ΜΕΛΕΤΗ ΒΙΟΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΑΛΑΚΟΥ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΕΙΚΤΗ BENTIX ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ Λουϊζίδου Π., Θεσσαλού Λεγάκη Μ. 1 Τομέας Ζωολογίας Θαλάσσιας Βιολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, vivian_biol@yahoo.com, mthessal@biol.uoa.gr Περίληψη Η παρούσα εργασία είχε ως στόχο τη διερεύνηση της δομής των βιοκοινωνιών μαλακού υποστρώματος στις ακτές της Ρόδου και την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΕ). Οι σταθμοί δειγματοληψίας επιλέχθηκαν περιμετρικά της Ρόδου, περιλαμβάνοντας σημεία ανθρωπογενών πιέσεων. Δείγματα βένθους και ιζήματος συλλέχθηκαν από βάθος 20 m. Από τη μελέτη των βενθικών βιοκοινωνιών και την εφαρμογή του δείκτη ΒΕΝΤΙΧ, προέκυψε μια γεωγραφική διαφοροποίηση των σταθμών σε βόρειους-βορειοδυτικούς και τους υπόλοιπους, οι οποίοι σχηματίζουν μικρότερες ομάδες στην ανατολική και νότιο-ανατολική πλευρά του νησιού. Το περιβάλλον περιμετρικά της Ρόδου παρουσιάζει εν μέρει δείγματα αστάθειας: έξι από τους έντεκα σταθμούς χαρακτηρίστηκαν ως μέτριας οικολογικής ποιότητας, τέσσερεις ως καλής και ένας ως υψηλής, ενώ αυξανομένης της απόστασης από το αστικό κέντρο της Ρόδου, η οικολογική ποιότητα στα ανατολικά βελτιώνεται. Λέξεις κλειδιά: Water Framework Directive, ΒΕΝΤΙΧ SOFT BOTTOM BENTHIC COMMUNITIES AND ECOLOGICAL QUALITY ASSESSEMENT OF THE COASTAL AREA OF RHODOS, GREECE Louizidou P., Τhessalou-Legaki Μ. 1 Department of Zoology-Marine Biology, School of Biology, University of Athens, vivian_biol@yahoo.com, mthessal@biol.uoa.gr Abstract The aim of the study was the investigation of the soft-bottom benthic communities of the coastal area of Rhodos and the ecological quality assessment following the Water Framework Directive (WFD, 2000/60/EC). Sampling stations were selected in order to cover the whole coastline of the island and included sites with anthropogenic pressure. Benthos and sediment sampling was at 20 m depth. Qualitative and quantitative surveys of the benthos, statistical analysis of the data and use of the BENTIX index, resulted in a geographical clustering of the sampling stations, the first group including the stations at the N-NW and the rest, forming smaller groups at the eastern and southeastern coasts. The Rhodos coastline is experiencing some moderate impacts: six out of eleven sampling sites were characterized as having moderate ecological quality status, four as good and one as high. Overall, the ecological quality was found to be higher on the east coast compared to the west, increasing with distance from the urban areas of Rhodos. Keywords: Water Framework Directive, ΒΕΝΤΙΧ 1. Εισαγωγή Η θαλάσσια περιοχή της Ρόδου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ωκεανογραφικές μελέτες καθώς επηρεάζεται τόσο από φυσικούς, όσο και από ανθρωπογενείς παράγοντες (Bisacchi, 1928-29). Η γεωγραφική θέση της Ρόδου, τα υδρολογικά της χαρακτηριστικά και οι άμεσες ή έμμεσες ανθρωπογενείς επιδράσεις αποτελούν εν δυνάμει παράγοντες διαμόρφωσης της δομής των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και ειδικότερα των βιοκοινωνιών που περιέχουν. Στα ανατολικά του
