ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:



Σχετικά έγγραφα
ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ. Ν. ΜΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΣ Κοσµήτορας Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ.

Παρουσίαση συμπερασμάτων από την 6 η Σύνοδο των Υπουργών για το Περιβάλλον και την Υγεία.

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια

Αειφόρο σχολείο. Το αειφόρο σχολείο αποτελεί το σχολείο εκείνο που θα συμβάλει στην ανάπτυξη στην προοπτική της αειφορίας.

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Κάντε κλικ για να δείτε την λίστα και την περιγραφή της σειράς προτύπων ISO

Η έννοια της Αειφορικής Ανάπτυξης. Ν.Σ.Ευσταθιάδης

Συνέδριο Economist The Sustainability Summit 2016: Adapt or die. 30 Νοεμβρίου 2016, Divani Apollon, Αθήνα

Πνευματικό Κεφάλαιο στις Κοινωνικές Επιχειρήσεις

Ηέννοια. της αειφορίας. Α. ηµητρίου, Αν. Καθηγήτρια ΤΕΕΠΗ, υποστηρικτικόυλικό διαλέξεων µαθήµατος

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Εισηγήτρια: Κατερίνα Γρυμπογιάννη, Επικεφαλής Επιθεωρήτρια της TUV Rheinland Α.Ε. 1 13/7/2012 ΗΜΕΡΙΔΑ: ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΥΓΕΙΑΣ

Τα πρότυπα στην υπηρεσία της βιώσιμης ανάπτυξης. Νέες απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις και ευκαιρίες που αναδεικνύονται.

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Παραδείγματα καλών πρακτικών και μελλοντικές προκλήσεις

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

Έρευνα για την Απόδοση των Κοινωνικών Επιχειρήσεων

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Eκπαίδευση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και αναλυτικό πρόγραμμα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Η εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία (ΕΠΑ):

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Διαμόρφωση Βιομηχανικού Οικοσυστήματος Περιβαλλοντικής Πολιτικής

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις

«Συντονισμός του Σχεδιασμού και της Εφαρμογής Δημόσιων Πολιτικών»

II.2 ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ. ... (το όργανο θα προσδιοριστεί)

Η πολιτική της χαρτογράφησης vs η χαρτογράφηση της πολιτικής Η εκτίμηση της σπουδαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων κα προγραμμάτων.

ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ - ΛΑΜΙΑΣ. Ενθάρρυνση Επιχειρηματικών Δράσεων, Καινοτομικών Εφαρμογών και Μαθημάτων Επιλογής Φοιτητών ΤΕΙ Λάρισας - Λαμίας PLEASE ENTER

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. ΑΞΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΧΑΤΖΗΜΠΟΥΣΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ ΗΛΙΑΣ

Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. Συντάκτρια γνωμοδότησης (*): Kartika Tamara Liotard

Λήξη της περιόδου του «περιβαλλοντικού εφησυχασμού»

Η Ανάλυση Κύκλου Ζωής (LCA ή ΑΚΖ)

ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

6. Διαχείριση Έργου. Έκδοση των φοιτητών

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

ΑΑΑ. Αρχές για την Αειφόρο Ασφάλιση. του Προγράμματος Περιβάλλοντος του Ο.Η.Ε.

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Γ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι ΜΑΘΗΜΑ 2 ο

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΗΘΙΚΗ SESSION 3 ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΑΒΑΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2016/2017

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Συνεργασία σχολείου με φορείς και οργανισμούς για την εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία στην κοινότητα. Διαπιστώσεις και προοπτικές.

Β.Κ. Τσουκαλά, Λέκτορας ΕΜΠ

Περιεχόμενα ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Οικονομοτεχνικές Μελέτες

22/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Επιστήμη Διοίκησης Επιχειρήσεων. Πότε εμφανίστηκε η ανάγκη της διοίκησης;

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Παρουσίαση του προβλήματος

Σειρά: 11 Επιβλέπων Καθηγητής: Δημήτριος Καρδαράς

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

[ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΑΡΙΝΟΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ] ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΤΕΣΤ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΟΜΑΔΑ Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν A. Η Δέσμευση της Διοίκησης...3. Κυρίαρχος Στόχος του Ομίλου ΤΙΤΑΝ και Κώδικας Δεοντολογίας...4. Εταιρικές Αξίες Ομίλου ΤΙΤΑΝ...

Κατευθυντήριες Γραμμές του 2001 των Ηνωμένων Εθνών που αποσκοπούν στην δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη των συνεταιρισμών

Αναφορές Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στην Ελλάδα Μία Εμπειρική Μελέτη

Διαμόρφωση ολοκληρωμένου πλαισίου δεικτών για την παρακολούθηση (monitoring) της εξέλιξης των οικιστικών δικτύων

Προπαρασκευαστική δράση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

Οικονομική ανάλυση και τιμολογιακή πολιτική χρήσεων και υπηρεσιών νερού. Δ. Ασημακόπουλος Σχολή Χημικών Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

8361/17 ΜΑΚ/νικ 1 DG B 2B

Αθήνα, Νοεμβρίου 2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

H Έννοια και η Φύση του Προγραμματισμού. Αθανασία Καρακίτσιου, PhD

ΟΔΗΓΟΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ & ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Βιοµηχανική ιδιοκτησία & παραγωγή καινοτοµίας Ο ρόλος του µηχανικού

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

Ερωτηματολόγιο. Τρόποι χορήγησης: α) Με αλληλογραφία β) Με απευθείας χορήγηση γ) Τηλεφωνικά

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ ΖΗΡΙΔΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ

Κυρίες και Κύριοι, Σαν Συμβούλιο του ΣΕΒ για την Βιώσιμη Ανάπτυξη έχουμε ακριβώς αυτή την αποστολή:

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Εισαγωγή

Πίνακας περιεχομένων. Μέρος 1ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΜΕΣΩ ΤΩΝ LOGISTICS

Τ.Ε.Ι. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πρόταση βελτίωσης επαγγελματικών συνθηκών, αύξησης των πωλήσεων και αποφυγής προστίμων

ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ ΑΝΘΩΠΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Το οικονομικό κύκλωμα

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Δρ Αραβέλλα Ζαχαρίου

Μεθοδολογία, Τεχνικές και Θεωρία για Οικονοµοτεχνικές Μελέτες. Πρόλογος 9 Ο Σκοπός αυτού του βιβλίου 11

2Ουσιαστικά Θέµατα και Ενδιαφερόµενα Μέρη

ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΛΑΚΤΩΡ Ιούλιος 2018

Κυκλική Οικονομία. Κλείσιμο του κύκλου Το Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για την Κυκλική Οικονομία

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ. Περιβαλλοντική ρβ Ευθύνη και

ΕΠΙΠΕΔΟ C (συμπεριλαμβάνονται και τα κριτήρια του Επιπέδου D)

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

n0e-sport Project number: IEE/12/017/S

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

Transcript:

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΣΜΟΣ: ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΕΙΣΗΓΜΕΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΟ Χ.Α.Α.» Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια: Μαρία Αιγινίτη Επιβλέπων Καθηγητής: Δημήτριος Τζελέπης Πάτρα Ιούνιος 2009 1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα μελέτη αναφέρεται στην εκτίμηση του επιπέδου της περιβαλλοντικής πληροφόρησης που παρέχεται από τις ελληνικές εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α. και η εξέταση των παραγόντων που ορίζουν αυτό το επίπεδο. Στο θεωρητικό μέρος γίνεται αναφορά σε παρελθούσες μελέτες ερευνητών που έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό, με σπουδαιότερη αυτή των Cormier και Magnan (2003). Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η σχέση Μanagement και Περιβάλλοντος, η Βιώσιμη Ανάπτυξη και η σχέση Χρηματοοικονομικής Διοίκησης και Περιβάλλοντος. Ακολουθεί η Οικονομική του Περιβάλλοντος, με την Περιβαλλοντική Λογιστική και Κοστολόγηση να έχουν σημαντικό ρόλο καθώς μέσω αυτών προσδιορίζεται το περιβαλλοντικό κόστος των εταιρειών, και το Νομοθετικό και Θεσμικό Πλαίσιο τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε.. Στο εμπειρικό μέρος γίνεται έρευνα σε 43 εταιρείες και παράγεται το αποτέλεσμα ότι η περιβαλλοντική αναφορά σχετίζεται θετικά με το κόστος πληροφόρησης, το κόστος ιδιοκτησίας την έκθεση στα Μ.Μ.Ε. και τις μεταβλητές ελέγχου. Τέλος, η έρευνα αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εταιρείες που δημοσιεύουν τους περιβαλλοντικούς τους απολογισμούς αποκαλύπτουν περισσότερη πληροφόρηση και επομένως υπάρχει θετική σχέση μεταξύ της οικονομικής θέσης των εταιρειών και των περιβαλλοντικών απολογισμών τους. 2

