ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ Εισαγωγή Ο σκοπός της διαχείρισης του ενεργητικού και παθητικού μιας τράπεζας είναι η μεγιστοποίηση του πλούτου των μετόχων. Η επίτευξη αυτού του στόχου επιτυγχάνεται με τη σωστή διαχείριση των λειτουργιών που αφορούν: διαχείριση ρευστότητας διαχείριση επενδύσεων διαχείριση δανείων διαχείριση παθητικού Η διαχείριση αυτών των λειτουργιών πρέπει να είναι ταυτόχρονη διότι η διακύμανση των επιτοκίων μπορεί να επηρεάσει το καθαρό εισόδημα από τόκους καθώς και την αξία των διαφόρων στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και κατά συνέπεια την καθαρή θέση μιας τράπεζας. Διαχείριση ενεργητικού σημαίνει ότι η τράπεζα προσπαθεί να χειρισθεί τα στοιχεία του ενεργητικού με τέτοιο τρόπο που να της αποφέρουν τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση με το μικρότερο κίνδυνο. Γενικά, όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος, τόσο μεγαλύτερη είναι η αναμενόμενη απόδοση. Η διαχείριση του παθητικού συνίσταται στην απόκτηση κεφαλαίων με το μικρότερο δυνατό κόστος και στο άριστο μέγεθος ιδίων κεφαλαίων. Όσο μεγαλύτερα είναι τα ίδια κεφάλαια τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος πτωχεύσεως. Όμως, ένα μεγάλο κεφάλαιο σημαίνει ότι τα κέρδη ανά μετοχή (απόδοση ιδίων κεφαλαίων) θα είναι μικρότερα. Η σωστή διαχείριση του ενεργητικού και παθητικού περιλαμβάνει τρία βήματα. Πρώτον, οι τραπεζίτες πρέπει να επιλέξουν την διάρκεια του χρονικού ορίζοντα που αφορά τον σχεδιασμό (planning horizon). Δεύτερον, πρέπει να υπολογίσουν (εκτιμήσουν) την απόδοση και τον κίνδυνο των διαφόρων εναλλακτικών προγραμμάτων που σκοπεύουν να πραγματοποιήσουν για την συγκεκριμένη χρονική 1
περίοδο. Τρίτον, πρέπει να επιλέξουν εκείνα τα προγράμματα τα οποία επιτυγχάνουν την μεγιστοποίηση του πλούτου των μετόχων με κάποιο αποδεκτό επίπεδο κινδύνου. Ίσως η μεγαλύτερη δυσκολία πραγματοποίησης που εμφανίζεται στη σωστή διαχείριση ενεργητικού και παθητικού είναι η πρόβλεψη κινδύνων για τα διάφορα προγράμματα. Από τους διάφορους τραπεζικούς κινδύνους, ο κίνδυνος επιτοκίων παρουσιάζει την μεγαλύτερη δυσκολία πρόβλεψης. Ο κίνδυνος επιτοκίων έχει δύο μέρη. Ο πρώτος είναι γνωστός ως κίνδυνος εισοδήματος (income risk) και ο δεύτερος ως κίνδυνος επένδυσης (investment risk). Ο κίνδυνος εισοδήματος είναι ο κίνδυνος απώλειας καθαρών εσόδων από τόκους λόγω της μεταβολής των επιτοκίων. Ο κίνδυνος αυτός, όπως γνωρίζουμε, μπορεί να διακριθεί σε κίνδυνο επαναχρηματοδότησης και κίνδυνο επανεπένδυσης. Ποιο από τα δύο ανοίγματα είναι σημαντικότερο; Η με άλλα λόγια, ποιο από τα δύο μέρη του κινδύνου επιτοκίων είναι σημαντικότερο, ο κίνδυνος εισοδήματος ή ο κίνδυνος επένδυσης; Η απάντηση βεβαίως εξαρτάται από τις προτιμήσεις των μετόχων. Εάν η τράπεζα ανήκει σε μερικούς ιδιώτες και δεν διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο, ίσως αυτοί προτιμούν να έχουν ένα σταθερό εισόδημα και κατά συνέπεια δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο να ελέγχουν τον κίνδυνο εισοδήματος και λιγότερο τον κίνδυνο επένδυσης. Εάν από την