ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ «Η σχέση του προαγωνιστικού άγχους με την αθλητική απόδοση σε αθλητές καράτε» Πλαστράκη Αικατερίνη (2183) Mεταπτυχιακή διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για τη μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων για την απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Σερρών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Εγκεκριμένη από το Καθηγητικό σώμα: Επιβλέπων: Δρ. Βλαχόπουλος Συμεών, Καθηγητής Μέλος: Δρ. Καταρτζή Ερμιόνη, Επίκουρη Καθηγήτρια Μέλος: Δρ. Κωφοτόλης Νικόλαος, Αναπληρωτής Καθηγητής ΣΕΡΡΕΣ 2016
1 2016 Αικατερίνης Πλαστράκη ALL RIGHTS RESERVED
2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξεταστεί η σχέση της έντασης και της ερμηνείας του γνωστικού άγχους, του σωματικού άγχους και της αυτοπεποίθησης με τους δείκτες απόδοσης και πως συνδέονται οι δείκτες αυτοί με το αποτέλεσμα (ήττανίκη) σε αθλητές καράτε. Συμπεριελήφθησαν στην έρευνα Έλληνες αθλητές καράτε (Ν=100), υψηλού επιπέδου, ηλικίας από 16 έως 33 ετών. Όλοι οι αθλητές που έλαβαν μέρος ήταν αθλητές του kumite και συμμετείχαν τόσο σε διεθνή όσο και σε εγχώρια πρωταθλήματα. Οι αθλητές συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο Competitive State Anxiety Inventory-2 (CSAI-2) (Martens et al, 1990) 30 λεπτά πριν από τον πρώτο τους αγώνα ώστε να αναφέρουν την ένταση και την ερμηνεία του γνωστικού άγχους, του σωματικού άγχους και της αυτοπεποίθησης. Αμέσως μετά το τέλος του πρώτου παιχνιδιού οι αθλητές απάντησαν στις ερωτήσεις αναφορικά με το πόσο ικανοποιημένοι είναι από την απόδοσή τους, το βαθμό που άκουγαν τον προπονητή τους κατά την διάρκεια του αγώνα, το βαθμό που εκτέλεσαν τις τεχνικές που είχαν σχεδιάσει και το βαθμό που ήταν συγκεντρωμένοι κατά την διάρκεια του αγώνα. Επίσης ανέφεραν το αποτέλεσμα του αγώνα (νίκη-ήττα). Οι αναλύσεις παλινδρόμησης κατέδειξαν θετική συσχέτιση της ερμηνείας του σωματικού άγχους με την συγκέντρωση των αθλητών κατά την διάρκεια του αγώνα. Επιπρόσθετα, όσο πιο ικανοποιημένοι από την απόδοση τους ήταν οι αθλητές και όσο πιο συγκεντρωμένοι ανέφεραν ότι ήταν κατά την διάρκεια του αγώνα τόσο πιθανότερο ήταν να οδηγηθούν στην νίκη. Λέξεις κλειδιά: γνωστικό άγχος, σωματικό άγχος, αυτοπεποίθηση, απόδοση, CSAI-2, αθλητές καράτε
3 ABSTRACT The purpose of the study was to investigate the relationships of intensity and interpretation of cognitive anxiety, somatic anxiety, and self-confidence with performance-related in-competition factors, and the links of these factors with contest outcome (win-loss). Greek karate elite level Kumite athletes (N = 100) participating in both national and international championships, aged between 16 and 33 years, participated in the study. The athletes completed the Competitive State Anxiety Inventory-2 (CSAI-2) (Martens et al., 1990) about 30 minutes before initiation of their first game to report on intensity and direction of cognitive anxiety, somatic anxiety, and self-confidence. Immediately after the end of the first game they completed questionnaires reporting their perceptions of how well they performed during the game; the extent to which they listened to, and followed coach's instructions; the extent to which they executed the techniques they had been prepared to; and how much concentrated they were during the game. They also reported the outcome of their game (win-loss). Regression analyses showed that the positive interpretation of somatic anxiety was positively linked with athletes' concentration during the game. Further, the more satisfied the athletes were with their performance and the more focused they reported they were during the game, the more likely they were to win. Key words: cognitive anxiety, somatic anxiety, self-confidence, performance, CSAI- 2, karate athletes
4 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ..2 ABSTRACT.. 3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝA. 4 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ. 6 Κεφάλαια Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 7 ΙΙ. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ... 9 2.1 Η θεωρία του γνωστικού και σωματικού άγχους. 9 2.2 Το μοντέλο του διευκολυντικού - ανασταλτικού άγχους (Jones, 1995). 10 2.3 Άγχος και αθλητική απόδοση.. 11 2.4 Έρευνες με βάση την θεωρία του γνωστικού και σωματικού άγχους... 13 2.5 Έρευνες με βάση το μοντέλο του διευκολυντικού- ανασταλτικού άγχους.. 21 2.6 Παρούσα μελέτη... 26 2.7 Ερευνητικό κενό. 28 2.8 Σκοπός.. 28 2.9 Σημαντικότητα της έρευνας 28 2.10 Ερευνητικές υποθέσεις... 29 ΙΙΙ. ΜΕΘΟΔΟΣ... 31 3.1 Συμμετέχοντες. 31 3.2 Ερωτηματολόγιο αγωνιστικού άγχους κατάστασης....... 31 3.3 Διαδικασία μέτρησης..... 32
5 3.4 Στατιστική ανάλυση..... 33 IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ. 34 4.1 Διερευνητική παραγοντική ανάλυση της έντασης του γνωστικού άγχους, του σωματικού άγχους και της αυτοπεποίθησης... 35 4.2 Διερευνητική παραγοντική ανάλυση της ερμηνείας του γνωστικού άγχους, του σωματικού άγχους και της αυτοπεποίθησης... 37 4.3 Συσχετίσεις μεταξύ της έντασης και της ερμηνείας του σωματικού άγχους. του γνωστικού άγχους και της αυτοπεποίθησης με τους τέσσερις δείκτες απόδοσης. 39 4.4 Αποτελέσματα Γραμμικής Παλινδρόμησης 41 4.5 Ανάλυση Διωνυμικής Λογιστικής Παλινδρόμησης. 45 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ 47 5.1 Πρακτικές εφαρμογές.. 69 5.2 Περιορισμοί της έρευνας. 74 5.3 Μελλοντικές κατευθύνσεις.. 74 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.. 75 VII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 76
6 Πίνακας 1. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Δημογραφικά στοιχεία, μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, δείκτες Crobach α Πίνακας 2. Παραγοντικές Φορτίσεις Διερευνητικής Παραγοντικής Ανάλυσης- Ένταση γνωστικού άγχους, σωματικού άγχους και αυτοπεποίθησης Πίνακας 3. Παραγοντικές Φορτίσεις Διερευνητικής Παραγοντικής Ανάλυσης- Ερμηνεία Γνωστικού άγχους, Σωματικού άγχους και Αυτοπεποίθησης Πίνακας 4. Συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών Πίνακας 5. Αποτελέσματα παλινδρόμησης της πρώτης εξαρτημένης μεταβλητής Πόσο είσαι ικανοποιημένος/η από την απόδοσή σου; Πίνακας 6. Αποτελέσματα παλινδρόμησης της δεύτερης εξαρτημένης μεταβλητής Άκουγες τον προπονητή σου κατά την διάρκεια του αγώνα; Πίνακας 7. Αποτελέσματα παλινδρόμησης της τρίτης εξαρτημένης μεταβλητής Εκτέλεσες τις τεχνικές που είχες σχεδιάσει; Πίνακας 8. Αποτελέσματα παλινδρόμησης της τέταρτης εξαρτημένης μεταβλητής Ήσουν συγκεντρωμένος/η στον αγώνα σου; Πίνακας 9. Αποτελέσματα Διωνυμικής Γραμμικής Παλινδρόμησης
