Τα τελευταία χρόνια, µεγάλη σηµασία αποδίδεται στις εκθέσεις των πολιτικών και οικονοµικών



Σχετικά έγγραφα
ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. 1. Ορισµός της καινοτοµίας

Οικονομικά της Τεχνολογίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Η ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η «μικρή» επιχειρηματικότητα σε περίοδο κρίσης

Εισήγηση. του κ. Θανάση Λαβίδα. Γενικού Γραµµατέα & Επικεφαλής ιεθνών ράσεων ΣΕΒ. στη «ιηµερίδα Πρέσβεων»

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΤΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Έρευνα και Ανάπτυξη (Research and Development, R&D)

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

Μορφές και Θεωρίες Ρύθµισης

Η Πρόκληση της Ανταγωνιστικότητας Η Εκθεση για την Παγκόσµια Ανταγωνιστικότητα,

«Στρατηγική Ανάπτυξης Δεξιοτήτων του Ανθρώπινου Δυναμικού των Επιχειρήσεων» Χρήστος Α. Ιωάννου, Διευθυντής Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ

Η τεχνολογική αλλαγή στην οικονομική σκέψη

Πριν όµως περάσω στο θέµα που µας απασχολεί, θα ήθελα µε λίγα λόγια να σας µιλήσω για το ρόλο του Επιµελητηρίου Μεσσηνίας.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

Θεοδόσιος Παλάσκας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαρία Τσάμπρα, Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας Χρυσόστομος Στοφόρος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

Δημιουργία Συνεργατικών Δικτύων Ανοιχτής Καινοτομίας Coopetitive Open Innovation Networks - COINs

Επιχειρηματικότητα. Δρ. Ασπασία Βλάχβεη Καθηγήτρια Τμήματος Διεθνούς Εμπορίου

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

Ομιλία του Βασίλειου Ν. Μαγγίνα Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή στη Διοίκηση Επιχειρήσεων

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Καταθέσαµε σήµερα το πρωί το Σχέδιο Νόµου για τις Συµπράξεις ηµοσίου και Ιδιωτικού Τοµέα.

Οικονομικά για Μη Οικονομολόγους Ενότητα 6: Εισαγωγή στη Διοίκηση της Καινοτομίας

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ. ΚΑΘΗΓΗΤΗ κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ. ΜΕ ΘΕΜΑ «IT: Excellence in Practice»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Αλληλεξάρτηση τοπικής και παγκόσµιας αγοράς Οργανωτική

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΕΒΕ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η Έρευνα στα Ελληνικά Πανεπιστήµια και η Ευρωπαϊκή Πραγµατικότητα

Επιχειρήσεις 2.0 & Η Νέα Επιχειρηματικότητα. Επιχειρηματικότητα. Εισηγητής: Βασίλης Δαγδιλέλης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Φαρμακοβιομηχανία και Οικονομική Ανάπτυξη

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

Αντιφάσεις στην αξιοποίηση του τεχνικού επιστηµονικού δυναµικού στην ελληνική βιοµηχανία

Του κ. Κωνσταντίνου Γαγλία Γενικού Διευθυντή του BIC Αττικής

Υποδείγματα Ανάπτυξης - Διάχυσης Καινοτομίας. Υποδείγματα Οικονομικής Ανάπτυξης Υιοθέτηση Καινοτομίας Κύκλος Ζωής Καινοτομίας Επιτυχία Καινοτομιών

Κυρίες και Κύριοι, Σήµερα η ανταγωνιστικότητα δεν είναι πλέον θέµα κόστους, αλλά θέµα ποιότητας και υψηλής προστιθέµενης αξίας.

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

This project is co-financed by the ERDF and made possible by the MED Programme

Θέση ΣΕΒ: Ευρωπαϊκές προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας

ΠΕΠ ΑΝ. ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

Διαχείριση Τεχνολογίας και Καινοτομίας στον Τουρισμό

Ελληνική Επιχειρηματικότητα: Πραγματικότητα & Προοπτικές

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Εισαγωγή

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Πρώτη ενότητα: «Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΓΙΑ «ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ» ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ

Ευρώπη 2020 Αναπτυξιακός προγραμματισμός περιόδου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 1 ης Συνάντησης ιαβούλευσης για την κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης (Ε.Σ.Σ.Α.)

Παρουσίαση του κ. Ευθύμιου Ο. Βιδάλη Αντιπρόεδρο Δ.Σ. ΣΕΒ Πρόεδρο Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Η Βιομηχανία Ψηφιακής Τεχνολογίας στην Ελλάδα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

Αθήνα, Νοεμβρίου 2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Αρχές Μάρκετινγκ. Ενότητα 3: Στρατηγικός Σχεδιασμός Μάρκετινγκ. Δρ. Καταραχιά Ανδρονίκη Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

Οι ΜμΕ στην Ελλάδα και ο διεθνής ανταγωνισμός

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Πανεπιστημιακή - Επιχειρηματική Συνεργασία

Η Ελληνική Οικονομία και η κρίση: Προκλήσεις και Προοπτικές

«Ελκυστική η Ελλάδα για ένα τεχνολογικό boom»

Παρουσίαση Μελέτης των αναπτυξιακών προοπτικών της Εγχώριας Φαρμακοβιομηχανίας

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΠΕ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Αποτελέσµατα Πρωτογενούς Έρευνας Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης σε Επιχειρήσεις