άλλη πλευρά οι μετοχές ανήκουν σε πολλούς επενδυτές και διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο όπου πολλοί επενδύουν για βραχυπρόθεσμο διάστημα, τότε οι επενδυτές θα προτιμούν ίσως μια διοίκηση που διατηρεί την αξία της τράπεζας και συνεπώς των μετοχών, με συνέπεια να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στον κίνδυνο επένδυσης απ ότι στον κίνδυνο εισοδήματος. Γενικά, η στρατηγική η οποία δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον κίνδυνο επένδυσης είναι προτιμότερη διότι μια τέτοια στρατηγική σταθεροποιεί την καθαρή αξία και πιθανότερα μεγιστοποιεί τον πλούτο των μετόχων. Διαχείριση Ρευστότητας Πηγές του Κινδύνου Ρευστότητας Ο κίνδυνος ρευστότητας προέρχεται από δύο πηγές: από το παθητικό και το ενεργητικό μιας τράπεζας. Από το παθητικό, ο κίνδυνος ρευστότητας προκαλείται από την συμπεριφορά των καταθετών, οι οποίοι ζητούν τις καταθέσεις τους. Όταν οι καταθέτες ζητούν τα χρήματά τους, οι τράπεζες ίσως χρειασθούν να δανεισθούν ή να 2
ρευστοποιήσουν ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού για να ανταποκριθούν στους καταθέτες. Η ρευστοποίηση όμως μπορεί να προκαλέσει τη μείωση των τιμών αυτών των στοιχείων και να οδηγήσει την τράπεζα σε μεγαλύτερα προβλήματα. Αντί της ρευστοποίησης στοιχείων, η τράπεζα έχει επίσης τη δυνατότητα να δανεισθεί τα κεφάλαια τα οποία χρειάζεται. Βέβαια, το κόστος δανεισμού μπορεί να είναι υψηλό την συγκεκριμένη περίοδο, αλλά είναι κάτι που η τράπεζα είναι αναγκασμένη να κάνει για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καταθετών της. Από την πλευρά του ενεργητικού ο κίνδυνος προέρχεται από τις υποχρεώσεις που έχει η τράπεζα έναντι των δανειζομένων, όπως είναι η περίπτωση της πιστωτικής διευκόλυνσης που παρέχει το δικαίωμα της υπερανάληψης. Έτσι, εάν πολλοί πελάτες της τράπεζας χρησιμοποιήσουν το δικαίωμα της υπερανάληψης, μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα ρευστότητας. Διαχείριση Ρευστότητας και ο Ρόλος των Διαθεσίμων Για να κατανοήσουμε καλύτερα το ρόλο των διαθεσίμων στην αποφυγή του κινδύνου ρευστότητας ας πάρουμε δύο τράπεζες (Α) και (Β) οι οποίες ακολουθούν διαφορετική πολιτική στη διαχείριση διαθεσίμων. Υποθέτουμε ότι το ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων είναι 10%. Οι ισολογισμοί των δύο τραπεζών έχουν ως εξής: Ενεργητικό Τράπεζα Α Παθητικό Διαθέσιμα 200 Καταθέσεις 1.000 Επενδύσεις 400 Κεφάλαιο 100 Δάνεια 500 Ενεργητικό Τράπεζα Β Παθητικό Διαθέσιμα 100 Καταθέσεις 1.000 Επενδύσεις 400 Κεφάλαιο 100 Δάνεια 600 Όπως βλέπουμε το ποσό των διαθεσίμων στην τράπεζα Α υπερβαίνει το υποχρεωτικό, ενώ στην τράπεζα Β το ποσό των διαθεσίμων είναι ακριβώς αυτό που απαιτείται από τον νόμο. Ας υποθέσουμε τώρα ότι και από τις δύο τράπεζες γίνεται μια ανάληψη των 100. Τι αλλαγές θα γίνουν στους ισολογισμούς; Η τράπεζα Α χάνει 100 από τις καταθέσεις και τα διαθέσιμα, αλλά καθ ότι τα υποχρεωτικά διαθέσιμα είναι 90 (10% x 900), η τράπεζα διαθέτει ρευστότητα και δεν χρειάζεται να προβεί σε καμιά ενέργεια. 3