νησιού, ο Κυκλώνας της Ρόδου (Rodos Gyre) που συμβάλλει στη δημιουργία των ενδιάμεσων νερών της Λεβαντίνης (Levantine Intermediate Water LIW) και το Asia Minor Current (AMC), δημιουργούν ιδιαίτερες υδρολογικές συνθήκες (Pancucci-Papadopoulou et al., 1992). Η μελέτη της βιοποικιλότητας αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη κατανόηση της δομής και λειτουργίας των οικοσυστημάτων (Gray, 1981). Πληθώρα δημοσιεύσεων αφορούν στη γεωμορφολογία (Marinos & Dermitzakis. 1977), την κυκλοφορία των υδάτων (Milliff & Robinson, 1992) και το πλαγκτό στη περιοχή (Siokou-Frangou & Pancucci-Papadopoulou, 1990) ενώ οι πληροφορίες για τα βενθικά οικοσυστήματα, είναι αποσπασματικές καθώς εστιάζονται σε μεμονωμένα τάξα και περιορίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές του νησιού. Η αρχή της «οικολογικής ποιότητας» αναπτύχθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να χρησιμοποιηθεί ως πλαίσιο για την Ευρωπαϊκή πολιτική για τα ύδατα και η καινοτομία της είναι η ενσωμάτωση βιολογικών δεικτών ως κριτηρίων για την εκτίμηση της ποιότητας των Υδάτων. Η εφαρμογή της Οδηγίας για τα Ύδατα (2000/60/ΕΕ), είναι υποχρεωτική για όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και επιβάλλει την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας για τα ύδατα και τη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση της «καλής οικολογικής ποιότητας» αυτών μέχρι το 2015. Για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας στα ελληνικά νερά, χρησιμοποιείται ο δείκτης ΒΕΝΤΙΧ (Simboura & Zenetos, 2002). Η παράκτια περιοχή της Ρόδου, υφίσταται επί σειρά ετών έντονες ανθρωπογενείς επεμβάσεις, κυρίως λόγω τουρισμού και οικιστικής επέκτασης του Δήμου Ρόδου. Ο λιμένας της Ρόδου (Σταθμός R1), κατατάσσεται ως ιδιαιτέρως τροποποιημένο υδατικό σώμα σύμφωνα με την Οδηγία. Στα ΒΑ του νησιού (περιοχή Βόδι, Σταθμός R2), λειτουργεί σταθμός βιολογικής επεξεργασίας λυμάτων, ενώ ταυτόχρονα, σε όλο το βορειοανατολικό κομμάτι (Σταθμοί R10, R1, R2, RΦ) υπάρχει έντονη τουριστική κίνηση και οικιστική ανάπτυξη κοντά στις ακτές. Στα δυτικά (Σορωνή, Σταθμός R9), λειτουργεί το εργοστάσιο της ΔΕΗ, ενώ η περιοχή της Ιαλυσού (Σταθμός R10) αποτελεί κύριο αλιευτικό πεδίο του νησιού. Από την άλλη μεριά, η Ρόδος διαθέτει ακτές που σχετίζονται με την παρουσία προστατευμένων περιοχών του δικτύου NATURA 2000 που καταλήγουν σε ακτές (Σταθμοί R3, RX, R4, R6) ή περιλαμβάνουν θαλάσσιο τμήμα (Σταθμός R7). Μελέτες στις οποίες έχει γίνει εκτίμηση του βαθμού διατάραξης, σύμφωνα με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Οδηγίας αναφέρονται σε σταθμούς στα ΒΑ του νησιού (HCMR, 2004; Corsini-Φωκά & Pancucci-Παπαδοπούλου, 2010). Η παρούσα εργασία είχε σκοπό να διερευνήσει τη δομή των βιοκοινωνιών μαλακού υποστρώματος στις ακτές περιμετρικά της Ρόδου ώστε να περιληφθεί το δυνατό μεγαλύτερη ποικιλία σταθμών. Η ποιοτική και ποσοτική καταγραφή της βενθικής πανίδας χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της βιοποικιλότητας και έγινε προσπάθεια να συσχετιστούν τα δεδομένα με φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες διατάραξης (αντιστοιχώντας τα ευρήματα και με προηγούμενες μελέτες). Τέλος, εφαρμόστηκε ο δείκτης BENTIX για την εκτίμηση της σημερινής οικολογικής κατάστασης όπως ορίζει η Ευρωπαϊκή Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα 2000/60/EE. 2. Υλικά και Μέθοδοι 2.1. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ Για τη μελέτη των βενθικών βιοκοινωνιών, επιλέχθηκαν 12 σταθμοί δειγματοληψίας περιμετρικά του νησιού (Εικ. 1), με βάση φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τις ζωοβενθικές κοινωνίες. Οι σταθμοί βρίσκονταν σε μαλακό