Στόχος του Τμήματος: Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152)

Οικονομικά της Τεχνολογίας

ΟΜΙΛΙΑ. κ. ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΒΙ Α

Ηµερίδα του ΚΕΠΕΑ της ΓΣΕΕ µε θέµα: «Πολιτικές ενίσχυσης της Απασχόλησης»

H Εκπαίδευση των Μηχανικών ως βασικός συντελεστής Καινοτομίας, Επιχειρηματικότητας και Δημιουργικότητας

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

«Η επιχειρηματικότητα στις ορεινές περιοχές του Δήμου Πύλης»

Η επικαιρότητα. της μελέτης. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Υποχώρηση διεθνούς ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες

Βιομηχανική Οργάνωση ΙΙ: Θεωρίες Κρατικής Παρέμβασης & Ανταγωνισμού

Οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές

Σύνοψη προτάσεων ΣΕΒ για τις προτεραιότητες του υπό διαµόρφωση ΕΠΜ και σύνοψη Απολογισµού ΕΠΜ

«καθορισμός μακροχρόνιων στόχων και σκοπών μιας επιχείρησης και ο. «διαμόρφωση αποστολής, στόχων, σκοπών και πολιτικών»

Χρηματοδότηση σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης: μια γενική προσέγγιση

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας Σάββατο 16 Απριλίου 2016

G. Johnson, R.Whittington, K. Scholes, D. Angwin, P. Regnér. Βασικές αρχές στρατηγικής των επιχειρήσεων. 2 η έκδοση. Chapter 1

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

Διεθνές εμπόριο και παραγωγικοί συντελεστές

Ερευνα & Βιοµηχανία: Ανάγκη για σύγκλιση

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

EL Ενωµένη στην πολυµορφία EL B8-0655/1. Τροπολογία

Υπηρεσίες Συμβουλευτικής Υποστήριξης των επιχειρήσεων και των ανέργων στο πλαίσιο των BDS. Αγνή Παγούνη

Θα ήθελα κατ αρχήν να ευχαριστήσω για την πρόσκληση και για την ευκαιρία να συμμετέχω σε μια τόσο ενδιαφέρουσα διοργάνωση.

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH. Δελτίο Τύπου

Transcript:

IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 25 ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Του Θεόδωρου εβενέ 1. Ορισµός της καινοτοµίας Τα τελευταία χρόνια, µεγάλη σηµασία αποδίδεται στις εκθέσεις των πολιτικών και οικονοµικών υπερεθνικών οργανισµών για τις επιδόσεις κάθε χώρας στον τοµέα της ανταγωνιστικότητας. Τα στοιχεία που δίνονται στη δηµοσιότητα από τον ΟΟΣΑ, το ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τυγχάνουν µεγάλης προβολής και αποτελούν το αντικείµενο αναλύσεων στους πολιτικούς και οικονοµικούς κύκλους κάθε χώρας. Η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τη χρησιµοποιούµενη τεχνολογία και ακριβέστερα από την ταχύτητα και την κατεύθυνση της εξέλιξης της τεχνολογίας, δηλαδή από την τεχνολογική αλλαγή. Η τεχνολογική αλλαγή µε τη σειρά της, συνδέεται άµεσα µε την καινοτοµία. Η τεχνολογία, η τεχνολογική αλλαγή και η καινοτοµία, στηρίζονται σε πολύ µεγάλο βαθµό στην πληροφόρηση και στη γνώση. Η γνώση δηµιουργείται µέσα από τη µάθηση, ενώ η µάθηση µέσα από την εκπαίδευση και την εµπειρία. Η έννοια της ανταγωνιστικότητας συνδέεται άρρηκτα µε αυτήν της καινοτοµίας. Η καινοτοµία µπορεί να ορισθεί είτε σαν εκµετάλλευση ή αξιοποίηση εφεύρεσης/γνώσης που ήδη υπάρχει, είτε σαν επιτυχηµένη δηµιουργία και εφαρµογή γνώσης που προκύπτει από τη µάθηση και την εµπειρία (εφεύρεση+εκµετάλλευση / Roberts,1988). Η αποφασιστική συµβολή της καινοτοµίας στην οικονοµική διαδικασία έγκειται στη διασφάλιση του δυναµικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήµατος επιχειρήσεων και χωρών, δηλαδή αυτού που δεν υπάρχει απλώς, όπως το γνωστό συγκριτικό πλεονέκτηµα, αλλά δηµιουργείται και εξακολουθεί να συντηρείται (Α.Ραφαηλίδη και Ι. Τσελεκίδη «Τεχνολογία, Καινοτοµία, Κοινωνία της Γνώσης και Ελλάδα» στις «Σύγχρονες Προσεγγίσεις της ελληνικής οικονοµίας», σελ. 409). Η καινοτο- µία µπορεί να είναι είτε ριζική, είτε οριακή. Επίσης είναι δυνατόν να αφορά είτε σε παραγωγή νέου προϊόντος, είτε σε υιοθέτηση νέας διαδικασίας παραγωγής ή οργάνωσης. Η καινοτοµική διαδικασία είναι µη γραµµική και αποτελεί σε µεγάλο βαθµό προϊόν τόσο ενδοεταιρικής ολοκλήρωσης, όσο και ολοκλήρωσης µε το περιβάλλον µε το οποίο αλληλεπιδρά ένας οργανισµός. Εποµένως, αποκτά ιδιαίτερη σηµασία ο βαθµός ανάπτυξης των συνεργασιών των επιχειρήσεων µε σκοπό την καινοτοµική δραστηριότητα (όπ.παρ., σελ.433). Ο Θόδωρος εβενές είναι υπάλληλος του ΥΠ.ΕΣ...Α, απόφοιτος της Ε.Σ... και µεταπτυχιακός φοιτητής στο Τµήµα Οικονοµικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστηµίου.

