ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Υποβολή μεταπτυχιακής διατριβής στα πλαίσια του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών της Μιχαηλίδου Α. Δήμητρας (Α.Ε.Μ: 60/05) με θέμα: Μεταβολικές ανταποκρίσεις στην ένταση της κρίσιμης ταχύτητας σε κολυμβήτριες διαφορετικών ηλικιών Θεσσαλονίκη 2010 Εγκεκριμένο από το Καθηγητικό σώμα: 1 ος Επιβλέπων Καθηγητής Σάββας Τοκμακίδης δγγγδφξφγξγξγξγκγ (υπογραφή) 2 ος Επιβλέπων Καθηγήτρια Δούδα Ελένη δγγγδφξφγξγξγξγκγ (υπογραφή) 3 ος Επιβλέπων Καθηγητής Γούργουλης Βασίλειος δγγγδφξφγξγξγξγκγ (υπογραφή)
2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Υποβολή μεταπτυχιακής διατριβής στα πλαίσια του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών της Μιχαηλίδου Α. Δήμητρας (Α.Ε.Μ: 60/05) με θέμα: Μεταβολικές ανταποκρίσεις στην ένταση της κρίσιμης ταχύτητας σε κολυμβήτριες διαφορετικών ηλικιών Θεσσαλονίκη 2010 Εγκεκριμένο από το Καθηγητικό σώμα: 1 ος Επιβλέπων Καθηγητής Σάββας Τοκμακίδης δγγγδφξφγξγξγξγκγ (υπογραφή) 2 ος Επιβλέπων Καθηγήτρια Δούδα Ελένη δγγγδφξφγξγξγξγκγ (υπογραφή) 3 ος Επιβλέπων Καθηγητής Γούργουλης Βασίλειος δγγγδφξφγξγξγξγκγ (υπογραφή) 2
3 Τίτλος Μεταβολικές ανταποκρίσεις στην ένταση της κρίσιμης ταχύτητας σε κολυμβήτριες διαφορετικών ηλικιών Της Δήμητρα Α Μιχαηλίδου Μεταπτυχιακή Διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για την μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων απόκτησης μεταπτυχιακού τίτλου του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Ανθρώπινη Απόδοση και Υγεία» των Τμημάτων Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Δημοκρίτειου Παν/μιου Θράκης, του Παν/μιου Θεσσαλίας και του Παν/μίου Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη 2010 3
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Μεταβολικές ανταποκρίσεις στην ένταση της κρίσιμης ταχύτητας σε κολυμβήτριες διαφορετικών ηλικιών Δήμητρα Α. Μιχαηλίδου: (60/05) (Με την επίβλεψη του Καθηγητή Σάββα Τοκμακίδη,) Σκοπός της μελέτης είναι να εξεταστούν οι διαφορές στις μεταβολές στη συγκέντρωση του γαλακτικού στο αίμα και τις τεχνικές παραμέτρους μεταξύ κολυμβητριών διαφορετικών ηλικιακών ομάδων. Στη μελέτη συμμετείχαν 27 κολυμβήτριες, 3 διαφορετικών ηλικιακών ομάδων (Π: παιδιά, n=9, N: νεανίδες, n=11,ε:ενήλικες, n=7) ηλικίας 10,5±0,7, 13,1±0,7, 19,9±4,6 ετών με σωματική μάζα 36±6, 51±7, 62±6 kg. Το πρωτόκολλο περιελάμβανε την καταγραφή της επίδοσης σε αποστάσεις 50m-100m-200m-400m κολύμβησης με μέγιστη προσπάθεια, για τον προσδιορισμό της κρίσιμης ταχύτητας. Σε επόμενη ημέρα οι κολυμβήτριες ολοκλήρωσαν πέντε επαναλήψεις κολύμβησης 400 ή 300m με διάλειμμα 30-40 sec ανάμεσα στις επαναλήψεις με στόχο να διατηρήσουν την ΚΤ. Η καρδιακή συχνότητα κατεγράφη συνεχώς στη διάρκεια των επαναλήψεων και η μέση συχνότητα χεριών υπολογίστηκε για κάθε προσπάθεια 300m ή 400m. Δείγμα αίματος ελήφθη μετά από κάθε προσπάθεια για τον υπολογισμό της συγκέντρωσης γαλακτικού. Η κρίσιμη ταχύτητα ήταν υψηλότερη στην ομάδα Ν (Ν:1,17±0,09) m/s και Ε (Ε:1,22±0,05) m/s σε σύγκριση με την ομάδα Π (Π:0,95±0,05) m/s, (F 1,24 =3,82, p<0.05). Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στη συγκέντρωση γαλακτικού (Π: 4,2±1,4; N: 4,9±1,4; E: 3,9±1,4 mmol/l, F 2,24 =1,44, p>0.05) και στη συχνότητα χεριών μεταξύ των ομάδων (Π: 32,9±3; Ν:32,0±3; Ε:30,9±3 cycles/min, (F 2,24 =0,85, p>0.05). Επιπλέον, η συγκέντρωση γαλακτικού και η συχνότητα χεριών παρέμειναν σταθερές στη διάρκεια των πέντε επαναλήψεων (p>0.05). Η καρδιακή συχνότητα της ομάδας Ε ήταν χαμηλότερη σε σύγκριση με τις ομάδες Π και Ν στα τελευταία 100m κάθε προσπάθειας (F 2,16 =23,2, p<0.05). Τα αποτελέσματα αυτά φανερώνουν ότι Η κρίσιμη ταχύτητα, μπορεί να διατηρηθεί για χρονικό διάστημα από 28 έως 31 λεπτά σε κολυμβήτριες ηλικιών 11 έως 19 ετών χωρίς σημαντική αύξηση της συγκέντρωσης γαλακτικού. Λέξεις κλειδιά: κρίσιμη ταχύτητα, κρίσιμη συχνότητα χεριάς, αναερόβιο κατώφλι, γαλακτικό.
2 ABSTRACT Blood lactate responses during interval training corresponding to critical velocity in different age - group female swimmers Dimitra A Michailidou (Under the supervision of, Professor Savvas Tokmakidis) The purpose of the study was to examine the differences on lactate concentration and technical parameters in female swimmers of different age groups during free style swimming. Twenty-seven swimmers of 3 different age groups participated in the study (C:children, n=10, Y: young, n=11, and A: Adults n=7) aged 10,6±0,5, 13,1±0,4, 19,9±4,6 years with body mass 36±6, 51±7, 62±6 kg. All measurements took place in an indoor 50m pool with steady temperature and humidity conditions. Initially all swimmers swam 50m, 100m, 200m and 400m with maximum intensity in order to calculate the critical velocity (CV). In a following day the swimmers completed 5x400m or 5x300m with 30-40sec interval and tried to follow a velocity corresponding to CV. During the interval swimming the heart rate and stroke rate were recorded. A blood sample was taken after every 300m or 400m swimming, in order to calculate the lactate concentration. The CV was higher at the Y (Y:1,17±0,09)m/s and A (A:1,22±0,05) m/s, group comparing with C (C:0,95±0,05) m/s (F 1,24 =3,82, p<0.05). No differences were observed on blood lactate concentration and stroke rate between groups (C:32,9±3)cycles/min,(Y:32,0±3)cycles/min(A:30,9±3)cycles/min, (F 2,24 =0,85, p>0.05). Furthermore the lactate concentration and the stroke rate were steady for the 5x400m or 5x300m (p>0.05). The heart rate response was higher for C group comparing with Y and A during the last 100m of each repetition (C:186 to198; Y:185 to 194; A:175 to 182 b/min, F 2,16 =23,2, p<0.05). These findings revealed that all swimmers were able to sustain CV with a steady lactate concentration for a duration of 28 31 minutes. Key words: critical velocity, critical stroke rate, aerobic training, lactate threshold, lactate steady-state 2
3 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ιδιαίτερα, τoν Καθηγητή κ. Τοκμακίδη Σάββα, την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια κ. Δούδα Ελένη και τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Γούργουλη Βασίλη για τις συμβουλές και την βοήθεια που παρείχαν στην παρούσα έρευνα. Ξεχωριστά, τον δάσκαλο και σύμβουλο μου Λέκτορα Τουμπέκη Αργύρη για την ανεκτίμητη βοήθεια, την υποστήριξη και την καθοδήγησή του. Επίσης τον κύριο Γιώργο Τσαλή Ph.D για την ουσιαστική βοήθεια του στις μετρήσεις, στις εργαστηριακές αναλύσεις των δεδομένων αλλά και καθόλη την διάρκεια της έρευνας. Τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Βασίλη Μούγιο που μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε τον εξοπλισμό του εργαστηρίου Βιοχημείας του Τ.Ε.Φ.Α.Α Α.Π.Θ Ακόμη τους προπονητές και Καθηγητές Φυσικής Αγωγής που συνεργάστηκαν και διευκόλυναν την έρευνά μας κυρίους Αδάμ Γιώργο, Kαιμακάμη Γιώργο, Κατσάνη Λένια, Παράσχου Γιώτα, Χατζηελευθερίου Τάνια, τους εθελοντές κολυμβητές. Τέλος τους γονείς μου, Αχιλλέα Μιχαηλίδη και Μαρία Μιχαηλίδου για την ψυχολογική και οικονομική συμπαράσταση, γιατί χωρίς αυτούς τίποτα δεν θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί. 2010 Δήμητρα Α. Μιχαηλίδου 3
4 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ σελ ΠΕΡΙΛΗΨΗ 3 ABSTRACT 4 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 3 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 4 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ 6 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ 6 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ 7 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ 8 I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 9 Σκοπός και σημασία της έρευνας 11 Λειτουργικοί ορισμοί 11 Οριοθέτηση της έρευνας 11 Περιορισμοί της μελέτης 12 Ερευνητικές υποθέσεις 12 Στατιστικές υποθέσεις 13 II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 15 Μέθοδοι αξιολόγησης ικανότητας αντοχής στην κολύμβηση 15 Ζώνες προπόνησης 15 Τεστ αξιολόγησης αερόβιας ικανότητας με αιμοληψίες 16 Τεστ αξιολόγησης αερόβιας ικανότητας χωρίς αιμοληψία 17 Κρίσιμη ισχύς 18 4
5 σελ Κρίσιμη ταχύτητα ως δείκτης αξιολόγησης της αντοχής 18 H κρίσιμη ταχύτητα σε παιδιά κολυμβητές 19 Η κρίσιμη ταχύτητα σε έφηβους κολυμβητές/τριες 20 Η κρίσιμη ταχύτητα σε ενήλικες κολυμβητές 21 Κρίσιμη συχνότητα χεριάς 22 Η χρησιμότητα της ΚΤ στην προπονητική διαδικασία 26 III. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 29 Εξεταζόμενοι 29 Πειραματική δοκιμασία 30 Υπολογισμός ΚΤ 30 Καταγραφή ύψους και σωματικής μάζας 31 Προσδιορισμός σύστασης του σώματος 31 Περιγραφή οργάνων 31 Καταγραφή καρδιακής συχνότητας 31 Χώρος διεξαγωγής 31 Σχεδιασμός έρευνας 32 Αιμοληψίες 32 Προσδιορισμός του γαλακτικού 32 IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 35 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ 40 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 46 VII. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ 46 5
6 VIII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 48 Σελ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 59 Όργανα μέτρησης 51 Καταγραφή 5x400m 52 Αιμοληψία 53 Κλίμακα βιολογικής ηλικίας 54 Έντυπα συμμετοχής και διατροφής 55 Έντυπο δήλωσης αποδοχής 56 Προθέρμανση πριν από τα τεστ 57 Κλίμακα υποκειμενικής αντίληψης της κόπωσης 58 Υπολογισμός εντάσεων προπόνησης - Ζώνες 69 Εργαστηριακά τεστ αξιολόγησης αντοχής 70 Μη εργαστηριακά τεστ αξιολόγησης αντοχής 71 Αναλυτικά αναφορά ερευνών για χρήση της ΚΤ σε γυναίκες 72 6
7 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Σελ Πίνακας 1. Προτεινόμενα πρωτοκόλλων έντασης προπόνησης 15 Πίνακας 2. Σύγκριση ΚΤ με άλλα πρωτόκολλα 23 Πίνακας 3. Σωματομετρικά χαρακτηριστικά 30 7
8 Σχήμα. 1. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Μεταβολές της ταχύτητας στη διάρκεια των 5x300 και 5x400. * p<0.05 μεταξύ των παιδιών με τις άλλες δύο ομάδων. σελ 34 Σχήμα. 2. Διαφορές στην ταχύτητα των 5x400m μεταξύ των παιδιών 35 και των άλλων δυο ομάδων Σχήμα. 3. Η μέση ταχύτητα των 5x400m η 5x300m 35 Σχήμα. 4. Σύγκριση της συχνότητας χεριών μεταξύ των ομάδων 35 Σχήμα. 5. Σύγκριση συγκέντρωσης γαλακτικού μεταξύ ομάδων 36 Σχήμα. 6. Σύγκριση της μέσης καρδιακής συχνότητας στα τελευταία 100m κάθε προσπάθειας 37 8
9 Κ.Τ ΚΣΧ Κ.Γ ΚΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΡΙΣΙΜΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΚΡΙΣΙΜΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΧΕΡΙΑΣ ΚΑΤΩΦΛΙ ΓΑΛΑΚΤΙΚΟΥ ΚΡΙΣΙΜΗ ΙΣΧΥΣ 9
10 ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΙΜΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΣΕ ΚΟΛΥΜΒΗΤΡΙΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΗΛΙΚΙΩΝ I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα πλαίσια της προπονητικής διαδικασίας στην κολύμβηση και με σκοπό τη βελτίωση της, εφαρμόζονται συστηματικά τεστ αξιολόγησης. Στην προπόνηση κολύμβησης είναι ουσιαστική και καθοριστική η συνεχής καταγραφή των αποτελεσμάτων από διαφορετικές διαδικασίες που πραγματοποιούνται με σκοπό τη βελτίωση όλων των επιμέρους παραγόντων που ορίζουν τη φυσική κατάσταση. Οι μετρήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν ένα εξειδικευμένο μέτρο ελέγχου του σχεδιασμού προπόνησης με μοναδικό σκοπό την μεγιστοποίηση της απόδοσης του κολυμβητή. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία έχουν χρησιμοποιηθεί από τους επιστήμονες, αλλά και από τους προπονητές, συγκεκριμένα μοντέλα μέτρησης και αξιολόγησης των διαφορετικών κολυμβητικών ικανοτήτων σε κάθε ηλικία. Στις ηλικίες των 10 ετών περίπου παρατηρείται χαμηλότερη απόδοση των κολυμβητών σε τεστ αναερόβιας ικανότητας και παραγωγής γαλακτικού συγκριτικά με τους έφηβους αλλά και τους ενήλικες κολυμβητές (Prado, 1999). Συχνά παρατηρείται μεγάλη βελτίωση της φυσικής κατάστασης, για ηλικίες από 12 έως 16 ετών στα κορίτσια. Αυτό παρατηρείται συχνά από τους ερευνητές ως φυσικό επακόλουθο των λεγόμενων ευαίσθητων φάσεων που προσδιορίζονται ότι ξεκινούν να εξελίσσονται σε εκείνο το ηλικιακό πλαίσιο (Keller, 2008; Mirwald, 2002). Έχουν καταγραφεί έρευνες, που αφορούν τη βελτίωση στην προπόνηση αντοχής, αυτό συχνά συναντάται με τον όρο προπόνηση στο κατώφλι ή συναντούμε όρους σε επιστημονικά άρθρα και βιβλία γύρω από την κολύμβηση, όπως κατώφλι γαλακτικού, αερόβια ικανότητα και VΟ2max. Στην προπόνηση κολύμβησης μεγάλο μέρος του συνολικού προγράμματος εκτελείται σε ταχύτητες που έχουν σαν στόχο την βελτίωση της αντοχής. Η σπουδαιότητα της προπόνησης αντοχής γίνεται πιο σαφής εάν κανείς αναλογισθεί τα αγωνίσματα που περιλαμβάνονται στα προγράμματα των αγώνων κολύμβησης (1500m, 5000m, 10.000m). Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο η συνεισφορά του αερόβιου συστήματος 10
