Β. ΜΕΛΕΤΗ Πειραματική εφαρμογή εντατικής έρευνας στην περιοχή Θερειανού Αχαΐας Την Ανοιξη του 99 μια ομάδα πτυχιούχων και φοιτητών Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών 2 συνεργάστηκε με το ΚΕΡΑ/ΕΙΕ και τη ΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων για την πειραματική εφαρμογή εντατικής έρευνας επιφανείας στην περιοχή Θερειανού Πατρών, στα πλαίσια του προγράμματος Τοπογραφία της αρχαίας Αχαίας 3. Το πρόγραμμα στοχεύει στη διαχρονική μελέτη της κατανομής και οργάνωσης των οικισμών της ΒΔ Πελοποννήσου. Ηδη από το 985 ο χώρος είχε διαιρεθεί σε μεγάλες ενότητες με βάση την αρχαία πολιτική γεωγραφία και είχε επιλεγεί η εκτεταμένη έρευνα επιφανείας για τον εντοπισμό, την καταγραφή και τη μελέτη νέων θέσεων οι οποίες προστέθηκαν στον κατάλογο των ήδη γνωστών ή και ανασκαμμένων στο παρελθόν 4. Η πρώτη ενότητα, η δυτική πεδιάδα της Αχαίας, ερευνήθηκε με αυτή τη μέθοδο από το 985 έως το 989. Ακολούθησε η παραλιακή ζώνη των Πατρών, από τον Πείρο ποταμό ως το Φοίνικα, στο διάστημα 989-995. Σε αυτή την ενότητα εφαρμόστηκε η εντατική έρευνα επιφανείας στο χωριό Θερειανού. α. Μέθοδος Στην επιλογή της συγκεκριμένης έκτασης συνετέλεσαν η καλή γνώση της περιοχής από τα μέλη της ομάδας και ο εντοπισμός σημαντικών καταλοίπων κατά την εκτεταμένη έρευνα. Εκτός από τη διάσπαρτη κεραμεική στο χώρο, είχαν παρατηρηθεί, κατά μήκος της ανατολικής εισόδου του χωριού, ορθογώνιοι κροκαλοπαγείς και αμμολιθικοί λιθόπλινθοι αρχαίου οικοδομήματος, κοίτες θεμελίωσης κτιρίου και λαξεύματα σε βράχο 5. Η εργασία αυτή βασίστηκε σε μια ανακοίνωση που έκαναν οι υπογράφοντες μαζί με τη Σταματίνα Πετρίχου στο Α' Πανελλήνιο Συνέδριο Φοιτητών Αρχαιολογίας (Ρέθυμνο, 25-27 Οκτωβρίου 99). Ευχαριστούμε τους Δρα Α. Ριζάκη (ΚΕΡΑ/ΕΙΕ) και Δρα Μ. Πετρόπουλο (ΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων) που μας ενεθάρρυναν να ενταχθούμε ενεργά στο πρόγραμμα και να παρουσιάσουμε εδώ ένα μέρος της εργασίας μας. Στο κείμενο αυτό θεωρήθηκε σκόπιμο να δοθούν τα πρώτα βήματα της έρευνας για να φανεί η διαδικασία εξέλιξης που υπέστη πριν καταλήξει να είναι σε θέση, σύντομα, να δώσει κάποια από τα αποτελέσματα της. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, πέντε χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση αυτού του κειμένου, προτιμήθηκε να σταλεί στο τυπογραφείο με ελάχιστες μόνο τροποποιήσεις, άσχετα αν πολλά από αυτά που αναφέρονται εδώ έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. 2 Γ. Ζάχος - Κ. Παπαγιαννόπουλος - Ε. Σιμώνη, Η Ομάδα Νέων Αρχαιολόγων του Πανεπιστημίου Αθηνών, ΤΟΜΗ 30, 6, 993, 8-83. Στην αποστολή, εκτός από τους υπογραφόμενους, συμμετείχαν οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες: Αναστασία Γκαδόλου και Αλίνα Καλοφώνου, η πτυχιούχος: Σ. Πετρίχου και οι φοιτητές: Μαρία Αντωνίου, Πόπη Καλογεράκου και Θανάσης Σωτηρίου. 3 Α. Rizakis (ed.), Paysages d Achate I: le bassin du Peiros et la plaine occidentale, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 5, Athenes 992, passim. M. Petropoulos - A. Rizakis, Settlement patterns and landscape in the coastal area of Patras. Preliminary report, JRA 7, 994, 83-207. 4 Για τη μέθοδο βλ. Α. Rizakis (ed.), Paysages d Achaie I {ό.π. σημ. 3), 29-35, και Μ. Petropoulos - Α. Rizakis, Settlement patterns (ό.π. σημ. 3), 86-89. 5 Μ. Πετρόπουλος, ΑΔ 45, 990, Χρον. Β, 35.