7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η σχέση του άγχους με την αθλητική απόδοση σε διάφορα αθλήματα έχει γίνει αντικείμενο μελέτης σε πολλές έρευνες (Krane & Williams, 1987; Swain & Jones, 1996). Είναι ευρέως γνωστό πως το επίπεδο της απόδοσης των αθλητών σε ανταγωνιστικά αθλήματα επηρεάζεται από έναν αριθμό ψυχολογικών παραγόντων, όπως τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, το άγχος που νιώθουν πριν τον αγώνα, αλλά και τις στρατηγικές που οι ίδιοι οι αθλητές επιστρατεύουν ώστε να αντιμετωπίσουν το άγχος τους (Mytskan, Kurylyuk, & Fotujma, 2006). Το πολυδιάστατο σχήμα γύρω από το οποίο κινείται η έννοια του άγχους αποτελείται από το γνωστικό και το σωματικό άγχος. Το γνωστικό άγχος αναφέρεται στις αρνητικές προσδοκίες και τις ανησυχίες που μπορεί να έχει ένα άτομο. Ενώ από την άλλη μεριά το σωματικό άγχος αναφέρεται στην αντίληψη του ατόμου για την φυσιολογική διέγερση (Martens, Vealey, & Burton, 1990). Σύμφωνα με τον Spielberger (1966) η παροδική κατάσταση κατά την οποία το άτομο έχει κάποια συναισθήματα ανησυχίας απέναντι σε μια στρεσογόνα κατάσταση, ονομάζεται περιστασιακό άγχος ενώ αντίθετα, η γενικότερη προδιάθεση του ατόμου να αντιλαμβάνεται μη απειλητικές καταστάσεις ως απειλητικές και να αντιδρά με συμπτώματα περιστασιακού άγχους ονομάζεται χαρακτηριστικό άγχος. Για τους αθλητές υψηλού επιπέδου η διαδικασία ενός αγώνα είναι μια δύσκολη και στρεσογόνος κατάσταση. Το άγχος μπορεί να είναι ένας παράγοντας που μειώνει την ποιότητα των αθλητικών επιδόσεων, ειδικά κατά τη διάρκεια του αγώνα. Αυτό φαίνεται να σχετίζεται τόσο με τα ομαδικά όσο και με τα ατομικά αθλήματα. Ωστόσο, η αίσθηση της απομόνωσης και η έκθεση των αθλητών είναι πολύ μεγαλύτερη σε ατομικά αθλήματα π.χ καράτε, κολύμβηση, πυγμαχία, από ό, τι στα ομαδικά αθλήματα, π.χ. ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ (Radochoński, Cynarski, Perenc & Siorek-Maślanka, 2011). Το καράτε προσφέρει σαν άθλημα πειθαρχία η οποία χρειάζεται κατά την διδασκαλία του. Στο καράτε υπάρχουν πολλές καταστάσεις οι οποίες μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως πρόκληση, απειλή ή ακόμη να είναι επιβλαβείς. Αυτές οι καταστάσεις είναι ιδιαίτερα αγχωτικές για τους αθλητές καράτε γιατί πέρα από το άγχος του αγώνα είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο του τραυματισμού (Radochoński et al, 2011). Ωστόσο παρόλη την σημασία του άγχους και της ψυχολογίας των αθλητών του καράτε αλλά και γενικότερα των πολεμικών
8 τεχνών, λίγες είναι οι έρευνες που εξετάζουν το προαγωνιστικό άγχος σε συνάρτηση με την απόδοση σε αθλητές μαχητικών αθλημάτων. Το καράτε είναι μια πολεμική τέχνη που αναπτύχθηκε στην Οκινάουα της Ιαπωνίας. Αποτελείται από δυο «μορφές» οι οποίες διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με το στυλ τους, το kumite και το kata. Το kata, το οποίο σημαίνει φόρμα αποτελείται από μια προκαθορισμένη σειρά κινήσεων που εκτελούνται από τους αθλητές με εκρηκτική ταχύτητα ενάντια σε ανύπαρκτους αντιπάλους. Ενσωματώνει τεχνικές από διάφορες σχολές πολεμικής τέχνης, και οι αθλητές κινούνται προς αρκετές κατευθύνσεις στο χώρο. Οι αθλητές kumite εκτελούν περισσότερο τελετουργικές παρά πραγματικές μάχες. Οι αγώνες τους περιλαμβάνουν λακτίσματα, χτυπήματα με τα χέρια και γρήγορα οριζόντια εκτοπίσματα. Παρόλο που οι αγώνες τους περιλαμβάνουν ανέπαφες μάχες και συμβολικές τεχνικές, οι αθλητές πρέπει να επιδείξουν την πιθανή ισχύ των κινήσεων τους και να τις εκτελέσουν σαν να ήταν πραγματικές, χρησιμοποιώντας έλεγχο για να σταματήσουν την κίνηση ώστε να μην προκληθεί ζημιά στον αντίπαλο. Οι διαγωνισμοί kumite διαρκούν 3 λεπτά για τους αθλητές στη κατηγορία αντρών και 2 λεπτά για τις αθλήτριες στην κατηγορία των γυναικών. Νικητής αναδεικνύεται ο αθλητής που θα συγκεντρώσει τους περισσότερους πόντους μέσα στο χρονικό πλαίσιο του αγώνα. Στην περίπτωση ισοπαλίας, ο νικητής αναδεικνύεται από μια ομάδα κριτών (Doria et al., 2009). Στην συγκεκριμένη έρευνα, θα εξεταστούν μόνο οι αθλητές του kumite.
9 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1 Η θεωρία του γνωστικού και σωματικού άγχους Το άγχος αποτελείται από το γνωστικό και σωματικό, συστατικά τα οποία σχηματίζουν ένα πολυδιάστατο σχήμα γύρω από την έννοια του άγχους (Martens, 1990). Ο διαχωρισμός αυτός των δυο συστατικών του άγχους (γνωστικό-σωματικό) σχετίζεται άμεσα με τη νοητική δραστηριότητα και τη σωματική δραστηριότητα αντίστοιχα. Το γνωστικό άγχος αναφέρεται στις αρνητικές προσδοκίες και τις ανησυχίες που μπορεί να έχει ένα άτομο (Martens et al., 1990). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους Morris, Davis, και Hutchings (1981) το γνωστικό άγχος χαρακτηρίζεται από επίγνωση δυσάρεστων συναισθημάτων σχετικά με τον εαυτό ή με εξωτερικά ερεθίσματα, ανησυχία και ενοχλητικές νοερές εικόνες (σελ. 547). Ενώ από την άλλη μεριά, το σωματικό άγχος αναφέρεται στην αντίληψη του ατόμου για την φυσιολογική διέγερση, η οποία έχει αρνητική κατεύθυνση. Πιο συγκεκριμένα, ενδείξεις σωματικού άγχους αποτελούν το σφίξιμο στο στομάχι, οι ιδρωμένες παλάμες, η πρόσθετη τάση των μυών, ο αυξημένος καρδιακός παλμός κτλ (Martens et al., 1990). Οι Park και Folkman (1997) προτείνουν πως κάποιες μεταβλητές όπως η αυτο-αποτελεσματικότητα ασκούν ισχυρές επιρροές στην εκτίμηση μιας κατάστασης και στον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο αντιδρά σε αυτές τις εκτιμήσεις, όπως για παράδειγμα το άγχος. Μερικοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι το γνωστικό και το σωματικό άγχος μπορεί να μην είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, και πως το γνωστικό άγχος μπορεί να είναι είτε διευκολυντικό είτε ανασταλτικό της απόδοσης, ανάλογα και με τα επίπεδα της φυσιολογικής διέγερσης του αθλητή (Edwards & Hardy, 1996; Hardy,1997; Jones & Swain, 1992). Οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούσαν τα αποτελέσματα μεταξύ του γνωστικού άγχους και άλλων συνιστωσών του περιστασιακού άγχους (δηλαδή, σωματικό άγχος και αυτοπεποίθηση) (Edwards & Hardy, 1996). Για παράδειγμα, οι Edwards και Hardy (1996) εκτίμησαν την επίδραση του άγχους στην αυτο-αντίληψη των επιδόσεων σε αθλήτριες του βόλεϊ κατά τη διάρκεια μιας αγωνιστική περιόδου. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αυτοπεποίθηση των αθλητριών αυξήθηκε και αντιλαμβανόταν το γνωστικό άγχος περισσότερο διευκολυντικό παρά επιζήμιο για την απόδοση τους. Ειδικότερα, οι αθλητές με χαμηλή φυσιολογική διέγερση και υψηλό γνωστικό άγχος απέδιδαν καλύτερα σε σύγκριση με αθλητές με χαμηλή φυσιολογική διέγερση και χαμηλό γνωστικό άγχος.