11 παραγωγής ενέργειας ακόμα και σε μικρότερα αποστάσεων αγωνίσματα όπως αυτό τον 50m. Για τον υπολογισμό της ιδανικής ταχύτητας προπόνησης αντοχής αθλητών μεγάλων, μεσαίων και μικρών αποστάσεων, προτείνονται από τους ερευνητές συγκεκριμένα πρωτόκολλα, που περιλαμβάνουν τη λήψη αίματος από το αυτί ή την ρόγα του δαχτύλου, έπειτα από σειρές επαναλήψεων κολύμβησης 100m-200m-400m, με σκοπό τον προσδιορισμό του γαλακτικού. Οι παραπάνω μέθοδοι αφενός απαιτούν ειδικά διαμορφωμένο χώρο, έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό, αρκετά χρήματα, δαπάνη χρόνου και είναι αρκετά επίπονη διαδικασία για τους κολυμβητές. Κατά συνέπεια, οι ερευνητές αναζήτησαν λιγότερο σύνθετους και εξίσου αξιόπιστους τρόπους υπολογισμού, της ιδανικής ταχύτητας προπόνησης. Μια από τις δοκιμασίες που χαρακτηρίζονται ως πρακτικές και είναι εύκολα εφαρμόσιμη από τον προπονητή, είναι η καταγραφή της απόστασης που διανύεται στην διάρκεια 30 λεπτών συνεχούς κολύμβησης και είναι ευρέως γνωστό με την ονομασία Τ30 (Olbrecht, Madsen, Mader, Liesen, Hollman, 1985). Η δοκιμασία αντοχής Τ30 π.χ είναι πολύ δύσκολο για να χρησιμοποιηθεί από κολυμβητές διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικού επιπέδου, και κολυμβητικού στυλ από αυτό του ελευθέρου. Είναι δύσκολο να επαναλαμβάνεται συχνά, παρατηρείται έλλειψη κινήτρου από την πλευρά των αθλητών καθώς υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που το επηρεάζουν όπως π.χ η διατροφή και η ενυδάτωση του κολυμβητή. Μια άλλη εναλλακτική και πρακτική μέθοδος που έχει προταθεί τα τελευταία χρόνια, είναι η μέθοδος για τον προσδιορισμό της κρίσιμης ταχύτητας (Wakayoshi., Ikuta, Yoshida, Udo, Moritani, Muto, Miyashita, 1992). Η κρίσιμη ταχύτητα (ΚΤ) ορίζεται από την σχέση που εκφράζεται από την κλίση της ευθείας, που οριοθετεί την σχέση μεταξύ απόστασης κολύμβησης και επίδοσης, αποτελώντας έναν αξιόπιστο δείκτη μέτρησης της ικανότητας αντοχής των κολυμβητών/τριων (Wakayoshi et al., 1993). Αυτή η μέθοδος αξιολόγησης της ικανότητα αντοχής των κολυμβητών έχει μελετηθεί εκτενώς τα τελευταία χρόνια (Dekerle et al; 2006, Toubekis et al; 2006) Ωστόσο, το ενδιαφέρον των μελετών έχει επικεντρωθεί σε άρρενες κολυμβητές και ελάχιστες μελέτες έχουν εξετάσει την ΚΤ σε γυναίκες κολυμβήτριες. 11
12 Σκοπός και σημασία της έρευνας Σκοπός της μελέτης είναι να εξεταστούν οι διαφορές στις μεταβολικές ανταποκρίσεις (συγκέντρωση γαλακτικού) στην ΚΤ και σε στοιχεία της τεχνικής μεταξύ κολυμβητριών διαφορετικών ηλικιακών ομάδων, στο ελεύθερο στυλ κολύμβησης. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να ελέγξει την ΚΤ σε ενήλικες κολυμβήτριες. Οριοθέτηση της έρευνας Στην έρευνα εξετάσθηκαν οι διαφορές στις μεταβολικές ανταποκρίσεις (συγκέντρωση γαλακτικού) και τις τεχνικές παραμέτρους (συχνότητα και μήκος χεριάς) μεταξύ κολυμβητριών ηλικιακών ομάδων 10-12, 13-15, 17+ ετών στο ελεύθερο στυλ κολύμβησης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε κλειστή πισίνα 50m. Επομένως λόγω των παραπάνω οι γενικεύσεις των αποτελεσμάτων μας θα αφορούν κολυμβήτριες αντιστοίχου επιπέδου, για το αντίστοιχο πρωτόκολλο. Περιορισμοί της μελέτης α) Το βασικό τεστ 5x400m (ηλικίες 17+, 13-15), 5x300m (ηλικία 10-12) πραγματοποιήθηκε στο τέλος βασικής προετοιμασίας. Για την έρευνα επιλέχθηκαν υγιής κολυμβήτριες που δεν τους χορηγούνταν συμπληρώματα διατροφής. β) Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε κλειστή πισίνα 50m με σταθερή θερμοκρασία νερού και περιβάλλοντος. γ) Οι κολυμβήτριες πραγματοποίησαν προκαθορισμένη προθέρμανση πριν από κάθε προσπάθεια. δ) Όσον αφορά τις μεταβλητές, προβλήματα εσωτερικής εγκυρότητας μπορεί να αποτελέσει η διαφορετική βιολογική ηλικία και η διαφορετική προπονητική ηλικία. ε) Η προπονητική περίοδος στην οποία πραγματοποιήθηκε η διαδικασία των μετρήσεων καθώς (τέλος βασικής προετοιμασίας). ζ) Τα διαφορετικά προγράμματα προπόνησης που ακολουθούν οι σύλλογοι στους οποίους προπονούνται οι κολυμβήτριες. η) Τους ζητήθηκε καταγραφή του διαιτολογίου πριν από κάθε τεστ σε συγκεκριμένο έντυπο. 12
13 Ερευνητικές υποθέσεις Α) Αναμένεται ότι θα υπάρξουν συγκριτικά υψηλότερες τιμές συγκέντρωση του γαλακτικού στις μεγαλύτερες σε ηλικία κολυμβήτριες σε σχέση με τις νεώτερες, Β) Αναμένεται ότι θα υπάρξει υψηλότερη ταχύτητα, μεγαλύτερο μήκος χεριάς και μικρότερη συχνότητα στις μεγαλύτερες κολυμβήτριες σε σχέση με τις μικρότερες. Γ) Προσδοκούμε ότι θα υπάρξουν διαφορές ανάμεσα στις τιμές της κρίσιμης ταχύτητας. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ευρήματα, αναμένουμε να δούμε υψηλότερη κρίσιμη ταχύτητα στην ομάδα των μεγαλύτερων σε ηλικία κολυμβητριών. Στατιστικές υποθέσεις Μηδενική υπόθεση1η : (H1) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα ηλικιακή κατηγορία στην κρίσιμη ταχύτητα. Μηδενική υπόθεση 2η : (H2) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα ταχύτητα στην κρίσιμη ταχύτητα. Μηδενική υπόθεση 3η : (H3) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα συγκέντρωση γαλακτικού στην κρίσιμη ταχύτητα. Μηδενική υπόθεση 4η : (H4) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα καρδιακή συχνότητα στην κρίσιμη ταχύτητα. Μηδενική υπόθεση 5η : (H5) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα κρίσιμη συχνότητα χεριάς στην κρίσιμη ταχύτητα. Μηδενική υπόθεση 7η : (H7) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα ηλικιακή κατηγορία στην χρονική στιγμή. Μηδενική υπόθεση 8η : (H8) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα ταχύτητα στην χρονική στιγμή. Μηδενική υπόθεση 2η : (H2) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα συγκέντρωση γαλακτικού στην χρονική στιγμή. Μηδενική υπόθεση 3η : (H3) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα καρδιακή συχνότητα στην χρονική στιγμή. Μηδενική υπόθεση 4η : (H4) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα κρίσιμη συχνότητα χεριάς στην χρονική στιγμή. 13
14 Μηδενική υπόθεση 5η : (H5) Δεν υπάρχει κύρια επίδραση του παράγοντα μήκος χεριάς στην χρονική στιγμή. Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά για την αλληλεπδραση μεταξύ παράγοντα ηλικία και χρονική στιγμή. Λειτουργικοί ορισμοί Αερόβια αντοχή: Ορίζεται ως η σχετική ένταση που μπορεί να διατηρηθεί όσο γίνεται περισσότερο χρόνο, ή ως η ανώτατη ένταση που μπορεί να διατηρηθεί για μια ορισμένη διάρκεια η απόσταση (Bosquet, Leger, Legros, 2002). Αναερόβιο κατώφλι: Ως αναερόβιο κατώφλι ορίζεται η ποσότητα οξυγόνου που καταναλώνει ο οργανισμός κατά την άσκηση πριν αρχίσει η συστηματική συγκέντρωση γαλακτικού στο αίμα (Κλεισούρας, 2003). Συχνότητα χεριάς: οι κύκλοι χεριάς που πραγματοποιούνται στο ένα λεπτό (Maglisco, 2003). Μήκος χεριάς: Η απόσταση που διανύει το κέντρο μάζας του κολυμβητή σε ένα κύκλο χεριών (Μaglisco, 2003). Κρίσιμη ταχύτητα: H σχέση επίδοσης απόστασης είναι γραμμική. Αυτή η σχέση ορίζεται από την εξίσωση πρώτου βαθμού με την μορφή y = βχ + α. Το y εκφράζει την απόσταση σε μέτρα το x εκφράζει την επίδοση σε δευτερόλεπτα όπου α και β είναι οι συντελεστές. Η ΚΤ εκφράζεται από την κλίση της ευθείας που αντιπροσωπεύει την σχέση επίδοσης απόσταση 14
15 II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Μέθοδοι αξιολόγησης της ικανότητας αντοχής στην κολύμβηση Η ανάγκη για τη βελτιστοποίηση της απόδοσης αποτελεί εδώ και χρόνια την κινητήρια δύναμη προπονητών και κολυμβητών. Σε αυτά τα πλαίσια οι προπονητές καλούνται να κατέχουν γνώση σε τομείς όπως ψυχολογίας, διατροφής, κινησιολογίας, βιοκινητικής και εργοφυσιολογίας. Σημαντική βοήθεια για την προπόνησης στην κολύμβηση, αποτελεί ο ορισμός των περιοχών έντασης της προπόνησης που έχει καθιερωθεί να καλούνται ως ζώνες προπόνησης. Σύμφωνα με αυτές μπορεί να οριοθετηθεί η ιδανική ένταση ταχύτητας για την προπόνηση των κολυμβητών. Για το λόγο αυτό δημιουργήθηκαν πρωτόκολλα μέτρησης της αντοχής, ή της αερόβια ικανότητα, που παρείχαν χρήσιμες πληροφορίες, για τον τρόπο προπόνησης των κολυμβητών (Smith, Norris, Hogg, 2002). Οι Ζώνες προπόνησης Για την καλύτερη δομή της προπόνησης αντοχής χρησιμοποιούνται διάφορες περιοχές έντασης που έχουν ονομαστεί από τους προπονητές ως «ζώνες προπόνησης». Κατά περιόδους έχουν προταθεί διάφορες τέτοιες περιοχές έντασης από προπονητές κυρίως σε Αμερική και Ρωσία. Οι προτάσεις για τον προσδιορισμό των ζωνών ή περιοχών έντασης παρατίθενται στο Παράρτημα 12. Τεστ αξιολόγησης αερόβιας ικανότητας σε κολυμβητές Ο καθορισμός συγκεκριμένων και ελεγμένων πρωτοκόλλων μέτρησης της ταχύτητας, της αντοχής και όλων των συνολικών ικανοτήτων του κολυμβητή, αποτέλεσε το επόμενο βήμα, προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή βελτίωση. Μέσα από την προπόνηση κολύμβησης και την ατομική ανταπόκριση του κολυμβητή σε αυτήν μπορεί να αποκαλυφθεί η ιδανική ταχύτητα εκπαίδευσης, με τον προσδιορισμό ατομικών πρωτοκόλλων και μοντέλων, που θα χρησιμοποιηθούν ως κατάλληλα τεστ (Chatard & VanHeest, 1999). Πλήθος ερευνών παρατηρούν διαφορές βάση φύλου και βάση ηλικίας, όσον αφορά τους δείκτες φυσικής κατάστασης. Στην κολύμβηση μέσα από την ωριμότητα του κολυμβητή επέρχεται και η βελτίωση της 15
16 VO2max αλλά και της κολυμβητικής οικονομίας γενικότερα (Bar-Or,Unnithan & Illescas, 1994). Στην βιβλιογραφία συναντούμε συγκεκριμένα τεστ μέτρησης της αερόβιας ικανότητας, που απαιτούσαν μεγάλο κόπο, χρόνο, ειδική τεχνογνωσία, συγκεκριμένο χώρο και κόστος και μερικά από αυτά θα περιγράψουμε στη συνέχεια. Τεστ που προϋποθέτουν εργαστηριακό εξοπλισμό και εξειδικευμένο προσωπικό Βασικός δείκτης μέτρησης της κόπωσης του κολυμβητή αποτελεί η αύξηση της ποσότητας γαλακτικού στο αίμα. O Maglisco (2003) προσδιορίζει την σχέση ταχύτητας κολύμβησης και της τιμής γαλακτικού, σύμφωνα με μια γραφική παράσταση, κατά την οποία εάν τοποθετήσουμε στον ένα άξονα την ταχύτητα και στον άλλο την τιμή του γαλακτικού, θα δημιουργηθεί μια καμπύλη για κάθε κολυμβητή. Αυτή η καμπύλη ονομάζεται καμπύλη γαλακτικού και όταν μετατοπίζεται δεξιά, μας δείχνει τη βελτίωση της αντοχής. Σημαίνει ότι ο κολυμβητής μπορεί να παράγει ενέργεια για περισσότερο χρονικό διάστημα με αερόβιο τρόπο και αρχίζει να παράγει περισσότερο γαλακτικό, πολύ αργότερα για την ίδια ένταση. Από έρευνες έχει αποδειχθεί ότι η ικανότητα των κολυμβητών να παράγουν γαλακτικό αυξάνεται με την ηλικία, ενώ η ποσότητα αυτού και ο ρυθμός απομάκρυνσής του γαλακτικού από τους μυς σχετίζεται θετικά με το επίπεδο προπόνησης του κολυμβητή (Pyne et al,2001; Τakahasai et al, 1992) αλλά και με συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Μια από τις πρώτες ιδέες υπολογισμού της αερόβιας ικανότητας, του κατωφλιού των 4mmol/L αίματος αποτέλεσε το τεστ διπλής ταχύτητας (two-speed test) των Mader και συν, (1976), σε αυτό το τεστ οι αθλητές κολυμπούσαν 4x400m, με 20 λεπτά διάλειμμα ανάμεσα. Στην πρώτη προσπάθεια με ένταση 85-90% της μέγιστης, στην δεύτερη προσπάθεια ήταν σε μέγιστη ένταση, με αιμοληψία στο 9, 11 λεπτό της ξεκούρασης. Παρόμοιο πρωτόκολλο είχε προταθεί και από Madsen και συν, (1987). Το 1987 επισημάνθηκε ότι το ατομικό αναερόβιο κατώφλι ανταποκρίνεται σε μια ταχύτητα που αντιστοιχεί στην αύξηση της συγκέντρωσης του γαλακτικού, περίπου του 1.5 mmol/l αίματος πάνω από το επίπεδο ξεκούρασης (Simon, Segal & Jaffe, 1987). 16
