπόψη τους, εκτός των άλλων και τις πιθανότητες αστοχίας αυτών των έργων (π.χ ανάλυση ευαισθησίας κ.λ.π). ιιι) Ιδιαίτερα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η οικονοµική συνιστώσα των επιδράσεων, µε βάση κυρίως τις ανάγκες, «εσωτερικοποίησης» του εξωτερικού κόστους, δηµιουργίας οικονοµιών κλίµακας και αποφυγής δηµιουργίας αρνητικών εξωτερικών οικονοµιών, ανάγκες που δεν φαίνεται αρκετές φορές να συνεκτιµώνται, κυρίως από τη δηµόσια διοίκηση. Η τελευταία, οφείλει να λάβει κατάλληλα µέτρα και κυρίως να ενσωµατώσει στις προδιαγραφές των ΜΠΕ κατάλληλους όρους, ώστε να λαµβάνεται υπόψη η προαναφερθείσα συνιστώσα. ιν) Η νοµοθεσία που συνδέεται άµεσα η έµµεσα µε το εξεταζόµενο θέµα, δεν µπορεί να θεωρηθεί «προσαρµοσµένη» προς τις τεχνικές και κοινωνικοοικονοµικές απαιτήσεις µιας πρόσφορης ΕΠΕ για έργα οδοποιίας, και επανειληµµένα εµφανίζει αποσπασµατικότητα. Η κωδικοποίηση της νοµοθεσίας αυτής, αποτελεί ένα από τα µέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη βελτίωση της κατάστασης. ν) Η νοµολογία, έχει σε πάρα πολλές περιπτώσεις, κινηθεί στα πλαίσια των αντιστοίχων τεχνικών και κοινωνικοοικονοµικών απαιτήσεων, διατυπώνοντας µια σειρά ορθών θέσεων. υστυχώς όµως, η δηµόσια διοίκηση, επανειληµµένα δεν συµµορφώνεται µε τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις, αν και αυτό αποτελεί υποχρέωσή της, απορρέουσα ευθέως από το Σύνταγµα (άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγµατος). Με βάση το γεγονός της δηµιουργίας σηµαντικών προβληµάτων στο σχεδιασµό, στην κατασκευή και στη λειτουργία των έργων οδοποιίας, λόγω ακύρωσης ατοµικών και κανονιστικών πράξεων από τα διοικητικά δικαστήρια, θα πρέπει οι θέσεις της νοµολογίας να λαµβάνονται σοβαρά υπόψη, ιδιαίτερα στη φάση της σύνταξης των σχετικών προδιαγραφών των ΜΠΕ. νι) Η διεπιστηµονικότητα που χαρακτηρίζει τόσο τη διαδικασία ΕΠΕ, όσο και τις ΜΠΕ, επιβάλλει την ανάγκη εκπόνησης και ελέγχου των τελευταίων από κατάλληλη, κατά περίπτωση, διεπιστηµονική οµάδα. νιι) Τέλος βασικό συµπέρασµα που προκύπτει από την όλη εξέταση του θέµατος, είναι ότι ιδιαίτερα στην περίπτωση των µεγάλων έργων και προγραµµάτων εν γένει και των µεγάλων έργων οδοποιίας ειδικότερα, επιβάλλεται να υπάρξουν σύνθετες και ολοκληρωµένες προσεγγίσεις των σχετικών µε αυτά θεµάτων. Αυτού του είδους οι προσεγγίσεις, για να έχουν ουσιαστικό πρακτικό αποτέλεσµα, θα πρέπει, εκτός των άλλων, να ενσωµατωθούν στις διαδικασίες ΕΠΕ και ιδιαίτερα στις αντίστοιχες προδιαγραφές σύνταξης των ΜΠΕ. Στις εν λόγω προδιαγραφές, θα πρέπει, µεταξύ άλλων, να περιλαµβάνονται : Η πρόβλεψη εφαρµογής καταλλήλων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης των αντιστοίχων επιπτώσεων. Εκτιµάται ότι σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να αιτιολογείται σε ικανοποιητικό βαθµό, η επιλογή της µεθόδου και τεχνικής η το ορθότερο του συγκεκριµένου συνδυασµού µεθόδων και τεχνικών. Η σαφής πρόβλεψη για την υποχρεωτική εκτίµηση, όχι µόνο των φυσικών αλλά και των σχετικών κοινωνικοοικονοµικών επιπτώσεων, σε συνδυασµό βεβαίως µε την προαναφερθείσα χρήση, αναλόγων προς την εξεταζόµενη περίπτωση, κατάλληλων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης. 9
Η ενσωµάτωση των θέσεων της νοµολογίας. Απόλυτα δεκτικές ενσωµάτωσης, είναι ιδιαίτερα οι θέσεις της για την «έγκαιρη» έναρξη της διαδικασίας εκτίµησης, τη σφαιρικότητα της εκτίµησης, την αναγκαιότητα εξέτασης των εναλλακτικών λύσεων και της επιλογής της πλέον κατάλληλης κατά περίπτωση, και τη συµβατότητα ιδιαίτερα των µεγάλων έργων οδοποιίας µε τα προγράµµατα οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης καθώς και µε τα χωροταξικά, ρυθµιστικά, πολεοδοµικά και τοµεακά σχέδια και προγράµµατα. 10. ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Canter W. 1977. «Environmental Impact Assessement», New York, Mc Graw, Hill Book company. Coase K., (1960). «The problem of Social Cost»,Journal of Law and Economics, October Corwin R., et all. 1975. «Environmental Impact Assessement», Freeman, Cooper & Company, USA, p.p 77-109 Κασσιός Κ. 1991. «Σηµειώσεις επιπτώσεων στο περιβάλλον από τεχνικά έργα και προγράµµατα», ΕΜΠ, Αθήνα. Κασσιός Κ., Ακρίβος Κ., Μανούρης Γ., Τσουχλαράκη Α. 1995. «Μέθοδοι και τεχνικές εκτίµησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων από έργα οδοποιίας και συγκριτική εξέταση νοµοθετηµένων διαδικασιών», 1 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Οδοποιίας, Πρακτικά Συνεδρίου, Λάρισα, σ.σ 696-707. Lee N.- Walsh. 1992. «Strategic environmental assessment», EIA Leaftet series No 13, Manshester. Luken R.A.1990. «Efficiency in Environmental Regulation: A Benefit- Cost Analysis of Alternative Approaches in «Studies in Risk and Uncertainly», Norwell, Mass, Kluwer Academic Μανούρης Γ.1997. «ιαµόρφωση του νοµικού και οικονοµικού πλαισίου για την εκτίµηση σε περιφερειακό κοινοτικό επίπεδο των επιπτώσεων στο περιβάλλον, από τεχνικά έργα και προγράµµατα», ιδακτορική ιατριβή, Αθήνα. 10