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η περάτωση της μεταπτυχιακής μου εργασίας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα προσωπικής μου εργασίας αλλά και συνεργασίας με ανθρώπους που με βοήθησαν πολύ. Αρχικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω το σύμβουλο καθηγητή μου κ. Δημήτριο Τζελέπη για τη συνεχή, άμεση και ουσιαστική καθοδήγησή του και την εξαιρετικά πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφερε, η οποία αποτέλεσε ένα βασικό συστατικό για την επιτυχή ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας. Στη συνέχεια, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον καθηγητή μου κ. Ιωάννη Βενέτη τόσο για την πολύτιμη βοήθειά του στο οικονομετρικό μέρος της εργασίας και την ουσιαστική υποστήριξή του στη διάρκεια των δύο (2) αυτών ετών της φοίτησής μου όσο και για την παρουσία του ως μέλος της τριμελούς επιτροπής. Εκφράζω, επίσης, τις ευχαριστίες μου προς τον καθηγητή κ. Δημήτριο Σκούρα, ο οποίος συμμετέχει στην τριμελή μου επιτροπή, στην οποία έχω την τιμή να παρουσιάσω την εργασία μου. Οφείλω να υπογραμμίσω τη βοήθεια και τις συμβουλές του κ. Ηλία Αλεξόπουλου καθ όλη τη διάρκεια της εκπόνησης της διπλωματικής μου εργασίας. Τέλος, ευχαριστώ το διδακτικό και διοικητικό προσωπικό του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών για την προσφορά τους κατά τη διάρκεια της διετούς φοίτησής μου στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών. Ευχαριστώ θερμά την οικογένειά μου που με διακριτικότητα με βοηθά και στηρίζει τις προσπάθειές μου όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι σήμερα. Τέλος, ευχαριστώ τους φίλους μου που με στήριξαν, με ενέπνευσαν και με βοήθησαν να επιτύχω το στόχο μου. 3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α ΜΕΡΟΣ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...7 2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ.9 2.1 Εισαγωγή...9 2.2 Ανάλυση του ορισμού...9 2.3 Εφαρμογή του ορισμού..10 3. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ.12 4. MANAGEMENT ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ...19 5. ΘΕΩΡΙΑ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ 21 6. ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ...23 6.1 Η αρχή της αειφορίας ή βιωσιμότητας 23 6.2 Προέλευση της ιδέας της βιωσιμότητας..23 6.3 Ορισμός...24 6.4 Τι είναι βιώσιμη ανάπτυξη 25 6.5 Τρόποι επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης 26 6.6 Δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης.27 7. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ..29 8. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.31 8.1 Εισαγωγή.31 8.2 Οικονομική περιβάλλοντος 31 8.3 Περιβαλλοντική Λογιστική και Λογιστική Φυσικών Πόρων 32 8.4 Περιβαλλοντική Λογιστική και Κοστολόγηση 35 9. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.53 9.1 Το δίκαιο περιβάλλοντος...53 9.2 Η ευρωπαϊκή κοινοτική πολιτική.62 9.3 Η ελληνική πολιτική περιβάλλοντος.76 Β ΜΕΡΟΣ 10. ΕΡΕΥΝΑ.95 10.1 Μεθοδολογία...95 10.1.1 Δείγμα και χρονικό πλαίσιο.95 4

10.1.2 Μέτρηση ερμηνευτικών μεταβλητών.96 10.1.3 Επίπεδο περιβαλλοντικής αναφοράς..97 10.1.4 Προσδιοριστικοί παράγοντες του επιπέδου περιβαλλοντικής αναφοράς...98 10.2 Συμπεράσματα Αποτελεσμάτων.106 11. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ...108 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ 109 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...113 5

Α ΜΕΡΟΣ 6

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Εξέλιξη περιβαλλοντικών υποθέσεων Υπάρχουν σημαντικές παγκόσμιες αλλαγές στην παγκόσμια κοινωνία που επηρεάζουν τους θεσμούς και τον τρόπο ζωής όπως ποτέ πριν. Οι αλλαγές αυτές σχετίζονται με τους ανθρώπους και το περιβάλλον και έγιναν προκειμένου να μπορούν να αντιμετωπιστούν σοβαρά προβλήματα που αφορούν για παράδειγμα την εξάντληση της στιβάδας του όζοντος, την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, την καταστροφή των δασών, την εξαφάνιση των ειδών, την προστασία των υγροβιότοπων, την όξινη βροχή, τη ρύπανση των νερών, τη διάθεση των στερεών και βλαβερών αποβλήτων, τις εκπομπές τοξικών αερίων και διάφορα άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα παρόμοιου μεγέθους. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, από αυτά τα προβλήματα έχουν γίνει αρκετά σοβαρά, ώστε να απαιτούν δαπάνες και αλλαγές στις βιομηχανικές διεργασίες που είναι πρωτοφανείς. Οι επιχειρήσεις αποσύρουν σταδιακά πολύ χρήσιμα προϊόντα και δαπανούν τεράστια ποσά για τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους. 1.2 Στάδια περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος Υπήρξαν τον παρελθόντα αιώνα σημαντικές αλλαγές στο Δυτικό κόσμο σχετικές με τις προοπτικές της φύσης, που έδρασαν στις πολιτικές και τις πρακτικές των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων. Τα ενδιαφέροντα άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου σε σχέση με την κατανόηση του περιβάλλοντος και με το πώς τα ανθρώπινα όντα σχετίζονται με τον φυσικό κόσμο στον οποίο βρέθηκαν. Οι άνθρωποι, πλέον, δεν είναι απληροφόρητοι για το περιβάλλον και αναγνωρίζουν ότι αυτό επηρεάζεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ενώ μερικές φορές χρειάζεται να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή λόγω των επιπτώσεων αυτών των δραστηριοτήτων. Τέσσερις περίοδοι μπορούν να αναγνωριστούν που να αντιπροσωπεύουν διακριτά ενδιαφέροντα για το περιβάλλον και που οδήγησαν σε διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις και πρακτικές προκειμένου να αναγνωριστούν αυτά τα ενδιαφέροντα. Τα στάδια του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος είναι τα ακόλουθα: Διατήρηση (conservation): αρχή της διατήρησης είναι η σοφή χρήση των πόρων και όχι η εξάντληση αυτών χωρίς να υπάρχει ανάγκη και η έμφαση στην αποτελεσματική ανάπτυξη και χρήση των φυσικών πόρων. Ηθικός 7

κώδικάς της είναι η θεώρηση της φύσης ώστε να έχει χρησιμότητα μόνο αν υπηρετεί τους ανθρώπινους σκοπούς. Συντήρηση (preservation): αρχή της συντήρησης είναι ορισμένες περιοχές του κόσμου να κρατηθούν στη φυσική τους κατάσταση και με περιορισμένη συμμετοχή στην ανάπτυξη και ηθικός κώδικάς της είναι ότι η φύση έχει αξία αυτή καθ αυτή και όχι μόνο επειδή παρέχει υπηρεσίες στα ανθρώπινα όντα. Προστασία (protection): η προστασία εστιάζει στον έλεγχο της ρύπανσης και στους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και έχει ανθρωποκεντρικό ηθικό κώδικα. Βιωσιμότητα (sustainability): αρχή της βιωσιμότητας είναι το ενδιαφέρον για τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα, τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη δίκαιη κατανομή των πόρων και ο ηθικός κώδικάς της είναι οικοκεντρικός. 8

2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ 2.1 Εισαγωγή Διαχείριση του περιβάλλοντος (environmental management) και το επιθυμητό της αποτέλεσμα η βελτιωμένη περιβαλλοντική απόδοση (environmental performance) είναι η διαδικασία (διεργασία) ελαχιστοποιήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός οργανισμού με τον έλεγχο των επιδράσεων των λειτουργιών που προξενούν ή θα μπορούσαν να προξενήσουν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον (Σ. Καρβούνης, 2003). Η βελτιωμένη περιβαλλοντική απόδοση είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού και όχι προϊόν τυχαίας ενέργειας. Όπως όλα τα συστήματα διαχείρισης, έτσι και η διαχείριση του περιβάλλοντος οργανώνει τους πόρους για να επιτύχει ορισμένους στόχους εγκαθιστώντας τις διαδικασίες και τις υποδομές που, αν ακολουθηθούν και διατηρηθούν, θα αποδώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η διαχείριση του περιβάλλοντος λοιπόν δεν είναι κάτι το διαφορετικό. Οι πόροι της, οι στόχοι της, οι διαδικασίες και οι υποδομές της εστιάζουν απλώς στη βελτίωση της περιβαλλοντικής απόδοσης ελέγχοντας και ελαχιστοποιώντας την περιβαλλοντική επίπτωση της επιχείρησης ή γενικά του οργανισμού. 2.2 Ανάλυση του Ορισμού Όσο τα περιβαλλοντικά προβλήματα γίνονται όλο και πιο εμφανή, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για συντονισμένη ανθρώπινη ανταπόκριση σε αυτά τα προβλήματα. Αυτή η ανταπόκριση συνδέεται με την ανάδειξη της διαχείρισης του περιβάλλοντος σε κεντρικό θέμα της αλληλεπίδρασης ανθρώπουπεριβάλλοντος σε μια άγνωστη μέχρι τώρα κλίμακα. Αν και για τη διαχείριση του περιβάλλοντος υπήρξε πάντοτε αναγκαία η ανθρώπινη φροντίδα, η διαχείριση του περιβάλλοντος σήμερα είναι πιο σπουδαία από ποτέ. Πράγματι, η διαχείριση του περιβάλλοντος θεωρείται επιτακτική ανάγκη καθώς οι άνθρωποι είναι ενήμεροι για το τι είναι λάθος στη σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Η ευρύτερη έννοια της «διαχείρισης του περιβάλλοντος» απαιτεί επανεκτίμηση για να συμπεριληφθούν και μη κρατικοί μαζί με τους κρατικούς παράγοντες. Αυτή η επαναξιολόγηση απαιτεί επίσης και μια ευρύτερη κατανόηση του τι σημαίνει «περιβαλλοντική πολιτική», που δεν είναι κατ ανάγκη συνώνυμη με την κρατική πολιτική για το περιβάλλον. Πολλές επιστημονικές μελέτες 9

καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση του περιβάλλοντος δεν είναι αποκλειστική υπόθεση του κράτους. Επιπλέον, δεν συνδέονται συνήθως τα ευρήματα των εμπειρικών ερευνών με ευρύτερες απαντήσεις σχετιζόμενες με τον ορισμό της διαχείρισης του περιβάλλοντος. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η σημαντικότητα αυτών των ευρημάτων δεν εκτιμάται πλήρως στο πεδίο αυτό. Επομένως, πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να τεθούν μαζί τόσο η εμπλοκή του κράτους όσο και του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση του περιβάλλοντος, σαν διεργασία στην οποία αλληλεπιδρούν κρατικοί και μη κρατικοί διαχειριστές του περιβάλλοντος. 2.3 Εφαρμογή του ορισμού Είναι πολύ σπουδαίο να διακριθούν οι δύο διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους εφαρμόζεται η «διαχείριση του περιβάλλοντος». Από τη μία πλευρά μπορεί να θεωρηθεί ως μία πολυδιάστατη διεργασία στην οποία πολλοί διαφορετικοί τύποι διαχειριστών του περιβάλλοντος αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον και ο ένας με τον άλλο για να επιβιώσουν. Κρίσιμό σημείο σε αυτή την περίπτωση είναι το πώς οι διαχειριστές του περιβάλλοντος αναζητούν την πρόβλεψη στις πρακτικές της διαχείρισης του περιβάλλοντος μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής και περιβαλλοντικής αβεβαιότητας. Από την άλλη πλευρά, η διαχείριση του περιβάλλοντος μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πεδίο μελέτης που χαρακτηρίζεται από σύνολο εννοιών και προσεγγίσεων που αλληλεπιδρούν με διακριτό τρόπο. Αυτό δίνει έμφαση στην ανάγκη για διεπιστημονική θεώρηση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-περιβάλλοντος. Αυτοί οι δύο τρόποι κατανόησης της διαχείρισης του περιβάλλοντος σαφώς αλληλοσυσχετίζονται, αφού η επαναξιολόγηση του ενός συνεπάγεται την αναθεώρηση και του άλλου. Μέσω της μελέτης πολλών συγγραφέων και ερευνητών, όπως ο Garlauskas, 1975, ο τυπικός ορισμός που δίνεται για τη διαχείριση του περιβάλλοντος είναι ο ακόλουθος: διαχείριση του περιβάλλοντος είναι ανθρώπινο δημιούργημα που εστιάζει στις δραστηριότητες του ανθρώπου και στις σχέσεις του με το φυσικό περιβάλλον και με τα επηρεαζόμενα βιολογικά συστήματα. Η ουσία της διαχείρισης του περιβάλλοντος είναι ότι, με τη συστηματική ανάλυση, την κατανόηση και τον έλεγχο επιτρέπει στον άνθρωπο να συνεχίσει να αναπτύσσει την τεχνολογία του χωρίς έντονη αλλοίωση των φυσικών οικοσυστημάτων (Garlauskas, 1975). Σύμφωνα με τον Garlauskas, η διαχείριση του 10

περιβάλλοντος αναδεικνύεται σαν μια διαδικασία που τείνει να δίνει έμφαση στην εφαρμογή της επιστήμης για ειδικά περιβαλλοντικά θέματα συνήθως υπό την αιγίδα του κράτους. Επομένως, είναι απούσα από τέτοιους ορισμούς κάθε έννοια πολύπλοκων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων των διαφόρων τύπων παραγόντων που ασχολούνται με τη διαχείριση του περιβάλλοντος. Τα στοιχεία ενός πιο περιεκτικού ορισμού της διαχείρισης του περιβάλλοντος ως διαδικασίας είναι τα εξής: 1. ένας τέτοιος ορισμός πρέπει να αποδίδει σαφώς την πολυδιάστατη φύση της διαχείρισης του περιβάλλοντος σαν διαδικασία. Αυτό συνεπάγεται την αναγνώριση του ρόλου της πολιτείας και την εξειδίκευση των δραστηριοτήτων των διάφορων μη κρατικών διαχειριστών του περιβάλλοντος. 2. ο ορισμός πρέπει να αποφεύγει την παγίδα της εξίσωσης της διαχείρισης του περιβάλλοντος με την επαγγελματική κατάρτιση και εξειδίκευση. Ακριβώς όπως οι μη κρατικοί διαχειριστές χρειάζεται να ενσωματώνονται στη διαχείριση του περιβάλλοντος, έτσι πρέπει να γίνεται για την εκτίμηση των «μη επαγγελματικών» και «μη επιστημονικών» προσεγγίσεων της διαχείρισης του περιβάλλοντος. Η υπόθεση που επικρατεί συχνά είναι ότι οι διαχειριστές του περιβάλλοντος μπορούν να είναι μόνο εκπαιδευμένοι επαγγελματίες ή διευθυντές με ηγετικά προσόντα. Αυτό σημαίνει ότι κανένα άλλο πρόσωπο που σχετίζεται με το περιβάλλον δε θα μπορούσε να θεωρείται ως διαχειριστής του περιβάλλοντος. 3. ένας περιεκτικός ορισμός πρέπει να αποδίδει με σαφήνεια την κεντρική ιδιότητα όλων των διαχειριστών του περιβάλλοντος, δηλαδή να αναζητά την πρόβλεψη σε ένα πλαίσιο αυξημένης κοινωνικής και περιβαλλοντικής αβεβαιότητας. 11

3. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Έχουν διεξαχθεί σπουδαίες μελέτες και έρευνες με θέμα τη διαχείριση του περιβάλλοντος και τη σχέση ανάμεσα στη χρηματοοικονομική λογιστική και το περιβάλλον, μερικές από τις οποίες παρουσιάζονται παρακάτω. Περιβαλλοντική αναφορά στα ετήσια δελτία Η δημοσίευση προηγούμενων περιβαλλοντικών πληροφοριών προηγούμενης λογοτεχνικής έρευνας από εταιρείες έχει λάβει υπ όψιν της περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά που δημοσιεύονται σε ετήσια δελτία. Οι Harte και Owen (1991) ανέλυσαν τα ετήσια δελτία 30 βρετανικών εταιρειών για να ερευνήσουν τις περιβαλλοντικές ασκήσεις δημοσιεύσεων (reporting practices) στα ετήσια δελτία τους. Οι συγγραφείς αποκάλυψαν ότι η περισσότερη περιβαλλοντική αναφορά από αυτές τις εταιρείες ήταν ακόμη σε γενικό επίπεδο και πολύ κοντά στο να διαδώσουν τη γενική τους δέσμευση σε οικολογικά θέματα (green issues). Ακολουθώντας αυτό το αποτέλεσμα, οι συγγραφείς πρότειναν ότι ο μόνος τρόπος βελτίωσης των περιβαλλοντικών αναφορών είναι η εισαγωγή-υιοθέτηση συγκεκριμένων ελεγκτικών πληροφοριών μέσω της παρουσίασης ενός είδους συγκατάθεσης με εξωτερικά πρότυπα αναφοράς. Οι Ahmed και Sulaiman (2004) εξέτασαν την έκταση και φύση εθελοντικών αντικειμένων περιβαλλοντικής πληροφόρησης που δημοσιεύονται στα ετήσια δελτία του έτους 2000 από Μαλαισιανές εταιρείες που ανήκουν στις κατασκευές και στις εταιρείες βιομηχανικών προϊόντων. Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι η έκταση του περιβαλλοντικού απολογισμού ήταν πολύ χαμηλή. Οι συγγραφείς αποφαίνονται ότι η περιβαλλοντική πληροφόρηση που δημοσιεύεται σε αυτά τα ετήσια δελτία ήταν διασκορπισμένη και όχι περιορισμένη σε ένα συγκεκριμένο τομέα. Οι νομικές απαιτήσεις και η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του ISO 14000 ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη πίσω από την δημοσίευση περιβαλλοντικών πληροφοριών. Η πρόταση των συγγραφέων που ακολουθεί αυτό το αποτέλεσμα είναι παρόμοια με των Harte και Owen (1991), δηλαδή να κάνουν τη δημοσίευση συγκεκριμένων θεμάτων περιβαλλοντικής πληροφόρησης υποχρεωτική για μαλαισιανές εταιρείες. Ομοίως, οι Thompson και Zakaria (2004) εξέτασαν την έκταση-φύση και μορφή των εταιρικών και κοινωνικών περιβαλλοντικών δημοσιεύσεων από μαλαισιανές εταιρείες και 12