υπόστρωμα στην ισοβαθή των 20 m ώστε να έχουμε μια όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική εικόνα των βιοκοινωνιών μαλακού υποστρώματος για το σύνολο του νησιού περιορίζοντας τη πιθανή διαφοροποίηση σε σχέση με το βάθος. Εξαίρεση αποτέλεσε ο σταθμός R7 όπου λόγω εκτεταμένης κάλυψης από Posidonia oceanica το δείγμα συλλέχθηκε από τα 10 m και δεν αναλύθηκε περαιτέρω. 2.2. ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΕΔΙΟΥ Εικ. 1: Χάρτης Ρόδου με σταθμούς δειγματοληψίας. Για τη συλλογή δειγμάτων βένθους πραγματοποιήθηκε τριήμερος πλους με το Π/ΕΕ «ΑΛΚΥΩΝ» του Υδροβιολογικού Σταθμού Ρόδου το Νοέμβριο 2010 περιμετρικά της Ρόδου. Χρησιμοποιήθηκε ο ποσοτικός δειγματολήπτης Smith-McIntyre (επιφάνεια δειγματοληψίας 0,1 m 2 ) και τα δείγματα κοσκινίστηκαν σε κόσκινα διαμέτρου 0,5 mm και συντηρήθηκαν με διάλυμα φορμόλης 4% και Rose Bengal. Ταυτόχρονα συλλέχθηκαν δείγματα για κοκκομετρία και ανάλυση του οργανικού περιεχομένου του ιζήματος, τα οποία καταψύχθηκαν μέχρι τη μεταφορά τους στο εργαστήριο. Σε κάθε σταθμό μετρήθηκε η διαύγεια του νερού με δίσκο Secchi. 2.3. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ Οι οργανισμοί προσδιορίσθηκαν έως το επίπεδο είδους, όπου αυτό ήταν εφικτό και έπειτα τα άτομα συντηρήθηκαν σε διάλυμα αλκοόλης 75 0. Η ανάλυση περιελάμβανε τους Πολύχαιτους και τα Καρκινοειδή ως αντιπροσωπευτικότερες ομάδες μακροβένθους. Για τη κοκκομετρική ανάλυση, χρησιμοποιήθηκαν περίπου 25 g ιζήματος τα οποία αρχικά ξηράθηκαν σε κλίβανο (100 0 C/24 ώρες), έπειτα τοποθετήθηκαν σε μηχανικό ανακινητή και μετρήθηκε το βάρος ιζήματος σε κάθε κόσκινο. Για την ανάλυση του οργανικού περιεχομένου του ιζήματος, πραγματοποιήθηκε η μέθοδος της Απώλειας Βάρους κατά την Καύση (LOI-Loss on Ignition) (Nelson, 1982) μετά από καύση στους 480 ο C για 4 ώρες. 2.4. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάλυση της δομής των βενθικών βιοκοινωνιών και την εφαρμογή οικολογικών δεικτών, προέκυψαν από το μέσο όσο δύο επαναληπτικών δειγμάτων από κάθε σταθμό. Για τις αναλύσεις χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο πολυπαραγοντικών αναλύσεων PRIMER 6 και εφαρμόστηκε ο δείκτης οικολογικής ποιότητας BENTIX (Simboura & Zenetos, 2002). Για την κοκκομετρική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα GRADISTAT (Blott, et al., 2001). 3. Αποτελέσματα 3.1. ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΑ - ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Οι σταθμοί είχαν διαφάνεια σχεδόν μέχρι το βάθος δειγματοληψίας (18-20 m), με εξαίρεση τους R1 (λιμάνι) και R2 (Σταθμός Βιολογικής Επεξεργασίας Λυμάτων) (Πίν.1). Όλοι οι σταθμοί χαρακτηρίζονται ως αμμώδεις. Ο R3 είχε πολύ χονδρόκοκκη άμμο, ενώ οι R9, R10 και R8 είχαν μεγαλύτερα ποσοστά λάσπης. Πίνακας 2: Διαύγεια, Μέσο μέγεθος κόκκου και συντελεστής διαλογής ιζήματος Σταθμός Διαύγεια (m) Μέσο μέγεθος κόκκου (μm) Συντελεστής διαλογής (μm) R1 15 222 2,051 R2 16 225,7 2,994 RF 20 169,7 1,486 R3 20 1622,3 1,665 RX 20 149,7 1,653 R4 20 266,6 1,671 R5 20 91,85 1,471 R6 18 174,7 1,539 R8 19 119,9 3,310 R9 19 134,4 5,719 R10 18 280,2 6,401 Οι σταθμοί R10, R9, R8 και R2 είχαν τη μεγαλύτερη ποσότητα οργανικού περιεχομένου ανά g ξηρού βάρους (Διάγραμμα 1), ενώ ακολουθεί ο R1. Διάγραμμα. 1: Οργανικό Περιεχόμενο ιζήματος.