Επίσης, στην ευρύτερη περιοχή αναζητούνταν τα ίχνη της αρχαίας πόλης της Ωλένου, για τη θέση της οποίας μέχρι τότε μόνο εικασίες είχαν διατυπωθεί από διάφορους μελετητές. Θερειανού. Ο χώρος έρευνας από ανατολικά. Εξάλλου η ποικιλία του ανάγλυφου θα βοηθούσε στην προσπάθεια για την προσαρμογή της μεθόδου στα δεδομένα της Αχαΐας. Ο χώρος που επιλέχθηκε εκτείνεται σε μία πλαγιά και σε τμήμα της απέναντι της. Οι πλαγιές παρουσιάζουν στα άκρα τους κατά διαστήματα απότομη κλίση η δυτική πλαγιά διακόπτεται από μία βαθιά χαράδρα, ενώ ανάμεσα τους περνά επαρχιακή οδός, με διεύθυνση Β-Ν, προς τη βιομηχανική ζώνη της Πάτρας και το εσωτερικό της Αχαίας. Εκτός από την ποικιλία του ανάγλυφου και το διαμορφωμένο οδικό δίκτυο, είχαμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα όπως η πυκνή βλάστηση λόγω εποχής, η ύπαρξη σύγχρονου οικισμού και περιφραγμένων κτημάτων. Ο χώρος έρευνας ορίστηκε πάνω στο χάρτη : 5000 της Γ.Υ.Σ., κατά τρόπο ώστε να δημιουργηθούν παραλληλόγραμμα τα οποία να περιλαμβάνουν τα σημεία που μας ενδιέφεραν (βλ. χάρτη ). Τα παραλληλόγραμμα χωρίστηκαν σε ορθογώνια 20 Χ 50 μ., τα οποία ακολούθως διαιρέθηκαν κατά μήκος σε 8 διαδρόμους, όπου τοποθετήθηκαν ισάριθμα άτομα με απόσταση 5 μ. μεταξύ τους. Ο υπολογισμός των διανυομένων αποστάσεων πάνω στο χάρτη έγινε για πρώτη φορά με εφαρμογή του Πυθαγόρειου θεωρήματος στις ισοϋψείς καμπύλες μόνο κατά τη διεύθυνση ΝΔ - ΒΑ. Με τον τρόπο αυτό δεν αλλοιώνεται η εικόνα της έκτασης και της ακριβούς θέσης των ευρημάτων. F. Bolte, REXVII. 2, 937, col. 2436-2438 s.v. Olenos. Ε. Meyer, Peloponnesische Wanderungen, ZUrich 939,9-22. Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις IV: Αχαϊκά - Αρκαδικά, Αθήνα 980, 78-9. D. Muiler, Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots: Griechenland, Tubingen 987, 808-809. K. Παπαγιαννόπουλος, Επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή Αλισσού - Θερειανού Αχαΐας, Τόμος τιμητικός Κ. Τριαντάφυλλου Α, Πάτραι 990, 55. Κ. Papagiannopoulos - G. Zahos, Intensive survey, in Μ. Petropoulos - A. Rizakis, Settlement patterns (o.rr., 24, σημ. 3), 87-89. A. Rizakis, Achaie I: sources textuelles et histoire regionale, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ20, Athenes 995, 59-60. Γ. Ζάχος - Κ. Παπαγιαννόπουλος, Η εντατική επιφανειακή έρευνα στην Αχαία: μια άλλη προσέγγιση, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου για την Αρχαία Δύμη. Δυμαία - Βουπρασία, Κάτω Αχαΐα, 6-8 Οκτωβρίου 995 (υπό εκτύπωση).