παρατήρησαν ότι η εταιρική περιβαλλοντική αναφορά αυτών των εταιρειών ήταν φτωχή σε ποιότητα και μικρή σε ποσότητα. Οι συγγραφείς πρότειναν ότι ο λόγος πίσω από τέτοια χαμηλή ποιότητα και ποσότητα ήταν η έλλειψη πίεσης από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη και ως εκ τούτου προτείνουν τα ενδιαφερόμενα μέρη να παρέχουν τέτοιες πιέσεις. Οι Deegan και Gordon (1996) εξέτασαν τις περιβαλλοντικές απολογιστικές ασκήσεις (disclosure practices) 197 αυστραλιανών εταιρειών στα ετήσια δελτία τους το 1991. Οι παρατήρησαν χαμηλές εθελοντικές περιβαλλοντικές δημοσιεύσεις από αυτές τις εταιρείες, μόνο 186 λέξεων σε σύνολο. Αυτές οι δημοσιεύσεις ήταν «αυτο-θαυμαστικές» (self-admiring) παρά αρνητικές. Υπήρχε μια αύξηση στις δημοσιεύσεις κατά τη διάρκεια 1988-1991 εξ αιτίας αυξήσεων στις συνδρομές περιβαλλοντικών οργανώσεων. Οι παραπάνω αναφερθείσες μελέτες ανέφεραν την κατάσταση των περιβαλλοντικών δημοσιεύσεων από εταιρείες σε διάφορες χώρες. Επιπροσθέτως, υπάρχουν μελέτες που ερεύνησαν τους παράγοντες που επηρεάζουν τις περιβαλλοντικές αναφορές από εταιρείες. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις περιβαλλοντικές αναφορές Οι Cunningham και Gadenne (2003) ερεύνησαν εάν μια βελτίωση στους περιβαλλοντικούς κανόνες δρά σαν ορμή για αλλαγές στις απολογιστικές συμπεριφορές σε ετήσια δελτία, μέσω της εξέτασης εθελοντικών περιβαλλοντικών δημοσιεύσεων από αυστραλιανές εταιρείες κατά τη διάρκεια αυστραλιανής εθνικής εθελοντικής περιόδου εφαρμογής απογραφής. Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στο επίπεδο των δημόσια αποκαλυμμένων εκπομπών μόλυνσης των αυστραλιανών εταιρειών και της ποσότητας της εθελοντικής περιβαλλοντικής δημοσίευσης στα ετήσια δελτία αυτών των εταιρειών. Οι συγγραφείς απεφάνθησαν ότι ο περιβαλλοντικός κανονισμός δρά σαν μια καινούργια ώθηση για τις εταιρείες να συμπεριλάβουν πληροφορίες για συγκεκριμένα περιβαλλοντικά θέματα στο ετήσιο δελτίο. Ο Gamble και οι συνεργάτες του (1995) ερεύνησαν την ποιότητα 10.000 περιβαλλοντικών δημοσιεύσεων (μια αναφορά που εστάλη στις αμερικάνικες ασφάλειες και στην επιτροπή συναλλάγματος SEC από τις καταχωρημένες εταιρείες) και ετήσια δελτία για 234 εταιρείες που ανήκουν σε 12 βιομηχανίες για το διάστημα 1986-1991. Οι συγγραφείς εξέτασαν το περιεχόμενο των 13

περιβαλλοντικών δημοσιεύσεων χρησιμοποιώντας περιγραφικούς κώδικες αναφορών. Εκείνες οι βιομηχανίες που θα μπορούσαν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στο περιβάλλον επιλέχθηκαν για τη μελέτη τους. Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι εταιρείες που ανήκουν στη διύλιση πετρελαίου, στη διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων, στη χαλυβουργία και σε βιομηχανίες φουρνέλων (blast furnaces industries) παρείχαν την υψηλότερη ποιότητα από δημοσιεύσεις. Για 10.000 δημοσιεύσεις, οι υψηλότερες ποιότητες απολογισμών βρέθηκαν στη διύλιση πετρελαίου, στη διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων, στη χαλυβουργία στις βιομηχανίες φουρνέλων. Το δείγμα των δημοσιεύσεων για 10.000 ήταν πανομοιότυπο με αυτό στα ετήσια δελτία. Οι δημοσιεύσεις και στα ετήσια δελτία και στις 10.000 αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου δειγματοληψίας. Υπήρχε μια σημαντική αύξηση στις δημοσιεύσεις από το 1989. Οι λόγοι πίσω από την αύξηση ήταν τα πρότυπα χρηματοοικονομικής λογιστικής της έκδοσης θεμάτων του Συμβουλίου Νο. 89-13 (1989) και 90-8 (1990), μαζί με περιβαλλοντικά ατυχήματα, όπως η πετρελαιοκηλίδα του Valdez που συνέβη στον πορθμό του Πρίγκιπα William στην Αλάσκα των ΗΠΑ στις 24 Μαρτίου 1989, και γενικές δημόσιες εντολές. Ενώ οι παραπάνω μελέτες υποστηρίζουν το γεγονός ότι τα επιβάλλοντα εξωτερικά περιβαλλοντικά πρότυπα αναφοράς σε εταιρείες βελτιώνουν την έκταση και ποιότητα της αναφοράς, ο Larrinaga και οι συνεργάτες του (2002) πρότειναν ότι ο κανονισμός δεν είναι αρκετός για την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής υπευθυνότητας. Οι συγγραφείς εξέτασαν τη θεματολογία (issuance) και εφαρμογή ενός προτύπου συμφωνίας με περιβαλλοντική δημοσίευση που τέθηκε σε ισχύ από το 1998 για όλες τις ισπανικές εταιρείες. Αυτό το πρότυπο απαιτεί τη δημοσίευση περιβαλλοντικών επενδύσεων, εξόδων, προμηθειών και απρόοπτων υποχρεώσεων. Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι η εφαρμογή αυτού του προτύπου ήταν απατηλή. Περίπου το 80% των εταιρειών που εξετάστηκαν δεν δημοσίευαν καθόλου περιβαλλοντικές πληροφορίες. Οι εταιρείες που δημοσίευσαν κάποιες περιβαλλοντικές πληροφορίες «σκοράρισαν» ένα χαμηλό 1,8 θεμάτων από ένα σύνολο 7 πιθανών θεμάτων. Παρ ότι υπήρχε μια αύξηση στον αριθμό των εταιρειών που δημοσιεύουν περιβαλλοντικές πληροφορίες ανάμεσα στο 1997 και 1999, το 1999 μόνο το 23% των 70 εταιρειών που ερευνήθηκαν δημοσιεύουν τέτοιες πληροφορίες. Ακολουθώντας αυτό το αποτέλεσμα, οι συγγραφείς συμπέραναν ότι ο 14

κανονισμός δεν είναι επαρκής για την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής υπευθυνότητας. Η αναδιάρθρωση των ιδρυμάτων θα απαιτούσε τουλάχιστον μια συζήτηση για να εξελίξει ένα κανονισμό και μια αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας. Ο Hughes και οι συνεργάτες του (2001) εξέτασαν περιβαλλοντικές δημοσιεύσεις 51 αμερικάνικων παραγωγικών εταιρειών για το 1992 και 1993 με ποικίλες διαβαθμίσεις των περιβαλλοντικών τους ενεργειών. Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν ανάλυση περιεχομένου για να οριοθετήσουν την έκταση των περιβαλλοντικών δημοσιεύσεων μέσα στο γράμμα του Προέδρου, τη συζήτηση διοίκησης και ανάλυσης (MD&A) και τους τομείς μα σημειώσεις. Οι περιβαλλοντικές διαβαθμίσεις των αμερικάνικων εταιρειών όπως συντάχθηκαν από το συμβούλιο των οικονομικών προτεραιοτήτων χρησιμοποιήθηκαν για να εξετάσουν αν οι δημοσιεύσεις διαφοροποιούνταν ανάμεσα σε εταιρείες που είχαν βαθμολογηθεί ως καλές, μέτριες ή φτωχές στις περιβαλλοντικές τους ενέργειες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι δημοσιεύσεις ανάμεσα στις καλές-μέτριεςφτωχές εταιρείες δεν διαφοροποιούνταν μέσα στο γράμμα του Προέδρου. Όμως, διαφορές στις δημοσιεύσεις σημειώθηκαν ανάμεσα σε αυτές τις τρεις (3) ομάδες στις σημειώσεις και στους τομείς MD&A. Οι χαμηλές αποδόσεις παρείχαν τις περισσότερες δημοσιεύσεις και οι περισσότερες δημοσιεύσεις εμφανίστηκαν στο τμήμα MD&A και στο τμήμα σημειώσεων. Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι οι φτωχές σε αποτελέσματα εταιρείες υπόκεινται σε επαναμεσολάβηση (remediation) σε αντίθεση με αυτές που δεν είχαν αποδοθεί σε περιβαλλοντική υποβάθμιση. Ως εκ τούτου, οι φτωχές εταιρείες σε βαθμολογία πρέπει να κάνουν περισσότερες δημοσιεύσεις. Παρόμοια με την προηγούμενη μελέτη, ο Al-Tuwaijri και οι συνεργάτες του (2004) εξέτασα τις σχέσεις ανάμεσα στην περιβαλλοντική απόδοση των εταιρειών, τις περιβαλλοντικές δημοσιεύσεις και την οικονομική απόδοση. Η μελέτη εξέτασε δείγμα 198 εταιρειών που αναγράφονταν στο ευρετήριο IRPC των περιβαλλοντικών προφίλ του 1994 του IRPC. Οι συγγραφείς συμπέραναν σε αντίθεση, ότι υπάρχει μια αξιοσημείωτη θετική συσχέτιση ανάμεσα στην καλή περιβαλλοντική απόδοση και στη δημοσίευση των περιβαλλοντικών πληροφοριών. Οι Patten και Trompeter (2003) εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στην περιβαλλοντική δημοσίευση και διαχείριση κερδών παίρνοντας την περίπτωση 15