26 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 2. Η σηµασία της για την οικονοµική ανάπτυξη Kαταλυτικό ρόλο για την εκτίµηση της σηµασίας της καινοτοµίας διαδραµάτισαν οι εργασίες του R.Solow στη δεκαετία του 50. Σύµφωνα µε τα ευρήµατα των εργασιών αυτών που αφορούσαν την περίοδο 1909-1949, η συµβολή της αύξησης της ολικής εισροής συντελεστών, δηλ. της αύξησης των εισροών εργασίας και κεφαλαίου, στην οικονοµική ανάπτυξη περιοριζόταν στο φτωχό 12%, ενώ το υπόλοιπο 88% οφειλόταν στην λιγότερη σαφή ολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Ο ίδιος ο Solow απέδωσε τη µεγάλη συµβολή της ολικής παραγωγικότητας, στην επίδραση της τεχνολογικής αλλαγής. Η θέση του αυτή συνιστούσε αιφνιδιασµό εις βάρος των απόψεων των νεοκλασικών, που δεν είχαν προνοήσει για κάποιου είδους ανάλυση της πολυσύνθετης φύσης της καινοτοµίας. Των εργασιών του Solow όµως, είχαν ήδη προηγηθεί οι θεµελιώδους σηµασίας παρατηρήσεις του Joseph Schumpeter (1883-1950). Στο έργο του The theory of Economic Development (1936) ο Αυστριακός οικονοµολόγος διατύπωσε την άποψη, ότι η έννοια της ανάπτυξης έχει απολύτως διαφορετικό περιεχόµενο από την έννοια της ισορροπίας και της προσαρµογής στα νέα δεδοµένα, που πράγµατι επιτυγχάνεται µέσω του προσδιορισµού των τιµών και των ποσοτήτων προσφοράς και ζήτησης των αγαθών και των υπηρεσιών (Marshall Νεοκλασική Θεωρία). Κατά τον Schumpeter, η ανάπτυξη είναι αποτέλεσµα επαναστατικών αλλαγών. Οι επαναστατικές αυτές αλλαγές συνίστανται στην εµφάνιση νέων συνδυασµών, που µε την αυτόνοµη και ασυνεχή συµπεριφορά τους χαρακτηρίζουν το φαινόµενο της ανάπτυξης. Αυτοί οι νέοι συνδυασµοί, είναι οι καινοτοµίες. Σύµφωνα µε τον ίδιο τον S., το βαθύτερο αποτέλεσµα µίας καινοτοµίας είναι πιο σηµαντικό κι από την αύξηση της παραγωγής: η ίδια η καινοτοµία ορίζεται ως δηµιουργία µίας νέας συνάρτησης παραγωγής (Business Cycles, 1939). Σε άρθρο του επίσης του 1928 µε τον τίτλο Η αστάθεια του Καπιταλισµού ( The Instability of Capitalism Economic Journal), αποφαίνεται ότι η οικονοµική ανάπτυξη δεν είναι το σηµείο εκκίνησης, ικανό να επιτελέσει το ρόλο του αιτίου, αλλά είναι αυτή καθαυτή αποτέλεσµα µίας πιο θεµελιώδους οικονοµικής δυναµικής, στην οποία οφείλεται τόσο η ανάπτυξη, όσο και η αλυσίδα των επιπτώσεων που απορρέουν από αυτήν. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται σε πρωτογενείς µεταβολές, που προκύπτουν από νέους συνδυασµούς υφιστά- µενων παραγωγικών συντελεστών σε ένα καταρχήν κλάδο, ο οποίος δεν ακολουθεί την επέκταση, αλλά τη δηµιουργεί, ενώ παρακάτω παραθέτει και τον ορισµό της καινοτοµίας, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι η σηµασία αυτού που αντιεπιστηµονικά ονοµάζουµε οικονοµική πρόοδο, είναι ότι στην ουσία θέτουµε παραγωγικούς πόρους σε χρήσεις που δεν έχουν δοκιµαστεί µέχρι εκείνη τη στιγµή στην πράξη, αποσύροντας τους πόρους αυτούς από χρήσεις τις οποίες εξυπηρετούσαν µέχρι τότε. Αυτή τη διαδικασία ονοµάζουµε καινοτοµία ( στο συλλογικό. τόµο Αναπτυξιακή Οικονοµική, σελ.292). Συµπληρώνοντας µάλιστα τον ορισµό αυτό, προσθέτει ότι οι καινοτοµίες αποτελούν µία ιδιαίτερη περίπτωση εξωτερικών οικονοµιών κλίµακας (όπ.παρ., σελ. 293). Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της οικονοµίας που προκαλείται από την εµφάνιση καινοτοµιών, αποκαλείται και δηµιουργική καταστροφή λόγω της έντασης της που τη χαρακτηρίζει. Σε τέτοιου είδους και έντασης αλλαγές, δεν θα µπορέσουν όλοι να ανταπεξέλθουν. Έτσι ο J. Schumpeter (1911) περιέγραψε κι ένα είδος ηγέτη της επιχείρησης, που έλκεται µεν από το κέρδος, αλλά δεν έχει αυτό ως µόνο κίνητρό του. Ο σουµπετεριανός ηγέτης διακατέχεται από την επιθυµία για αγώνα, επίτευγµα, υπεροχή, ενώ αντλεί µεγάλη ικανοποίηση από τη δηµιουργία και την εξάσκηση της ευφυίας του.

IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 27 3. Η προσέγγιση της εξελικτικής και της θεσµικής οικονοµικής Τα όσα προαναφέρθηκαν (και εκφράσθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 30) εναρµονίζονται σήµερα µε τις θέσεις της εξελικτικής και της θεσµικής οικονοµικής. Αποστασιοποιούµενα από τις απόψεις που πρεσβεύουν οι θιασώτες της νεοκλασικής θεωρίας, τα δύο αυτά νεωτερικά ρεύµατα της οικονοµικής αµφισβητούν την εµπειρική θεµελίωση των νεοκλασικών υποθέσεων, τοποθετώντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος έννοιες όπως η αβεβαιότητα, οι εξωτερικότητες, οι οικονοµίες κλίµακας, το ολιγοπώλιο (ως η συνηθέστερη σήµερα µορφή αγοράς), η ατελής πληροφόρηση και η πεπερασµένη ορθολογικότητα. Παράλληλα, και θυµίζοντας πολύ έντονα τις απόψεις του Schumpeter, αντιπαραθέτουν στις νεοκλασικές έννοιες της ισορροπίας, της οριακής προσαρµογής και της σταθερής αναλογικής µεγέθυνσης, την αλλαγή και τους µεγάλους µετασχηµατισµούς. Τα άλµατα και τη δηµιουργική καταστροφή. α) Η εξελικτική οικονοµική Σύµφωνα µε την εξελικτική θεώρηση, η οικονοµία νοείται ως ανοικτό σύστηµα, στο εσωτερικό του οποίου δρουν όχι µόνο δυνάµεις σύγκλισης, αλλά και απροσδιοριστίας/απόκλισης. Οι µετασχηµατισµοί του παραγωγικού ιστού βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της θεώρησης αυτής, µε φυσικό επακόλουθο την ανάδειξη της καινοτοµίας σε παράγοντα µείζονος σηµασίας για την ανάπτυξη. Ιδιαίτερη σηµασία επίσης αποδίδεται στη δηµιουργία νέας γνώσης και στη µάθηση. Με την εξελικτική προσέγγιση της οικονοµίας εισάγονται ορισµένα εξαιρετικά στοιχεία ανάλυσης, όπως: Oι εµπειρικοί κανόνες δράσης, η δυνατότητα αυτόνοµης και δηµιουργικής κίνησης εκ µέρους των οικονοµικών υποκειµένων (αντί του αυστηρού ετεροπροσδιορισµού τους από προσφορά και ζήτηση), η κλαδική ανάλυση των πληθυσµών και η ερµηνευτική δύναµη της ιστορίας. Εισάγεται επίσης και η µέθοδος των διαλεκτικών σχέσεων, αντί των γραµµικών. Η τελευταία αυτή προσθήκη κρίνεται ιδιαίτερα σηµαντική, αν ληφθεί υπόψη η συχνότητα των συγκρούσεων µε αφετηρία εκ διαµέτρου αντίθετες θέσεις (δηλ. χωρίς κώδικες ελάχιστης συνεννόησης ) και ακόµη περισσότερο των διαψεύσεων που καταγράφονται στους κόλπους της οικονοµικής διαχρονικά (.. Η ονοµαστή αισιοδοξία της παραδοσιακής οικονοµικής θεωρίας, που έχει οδηγήσει ώστε οι οικονοµολόγοι να θεωρούνται αγαθούληδες - candides, - J.M.Keynes Η Γενική Θεωρία, 1936-2001, σελ. 68). Στις αρχές της δεκαετίας που διανύουµε, επιχειρήθηκε µία σύνοψη των θέσεων της εξελικτικής τάσης. Κατωτέρω παρατίθενται οι σηµαντικότερες από τις θέσεις αυτές: - Η αλλαγή (και όχι η ισορροπία) είναι το βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισµού. - Ο ανταγωνισµός (ως αντιπαλότητα της κάθε επιχείρησης προς τις άλλες) αποτελεί την κινητήρια δύναµη προς την αλλαγή. Το καύσιµο της δύναµης αυτής, το προσφέρει η καινοτοµία. - Τα ποσοστά κέρδους τείνουν στη διαφοροποίηση. εν υπάρχει αναλογικός νόµος ανάµεσα στην επένδυση και το κέρδος. - Το χρήµα και οι καινοτοµίες λειτουργούν ταυτόχρονα και ως υποµόχλια πλούτου, αλλά και ως δηµιουργοί αβεβαιότητας. - Η οικονοµική ανάπτυξη αποτελεί διαδικασία µετασχηµατισµού µε απροσδιόριστη προοπτική. Η διαδικασία αυτή δεν σχετίζεται µόνο µε το χώρο της οικονοµίας µε τη στενή έννοια του όρου, αλλά περικλείει και τα πεδία των θεσµών, της επιστήµης και της τεχνολογίας, αφού προκαλείται από εξελίξεις και αλληλεπιδράσεις ανάµεσα στα πεδία αυτά. Και ακόµη: Τα βαθύτερα αίτια των αλυσιδωτών αντιδράσεων στη λειτουργία του όλου συστήµατος, προκαλούνται από τις αποφάσεις των επιχειρήσεων για χρηµατικές τοποθε-