Ο κάθε περιπατητής βάδιζε στο μέσο του διαδρόμου του και μετρούσε την κεραμεική σε όλο το μήκος του και σε πλάτος ενός μέτρου. Από αυτήν περισυνέλεγε μόνο τα χαρακτηριστικά όστρακα. Επίσης υπολόγιζε την ορατότητα του διαδρόμου του με βάση μια κλίμακα -0. Ο αριθμός αυτός συνυπολογίστηκε στην ποσότητα των οστράκων και έτσι προέκυψε ο συμβατικός αριθμός κεραμεικής ανά διάδρομοι Χάρτης. Ο κάνναβος της έρευνας σε χάρτη /5000 της ΓΥΣ. 6. Στατιστική ανάλυση 2 Οπως δηλώθηκε, κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας επιφανείας το χαρακτηριστικό που μετράμε είναι ο αριθμός των οστράκων σε κάθε υποπεριοχή μιας ευρύτερης έκτασης. Η επεξεργασία και ταξινόμηση των δεδομένων, που προκύπτουν από τη μέτρηση ενός χαρακτηριστικού στα μέλη κάποιου τυχαίου δείγματος από έναν πληθυσμό, είναι αντικείμενο της περιγραφικής στατιστικής, η οποία μας παρέχει αριθμητικές ποσότητες κατάλληλες για κάτι τέτοιο. Τις ποσότητες αυτές εισαγάγαμε στη συνέχεια στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ως χαρακτηριστικό εδώ θεωρήσαμε το συμβατικό αριθμό κεραμεικής ανά διάδρομο. Αν Χ είναι το χαρακτηριστικό ενός πληθυσμού, η μέτρηση του οποίου σε δείγμα μεγέθους Ν έδωσε τα αποτελέσματα Χ(), Χ(2),..., Χ(Ν), τότε μέση τιμή του δείγματος ονομάζεται η ποσότητα: Ν χμ=4τ Σ χ() W/=i Μια άλλη ποσότητα ενδεικτική της κατανομής του Χ είναι η διασπορά του δείγματος. Κ. Papagiannopoulos - G. Zahos, Intensive survey (o.rr., 25, σημ. 2). 2 Γ. Κοκκολάκης, Σημειώσεις στατιστικής, Αθήνα 987. Γ. Κοκκολάκης - I. Σπηλιώτης, Θεωρία πιθανοτήτων και εφαρμογές, Αθήνα 987.
Η ποσότητα αυτή είναι μέτρο της μέσης τετραγωνικής απόστασης των αποτελεσμάτων Χ(),..., Χ(Ν) από τη μέση τιμή του δείγματος και ορίζεται από τη σχέση: Αλλο μέτρο μεταβλητότητας είναι η τυπική απόκλιση του δείγματος Χ(),..., Χ(Ν) που ορίζεται από την τετραγωνική ρίζα της διασποράς. Δηλαδή: Η τυπική απόκλιση, όπως και η διασπορά, είναι ένα μέτρο του πόσο μακριά (κατά μέσο όρο) από τη μέση τιμή διασπείρονται τα αποτελέσματα Χ(),..., Χ(Ν). Αν η τυπική απόκλιση είναι μηδέν τότε προφανώς όλα τα Χ(Ι) για =,..., Ν συμπίπτουν μεταξύ τους. Στη συγκεκριμένη εφαρμογή έπρεπε η απεικόνιση στο χάρτη να είναι απλή και σαφής. Αυτό σημαίνει ότι τα δεδομένα έπρεπε να ομαδοποιηθούν σε λίγα διαστήματα γιατί διαφορετικά η εικόνα, που θα προέκυπτε θα ήταν πολυδιασπασμένη. Στον καθορισμό των διαστημάτων αυτών μας οδηγεί η σημασία κάθε μιας από τις ποσότητες που ορίσαμε προηγουμένως. Τα πρώτα σημεία αναφοράς που έρχονται