17 Η θεωρία περί μέγιστης σταθερής συγκέντρωσης και σταθεροποίησης του γαλακτικού MLSS (maximum lactate steady state) από τους (Greiss et al; 1988), παρουσιάζεται ως ένα καλό δείκτη αερόβιας προπόνησης, το σημείο όπου αρχίζει η σταθεροποίηση της μέγιστης παραγωγή γαλακτικού. Η αξιοπιστία του παραπάνω αμφισβητήθηκε, από τους Olbrecht και συν, (1985), οι οποίοι είχαν αποδείξει στο παρελθόν, ότι υπάρχει ένταση που ορίζεται ως κατώφλι και αντιστοιχεί στα 4 mmol/l αίματος και προκύπτει έπειτα από κολύμβηση, σε αποστάσεις μικρότερες των 400m και με προσαρμοσμένο διάλειμμα, όπου μπορεί να διατηρηθεί η μέγιστη ένταση. Ένα χρήσιμο τεστ για την αξιολόγηση της αερόβιας ικανότητας, είναι και η μέτρηση της μέγιστης πρόληψης οξυγόνου VO2max, για όλα τα είδη κολύμβησης και κυρίως για μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις (Peronnet, Thibault, Rhodes, 1987). Στην παραπάνω μέτρηση, έχει βρεθεί πως διαφοροποιούνται αρκετά τα ευρήματα της ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και το κολυμβητικό επίπεδο του κολυμβητή (Fawkner & Armstrong, 2003). Τεστ μέτρησης της αερόβιας ικανότητας που δεν απαιτούν ειδικό εξοπλισμό Η αξιολόγηση της αντοχής των κολυμβητών θεωρείται επιβεβλημένη, προκειμένου να υπάρχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πολλές φορές όμως οι διαδικασίες αποδεικνύονται ιδιαίτερα επίπονες και δεν μπορούν να εφαρμοσθούν σε όλα τα ηλικιακά επίπεδα τον κολυμβητών. Στον αντίποδα των παραπάνω, κάποιες ομάδες προπονητών και ερευνητών θέλοντας να πραγματοποιούν τεστ με εξίσου αξιόπιστα αποτελέσματα, που όμως δεν θα απαιτούν ειδικό χώρο, χρόνο, μεγάλη οικονομική δαπάνη, ειδική τεχνογνωσία και θα μπορούν να εκτελούνται από τον ίδιο τον προπονητή, πρότειναν κάποια άλλα τεστ που παρατίθενται πιο κάτω. Κλασικά τεστ μέτρησης της αερόβιας ικανότητας αποτέλεσε το επονομαζόμενο Τ30, (Olbrecht και συν, 1985), κατά το οποίο ο κολυμβητής κολυμπάει για 30 λεπτά προσπαθώντας να διατηρήσει σταθερά υψηλή ταχύτητα. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το κολύμπι για 3000m και κολύμπι για 60 λεπτά (Olbrecht και συν, 1988). Εάν διαιρέσουμε το συνολικό χρόνο με την απόσταση που διήνυσε, θα προκύψει ο ρυθμός στον οποίο θα πρέπει να κολυμπάει τα 100m και αυτό αντιστοιχεί στο ατομικό «αναερόβιο κατώφλι». Άλλοι ερευνητές επεσήμαναν σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε ενήλικες κολυμβητές υψηλού επιπέδου, πως παρατηρήθηκε 17
18 υψηλή συσχέτιση μεταξύ της τιμής παραγωγής του γαλακτικού του step test (αυξανόμενης προοδευτικά σε ένταση κολύμβηση) και του αντίστοιχου τεστ προσδιορισμού του γαλακτικού (4x500 yd), παρά με το Τ30. Στο σύνολο των ερευνών ήρθε να προστεθεί ένας ακόμα τρόπος μέτρησης της αντοχής, το οποίο περιελάμβανε την κολύμβηση 15x200m (Maglisco, 1989) και τα 5x200m ελεύθερο ή αλλιώς swimming step test. Η διαδικασία αξιολόγησης της έντασης στην προπόνηση μέσο της διαβαθμισμένης κλίμακας δυσκολίας του Borg στην οποία έχουν ορισθεί οι βαθμοί δυσκολίας με τους οποίους ο αθλητής, ανάλογα με την αίσθηση της κούρασης που νιώθει, οριοθετέι τον εαυτό του, διαλέγοντας έναν αριθμό, μας έδωσε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα (Maglisco,1993). Η μέτρηση των σφυγμών χρησιμοποιήθηκε ως ένα ακόμα μέσο υπολογισμού της αερόβιας ικανότητας (Sharp, Vitelli, Costill &Thomas, 1984; Taylor et al, 1999). Η βελτίωση της αερόβιας ικανότητας στην προπόνηση θα βελτιώσει την καρδιακή συχνότητα, ατυχώς όμως η καρδιακή συχνότητα δεν μπορεί να μας παρέχει πληροφορίες, ούτε για την συνεισφορά του αναερόβιου μεταβολισμού στο σύστημα, ούτε για την παραγωγή ενέργειας. Μόνο σε συνδυασμό με τις τιμές γαλακτικού μπορεί να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες πάνω στην προπόνηση (U.S.A and Canada, swimcoach; 2009). Η βελτίωση της αερόβιας ικανότητας είναι μεγαλύτερη, όταν ο αθλητής προπονείται με κριτήριο το αναερόβιο κατώφλι του, παρά την μέγιστη καρδιακή συχνότητα ή την μέγιστη πρόληψη οξυγόνου. Η κρίσιμη ταχύτητα ως δείκτης αξιολόγησης της ικανότητας αντοχής Μια ομάδα επιστημόνων, παρουσίασε στην κολυμβητική κοινότητα μια μέθοδο, αξιολόγησης της ικανότητας αντοχή στην κολύμβηση παροτρύνοντας τους προπονητές να την χρησιμοποιήσουν στην προπόνηση ως πρακτικό δείκτη υπολογισμού της ταχύτητας που μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς κόπωση (Wakayoshi et al,1992). Η ιδέα για τη χρήση αυτής της δοκιμασίας έχει αφετηρία την έννοια της κρίσιμης ισχύος που αναφέρεται για πρώτη φορά από τους Monod και Sherrer (1965). Οι Monod, Scherrer, (1965), θεωρούν ότι, η ΚΙ αντιπροσωπεύει την ένταση πάνω από το σημείο σταθεροποίησης της κατανάλωσης οξυγόνου ή αλλιώς κατώφλι τοπικής κούρασης (Morton, Green, Bishop, 18
19 Jenkins,1996). Είναι ισχύς που μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν να επέλθει η κόπωση που προκαλείται σε τοπική μυϊκή περιοχή. Κρίσιμη ταχύτητα στην κολύμβηση Ως ΚΤ κολύμβησης, προσδιορίσθηκε η ταχύτητα, σε εκείνη την ένταση όπου μπορεί θεωρητικά να διατηρηθεί χωρίς εξάντληση (Dekerle et al, 2002; Wakayoshi et al, 1992a,b). Ο Wakayoshi (1992) διαπίστωσαν ότι η σχέση επίδοσης - απόστασης είναι γραμμική. Ορίζεται ως μια ιδανική ταχύτητα προπόνησης, που μπορεί να διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν να επέλθει η κούραση. Σύμφωνα με τον Wakayoshi και συν, (1992 α ) ο προπονητής χρονομετρεί τους αθλητές μετά από συγκεκριμένη προθέρμανση, σε αποστάσεις μέγιστης προσπάθειας 50m -100m - 200m- 400m στο στυλ που επιθυμεί. Απο την επίδοση σε δευτερόλεπτα (sec) και την απόσταση σε μέτρα. Προκύπτει μια εξίσωση, όπου x αντιστοιχεί στην τιμή της κρίσιμης ταχύτητας. Η γραφική παράσταση που προκύπτει προσδιορίζει την σχέση επίδοσης - απόστασης. Έχουν γίνει μετρήσεις της κρίσιμης ταχύτητας τόσο σε αγόρια, όσο και σε κορίτσια μικρών ηλικιών, όμως δεν υπάρχουν αρκετές μελέτες σε κορίτσια μεγαλύτερων ηλικιών. Η ΚΤ έχει προταθεί ως ένα πολύ καλό εργαλείο για τους προπονητές που αργότερα επισημάνθηκε και από τους ερευνητές ως μια ικανή μέθοδος ελέγχου της προπόνησης (Ribeiro, Lima, Gobbato, 2009). H Κρίσιμη ταχύτητα σε παιδιά κολυμβητές και η σχέση της με άλλες μεθόδου. Η ΚΤ νεαρών κολυμβητών/τριών ηλικίας 12.9±1.1 ετών, σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε, ήταν παρόμοια συγκριτικά με την ένταση κολύμβησης στο κατώφλι αλλά αισθητά υψηλότερη, όταν υπολογίσθηκε από αποστάσεις 50m-100m. Εκ των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης έρευνας, επιβεβαιώνεται ότι η χρήση της κρίσιμης ταχύτητας μπορεί να αποτελέσει έναν εναλλακτικό αξιόπιστο δείκτη, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους προπονητές σε αυτές τις ηλικίες, ως δείκτης αξιολόγησης της αντοχής (Toubekis et al, 2006). Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 16 νεαρούς κολυμβητές/τριες ηλικίας 10-12 ετών βρέθηκε ότι η τιμής της ΚΤ να είναι σημαντικά χαμηλότερη από την ταχύτητα που αντιστοιχεί στην συγκέντρωση γαλακτικού στα 4mmol/L αίματος (V4) (Denadai, Grego, Teixeira, 2000). Παρατηρήθηκε υψηλή συσχέτιση μεταξύ της κολύμβησης σε ρυθμό που αντιστοιχεί 19
20 στην κρίσιμη ταχύτητα και στην μέγιστη ταχύτητα κολύμβησης διάρκειας 30 λεπτών, τόσο σε αγόρια όσο και σε κορίτσια ηλικίας από 10 έως 13 ετών (Greco, Pelarigo, Figueira, Denadai, 2007). Στη πρόσφατη μελέτη των παρατηρήθηκε πως με κολύμβηση στην ΚΤ δεν υπήρξε περαιτέρω αύξηση του γαλακτικού στους μικρούς κολυμβητές ενώ σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε σε έφηβους κολυμβητές (Fillipatou, Toubekis, Douda, Pilianidis, Tokmakidis, 2006). Αυτό μπορεί να οφείλεται στην μικρή ικανότητα των κολυμβητών να παράγουν γαλακτικό γενικότερα των μικρών παιδιών (Williams,1989). Η Κρίσιμη Ταχύτητα σε έφηβους και νεανίδες κολυμβητές/τριες Σε έρευνες της ΚΤ που αφορούσαν έφηβους κολυμβητές, βρήκαν ότι η τιμή αυτής τείνει να είναι ίση και χαμηλότερη από αντίστοιχες τιμές των V4, MLSS και Τ30. Σε έρευνα που αφορούσε έφηβους κολυμβητές, η ΚΤ δεν διέφερε στατιστικά σημαντικά από την τιμή που αντιστοιχεί στο Τ30, (Fernandes;Vilas-Boas, 1999). Παρατηρήθηκε υψηλή συσχέτιση μεταξύ OBLA και ΚΤ, ανεξάρτητα από το μαθηματικό μοντέλο με το οποίο συγκρίθηκε, ακόμη σημειώθηκε πως όσο μεγαλύτερη ήταν η απόσταση τόσο υψηλότερη ήταν η συσχέτιση. Παρατηρήθηκε υψηλή συσχέτιση μεταξύ της κολύμβησης σε ρυθμό που αντιστοιχεί στην κρίσιμη ταχύτητα και του Τ30, τόσο σε αγόρια όσο και σε κορίτσια ηλικίας από 13 έως 15 ετών (Greco, 2005).Σε μία άλλη εργασία που έγινε σε νεαρούς κολυμβητές, παρατηρήθηκε ότι η ΚΤ και η τιμή V4 δεν διαφέρουν στατιστικά σημαντικά (Fernandes et al, 2000; Reis and Alves, 2006). Το 2006 παρατηρήθηκε σε έρευνα των Filipatou et al, (2006) πως στην ΚΤ υπήρξε περαιτέρω αύξηση του γαλακτικού στους έφηβους κολυμβητές. Σε εργασία στην οποία συμμετείχαν νεαροί κολυμβητές/τριες, παρατηρήθηκε ότι η ΚΤ που υπολογίστηκε από αποστάσεις 50m-100m-200m-400m, δεν διέφερε από την V4 και την τιμή που αντιστοιχεί στο κατώφλι γαλακτικού (Toubekis, Tsami, Tokmakidis, 2006). Σε έρευνα σε κολυμβητές υψηλού επιπέδου ηλικίας 14 έως 16 ετών (Costa, 2009) παρουσιάστηκε υψηλή συσχέτιση της ΚΤ με την V4 και την Τ30. 20
21 Η Κρίσιμη ταχύτητα σε ενήλικες κολυμβητές Γενικότερα οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε ώριμους κολυμβητές παρουσιάζουν την ΚΤ ως τιμή που είναι παρόμοια η και μεγαλύτερη από δείκτες όπως V4, MLSS, και Τ30. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε ενήλικες κολυμβητές, παρατηρήθηκε πως η τιμή που αντιστοιχεί στην ΚΤ και η ταχύτητα που αντιστοιχεί στην V4 δεν διαφέρουν σημαντικά, (Wakayoshi et al, 1992). Ακόμα παρουσίασε την άποψη ότι η κολύμβηση στην ΚΤ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης της προπόνησης αντοχής. Σε άλλη έρευνα κολεγιακών κολυμβητών παρατηρήθηκε, ότι η κολύμβηση που ανταποκρίνεται στην ΚΤ και μπορεί να υπολογισθεί από συγκεκριμένα τεστ, μπορεί να έχει υψηλή συσχέτιση με την ταχύτητα κολύμβησης, που αντιστοιχεί στην ΜLSS (Wakayoshi, 1993). Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε υψηλού επιπέδου τριαθλητές, άντρες και γυναίκες παρατηρήθηκε πως η ΚΤ δεν αντιπροσωπεύει το κατώφλι γαλακτικού, καθώς υπερεκτιμά την τιμή του κατωφλιού (Μartin & White, 2000). Μελέτη σε ενήλικες κολυμβητές, έδειξε ότι η ΚΤ ήταν υψηλότερη από την ταχύτητα που αντιστοιχεί στο κατώφλι γαλακτικού και την MLSS (Martin & White, 2000; Taylor, 2001). Σε μια άλλη εργασία, η ΚΤ υπολογισμένη από αποστάσεις 200m- 400m, μπορεί να είναι παρόμοια με την τιμή που αντιστοιχεί στο Τ30, αλλά ελαφρώς υπερεκτιμημένη σύμφωνα με (Dekerle et al, 2001). Οι Baron και συν, (2004) παρατήρησαν σε έρευνα που έγινε ενήλικες άντρες και γυναίκες σε τεστ κολύμβησης, ότι υπήρξε υψηλή συσχέτιση της ταχύτητας που επέλεξαν να διατηρήσουν οι κολυμβητές για μεγάλο χρονικό διάστημα και της έντασης που αντιστοιχούσε στην MLSS. Λίγο αργότερα το ίδιο επιτελείο ερευνητών σε μέτρηση που πραγματοποίησε, μελετώντας 9 κολυμβητές καλά προπονημένους, διαπίστωσε πως η τιμή της κρίσιμης ταχύτητας κολύμβησης είχαν υψηλή συσχέτιση, ωστόσο βρέθηκε υψηλότερη από την τιμή που αντιστοιχεί στην MLSS (Dekerle et al, 2005). Σε συγκριτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε κολυμβητές διαφορετικών ηλικιακών ομάδων, με δείγμα χρόνους του ίδιου αγώνα συμμετοχής, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δυο φύλων, παρά μόνο μεταξύ του 1 (11-12) και 2 (13-14) γκρουπ των ενήλικων αντρών. Στο 3 γκρουπ η ΚΤ των γυναικών έτεινε να είναι χαμηλότερη της αντίστοιχης των αντρών (Soares, Fernandes, Vilas Boas, 2006). Έπειτα από έρευνα σε 9 κολυμβητές υψηλού επιπέδου μετά από μέτρηση κολύμβησης που αντιστοιχεί στην ΚΤ για κολύμβηση 400αριών σε αυτή την 21
22 ταχύτητα, έδειξαν ότι δεν μπορούσε να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (Dekerle et al, 2009). Στον πίνακας 1 παρουσιάζονται συγκεντρωτικά οι διαφορές της κρίσιμης ταχύτητας, με άλλες μεθόδους μέτρησης της ικανότητας αντοχής. Kρίσιμη συχνότητα χεριάς Προπονητές και ερευνητές πέρα από την βελτίωση των φυσικών ικανοτήτων των κολυμβητών έδωσαν προσοχή και στα στοιχεία της τεχνικής. Η τεχνική παίζει καταλυτικό ρόλο στην βελτίωση των χρόνων (Seifert et al; 2004). Υπάρχουν πηγές σύμφωνα με τις οποίες, υπάρχει ιδανικός αριθμός χεριών για τον κάθε κολυμβητή, που μπορούν να υπολογισθούν ατομικά ανά αγώνισμα και ανά απόσταση (Sidney, Delahaye, Ballon, Pelayo, 1999). Έπειτα από έρευνα σε κολυμβητές υψηλού επιπέδου, παρατηρήθηκε πως ο ιδανικός αριθμός χεριών που επιλέγει ένας κολυμβητής είναι καθαρά προσωπική υπόθεση. Έχουν υποδειχθεί διαφορετικοί τρόποι υπολογισμού του ιδανικού αριθμού χεριών, αυτό που φαίνεται να ισχύει για τους περισσότερους κολυμβητές είναι η μεγάλη σταθερότητα στην συχνότητα χεριάς (Sidney et al, 1999). Σύμφωνα με ερευνητές η βελτίωση των αριθμών χεριών σε μια διαδικασία μέγιστης προσπάθειας κολύμβησης συνδέεται θετικά με την βελτίωση της τεχνικής και της δύναμης και επηρεάζεται από την προπονητική περίοδο που βρίσκεται ο κολυμβητής / τρια (Skinner, 2000). Ακόμη έχει παρατηρηθεί ότι μέσα από την συχνότητα χεριάς σε ταχύτητα κολύμβησης που αντιστοιχεί στην ΚΤ μπορεί να υπολογισθεί η ιδανική συχνότητα χεριάς για Τ30 ικανού αερόβιου επιπέδου κολυμβητή. Σε άλλη έρευνα παρατηρήθηκε ότι ο αριθμός που επιλέχτηκε από τους κολυμβητές για να εκτελέσουν μια κολυμβητική δοκιμασία, κρατώντας σταθερό ρυθμό χεριών, συγκρινόμενος με άλλους τρόπους που πρότεινε το μοντέλο μέτρησης, αποδείχθηκε από τις ενδείξεις της καρδιακής συχνότητας και της ποσότητας παραγωγής γαλακτικού να είναι ο πιο οικονομικός (Pelayo et al, 1997). Έχει παρατηρηθεί πως αγωνίσματα των 100m, 200m, 800m, ότι όσο μεγαλώνει η απόσταση των αγωνισμάτων, μικραίνει η συχνότητα χεριάς, αυτό πιθανά οφείλεται στην σχέση μεταξύ μήκους και συχνότητας χεριάς. Πιο συγκεκριμένα όταν αυξάνει το μήκος χεριάς, συχνά προκύπτει μείωση της συχνότητας της (Santos-Silva,1999). 22