Ενεργητικό Τράπεζα Α Παθητικό Διαθέσιμα 100 Καταθέσεις 900 Επενδύσεις 400 Κεφάλαιο 100 Δάνεια 500 Ενεργητικό Τράπεζα Β Παθητικό Διαθέσιμα 0 Καταθέσεις 900 Επενδύσεις 400 Κεφάλαιο 100 Δάνεια 600 Μετά την ανάληψη των 100 η Τράπεζα Β θα πρέπει να έχει διαθέσιμα 90, αλλά όπως βλέπουμε δεν έχει καθόλου διαθέσιμα. Συνεπώς η τράπεζα έχει πρόβλημα και πρέπει να κάνει ορισμένες ενέργειες για να το λύσει. Τι επιλογές έχει; Η τράπεζα μπορεί να: δανεισθεί από άλλες τράπεζες ή από την Κεντρική Τράπεζα. πουλήσει ομόλογα. πουλήσει μερικά από τα δάνειά της σε άλλες τράπεζες. Οι επιλογές αυτές όμως μπορεί να είναι πολύ ακριβές για την τράπεζα. Έτσι, για παράδειγμα, εάν τα διατραπεζικά επιτόκια είναι υψηλά, ή οι τιμές των ομολόγων είναι χαμηλές, το κόστος ευρέσεως διαθεσίμων μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο εκείνου που η τράπεζα θα είχε αν κρατούσε ένα μεγαλύτερο ποσό διαθεσίμων. Υπολογισμός της Απαιτούμενης Ρευστότητας Το πρώτο βήμα για την σωστή διαχείριση της ρευστότητας είναι ο υπολογισμός της απαιτούμενης ρευστότητας. Καθότι ο κίνδυνος ρευστότητας προέρχεται από τους καταθέτες και τους δανειζόμενους, η τράπεζα χρειάζεται να προβλέψει την συμπεριφορά των δύο αυτών ομάδων. Η πρόβλεψη της απαιτούμενης ρευστότητας από μήνα σε μήνα στηρίζεται συνήθως στην εμπειρία που έχει η τράπεζα από το παρελθόν, χωρίς να γίνεται παράβλεψη σε μελλοντικές εξελίξεις. Ένας τρόπος υπολογισμού της απαιτούμενης μελλοντικής ρευστότητας είναι η κατάρτιση μιας κατάστασης, η οποία δείχνει τις πηγές και τις χρήσεις κεφαλαίων. Ακολουθώντας αυτή τη μέθοδο η τράπεζα θα πρέπει πρώτα να έχει κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων τύπων δανείων και καταθέσεων. Ο διαχωρισμός 4
αυτός είναι χρήσιμος διότι κάθε τύπος δανείων μπορεί να επηρεάζεται από διαφορετικούς παράγοντες. Αφού έχει γίνει ο διαχωρισμός, το επόμενο βήμα είναι η πρόβλεψη αυτών των δανείων και καταθέσεων για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, όπως για παράδειγμα έξι μήνες. Ο παρακάτω πίνακας δίνει ένα απλό παράδειγμα υπολογισμού της απαιτούμενης ρευστότητας. Υπολογισμός Ρευστότητας Τέλος Μηνός Πρόβλεψη Δανείων Πρόβλεψη Καταθέσεων Μεταβολή Δανείων Μεταβολή Καταθέσεων Απαιτούμενη Ρευστότητα Ιανουάριος 160.000 260.000 - - - Φεβρουάριος 180.000 230.000 20.000-30.000 50.000 Μάρτιος 200.000 210.000 20.000-20.000 40.000 Απρίλιος 190.000 200.000-10.000-10.000 0 Μάιος 200.000 208.000 10.000 8.000 2.000 Ιούνιος 210.000 212.000 10.000 4.000 6.000 Ιούλιος 200.000 205.000-10.000-7.000-3.000 Μείωση των δανείων και αύξηση των καταθέσεων αποτελούν πηγές κεφαλαίων και μειώνουν τις ανάγκες για ρευστότητα. Αύξηση των δανείων και μείωση των καταθέσεων αποτελούν χρήσεις κεφαλαίων και αυξάνουν τις ανάγκες για ρευστότητα. Η τελευταία στήλη του πίνακα «Απαιτούμενη Ρευστότητα» είναι αποτέλεσμα της διαφοράς μεταξύ της μεταβολής των δανείων και της μεταβολής των καταθέσεων. Οι θετικοί αριθμοί δηλώνουν το ποσό της ρευστότητας που χρειάζεται η τράπεζα τον συγκεκριμένο μήνα, ενώ οι αρνητικοί αριθμοί το ποσό της ρευστότητας που προστίθεται στην τράπεζα (αύξηση της ρευστότητας). Αφού έχει γίνει ο υπολογισμός της ρευστότητας, το επόμενο βήμα της διοίκησης είναι ο τρόπος που θα εξασφαλισθεί η χρειαζούμενη ρευστότητα. Γενικά, οι τράπεζες μπορούν να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας είτε μέσω της διαχείρισης του ενεργητικού (asset liquidity) της διαχείρισης του παθητικού (liability liquidity) ή και τα δύο συγχρόνως. 5