10 2.2 Το μοντέλο του διευκολυντικού - ανασταλτικού άγχους (Jones, 1995) O Jones (1995) είχε αναγνωρίσει την αντίφαση όσον αφορά την έννοια του άγχους το οποίο και αναφέρει στην βιβλιογραφία ως «θετικό άγχος» και πρότεινε ότι μια κατάσταση στην οποία τα φυσιολογικά συμπτώματα του άγχους αλλά και τα συμπτώματα του γνωστικού άγχους, γίνονται αντιληπτά ως διευκολυντικά προς τις επιδόσεις και δεν αντιπροσωπεύουν πάντα μια κατάσταση άγχους. Αντ'αυτού, θα πρέπει να επισημαίνονται από τον εκτελεστή ως κατάσταση ενθουσιασμού ή ετοιμότητας. Για το μεγαλύτερο μέρος, αντιπροσωπεύουν απλώς ένα μέτρο της έντασης ορισμένων γνωστικών και φυσιολογικών συμπτωμάτων, τα οποία έχουν επισημανθεί ως άγχος από τα άτομα που τα ανέπτυξαν. Στον ερευνητικό χώρο, όταν εξετάζεται το άγχος στον αθλητισμό δίνεται μεγάλη έμφαση στη σχέση του με την απόδοση. Στο μοντέλο του διευκολυντικούανασταλτικού άγχους εξετάστηκε η σχέση του άγχους με την αθλητική απόδοση. Ο Jones (1995) στη θεωρία του αυτή αναφέρει, πως είναι σημαντικό το κατά πόσο μπορούν να αντιληφθούν οι αθλήτριες και οι αθλητές ότι μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο τα συμπτώματα του στρες και να τα ερμηνεύσουν ως διευκολυντικά ή ανασταλτικά της απόδοσής τους. Ορισμένα επίπεδα γνωστικού και σωματικού άγχους επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο την απόδοση. Εν αντιθέσει στο μοντέλο του Jones (1995), είναι σημαντικό το κατά πόσο μπορούν να αντιληφθούν οι αθλήτριες και οι αθλητές ότι μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο τα συμπτώματα του στρες που μπορούν να προκληθούν από διάφορα αίτια. Αν κάποιoς αθλητής νομίζει ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τα συμπτώματα του στρες, τα οποία του προκαλούνται στα αρχικά στάδια ενός δύσκολου αγώνα, τότε τα ερμηνεύει ως αδυναμία του εαυτού του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αγώνα. Έτσι στην περίπτωση αυτή τα συμπτώματα που προκαλούνται από το άγχος ερμηνεύονται από τον αθλητή ως ανασταλτικά για την απόδοσή του. Αντίθετα, αν κάποιος αθλητής νομίζει ότι μπορεί να διαχειριστεί τα συμπτώματα του άγχους, τότε αυτός δύναται να θεωρήσει ότι τα συμπτώματα αυτά είναι μια ένδειξη ετοιμότητας για τον αγώνα. Έτσι σε αυτήν την περίπτωση τα συμπτώματα του άγχους είναι διευκολυντικά για την επίτευξη μιας καλής απόδοσης. Και στις δύο περιπτώσεις είναι έκδηλο ότι αυτό που επηρεάζει τη σχέση στρεσογόνου αιτίας και αθλητικής απόδοσης είναι το πώς ερμηνεύει ο αθλητής ή η αθλήτρια την κατάσταση και όχι η ύπαρξη στρες. Στην πραγματικότητα αν ο αθλητής καταλαβαίνει ότι μπορεί να ελέγξει το άγχος του τότε αυτό μπορεί να επηρεάσει θετικά στην
11 αθλητική του απόδοση. Το πρακτικό μήνυμα που εξάγεται από αυτή τη θεωρία είναι ότι θα πρέπει να διδαχθούν οι αθλήτριες και οι αθλητές να ερμηνεύουν τα συμπτώματα αυξημένου άγχους στο σώμα τους πριν από τον αγώνα ως θετική ένδειξη ετοιμότητας και ικανότητας και όχι ως ένδειξη φόβου και αδυναμίας. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχουν πολλές πιθανότητες το άγχος να λειτουργήσει ευεργετικά στην αύξηση της απόδοσης. Πρόσφατες έρευνες παρέχουν μια εμπειρική υποστήριξη στο μοντέλο αυτό. Στις έρευνες αυτές εκτός από την αξιολόγηση των επιπτώσεων του γνωστικού και σωματικού άγχους όπως αυτές μετριούνται με το ερωτηματολόγιο Competitive State Anxiety Inventory-2 (CSAI-2) (Martens, Burton, Vealey, Bump, & Smith, 1990), οι αθλήτριες και οι αθλητές πρέπει να αξιολογήσουν σε τι βαθμό αντιλαμβάνονται τις επιπτώσεις αυτές ως θετικές ή αρνητικές σε σχέση με την απόδοσή τους (Θεοδωράκης, Γούδας, & Παπαϊωάννου, 2009). 2.3 Άγχος και αθλητική απόδοση Όταν οι αθλητές βρίσκονται υπό την πίεση στρεσογόνων καταστάσεων έχει παρατηρηθεί να βιώνουν ελλείμματα στην απόδοση τους, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να σοκάρονται. Έτσι, η σχέση μεταξύ άγχους και αθλητικής απόδοσης έχει λάβει ιδιαίτερη προσοχή από τους ερευνητές στον τομέα της Αθλητικής Ψυχολογίας (Craft, Magyar, Becker, & Feltz, 2003). Σε μια προσπάθεια να αναπτυχτούν αποτελεσματικές παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν στην βελτίωση αυτών των αρνητικών και επιζήμιων, πολλές φορές, εμπειριών για τον αθλητή, αρκετοί αθλητικοί ψυχολόγοι άρχισαν να μελετούν το άγχος, πρώτα ως μια ανεξάρτητη μεταβλητή και πιο πρόσφατα ως ένα σύνολο αλληλοεξαρτώμενων μεταβλητών (Jones, 1995; Krane,1992; Scanlan & Passer, 1978; Simon & Martens, 1977). Η έρευνα γύρω από την σχέση άγχους- απόδοσης φαίνεται να βοηθάει αθλητές και προπονητές στη μεγιστοποίηση της προπόνησης. Μελέτες οι οποίες έχουν γίνει γύρω από την σχέση αυτή οδηγούν σε αντιφατικά μεταξύ τους αποτελέσματα. Οι Hammermeister και Burton (1995) υποστήριξαν πως η μεγάλη πλειοψηφία των ερευνών δείχνει ότι το άγχος επηρεάζει αρνητικά την απόδοση, ενώ αντίθετα υπάρχουν έρευνες στις οποίες το προαγωνιστικό άγχος δεν είχε καμία επίδραση στην απόδοση. Η ιδιόρρυθμη αυτή σχέση αθλητικής απόδοσης και άγχους αποδείχτηκε πως επηρεάζεται από διάφορες άλλες μεταβλητές όπως για παράδειγμα το επίπεδο των
12 αθλητών, το φύλο, την ηλικία, το είδος του αθλήματος. Πιο συγκεκριμένα, στην μεταανάλυση που πραγματοποίησε ο Klein (1990) συνοψίζει τα ευρήματα των μέχρι τότε ερευνών και καταλήγει στο ότι η αρνητική σχέση άγχους και απόδοσης είναι πιο ισχυρή στις αθλήτριες από ότι στους αθλητές και το ίδιο συμβαίνει και στους νεαρούς αθλητές και αθλήτριες από ότι σε μεγαλύτερες ηλικίες. Επιπρόσθετα, το ίδιο παρατηρήθηκε και σε αθλητές και αθλήτριες χαμηλότερου επιπέδου συγκριτικά με αθλητές και αθλήτριες υψηλότερου επιπέδου. Τέλος, η αρνητική σχέση άγχους και αθλητικής απόδοσης παρατηρήθηκε κυρίως στα ομαδικά από ότι στα ατομικά αθλήματα. Σύμφωνα με τη θεωρία του προαγωνιστικού άγχους των Martens, Vealey και Burton (1990) οι κύριες αιτίες πρόκλησης προαγωνιστικού άγχους είναι: α) η αμφιβολία των αθλητών ή αθλητριών σχετικά με το αποτέλεσμα και β) η σημασία του αποτελέσματος του αγώνα έτσι όπως την καταλαβαίνουν οι αθλητές και οι αθλήτριες. Σχετικά με τη σημαντικότητα του αποτελέσματος, αυτή ρυθμίζεται από τις εξωγενείς ή ενδογενείς αμοιβές, που συνοδεύουν το αποτέλεσμα. Σε σχετικές έρευνες οι Lane, Terry και Karageorghis (1995) και οι Newton και Duda (1995) παρουσίασαν ότι η αντιλαμβανόμενη δυσκολία των στόχων για τον αγώνα και το ενδεχόμενο επιτυχίας στον αγώνα προέβλεπαν το προαγωνιστικό άγχος αντίστοιχα. Επίσης, ο Lox (1992) έχει επισημάνει ότι η αμφιβολία αθλητριών βόλεϊ σχετικά με το αποτέλεσμα συσχετίστηκε θετικά με το προαγωνιστικό άγχος. Ένας ακόμη πολύ σημαντικός παράγοντας, που συμμετέχει στην εμφάνιση προαγωνιστικού άγχους είναι η μειωμένη αυτοπεποίθηση. Όταν οι αθλητές και οι αθλήτριες αμφισβητούν τις δυνατότητές τους και για το τι είναι ικανοί να καταφέρουν στον αγώνα τότε είναι εκτεθειμένοι στην εμφάνιση άγχους. Οι Krane, Williams, και Feltz (1992) σε μια έρευνα με αθλήτριες γκολφ σε κολεγιακό επίπεδο βρήκαν ότι εμφανιζόταν αμφίδρομες αρνητικές σχέσεις μεταξύ αυτοπεποίθησης και γνωστικού και σωματικού άγχους πριν από τον αγώνα. Παρόμοια αποτελέσματα έχουν αναφέρει και οι Yan Lan και Gill (1984). Eν κατακλείδι, πολλοί άλλοι παράγοντες έχουν σχέση με την δημιουργία ή όχι προαγωνιστικού άγχους. Οι Prapavessis και Carron (1996) εξέτασαν τη σχέση μεταξύ συνοχής της ομάδας και του προαγωνιστικού άγχους. Τα ευρήματά τους έδειξαν ότι όταν οι αθλητές ομαδικών αθλημάτων είχαν επίγνωση ότι η συνοχή της ομάδας ήταν υψηλή είχαν λιγότερο άγχος. Ένας ακόμη παράγοντας ο οποίος συμμετέχει στην