3.2. ΣΥΝΘΕΣΗ ΖΩΟΒΕΝΘΟΥΣ Συνολικά μετρήθηκαν 4.622 άτομα τα οποία ανήκουν σε 184 τάξα. Οι οργανισμοί προσδιορίσθηκαν μέχρι το επίπεδο του είδους, όπου αυτό ήταν εφικτό. Στο σύνολο των ατόμων, οι Πολύχαιτοι επικρατούσαν με ποσοστό 78,5% σε σχέση με τα Καρκινοειδή (21,5%). Μόνο στο σταθμό R5 επικρατούσαν τα Καρκινοειδή (>50%), ενώ σαφή επικράτηση των Πολυχαίτων παρατηρήθηκε στους R2, R1, R9 και R10 και ακολουθούσε ο R4. Στους RΦ, RΧ, R6 και R8, οι Πολύχαιτοι εμφάνισαν αυξημένα ποσοστά (60-70%), ενώ στον R3 είχαμε ίση συμμετοχή μεταξύ των δύο ομάδων. Τα Ανισόποδα, είχαν σημαντική συμμετοχή στους σταθμούς R3, RΦ, R4 και R8 (Διάγραμμα 2), τα Κυμώδη εμφάνισαν μεγάλες τιμές στους σταθμούς RX και R6, ενώ στον δεύτερο εμφανίστηκε και ο μεγαλύτερος αριθμός Μυσιδωδών. Διάγραμμα 2: Αριθμός ατόμων ανά ομάδα 3.3. ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ Ο μέγιστος αριθμός ειδών εμφανίστηκε στο σταθμό R9 ενώ ο ελάχιστος στον R5. Ο R2 είχε το μεγαλύτερο αριθμό ατόμων ανά m 2 και ο R5 το μικρότερο. Ο R5 είχε επίσης τη μικρότερη ποικιλότητα ειδών ενώ η μεγαλύτερη παρατηρήθηκε στον R9. H μέγιστη και ελάχιστη τιμή ομοιομορφίας εμφανίστηκαν στους RX και R3, αντίστοιχα, ενώ εκείνες της ποικιλότητας στους R9 και R3, αντίστοιχα (Πίνακας 2). Πίνακας 2: Βιολογικοί Δείκτες. Σταθμός S N/m 2 d J' H '(loge) R1 58 1490 11,4 0,8052 3,269 R2 61 5130 9,616 0,6537 2,687 RF 52 2260 9,409 0,8039 3,177 R3 39 1430 7,662 0,6467 2,369 RX 37 680 8,547 0,8857 3,198 R4 50 3020 8,583 0,791 3,094 R5 27 620 6,312 0,7753 2,555 R6 30 700 6,826 0,8834 3,005 R8 74 2150 13,6 0,8784 3,781 R9 85 2790 14,92 0,8795 3,907
R10 70 2880 12,18 0,8458 3,593 3.4. ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ - ΒΕΝΤΙΧ Εφαρμόζοντας το δείκτη ΒΕΝΤΙΧ οι σταθμοί R1, R2, R3, R8, R9 και R10 χαρακτηρίζονται ως μέτριας οικολογικής κατάστασης, οι RΦ, RΧ, R4 και R6 ως καλής και ο R5 ως υψηλής. Το επίπεδο εμπιστοσύνης ήταν αποδεκτό για όλους τους σταθμούς (Σχήμα 1). Σχήμα 1: Αποτελέσματα του δείκτη ΒΕΝΤΙΧ για τη περιοχή μελέτης. 3.5. ΠΟΛΥΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Οι σταθμοί ομαδοποιούνται γεωγραφικά (Διάγραμμα 3), σε Β-ΒΔ (R1, R2, RΦ, R8, R9, R10) ενώ οι υπόλοιποι σχηματίζουν μικρότερες ομάδες στη κεντρική (R3, R4) και νότια (R5, R6) ανατολική πλευρά του νησιού Similarity 20 40 60 Group average Transform: Square root Resemblance: S17 Bray Curtis similarity geography Β ΒΔ Β ΒΑ Α ΝΑ N 80 100 R1 R φ R2 R8 R9 R10 R3 R4 R5 RX R6 Samples Διάγραμμα 3: Ομαδοποίηση σταθμών δειγματοληψίας. 4. Συζήτηση Πολλές έρευνες έχουν αποδείξει τη σημασία των βενθικών οργανισμών σε περιβαλλοντικές μελέτες καθώς τα είδη αυτών των βιοκοινωνιών αντιδρούν άμεσα σε διάφορες φυσικές και ανθρωπογενείς πιέσεις (Borja et al.; 2000; Rosenberg et al., 2004).