της απόκρισης της χημικής βιομηχανίας στο ατύχημα του Δεκεμβρίου 1984 στη μονάδα του Union Carbide s Bhopal στην Ινδία. Το ατύχημα αύξησε τις ανησυχίες ότι κατοπινές έρευνες σε αυτό το γεγονός θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια αύξηση σε κανονισμούς συσχετισμένους με την ασφάλεια που θα είχαν σαν αποτέλεσμα μια αύξηση στα κόστη των χημικών εταιρειών. Οι συγγραφείς διεξήγαγαν μια ανάλυση ενός δείγματος από 40 αμερικάνικες εταιρείες χημικών και συμπέραναν ότι αυτές οι εταιρείες έδειξαν σημαντικά αρνητικές κρίσεις στη λογιστική των δεδουλευμένων εσόδων και εξόδων (discretionary accruals) για το 1984. εταιρείες με υψηλότερα επίπεδα προγενόμενων περιβαλλοντικών δημοσιεύσεων στις 10000 αναφορές τους είχαν μια τάση να λάβουν λιγότερες αρνητικές κρίσεις στη λογιστική των δεδουλευμένων εσόδων και εξόδων (discretionary accruals) συγκρινόμενες με τις εταιρείες που έμεναν πίσω στις δημοσιεύσεις των περιβαλλοντικών πληροφοριών πριν το γεγονός. Ο Gray και οι συνεργάτες του (2001) εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στα εταιρικά χαρακτηριστικά και τις περιβαλλοντικές δημοσιεύσεις 100 βρετανικών εταιρειών που πάρθηκαν από το κέντρο κοινωνικής και περιβαλλοντικής λογιστικής έρευνας. Οι συγγραφείς παρατήρησαν ότι ο όγκος του απολογισμού σε κάθε μεμονωμένο χρόνο από το 1988 έως και το 1995 μαζί με ολόκληρη την οκτάχρονη περίοδο σχετίζεται με τον τζίρο, το κεφάλαιο που χρησιμοποιήθηκε, τον αριθμό των εργαζομένων και το κέρδος, αφού μεγαλύτερες και πιο επικερδείς εταιρείες έχουν δημοσιεύσει περισσότερες περιβαλλοντικές πληροφορίες. Παρόμοια με την παραπάνω μελέτη, ο Cormier και οι συνεργάτες του (2005) εξέτασαν τους προσδιοριστικούς παράγοντες της εταιρικής περιβαλλοντικής δημοσίευσης χρησιμοποιώντας πολυ-θεωρητικούς φακούς που περιέκλεισαν οικονομικά κίνητρα, δημόσιες πιέσεις και καθιερωμένη θεωρία παίρνοντας ένα δείγμα από 385 ετήσιες παρατηρήσεις εταιρειών (1992-1998). Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι το ρίσκο, η ιδιοκτησία, τα σταθερά περιουσιακά στοιχεία, η ηλικία, το μέγεθος της εταιρείας όπως και η ποιότητα περιβαλλοντικής δημοσίευσης προηγούμενης περιόδου καθόρισαν το βαθμό της περιβαλλοντικής δημοσίευσης από γερμανικές εταιρείες σε ένα δεδομένο έτος. Πρότειναν ότι η περιβαλλοντική δημοσίευση ήταν πολυδιάστατη και παρακινείται από συμπληρωματικές δυνάμεις. 16

Ο Campbell (2004) ανέλυσε τα ετήσια δελτία 10 εταιρειών βασισμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο σε 5 τομείς ανάμεσα στο 1974 και 2000 και κατέγραψε την έκταση της εθελοντικής δημοσίευσης της καθεμιάς. Οι συγγραφείς παρατήρησαν μια αύξηση στον όγκο της δημοσίευσης κατά τη διάρκεια της περιόδου αλλά με μια σημαντική βελτίωση στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Ο λόγος για αυτή τη βελτίωση ήταν η δομική ευαισθησία (structural vulnerability) από τους 5 τομείς στην περιβαλλοντική υποχρέωση και/ή κριτική. Ο συγγραφέας ισχυρίστηκε ότι οι διαφορές στην ανάγκη που έχει αντιληφθεί για κοινωνική νομιμότητα μπορεί να είναι ένας λόγος διαμήκους και εγκάρσιας διαφοροποίησης στους όγκους της δημοσίευσης. Η βιβλιογραφία που αναφέρεται παραπάνω εξέτασε μόνο την έκταση της περιβαλλοντικής αναφοράς σε ετήσια δελτία από εταιρείες και παράγοντες που επηρεάζουν τέτοιες αναφορές. Σε αυτή την εποχή της παγκοσμιοποίησης το Διαδίκτυο παίζει ένα κυρίαρχο ρόλο στη διασπορά της πληροφόρησης (Gallhofer και συνεργάτες του, 2006). Η μόνη διαθέσιμη μελέτη που εξετάζει την περιβαλλοντική αναφορά βασισμένη στο Διαδίκτυο έχει διεξαχθεί από τους Cormier και Magnan (2004). Οι Cormier και Magnan (2004) εξέτασαν τον περιβαλλοντικό απολογισμό 214 μη χρηματοοικονομικών εταιρειών που εκπροσωπούνται στο δείκτη 300 του Χρηματιστηρίου του Τορόντο. Οι συγγραφείς παρατήρησαν ότι η συγκέντρωση ιδιοκτησίας, η αστάθεια και η επιστροφή της αγοράς ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες περιβαλλοντικής δημοσίευσης και στα έντυπα μέσα και στο Διαδίκτυο. Οι συγγραφείς παρατήρησαν επίσης ότι οι δημόσιες πιέσεις και οι κανονισμοί SEC επηρέασαν την περιβαλλοντική δημοσίευση. Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι ενώ εταιρείες έχουν υιοθετήσει το Διαδίκτυο σαν βάση για αναφορές, μια εκτεταμένη επικάλυψη (overlap) υπήρχε ανάμεσα στους απολογισμούς βασισμένους στον τύπο και στο Διαδίκτυο. Αυτή η επικάλυψη δείχνει ότι οι εταιρείες δεν εκμεταλλεύονται τις πλήρεις δυνατότητες του Διαδικτύου. Ακολουθώντας την ανησυχία των Cormier και Magnan (2004) ότι το Διαδίκτυο δεν έχει προσθέσει στην περιβαλλοντική αναφορά συγκεκριμένο με το μέσο βασιζόμενο στον τύπο και μια έλλειψη βιβλιογραφίας που εξετάζει την περιβαλλοντική αναφορά από τις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Ινδία, η μελέτη των Chatterjee και Mir (2008) εξερευνά την κατάσταση της περιβαλλοντικής αναφοράς από τις ινδικές εταιρείες και στα δύο μέσα. Η ανοιχτή πρόσβαση στο 17

Διαδίκτυο παρέχει την εντύπωση ότι οι επιθυμητές πληροφορίες είναι εύκολα διαθέσιμες στις σελίδες του Διαδικτύου. Η μελέτη ερευνά αυτή την αντίληψη παίρνοντας την περίπτωση της αναφοράς περιβαλλοντικής πληροφόρησης από ένα δείγμα ινδικών εταιρειών. Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι αν και δεν υπάρχουν κανονισμοί που επιβάλλουν τον απολογισμό της περιβαλλοντικής πληροφόρησης, οι περισσότερες από τις ινδικές εταιρείες έχουν αποκαλύψει περιβαλλοντική πληροφόρηση. Αυτές οι εταιρείες παρέχουν περισσότερη περιβαλλοντική πληροφόρηση στις σελίδες τους στο Διαδίκτυο συγκριτικά με την πληροφόρηση που παρέχεται στα ετήσια δελτία τους. 18

4. MANAGEMENT ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Έχουν γίνει προσπάθειες για να αναπτυχθούν νέες θεωρίες του management των επιχειρήσεων, ώστε να λαμβάνουν υπ όψιν το οικολογικό περιβάλλον και να θέτουν το θέμα σε κεντρικό σημείο της θεωρητικής δομής αυτών των επιχειρήσεων. Οι θεωρίες αυτές αποτελούν πολύ δημιουργικές προσπάθειες για ενσωμάτωση περιβαλλοντικών θεμάτων στη θεωρία του management και αναγνωρίζουν το κενό που δημιουργείται όταν το περιβάλλον δεν εξετάζεται. Μερικές από αυτές τις θεωρητικές προσπάθειες εστιάζουν στο «οικοκεντρικό management» σε αντίθεση με το «ανθρωποκεντρικό management» που ισχύει. Οι βιομηχανικές κοινωνίες έχουν εστιάσει στη δημιουργία οικονομικού πλούτου μέσω της τεχνολογικής επέκτασης. Η μετα-βιομηχανοποίηση, όμως, επικεντρώνεται στους κινδύνους που συνοδεύουν τη δημιουργία πλούτου και διανομής, όπου ως κίνδυνος ορίζεται ο συστηματικός τρόπος να ζει κάποιος με τα βλαβερά στοιχεία και τις ανασφάλειες που εισάγονται με τον εκσυγχρονισμό. Η εκτεταμένη παραγωγή βλαβερών ουσιών και η οικολογικά μη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση φυσικών πόρων είναι η ρίζα αυτών των κινδύνων που συνδέονται με τις αλλαγές. Στη μεταβιομηχανική κοινωνία ο κίνδυνος είναι κεντρικό οργανωσιακό θέμα, αλλά η επιστήμη δεν παρέχει μια απλή, αναμφίβολη, κοινώς αποδεκτή απάντηση σε ερωτήματα που αφορούν αυτό το ρίσκο. Ο επιστημονικός ορθολογισμός δε θεωρείται κατάλληλος ρυθμιστής των αντιθέσεων που αφορούν τους κινδύνους, καθώς η επιστημονική ερμηνεία των περιβαλλοντικών κινδύνων περιορίζεται από σχετικά πολιτικά συμφέροντα. Οι κίνδυνοι των αλλαγών έχουν τη ρίζα τους στην οικολογικά καταστρεπτική βιομηχανοποίηση. Οι δημόσιες αντιλήψεις περί κινδύνου στηρίζονται στα συχνά σοβαρά ατυχήματα. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, οι επιχειρήσεις πρέπει να διαχειριστούν καλύτερα τις μεταβλητές του ρίσκου, όπως η ρύπανση του αέρα, τα απόβλητα και η ασφάλεια. Το παραδοσιακό πρότυπο του management, που περιλαμβάνει μια αλλοιωμένη άποψη του περιβάλλοντος, μια προκατάληψη υπέρ της παραγωγής και της κατανάλωσης, μια προκατάληψη υπέρ του χρηματοοικονομικού οφέλους και έναν ανθρωποκεντρισμό, πρέπει να εγκαταλειφθεί για χάρη ενός «οικοκεντρικού» μοντέλου management. Η τοποθέτηση της φύσης στο κέντρο των διαχειριστικών και οργανωσιακών θεμάτων είναι ένδειξη ενός οικοκεντρικού διαχειριστικού μοντέλου. Ένα τέτοιο 19