Διαχείριση ρευστότητας μέσω του ενεργητικού Η διαχείριση ρευστότητας μέσω του ενεργητικού (asset liquidity management) συνίσταται στη ρευστοποίηση στοιχείων του ενεργητικού προς αντιμετώπιση ή ικανοποίηση των πελατών. Τέτοια στοιχεία αποτελούν (α) το ταμείο, (β) τα διαθέσιμα στην Κεντρική Τράπεζα, (γ) τα Έντοκα Γραμμάτια του Δημοσίου, (δ) αξιόγραφα τα οποία είναι αποδεκτά από την Κεντρική Τράπεζα για επαναχρηματοδότηση. Τα χαρακτηριστικά όλων αυτών των στοιχείων είναι ότι παρέχουν μεγάλη ρευστότητα και μικρότερη απόδοση από άλλες μορφές επενδύσεων. Διαχείριση ρευστότητας μέσω παθητικού Η διαχείριση ρευστότητας μέσω παθητικού (liability liquidity management) συνίσταται στον δανεισμό κεφαλαίων μέσω διαφόρων μεθόδων για την αντιμετώπιση των αναλήψεων και των δανείων. Τα χρειαζούμενα κεφάλαια μπορούν για παράδειγμα να προέλθουν από (α) συμφωνίες επαναγοράς (repos), (β) έκδοση πιστοποιητικών καταθέσεων, (γ) δανεισμό από την Κεντρική Τράπεζα, (δ) την αγορά ευρωνομισμάτων, κ.λπ. Παράδειγμα Έστω ότι ο αρχικός ισολογισμός μιας τράπεζας έχει ως εξής: Ενεργητικό Ταμείο και Καταθέσεις στην Κεντρική Τράπεζα ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Παθητικό 60.000 Καταθέσεις 500.000 Αξιόγραφα 200.000 Άλλες μορφές δανεισμού 50.000 Χορηγήσεις 300.000 Κεφάλαια 50.000 Άλλα Στοιχεία 40.000 Σύνολο 600.000 600.000 Έστω ότι την επόμενη περίοδο οι καταθέσεις αυξάνονται κατά 100.000 και τα δάνεια παραμένουν στην ίδια ποσότητα. Προφανώς μια τέτοια περίοδος είναι περίοδος που η τράπεζα χρειάζεται μικρότερη ρευστότητα. Δεδομένου ότι οι καταθέσεις αυξάνονται, η τράπεζα έχει τη δυνατότητα να μειώσει τον δανεισμό από 50.000 σε 30.000 και να αυξήσει το ποσό των αξιόγραφων από 200.000 σε 268.000. Έτσι, ο νέος ισολογισμός μπορεί να εμφανίζεται ως εξής: 6
Ενεργητικό Ταμείο και Καταθέσεις στην Κεντρική Τράπεζα ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Παθητικό 72.000 Καταθέσεις 600.000 Αξιόγραφα 268.000 Δανεισμός 30.000 Χορηγήσεις 300.000 Κεφάλαια 50.000 Άλλα Στοιχεία 40.000 Σύνολο 680.000 680.000 Έστω ότι από την αρχική κατάσταση υπάρχει μια μείωση των καταθέσεων κατά 100.000 και μια αύξηση των δανείων κατά 50.000. Συνεπώς η τράπεζα χρειάζεται μια επιπλέον ρευστότητα των 150.000. Αυτή η απαιτούμενη ρευστότητα μπορεί να προέλθει από (α) τη μείωση των χρεογράφων, (β) τη μείωση των μετρητών και (γ) από την αύξηση του δανεισμού. Συγκεκριμένα, ο ισολογισμός μπορεί να εμφανιστεί ως εξής: Ενεργητικό Ταμείο και Καταθέσεις στην Κεντρική Τράπεζα ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Παθητικό 48.000 Καταθέσεις 400.000 Χρεόγραφα 82.000 Δανεισμός 70.000 Δάνεια 350.000 Κεφάλαια 50.000 Άλλα Στοιχεία 40.000 Σύνολο 520.000 520.000 Όπως φαίνεται από τον ισολογισμό η χρειαζούμενη ρευστότητα έχει προέλθει: 12.000 από τη μείωση του Ταμείου 118.000 από τη μείωση των Χρεογράφων 20.000 από την αύξηση του Δανεισμού. Διαφορές μεταξύ των δύο μεθόδων Θα μπορούσε η τράπεζα, αν της ήταν δυνατό, να χρησιμοποιήσει μόνο το παθητικό ή μόνο το ενεργητικό για να καλύψει την απαιτούμενη ρευστότητα. Η κάθε μία από τις δύο μεθόδους έχει διαφορετικά αποτελέσματα στο μέγεθος της τράπεζας, όπως αυτό 7