13 εμφάνιση προαγωνιστικού άγχους είναι το κατά πόσο οι αθλητές ή οι αθλήτριες καταλαβαίνουν ότι είναι έτοιμοι για τον αγώνα. Οι Hanton και Jones (1995) βρήκαν ότι η αντιλαμβανόμενη ετοιμότητα των αθλητών και αθλητριών πριν από τον αγώνα είχε αρνητική συσχέτιση με το προαγωνιστικό άγχος. 2.4 Έρευνες με βάση την θεωρία του γνωστικού και σωματικού άγχους Υπάρχει μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στα ομαδικά και στα ατομικά αθλήματα. Σύμφωνα με τους Martens et al. (1990) για αθλητές που συμμετέχουν σε ατομικά αθλήματα, η απειλή της αξιολόγησης μεγιστοποιείται και αυτό διαχέει ευθύνη για την ελαχιστοποίηση λαθών κατά τον αγώνα. Με άλλα λόγια, οι αθλητές ατομικών αθλημάτων ξέρουν ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι για τις αποτυχίες και τις επιτυχίες τους. Αν θέλουν να επιτύχουν θα πρέπει να μειώσουν τα επίπεδα του γνωστικού άγχους τους και να αυξήσουν την αυτοπεποίθηση τους. Οι Jones, Swain και Hardy (1993), εξέτασαν τη σχέση γνωστικού και σωματικού άγχους σε αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής. Οι αθλήτριες με καλή και κακή απόδοση δεν είχαν διαφορά μεταξύ τους στα επίπεδα σωματικού και γνωστικού άγχους πριν από τον αγώνα. Όμως οι αθλήτριες με καλή απόδοση ανέφεραν ότι αισθανόταν το άγχος. Αναφορικά με το επίπεδο των αθλητών πολλές έρευνες θεωρούν πως το άγχος είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την απόδοση τους. Για παράδειγμα οι Krane and Williams (1994) βρήκαν ότι οι πιο έμπειροι παίχτες είχαν χαμηλότερα επίπεδα σωματικού και γνωστικού άγχους από τους λιγότερο έμπειρους αθλητές. Επιπλέον υπάρχουν μερικές σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αθλητές σχετικά με το αγωνιστικό άγχος. Επίσης, η ηλικία και οι εμπειρίες στη ζωή των αθλητών παίζουν σημαντικό ρόλο. Αρχικά, στην έρευνα των Chapman, Lane, Brierley, και Terry (1997) χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο μέτρησης το CSAI-2 το οποίο βασίστηκε σε αθλητές ταε κβον ντο. Πιο συγκεκριμένα, συμπεριελήφθησαν στην μελέτη τους 142 άντρες αθλητές ταε κβον ντο. Μια ώρα πριν τον πρώτο τους αγώνα οι αθλητές συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο CSAI-2. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι οι αθλητές που κέρδισαν τον αγώνα τους ανέφεραν χαμηλότερα επίπεδα γνωστικού και σωματικού άγχους και μεγαλύτερα επίπεδα αυτοπεποίθησης συγκριτικά με εκείνους που έχασαν. Φάνηκε επίσης πως 89 συμμετέχοντες θα μπορούσαν να ταξινομηθούν
14 σωστά ως νικητές και ηττημένοι με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν πριν τον αγώνα στο ερωτηματολόγιο CSAI-2. Τα ευρήματα της συγκεκριμένης έρευνας παρατηρήθηκε πως συμφωνούν με προηγούμενες έρευνες που διεξήχθησαν στο χώρο του καράτε. Οι Filaire, Sagnol, Ferrand, Maso, και Lac (2001) εξέτασαν τη σχέση μεταξύ των ψυχολογικών αντιδράσεων οι οποίες εξετάστηκαν μέσω των φυσιολογικών αντιδράσεων του οργανισμού (συγκέντρωση κορτιζόλης και τεστοστερόνη στο σάλιο) και των ψυχολογικών αντιδράσεων που μετρήθηκαν από το ερωτηματολόγιο CSAI-2 και το State-Trait Anxiety Inventory (STAI). Στην έρευνα συμμετείχαν 12 αθλητές τζούντο ηλικίας περίπου 22 ετών και δυο διαφορετικών επιπέδων, αυτοί που συμμετείχαν σε διεθνείς αγώνες και σε αυτοί που συμμετείχαν σε τοπικούς αγώνες. Οι αθλητές συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο CSAI-2 πριν από τον αγώνα, ενώ δείγμα σάλιου συλλέχθηκε σε τρείς περιπτώσεις: κατά τη διάρκεια μιας ημέρας χωρίς προπόνηση, την ημέρα του αγώνα, πριν και μετά από δύο αγώνες. Το ερωτηματολόγιο STAI συμπληρώθηκε από τους αθλητές κατά τη διάρκεια μιας χαλαρής περιόδου, χωρίς να υπάρχει κάποια αγχωτική κατάσταση από την οποία επηρεάζεται ο αθλητής. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως τα επίπεδα του γνωστικού και σωματικού άγχους ήταν υψηλότερα στους αθλητές που συμμετείχαν σε διεθνή πρωταθλήματα σε σύγκριση με αυτούς που συμμετείχαν σε τοπικά πρωταθλήματα, ενώ η αυτοπεποίθηση ήταν σημαντικά χαμηλότερη. Τα επίπεδα της κορτιζόλης αυξήθηκαν απότομα (περίπου 2.5 φορές περισσότερο από τα επίπεδα ηρεμίας) σε όλους τους αθλητές, χωρίς αλλαγές στα επίπεδα της τεστοστερόνης. Στην έρευνα τους οι Bray και Martin (2003) εξέτασαν την ψυχολογική κατάσταση των αθλητών πριν τον αγώνα αλλά και την ψυχολογική τους κατάσταση αναφορικά με τον τόπο διεξαγωγής του αγώνα. Η υπόθεση της έρευνας ήταν πως οι σκιέρ θα αποδίδουν καλύτερα όταν αγωνίζονται στην περιοχή τους. Οι ερευνητές πίστευαν πως οι αθλητές θα είχαν χαμηλότερα επίπεδα προαγωνιστικού άγχους και υψηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης πριν τον αγώνα όταν αυτοί αγωνίζονταν εντός έδρας. Στην έρευνα συμμετείχαν 26 σκιέρ οι οποίοι συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο (CSAI-2) μισή ώρα πριν τον αγώνα. Ερωτηματολόγια δόθηκαν σε αθλητές που συμμετείχαν σε αγώνες τόσο εντός όσο και εκτός έδρας. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως παρά τις αρχικές υποθέσεις των ερευνητών, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στην ψυχολογία των αθλητών αλλά ούτε και στις επιδόσεις τους τόσο εντός όσο και εκτός έδρας. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα θέτουν σε