στο νου αμέσως είναι φυσικά η ελάχιστη τιμή των δειγμάτων ΜΙΝ [Χ(Ι) για =,..., Ν], η μέγιστη τιμή των δειγμάτων MAX [Χ(Ι) για =,..., Ν] και η μέση τιμή των δειγμάτων Χμ. Βεβαίως, αν ορίζαμε μόνο τα διαστήματα [ΜΙΝ, Χμ] και [Χμ, MAX], η απεικόνιση που θα είχαμε θα ήταν πολύ χοντρική, γιατί δε θα μπορούσαμε να διακρίνουμε που βρίσκονται οι περιοχές στις οποίες η συγκέντρωση των οστράκων υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο. Γνωρίζουμε όμως ότι ένα μέτρο (πολύ αξιόπιστο μάλιστα, όπως αποδεικνύει η εμπειρία) της απόστασης από το μέσο όρο είναι η τυπική απόκλιση. Αν λοιπόν είναι S η τυπική απόκλιση, τότε ορίζουμε τα διαστήματα: [ΜΙΝ, Χμ-S], [Χμ-S, Χμ], [Χμ, Χμ+S], [Χμ+S, MAX]
Χάρτης 2. Αμετάβλητα δεδομένα. Για τα δεδομένα της εφαρμογής προέκυψε ότι σε όλες τις περιπτώσεις, για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια, ήταν: 3>Χμδηλαδή ΜΙΝ > Χμ-S και το πρόγραμμα όριζε στην ουσία τρία διαστήματα: [ΜΙΝ, Χμ], [Χμ, Χμ+S], [Χμ+S, MAX] (χάρτης 2). Αναζητήσαμε επίσης τρόπους επεξεργασίας των δεδομένων της έρευνας με σκοπό την εξομάλυνση της τελικής απεικόνισης και τη διερεύνηση των αποτελεσμάτων που θα προέκυπταν αν η περιοχή είχε ερευνηθεί με διαφορετικό τρόπο. Πειραματιστήκαμε λοιπόν με τις εξής μεθόδους:. Εφαρμογή φίλτρου μέσου όρου ανά δύο κατά γραμμές (χάρτης 3). Θεωρούμε τη γραμμή με τα παρακάτω στοιχεία: Χ() Χ(2) Χ(3) Χ(4) Χ(5) Χ(6) Τα στοιχεία της γραμμής γίνονται: ΧΧ)+Χί2) Χ()+Χ(2) Χ(3)+Χ(4) Χ(3)+Χ(4) Χ(5)+Χ(6) Χ(5)+Χ(6) 2 2 2 2 2 2
2. Εφαρμογή φίλτρου μέσου όρου ανά δύο κατά στήλες (χάρτης 4). Πρόκειται για την ίδια μέθοδο μόνο που η σάρωση της περιοχής γίνεται κατά στήλες. Π υ ξ ί S ci τό/ljoc?
3. Εφαρμογή φίλτρου μέσου όρου ανά τέσσερα σε υποπεριοχές 2X2 (χάρτης 5). Θεωρούμε τον παρακάτω πίνακα:
γ. Έλεγχος επεμβάσεων Ο χάρτης 2 αποδίδει πιστότερα τα αποτελέσματα της έρευνας. Η απουσία ορθογωνίων που αντιπροσωπεύουν το διάστημα (D2, D3) είναι ενδεικτική της άμεσης μετάβασης από το χαλί ευρημάτων (εκτός θέσεως περιοχή με γενικά χαμηλή συγκέντρωση κεραμεικής) στην περιφέρεια και στον πυρήνα (εκεί όπου έχουμε τις υψηλότερες συγκεντρώσεις). Εξετάζοντας όμως τη θέση Α (στο δυτικό τμήμα) διαπιστώνουμε κάποια πτώση της συγκέντρωσης των οστράκων σε ορθογώνια εντός του πυρήνα. Αλλά αυτό οφείλεται εν μέρει στην ύπαρξη ενός γυμνού βραχώδους εξάρματος σε εκείνο το σημείο, πάνω στο οποίο μάλιστα έχουν λαξευτεί οι κοίτες θεμελίωσης κτιρίου (ορθ. Κ), και εν μέρει στην ύπαρξη επιστρωμένων δρόμων εκατέρωθεν (ορθ. Δ) με διεύθυνση Α-Δ και περιορισμένης ορατότητας στον υπόλοιπο χώρο (ορθ. Ο). Στο χάρτη 3, όχι μόνο δε φιλτράρονται τα προβληματικά ορθογώνια, αλλά δημιουργούνται και άλλα πέρα από το ανατολικό μέρος της θέσης. Όλα τα προβληματικά ορθογώνια φιλτράρονται (εξομαλύνονται) στο χάρτη 4. Στο χάρτη αυτό είναι εμφανέστατη η περιφέρεια της θέσης. Προσεκτικότερη όμως εξέταση δείχνει ότι αυτή εντοπίζεται σε ορθογώνια (D3, D4) με πολύ περιορισμένη ορατότητα και ελάχιστα όστρακα (με λίγες εξαιρέσεις). Ωστόσο και τα διπλανά τους ορθογώνια [0, (D, D2), (D2, D3)] έχουν περιορισμένη ορατότητα και το ότι δεν υπολογίζονται ως περιφέρεια οφείλεται μόνο στον τύπο του φιλτραρίσματος. Συνεπώς η εικόνα που μας δίνει ο χάρτης 4 για την περιφέρεια είναι εντελώς υποθετική. Στη θέση Β (στο Ν-ΝΔ τμήμα) έχουμε πτώση της συγκέντρωσης σε ορισμένα ορθογώνια, προφανώς λόγω μέτριας ορατότητας σε εκείνα τα σημεία (ορθ. Ο). Το σωστότερο φιλτράρισμα για τη θέση Β το έχουμε στο χάρτη 3, ενώ ικανοποιητικά είναι και των χαρτών 4 και 5, που ωστόσο εμφανίζουν συγκεντρώσεις σε ορθογώνια, στα οποία δεν είναι δυνατόν να υπήρχε οικιστική δραστηριότητα γιατί βρίσκονται σε χαράδρα (ορθ. Χ). Όσον αφορά την περιφέρεια της θέσης Β, όπως μας παρουσιάζεται στο χάρτη 3, η σημαντική συγκέντρωση στα ορθογώνια που μας ενδιαφέρουν σε συνδιασμό με την περιορισμένη ορατότητα τους και τη χαμηλή συγκέντρωση στα υπόλοιπα ορθογώνια γύρω από αυτά, μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου φιλτραρίσματος ως αποδεκτά. Για τη θέση Γ (στη βόρεια γωνία) το καλύτερο φιλτράρισμα το έχουμε στο χάρτη 3, με εξαίρεση δύο περιπτώσεις όπου εμφανίζεται υψηλή συγκέντρωση οστράκων σε ορθογώνια τα οποία βρίσκονται σε χαράδρα (ορθ. Χ). Οι χαμηλές συγκεντρώσεις κεραμεικής, που παρατηρούνται στο ανατολικό τμήμα του χάρτη 2, πιθανολογούνται ως εκτός θέσης υλικό μιας θέσης, η οποία εντοπίστηκε με απλό περπάτημα στα ΒΑ, έξω από την περιοχή που ερευνήσαμε. Βέβαια στο χάρτη 2 παρουσιάζεται εκεί υψηλή συγκέντρωση σε ένα ορθογώνιο, γεγονός που θα μπορούσε να προσφέρει μια υποψία για ανίχνευση κάποιου μεμονωμένου κτιρίου (αγροικία;). Δεν αποκλείεται τότε να συμβαίνει το ίδιο και με ένα ορθογώνιο αμέσως ανατολικά της θέσης Α που παρουσιάζει επίσης υψηλή συγκέντρωση. Ορισμένα λευκά ορθογώνια στο κέντρο οφείλονται στην ύπαρξη χαραδρών, περιφράξεων και περιορισμένης ορατότητας. Ενώ πολλά λευκά ορθογώνια που ξεκινούν από τη Β-ΒΑ γωνία και καταλήγουν στη ΝΔ, οφείλονται στη διέλευση ασφαλτοστρωμένου δρόμου.