μετριέται από το σύνολο του ενεργητικού. Για να γίνει αυτό κατανοητό ας δούμε τις παρακάτω περιπτώσεις. Περίπτωση 1 η : Μείωση των καταθέσεων Η μείωση των καταθέσεων προκαλεί μείωση του ενεργητικού και του παθητικού. Εάν η διοίκηση της τράπεζας επιθυμεί να διατηρήσει το μέγεθος ανέπαφο, τότε θα πρέπει η απαιτούμενη ρευστότητα να προέλθει από την πλευρά του παθητικού. Στο παραπάνω παράδειγμα, εάν υπάρξει μια μείωση των καταθέσεων κατά 100.000, η τράπεζα θα πρέπει να καταφύγει στον δανεισμό του ίδιου ποσού. Βέβαια, μετά τη μείωση των καταθέσεων, τα ρευστά διαθέσιμα τα οποία πρέπει να κρατά βάσει νόμου μειώνονται κατά 12.000. Η τράπεζα θα μπορούσε είτε να αφήσει τα ρευστά διαθέσιμα αμετάβλητα στις 60.000 είτε να τα μειώσει κατά 12.000 και να αυξήσει το ποσό των χρεογράφων κατά 12.000. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή διαχείριση της ρευστότητας μέσω του παθητικού επιτρέπει στην τράπεζα να διατηρήσει το μέγεθός της. Εάν η απαιτούμενη ρευστότητα είχε προέλθει μόνο από την πλευρά του ενεργητικού, τότε το μέγεθος της τράπεζας θα μειωνόταν. Περίπτωση 2 η : Αύξηση των δανείων Η αύξηση των δανείων μπορεί να ικανοποιηθεί αντλώντας τη ρευστότητα είτε από την πλευρά του ενεργητικού ή του παθητικού. Εάν η απαιτούμενη αυξημένη ρευστότητα προέλθει μόνο από την πλευρά του ενεργητικού (πουλώντας χρεόγραφα), το μέγεθος της τράπεζας παραμένει το ίδιο. Εάν όμως η απαιτούμενη ρευστότητα προέλθει από την πλευρά του παθητικού, τότε το μέγεθος της τράπεζας αυξάνεται. Παράγοντες που Επηρεάζουν τη Μέθοδο Διαχείρισης Ρευστότητας Οι τράπεζες σήμερα μπορούν να διαλέξουν διάφορα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού για να εξασφαλίσουν τη χρειαζούμενη ρευστότητα. Η επιλογή αυτών των διαφόρων στοιχείων θα πρέπει να πάρει υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως: το κόστος της κάθε μίας επιλογής, την πρόβλεψη επιτοκίων, τον σκοπό για τον οποίο χρειάζεται η ρευστότητα. Υπόδειγμα Λήψης Αποφάσεων Ρευστότητας 8
Τι αρχές θα πρέπει να διέπουν για το ποιες πηγές θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη της ρευστότητας; α) Φιλοσοφία της Διοίκησης Η φιλοσοφία της διοίκησης έναντι των αποφάσεων ρευστότητας μπορεί να είναι είτε επιθετική είτε συντηρητική. Επιθετική πολιτική ρευστότητας σημαίνει ότι η διοίκηση χρησιμοποιεί την πλευρά του παθητικού για την κάλυψη της ρευστότητας (έκδοση μεγάλων πιστοποιητικών καταθέσεων, repos, κ.