15 αμφισβήτηση την αξιοπιστία του πλεονεκτήματος της έδρας, όταν αυτό εξετάζεται από την οπτική των αθλητών που αγωνίζονται σε ατομικά αθλήματα και τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ της τοποθεσίας του αγώνα και της ψυχολογικής κατάστασης των αθλητών. Οι Dunn και Syrotuik (2003) στην έρευνα τους εξέτασαν α) τις διαστάσεις του άγχους στον αθλητισμό και συγκεκριμένα σε αθλητές ράγκμπι, β) το βαθμό στον οποίο οι αθλητές ανησυχούσαν αναφορικά με την προσωπική τους αποτυχία, την αρνητική κριτική από το κοινό και τον πιθανό τραυματισμό τους κατά τον αγώνα, γ) τα επίπεδα σωματικού και γνωστικού άγχους. Στην έρευνα συμμετείχαν 170 ενήλικες Καναδοί αθλητές ράγκμπι, οι οποίοι συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο Football Worry Scale (FWS) μια ειδική έκδοση του Collegiate Hockey Worry Scale (Dunn, 1999). Επίσης, 100 αθλητές συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο CSAI-2. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως το πιο χαρακτηριστικό είδος ανησυχίας των αθλητών ήταν η πιθανότητα μη ικανοποιητικής απόδοσης τους. Επιπλέον, από τα αποτελέσματα φάνηκε χαρακτηριστικά η αβεβαιότητα των αθλητών (δηλαδή ο φόβος για το άγνωστο) ο οποίος αποδείχτηκε ο ισχυρότερος δείκτης πρόγνωσης του σωματικού και του γνωστικού άγχους. Σκοπός της μελέτης των Nicholls, Polman, και Levy (2010) ήταν να διερευνηθούν οι σχέσεις μεταξύ της αυτο-αποτελεσματικότητας και της υποκειμενικής απόδοση, της αυτο-αποτελεσματικότητα και του προαγωνιστικού άγχους, και τέλος η σχέση του προαγωνιστικού άγχους και της υποκειμενικής απόδοσης. Οι συμμετέχοντες που συμπεριελήφθησαν στην έρευνα ήταν 307 αθλητές (252 άνδρες και 55 γυναίκες) ηλικίας από 16 έως 34 ετών. Οι αθλητές είχαν αγωνιστεί σε πανεπιστημιακούς αγώνες, σε εθνικούς αγώνες αλλά και σε διεθνείς, ωστόσο υπήρχαν και αρχάριοι αθλητές. Όλοι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο Coping Self-Efficacy scale (CSES) σχετικά με την αυτόαποτελεσματικότητα, και το ερωτηματολόγιο CSAI-2 ώστε να εξεταστεί το προαγωνιστικό άγχος που εκδηλώνουν οι αθλητές πριν από κάθε αγώνα. Τα ευρήματα της μελέτης κατέδειξαν ότι υπήρξε μια σημαντική και θετική σχέση μεταξύ της αυτό-αποτελεσματικότητας και της υποκειμενικής απόδοσης. Αρνητική συσχέτιση παρατηρήθηκε επίσης μεταξύ της αυτο-αποτελεσματικότητας και του σωματικού και του γνωστικού άγχους. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης αλλά και αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών σχετικά με την επίδραση της αυτο-
16 αποτελεσματικότητας, παρέχουν χρήσιμες συμβουλές οι οποίες μπορούν να ενισχύσουν την αθλητική απόδοση. Ο κύριος σκοπός της μελέτης των Esfahani και Soflu (2010) ήταν να συγκριθούν τα επίπεδα του άγχους των αθλητών βόλεϊ πριν από έναν αγώνα με τα επίπεδα θυμού μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στην έρευνα συμμετείχαν 214 Ιρανοί αθλητές βόλεϊ οι οποίοι συμμετείχαν σε πανεπιστημιακούς αγώνες. Ως εργαλεία μέτρησης χρησιμοποιήθηκαν το ερωτηματολόγιο CSAI-2 με σκοπό να μετρηθούν τα επίπεδα του γνωστικού και σωματικού άγχους αλλά και το ερωτηματολόγιο State- Trait Anger Expression Inventory (STAXI; Spielberger, 1991) με στόχο την αξιολόγηση του αισθήματος του θυμού ως μια συναισθηματική κατάσταση ή ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας των αθλητών. Τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν από τους αθλητές 30 λεπτά πριν από τον αγώνα. Συλλέχθηκαν συνολικά 88 ερωτηματολόγια από τους άντρες αθλητές και 82 ερωτηματολόγια συλλέχθηκαν από τις γυναίκες αθλήτριες. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν μια σημαντική διαφορά αναφορικά με τα επίπεδα γνωστικού και σωματικού άγχους μεταξύ ανδρών και γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, οι άντρες σημείωσαν υψηλότερα επίπεδα σωματικού και γνωστικού άγχους σε σχέση με τις γυναίκες. Παρόλο που δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στα επίπεδα μεταξύ των δυο φύλων, ωστόσο, οι γυναίκες αθλήτριες είχαν περισσότερο την τάση να εκφράσουν τον θυμό τους. Οι Tsopani, Dallas και Skordilis (2011) εξέτασαν το προαγωνιστικό άγχος και την αυτοπεποίθηση σε αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής που συμμετείχαν στο πανελλήνιο πρωτάθλημα κορασίδων. Το δείγμα αποτελούνταν από 86 αθλήτριες οι οποίες και συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο CSAI-2 μια ώρα πριν από τον αγώνα τους. Οι αθλήτριες ταξινομήθηκαν: α) σύμφωνα με την απόδοσή τους σε υψηλή και χαμηλή απόδοση και β) με τη συμμετοχή στον τελικό (φιναλίστ και μη φιναλίστ). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν διαφορές στην αυτοπεποίθηση μεταξύ των αθλητριών του υψηλού και χαμηλού επιπέδου αλλά και μεταξύ των φιναλίστ και μη φιναλίστ. Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα του γνωστικού και σωματικού άγχους. Ενώ η αυτοπεποίθηση ήταν ο μόνος σημαντικός παράγοντας πρόβλεψης της απόδοσης για το συγκεκριμένο δείγμα. Οι ερευνητές κατέληξαν πως κρίνεται απαραίτητη η ανάπτυξη στρατηγικών για την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, προκειμένου να βελτιώσει τις επιδόσεις των αθλητών κατά τη διάρκεια του αγώνα.
17 Η μετα-ανάλυση των Woodman και Hardy (2011) διερεύνησε την σχέση του γνωστικού άγχους με την απόδοση αλλά και την σχέση της αυτοπεποίθησης με την απόδοση των αθλητών. Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους το φύλο και το αγωνιστικό επίπεδο των αθλητών. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως το μέγεθος της επίδρασης της αυτοπεποίθησης ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από το μέγεθος επίδρασης του γνωστικού άγχους. Συνυπολογίζοντας το φύλο των αθλητών αλλά και το αγωνιστικό τους επίπεδο φάνηκε πως το μέγεθος επίδρασης των αντρών ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό των γυναικών. Επιπλέον το μέγεθος επίδρασης για τους αθλητές υψηλού επιπέδου ήταν μεγαλύτερο από αυτό των αθλητών χαμηλού επιπέδου. Στην έρευνα τους ο Tiric-Campara και συν. (2012) εξέτασαν το άγχος στον χώρο του αθλητισμού αλλά συνυπολογίζοντας και μια ακόμη πτυχή, αυτή της επιθετικότητας. Στα μαχητικά αθλήματα υπάρχουν ακόμη ανοιχτά θέματα γύρω από το άγχος και την επιθετικότητα των αθλητών. Στην παρούσα έρευνα συμπεριελήφθησαν 45 νεαροί αθλητές της πυγμαχίας, του καράτε αλλά και του kick boxing. Για την ανάλυση της επιθετικότητας των αθλητών χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο Α-87. Σκοπός του συγκεκριμένου ερωτηματολογίου είναι να αξιολογήσει την επιθετική συμπεριφορά και την κατάσταση από την οποία προκλήθηκε η συμπεριφορά αυτή αλλά και να μετρήσει την παρορμητική επιθετικότητα. Για την ανάλυση του άγχους χρησιμοποιήθηκε το Beck Anxiety Inventory (BAI). Τριάντα επτά από τους αθλητές που συμπεριελήφθησαν είχαν τραυματιστεί στο παρελθόν κατά την διάρκεια κάποιου αγώνα και 13 από αυτούς είχαν κάποιο είδος τραυματισμού. Παρατηρήθηκε λοιπόν, θετική συσχέτιση των επιπέδων του άγχους και της επιθετικότητας η οποίο ήταν στατιστικώς σημαντική. Επιπλέον θετική συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ της επιθετικότητας και της ηλικίας των αθλητών αλλά και της επιθετικότητας με τον αριθμό των τραυματισμών. Τέλος, θετική συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ του επιπέδου του άγχους και του αριθμού των τραυματισμών. Οι ερευνητές κατέληξαν πως τα υψηλά επίπεδα επιθετικότητας και άγχους ταυτόχρονα είναι ικανά να αλλάξουν τη στάση ορισμένων αθλητών απέναντι στον αγώνα και πως η ψυχολογική εκπαίδευση των αθλητών θεωρείται απαραίτητη. Καταλήγοντας, οι ερευνητές επισημαίνουν πως η αξιολόγηση της επιθετικότητας και του άγχους των αθλητών μπορεί να είναι πολύτιμη όχι μόνο για τις αθλητικές τους δραστηριότητες, αλλά και για διάφορες πτυχές στη ζωής τους.