28 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH τήσεις-δεσµεύσεις. Οι τοποθετήσεις αυτές χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα, σε ό,τι αφορά την κατάληξή τους. β) Η θεσµική οικονοµική Η προσέγγιση αυτή διερευνά το θεσµικό περιβάλλον µέσα στο οποίο λαµβάνουν χώρα οι αλλαγές και οι µετασχηµατισµοί. Ως πιο σηµαντικοί θεσµοί θεωρούνται το κράτος, η αγορά και η επιχείρηση. Εκτός από αυτούς, το θεσµικό οικοδόµηµα των κοινωνιών συγκροτούν και οι νόµοι, η ικαιοσύνη, το σύστηµα των αξιών µαζί µε τις παραδόσεις και τα έθιµα, τα κόµµατα, η Αυτοδιοίκηση, οι ενώσεις πολιτών, ο Τύπος, κλπ. Σύµφωνα µε τις σύγχρονες απόψεις της θεσµικής οικονοµικής, οι θεσµοί αποκρυσταλλώνουν την ισορροπία µεταξύ των κοινωνικών οµάδων και των επιµέρους συµφερόντων, σε συγκεκριµένη χρονική περίοδο. Θέτουν δε τους κανόνες και τα όρια της αυτονοµίας των δρώντων υποκειµένων παικτών, ενώ επίσης καθορίζουν τις διαδικασίες άρσης των συγκρούσεων που αναφύονται. Η αλλαγή των θεσµών επέρχεται όταν αλλάζει ο συσχετισµός δυνάµεων που τους δηµιούργησε. Όσον αφορά στη σταθερότητά τους, θεωρείται γενικά θετικός παράγοντας µε κάποιες όµως εξαιρέσεις. Είναι δυνατόν να παρατηρηθούν θεσµικές αγκυλώσεις, µε φυσικό επακόλουθο την όρθωση εµποδίων στην διαδικασία οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα της κοινωνικής αναστάτωσης που επιφέρει πολλές φορές η τεχνολογική αλλαγή, όταν οι κοινωνίες (και ιδιαίτερα οι ηγεσίες τους) δεν είναι προετοιµασµένες να αντιµετωπίσουν τις επιπτώσεις της, δηλαδή την απαξίωση επαγγελµάτων και την ανεργία. Για το λόγο αυτό, η ευελιξία και η προσαρµοστικότητα πρέπει επίσης να χαρακτηρίζουν τους θεσµούς, προκειµένου να διατηρείται η κοινωνική συνοχή. Στην περίπτωση της τεχνολογικής αλλαγής, η ευελιξία αυτή θα µπορούσε να εκφραστεί µέσα από την ενσωµάτωση µηχανισµών πρόβλεψης, βάσει των οποίων θα ήταν δυνατός ο υπολογισµός και ο επιµερισµός της ωφέλειας και του κόστους ανάµεσα στους κοινωνικούς εταίρους. Με την πάροδο του χρόνου οι επιστηµονικοί προβολείς στρέφονται όλο και περισσότερο στην συµβολή του παράγοντα θεσµοί στην οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη. Ορισµένοι µάλιστα επιφανείς ερευνητές, µε πρόσφατες δηµοσιεύσεις τους αναγνωρίζουν τον παράγοντα αυτό ως περισσότερο σηµαντικό ακόµη κι από την οικονοµική ενοποίηση/ολοκλήρωση (που προκαλείται από την ανάπτυξη του διεθνούς εµπορίου), ή/και τη γεωγραφική θέση ( D.Rodrik, A.Subramanian, F.Trebbi: Institutions Rule: The primacy of institutions over geography and integration in economic development, 2002) Ιδιαίτερα τονίζεται η σηµασία των θεσµών αναγνώρισης και προστασίας των δικαιωµάτων περιουσίας/ιδιοκτησίας, καθώς και αυτών που επιτρέπουν στους επενδυτές να καρπώνονται απρόσκοπτα τα κέρδη της δραστηριότητάς τους. Επιπροσθέτως, έχουν επισηµάνει - D.North, 1994- το αδόκιµο και ατελέσφορο της άκριτης µεταφύτευσης πολιτικών και οικονοµικών θεσµών σε οποιαδήποτε χώρα, µε µόνο κριτήριο την προέλευσή τους από τις ανεπτυγµένες δυτικές οικονοµίες (όπ.παρ, σελ. 22). 4. Καινοτοµία, κράτος, αγορά και επιχείρηση Aκολούθως διερευνάται η σχέση µεταξύ των κύριων θεσµών της κοινωνικής οργάνωσης, η σηµαντικότητά τους, καθώς και η σχέση του καθενός µε την καινοτοµία. α) Αγορά και κράτος Αυτό που διακρίνει το κύριο ρεύµα της οικονοµικής επιστήµης από τις σύγχρονες κριτικές προσεγγίσεις, είναι η άποψη που πρεσβεύει για τη σηµαντικότητα της αγοράς. Σύµφωνα µε την άποψη αυτή, εν αρχή ην η αγορά. Αυτή κατέχει τα πρωτεία εν µέσω όλων των θεσµών και υπέρ αυτής πρέπει να γέρνει η πλάστιγγα σε περιπτώσεις τυχόν σύγκρουσής

IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 29 της µε το κράτος. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, ορµώµενοι από την πεποίθηση ότι οι βασικές συµπεριφορές της αγοράς δηλ. οι διαπραγµατεύσεις και οι συναλλαγές είναι ριζωµένες στην ανθρώπινη φύση (A.Smith), θεωρούν τελικά ότι και το ίδιο το κράτος αλλά και όλοι οι συναφείς νόµοι και ρυθµίσεις (για την προστασία της ατοµικής ιδιοκτησίας, για την άµυνα από εξωτερικούς εχθρούς κλπ) είναι απλώς παράγωγα δηµιουργήµατα της αγοράς! (Buchanan). Η αποδοχή των όσων προαναφέρονται, οδηγεί µοιραία σε µία σχεδόν αυτόνοµη ιεράρχηση των οικονοµικών πολιτικών, µε πρόταξη αυτών που αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας/αποτελεσµατικότητας της αγοράς. Ο αντίλογος έχει εκφραστεί µε απόλυτο τρόπο, από µία σειρά διανοητών. Ο Carl Polanyi, στο έργο του The Great Transformation (1944), τόνισε την εξαιρετικά σηµαντική συµβολή του κράτους στην προστασία, επιβολή και καθιέρωση των µηχανισµών της αγοράς. Επικεντρώνοντας το έργο του στην οικονοµία της αγοράς στη Μ. Βρετανία, τονίζει τη στενή και ταυτόχρονα συγκροτησιακή σχέση ανάµεσα στην αγορά και το κράτος, ως θεµελιακών παραγόντων της καπιταλιστικής κοινωνίας, ενώ κάνει λόγο και για κίνδυνο κατεδάφισης της κοινωνίας στην περίπτωση που η αγορά µεταβληθεί κάποτε σε µοναδικό ρυθµιστή της µοίρας των ανθρώπων. Στη ίδια λογική, δηλαδή της στενής σχέσης µεταξύ των δύο θεσµών και ο Max Weber, επισηµαίνει την αλληλοΐδρυση καπιταλισµού και γραφειοκρατίας. Επιλέγοντας περαιτέρω από άλλες σηµαντικές κριτικές επισηµάνσεις, παραθέτουµε και τα εξής, στο ίδιο µήκος κύµατος : α) Στην περίπτωση ορισµένων οιονεί εµπορευµάτων, όπως είναι η εργασία, το έδαφος και το χρήµα ο µηχανισµός των τιµών δεν µπορεί να εξισώσει προσφορά και ζήτηση ή ακόµη και να προστατεύσει από την καταστροφική εκµετάλλευση. Αυτό συµβαίνει επειδή τα εµπορεύµατα αυτά δεν παράγονται µε σκοπό την πώλησή τους στην αγορά (Polanyi). β) Σήµερα θεωρείται ατελής ο ευρύτερα καθιερωµένος ορισµός σύµφωνα µε τον οποίο, η αγορά αποτελείται από το σύνολο των συναλλαγών ανάµεσα σε πωλητές και αγοραστές, που µορφοποιούνται σε ποσότητες και τιµές. Οι σύγχρονες κριτικές προσεγγίσεις επισηµαίνουν ότι ο ορισµός αυτός αγνοεί τους κανόνες των συναλλαγών και τις διαδικασίες καθιέρωσης και εξέλιξής τους (Hodgson). γ) Παρουσιάζονται συνεχώς προβλήµατα µείζονος σηµασίας, τα οποία η αγορά αδυνατεί να επιλύσει. Ένα τέτοιο παράδειγµα (σχετικά νέου) προβλήµατος είναι και η συνεχής µόλυνση του περιβάλλοντος, που έχει πάρει ήδη διαστάσεις καταστροφής του πλανήτη, όπως δείχνουν οι αλλεπάλληλες ενδείξεις αλλοίωσης του κλίµατος. Η ίδια αδυναµία επισηµαίνεται και στην περίπτωση της καινοτοµίας: Η αγορά δεν µπορεί να κατευθύνει επαρκείς πόρους στην καινοτοµική προσπάθεια, ούτε να επιλύσει µε τρόπο κοινωνικά επωφελή και δίκαιο τα ζητήµατα της αναπαραγωγής της γνώσης ή της ταχείας και γενικευµένης χρήσης των νέων τεχνολογικών εφαρµογών. Επιπροσθέτως υπενθυµίζεται ότι η αγορά αδυνατεί να εφοδιάσει την κοινωνία µε ορισµένα αγαθά συλλογικής κατανάλωσης (Νόµος, ηµόσια Τάξη, Εθνική Άµυνα, δηµόσια υγεία, ρύθµιση οδικής κυκλοφορίας, αντιπληµµυρική προστασία), για τα οποία δεν µπορεί να εφαρµοστεί η αρχή του αποκλεισµού. Αδυνατεί επίσης να εφοδιάσει την κοινωνία µε τις άριστες ποσότητες ορισµένων άλλων αγαθών συλλογικής κατανάλωσης, για τα οποία δεν µπορεί καθόλου ή σχεδόν καθόλου να ισχύσει η αρχή της διαιρετότητας (λιµάνια, πάρκα, αρδευτικά έργα, ραδιόφωνο). Αυτά είναι τα καθαρώς δηµόσια αγαθά (.Π.Καράγιωργας, Οι Οικονοµικές Λειτουργίες του Κράτους, σελ.78).