23 Πίνακας 1. Μελέτες όπου απεικονίζονται οι διαφορές της κρίσιμης ταχύτητας με επιλεγμένους δείκτες αξιολόγησης της ικανότητας της αντοχής. Ηλικία Αποστάσεις MLSSή Αναφορά Τ30 LT V4 (έτη) Υπολογισμού OBLA Wakayoshi et al., (1993) 19,4 200-400 Υ(2.3%) Fernandes et al., (2000) 100-400 200-800 50-1500 Υ(2.4%) ΔΔ ΔΔ ΔΔ ΔΔ Υ(6.7%) Fernandes & Vilas- Boas (1999) 13,5-15,4 50 έως 1500 ΔΔ Χ(5.2%) Denadai et al., (2000) 10-12 50-100-200 Χ(9.2%) Wakayoshi et al., (1992) Martin & Whyte (2000) Dekerle etal., (2002) Wakayoshi et al., (1992b) 19.3 50-100-200-400 Υ(4%) 26 100-1500 Υ(6.5%) 18.6 200-400 ΔΔ 50-100-200-400 Υ(1.2%) 50-100-200-400 ΔΔ Toubekis et al., (2006) 12.9 50-400 100-400 ΔΔ ΔΔ ΔΔ Χ(2.6%) 200-400 Χ(3.2%) Rodriquez et al., (2003) 19.7 100-400 Υ(3.7%) Dekerle et al., (2004) 20.4 96 429s Υ(4.4%) Wakayoshi et al., (1992a) 20.1 26 497s ΔΔ Filipatou et al., (2006) 4x400/ 100%της ΚΤ 95% της ΚΤ 4-7mmol/l 3-4 mmol/l Ribeiro et al., (2009) 16.5±1.2 5x400 5.7 mmol/l 8-7 mmol/l V4: η ταχύτητα που αντιστοιχεί σε συγκέντρωση γαλακτικού 4mmol/l, T30: ταχύτητα σε συνεχόμενη κολύμβηση 30λεπτών, LT: κατώφλι γαλακτικού, MLSS: ταχύτητα όπου επιτυγχάνεται η μέγιστη σταθερή συγκέντρωση γαλακτικού, OBLA: ταχύτητα της αρχικής απότομης αύξησης της συγκέντρωσης γαλακτικού, ΔΔ: δεν διαφέρουν σημαντικά, Χ: χαμηλότερη, Υ: υψηλότερη. 23
24 Ο μικρός αριθμός χεριών ανά απόσταση φαίνεται να σχετίζεται θετικά με την ενεργειακή οικονομία του κολυμβητή (Capparet, 1999), όπου με μετρήσιμο τρόπο μπορούν να δείξουν την βελτίωση της τεχνικής του κολυμβητή. Τα στοιχεία αυτά είναι είναι το μήκος χεριάς, η συχνότητα χεριάς και η δύναμη που παράγεται από κάθε χεριά του κολυμβητή. Δηλαδή η δυνατότητα μετακίνησης του κολυμβητή μέσα στο νερό, σε σχέση με τον αριθμό χεριών του (Maglisco, 2003; Ungerechts, 1988; Stewart, 1998& Hay, 1987). H ιδανική τεχνική οδηγεί στην επίτευξη του ταχύτερου χρόνου. Από ευρήματα ερευνητών παρατηρήθηκε πως η σωστή και αποτελεσματική τεχνική είναι αυτή που βοηθάει στο χαμηλό ενεργειακό κόστος και πετυχαίνει την μέγιστη απόδοση του κολυμβητή σε αγωνίσματα μεσαίων αποστάσεων, ελεύθερου στυλ κολύμβησης (Costil, Kovaleski, Porter, Kirwan, Fielding, & King, 1985). Τα παραπάνω στοιχεία έχουν αποτελέσει μετρήσιμο δείκτη της βελτίωσης της τεχνικής του κολυμβητή και γενικότερα το επίπεδο της κολυμβητικής του οικονομίας.είναι πολύ σημαντικό να μετρηθούν και οι δύο παράγοντες και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, καθώς οι έρευνες έχουν δείξει πως το ένα μπορεί να επηρεάσει το άλλο και πως υπάρχουν νόρμες για το κάθε φύλλο, ηλικία και επίπεδο κολυμβητή που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως οδηγοί για τους προπονητές, ανάλογα με το γκρουπ κολυμβητών που προπονούν. Ευρήματα από έρευνες έχουν δείξει πως η διάρκεια κολύμβησης σχετίζεται ουσιαστικά με την διάρκεια διατήρησης της ΚΤ. Mε τον όρο κρίσιμη συχνότητα χεριάς, ορίζεται, ως η μεγαλύτερη συχνότητα χεριάς που μπορεί να διατηρηθεί ανεπηρέαστη για το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα (Dekerle et al, 2006). Οι Dekerle και συν, (2005) υπογράμμισε την αξία της κρίσιμης ταχύτητας, με ακόμα ένα τρόπο ανακαλύπτοντας υψηλή συσχέτιση μεταξύ του αριθμού χεριών, σε αυτή την ταχύτητα και στο Τ30. Η κολύμβηση στην ΚΤ και στην κρίσιμη συχνότητα χεριάς, είναι ένας αριθμός χεριών που μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους προπονητές ως δείκτης, για τον έλεγχο της τεχνικής μέσα σε ένα τεστ αντοχής. Τα αποτελέσματα έρευνας έδειξαν πως η κολύμβηση στην ΚΤ μπορεί να αποτελέσει έναν αξιόπιστο τρόπο αξιολόγησης της κολυμβητικής απόδοσης, συγκρινόμενη με το τεστ VO2max και την συχνότητα χεριάς, (Wakayoshi et al, 1995). Σε άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε ενήλικες άντρες κολυμβητές, παρουσιάστηκε υψηλή συσχέτιση ανάμεσα στην ταχύτητα στη MLSS και του σημείου όπου αρχίζει να μικραίνει η συχνότητα χεριάς. Στην ίδια 24
25 έρευνα ακόμη παρατηρήθηκε σταθερός ρυθμός και συχνότητας χεριάς, των κολυμβητών, για τα πρώτα 30 λεπτά του τεστ (Dekerle et al, 2005). Έχει παρατηρηθεί ότι η μείωση στον αριθμό χεριών οφείλεται κυρίως στην μείωση της συχνότητας χεριάς και μιας σχετικής αύξησης του μήκους χεριάς, (Santos - Silva, 1999).Το παραπάνω είναι σύνηθες, δηλαδή όταν μειώνεται ο αριθμός χεριών στην μονάδα του χρόνου να αυξάνεται το μήκος χεριάς, (Maglisco, 2003) και αυτό συχνά οφείλεται, στην κούραση των κολυμβητών και στην προσπάθειά τους να πραγματοποιήσουν πιο αποτελεσματικές χεριές, με λιγότερη κούραση (Graig, 1985; Hay, 1987). Aκόμη σε αγώνες Ολυμπιακού επιπέδου έχει παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα χεριάς στα αγωνίσματα μικρότερων αποστάσεων και χαμηλότερη συχνότητα χεριάς σε αγωνίσματα μεγαλύτερων αποστάσεων όπως 400m και παραπάνω χωρίς να επηρεάζεται από τα διαφορετικά σωματομετρικά χαρακτηριστικά των αθλητών (Graig et al, 1985). Πολύ σημαντικό ρόλο στο μήκος και συχνότητας χεριάς καταλαμβάνουν τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά των κολυμβητών, σύμφωνα με έρευνες σε υψηλό επίπεδο, οι πιο προικισμένοι κολυμβητές, φαίνεται να χρησιμοποιούν μικρότερο αριθμό χεριών και να εκμεταλλεύονται μεγαλύτερη απόσταση στην μονάδα του χρόνου (Thanopoulos, Dopsaj, Nikolopoulos, 2006). Σε έρευνα (Μaclaren et al, 1999), υπογραμμίστηκε η πιθανότητα μεταβολής της κρίσιμη συχνότητας χεριάς κατά την αερόβια προπόνηση. Μπορεί να αποτελέσει έναν εναλλακτικό δείκτη για την προπόνηση στη συγκεκριμένη ένταση. Η χρησιμότητα της Κρίσιμης ταχύτητας στην προπόνηση των κολυμβητών O επιτυχημένος προπονητικός προγραμματισμός είναι αποτέλεσμα πολλών στοιχείων που πρέπει να προσέξει και να κατανοήσει ένας προπονητής. Η κατανόηση της λειτουργίας των διαφορετικών πηγών ενέργειας και πως χρησιμοποιούντα αυτές από τον οργανισμό του κολυμβητή μας είναι βασικό κατά την διάρκεια προπόνησης. Οι ανάγκες αυτές διαφοροποιούνται από αγώνισμά σε αγώνισμα, από απόσταση σε απόσταση αλλά και ατομικά σε κάθε κολυμβητή. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει ο προπονητής να γνωρίζει που στοχεύει ενεργειακά σε κάθε προπονητική μονάδα (Ogita, 2006). 25
26 Σχέση Κρίσιμη ταχύτητα. με την προπόνηση αντοχής Έχει παρατηρηθεί σε έρευνα των Toussaint και συν, (1998) ότι μια μεταβολή της ΚΤ σε ποσοστό 6% θα συμβεί όταν σημειωθεί μια βελτίωση της VO2max της τάξεως του 20%, και αυτό παρουσιάζει ξεκάθαρα την μεταξύ τους σχέση. Επίσης παρατηρήθηκε βελτίωση της ΚΤ μετά από αερόβια προπόνησης διάρκειας 11 εβδομάδων (ΜcLaren et al, 1999). Σε άλλη έρευνα παρουσιάσθηκε βελτίωση της ΚΤ της τάξεως του 3% μετά από προπόνησης διάρκειας 14 εβδομάδων σε ένταση που αντιστοιχεί στο 95 105% της ΚΤ (Toubekis et al, 2002). Η αξία της Κρίσιμη ταχύτητα στην προπονητική διαδικασία διαφορετικών ηλικιών Η ΚΤ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση από τον προπονητή για τον προσδιορισμό του ιδανικού ρυθμού αντοχής στην προπόνηση παιδιών, νεαρών και ενήλικων κολυμβητών/τριων. Ο προσδιορισμός της ταχύτητας μπορεί να γίνει εύκολα είτα από επιδόσεις αγώνων ή προπόνησης. Οι έρευνες δείχνουν ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορισθούν οι εντάσεις που πρέπει να κολυμπάει ένας κολυμβητής, για να ελέγχει τα αποτελέσματα των προπονητικών ερεθισμάτων καθώς και να προβλέπει την απόδοση ενός κολυμβητή/τρία, (Dekerle et al, 2006). Φαίνεται να υπάρχει εφαρμογή της ΚΤ και σε άλλα κολυμβητικά στυλ όπως το πρόσθιο και μπορεί να υπολογισθεί μέσα από μέγιστη προσπάθεια κολύμβησης 300m του πρόσθιου στυλ (Takahashi et al, 2009). Οι Beneke και συν, (1995) διατύπωσε πως οι αλλαγές στην MLSS στο αίμα, μπορεί να επηρεάζεται από την φύση του αθλήματος και τους μυς τους οποίους ενεργοποιούνται. Η ΚΤ εμφανίζει υψηλή συσχέτιση με την VΟ2max, και επομένως αποτελεί ένα καλό δείκτη της αερόβιας προπόνησης, σε άτομα πριν από την εφηβεία (Berthoin et al, 2003). H χρήση της ΚΤ δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη χωρίς περιορισμούς, σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε υγιείς ενήλικες, σε άσκηση σε εργοποδήλατο, τα αποτελέσματα φάνηκαν να διαφοροποιούνται από τα μέχρι τώρα ευρήματα (Dekerle et al, 2005). To 2001 διατυπώθηκε από τους Smith και συν, (2000) σε έρευνα που είχε ως δείγμα άντρες δρομείς μέσης ηλικίας 28 ετών, πως διέφερε σημαντικά η ένταση της MLSS και της ΚΤ και παροτρύνει περαιτέρω μελέτη. Σύμφωνα με μια άλλη έρευνα που έγινε σε κολυμβητές και των δυο φύλων και σε ηλικίες από 10 έως 15 ετών, παρατηρήθηκε πως η μέθοδος της ΚΤ αποτελεί ένα αξιόπιστο δείκτη αξιολόγησης της αερόβιας ικανότητας (Greco et al, 2005). Σε παρόμοια 26
27 συμπεράσματα κατέληξε και άλλη μια έρευνα που αφορούσε κολυμβητές/τριες υψηλού επιπέδου με ηλικία 17 χρονών. Η ΚΤ ως εργαλείο προπόνησης μπορεί να αποτελέσει έναν αξιόπιστο δείκτη που οριοθετείται στο ανώτερο όριο της υπερφορτωμένης αντοχής. Εκπροσωπεί το ανώτερο όριο άσκησης, δηλαδή λίγο πριν την VO2max (Dekerle et al, 2006). H KT έχει προταθεί από ερευνητές για την χρήση της στην προπόνηση κολύμβησης, αποτελεί δε έναν εύκολο τρόπο ελέγχου της αντοχής, οριοθετώντας τις εντάσεις της προπόνησης, ελέγχοντας αυτήν και προβλέποντας την απόδοση του κολυμβητή (Dekerle et al, 2006). Μετά από διάστημα προπόνησης κολύμβησης 6 μηνών, σε κολεγιακούς κολυμβητές, παρατηρήθηκε βελτίωση της ΚΤ και των στοιχείων της τεχνικής, όπως μήκος και συχνότητα χεριάς (Wakayoshi et al, 1993). Ένα ακόμα στοιχείο για την ΚΤ που αφορά την προπόνηση, η Βασιλάκη, Τουμπέκης, Δούδα, Γούργουλης, Τοκμακίδης, (2007), παρατήρησε σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε έφηβους πως η ΚΤ δεν μπορεί να διατηρηθεί σε σειρές επαναλήψεων για μεγάλες αποστάσεις (200m-400m), όπως διατηρείται σε μικρότερες αποστάσεις (100m), καθώς ακόμη πως ο χρόνος αποκατάστασης διαφέρει, εάν λάβει κανείς υπόψη του την καρδιακή συχνότητα. Σε άλλη μελέτη η ΚΤ παρουσιάστηκε ως καλός δείκτης υπολογισμού της κολυμβητικής απόδοσης σε μικρές αποστάσεις στο ύπτιο στυλ κολύμβησης (Daijiro, Hiroaki, Shigemitsu, Satoshi, Yoshiyuki, Sachio, Takayoshi, 2006). Ακόμη μια αναφορά μας ενημερώνει πως η ΚΤ είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη κατά την προπόνηση έφηβων κολυμβητών και έχει παρατηρηθεί ότι με την βελτίωση της αερόβιας ικανότητας, αλλάζει και αυτή (Reis, Alves, 2006). Η ΚΤ αποτελεί αξιόπιστο πρωτόκολλο μέτρησης της του αναερόβιου κατωφλιού για κολυμβητές (Fernandes et al, 2000). Ο Wakayoshi και συν, (1993) καθώς και οι Papoti και συν, (2005) υποστήριξε πως η ΚΤ αποτελεί έναν αξιόπιστο δείκτη μέτρησης της αερόβιας ικανότητας στο κολύμπι παρουσιάζουν υψηλή συσχέτιση με την MLSS στο αίμα. Έχουν γίνει μετρήσεις της κρίσιμης ταχύτητας σε κορίτσια μικρών ηλικιών, όμως δεν υπάρχουν αρκετές μελέτες σε κορίτσια μεγαλύτερων ηλικιών, ακόμη δεν είναι βέβαιο ότι η ΚΤ εκφράζει το ίδιο επίπεδο έντασης της άσκησης για κολυμβήτριες διαφορετικών ηλικιών. 27