18 Οι Ghorbanzadeh και Bayar (2013) εξέτασαν και σύγκριναν τα επίπεδα του προαγωνιστικού άγχους και του άγχους που βίωναν οι αθλητές μετά τον αγώνα. Στην μελέτη συμμετείχαν συνολικά 468 αθλητές τάε κβον ντο, 231 γυναίκες και 237 ενήλικες άνδρες με μέσο όρο ηλικίας τα 21 χρόνια οι οποίοι συμμετείχαν στο τούρκικο πρωτάθλημα τάε κβον ντο το 2012. Ως εργαλείο μέτρησης χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο CSAI-2 ώστε να μετρήσει τα επίπεδα άγχους των αθλητών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα του άγχους μεταξύ ανδρών και γυναικών. Διαπιστώθηκε ωστόσο, πως τα γνωστικά και σωματικά επίπεδα του άγχους των αθλητών αυξήθηκαν, ενώ μειώθηκε η αυτοπεποίθηση τους όσο πλησίαζε ο αγώνας. Μετά το πέρας του αγώνα όμως φάνηκε πως το γνωστικό και σωματικό άγχος μειώθηκαν ενώ αυξήθηκε η αυτοπεποίθησή τους. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις απαντήσεις των αθλητών, φάνηκε πως το άγχος επηρέασε την απόδοσή τους και αυτό γιατί όσο ο αγώνας πλησίαζε, τα επίπεδα τους άγχους αυξήθηκαν ενώ μειώθηκε η αυτοπεποίθησή τους. Ο σκοπός της μελέτης των Judge et al. (2016) ήταν να καθοριστεί η σχέση του προαγωνιστικού άγχους με την απόδοση στους αθλητές άρσης βαρών. Τριάνταέξι αθλητές συμπεριελήφθησαν στην έρευνα από όλες τις κατηγορίες κιλών. Χρησιμοποιήθηκε το SCAT ως εργαλείο μέτρησης στην παρούσα έρευνα και χορηγήθηκε στους συμμετέχοντες πριν από τον πρώτο τους αγώνα. Από όλες συνολικά τις απαντήσεις των αθλητών στο ερωτηματολόγιο SCAT, βρέθηκε αρνητική συσχέτιση με το ποσοστό των αθλητών οι οποίοι σημείωσαν τις καλύτερες επιδόσεις στους αγώνες. Οι αυξημένες βαθμολογίες στις ερωτήσεις του SCAT συσχετίστηκαν με τους αθλητές που σημείωσαν τις μειωμένες επιδόσεις στους αγώνες. Οι ερευνητές κατέληξαν πως το προαγωνιστικό άγχος μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την απόδοση των αθλητών και έτσι προτείνουν πως οι αθλητές της άρσης βαρών θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις παρεμβάσεις που στοχεύουν στη μείωση του άγχους πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Καράτε Αναζητώντας έρευνες γύρω από το άγχος και τον αθλητισμό και πιο συγκεκριμένα γύρω από το προαγωνιστικό άγχος και το άθλημα του καράτε και κατά πόσο αυτό επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την αθλητική απόδοση έγινε αντιληπτό πως είναι ένα θέμα το οποίο έχει μελετηθεί ελάχιστα. Κατά την ανασκόπηση της
19 βιβλιογραφίας παρατηρήθηκε πως οι έρευνες γύρω από το άγχος και το άθλημα του καράτε επικεντρώνονται κυρίως στην θεωρία του γνωστικού και σωματικού άγχους ενώ δεν βρέθηκαν έρευνες γύρω από το μοντέλο του διευκολυντικού-ανασταλτικού άγχους στο άθλημα του καράτε. Παρακάτω παρατίθενται μελέτες γύρω από το άγχος και την σχέση του με την αθλητική απόδοση σε αθλητές καράτε. Στην έρευνα των Parmigiani et al. (2009) εξετάστηκαν τα επίπεδα του προαγωνιστικού άγχους των αθλητών καράτε συνυπολογίζοντας τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους και κατά πόσο αυτά επηρεάζουν την απόδοση τους. Μετρήθηκαν τα επίπεδα της τεστοστερόνης, και της κορτιζόλης στο πλάσμα του αίματος των αντρών αθλητών καράτε πριν και μετά από έναν αγώνα kumite και έναν αγώνα kata και αναλύθηκαν σε σχέση με το αποτέλεσμα του αγώνα (νίκη-ήττα) και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. Η τεστοστερόνη και η κορτιζόλη αυξήθηκαν μόνο κατά τη διάρκεια του αγώνα kumite και kata. Τα επίπεδα της κορτιζόλης ήταν υψηλότερα στους αθλητές που έχασαν τον αγώνα σε σχέση με τους αθλητές που κέρδισαν. Οι ηττημένοι αθλητές έδειξαν υψηλότερα επίπεδα προαγωνιστικού άγχους τους οποίους και επηρέασε αρνητικά σε σχέση με τους νικητές. Επιπλέον τα επίπεδα της κορτιζόλης πριν τον αγώνα συσχετίστηκαν αρνητικά με την απόδοση των αθλητών. Εν κατακλείδι, φάνηκε πως τα επίπεδα των ορμονών αυτών που είναι υπεύθυνες για το άγχος ήταν ιδιαίτερα υψηλά πριν τoν αγώνα και είναι παράγοντες οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τους αθλητές στην απόδοση τους. Οι Radochoński et al. (2011) εξέτασαν την σχέση μεταξύ του προαγωνιστικού άγχους και τις στρατηγικές αντιμετώπισης σε νεαρούς αθλητές. Στην μελέτη αυτή συμμετείχαν 60 αθλητές καράτε και 71 αθλητές του στίβου. Η ηλικία των αθλητών κυμάνθηκε μεταξύ 18 και 25 χρόνων και ήταν ενεργοί αθλητές τα τελευταία 6-8 χρόνια. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ως εργαλεία μέτρησης τα εξής δυο ερωτηματολόγια: το (CSAI-2) όπου εξετάζει την ψυχολογική κατάσταση που βρίσκονται οι αθλητές πριν τον αγώνα και το Coping Inventory for Stressful Situations (CISS) που εξετάζει τους τρόπους αντιμετώπισης που χρησιμοποιούν οι αθλητές. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως οι αθλητές των πολεμικών τεχνών ανέφεραν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης και χαμηλότερα επίπεδα γνωστικού και σωματικού άγχους σε σύγκριση με τους αθλητές του στίβου. Οι δύο ομάδες διέφεραν επίσης σε σχέση με τη χρήση των στρατηγικών
20 αντιμετώπισης σε στρεσογόνες καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι αθλητές του καράτε χρησιμοποιούν πιο αποτελεσματικές στρατηγικές, όσον αφορά την αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων. Στο επόμενο στάδιο της μελέτης, οι αθλητές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ανάλογα με το επίπεδο της απόδοσής τους ("νικητές" και "χαμένοι»). Οι χαμένοι παρουσίασαν υψηλότερα επίπεδα σωματικού και γνωστικού άγχους από τους νικητές. Επιπλέον, οι χαμένοι δεν φάνηκε να χρησιμοποιούν αποτελεσματικές στρατηγικές, στην αντιμετώπιση μιας αγχωτικής κατάστασης. Συμπερασματικά, οι ερευνητές καταλήγουν πως υπάρχει μια σημαντική αλληλεξάρτηση μεταξύ άγχους και επιπέδου απόδοσης σε στρεσογόνες καταστάσεις, όπως αυτή ενός αγώνα. Οι Sterkowicz, Blecharz και Sterkowicz-Przybycień (2012) αναφέρθηκαν και αυτοί στο άγχος και στην αθλητική απόδοση. Το άγχος, όπως επισημαίνουν, μπορεί να είναι ένας παράγοντας που μειώνει την ποιότητα των αθλητικών επιδόσεων, ειδικά κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Ο σκοπός της μελέτης τους ήταν να προσδιοριστούν οι καταστάσεις που δημιουργούν υψηλότερα επίπεδα άγχους σε αθλητές καράτε. Στην έρευνα συμμετείχαν 22 αθλητές καράτε από την εθνική ομάδα της Πολωνίας. Με συγκεκριμένα ερωτηματολόγια προσδιορίστηκαν τα επίπεδα του άγχους των αθλητών και εξετάστηκαν τα κίνητρα τους. Συγκρίθηκαν οι μέσες τιμές των ανδρών και των γυναικών και προχωρώντας στα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν υψηλότερα επίπεδα άγχους σε όλους τους αθλητές συγκριτικά με την προπόνηση. Η σημασία του αγώνα και η παρουσία του κοινού αύξησαν αρκετά την ένταση του άγχους. Επίσης το επίπεδο των αγώνων στο οποίο συμμετείχαν οι αθλητές συνέβαλε και αυτό με την σειρά του στην αύξηση των επιπέδων του άγχους. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων του άγχους μετά το πέρας του αγώνα στους άντρες, κάτι το οποίο δεν παρατηρήθηκε στις γυναίκες. Συμπερασματικά, οι ερευνητές καταλήγουν πως η ψυχολογική υποστήριξη και οι τακτικές προετοιμασίας της ψυχολογίας των αθλητών σχετίζονται άμεσα και μπορούν να βοηθήσουν τους αθλητές. Αυτό μπορεί να αναπτυχθεί και να υλοποιηθεί με ένα σχέδιο αγώνα που να ενισχύει την ψυχολογία των αθλητών όταν βρίσκονται κάτω από απροσδόκητες για αυτούς καταστάσεις. Τέλος, οι διαφορές στις αντιδράσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών σε στρεσογόνες καταστάσεις υποδεικνύουν την ανάγκη για ατομική προσέγγιση της προπονητικής διαδικασίας.