μοντέλο στοχεύει στη δημιουργία βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής παγκοσμίως και για όλους τους οργανωσιακά εμπλεκόμενους. Το οικοκεντρικό management βασίζεται στις οικοκεντρικές αξίες παρά στις οικονομικές, στην ανάπτυξη φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων και συσκευασιών, σε μια αλλαγή δηλαδή από το θέμα της κυριαρχίας επί της φύσης και την εκμετάλλευση αυτής σε κάτι αρμονικό με τη φύση και με πλήρη υπολογισμό του κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους της παραγωγής. Το οικοκεντρικό management περιλαμβάνει θεώρηση του βιομηχανικού συστήματος σε κυκλική βάση σύμφωνη με τον τρόπο λειτουργίας των φυσικών οικοσυστημάτων παρά σε θεώρησή του με γραμμικό τρόπο. Ένα βιομηχανικό οικοσύστημα περιλαμβάνει δίκτυο οργάνωσης που επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει την περιβαλλοντική υποβάθμιση χρησιμοποιώντας τα απόβλητα του ενός ή τα υποπροϊόντα του άλλου μέλους του δικτύου και ελαχιστοποιώντας έτσι τη χρήση των φυσικών πόρων. Είναι μια προσπάθεια να βασιστεί ένα βιομηχανικό σύστημα στις αρχές ενός οικοσυστήματος και να αντιγραφούν οι ανακυκλωτικές διεργασίες της φύσης παρά να σχεδιαστεί βιομηχανικό σύστημα μα βάση τη γραμμική αρχή που θεωρείται μια ανεξάντλητη εισροή πρωτογενούς πόρου μαζί με απύθμενες καταβόθρες απόρριψης αποβλήτων. 20

5. ΘΕΩΡΙΑ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ Μια από τις πιο σημαντικές προσπάθειες να αναπτυχθεί μια θεωρία βασισμένη σε περιβαλλοντικά θέματα είναι αυτή που επιχείρησε να εισαγάγει τι φυσικό περιβάλλον στην εστιασμένη στους πόρους θεώρηση της επιχείρησης, η οποία λαμβάνει υπ όψιν την προοπτική ότι οι πολύτιμοι δαπανηροί πόροι της επιχείρησης και οι δυνατότητές της παρέχουν βασικές πηγές βιώσιμου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Με αυτή την άποψη να παραμένει ισχυρή, πρέπει να γίνεται «εσωτερικοποίηση» των προκλήσεων που δημιουργούνται από το φυσικό περιβάλλον [Stuart L. Hart. A natural-resource-based view of the firm, Academy of management review (October 1995)]. Αυτοί που χαράζουν τη στρατηγική στις επιχειρήσεις αλλά και οι θεωρητικοί του management πρέπει να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται πως οι περιβαλλοντικά προσανατολισμένοι πόροι και δυνατότητες μπορούν να αποδώσουν βιώσιμα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Έχει αναπτυχθεί μια θεωρία (Hart, 1995) βασισμένη στους φυσικούς πόρους της επιχείρησης που το εννοιολογικό της πλαίσιο συντίθεται από τρεις αλληλοσυνδεόμενες στρατηγικές: την πρόληψη της ρύπανσης, τη διαχείριση του προϊόντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η πρόληψη της ρύπανσης περιλαμβάνει την ελαχιστοποίηση ή τον περιορισμό των εκπομπών αερίων, λυμάτων και στερεών αποβλήτων από τη λειτουργία της επιχείρησης, ενέργεια που μπορεί να καταλήξει στην εξοικονόμηση πόρων και σε συγκριτικό πλεονέκτημα ως προς τους ανταγωνιστές. Η διαχείριση του προϊόντος συνεπάγεται ολοκληρωμένη περιβαλλοντική φροντίδα για τη σχεδίαση του προϊόντος και την ανάπτυξη διεργασιών καθώς η επιχείρηση οδηγείται στην ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού κόστους που οφείλεται στον κύκλο ζωής των προϊόντων της. Με τη διαχείριση του προϊόντος, οι επιχειρήσεις μπορούν να εξέρχονται από τις τρέχουσες βλαβερές διεργασίες και να αποκλείουν την παραγωγή βλαβερών προϊόντων, να επανασχεδιάζουν τα υπάρχοντα συστήματα προϊόντων για μείωση της ευθύνης και να αναπτύσσουν νέα προϊόντα με χαμηλότερο κόστος στον κύκλο ζωής τους. 21

Η βιώσιμη ανάπτυξη δείχνει ότι οι προσπάθειες γίνονται για τη διάρρηξη των αρνητικών δεσμών μεταξύ περιβάλλοντος και οικονομικής ανάπτυξης. Κατά τον S. L. Hart, το πλαίσιο αυτό έχει προβλεπτική και τελικά κανονιστική ή δεοντολογική αξία. Προκειμένου να εγκύψει σ αυτά τα θέματα, ανέπτυξε το θεωρητικό του πλαίσιο γύρω από δύο κεντρικές έννοιες: (1) τη σύνδεση μεταξύ της άποψης που βασίζεται στους φυσικούς πόρους και του βιώσιμου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και (2) τις συσχετίσεις μεταξύ των τριών στρατηγικών που αναπτύχθηκαν πιο πάνω. Για να το κάνει αυτό έδωσε μερικές προτάσεις προκειμένου να κατευθύνει την εμπειρική έρευνα. Η άποψη η βασισμένη στους φυσικούς πόρους, υποστηρίζει ο Hart, ανοίγει μια ολόκληρη νέα περιοχή αναζητήσεων και υποδεικνύει πολλές παραγωγικές λεωφόρους για έρευνα. 22

6. ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 6.1 Η αρχή της αειφορίας ή βιωσιμότητας Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ασκεί κάποια επίδραση στο φυσικό περιβάλλον και επιφέρει αλλοιώσεις σε αυτό. Οι αλλοιώσεις αυτές δεν είναι πάντα μετρήσιμες και ορατές άμεσα ενώ τα αποτελέσματά τους μπορεί να εμφανιστούν αργότερα. Η αναπτυξιακή οικονομική δραστηριότητα είναι γεγονός ότι τις περισσότερες φορές αναπτύσσεται σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, υποβαθμίζοντας τους φυσικούς πόρους. Η διαρκής μείωση των φυσικών πόρων είναι μακροπρόθεσμα μια αντιοικονομική διαδικασία. Η προστασία λοιπόν του περιβάλλοντος δίνει μια άλλη οπτική γωνία στο πρόβλημα της σύγκρουσης της οικονομικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, η οικονομική ανάπτυξη και η προστασία του περιβάλλοντος αποτελούν η μία προϋπόθεση της άλλης. Η αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να οριστεί ως συμβατή, φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη, που δεν εξαντλεί τους φυσικούς πόρους αλλά αντίθετα τους διαφυλάσσει για τις παρούσες και τις επόμενες γενεές. Η αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων βρίσκεται σε αρμονία με την περιβαλλοντική προστασία τόσο από ποιοτική όσο και από ποσοτική άποψη, αφού στοχεύει στη χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων ως το σημείο αντοχής τους. Αντικειμενικός στόχος της αειφορίας είναι η διαφύλαξη και βελτίωση του περιβάλλοντος (αποκατάσταση τυχόν περιβαλλοντικής ζημίας) ως κυριότερος στόχος του αναπτυξιακού σχεδιασμού, ώστε η οικονομική ανάπτυξη να καθίσταται βιώσιμη. 6.2 Προέλευση της ιδέας της βιωσιμότητας Η διεθνής στρατηγική για την ανάπτυξη του ΟΗΕ στη δεκαετία του 1960 βασίστηκε στην πίστη ότι τα αποτελέσματα μιας επιταχυνόμενης οικονομικής ανάπτυξης θα μπορούσαν να ενισχύσουν το εισόδημα των χαμηλών κοινωνικών τάξεων. Αυτή η ενίσχυση δεν εμφανίστηκε ποτέ και η κοινωνική δικαιοσύνη έγινε ένας από τους στόχους της δεύτερης αναπτυξιακής δεκαετίας με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε ισόρροπη κατανομή των αποτελεσμάτων της οικονομικής ανάπτυξης. Η τρίτη αναπτυξιακή δεκαετία του 1980 συνειδητοποίησε ότι υπήρξαν ανισότητες και ανισορροπίες στις διεθνείς σχέσεις. Η στρατηγική, επομένως, συμπεριέλαβε το στόχο της εγκατάστασης μιας «Νέας 23