28 III. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Εξεταζόμενοι Στη μελέτη συμμετείχαν 27 κολυμβήτριες ηλικίας 10 έως 28 ετών. Οι αθλήτριες ανήκαν σε κολυμβητικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης. Δημιουργήθηκαν 3 ομάδες με βασικό κριτήριο τη βιολογική και ημερολογιακή ηλικία. Οι κολυμβήτριες συμμετείχαν σε αγωνίσματα διαφορετικών αποστάσεων και στυλ. Οι εθελόντριες κολυμβήτριες και οι γονείς τους αφού ενημερώθηκαν για τη διαδικασία, τα οφέλη και τους κινδύνους της έρευνας, υπέγραψαν έντυπο συγκατάθεσης. Στον Πίνακα 2 εμφανίζονται τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά και δεδομένα της προπόνησης των συμμετεχόντων. Πίνακας 2. Τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά η προπονητική η βιολογική ηλικία και χαρακτηριστικά της προπόνησης των τριών ομάδων που συμμετείχαν στη μελέτη. ΟΜΑΔΑ ΥΨΟΣ (cm) ΣΩΜ. ΜΑΖΑ (kg) ΗΛΙΚΙΑ (Ετος) Β. ΗΛΙΚΙΑ (Τanner stage) Π. ΗΛΙΚΙΑ (έτη) Α ΕΜΠΕΙΡΙΑ (έτη) Π. /ΕΒΔΟ Μ ΑΠΟΣΤΑΣΗ (m) Π (n=9) Ν (n=11) 144 ± 0,4 36 ±3 10,5±1,5 1±0,5 4±0,5 3±1 5±1 160±2,5 51±2,5 13,1±0,5 3±0,5 5,5±0,5 5±1 7±1 13.000± 1.500 28.000± 1.000 Ε (n=7) 172±1,5 62 ±3,5 19,9±1 5±0,5 12±1,5 7±1 6±1 22.500± Π:παιδιά, Ν:νεάνιδες, Ε:ενήλικες, Β.ΗΛΙΚΙΑ :βιολογική ηλικία, Π. ΗΛΙΚΙΑ: προπονητική ηλικία, Α. ΕΜΠΕΙΡΙΑ: εμπειρία αγώνων, Π. ΕΒΔΟΜ: Αριθμός προπονήσεων ανά εβδομάδα, ΑΠΟΣΤΑΣΗ: προπόνηση σε χιλιόμετρα ανά εβδομάδα.. 1.700 Πειραματική Διαδικασία Οι κολυμβήτριες την πρώτη ημέρα των μετρήσεων εκτέλεσαν μέγιστη προσπάθεια ελεύθερου στυλ κολύμβησης 50m και 400m. με ξεκούραση μιας ώρας ανάμεσα στις δοκιμασίες. Την μεθεπόμενη μέρα οι κολυμβήτριες εκτέλεσαν μέγιστη προσπάθεια κολύμβησης 100m και 200m ελεύθερου στυλ κολύμβησης με ξεκούραση μιας ώρας ανάμεσα στις δοκιμασίες. Από τις παραπάνω δοκιμασίες υπολογίσθηκε η κρίσιμη ταχύτητα για κάθε μια κολυμβήτρια με τη διαδικασία που έχει περιγραφεί από 28
29 τον Wakayoshi και συν (1992). Σε επόμενη ημέρα οι κολυμβήτριες πραγματοποίησαν μια σειρά προσπαθειών που περιελάμβανε για την ομάδα των παιδιών πέντε επαναλήψεις 300m (5x300) και τις ομάδες νεανίδων και ενηλίκων πέντε προσπάθειες 400m (5x400) με 40 s ξεκούραση ανάμεσα στις αποστάσεις. Οι κολυμβήτριες καθοδηγούμενες από την ερευνήτρια στόχευαν να διατηρήσουν ταχύτητα ίση με την κρίσιμη ταχύτητα. Πριν από τη δοκιμασία 5x400m ή 5x300m τοποθετήθηκε στις κολυμβήτριες τηλεμετρικής καταγραφής της καρδιακής συχνότητας (POLAR S810i). Σε κάθε δοκιμασία καταγράφηκαν οι χρόνοι που πραγματοποιήθηκαν κάθε 50m ο αριθμός χεριών και υπολογίστηκες η συχνότητα χεριάς (χρονομετρήθηκαν 3 κύκλοι χεριών από τα 15 m έως 35 m). Στην ηρεμία και μετά από κάθε επανάληψη 300m ή 400m κολύμβησης πραγματοποιούνταν αιμοληψία από την ρόγα του δαχτύλου, και καταγραφή της υποκειμενικής αντίληψης κόπωσης. Υπολογισμός της κρίσιμης ταχύτητας Ο Wakayoshi και οι συνεργάτες (1992) διαπίστωσαν ότι η σχέση επίδοσης - απόστασης είναι γραμμική. Η γραφική παράσταση που προκύπτει, προσδιορίζει την σχέση επίδοσης - απόστασης. Αυτή η σχέση ορίζεται από μία εξίσωση πρώτου βαθμού, με τη μορφή της εξίσωσης y=βx*α (1). Ο συντελεστής συσχέτισης των δυο συγκεκριμένων μεταβλητών είναι συνήθως πολύ υψηλός (r=0,99 έως 1). Το y εκφράσει την απόσταση σε μέτρα, το x την επίδοση σε δευτερόλεπτα και το α και β είναι συντελεστές. Αν στην εξίσωση 1 αντικαταστήσουμε το y με την απόσταση κολύμβησης (D) και το x με την επίδοση (T), τότε η εξίσωση παίρνει την μορφή, D=βΤ+a, εξίσωση (2). Επειδή όμως η απόσταση κολύμβησης εκφράζεται από το γινόμενο της ταχύτητας (V) με τον χρόνο (D=V*T), η εξίσωση 2 γίνεταιv*t=βτ+ α, εξίσωση (3). Λύνοντας την εξίσωση 3 ως προς την ταχύτητα (V), έχουμε V=β+α/Τ, εξίσωση (4). Θεωρητικά για να οριστεί η ταχύτητα που μπορεί να διατηρηθεί απεριόριστα πρέπει η χρονική διάρκεια Τ να τείνει στο άπειρο (Τ ). Τότε το πηλίκο (α/τ), θα τείνει στο 0 και στην εξίσωση (4) θα έχουμε: V= β, η σταθερά β εκφράζει την κλίση της ευθείας που αντιπροσωπεύει την σχέση επίδοσης απόστασης. 29
30 Προσδιορισμός της σύστασης του σώματος Η μέτρηση των δερματοπτυχών πραγματοποιήθηκε σε συγκεκριμένες περιοχές του σώματος των κολυμβητριών που επιλέχτηκαν προσεκτικά και από τον ερευνητή. Αρχικά έγινε ψηλάφηση και επισήμανση της συγκεκριμένης περιοχής και καταγράφηκε η ένδειξη του δερματοπτυχόμετρο στα πρώτα δευτερόλεπτα. Το ποσοστό λίπους προσδιορίστηκε με την εξίσωση των Slaughter, και συν, (1988) για παιδιά και νεάνιδες και Jackson (1980) για ενήλικες κολυμβήτριες. Όλες οι δερματοπτυχες μετρήθηκαν από τη δεξιά πλευρά, στην περιοχή του δικεφάλου, τρικεφάλου υποπλατίου, υπερλαγόνια, μέση, μασχαλιαία, κοιλιά, μηρός, γαστροκνήμιο, στήθος, με δερματοπτυχόμετρο τύπου Harpender. Περιγραφή οργάνων Για τη μέτρηση των δοκιμασιών χρησιμοποιήθηκε ηλεκτρονικό χρονόμετρο χειρός WATERFLY 80 memory. Για τον προσδιορισμό της βιολογικής ηλικίας έγινε έλεγχος, μέσω φωτογραφιών - Tanner stage photos, (Tanner, Whithouse, 1976) - που απεικόνιζαν όλα τα επίπεδα ανάπτυξης μιας κολυμβήτριας, οι φωτογραφίες δόθηκαν στους γονείς για να γίνει η αντιστοίχιση με τις κολυμβήτριες. Αυτή η μέθοδος αποτελεί έναν αξιόπιστο δείκτη που χρησιμοποιείται από προγράμματα αξιολόγησης κολυμβητικών ταλέντων τόσο στην Ελλάδα (Παυλίσεβιτς, 2002) όσο και στη Γαλλία (Hellard et al., 1995). Για τον προσδιορισμό της υποκειμενικής αντίληψης της κόπωσης χρησιμοποιήθηκε η δεκαβάθμια κλίμακα BORG. (Παράρτημα.10). Καταγραφή καρδιακής συχνότητας Για τη μέτρηση της καρδιακής συχνότητας χρησιμοποιήθηκε ασύρματο ρολόι POLAR S810i. H καρδιακή συχνότητα αποθηκεύτηκε από το σύστημα καταγραφής για μέτρηση κάθε 5 s. Ο ιμάντας είχε προσαρμοστεί μέσα από το μαγιό τους για καλύτερη σταθερότητα και κατέγραφε τους σφυγμούς για κάθε 5 s από το πρώτο λεπτό της άσκησης μέχρι την λήξη της δοκιμασίας. Χώρος διεξαγωγής της μελέτης Κλειστή πισίνα 50m με σταθερή θερμοκρασία 25-26 ο C. 30
31 Σχεδιασμός έρευνας Η μορφή του σχεδιασμού είχε ως εξής: κολύμπι 400m ανάμεσα στα οποία υπάρχει διάλειμμα 30-40 s κατά το διάλειμμα πραγματοποιούνται οι αιμοληψίες. Την στιγμή εκτέλεσης των 5x400m, γίνεται καταγραφή σφυγμών, χρόνων, χεριών, περασμάτων, συχνότητα χεριών και πραγματοποιείται καταγραφή των αποτελεσμάτων. Διαδικασία προσδιορισμού του γαλακτικού Στο εργαστήριο ετοιμάσαμε ένα φιαλίδιο eppendorf για κάθε δείγμα αίματος, όπου τοποθετήσαμε 140 ml υπερχλωρικού οξέος συγκέντρωσης 0,3 mol/l. Στο πειραματικό μέρος της μελέτης, μετά από κάθε αιμοληψία, τα δείγματα τοποθετούνταν στα φιαλίδια, τα οποία ανακινούσαμε καλά ώστε να κατακρημνισθούν τα έμμορφα συστατικά και οι πρωτεΐνες του αίματος. Ο προσδιορισμός του γαλακτικού έγινε με ενζυμικό φωτομετρικό. Χρησιμοποιήθηκαν τα αντιδραστήρια Glycine Buffer και γαλακτική αφυδρογονάση της Sigma Diagnostics (St. Louis, MO, ΗΠΑ) και NAD της Applichem (Darmstadt, Γερμανία). Αρχικά αφήσαμε τα δείγματα και τα αντιδραστήρια να έρθουν σε θερμοκρασία δωματίου, στην συνέχεια αριθμήσαμε τις κυψελίδες σύμφωνα με του συνολικό αριθμό των δειγμάτων συν ένα δείγμα που το ονομάσαμε τυφλό. Προσδιορίσαμε τον συνολικό αριθμό τον δειγμάτων και φυγοκεντρήστικαν. Στην συνέχεια υπολογίσαμε τις ποσότητες των αντιδραστηρίων. Προετοιμασία αντιδραστηρίων: Ζυγίστηκε το βάρος του χαρτιού, ζυγίσαμε την ποσότητα NAD που θα μας χρειαστεί σύμφωνα με τον τύπο: συνολικός αριθμός δειγμάτων *73 x 1,19 = 86,87ml, ρίξαμε την ποσότητα αυτή μέσα σε φιαλίδιο, ρίξαμε το πρώτο στοιχείο συνολικά 92,6 ml NAD, (Applichen A1124,0001 NAD). Προστέθηκε το 2 ο στοιχείο που είναι απιονισμένο νερό σύμφωνα με τον τύπο 92,6 x 0,4 = 37,04 ml. Προσθέσαμε το 3 ο στοιχείο glycine buffer όπου σύμφωνα με τον τύπο είναι 92,6 x 0,2 = 18,52 ml, (Sigma GS418 Glycine buffer). Στο τέλος προσθέσαμε το 4 ο στοιχείο την γαλακτική αφυδρογονάση με ποσότητα ίδια με αυτήν την ποσότητα του NAD δηλαδή 92,6 ml, (Sigma L2500 Lactate Dehydrogenase 10.000U/UL). Αριθμήστικαν με τις κυψελίδες, φυγοκεντρίστηκαν τα δείγματα και ετοιμάστηκαν για κάθε κυψελίδα 725 ml αντιδραστηρίου, στην συνέχεια συλλέξαμε από κάθε δείγμα 31
32 την συγκεκριμένη ποσότητα 25ml υπερκείμενου (που έχει ξεχωρίσει από το ίζημα), και την ρίξαμε στην κενή κυψελίδα. Έπειτα πραγματοποιήθηκε bortex (για να καθαρίσει το φιαλίδιο). Μετά το πέρας των 30 λεπτά πήραμε καταγράψαμε την τιμή του γασφματογράφου* Το 73 αφορά την συγκεκριμένη ημέρα της ανάλυσης δηλ.(είχαμε 6μετρήσεις x τα άτομα που μετρήσαμε). Μετρήθηκε η συγκέντρωση του γαλακτικού σε φασματοφωτόμετρο σε μήκος κύματος στα 340nm, ορίζοντας ως FACTOR το 53,05. Επειδή όλα τα δείγματα (περιλαμβανομένου και του τυφλού), παρουσίασαν μια συνεχή αργή αύξηση της απορρόφησης, μηδενίσαμε ως προς το τυφλό και ολοκληρώσαμε τη μέτρηση μέσα σε 10 λεπτά. Κατασκευή αντιδραστηρίων: 1.***73 x 1,19 = 86,87mg = 90. Χαρτί + σκόνη NAD 92,6 > παραπάνω από 90 για τυχόν επανάληψη. 2.***Απιονισμένο νερό: 92,6 x 0,4 = 37,04 ml (πιπέτα 5x7 +2). 3.glycine buffer 92,6 x 0,2= 18,52 ml (πιπέτα 3x 5=3φορές από 15+3 = 18). 4.Γαλακτική αφυδρογονάση 92,6ml δηλαδή την ίδια ποσότητα με το ΝΑD. 5.725ml από το αντιδραστήριο σε κάθε κυψελίδα. 6.Λήψη από το υπερκείμενο και τοποθέτηση στην κυψελίδα. 7. Βortex, για να καθαρίσει το φιαλίδια πριν μπει στο φασματοφωτόμετρο. 8.Μετά το πέρας τον 30 λεπτών τοποθέτηση στο μηχάνημα του γαλακτικού και ένδειξη τιμής. *** οι αρχικές τιμές των αντιδραστηρίων είναι στάνταρ. το 73 αφορά τον αριθμό τον δειγμάτων που εξετάσθηκαν π.χ εάν εάν 12 άτομα, με 6 μετρήσεις στο καθένα, είχαμε συνολικά 72 δείγματα συν 1 το τυφλό, δηλαδή συνολικά είχαμε την προετοιμασία αντιδραστηρίων για 73 δείγματα. Αναλυτικά: Σύμφωνα με το πρωτόκολλο ήρθαν τα δείγματα σε θερμοκρασία δωματίου στη συνέχεια τα φυγοκεντρήθηκαν για 4 λεπτά στις 1500 rpm. Ετοιμάστηκαν πλαστικές κυψελίδες αντίστοιχες προς τον αριθμό των δειγμάτων, συν ένα το τυφλό και μία για το πρότυπο. Ήρθαν σε θερμοκρασία δωματίου τη σκόνη NAD. Υπολογίσαμε την ποσότητα του διαλύματος που θα χρειαζόμασταν ως το γινόμενο των απαιτούμενων κυψελίδων (Κ) (δείγματα + τυφλό + πρότυπο) επί 0,725 ml. Βάσει των αναλογιών της Sigma Diagnostics χρειαζόμασταν Κx1,19 mg NAD. Το διάλυμα που χρησιμοποιήσαμε προκύπτει από την ποσότητα NAD (π) και τις ανάλογες ποσότητες των 32
33 αντιδραστηρίων, Glycine Buffer (0,2 x π) ml, απιονισμένο νερό (0,4 x π) ml και γαλακτική αφυδρογονάση (10 x π) ml. Ετοιμάστηκε το διάλυμα, τοποθετήσαμε 725 ml σε κάθε κυψελίδα, στην κυψελίδα προτύπου τοποθετήσαμε 25 ml προτύπου γαλακτικού συγκέντρωσης 4,44 mmol/l, στη κυψελίδα τυφλού τοποθετήσαμε 25 ml 0,3 mol/l HClO4 και στις κυψελίδες των δειγμάτων 25 ml από το αντίστοιχο υπερκείμενο υγρό. Ανακινήσαμε τα δείγματα (Vortex) και τα επωάσαμε για 30 min σε θερμοκρασία δωματίου. Πριν το τέλος της επώασης ετοιμάσαμε το φασματοφωτόμετρο (Hitachi U-1100, Τόκιο Ιαπωνία) καθορίζοντας το μήκος κύματος στα 340 nm και ως Factor (συντελεστής συγκέντρωσης προς απορρόφηση) 53,17 ενώ μηδενίζαμε συνεχώς ως προς το τυφλό. Η καταγραφή της συγκέντρωσης του γαλακτικού έγινε σε mmol/l αίματος. Στατιστική επεξεργασία Σύμφωνα με τον πειραματικό σχεδιασμό πραγματοποιήθηκε τεστ One-Way ANOVA, Two-way Ανάλυση διακύμανσης για επαναλαμβανόμενες μετρήσεις στο δεύτερο παράγοντα (Two way Anova Repeated measures 3x5, Ταχύτητα, γαλακτικό, καρδιακή συχνότητα, μήκος χεριάς και δείκτη αποτελεσματικότητας. Στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε τεστ πολλαπλών συγκρίσεων (Tukey) για τον έλεγχο των διαφορών μεταξύ των ομάδων και μεταξύ των χρονικών στιγμών. Ως επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε το (p<0.05). 33
34 IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Επιδόσεις στις αποστάσεις 50, 100, 200, 400 m Στον Πίνακα 3 εμφανίζονται οι επιδόσεις που πέτυχαν οι κολυμβήτριες στις αποστάσεις που εκτελέστηκαν με μέγιστη ένταση. Από τις επιδόσεις αυτές υπολογίστηκε η ΚΤ για κάθε μία από τις κολυμβήτριες. Οι κολυμβήτριες και των τριών ομάδων εμφάνισαν παρόμοιο ποσοστό σωματικού λίπους και άθροισμα των εννέα δερματοπτυχών το Ποσοστό σωματικού λίπους, για τα παιδιά Π:18,2±2,0; Για τις νεάνιδες Ν:18,0±2,6; και για τις ενήλικες Ε:19,9±5,0%, (F 2,23 =0,76, p>0,05), άθροισμα δερματοπτυχών, Π:73,2±13,1; Ν:75,3±14,5; Ε:88,1±16,5, F 2,23 =2,14, p>0,05) Πίνακας 2. Οι επιδόσεις των κολυμβητριών στις αποστάσεις που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της κρίσιμης ταχύτητας. Χρόνοι επίδοσης (s) Ομάδα 50m 100m 200m 400m Παιδιά 37.7±1.5 85.7±4.8 191.8±10.4 400.4±18.9 Νεανίδες 32.4±1.3 71.5±2.9 157.9±9.2 332.3± 23.0 Ενήλικες 31.1±2.2 68.2±3.6 151.3±5.6 315.2±14.6 Σύγκριση της ΚΤ και της ταχύτητας των 5x400m Η ταχύτητα που διατηρήθηκε στη σειρά των πέντε προσπαθειών από την ομάδα Π (Π: 0,97±0,04) m/s, ήταν σημαντικά χαμηλότερη από την ταχύτητα που διατηρήθηκε από Ν (Ν:1,15±0,07) m/s, και Ε (;Ε:1,19±0,06) m/s, Σχήμα 1, p<0.05). Οι κολυμβήτριες κατόρθωσαν να διατηρήσουν μέση ταχύτητα παρόμοια με την ΚΤ στη σειρά των πέντε επαναλήψεων 300 ή 400 μέτρων, ωστόσο, η ΚΤ στην ομάδα Π ήταν χαμηλότερη από την ΚΤ στις ομάδες Ν και Ε. Σχήμα 2, p>0.05. Η ταχύτητα στις επαναλήψεις των 300 ή 400 μέτρων αντιστοιχεί στο 100.5±1.7, 98.3±2.8 και 97.8±2.9% της ΚΤ και αυτό το ποσοστό δεν διέφερε μεταξύ των ομάδων (p>0.05). 34