21 Στην έρευνα τους οι Soltani και Surender (2013) σύγκριναν την ψυχολογική κατάσταση ελίτ και μη, αθλητών καράτε σε συνάρτηση με το άγχος. Το δείγμα αποτελούνταν από 40 Ιρακινούς αθλητές καράτε. Οι αθλητές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Την πρώτη ομάδα αποτελούσαν 20 αθλητές καράτε υψηλού επιπέδου, με συμμετοχές σε πρωταθλήματα και αγώνες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ενώ η δεύτερη ομάδα απαρτίζονταν από 20 μη-ελίτ αθλητές καράτε. Η έρευνα έλαβε χώρα σε μεγάλα πρωταθλήματα αλλά και σε τοπικούς αγώνες. Το ερευνητικό εργαλείο μέτρησης που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Competitive State Anxiety Inventory-2 (CSAI-2). Το ερωτηματολόγιο δόθηκε στους αθλητές για να το συμπληρώσουν περίπου 30 λεπτά πριν τον πρώτα τους αγώνα. Ζητήθηκε από τους αθλητές να εκφράσουν τα συναισθήματα τους την παρούσα στιγμή χωρίς να έχουν πολύ χρόνο στην διάθεση τους. Οι ερευνητές έπειτα από την συλλογή των δεδομένων και την ανάλυση των αποτελεσμάτων κατέληξαν πως δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των επιπέδων του σωματικού και του γνωστικού άγχος αλλά και των επιπέδων αυτοπεποίθησης μεταξύ των ελίτ και μη-ελίτ αθλητών καράτε στο Ιράν. Ο κύριος στόχος της μελέτης των Torkfar, Yadolazadeh και Moghadasi (2013) ήταν να διερευνήσουν τις επιπτώσεις του γνωστικού και σωματικού άγχους σε ελίτ αθλήτριες καράτε. Στην έρευνα συμπεριελήφθησαν τυχαία 22 αθλήτριες οι οποίες είχαν τουλάχιστον τριετή συμμέτοχη σε εθνική ομάδα. Ως εργαλείο μέτρησης χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο (CSAI-2). Επιπλέον μετρήθηκαν και καταγράφηκαν η πίεση του αίματος και ο καρδιακός παλμός ώστε να καθοριστούν τα επίπεδα του σωματικού άγχους. Στις αθλήτριες δόθηκαν έξι ερωτήσεις του ερωτηματολογίου ώστε να απαντηθούν 10 έως 45 λεπτά πριν τον πρώτο τους αγώνα και μετά τα πέρας αυτού. Η βαθμονόμηση στις απαντήσεις των ερωτήσεων ήταν από το ένα (ελάχιστη αίσθηση) έως το πέντε (μέγιστη αίσθηση). Τα ευρήματα από την παρούσα μελέτη έδειξαν πως το γνωστικό και σωματικό άγχος (καρδιακός ρυθμός και αρτηριακή πίεση) των ελίτ γυναικών καρατέκα δεν φάνηκε να επηρεάζουν σημαντικά τις αθλήτριες. 2.5 Έρευνες με βάση το μοντέλο του διευκολυντικού - ανασταλτικού άγχους Στην έρευνα των Jones και Swain (1992) εξετάστηκαν οι διαφορές στην ένταση και την κατεύθυνση των συμπτωμάτων του άγχους που νιώθουν οι αθλητές πριν τον αγώνα. Στην μελέτη συμπεριελήφθησαν 69 άντρες αθλητές από το ράγκμπι, το
22 μπάσκετ, το ποδόσφαιρο και το χόκεϊ επί χόρτου. Οι αθλητές χωρίστηκαν ανάλογα με το επίπεδο ανταγωνισμού του κάθε αθλητή σε δυο ομάδες, χαμηλού και υψηλού ανταγωνισμού. Ο διαχωρισμός έγινε με βάση τις βαθμολογίες τους στο ερωτηματολόγιο αθλητικού προσανατολισμού. Όλοι αθλητές συμπλήρωσαν μια τροποποιημένη έκδοση του CSAI-2, 30 λεπτά πριν από τον αγώνα τους. Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων όσον αφορά την ένταση του γνωστικού και του σωματικού άγχους ούτε στην κατεύθυνση του σωματικού άγχους. Ωστόσο, η άκρως ανταγωνιστική ομάδα των 34 αθλητών ερμήνευσαν το άγχος τους περισσότερο διευκολυντικό και λιγότερο ανασταλτικό συγκριτικά με τους 35 αθλητές της ομάδα χαμηλότερου ανταγωνισμού. Μια ακόμη έρευνα των Jones, Hanton, και Swain (1994). εξέτασε και αυτή τις διαστάσεις του άγχους σε αθλητές κολύμβησης. Ο κύριος σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να εξετάσει την ένταση (δηλαδή το επίπεδο) και την κατεύθυνση (δηλαδή την ερμηνεία του επιπέδου είτε ως διευκολυντικό είτε ως ανασταλτικό) των συμπτωμάτων του άγχους στο πλαίσιο της αθλητικής απόδοσης. Στην έρευνα έλαβαν μέρος 97 ελίτ και 114 ερασιτέχνες κολυμβητές οι οποίο συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο CSAI-2 πριν από ένα σημαντικό αγώνα. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης έδειξαν ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων αναφορικά με την ένταση των συμπτωμάτων του γνωστικού και σωματικού άγχους, ωστόσο όμως οι ελίτ αθλητές ερμήνευσαν την κατάσταση του άγχους ως διευκολυντική για την απόδοση τους σε σχέση με τους ερασιτέχνες. Επιπλέον, η αυτοπεποίθηση των ελίτ αθλητών ήταν υψηλότερη. Τα επίπεδα του άγχους ήταν υψηλότερα στους ερασιτέχνες αθλητές οι οποίοι ερμήνευσαν τα συμπτώματά τους ως ανασταλτικά της απόδοσης τους κάτι το οποίο δεν παρατηρήθηκε στους ελίτ αθλητές. Συμπερασματικά οι ερευνητές κατέληξαν πως είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη το αγωνιστικό επίπεδο των αθλητών όταν εξετάζεται το προαγωνιστικό άγχος σε συνάρτηση με την αθλητική απόδοση (Jones, Hanton, & Swain, 1994). Οι Jones και Hanton (1996) στην ερευνά τους συμπεριέλαβαν 309 αθλητές διαφόρων αθλημάτων και διερεύνησαν τις σχέσεις μεταξύ έντασης και κατεύθυνσης του άγχους (π.χ. ερμηνεία του άγχους είτε ως ανασταλτικό ή διευκολυντικό) αλλά μελέτησαν και τις διαστάσεις του άγχους αναφορικά με τα συναισθήματα που τους προκαλούνται (θετικά και αρνητικά συναισθήματα). Ως εργαλείο μέτρησης χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο CSAI- 2. Σύμφωνα με τις αναλύσεις των ερευνητών φάνηκε πως τα αρνητικά συναισθήματα σχετίζονται περισσότερο με τα
23 υψηλά επίπεδα άγχους σε σχέση με τα θετικά συναισθήματα. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τα αρνητικά συναισθήματα είναι ο «διαμεσολαβητής» της έντασης του γνωστικού και σωματικού άγχους, ενώ τα θετικά συναισθήματα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία του γνωστικού και σωματικού άγχος. Αρκετές έρευνες έχουν γίνει γύρω από τους αθλητές της κολύμβησης σε συνάρτηση με το προαγωνιστικό άγχος και την αθλητική απόδοση. Συγκεκριμένα, σε μια έρευνα (Hardy, 1997) αποδείχτηκε πως κάποια επίπεδα γνωστικού άγχους βοήθησαν στην απόδοση των αθλητών. Ακόμη, οι Hanton και Jones, (1999) έπειτα από συνεντεύξεις με κολυμβητές υψηλού επιπέδου συμπέραναν ότι οι αθλητές αυτοί, στην αρχή της ενασχόλησής τους με τον αθλητισμό είχαν ενοχλητικές αρνητικές σκέψεις πριν τον αγώνα, όπως ανησυχία για το αν θα έκαναν λάθη μπροστά στους θεατές. Με τα χρόνια όμως, έμαθαν να ερμηνεύουν τις σκέψεις αυτές θετικά και να τις θεωρούν ως αναπόσπαστο κομμάτι της αγωνιστικής διαδικασίας, το οποίο δε θα τους επηρέαζε στον αγώνα. Πιο αναλυτικά, σε μια ακόμη έρευνα τους οι Jones και Hanton (1996) αξιολόγησαν την ένταση και την κατεύθυνση του γνωστικού και σωματικού άγχους σε 91 κολυμβητές μία ώρα πριν από ένα σημαντικό αγώνα αλλά και συμπληρώθηκαν κλίμακες αναφορικά με την απόδοση τους αλλά και τους στόχους που είχαν θέσει οι αθλητές. Η υπόθεση που τέθηκε ήταν πως δεν θα υπήρχε καμία διαφορά στην ένταση του γνωστικού και σωματικού άγχους αλλά οι κολυμβητές με θετικές προσδοκίες στους στόχους επίτευξης θα αναφέρουν τα συμπτώματά τους ως πιο διευκολυντικά. Φάνηκε, λοιπόν, πως τα ευρήματα της μελέτης επαληθεύουν την αρχική υπόθεση που τέθηκε και οι ερευνητές καταλήγουν πως το μοντέλο του Jones (1995) θα ήταν καλύτερα να εξετάζεται υπό το πρίσμα των στόχων απόδοσης. Στην έρευνα τους οι Jones και Hanton (2001) αξιολόγησαν τις διαφορές στο συναίσθημα που νιώθουν οι αθλητές πριν τον αγώνα. Πιο συγκεκριμένα, αν το προαγωνιστικό άγχος τους διευκολύνει ή τους παρεμποδίσει στην απόδοση τους. Στην έρευνα συμμετείχαν 190 κολυμβητές υψηλού επιπέδου οι οποίοι συμπλήρωσαν μια τροποποιημένη μορφή του ερωτηματολογίου CSAI-2 και εξετάστηκε η κατεύθυνση και η ένταση του προαγωνιστικού άγχους των αθλητών. Τα ευρήματα της μελέτης φάνηκε να υποστηρίζουν τη γενική υπόθεση ότι οι αθλητές οι οποίοι ανέφεραν ότι διευκολύνονται από το άγχος το οποίο ένιωθαν πριν από τον αγώνα εξέφρασαν αισθητά πιο θετικά συναισθήματα από αυτούς που παρεμποδίζονταν από το προαγωνιστικό άγχος και εξέφρασαν αισθητά πιο αρνητικά συναισθήματα.