λπ.). Συντηρητική πολιτική ρευστότητας σημαίνει ότι η διοίκηση χρησιμοποιεί την πλευρά του ενεργητικού για την κάλυψη της ρευστότητας (μείωση των ρευστών διαθεσίμων ή πώληση αξιόγραφων). β) Η Χρονική Διάρκεια για την οποία απαιτούνται τα κεφάλαια Η χρονική διάρκεια για την οποία χρειάζονται τα κεφάλαια (ρευστότητα) είναι σημαντικός παράγοντας στην επιλογή της πηγής από όπου θα προέλθει η ρευστότητα. Εάν για παράδειγμα η χρονική διάρκεια είναι μικρή, μόνο μερικές ημέρες, τότε η χρησιμοποίηση των repos ίσως είναι η καλύτερη λύση. Για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους η έκδοση πιστοποιητικών καταθέσεων είναι καλύτερη, διότι το κόστος θα παραμείνει σταθερό. γ) Προσδοκίες Επιτοκίων Οι προσδοκίες περί μελλοντικών επιτοκίων είναι ένας άλλος σπουδαίος παράγοντας στη λήψη αποφάσεων περί της πηγής της ρευστότητας. Ο γενικός κανόνας που πρέπει να ακολουθηθεί εδώ είναι ο ακόλουθος. Εάν τα επιτόκια αναμένονται να αυξηθούν, η απαιτούμενη ρευστότητα θα πρέπει να προέλθει από μακροπρόθεσμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία δεν χρειάζονται να ανανεωθούν με υψηλότερα επιτόκια. Εάν για παράδειγμα η επιλογή είναι μεταξύ ενός ετήσιου πιστοποιητικού καταθέσεων και ενός repos ολίγων ημερών, θα πρέπει να επιλεχθεί το πιστοποιητικό καταθέσεων. Εάν τα επιτόκια αναμένονται να μειωθούν, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν βραχυπρόθεσμες πηγές, οι οποίες να επιτρέψουν στην συνέχεια την άντληση κεφαλαίων με χαμηλότερα επιτόκια. 9
δ) Η αρχή της Ελαχιστοποίησης του Κόστους Η αρχή της ελαχιστοποίησης του κόστους σημαίνει ότι η τράπεζα θα εξετάσει προσεκτικά τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις και θα επιλέξει αυτή που συνεπάγεται την ελαχιστοποίηση του κόστους. Δείκτης Ρευστότητας Ο δείκτης μετρά τις δυνητικές απώλειες που μπορεί να υποστεί μια τράπεζα από μια ξαφνική πώληση στοιχείων του ενεργητικού. Έστω ότι: Ρ ρ είναι η τιμή που θα πάρει η τράπεζα εάν αναγκαστεί σήμερα να πουλήσει το στοιχείο του ενεργητικού, Ρ κ είναι η τιμή του στοιχείου κάτω από κανονικές συνθήκες, και w i είναι το ποσοστό του κάθε στοιχείου στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας. Ο δείκτης ρευστότητας (Δ) ορίζεται ως εξής: Δ = n i= 1 w (P i ρ / Pκ ) Όσο μικρότερος είναι ο δείκτης, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος της ρευστότητας. Οι τιμές του δείκτη ρευστότητας κυμαίνονται μεταξύ 0 και 1. Παράδειγμα Έστω μια τράπεζα έχει δύο στοιχεία: 50% σε ετήσια έντοκα γραμμάτια του δημοσίου και 50% σε δάνεια. Εάν η τράπεζα αναγκαστεί να ρευστοποιήσει το ΕΓΕΔ σήμερα θα λάβει 95 αντί 100 που είναι η ονομαστική του αξία και την οποία θα λάβει στο τέλος του μήνα. Εάν η τράπεζα αναγκαστεί να πουλήσει το δάνειο σήμερα θα λάβει 88 αντί 95 που θα λάβει στο τέλος του μήνα. Ο δείκτης ρευστότητας για ένα μήνα είναι: 95 Δ = 0,50 x + 0,50 x 100 Δ = 0,475 + 0,463 Δ = 0,938 88 95 Λυμένη άσκηση Στοιχεία Ενεργητικού Ονομαστική Τρέχουσα Μετά από ένα 10
Αξία (σε ) Αξία (σε ) χρόνο Αξία (σε ) Α (μετοχές) 20.000 19.000 21.000 Β (ομόλογα) 10.000 8.000 9.000 Γ 20.000 17.000 18.000 Να βρεθεί ο δείκτης ρευστότητας. 20.000 19.000 10.000 8.000 Δ = x + x + 50.000 21.000 50.000 9.000 Δ = 0,4 x 0,904 + 0,2 x 0,888 + 0,40 x 0,944 Δ = 0,36 + 0,1776 + 0,377 Δ = 0,9146 20.000 17.000 x 50.000 18.000 11