δ. Μεγέθη Βλέπουμε λοιπόν σε γενικές γραμμές ορισμένες από τις παρατηρήσεις που μπορούν να διατυπωθούν όταν αντιμετωπίζεται ο χώρος έρευνας ως σύνολο. Αυτή όμως η εικόνα δεν είναι αξιόπιστη αφού στη στατιστική, λαμβάνοντας υπόψιν τα αριθμητικά δεδομένα όλου του χώρου, είναι σα να θεωρούμε ότι όλες οι θέσεις και ο υπόλοιπος χώρος παρουσιάζουν την ίδια ένταση επιφανειακών ευρημάτων, κάτι που κάθε άλλο παρά αληθινό είναι. Βέβαια μια πρώτη αντιμετώπιση του χώρου ως σύνολο μας επιτρέπει να εντοπίσουμε τις περισσότερες θέσεις, όχι όμως και να εκτιμήσουμε με ακρίβεια το μέγεθος τους. Η θέση ορίζεται από τη σχέση των πυκνοτήτων της με τις πυκνότητες του γύρω χώρου της. Η ένταση των ευρημάτων εξαρτάται από το χαρακτήρα της θέσης και από το πόσες και ποιες περίοδοι αντιπροσωπεύονται στην επιφάνεια του εδάφους 2. Ακριβώς λόγω της αντιμετώπισης του χώρου ως σύνολο σε αυτή τη μελέτη, η εκτίμηση της έκτασης των θέσεων δεν είναι ακριβής, πολύ δε περισσότερο και η μορφή τους. Η έκταση τους σίγουρα κυμαίνεται μέσα στα όρια που δίνονται παρακάτω. Αλλά εκεί μπορεί να δει κανείς τη σημαντική απόκλιση που προκύπτει. Εξάλλου δεν εξετάζουμε εδώ τις δραστηριότητες στο χώρο κατά περιόδους, κάτι που αναμένεται να συμβεί με την ολοκλήρωση της μελέτης της κεραμεικής, που θα επιτρέψει τη σύνδεση χώρου και χρόνου και την εξαγωγή πληρέστερων συμπερασμάτων. Τουλάχιστον όμως μπορούμε να έχουμε μία εικόνα του τι θα αντιμετωπίσουμε σε ένα β' στάδιο. Η έκταση του πυρήνα κυμαίνεται στη θέση Ααπό 0500 τ.μ. έως 2000 τ.μ., στη θέση Β (η ερευνά της δεν ολοκληρώθηκε προς τα Ν-ΝΔ) από 5250 τ.μ. έως 2000 τ.μ. και στη θέση Γ από 0-500 τ.μ., ανάλογα με το φιλτράρισμα. Συνεπώς, για τη θέση Γ, μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα μεμονωμένο οίκημα (αγροικία;), όχι μόνο λόγω της μικρής της έκτασης, αλλά και γιατί το ανάγλυφο την απομονώνει από το γύρω χώρο, αφού περιβάλλεται από χαράδρες (ορθ. Χ). Προσεγγίζεται μόνο από μια στενή λωρίδα γης στα νότια που την ενώνει με τη θέση Α. Όσον αφορά τη θέση Α, πρόκειται για θέση μεσαίου μεγέθους σύμφωνα με τα δεδομένα της Βοιωτίας, της Αργολίδας και της Κέας 3. Ωστόσο, δεν είναι ασφαλές να γίνεται σύγκριση θέσεων διαφορετικών περιοχών. Η κατηγοριοποίηση τους ανάλογα με το μέγεθος τους εξαρτάται από τη σύγκριση θέσεων της αυτής ευρύτερης περιοχής και από τη χρονική περίοδο. Πα την εκτός θέσης κεραμεική πρέπει να επισημάνουμε ότι βρέθηκε σε εξαιρετικά εύφορα εδάφη, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της ισχύουσας άποψης ότι η διασπορά οφείλεται στη διαδικασία της συσσώρευσης απορριμμάτων στα χωράφια των οικισμών κατά την αρχαιότητα. Το ίδιο ισχύει και για την κεραμεική της περιφέρειας που συνήθως ερμη- J. Bintliff - Α. Snodgrass, The Cambridge/Bradford Boeotian expedition: the first four years, JFA 2, 985,30. Των ίδιων, Mediterranean survey and the city, Antiquity 62, 988, 70-7. Βλ. επίσης: J. Loyd - E. Owens - J. Roy, The Megalopolis survey in Arcadia: problems of strategy and tactics, in S. Macready - F. Thompson (eds), Archaeological field survey in Britain and abroad, London 985, 220-22, 222-223. J. Cherry - J. Davis - E. Mantzourani, Landscape archaeology as long-term history: northern Keos in the cycladic islands, from earliest settlement until modern times, Los Angeles, California 99, 28. L. Watrous et al., A survey of the western Mesara plain in Crete: preliminary report of the 984, 986 and 987 field seasons, Hesperia 62, 993, 28. J. Bintliff - A. Snodgrass, The Cambridge/Bradford (o.rr. σημ. ), 34-36. A. Snodgrass - J. Bintliff, Surveying 2 ancient cities, Scientific American 264, 99, 88-89. J. Bintliff - A. Snodgrass, The Cambridge/Bradford (o.rr. σημ. ), 34, 39. J. Cherry - J. Davis - E. Mantzourani, 3 Landscape archaeology (o.rr. σημ. ), 8-9, πρβλ. και μεγέθη Κορησίας, Παούρας, Αγ. Ειρήνης, Κεφάλας, 207, 24, 29, 229, 278-279. Μ. Jameson - C. Runnels - Τ. van Andel, A greek countryside: the southern Argolid from the prehistory to the present day with a register of sites by C. Runnels - M. Munn, Stanford 994, 47.