Από την επεξεργασία των δεδομένων προκύπτει ότι οι σταθμοί ομαδοποιούνται γεωγραφικά (Διάγραμμα 3), σε Β-ΒΔ (R1, R2, RΦ, R8, R9, R10) ενώ οι υπόλοιποι σχηματίζουν μικρότερες ομάδες στη κεντρική (R3, R4) και νότια ανατολική (R5, R6) πλευρά του νησιού. Στη παρούσα εργασία προσδιορίσθηκαν 184 τάξα, εκ των οποίων τα 131 ήταν Πολύχαιτοι και τα 53 Καρκινοειδή, ενώ στην έκθεση 1996-2004 (HCMR, 2004) είχαν προσδιορισθεί 85 τάξα Πολύχαιτων και 47 Καρκινοειδών. Το Αιγαίο όπως και η ανατολική Μεσόγειος, είναι ολιγοτροφική περιοχή (Michalatou & Moustaka-Gouni, 2002), και αυτή η έλλειψη θρεπτικών περιορίζει την ποικιλότητα (Pancucci-Papadopoulou et al., 1999) αλλά αυξάνει την ομοιομορφία. Η ποικιλότητα εμφάνισε γενικά χαμηλές προς μέσες τιμές (R3: 2,3 - R9: 3,9), σε σχέση με προηγούμενη μελέτη στη περιοχή (HCMR, 2004) (3,54-5,12), ενώ η Ομοιομορφία (J ) είχε μέσες προς υψηλές τιμές (0,64-0,89). Για την εκτίμηση της ποικιλότητας χρησιμοποιήθηκαν οι δύο κύριες ομάδες βενθικών οργανισμών και για αυτό το λόγο θεωρούμε ότι οι τιμές ποικιλότητας είναι ελαφρά υποεκτιμημένες. Στις υψηλές τιμές ποικιλότητας εκτός από τη συμμετοχή ικανού ποσοστού αδρόκοκκου υλικού στο υπόστρωμα (Pancucci-Papadopoulou et al., 1999) εξίσου σημαντικό ρόλο στη διάκριση των βενθικών κοινωνιών έχουν ο συντελεστής διαλογής του ιζήματος, το βάθος και τα υδρολογικά χαρακτηριστικά. Μικρότερες τιμές ποικιλότητας παρατηρήσαμε στους ανατολικούς σταθμούς (RΦ, R3, RX, R4, R5, R6) όπου το ίζημα είχε μικρότερο συντελεστή διαλογής. Αντίθετα, οι σταθμοί R8, R9 και R10, παρόλο που είχαν τα πιο λεπτόκοκκα και ιλυώδη ιζήματα, είχαν μεγαλύτερη ποικιλότητα λόγω μεγαλύτερου συντελεστή διαλογής, και άρα περισσότερους διαθέσιμους μικροθώκους. Ταυτόχρονα, στους σταθμούς αυτούς, μετρήθηκε και μεγαλύτερο οργανικό περιεχόμενο σε σχέση με τους υπόλοιπους. Με αύξηση του οργανικού περιεχομένου του ιζήματος μέχρι και 0,04 g ανά g ξηρού βάρους, τόσο ο αριθμός των ατόμων όσο και ο αριθμός των ειδών, είχαν αυξητική τάση. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που φαίνεται ότι συμβάλλει στις μεγαλύτερες τιμές ποικιλότητας στους σταθμούς R8, R9 και R10 είναι το γεγονός ότι βρίσκονται σε λιβάδια Posidonia oceanica όπου γενικά η ύπαρξη βλάστησης στον πυθμένα παρέχει μικροπεριβάλλοντα και θώκους κατάλληλα για την εγκατάσταση πολλών οργανισμών. Οι τιμές αφθονίας δείχνουν μέγιστο στο σταθμό R2 (Σταθμός βιολογικής επεξεργασίας λυμάτων) με 5.130 άτομα/m 2, πράγμα που συμφωνεί με τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης των Corsini-Φωκά & Pancucci-Παπαδοπούλου (2010), αν και η απόλυτη τιμή της παρούσας εργασίας ήταν πολύ μεγαλύτερη. Η διαφορά αυτή μπορεί να αποδοθεί στη περίοδο δειγματοληψίας (Ιούλιος 2009 - Νοέμβριος 2010). Σύμφωνα με παλαιότερη έκθεση του Υδροβιολογικού Σταθμού Ρόδου (HCMR, 2004), η υψηλότερη αφθονία είχε παρατηρηθεί στο λιμάνι με 2.760 άτομα/m 2, ενώ στη παρούσα μελέτη μετρήθηκαν 1.490 άτομα/m 2 αν και οι δειγματοληψίες έγιναν την ίδια εποχή (Οκτώβριος 2004 Νοέμβριος 2010). Οι Πολύχαιτοι, η λιγότερο ευαίσθητη ομάδα των βενθικών βιοκοινωνιών σε συνθήκες διατάραξης (Pearson & Rosenberg, 1978), ήταν αφθονότεροι στους R2, R4, R9 και R10 (ποσοστά >80%). Σε αυτούς επικρατούσαν ευκαιριακά είδη όπως τα Capitella capitata, Caulleriella bioculata, Protodorvillea kefersteini και Prionospio fallax. Αντίστοιχα είδη δείκτες αστάθειας είχαν βρεθεί και σε παλιότερη μελέτη στη ΒΔ Ρόδο (Pancucci-Papadopoulou et al., 1999) όπως τα Notomastus latericeus, Nematonereis unicornis, Pista cristata, Eunice vittata και Lumbrineris latreilli (Bellan, 1985) τα οποία βρέθηκαν και στην παρούσα μελέτη σε μικρότερη όμως αφθονία. Αντίθετα, η επικράτηση των Καρκινοειδών στο σταθμό R5 και η μεγάλη τους συμμετοχή στους RΦ και R6 πιθανόν ευνοείται από την υποθαλάσσια βλάστηση στους σταθμούς αυτούς.