35 Ταχύτητα κολύμβησης στα 300 ή 400 μέτρα (m/s) 1.300 1.250 1.200 1.150 1.100 1.050 1.000 0.950 0.900 0.850 0.800 * * * * * Π: παιδιά Ν: νεάνιδες Ε:ενήλικες 1 2 3 4 5 Επαναλήψεις 300 ή 400-m Σχήμα 1. Μεταβολές της ταχύτητας στη διάρκεια των 5x300 και 5x400. * p<0.05 μεταξύ των παιδιών με τις άλλες δύο ομάδων. Σειρά1 Σειρά2 ΚΤ Μέση ταχύτητα 5x300ή 400 * Π Ν Ε Ομάδες Σχήμα 2. Η μέση ταχύτητα που διατηρήθηκε στη σειρά επαναλήψεων 5x400 και 5x300 στις τρεις ομάδες σε σύγκριση με την κρίσιμη ταχύτητα (ΚΤ). * p<0.05 μεταξύ ενηλίκων και νεανίδων σε σχέση με τα παιδιά. 35
36 Σύγκριση Κρίσιμης συχνότητας χεριάς Η συχνότητα χεριών στις επαναλήψεις των 400 ή 300 m δεν διέφερε μεταξύ των ομάδων (Π: 32,9±3,0; Ν: 32,0±3,0; Ε: 30,9±3,0 cycles/min, Σχήμα 3, p>0.05). Επιπλέον η συχνότητα χεριών στις προσπάθειες των 400m και 300m μέτρων παρέμεινε αμετάβλητη μεταξύ των επαναλήψεων και ήταν παρόμοια με την κρίσιμη συχνότητα χεριών. Σχήμα 4, p>0.05. Συχνότητα χεριών (cycles/min) 38.0 36.0 34.0 32.0 30.0 28.0 26.0 Π: παιδιά Ν: νεάνιδες Ε: ενήλικες 1 2 3 4 5 Επαναλήψεις 300 ή 400 m Σχήμα 3. Οι μεταβολές στη συχνότητα χεριών στις πέντε προσπάθειες 400 m στις τρεις ομάδες. 40.0 ΚΤ ΣΧ σε 5x400-300 Συχνότητα χεριων (cycles/min) 35.0 30.0 25.0 20.0 15.0 10.0 5.0 0.0 Π: παιδιά Ν: νεάνιδες Ε: ενήλικες Ηλικιακές κατηγορίες Σχήμα 4. Η κρίσιμη συχνότητα χεριών σε σύγκριση με τη μέση συχνότητα χεριών που διατηρήθηκε στη διάρκεια των 5x400m και 5x300m. ΣΧ: συχνότητα χεριών. 36
37 Σύγκριση της συγκέντρωση του γαλακτικού Συγκρίνοντας την συγκέντρωση του γαλακτικού για κάθε ηλικιακή ομάδα, παρατηρήσαμε ότι δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφορετικών ηλικιακών ομάδων στη μέση συγκέντρωση γαλακτικού μετά τις προσπάθειες 5x300 η 400m (Π: 4,2±1,4; N: 4,9±1,4; E: 3,9±1,4 mmol/l, F 2,24 =1,44, p>0.05). Σε όλες τις ομάδες εμφανίστηκε αύξηση της συγκέντρωσης γαλακτικού σε σύγκριση με τις τιμές ηρεμίας αλλά δεν παρατηρήθηκε αύξηση στη διάρκεια των πέντε προσπαθειών 300 ή 400 μέτρων. Σχήμα 5, p>0.05. Γαλακτικό αίματος (mmol*l -1 ) 8.0 7.0 6.0 5.0 4.0 3.0 2.0 1.0 0.0 Π: παιδιά Ν: νεάνιδες Ε: ενήλικες rest 1 2 3 4 5 Επαναλήψεις 300 ή 400-m Σχήμα 5. Η συγκέντρωση γαλακτικού στις επαναλήψεις των 300 ή 400 μέτρων στις τρεις ηλικιακές ομάδες. Σύγκριση καρδιακής συχνότητας H καρδιακή συχνότητα της ομάδας Ε ήταν χαμηλότερη σε σύγκριση με τις ομάδες Π και Ν στα τελευταία 100m για κάθε προσπάθειας των 5x300 ή 5x400 (Σχήμα.6, p<0.05). Η καρδιακή συχνότητα των παιδιών, νεανίδων και ενήλικων κολυμβητριών κυμάνθηκε μεταξύ 186 έως 198, 185 έως 194, 175 έως 182 b/min αντίστοιχα (F 2,16 =23,2, p<0.05). Σημαντική αύξηση εμφανίστηκε στη δεύτερη τρίτη τέταρτη και πέμπτη προσπάθεια σε σύγκριση με την πρώτη προσπάθεια στην ομάδα 37
38 Π, ενώ στην ομάδα Ν η αύξηση ήταν σημαντική μόνο μετά από την Πέμπτη προσπάθεια (Σχήμα 6, p<0,05). Καρδιακή Συχνότητα (b/min) 210 200 190 180 170 160 150 * * * * * Π:παιδιά Ν:νεάνιδες Ε:ενήλικες 1 2 3 4 5 Επαναλήψεις 300 ή 400 m Σχήμα 6. Η καρδιακή συχνότητα στα τελευταία 100m κάθε προσπάθειας 300m ή 400m στις τρεις ομάδες. * p<0.05 σε σύγκριση με την πρώτη προσπάθεια. Δείκτης υποκειμενικής κόπωσης Δεν παρουσιάστηκε διαφορά μεταξύ των ομάδων στο δείκτη υποκειμενικής κόπωσης αλλά εμφανίστηκε σημαντική αύξηση μετά από τη δεύτερη προσπάθεια σε σχέση με την πρώτη ανεξάρτητα ομάδας. Σχήμα 7, p<0,05. RPE 10 9 8 7 6 5 4 3 2 1 0 * * * * Π: παιδιά Ν:νεάνιδες Ε: ενήλικες 1 2 3 4 5 Επαναλήψεις 300 ή 400-m Σχήμα 7. Ο δείκτης υποκειμενικής κόπωσης στις πέντε προσπάθειες 300 ή 400 μέτρων στις τρεις ομάδες. * p<0,05 σε σύγκριση με την πρώτη προσπάθεια. 38
39 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκαν οι διαφορές στην συγκέντρωση του γαλακτικού και σε στοιχεία της τεχνικής, μεταξύ κολυμβητριών, διαφορετικών ηλικιακών ομάδων στο ελεύθερο στυλ κολύμβησης. Η ένταση ταχύτητας που αντιπροσωπεύει την ΚΤ μπορεί να διατηρηθεί για χρονικό διάστημα από 28 έως 31 λεπτά από κολυμβήτριες διαφορετικών ηλικιών (11 19 ετών), οι οποίες εμφανίζουν σταθερή ταχύτητα και παρόμοια παραγωγή γαλακτικού. Μία από τις υποθέσεις της μελέτης ήταν ότι θα υπάρξουν υψηλότερες μεταβολικές ανταποκρίσεις στις μεγαλύτερες κολυμβήτριες σε σχέση με τις μικρότερες. Κατά την βιβλιογραφία οι ενήλικοι κολυμβητές και τα παιδιά παρουσιάζουν διαφορές στις μεταβολικές ανταποκρίσεις και στη διατήρηση της συγκέντρωσης του γαλακτικού για την ίδια περίοδο κολύμβησης (Brooks et al,1996, Rowland et al 1996, Beneke et al, 2000). Στην έρευνά μας εμφανίστηκε σημαντική αύξηση της τιμής του γαλακτικού σε σχέση με την πρώτη μέτρηση η οποία στην συνέχεια σταθεροποιήθηκε. Δηλαδή είχαμε σημαντική αύξηση της τιμής του γαλακτικού, μόνο σε σύγκριση με την αιμοληψία ηρεμίας και όχι μεταξύ των 2 ης,3 ης,4 ης, και 5 ης μέτρησης. Επιπλέον, δεν εμφανίστηκαν διαφορές στις τιμές του γαλακτικού μεταξύ των διαφορετικών ηλικιακών ομάδων. Aυτό είναι πιθανό να συμβαίνει εξαιτίας των απαιτήσεων της συγκεκριμένης διαδικασίας, πιθανά να οριοθετούνται στα ίδια επίπεδα έντασης, κάτι τέτοιο υποστηρίζει την ιδέα ότι όλες οι κολυμβήτριες κολύμπησαν ενεργειακά στο ίδιο επίπεδο και συμφωνεί με άλλα ευρήματα ερευνών (Rowland et al, 1996). Είναι πιθανό στην παιδική ηλικία να παρατηρείται περιορισμένη χρήση των ενζύμων της γλυκόλυσης που συνδέεται με την χαμηλή συγκέντρωση γαλακτικού σε στις μικρότερες ηλικίες (Eriksson & Saltin,1974). Κατά την παρούσα έρευνα παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες κολυμβήτριες παρουσίασαν σταθερή παραγωγή 39
40 γαλακτικού διατηρώντας την ίδια ένταση κολύμβησης για ηλικίες από 11 έως 19 ετών. Το ποσοστό γαλακτικού που παρατηρήθηκε στην έρευνά μας είναι αρκετά χαμηλότερο συγκρινόμενο με τους έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε ενήλικες και έφηβους άντρες, αλλά συμφωνεί με αναφορές ερευνών σε μικρά αγόρια (Fillipatou et al, 2006; Ribeiro et al, 2008). Έχει παρατηρηθεί σταθερή συγκέντρωση γαλακτικού σε πρόσφατη έρευνα (Dekerle et al, 2009) μετά από σειρές επαναλήψεων 10x400m και 4x400m (Wakayoshi et al, 1993). Τα χαμηλά επίπεδα γαλακτικού στο αίμα είναι πιθανό να οφείλονται σε περιορισμένη καύση υδατανθράκων εξαιτίας τους λειτουργίας κάποιων ορμονών σύμφωνα με τους Βraun και Horton, (2001) σε ενήλικες γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες (Deschenes et al, 2006). Έχει επισημανθεί ότι η ΚΤ μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν να επέλθει η κούραση (Wakayoshi et al, 1993). Ωστόσο στην πράξη έχει βρεθεί ότι κατά την διαλλειμματική προπόνηση με ταχύτητα που αντιστοιχεί στην ΚΤ θα οδηγήσει προοδευτικά σε αύξηση της συγκέντρωσης γαλακτικού στο αίμα και θα οδηγήσει στην κόπωση σε χρόνο λιγότερο από 30 λεπτά για συνεχόμενη κολύμβηση (Dekerle et al, 2009) η για διαλλειμματική κολύμβηση σύμφωνα με τον Ribeiro και συν, (2008). Επιπλέον η ΚΤ νεαρών και μικρών κολυμβητών από 10 έως 15 ετών φαίνεται ότι αντιστοιχεί στην ταχύτητα των κολυμβητών σε μια δοκιμασία 30 λεπτών (Τ30) (Greco et al, 2005; Fernandes, 1999) και είναι παρόμοια με την ταχύτητα στο «κατώφλι γαλακτικού» (Toubekis et al, 2006). Μπορεί δηλαδή να αποτελέσει δείκτη οριοθέτησης εντάσεων προπόνησης (Reis et al, 2006). Αρχικά είχαμε υποθέσει ότι είναι πιθανό να υπάρξει διαφορετική καρδιακή συχνότητα μεταξύ των κολυμβητριών και πιθανά των επαναλήψεων. Παρατηρήθηκε χαμηλότερη καρδιακή συχνότητα για την ομάδα Ε συγκριτικά με τις Ν και Π για τα 40
41 τελευταία 100m κάθε κολύμβησης των 5x300m ή 5x400m. Δεν παρατηρήθηκε άλλη διαφορά μεταξύ των ομάδων ή των επαναλήψεων. Κάτι ανάλογο παρατηρήθηκε και από τα ποσοστά της Κλίμακα Υποκειμενικής Αντίληψης τη Κόπωσης. Σε σημαντικό ποσοστό διατηρήθηκε η ίδια υψηλή υποκειμενική έλλειψη της κόπωσης για όλες τις ομάδες κάτι που φανερώνει την υψηλή ένταση στην προσπάθεια των κολυμβητριών και των τριών ομάδων. Υπήρξαν αλλαγές της καρδιακής συχνότητας που δεν ήταν όμως σημαντικές. Αυτό το αποτέλεσμα συμφωνεί με άλλες εργασίες όπου κατά την κολύμβηση σε ένταση που αντιστοιχεί στη ΚΤ δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διάφορες της καρδιακή συχνότητα μεταξύ των κολυμβητών και μεταξύ των επαναλήψεων (Βασιλάκη και συν, 2005). Υποθέσαμε ότι θα υπάρξει μεγαλύτερο μήκος χεριάς (Maglisco, 2003) και μικρότερη συχνότητα στις μεγαλύτερες κολυμβήτριες σε σχέση με τις μικρότερες (Maglisco, 2003). Στην έρευνά μας παρατηρήθηκε μια τάση όσο μεγαλύτερες ήταν οι κολυμβήτριες τόσο μικρότερη η τιμή της συχνότητα χεριάς, χωρίς η διαφορά να είναι σημαντική, μεταξύ των ομάδων ή των επαναλήψεων. Αυτό έρχεται σε συμφωνία με άλλα ευρήματα και μπορεί να γίνει κατανοητό, εάν σκεφτεί κανείς ότι όσο μεγαλύτερες ήταν οι κολυμβήτριες τόσο καλύτερα τεχνικά καταρτισμένες ήταν πιθανό να είναι (Maglisco, 2003). Ακόμη παρατηρήθηκε ότι όσο η δοκιμασία ολοκληρώνονταν και οι κολυμβήτριες μεγιστοποιούσαν την προσπάθεια τους τόσο παρουσιαζόταν μια τάση για αύξηση της συχνότητας και μείωση του μήκους χεριάς, ειδικά στις μικρότερες κολυμβήτριες, κάτι που έρχεται σε συμφωνία με τα ευρήματα άλλων ερευνών (Dekerle et al, 2005). Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ευρήματα, αναμέναμε να δούμε υψηλότερη ΚΤ στην ομάδα των μεγαλύτερων κολυμβητριών. Χαμηλότερη ΚΤ για τις κολυμβήτριες, σημαίνει βραδύτερο χρόνο για κάθε 50άρι στα περάσματα τον 300m και 400m 41
42 (Wakayoshi, 2003; Maglisco, 2003). Ακόμη υποθέσαμε ότι θα υπάρξουν διαφορές ανάμεσα στις ταχύτητες κολύμβησης για τα διαφορετικά ηλικιακά γκρουπ των κολυμβητριών (Soares et al, 2006). Κάτι τέτοιο επιβεβαιώθηκε από τα ευρήματα μας. Η ΚΤ παρουσιάστηκε υψηλότερη στις ομάδες Ν και Ε συγκριτικά με την ομάδα Π. Αυτό το αποτέλεσμα είναι πιθανό να οφείλεται στο ότι οι μεγαλύτερες κολυμβήτριες είχαν καλύτερα περάσματα και ήταν ταχύτερες σε όλες τις αποστάσεις που είχαν αρχικά μετρηθεί από το 50m 100m 200m 400m. Αυτές οι διαφορές μπορεί να οφείλονται σε ένα η παραπάνω από τους λόγους που παρουσιάζονται παρακάτω. Είναι πιθανό η ΚΤ να έχει υπολογισθεί από διαφορετικές αποστάσεις με κίνδυνο υποεκτίμησης η υπερεκτίμησης (50m,100m,200m,400m,800m,1500m) ή αποστάσεις αγώνων, ακόμη απαιτείται διαφορετικός χρόνος για να καλυφθεί η ίδια απόσταση από κολυμβητές διαφορετικών ηλικιών. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει το παραπάνω. Επιπλέον οι διαφορές στην κολυμβητική οικονομία (φυσιολογική αλλά και λόγο προπόνησης, μπορούν να κολυμπούν πιο οικονομικά). Πιθανόν οι μεταβολικές προσαρμογές λόγο διαφορετικής ανάπτυξης και ηλικίας (Beneke et al, 2000) Σε αυτά καλό θα ήταν να υπογραμμίσουμε ότι οι μικρότεροι κολυμβητές έχουν μικρότερη μυϊκή μάζα, μειωμένα αποθέματα ενέργειας (ΑΤP και φωσφοκρεατίνη), επίσης παρουσιάζουν έλλειψη ορισμένων ενζύμων που είναι σημαντικά για την λειτουργία του αναερόβιου μεταβολισμού (φωσφωφρουκτοκινάση), έχουν μειωμένη παραγωγή του γαλακτικού αλλά ακόμη παρουσιάζουν μικρή ανοχή στις αλλαγές της οξεοβασικής ισορροπίας που μπορεί να προκληθούν από έντονη προπονητική διαδικασία συγκριτικά με τους μεγαλύτερους που πιθανά επανέρχονται πιο γρήγορα τέλος οι περισσότερες έρευνες έχουν γίνει σε άντρες. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι ο χρόνος που απαιτείται για να συμπληρωθεί η ίδια απόσταση κολύμβησης (υπολογίσιμος από τις ίδιες αποστάσεις για τον προσδιορισμό της ΚΤ) είναι 42