νεύεται ως αποτέλεσμα της ίδιας διαδικασίας σε εντατικώς καλλιεργούμενα εδάφη πολύ κοντά στους οικισμούς. Η έκταση της εκτός θέσης περιοχής φτάνει τα 40000 τ.μ. Αν δεχτούμε ότι για τη βασική οικογενειακή μονάδα των 5 ατόμων (το αντρόγυνο, δύο παιδιά, ένας δούλος) επαρκεί έκταση 30000-36000 τ.μ. (συνυπολογίζοντας αγρανάπαυση κάθε δεύτερο έτος ή το /3 για ετήσια αγρανάπαυση) 2, τότε η συνολική έκταση της εκτός θέσης περιοχής επαρκεί μόνο για 9,5-23 άτομα, αριθμός πολύ μικρός ακόμη και για το ελάχιστο της προαναφερθείσας έκτασης του πυρήνα της θέσης Α. Αλλά αν θεωρήσουμε ότι τα μη ερευνηθέντα εδάφη Δ-ΒΔ της θέσης δεν ανήκουν σε άλλη γειτονική της, ο συνολικός αριθμός των ατόμων που θα μπορούσαν να τραφούν φτάνει ή μόλις ξεπερνά τα 200, ένας αριθμός μέσα στα όρια αυτού που θα μπορούσε να φιλοξενήσει η θέση είτε στο ελάχιστο είτε στο μέγιστο της έκτασης της (25-250 άτομα) 3. Οι αριθμοί αυτοί δεν είναι παρά μια ενδεικτική εικόνα ενός τρόπου ερμηνείας της θέσης, αλλά και του χώρου γενικότερα, που μπορεί να αλλάξει ανάλογα με την έκταση της κατά περίοδο και τη σχέση της με τη γειτονική θέση Β. Επί παραδείγματι, εάν η τελευταία θέση δε συνυπάρχει (πιθανότατα είναι προγενέστερη) με τη θέση Α, η εικόνα αλλάζει και γίνεται ακόμη πιο αληθοφανής. Από την ανάλυση αυτή και την παρουσίαση των ανά φιλτράρισμα αποκλίσεων, προκύπτει η ανάγκη χρήσης διαφορετικών τύπων φιλτραρίσματος σε διαφορετικά σημεία της ερευνηθείσας περιοχής (τοπικά φιλτραρίσματα), λαμβάνοντας υπόψιν τα συλλεχθέντα στοιχεία και τις ιδιαιτερότητες του χώρου (ορατότητα, κατάσταση του εδάφους, ανάφλυφο κλπ.). Γενικά πάντως επιβάλλεται η μεμονωμένη αντιμετώπιση κάθε θέσης σε ένα β' στάδιο και από στατιστικής πλευράς και από πλευράς περισυλλογής υλικού (τετράγωνα 0X0 μ.) και στη συνέχεια σε ένα τρίτο στάδιο η αντιμετώπιση τους ως σύνολο ή κατά ομάδες. ε. Προοπτικές Η εντατική έρευνα συνεχίζεται στην ευρύτερη περιοχή με πιο βελτιωμένες τεχνικές και στόχους 4. Η καταγραφή όσο το δυνατόν περισσότερων στοιχείων και ο πειραμα- Για την ερμηνεία των εκτός θέσεως συγκεντρώσεων ως αποτέλεσμα της διαδικασίας λίπανσης των αγρών βλ. Τ. Wilkinson, The definition of ancient manured zones by means of extensive sherd-sampling techniques, JFA 9, 982, 323-333. J. Bintliff, The Boeotia survey, in S. Macready - F. Thompson (eds), Archaeological field survey in Britain and abroad, London 985, 200-202. J. Bintliff - A. Snodgrass. Off-site pottery distributions: a regional and interregional perspective, Current Anthropology 988, 508. A. Snodgrass - J. Bintliff, Surveying (o.rr., 32, σημ. 2), 89-90. Αναλυτικά για το ίδιο θέμα, για τα προβλήματα μιας τέτοιας ερμηνείας και για εναλλακτικές ερμηνείες βλ. J. Loyd - Ε. Owens - J. Roy, (o.rr., 32, σημ. ), 220-22. Β. Hayden - J. Moody - Ο. Rackham, The Vrokastro survey project 986-989: research design and preliminary results, Hesperian, 992, 30-302, n. 39. S. Alcock - J. Cherry, Intensive survey: agricultural practice and the classical landscape of Greece, in I. Morris (ed.), Classical Greece: ancient histories and modern archaeologies, Cambridge 994, 37-70. A. Snodgrass, Responce: the archaeological aspect, in I. Morris (ed.), ό.