Ο δείκτης ΒΕΝΤΙΧ θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει με τη καλύτερη ακρίβεια την οικολογική κατάσταση μιας περιοχής σύμφωνα με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, για τα ελληνικά νερά (Simboura & Zenetos, 2002; Simboura, 2004). Εφαρμόζοντας τον, οι σταθμοί RΦ, RX, R4 και R6 χαρακτηρίζονται ως καλής οικολογικής κατάστασης (ελαφριά διατάραξη) όπου τα ευαίσθητα και τα ανθεκτικά είδη μοιράζονται ισόποσα, ενώ οι σταθμοί R1, R2, R10 έχουν μέτρια οικολογική κατάσταση που συνδέεται και με το συγκριτικά υψηλότερο οργανικό φορτίο που μετρήθηκε σε αυτούς. Η στατιστική ανάλυση κατά Spearman έδειξε ότι ο δείκτης ΒΕΝΤΙΧ έχει στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση με το οργανικό περιεχόμενο του ιζήματος (Spearman R = -0,736, p = 0,0099). Οι σταθμοί με μέτρια ποιότητα, έχουν επίσης αρκετά υψηλά ποσοστά συμμετοχής σε είδη ανθεκτικά σε συνθήκες ρύπανσης, με το μεγαλύτερο ποσοστό (80%) να αντιστοιχεί στον R1(λιμάνι). Γενικά στα Μεσογειακά θαλάσσια οικοσυστήματα όπου το οργανικό περιεχόμενο των ιζημάτων είναι μικρό, δείκτες όπως ο BENTIX, φαίνεται να δίνουν μια πιο αξιόπιστη εικόνα όσον αφορά τις αποκρίσεις των βενθικών βιοκοινωνιών σε μέτριες αυξήσεις του οργανικού φορτίου σε σύγκριση με το δείκτη ποικιλότητας (Subida et al., 2011). Το ίδιο ισχύει και στους σταθμούς R8, R9 και R10, όπου η ποικιλότητα εμφανίζει μεγαλύτερες τιμές από τους άλλους σταθμούς, και η οικολογική ποιότητα είναι μέτρια. Όπως με τις πολυπαραγοντικές αναλύσεις, έτσι και με τη χρήση του δείκτη ΒΕΝΤΙΧ παρατηρούμε μια γεωγραφική ομαδοποίηση μεταξύ των σταθμών από ΒΔ έως ΒΑ του νησιού, και δύο ομάδων σταθμών στα κεντρικά ανατολικά και ΝΑ. Οι πρώτοι (R8, R9, R10, R1, R2) κατατάσσονται ως μέτριας οικολογικής ποιότητας, ενώ οι δεύτεροι (R3, RΦ, R4, RΧ, R5, R6) κατατάσσονται από μέτριας ως υψηλής. Αυτή η ομαδοποίηση με βάση την οικολογική κατάταξη, θα πρέπει να σχετίζεται και με τη φύση του υποστρώματος: στη πρώτη ομάδα σταθμών παρατηρείται υψηλός συντελεστής διαλογής (πιο ανομοιόμορφο ίζημα) ενώ οι δύο μικρότερες ομάδες είχαν μικρότερους συντελεστές διαλογής (πιο ομοιόμορφο ίζημα). Το σχετικά υψηλό οργανικό περιεχόμενο, στους σταθμούς R8 και R9, πιθανόν προκύπτει λόγω των θρυμμάτων της Posidonia oceanica όπου σε συνδυασμό με την ιλυώδη φύση του υποστρώματος δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη μεγαλύτερων πληθυσμών Πολυχαίτων και άρα την κατάταξη τους ως μέτριας οικολογικής ποιότητας. Ο σταθμός R10, αντιμετωπίζει παρόμοιες συνθήκες με τους δυο προηγούμενους, έχει όμως επιπλέον προσθήκη οργανικού υλικού λόγω των σχεδόν ανεπεξέργαστων λυμάτων που κατέληγαν για πολλά χρόνια εκεί από τις μεγάλες τουριστικές μονάδες της περιοχής. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι οι δειγματοληψίες έγιναν αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τουριστικής περιόδου (αρχές Νοεμβρίου) και πιθανόν για αυτό το λόγο οι τιμές του δείκτη ΒΕΝΤΙΧ να εμφανίζονται μειωμένες. Σε σχέση με προηγούμενες μελέτες του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. στη περιοχή, μόνο οι σταθμοί R1, R2 και RΦ αντιστοιχούν σε σταθμούς της παρούσας μελέτης. Ο χαρακτηρισμός τους με βάση το δείκτη ΒΕΝΤΙΧ είναι ίδιος, οι τιμές του δείκτη σε αυτή τη μελέτη είναι μειωμένες, γεγονός που υποδηλώνει κάποια επιβάρυνση. Οι εποχικές διαφορές που παρατηρούνται πιθανόν οφείλονται στις τουριστικές δραστηριότητες στη διάρκεια της θερινής περιόδου και είναι εντατικές στους σταθμούς αυτούς. Η εποχική αύξηση των ανθρωπογενών επιδράσεων στη παράκτια ζώνη, υποβαθμίζει τη ποιότητα του νερού και μειώνει τις τιμές της ποικιλότητας (Reizopoulou & Zenetos, 2005). Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι σε αυτή την μελέτη, για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας χρησιμοποιήθηκαν μόνο οι δύο κύριες βενθικές ομάδες, κάποια υποτίμηση στις τιμές του δείκτη πιθανώς προκύπτει από την εξαίρεση των Εχινοδέρμων και των μικρότερων φύλων από τη πανίδα, ενώ και τα Μαλάκια τα οποία αν και συνεισφέρουν και στις δύο οικολογικές ομάδες των ευαίσθητων και των ανθεκτικών, πιθανώς όταν εξαιρούνται να προκαλούν κάποιες αποκλίσεις. Ωστόσο η οικολογική κατηγοριοποίηση των
σταθμών με βάση το δείκτη ΒΕΝΤΙΧ συμφωνεί με τα δεδομένα του οργανικού περιεχομένου του ιζήματος και φαίνεται ότι η γενική εικόνα οικολογικής ταξινόμησης επιβεβαιώνεται με σχετική οικονομία ταξινομικής προσπάθειας. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι το περιβάλλον περιμετρικά της Ρόδου χαρακτηρίζεται μερικώς από συνθήκες αστάθειας: 6 από τους 11 σταθμούς χαρακτηρίστηκαν ως μέτριας οικολογικής ποιότητας, 4 ως καλής και 1 ως υψηλής. Η ομαδοποίηση των σταθμών φαίνεται ότι καθορίζεται γεωγραφικά, στον άξονα Β-ΒΔ με Α-ΝΑ, ενώ η οικολογική ποιότητα στα ανατολικά φαίνεται να βελτιώνεται με αύξηση της απόστασης από το αστικό κέντρο της Ρόδου. 5. Ευχαριστίες Ευχαριστούμε θερμά τον Υδροβιολογικό Σταθμό Ρόδου και το διευθυντή κ. Ανδρέα Σιούλα για τη διάθεση του Π/ΕΕ ΑΛΚΥΩΝ για τις δειγματοληψίες καθώς και τους κ. Μ. Σύμπουρα, κ. Μ. Κορσίνι-Φωκά, κ. Γ. Χατήρη και κ. Σ. Καλογήρου, για τη πολύτιμη βοήθειά τους. 6. Βιβλιογραφικές Αναφορές BELLAN, G., 1985. Effects of pollution and man-made modifications on marine benthic communities in the Mediterranean: A review. p. 163-194. In: Apostolopoulou. M. & Kiortsis. V. eds. Mediterranean marine ecosystems. Vol. 8, NATO Conference Series 1. Ecology, Plenum Press, New York. Bisacchi, J. 1928-29. Ricerche faunistiche delle Isole Italiane dell' Egeo. Archivio Zoologico Italiano, 12-13: 123 132. Blott, S.J. & Pye, K., 2001. GRADISTAT: A grain size distribution and statistics package for the analysis of unconsolidated sediments. Earth Surface Process and Landforms, 26: 1237 1248. Borja, A., Franco, J. & Perez, V., 2000. A marine biotic index to establish the ecological quality of soft-bottom benthos within European estuarine and coastal environments. Marine Pollution Bulletin 40 (12), 1100 1114. CORSINI-ΦΩΚΑ, Μ. & PANCUCCI-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Α., 2010. Προκαταρκτική μελέτη της αλλόχθονης πανίδας στο θαλάσσιο οικοσύστημα του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Τελική τεχνική έκθεση. ΕEC, 2000. Directive 2000/60/EC of the European Parliament and of the Council 2000/60EC establishing a framework for Community action in the field of water policy. PE-CONS 3639/1/00. GRAY, J.S. 1981. The ecology of marine sediments: an introduction to the structure and function of benthic communities. Cambridge Univ. Press, Cambridge. 