Διεθνούς οικονομικής Τάξεως». Ατυχώς, και αυτό απέτυχε. Οι τελευταίες προσπάθειες προς μία Διεθνή Αναπτυξιακή Στρατηγική για τη δεκαετία του 1990 υποστήριξαν και πάλι την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Σύμφωνα με αυτή την απόφαση, η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε ως δεκαετία πτώσεως των αναπτυξιακών ρυθμών, αποκλίσεως από τα πρότυπα διαβιώσεως, την ένταση της φτώχειας και τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών. Αν και η τέταρτη αναπτυξιακή δεκαετία των Η.Ε. υποστηρίζει ταχεία οικονομική ανάπτυξη, τονίζει επίσης την ανάγκη για σύγχρονη εκρίζωση της φτώχειας και της πείνας αλλά και τη βελτίωση και προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό οδήγησε στο Συνέδριο του ΟΗΕ για το περιβάλλον και την Ανάπτυξη που έγινε στο Rio de Janeiro της Βραζιλίας από τις 3-14 Ιουνίου του 1992. Το συνέδριο του Rio υπήρξε η αρχή για την παγκόσμια διάδοση της έννοιας της βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα αυτού του Συνεδρίου ήταν: Η Διακήρυξη του Rio για το περιβάλλον και την Ανάπτυξη Η Συνθήκη για την Κλιματολογική Αλλαγή Η Συνθήκη για τη Βιολογική Ποικιλότητα Η Διατήρηση και η Βιώσιμη Ανάπτυξη όλων των τύπων των δασών Η Agenda 21. 6.3 Ορισμός Βιώσιμη ανάπτυξη είναι η διαδικασία επίτευξης της ανθρώπινης ανάπτυξης με ένα μη εκλεκτικό, συνεκτικό, δίκαιο, συνετό και σίγουρο τρόπο. Η μη εκλεκτικότητα ή περιεκτικότητα υπονοεί την ανθρώπινη ανάπτυξη στο χρόνο και το χώρο, που η βιωσιμότητα εμπεριέχει τόσο τα περιβαλλοντικά όσο και τα ανθρώπινα συστήματα. Η συνεκτικότητα συνεπάγεται την αποδοχή οικολογικής, κοινωνικής και οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η δικαιοσύνη συνεπάγεται τη δίκαιη μεταχείριση τόσο εντός της ίδιας γενιάς όσο και μεταξύ της παρούσας και των μελλοντικών γενεών αλλά και μεταξύ όλων των ειδών. Η σύνεση τονίζει τις υποχρεώσεις για φροντίδα και πρόληψη: τεχνολογικά, επιστημονικά και πολιτικά. Τέλος, η σιγουριά απαιτεί ασφάλεια από χρόνιες απειλές και προστασία από βλαβερές αναστατώσεις (T. N. Gladwin, J. J. Kenelly, T-S. Krause, October 1995). 24

6.4 Τι είναι βιώσιμη ανάπτυξη Η βιωσιμότητα συντίθεται βασικά από τρεις στενά συνδεδεμένες αρχές: Το περιβάλλον είναι αναπόσπαστο μέρος της οικονομίας, δεν είναι ένας απεριόριστος και δωρεάν παρεχόμενος πόρος. Η ισότητα μεταξύ αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών είναι βασική. Ο αναπτυσσόμενος κόσμος δίνει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο ρυθμό ανάπτυξης και θέλει να φθάσει κάποιο υψηλό πρότυπο διαβίωσης όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Το θέμα της φτώχειας πρέπει να αντιμετωπιστεί, ώστε να υπάρξει κάποια ισότητα μεταξύ αυτών και των δύο κόσμων. Κάθε οντότητα θα πρέπει να έχει μακροπρόθεσμους στόχους και δεν θα πρέπει να λειτουργεί με βάση τα βραχυπρόθεσμα οφέλη. Χρειάζεται προγραμματισμός μακροπρόθεσμος και πολιτικές που να προλαμβάνουν παρά να θεραπεύουν. Για καλύτερη κατανόηση της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης, ο όρος μπορεί να χωριστεί στα δύο στοιχεία του: Καθιστώ βιώσιμο (sustain): συντηρώ, διατηρώ, τροφοδοτώ με τα αναγκαία ή διατρέφω, υποστηρίζω. Αναπτύσσω (develop): επεκτείνω ή εφαρμόζω τις δυνατότητες αυξήσεως, φέρνω βαθμιαία σε μια πληρέστερη, μεγαλύτερη κατάσταση. Έτσι, οι στόχοι της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης πρέπει να ορίζονται με βάση τη βιωσιμότητα σε όλες τις χώρες αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, ελεύθερης αγοράς ή κεντρικά σχεδιαζόμενες. Οι ερμηνείες ποικίλουν. Όμως, πρέπει να μοιράζονται ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά και να απορρέουν από μια κοινή αποδοχή της βασικής έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης και τέλος να στηρίζονται σε ευρύ στρατηγικό πλαίσιο για την επίτευξή τους. Για τις επιχειρήσεις, βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει υιοθέτηση επιχειρησιακών στρατηγικών και δραστηριοτήτων που να καλύπτουν τις ανάγκες της επιχείρησης και των άλλων εμπλεκόμενων φορέων του παρόντος ενώ προστατεύουν, διατηρούν και υποστηρίζουν τους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους που θα χρειαστούν στο μέλλον. Η επιχείρηση, που φροντίζει για τη βιώσιμη ανάπτυξη, έχει αλληλεξαρτώμενους οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς αντικειμενικούς σκοπούς. Η διαχείρισή της κατανοεί ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα εξαρτάται από την εμπλοκή και των τριών 25

αντικειμενικών σκοπών στη λήψη αποφάσεων. Η επιχείρηση που φροντίζει για τη βιώσιμη ανάπτυξη δεν πρέπει να θεωρεί τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς σκοπούς ως κόστος. Αντίθετα, πρέπει να αναζητά ευκαιρίες για κέρδος στην επιδίωξη αυτών των στόχων. 6.5 Τρόποι επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης Τα βασικά χαρακτηριστικά της βιωσιμότητας είναι τα εξής: Βιωσιμότητα είναι μια κανονιστική (δεοντολογική) ή ηθική αρχή. Έχει αναγκαία και επιθυμητά χαρακτηριστικά. Επειδή οι γνώμες μπορεί να διαφέρουν ως προς το τι είναι επιθυμητό, δεν υπάρχει απλός ορισμός για τη βιώσιμη κοινωνία. Απαιτεί και περιβαλλοντική οικολογική και κοινωνική πολιτική βιωσιμότητα για βιώσιμη κοινωνία. Κανείς δεν μπορεί ή θέλει να εγγυηθεί τη διατήρηση κάποιου συγκεκριμένου συστήματος. Πρέπει να συντηρηθεί η δυνατότητα του συστήματος να αλλάζει. Έτσι, η βιωσιμότητα δεν επιτυγχάνεται άπαξ και για όλους, αλλά απλώς προσεγγίζεται. Είναι μια διαδικασία και συχνά προσδιορίζεται ευκολότερα σαν μη βιωσιμότητα παρά σαν βιωσιμότητα. Επιπρόσθετα, για τα κατασκευαστικά έργα και για άλλες αναπτυξιακές προσπάθειες απαιτούνται καλά τεκμηριωμένες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ), οι οποίες αξιολογούν τις επιδράσεις αυτών των έργων στο περιβάλλον πριν δοθεί η άδεια για την εκτέλεσή τους. Ωστόσο, χρειάζονται πιο λεπτομερείς και πιο πολύπλοκες διαδικασίες αξιολογήσεως συμπληρωματικές στις ΜΠΕ. Για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει να εξετάζεται η βιώσιμη ανάπτυξη σε όλες τις διαστάσεις οικολογική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική. Πολιτικές για τη διατήρηση της άγριας ζωής ή η πρόληψη που εφαρμόζονται ξεχωριστά δεν είναι αρκετές να επιτύχουν βιώσιμη ανάπτυξη. Χρειάζεται να εξεταστούν θέματα φτώχειας, φύλου, θεσμικά θέματα και θέματα λήψης αποφάσεων και να αντιμετωπίζονται αυτά με ομοφωνία και με ολοκληρωμένο τρόπο. Απαιτείται στρατηγική ή πλαίσιο καθοδήγησης στο δρόμο προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. 26

6.6 Δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης Οι Δείκτες Βιωσιμότητας σχεδιάστηκαν για να παρέχουν πληροφορίες για κατανόηση και ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ οικονομικών, ενεργειακών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών στοιχείων που συνδέονται μακροπρόθεσμα με τη βιωσιμότητα. Για παράδειγμα, οι δείκτες βιωσιμότητας μπορούν να λειτουργήσουν ως αξιόπιστα εργαλεία για τη διατύπωση προτύπων κατανάλωσης ενέργειας προκειμένου να γίνει μια σύγκριση βιώσιμης ανάπτυξης. Η απόκτηση αυτών των πληροφοριών είναι ζωτική για τον προγραμματισμό και τη διαχείριση των ενεργειακών πόρων που θα υποστηρίξουν τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η έννοια των δεικτών βιωσιμότητας έχει προέλθει από την έννοια των δεικτών του φυσικού οικοσυστήματος. Οι δείκτες βιωσιμότητας θα πρέπει: Να αντιπροσωπεύουν με συνέπεια ένα κρίσιμο στοιχείο του οικοσυστήματος. Να υπόκεινται σε απομόνωση μέσα στο περιβάλλον. Να μετρώνται με ακρίβεια και επαναληπτικά. Να γίνονται αντιληπτοί σε σχέση με την υγεία του οικοσυστήματος. Να κατανοούνται καλά και να γίνονται αποδεκτοί από το κοινό. Να έχουν τη δυνατότητα να συνδέονται με άλλους δείκτες βιωσιμότητας. Να αντιπροσωπεύουν και να σχετίζονται με σπουδαίες κοινωνικές αξίες. Οι δείκτες βιωσιμότητας ταυτίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά των υπαρχόντων ανθρώπινων και φυσικών οικοσυστημάτων. Ο ρόλος ενός δείκτη καθιστά τα πολύπλοκα συστήματα κατανοητά ή αντιληπτά. Ένας αποτελεσματικός δείκτης ή σύνολο δεικτών βοηθά μια κοινότητα να καθορίζει το πού βρίσκεται, πού πρόκειται να πάει και πόσο μακριά είναι από τους επιλεγμένους στόχους της. Οι δείκτες παρέχουν την προοπτική της προόδου μιας κοινότητας και κατευθυντήριες γραμμές για αλλαγές στις δραστηριότητές της. Οι δείκτες βιωσιμότητας εξετάζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα μιας κοινότητας βασισμένη στο βαθμό κατά τον οποίο τα οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά συστήματα είναι αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα. 27