43 μικρότερος για τους άντρες κολυμβητές, αυτό κρύβει τον κίνδυνο υποεκτίμησης της σχέσης επίδοσης-απόστασης, κάτι που είναι πολύ σημαντικό, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να μας οδηγήσει σε λάθος ερμηνεία μεταξύ των ορίων εντάσεων της μέτριας και υπερφορτωμένης άσκησης και έτσι ίσως δικαιολογείται γιατί οι γυναίκες μπορούν να ολοκληρώσουν την προσπάθεια, γιατί πιθανά κολυμπούν με λιγότερο μεταβολικό στρες. Στην παρούσα εργασία τα παιδιά κατάφεραν να κολυμπήσουν στο 100% της ΚΤ οι νεανίδες και οι ενήλικες στο 98%, κατά την διάρκεια της κύριας δοκιμασίας Αυτό το ποσοστά δεν είναι στατιστικά σημαντικό, ωστόσο το 2% μπορεί να είναι αρκετό για να αλλάξει την τελική τιμή του γαλακτικού στο αίμα για τις άλλες δυο ομάδες, κάτι τέτοιο έχει συμβεί στο παρελθόν σε ενήλικες άντρες κολυμβητές (Takayashi et al, 2009). Ωστόσο μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτή η μικρή διαφορά μπορεί να οφείλεται και στην καλύτερη κολυμβητική οικονομία των μεγαλυτέρων. Η ΚΤ υπολογίσθηκε από τις ίδιες αποστάσεις για όλες τις ομάδες ωστόσο τα παιδιά χρειάστηκαν παραπάνω χρόνο για να ολοκληρώσουν την μέτρηση. Κάτι τέτοιο μπορεί να υπονοεί την υποεκτίμηση της ΚΤ για την ομάδα των παιδιών η την υπερεκτίμηση της ΚΤ για τις ομάδες των νεανίδων και ενηλίκων. Η εύκολη διατήρηση του ρυθμού στην κύρια δοκιμασία από τα παιδιά δικαιολογεί το πιο χαμηλό ποσοστό γαλακτικού και την χαμηλή καρδιακή συχνότητα τουλάχιστον στην αρχή της δοκιμασίας, κανένα από τα παραπάνω δεν ήταν στατιστικά σημαντικό. Κατά την διάρκεια της κύριας δοκιμασίας παρατηρήθηκε κολύμβηση που πιθανά ανταποκρίνεται σε διαφορετική ένταση άσκησης για τις ομάδες. Υπονοείται ότι οι ταχύτερες κολυμβήτριες είχαν δυσκολία στο να διατηρήσουν την ΚΤ. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνει την παρατήρηση στην οποία όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια των αποστάσεων που χρησιμοποιούνται για να υπολογιστεί η σχέση επίδοσης απόστασης μπορεί να οδηγήσει σε 43
44 υποεκτίμηση αυτής, κυρίως για τις πιο αργές κολυμβήτριες, (κυρίως τα παιδιά), κάτι τέτοιο εστιάζει σε χαμηλότερη ζώνη έντασης της άσκησης. Πρόσφατα δεδομένα οριοθετούν την ΚΤ στην ζώνη έντονης άσκησης αντοχής για ενήλικες κολυμβήτριες (Dekerle et al, 2009) ενώ σε άλλη έρευνα έχει οριοθετηθεί η ΚΤ στην περιοχή της σταθερής συγκέντρωσης του γαλακτικού για ενήλικες κολυμβήτριες (Takayashi et al, 2009). Σε παιδιά κολυμβήτριες έχει παρατηρηθεί ότι η ΚΤ προσεγγίζει ταχύτητα κοντά στο MLSS, (Denadai et al, 2000). Παρόλα αυτά δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με την έρευνα μας, γιατί η ΚΤ υπολογίσθηκε από αποστάσεις 100m-200m-400m- 800m (Dekerle et al, 2009) και 50m-300m-2000m (Takayashi et al, 2009). Σύμφωνα με τους Greco και συν, (2005) η ΚΤ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης της αερόβιας ικανότητας, από κολυμβήτριες διαφορετικής ηλικία κάτι το οποίο συμφωνεί με τα ευρήματα της έρευνάς μας. Κλείνοντας θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι υπήρξε σταθερή συγκέντρωση γαλακτικού από 28 έως 31 λεπτό. Η καρδιακή συχνότητα αυξήθηκε προοδευτικά αγγίζοντας από το επίπεδο κόπωσης «πολύ έντονη» μέχρι το «μέγιστο» σύμφωνα με την κλίμακα του Borg. Πρέπει να σημειωθεί ότι 8 από τα παιδιά έφτασαν το μέγιστο σύμφωνα με την κλίμακα. Η προοδευτική αύξηση της κούρασης σύμφωνα με την κλίμακα μετά το τρίτο κομμάτι υπονοεί ότι παρόλη την σταθεροποίηση του γαλακτικού στο αίμα, η αίσθηση του κούρασης πιθανά να συνδέεται με την διάρκεια της άσκησης στην συγκεκριμένη ένταση. 44
45 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σύμφωνα με τα ευρήματα μας η χρήση της κρίσιμης ταχύτητας που έχει υπολογισθεί από τις αποστάσεις 50-100 200 και 400m και προσδιορίζεται από την σχέση απόστασης επίδοσης είναι δυνατό να διατηρηθεί για χρονικό διάστημα κολύμβησης από 28 έως 31 λεπτά, σε γυναίκες κολυμβήτριες ηλικίας από 10 έως 19 ετών. Ακόμη παρατηρήσαμε σταθερότητα στην ταχύτητα κολύμβησης και στην παραγωγή γαλακτικού για την ταχύτητα κολύμβησης που αντιστοιχεί στην ένταση της ΚΤ Η διατήρηση σταθερής μεταβολικής και τεχνικής ανταπόκριση με την ταχύτητα που αντιστοιχεί στην ΚΤ σημαίνει ότι αυτή η ταχύτητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ταχύτητα για τη βελτίωση της ικανότητας αντοχής των κολυμβητριών. Τα παραπάνω αποτελέσματα έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενα ευρήματα άλλων ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί σε άντρες κολυμβητές. 45
46 VII. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Η σπουδαιότητα της στην προπονητική διαδικασία έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον οποιονδήποτε προπονητή για μικρές η μεγάλες ομάδες κολυμβητών που μπορεί να διαφέρουν σε φύλο, βιολογική ηλικία, προπονητική ηλικία, επίπεδο, αγώνισμα, στυλ σε οποιαδήποτε προπονητική φάση, με σκοπό τον έλεγχο της προπόνησης και την προσαρμοστικότητα του αθλητή στα προπονητικά ερεθίσματα. Η μέθοδος αυτή αποτελεί ένα αξιόπιστο εργαλείο ελέγχου της προπόνησης, δεν απαιτεί ειδικό εξοπλισμό και ξεχωριστή τεχνογνωσία. Παρόλο που το θέμα της ΚΤ έχει εξετασθεί ενδελεχώς την τελευταία 10ετία και παραπάνω, θα μπορούσε στα πλαίσια της ακόμη καλύτερης ανάλυσης της εικόνας γύρω από τον συγκεκριμένο τομέα, να στελεχωθούν έρευνες με σκοπό την επίλυση των παρακάτω θεμάτων. Να πραγματοποιηθούν έρευνες σε διαφορετικές ηλικίες προκειμένου να δούμε τι αλλαγές μπορούν να συμβούν και θα οφείλονται στην ανάπτυξη του ατόμου, καθώς δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς σίγουροι για τις ευαίσθητες φάσεις ανάπτυξης του κάθε ατόμου, πέραν από τους γενικούς κανόνες που ισχύουν. Να υπολογισθεί η ΚΤ για τα ίδια άτομα μέσα σε μια χρονιά 2 ή 3 φορές ανάλογα με τους μακρόκυκλους που έχει ετοιμάσει ο κάθε προπονητής για τους κολυμβητές του, προκειμένου να δούμε τι αλλαγές μπορούν να συμβούν και θα οφείλονται στην βελτίωση της προπόνησης. Να ελεγχθεί η έρευνα για μεγαλύτερο αριθμό ατόμων προκειμένου να ενισχύσει περισσότερο την αξιοπιστία της, 46
47 VIII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βασιλάκη Α, Τουμπέκης Α, Δούδα Ε, Γούργουλης Β, Τοκμακίδης Σ, (2007). Μεταβολικές και καρδιακές ανταποκρίσεις νεαρών κολυμβητών σε επιλεγμένες σειρές επαναλήψεων στην κρίσιμη ταχύτητα. Άθληση και κοινωνία. Τόμος 46, 224-226. Barber JW, Williford HN, Duey WJ, Pieri SR, Barksdale J. (1997).Validation of the T- 30 and swimming Step test in adolescent competitive swimmers. Medicine and Sience in Sports and Exersice, 29 (5),289-230. Baron B, Dekerle J,Depretz S, Legerve T, Pelayo P, (2004). Self selected speed and maximal lactate steady state speed in swimming. J Sports Med Phys Fitness, 44, 1-5. Bar-or.U.V, Illescaw C. (1994) Physiologic considerations in age-group swimming. In : Miyashita M, Mutoh.Y, Richardson, A (eds). Medicine and Science in Aquatic Sports. Med Sport Sci..Basel: Karger, 39,199-205. Beneke, R, Duvillard V, Petelin S. (1995). Determination of maximal lactate steady state response in selected sports event. Med Sci Sports Exerc 28(2)241-246. Beneke. R, Hutler M, Jung. M, Leithauser. M.R.(2005). Modeling the blood lactate kinetics at maximal short term exersice conditions in children, adolescents and adults. J Appl Physiol. 99, 499-504. Beneke R, Hutler M, Jung M, Leithauser M.R.(2000). Maximal lactate stady state independent of performance. Med Sci Sports Exerc, 32(6),1135-1139. Bernasconi S. (1994).Tanner s syndrome in Italy: Characteristics neonatal data, standards for birth weight and for height and weight from infancy to adulthood. Acta Pediatr. 83,.292-298. 47
48 Bosquet L. (2002). Methods to determine aerobic endurance. Sports Med, 32, 678-691. Brooks. G, (1985). Anaerobic threshold: review of the concept and directions for future research. Med Sci Sports Exer, 17, 22-31. Cappaert J.M, VanHeest. JL, (1999.) Angular momentum and swimming economy in the freestyle. In K.L, Keskinen, P.V, Komi, AP.Hollander (eds). Proceedings of VIII the Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp. 59-64). Jyvaskyla.Finland. Chatard J.C, Mujika I, (1999). Training load and performance in swimming. In K.L, Keskinen, P.V, Komi, AP.Hollander (eds). Proceedings of the VIII Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming(pp.429-434 ). Jyvaskyla. Finland. Costill DL, Kovaleski J, Porter D, Kirwan J, Fielding R, King D, (1985). Energy expenditure during front crawl swimming: predicting success in middle distance events. Int J Sports Med, 6,266-270. Costa CC, Silva A, Louro H, Reis M.V, Garrido D.N, Marques CM, Marinho AD. (2009).Can the curriculum be used to estimate critical velocity in young competitive swimmers. Journal of Sports Science and Medicine. 8, 17-23. Craig BA, JR, Skehan L.P, Pawelczyk AJ, & Boomer LW. (1985). Velocity, stroke rate, and distance per stroke during elite swimming competition. Medicine and Science in Sports and Exercise. 18(6), 625-634. Daijiro A, Hiroaki T, Shigemitsu N, Satoshi M, Yoshiyuki F, Sachio U, Takayishy Y, (2006). Assessment of short- distance breastroke swimming performance with critical velocity. J Sport Sci and Med, 5,340-348. Dekerle. J, Nesi X, Leferve T, Depretz S, Sidney M, Huot Marchand F, Pelayo P, (2005). Stroking parameters in front crawl swimming and maximal lactate steady state. Int J Sports Med, 26, 53-58. 48
49 Dekerle J, Leferve T, Depretz S, Sidney M, Pelayo P, (2005). Stroke length drops from the Maximal Steady state speed. Supplied by the British Library The world s knowledge Dekerle J, Pelayo P, Sidney M, Brickley G, (2006). Challenges of using critical swimming velocity. From scientists to caches. In JP.Vilas-Boas, F. Alves, A. Marques (eds). Proceedings of the X Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp.296-298), Porto. Spain. Dekerle J, Brickley G, Sidney. M, Pelayo. P, (2006). Application of the critical power concept in swimming? In JP.Vilas-Boas, F. Alves, A. Marques (eds). Proceedings of the X Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp.201-205), Porto. Spain. Dekerle.J, (2006).The use of critical velocity. In swimming? A place for critical stroke rate? In JP.Vilas-Boas, F. Alves, A. Marques (eds). Proceedings of the X Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp.121-123), Porto. Spain. Dekerle J. (2002).Validity and reliability of critical speed, critical stroke rate and anaerobic capacity in relation to front crawl swimming performances. Int J Sports Med, 23, 93-98. Dekerle J, Brickley G, Hammond P.J.A, Pringle M.S.J, Carter.H, (2005).Validity of the two-parameter model in estimating the anaerobic work capacity. Eur J Appl Physiol, 6 Sep.p.134-137. Dekerle J, Pelayo P, Clipet B, Depretz S, LefevreT, Sidney, M. (2005).Critical swimming speed does not represent the speed at maximal lactate steady state. Int J Sports Med, 26, 524-529. 49
50 Dekerle J, Brickley G, Alberty M, Pelayo P. (2009). Characterizing the slope of the distance time relationship on swimming. Journal of Sience and Medicine in Sport. 3July, (on line:jjsams.2005.05.007). Denadai B, Greco C.C, Teixeira M. (2000). Blood lactate response and critical speed in swimmers aged 10-12 years of different standards. J Sport Sci, 18,779-781. Deschenes M.R, Mackenzi H.N, Wilson G.A, Dubina M.I, Eason M. (2006). Effects of gender on physiological respomses during submaximal exersise and recovery. Department of kinesiology. The college of William and Mary Williamsburg, VA,ETATS UNIS. Di pramero. P.E, (1999). The concept of critical velocity: a brief analysis. Eur J Appl Physiol, v.80, 162-164. Ericsson, B.O &Saltin B.(1974).Musle metabolism during exercise in boys aged 11-16 years compared to adults. Acta Pediatrics Beliga, 28, (257-265). Fawkner S, (2003). Oxygen uptake kinetic response to exercise in children. Sports Med, 33, 655 667. Fernandes R,Vilas-Boas.JP, (1999). Critical velocity as a criterion for estimating aerobic training pace in juvenile swimmers. In Keskinen KL Komi PV Hollander AP (eds). Biomechanics and Medicine in Swimming VIII.(pp233-237), Jyvaskyla. Finland. Fernandes R, Guerra. S, Lamares P.J, Vilas-Boas P.J. (2000) Critical velocity in swimming : three different methods of its determination In : AVELA J Komi PV, Komulainen J (eds). Proceedeings of the 5 th Annual Congress of the European College of Sport Science. (pp.260),jyvaskyla. Finland. Fillipatou E, Toubekis A, Douda E, Pilianidis T, Tokmakidis S, (2006). Lactate and heart rate responses during swimming at 95% and 100% of the critical velocity in children and young swimmers. In JP.Vilas-Boas, F. Alves, A. Marques (eds). 50