185 pp. HCMR, 2004. Coastal areas in Rodos PCBs and DDTs concentrations in surface sediments (ed. Hatzianestis I.) In: Investigation of the coastal ecosystem of Northern rodos (1996-2003). Final Tecnhical Report (in Greek). Marinos, G. & Dermitzakis, M., 1977. Contribution to the study of coastal geology of Rhodes island (Greece). Rapports du Commité International de la Mer Mediterranée 24: 271-273. Michalatou, E. & Moustaka Gouni, M. 2 002. Pico-, Nano-, Micro Plankton Abundance and Primary Productivity in a Eutrophic coastal area o f the Aegean Sea, Mediterranean. International Review of Hydrobiology, 87: 439-456. Milliff, R.F. & Robinson. A.R., 1992. Structure and dynamics of the Rhodes Gyre System and dynamical interpolation for estimates of the mesoscale variability. Journal of Physical Oceanography, 22: 317-337. NELSON, O. W. & SOMMERS, L. E. 1982. Total carbon, organic carbon and organic matter. In A. L. Page, R. H. Miller, and D. R. Keeney (eds.). Methods of Soil Analysis, Part 2. Agronomy 9: 539-579. Pancucci-Papadopoulou, M.A., Simboura, N., Zenetos, A., Thessalou-Legaki, M. & Nicolaidou, A., 1999. Benthic invertebrate communities of NW Rodos (Rhodes) Island (SE Aegean Sea) as related to hydrological regime and geographical location. Israel Journal of Zoology, 45 (3): 371-393. Pancucci-Papadopoulou, M.A., Siokou-Fragkou., I., Theocharis, A. & Georgopoulos D., 1992. Zooplankton vertical distribution in relation to the hydrology in the NW Levantine and the SE Aegean seas (spring 1986). Oceanologica Acta, 15: 365-381. Pearson, T. H. & Rosenberg, R., 1978. Macrobenthic succession in relation to organic enrichment and pollution of the marine environment. Oceanography and Marine Biology: Annual Review, 16: 229-31. Reizopoulou, S. & Zenetos, A., 2005. A preliminary study of an eastern Mediterranean coastal ecosystem: Summer Resorts and Benthic ecosystems. Mediterranean Marine Science, 6 (1): 41-50.
Rosenberg, R., Blomqvist, M., Nilsson, H.C., Cederwall, H. & Dimming, A., 2004. Marine quality assessment by use of benthic species-abundance distributions: a proposed new protocol within the European Union Water Framework Directive. Marine Pollution Bulletin, 49, 728 739. Simboura, N., 2004. Bentix Index vs Biotic Index in monitoring: an answer to Borja et al., 2003. Marine Pollution Bulletin, 48, 3-4: 403-404. Simboura, N. & Zenetos, A., 2002. Benthic indicators to use in Ecological Quality classification of Mediterranean soft bottom marine ecosystems, including a new Biotic Index. Mediterranean Marine Science, 3, 2: 77-11. Siokou-Frangou, I. & Pancucci-Papadopoulou, M.A., 1990. Observations sur le zooplancton de la mer de Rhodos (NO mer du Levant et SE mer Egee). Thalassographica, 13: 25-28. Subida, M.D., Drake, P., Jordana, E., Mavrič, B., Pinedo, S., Simboura, N., Torres, J., Salas, F., 2011. Response of different biotic indices to gradients of organic enrichment in Mediterranean coastal waters: Implications of nonmonotonic responses of diversity measures. Ecological Indicators (in press).