Για τη μέτρηση του βαθμού της αποτελεσματικότητας και της ολοκλήρωσης, συχνά απαιτείται σύνολο δεικτών. Οι δείκτες αυτοί μπορεί να ενσωματώνουν μερικές ευρείες κατηγορίες όπως η οικονομία, το περιβάλλον, η κοινωνία, ο πολιτισμός, η κατανάλωση των φυσικών πόρων και άλλα. Η χρησιμότητα και η ακρίβεια των δεικτών βιωσιμότητας εξαρτώνται από την ικανότητά τους να δημιουργούν στιγμιότυπα οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών συστημάτων της κοινότητας. Η επιλογή των κατάλληλων δεικτών και η ανάπτυξη ενός προγράμματος απαιτεί μεγάλης κλίμακας διαδικασία συνεργασίας μεταξύ πολλών τομέων, περιλαμβανόμενων των κυβερνητικών υπηρεσιών, του κοινού, των ερευνητικών ιδρυμάτων, των πολιτικών και περιβαλλοντικών ομάδων και των επιχειρήσεων. Για να είναι επιτυχής η βιώσιμη ανάπτυξη, πρέπει να εξετάζονται μαζί οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα, αφού αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το κράτος πρέπει να υποστηρίξει άμεσα την αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών που επηρεάζονται. Οι παρεχόμενες πληροφορίες πρέπει να λαμβάνουν τις σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές, ώστε να καθιστούν ικανούς τους πολίτες και τα ιδρύματα να συμμετέχουν πληρέστερα. Επομένως, οι δείκτες βιωσιμότητας βοηθούν στη μέτρηση των επιπτώσεων που έχουν οι προσπάθειες για βιώσιμη ανάπτυξη. 28

7. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Η υποχρέωση του χρηματοοικονομικού τμήματος των επιχειρήσεων είναι να αυξήσει την αξία της επιχείρησης. Οι περιβαλλοντικές πιέσεις κάνουν αυτό το έργο πιο πολύπλοκο από πριν. Έρευνες έχουν δείξει ότι εταιρείες που δημοσιεύουν τους περιβαλλοντικούς τους απολογισμούς αποκαλύπτουν περισσότερη περιβαλλοντική πληροφόρηση από άλλες εταιρείες. Ωστόσο, δεν υπάρχει απόδειξη που προτείνει ότι το περιεχόμενο του απολογισμού μετριάζεται από τη χρηματοοικονομική κατάσταση και αξία των εταιρειών. Η σπουδαιότητα της εξωτερικής χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας εταιρείας είναι έκδηλη όταν ο περιβαλλοντικός απολογισμός είναι περιορισμένος σε διακριτικά ή μη-χρηματοοικονομικά θέματα αλλά εξαλείφεται εάν η περιβαλλοντική αναφορά αναπαριστά υποχρεωτικά χρηματοοικονομικά θέματα (Magness, 2006). Επομένως, ο περιβαλλοντικός απολογισμός μιας επιχείρησης σχετίζεται θετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και αξία της επιχείρησης. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της διοίκησης θα πρέπει οι διευθυντές να προσπαθούν: να αποκτούν την καλύτερη δυνατή χρηματοοικονομική αξία σε σχέση με τους επενδυτές, να εξασφαλίζουν την καλύτερη απόδοση των κεφαλαίων επενδύσεων, να διατηρούν το κόστος χαμηλό και να εξασφαλίζουν σωστή ταμειακή ροή. Αν αυτοί οι στόχοι επιτυγχάνονται, η εταιρεία μπορεί να πραγματοποιεί λογικά κέρδη και να αναπτύσσεται. Το τμήμα της χρηματοοικονομικής διοίκησης διαδραματίζει πολλούς ρόλους. Ο σπουδαιότερος ρόλος είναι αυτός που ασκούν και οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Οι απαιτήσεις αυτές επηρεάζουν ουσιαστικά όλες τις λειτουργίες του τμήματος. Οι νέοι περιβαλλοντικοί νόμοι αυξάνουν τα πάγια έξοδα, οι επενδυτές δε θέλουν να τοποθετούν τα χρήματά τους σε ρυπογόνες βιομηχανίες επειδή σ αυτές τα κέρδη θα μπορούσαν να μειωθούν ή και να εξαφανιστούν γεγονός που επηρεάζει τις σχέσεις μεταξύ του τμήματος και της χρηματοδοτικής κοινότητας της επιχείρησης. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τους λογιστές για την αξιολόγηση και τη μέτρηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης αλλάζουν προκειμένου να 29

συμπεριλαμβάνουν και τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις και τελικά οδηγούν στην περιβαλλοντική λογιστική. Έτσι, τίθενται πλέον τα ερωτήματα για το πώς οι περιβαλλοντικές πιέσεις αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύουν και δαπανούν τα χρήματά τους. Οι πιέσεις αυτές επηρεάζουν ουσιαστικά κάθε πλευρά των λειτουργιών του τμήματος χρηματοοικονομικών υποθέσεων της επιχείρησης, στο οποίο περιλαμβάνονται οι χρηματοοικονομικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό του κόστους των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και οι εναλλακτικές τους λύσεις, οι νέοι νόμοι, οι απαιτήσεις από τους ασφαλιστές, οι περιβαλλοντικοί φόροι και άλλα στοιχεία που αλλοιώνουν το κόστος, οι απαιτήσεις των πελατών για καθαρότερα προϊόντα που παράγονται με φιλικές προς το περιβάλλον διεργασίες, η αλλοίωση του κόστους λόγω αυτών των δαπανών και ο εντοπισμός ευκαιριών μέσα σε αυτά. 30

8. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 8.1 Εισαγωγή Η κοινωνία στον αιώνα που διανύεται αντιμετωπίζει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της, να προστατεύσει και να διατηρήσει τους πόρους της γης και να συνεχίσει να αναπτύσσεται οικονομικά. Η γρήγορη ανάπτυξη στοίχισε στο φυσικό περιβάλλον. Οι μαζικές μεταφορές, οι βιομηχανικές διεργασίες, οι τηλεπικοινωνίες και τα συνθετικά χημικά είναι υπεύθυνα για το υψηλό επίπεδο διαβίωσης και για το μεγάλο μέρος από την περιβαλλοντική υποβάθμιση που αντιμετωπίζει. Στο παρελθόν υπήρξε σημαντική αντιστάθμιση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ποιότητας του περιβάλλοντος, κάτι όμως που είναι αμφισβητήσιμο και για το μέλλον. Η λύση είναι να αναγνωρισθεί η κρίσιμη σχέση μεταξύ οικονομικής δραστηριότητας και φύσης καθώς και η χρήση αυτής της σχέσης με τέτοιο τρόπο ώστε να λαμβάνονται καλύτερες αποφάσεις. Ωστόσο, θα υπάρχει πάντα μια αντιστάθμιση, αυτή που σχετίζεται με την οικονομική θεωρία. Η λύση, αν και συμβιβαστική, έχει καλές μελλοντικές προοπτικές. Αρχικά, πρέπει να αποφασιστεί το επίπεδο της ποιότητας του περιβάλλοντος που είναι αποδεκτό και στη συνέχεια να γίνουν οι κατάλληλες ρυθμίσεις στη συμπεριφορά της αγοράς που θα στηρίξει αυτή την ποιότητα κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης ως κοινωνία. Η ανάλυση που συνοδεύει την παραπάνω διαδικασία δείχνει ότι οι βασικές αποφάσεις αγοράς επηρεάζουν τα αποθέματα των φυσικών πόρων της γης. Τέλος, η οικονομική ανάλυση των περιβαλλοντικών θεμάτων ορίζεται από δύο επιστημονικά πεδία την οικονομική των φυσικών πόρων και την οικονομική του περιβάλλοντος. 8.2 Οικονομική περιβάλλοντος μια από τις πιο ισχυρές και πιο διαδεδομένες εφαρμογές της οικονομικής θεωρίας είναι ότι εξηγεί λογικά αυτά που παρατηρούνται στην πραγματικότητα. Ένα κατανοητό παράδειγμα είναι αυτό της μικροοικονομικής θεωρίας. Με τη μικροοικονομική ανάλυση κατανοείται η συμπεριφορά των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και η λήψη αποφάσεων που καθορίζουν την αγορά. Η εφαρμογή αυτή της οικονομικής θεωρίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί 31