51 Proceedings of the X Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp132-133) X, Porto. Spain. Greco C, Pelarigo J, Perandini L, Figueira T, Denadai B. (2006). Stroke rates corresponding to critical speed and the maximal speed of 30 min in swimmers of different training status. In JP.Vilas-Boas, F. Alves, A. Marques (eds). Proceedings of the X Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp 134-135), Porto. Spain. Greco CC., Pelarigo GJ., Figueira RT., Denadai S.B. (2007). Effects of gender on stroke rates, critical speed and velocity of a 30 min sv of young swimmers. Journal of Sport Science and Medicine. 6,441-447. Greco CC, Denadai B, (2005). Effects of Gender and Age. PES. V.17(4),p.534 Hay GJ. The Worlds Knoweledge. (British Library). The status of research on ths Biomechanics of swimming. London. Hellard F. F.F.N.3 L ΕΝΤΡΑΙΝΝΕΜΕΝΤ. Methodologie. Maturation, croissance et plan de carrière. Pub: Atlantika. France. Herman Giddens M.E., Kaplowitz B.P., Wasserman R. (2004). Navigating throw recent Articles on girls Puberty in Paediatrics: What do we know and where do we go from here. Pediatrics, 113(4), 911-917. Hugh M.R, Simon G, Bishop D, Jenkins D G.(1997) Ramp and constant power trials produce equivqlent critical power estimates. Medicine and Sience in Sports Exersice. 29(6), 833-836. Kλεισούρας Β (2003). Η φυσιολογία της άσκησης. Τόμος 2. Δεύτερη έκδοση. Εκδόσεις Π.Χ.Πασχαλίδης. Αθήνα. Κλεισούρας Β. (2003). Εργοφυσιολογία. Εκδόσεις συμμετρία. Αθήνα. 51
52 Keller B.A (2008).State of the Art Reviews: Development of Fitness in Children: The Influence of Gender and Physical Activity. American Journal of Lifestyle Medicine. 2(1),58-74. Keskinen KL, Komi PV, (1993). Stroking characteristics of front crawl swimming during exersice. J Appl Biomech, 9,219-226. Maglisco E.W. (2003).Swimming even faster. Arizona State University. Published by Human Kinetics. ILL Champaign. Maglisco E.W. (1993).Swimming faster. Arizona State University. Published by Mayfield Publishing company.arizona. MacLaren D, (1999). Critical swim speed can be used to determine changes in training status. In K.L, Keskinen, P.V, Komi, AP.Hollander (eds). Proceeding of the VIII Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp.227-229 ). Jyvaskyla. Finland. Madsen. O, (1987 ).The lowdown on lactates. Swimm techn, 24,21-25. Martin L, Whyte G.P,(2000). Comparison of critical swimming velocity and velocity at lactate threshold in elite triathletes Int J Sports Med, 21, 366-368. Milward R., Baxter-Jones A.D.G., Bailey DA, Beunen GP, (2002).An assessment of maturity from anthropometric measurements. Medicine and Science in Sports and Exersice. 34(4),689-694. Monod H, Scherrer J, (1965).The work capacity of synergic muscle group. Ergonomics,v.8, 329-338. Oded. Bar-Or,Unnithan,.V, Illescas.C, (1994). Physiologic considerations in Agegroup swimming. Medicine and Sciences in Aquatic Sports. Med Sport Sci, Basci, Karger, 39,199-205. 52
53 Olbrecht.J, (1985). Relationship between swimming velocity and lactate concentration during continious and intermittent training exercises. Int J Sports Med, 6: 74-77. Olbrecht J, Mader A, Madsen O, Liesel. H, Hollman. W, (1988). The relationship to lactic acid to long-distance swimming and the 2*400m 2speed test and the implication for adjusting training intensities. In :Ungerechts BE, Wilkie K, Reische K (eds).pp261-267. Swimming Science V Champaign: Human Kinetics books. Ogita F.(2006). Energetics in competitive swimming and its application for training. In JP.Vilas-Boas, F. Alves, A. Marques (eds).proceedings of X, Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp.117-121 ). Porto. Spain. Papoti Z, (2000). Energy cost of front crawl swimming at supra-maximal speeds and underwater torque in young swimmers. Eur J Appl Physiol, 83:487-491. Papoti M, Zaggato M.A, Mendes O.C, Gobatto CA, (2005). Use of the y- intercept in the evaluation of the anaerobic fitness and performance prediction of trained swimmers. Rev Bras Med Esporte, Mar/ April 11(2):126-130. Papoti. M, Zaggato A.M, Mendes O.C, Gobatto CA, (2005). Use of invasive and non invasive protocol tests on aerobic performances prediction in Brazilian Swimmers. In JP.Vilas-Boas, F. Alves, A. Marques (eds).proceedings of the X Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp.126-130). Porto.Spain. Pelayo.P, Sidney.M, Weissland.T, (1997). Effects of variations of srontaneously chosen rate during crank upper body and swimming exersice. J Hun Movem Stud, 33, 171-180. Prado S.L. (1999). Different lactate, ammonia and catecholamine metabolism in children and adults afters supramaximal exersice in swimming.in K.L, 53
54 Keskinen, P.V, Komi, AP.Hollander (eds). Proceedings of the VIII Symposium of Biomechanics and Medicine in swimming (pp.407-412 ). Jyvaskyla. Finland. Pringle. J S.M, Jones A.M (2002). Maximal lactate steady state, critical power and EMG during cycling.eur J Apply Physiol, v.88,214-225. Pyne D.B, Lee H, Swanwick. K.M, (2001). Monitoring the lactate threshold in worldranked swimmers. Med Sci Sports Exerc, v.33,291-295. Reis J, Alves F, (2006). Training induced changes in critical velocity and V4 in agegroup swimmers. Rev Port Cien Desp.Syp.2,.311. Ribeiro L.F, Lima MC, Gobbato CA (2008).Changes in physiological and stroking parameters during interval swims at the slope of the d-t relationship. J Sci Med Sport. Jan, 13(1),141-145. Rowland, TW.(1996).Development exersice physiology. Human Kinetics,Champaign, Illinois. Seifert. L, Chollet. D, Bardy. G.B, (2004). Effect of swimming velocity on arm coordination in the front crawl: a dynamic analysis. Journal of sports Science, 22,651-660. Sidney M, Delahaye B, Ballon M, Pelayo P, (1999). Stroke frequency evolution during 100-m and 200-m events front crawl swimming. In K.L, Keskinen, P.V, Komi, AP.Hollander (eds). Proceedings of the VIII Symposium of Biomechanics and Medicine in Swimming (pp.71-75 ). Jyvaskyla. Finland. Silva S.V, (1999). Velocity, stroke rate, stroke length and stroke index values of female swimming team during a short course competitive season. In K.L, Keskinen, P.V, Komi, AP.Hollander (eds).proceedings of the VIII Symposium of Biomechanics and Medicine in Swimming (pp 449-451 ). Jyvaskyla. Finland. 54
55 Slaughter, M H, Lohman, T. G, Boileau, R. A, Horswill, C. A, Stillman, R. J, Van Loan, M. D., Bemben, D. A. (1988). Skinfold equations for estimation of body fatness in children and youth. Hum Biol, 60, 709-23 Soares S, Fernandes R, Vilas-Boas JP, (2006). Analysis of critical velocity regression line informations for different ages :from infant to junior swimmers. Biomechanics and Medicine in Swimming x. revista Portuguessa de ciencias de Desporto. Stewart A.M., Kagaki H., (1998).Making a Splash: In Proceedings of the VIII Symposium of Biomechanics and Medicine in Swimming. (pp.107-109). Jyvaskyla. Finland. Smith. C.G.M, Jones A.M, (2001). The relationship between critical velocity, maximal lactate steady state velocity and lactate turnpoint velocity in runners. Eur J Appl Physiol, 85:19-26. Smith. D.J, Norris, R.S, Hogg M.J, (2002). Performance evaluation of swimmers scientific tools. Sports Med, 32 : 539-541. Τοκμακίδης Σ, (2001). Η αναερόβια ικανότητα στην παιδική και εφηβική ηλικία. Πρακτικά 2 ου Συνεδρίου Ελληνική Εταιρία Αθλητικής Επιστήμης. Θεσσαλονίκη, 2-4/11/2001, Αθλητισμός κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Tanner MJ, Whithouse H.R. (1976). Clinical Longitudinal standards for height, weight, height velocity, weight velocity and stages of puberty. Archives of Disease in Childhood. 51, 170-179. Takahashi. S, (1992). Differences in anaerobic power of age group swimmers In: Biomechanics and medicine in swimming. Swimming sience VI, Liverpool : E AND FN Bublications. Takahashi. S, Wakayoshi K, Hayashi A, Sakaguchi y, Kitagawa K. (2009). A method for determining critical swimming velocity. Int J Sports Med, 30, 119-123. 55
56 Taylor SA, (2000). Comparison of critical swimming velocity and velocity at lactate threshold tο elite triathletes. Int J Sports Med, 21, 366-367. Taylor SA, Maclaren Don P.M, (1999).The relationship between blood lactate concentration and rate of perceived exertion in competitive swimmers. Liverpool John Moores University, Liverpool, United Kingdom. Thanopoulos. V, Dopsaj M, Nikolopoulos A, (2006). The relationship of anthropomorfological characteristics of crawl sprint swimmers of both genders with critical speed at 50 and 100m. In JP.Vilas-Boas, F. Alves, A. Marques (eds). Proceedings of the X Symposium of Biomechanics and Medicine in Swimming (pp.107-109). Porto.Spain. Toubekis A, Tsami A.P, Tokmakidis S.P, (2006). Critical velocity and lactate threshold in young swimmers. Int J Sports Med, 27(2),117-123. Troup. J, (1992). Aerobic: anaerobic contributions during various distances at common work: rest ratios. In : Maclaren D. Proceedings of the VI, Symposium of Biomechanics and Medicine in Swimming. pp.165liverpool: E and FN publications. Ungerechts.BE, Wikle. K, Reischle. K, (eds). (1988). Swimming science V, Champaign: Human Kinetics. Ungerechts B.E, Wilke. K, Reischle K, (1986) The status of research on the biomechanics of swimming. In: Ungerechts BE, Wilke K, Reischle K, editors. Swimming science V: proceedings of the 5 th Symposium of biomechanics and Medicine in swimming; Jul 27-31; Bielefed. Champaign (IL).Human Kinetics Books. Vilas-Boas JP, Lamares JP, Fernandes R, Duarte J (1997). A Relationship between anaerobic threshold and swimming critical speed determined with compettion 56
57 times. In : Abstracts book of the FIMS 9 TH European Congress of Sports Medicine Porto. Wakayoshi, K, Ikuta K, Yoshida T, Udo. M, Moritan. T, Mutoh Y, Miyashita M, (1992a), Determination and validity of critical velocity as an index of swimming performance in the competitive swimmer. Eur. J. Appl. Physiol, 64,153-157. Wakayoshi K, YoshidaT, Ikuta K. Moritani T, Mutoh.Y, Miyashita M. (1992). Validity of Critical velocity as swimming fatigue threshold in the competitive swimmer. Ann Physiol Anthropol. 11(3), 301-307. Wakayoshi K, D Acquisto L. J, Capaert M.J, Troup P.J. (1995). Relationship between oxygen uptake, troke rate, and swimming velocity in competitive swimming. Int J Sports Med, 16,19-23. Wakayoshi K, Ikuta K,Yoshida T, Udo M, Moritani T, Mutoh Y, Miyashita M, (1992b).A simple method for determing critical speed as swimming fatigue threshold in competitive swimming. Int. J. Sports.Med, 13, 367-371. Wakayoshi K, Yoshida T, Ikuta Y, Mutoh.Y, Miyashita M, (1993). Adaptations to six months of aerobic swim training changes in velocity, stroke rate, stroke length and blood lactate. Int J Sports Med, 14,368-372. Wakayoshi K, Yoshida. T, Udo M, Harad. T, Moritani. T, Mutoh Y, Miyashita M, (1993). Does critical swimming velocity represent exercise intensity at maximal lactate steady state. Eur J of Appli Physiol, 66, 90-95. Wakayoshik K, (1995). Relationship between oxygen uptake troke rate amd swimming velocity in competive swimming. Int J Sports Med, 16, 19-23. Williams.J.R, (1990).The 4mM blood lactatelevel as an index of exercise performance in 11-13 year old children. J Sports Sci, 8,139-147. 57
58 Williams J.R, Dekerle. J, McGawley. K, Bertoin. S, Karter. H. (2008). Critical power in adolescent boys and girls- an exploratory study. Appl. Physiol. Nutr. Metab. 33,1105-1111. Wright B, (1994). A Protocol for the determination of critical speed as an index of swimming endurance performance.in: Miyashita M, MutihY, Richardson A (eds). Medicine and Science in aquqtic sports. Med Sport Sci. Basel: Karger. 39, 55-59. Weiss M, Reischle K, Bouws N, Simon G, Weicker H, (1995). Relationship of blood lactate accumulation to stroke rate and distance per stroke in top female swimmers.in: Ungeretchts BE. 58
59 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Σχήμα. 1 Όργανα μέτρησης : Δερματοπτυχόμετρο, μετροταινία, χρονόμετρο. Παράρτημα. 2 Καταγραφή 5x400, ρυθμών/ περασμάτων, αριθμού χεριών, συχνότητα χεριών. 59
60 Παράρτημα. 3 Καταγραφή 5x400, αιμοληψίες Αξιολόγηση βιολογικής ανάπτυξης κοριτσιών Tanner method (maturity scale - 5 stages) Παράρτημα.4 Κλίμακα βιολογικής ηλικίας 60