π., 99-200. Μ. Jameson, Agriculture and slavery in classical Athens, CJ73, 977-8, 22-45. Του ίδιου, Agricultural labor in 2 ancient Greece, in B. Wells (ed.), Agriculture in ancient Greece, Proceedings of the 7th international symposium at the Swedish Institute at Athens, 6-7 May 990, Stockholm 992, 37. Βλ. επίσης: A. Cooper, The family farm in Greece, CJ73, 977-8, 62-75. R. Osborne, Classical landscape with figures, London 987, 45-46. M. Jameson - C. Runnels - T. van Andel, (ό.π., 32, σημ. 3), 388. 3 Μ. Jameson - C. Runnels - Τ. van Andel (o.rr., 32, σημ. 3), 545. 4 Κ. Papagiannopoulos - G. Zahos, Intensive survey (o.rr., 25, σημ. ). Γ. Ζάχος - Κ. Παπαγιαννόπουλος, Εντατική επιφανειακή έρευνα (Ο.ΓΤ., 25, σημ. ). Α. Ανδρινόπουλος - Ε. Σιμώνη, Εφαρμογή Γεωγραφικού Πληροφοριακού Συστήματος (G.I.S.) στην αρχαιολογική έρευνα της Δυτικής Αχαΐας, Πρακτικό (ό.π. α. 25, σημ. ). Κ. Βαραλέξη - Ρ. Πάλλη, Προσπάθεια προσέγγισης της κεραμουργικής παράδοσης της περιοχής Καμινιών - Αλισσού, Πρακτικά, ό.π. Δ. Μιχάλαγα, Τα χωριά Καμενίτσα και Αχαγιά στις βενετικές πηγές: μια πρώτη αναφορά, Πρακτικά, ό.π.
τισμός πάνω σε αυτά, θα δώσει μια εικόνα της περιοχής που θα είναι περισσότερο ακριβής. Η καταγραφή αρχαιολογικών καταλοίπων καλύπτει μόνο μια παράμετρο στην έρευνα. Οι ιδιαιτερότητες και οι ιδιομορφίες του φυσικού τοπίου, όπως γίνονται αντιληπτές σήμερα αλλά και στο παρελθόν, παρέχουν ένα άλλου είδους και πρώτης τάξεως αρχαιολογικό υλικό για εξέταση που δε μπορεί να αγνοηθεί. Η διαμόρφωση του εδάφους και η κατανομή φυτών και ζώων στο περιβάλλον αποδεδειγμένα μπορούν να ερμηνεύσουν πολλούς από τους παράγοντες που επηρέασαν την ανθρώπινη δραστηριότητα μέσα στο χρόνο. Στόχος είναι να δοθούν προτάσεις ερμηνείας και η δυνατότητα νέας επεξεργασίας των δεδομένων. Ούτως ή άλλως ένα ανασκαφικό στρώμα δε μπορεί να ανασκαφεί από την αρχή, οι αριθμοί όμως μπορούν να εισαχθούν πάλι στον υπολογιστή και να αναγνωσθούν με άλλο τρόπο ή και όλη η έρευνα να διεξαχθεί με άλλη μέθοδο. Γ. Ζάχος - Κ. Παπαγιαννόπουλος - Ε. Σιμώνη - Ν. Θανασούρας Experimental Application of intensive survey of Therianou area, Patras In 99 an application of \ntensive survey was decided of the area of Therianou- Alissos villages, within the frame of the Achaia Project, trying to bridge the gap between the abundant archaeological material and the poor historical information. At this stage of the survey the hatching up L.A.G. was collaborated. The Intensive survey started from the area of Therianou, aiming to experiment with this new method for the archaeological research in Achaia. The slope east of the village was devided in equal rectangles, in which a team of eight fieldwalkers at a distance of 5 m. apart were put. Two medium-size sites with architectural remains and another smaller - possibly a farm - were found. At a second stage the numerical data of all the surveyed area (final numbers of sherds and visibility per transect) were entered into a computer and different stastistical treatments were used in order to testify their reliability. Later a formulation of some explanatory directions and the direct aims were set for the conclusion of the study.