24 Καταλήγοντας, μεγάλες διαφορές παρουσιάστηκαν μεταξύ των αθλητών οι οποίοι διευκολύνονται από το αίσθημα του άγχους πριν τον αγώνα και αυτών που παρεμποδίζονται αναφορικά με την αυτοπεποίθηση τους. Οι αθλητές οι οποίοι ανέφεραν περισσότερο αρνητικά συναισθήματα ήταν περισσότερο αγχωμένοι και ανήσυχοι πριν από τον αγώνα σε αντίθεση με τους αθλητές που παρουσίασαν θετικά συναισθήματα οι οποίοι φάνηκε να έχουν υψηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης. Στην έρευνα τους οι Raudsepp και Kais (2002) εξέτασαν την σχέση μεταξύ της έντασης και της κατεύθυνσης του αγωνιστικού άγχους με την αυτοπεποίθηση σε αθλητές βόλεϊ. Στην μελέτη συμμετείχαν 54 παίκτες βόλεϊ. Ως εργαλείο μέτρησης χρησιμοποιήθηκε μια τροποποιημένη έκδοση του ερωτηματολογίου CSAI-2 το οποίο δόθηκε στους αθλητές, ώστε να το συμπληρώσουν, μια ώρα πριν τον αγώνα. Τα αποτελέσματα της έρευνας υποστήριξαν την υπόθεση, ότι η αυτοπεποίθηση και η κατεύθυνση του γνωστικού και σωματικού άγχους σχετίζονται θετικά με την αθλητική απόδοση σε άντρες παίκτες βόλεϊ. Σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν επίσης στην κατεύθυνση αλλά και στην ένταση του άγχους μεταξύ των αθλητών που συμμετείχαν σε διεθνείς και σε εθνικούς αγώνες. Οι αθλητές βόλεϊ υψηλού επιπέδου, ερμήνευσαν το άγχος τους ως διευκολυντικό για τις επιδόσεις τους. Οι Kais και Raudsepp (2005) εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της έντασης και της κατεύθυνσης του προαγωνιστικού άγχους, την αυτοπεποίθηση και την απόδοση 24 αθλητών. Συγκεκριμένα συμμετείχαν στην έρευνα 12 άντρες αθλητές μπάσκετ και 12 αθλητές βόλεϊ. Οι αθλητές συμπλήρωσαν μια τροποποιημένη έκδοση του ερωτηματολογίου (CSAI-2) πριν από 11 διαφορετικούς αγώνες, και συνολικά συλλέχθηκαν 132 ερωτηματολόγια. Με τις απαντήσεις που έδωσαν οι αθλητές στο ερωτηματολόγιο καθορίστηκε η ένταση αλλά και η κατεύθυνση του σωματικού και γνωστικού άγχους. Τα ευρήματα της μελέτης αποκάλυψαν ένα μέτριο επίπεδο περιστασιακού άγχους και πολύ υψηλά επίπεδα αυτοπεποίθηση των αθλητών πριν από τους αγώνες. Τα επίπεδα του γνωστικού και του σωματικού τους άγχους καθώς και η αυτοπεποίθησή τους ήταν σταθερά πριν από τους διαφορετικούς αγώνες. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η ένταση και η κατεύθυνση του σωματικού και γνωστικού άγχους αλλά και η αυτοπεποίθηση των αθλητών δεν επηρέασαν τις αθλητικές επιδόσεις τους. Στην μελέτη των Chamberlain και Hale (2007) εξετάστηκαν οι σχέσεις μεταξύ της έντασης και της κατεύθυνσης του προαγωνιστικού άγχους όπως μετράται από το ερωτηματολόγιο CSAI-2. Το δείγμα που χρησιμοποιήθηκε ήταν 12 έμπειροι αθλητές
25 γκολφ. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε αρνητική συσχέτιση της έντασης του γνωστικού και σωματικού άγχους με την απόδοση των αθλητών, ενώ η ένταση της αυτοπεποίθησης είχε θετική συσχέτιση με την απόδοση. Η ερμηνεία του γνωστικού άγχους παρουσίασε μια θετική σχέση με την απόδοση. Καταλήγοντας από τα αποτελέσματα φάνηκε πως η ερμηνεία του άγχους ήταν καλύτερος προγνωστικός δείκτης της απόδοσης από την ένταση. Ο σκοπός της μελέτης των Partridge και Wiggins (2008) ήταν να αξιολογηθεί εάν οι αθλητές αντιλαμβάνονται το άγχος τους ως ανασταλτικό ή διευκολυντικό της απόδοσής τους. Στην έρευνα συμμετείχαν 94 αθλητές διαφόρων αθλημάτων. Όλοι οι αθλητές είχαν αγωνιστική εμπειρία τουλάχιστον 11 χρόνια κατά μέσο όρο. Το ερωτηματολόγιο CSAI-2 χρησιμοποιήθηκε ώστε να δώσει πληροφορίες για τις αντιλήψεις του άγχους που ένιωθαν οι αθλητές. Οι αθλητές χωρίστηκαν σε δυο ομάδες, σε αυτούς που παρεμποδίζονται από το άγχος τους και σε αυτούς που το άγχος τους διευκολύνει, σύμφωνα πάντα με τις απαντήσεις που έδωσαν στο ερωτηματολόγιο. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως δεν υπήρξε συσχέτιση της ερμηνείας του άγχους με την απόδοση τους, ωστόσο σημαντικές διαφορές σημειώθηκαν μεταξύ αντρών και γυναικών αναφορικά με τα επίπεδα του άγχους τους. Ο Agaoglu (2013) είχε ως στόχο να μετρήσει και να αξιολογήσει τα επίπεδα του προαγωνιστικού άγχους σε τούρκους αθλητές ταε κβον ντο οι οποίοι συμμετείχαν σε εγχώρια αλλά κα διεθνή πρωταθλήματα. Ως εργαλείο μέτρησης ορίστηκε από τον ερευνητή το ερωτηματολόγιο CSAI-2. Στην έρευνα συμμετείχαν εθελοντικά 348 αθλητές ταε κβον ντο (n = 140 γυναίκες, n = 208 άνδρες) και οι ηλικιακές ομάδες αυτών ήταν από 12 έως 14 και 16 έως 21. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε στατιστικώς σημαντικές διαφορές για τις ηλικιακές ομάδες 12-14 (n = 167) και 16-21 (n = 181) όπως επίσης βρέθηκαν διαφορές και στις τιμές των αποτελεσμάτων μεταξύ ανδρών και γυναικών αναφορικά με το πως αισθάνονται οι αθλητές την στιγμή εκείνη αλλά και οι δηλώσεις τους όσον αφορά την ερμηνεία των συναισθημάτων τους, εάν δηλαδή τα συναισθήματα τους την παρούσα στιγμή τους διευκόλυναν ή τους παρεμπόδιζαν στην απόδοση τους. Συμπερασματικά, ο ερευνητής καταλήγει, πως η ένταση και η κατεύθυνση του γνωστικού και σωματικού άγχους αλλά και η αυτοπεποίθηση των αθλητών επηρεάζει την απόδοση τους κάτι το οποίο θα ήταν καλό να ληφθεί υπόψη στον προπονητικό σχεδιασμό ώστε να υπάρξει καλύτερη διαχείριση του άγχους από μεριάς αθλητών