30 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH Αλλά και αντιστρόφως, τα παραπάνω δεν σηµαίνουν µε τη σειρά τους και άρνηση των αρετών της αγοράς: Η αγορά επιτρέπει στους δρώντες φορείς να θέτουν και να πραγ- µατοποιούν στόχους, ενθαρρύνει την καταβολή προσπάθειας εκ µέρους τους και αντα- µείβει τις νέες ιδέες. β) Ο ρόλος του κράτους Οι σύγχρονες εξελικτικές και θεσµικές προσεγγίσεις της οικονοµικής όµως, εξετάζουν διεξοδικά και το ρόλο του κράτους, τόσο στη γενικότερη αναπτυξιακή διαδικασία όσο και ειδικότερα στo πεδίο της καινοτοµίας. Το κράτος είναι η κύρια έκφραση και ο βασικός θεσµός της κοινωνίας, ανάµεσα σ αυτούς που συγκροτούν τη θεσµική της υπόσταση. Ενσωµατώνει (όπως εξάλλου και η αγορά) διαστάσεις από ολόκληρο το φάσµα του κοινωνικού γίγνεσθαι, δηλαδή από την οικονοµία, την πολιτική, τον πολιτισµό και την ιδεολογία. ιαχρονικά η οικονοµική επιστήµη παλινδρόµησε ανάµεσα σε δύο ακραίες και υπέρ του δέοντος απλουστευτικές, όπως θεωρούνται σήµερα, προσεγγίσεις: Aπό τη µία πλευρά, υπήρχε η άποψη περί µηχανισµού επαρκούς να διορθώνει τις ατέλειες της αγοράς και να παράγει αποτελεσµατικό οικονοµικό έργο και από την άλλη, η άποψη περί ανάγκης συνεχούς συρρίκνωσής του, που πρεσβεύουν οι νεοφιλελεύθεροι. Η πρώτη κατέρρευσε µε ηχηρό τρόπο στη δεκαετία του 70, όταν το κράτος δεν µπόρεσε να αντιµετωπίσει την ταυτόχρονη εµφάνιση πληθωρισµού και ανεργίας (στασιµοπληθωρισµός), ενώ η δεύτερη θεωρείται σήµερα υπεύθυνη για την κοινωνική αναλγησία που έχει επικρατήσει στις ανεπτυγµένες καταρχήν χώρες από το 80 και µετά, µε θύµατα τις πλέον αδύναµες κοινωνικές τάξεις σε πρώτη φάση, αλλά και µε διεύρυνση της επαγγελ- µατικής ανασφάλειας και σε ευρύτερα κοινωνικά στρώµατα κατόπιν. Οι σύγχρονες κριτικές προσεγγίσεις αποφεύγουν να δουν το κράτος σαν αφηρηµένη και διαχρονικά ενιαία οντότητα, αλλά το εξετάζουν ως σύνολο αλληλεξαρτήσεων, συγκρούσεων και εξισορροπήσεων, δίνοντας έµφαση στα αίτια που το διαφοροποιούν ανά χρονική περίοδο. Εστιάζουν σε παραµέτρους όπως η οργάνωση των κρατικών λειτουργιών, η σύγκριση κόστους/οφέλους, η αξιολόγηση των δηµοσίων οργανισµών και υπηρεσιών. Σχετική µε τα παραπάνω πρόσφατη εξέλιξη, είναι η εφαρµογή στις χώρες της Ε.Ε. του Κοινού Πλαισίου Αξιολόγησης των δηµοσίων υπηρεσιών (Common Assessment Framework CAF, Εθνικό Τυπογραφείο, 2003). Παρουσιάστηκε το 2000 στη Συνδιάσκεψη Ποιότητας της Λισαβόνας για τη δηµόσια διοίκηση, ενώ την τελευταία τετραετία εφαρµόζεται και στην Ελλάδα, όχι όµως µε συνεχή τρόπο. Οι νέες προσεγγίσεις τέλος, εξετάζουν και την οργάνωση και λειτουργία των κοµµάτων, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των επαγγελµατικών και συνδικαλιστικών ενώσεων. Κρίσιµη είναι η διαπίστωση ότι υπάρχει άµεση σχέση µεταξύ καινοτοµικής επίδοσης και κρατικής ανάµειξης. Οι χώρες που µπορούν να χαρακτηρισθούν επιτυχηµένες στο χώρο της καινοτοµίας, παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά: υψηλές δηµόσιες δαπάνες για την πρωτογενή και εφαρµοσµένη έρευνα, ανεπτυγµένα εκπαιδευτικά και ερευνητικά συστήµατα που χρηµατοδοτούνται από το κράτος (άµεσα ή έµµεσα), κίνητρα προσέλκυσης ικανών επιστηµόνων/ερευνητών και έντονη καινοτοµική δραστηριότητα από τις επιχειρήσεις. Όπως κατέδειξε η πρόσφατη εµπειρία στις χώρες αυτές (Ιρλανδία και αλλού), η καινοτο- µική δραστηριότητα αφορά κυρίως κλάδους τεχνολογίας αιχµής όπως είναι αυτοί των ηλεκτρονικών, ηλεκτρικών, φαρµακευτικών, καθώς και των προϊόντων βιοτεχνολογίας (για την ιρλανδική περίπτωση: Bernadette Andreoso O Callaghan, Helena Lenihan και Nola Hewitt Dundas, Innovation in Ireland and Northern Ireland, 1991-2001 ανακοίνωση στο Παγκόσµιο Συνέδριο Περιφερειακής Επιστήµης, Άµστερνταµ 2005).

IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 31 γ) Η επιχείρηση Ως επιχείρηση νοείται σήµερα ένα δοµηµένο, οργανωµένο και ιεραρχηµένο σύνολο φυσικών και ανθρώπινων πόρων, µε ικανότητα δράσης, µάθησης, προγραµµατισµού, προσαρµογής και εξέλιξης (Coase). Αυτές ακριβώς οι ιδιότητες είναι που δίνουν στην επιχείρηση και τη σχετική της αυτονοµία απέναντι στις δυνάµεις της αγοράς. Σύµφωνα µε τη θεώρηση του Schumpeter, η αυτονοµία δράσης της επιχείρησης είναι τόσο ισχυρή που φτάνει στο σηµείο να διαµορφώνει το οικονοµικό αλλά και το ευρύτερo κοινωνικό της περιβάλλον. Σύµφωνα µε τις απόψεις του ίδιου θεωρητικού (που επικρατούν και στις νέες εξελικτικές τάσεις), η επιχείρηση είναι το κατεξοχήν κύτταρο της καινοτοµικής δράσης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η δράση αυτή προκαλεί επαναστατικές αλλαγές και ταυτίζεται µε συγκεκριµένου τύπου επιχειρηµατία. Περαιτέρω και σε αντίθεση µε άλλες θεωρήσεις η παρουσία και το επίτευγµα της επιχείρησης δεν ερµηνεύονται από τις ατέλειες της αγοράς, αλλά προκύπτουν από τις δικές της εσωτερικές ικανότητες οργανωτικές, διοικητικές, καινοτοµικές και συντονιστικές (H.Simon, R.Coase). Η οργανωτική ικανότητα εξάλλου και η επίτευξη στόχων, είναι σαφές ότι αφορούν δυνητικά κάθε οργανισµό και όχι µόνο την ιδιωτική επιχείρηση. Μπορούν εποµένως να χρησιµοποιηθούν στην ανάλυση και αξιολόγηση των δηµοσίων οργανισµών, των πανεπιστηµίων κλπ. Στην εποχή µας κερδίζει έδαφος η άποψη που συνηγορεί υπέρ της δια-επιχειρησιακής οργάνωσης, που συνδέει µεταξύ τους επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε παραγωγικές δραστηριότητες που διαπλέκονται µεταξύ τους (Lazonick, 1991). Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται άµεσα τόσο µε τον περιορισµό της αβεβαιότητας, όσο και µε την ενίσχυση της καινοτοµικής δράσης, η οποία ευνοείται ιδιαίτερα από τη συνεργασία των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό στον τοµέα αυτόν είναι το παράδειγµα των ιαπωνικών επιχειρήσεων. Οι συνεργαζόµενες µεταξύ τους (µεγάλες) επιχειρήσεις, επιτυγχάνουν επιπλέον όπως είναι φυσικό, και τον καλύτερο προγραµµατισµό τους και µαζί τον αποτελεσµατικότερο έλεγχο της αγοράς. Άξια υπενθύµισης είναι πάντως και η παραδοσιακή συµπεριφορά του επιχειρηµατικού κόσµου προς την έννοια του κράτους, όπως αυτή καταγράφεται και σχολιάζεται από τον John Kenneth Galbraith. Στην Κοινωνία της Αφθονίας, που γράφτηκε το 1957, αναφέρει ότι: τους επιχειρηµατίες διαπνέει ανέκαθεν η δυσπιστία απέναντι στο κράτος- ή τουλάχιστον απέναντι σ εκείνες τις δραστηριότητες του κράτους που δεν εξασφαλίζουν αγορές στους επιχειρηµατίες Μιαν εξαίρεση αποτελούν σχετικά οι δαπάνες για την εθνική άµυνα. Συνεχίζοντας παραθέτει την άποψη του επιχειρηµατικού κόσµου, σύµφωνα µε την οποία: το κράτος είναι ανίκανο να παραγάγει οτιδήποτε µε την έννοια που οι επιχειρήσεις παράγουν πλούτο και που τα άτοµα παράγουν ιδέες και εφευρέσεις... Σχολιάζοντας την παραπάνω φράση, ο Galbraith σηµειώνει: υπάρχει πάντως κάτι το δοκησίσοφο στην επιχειρηµατολογία αυτή, που καταντά να υποστηρίζει ότι ο εκπαιδευτικός δεν είναι παραγωγικός, αλλά είναι παραγωγός ο κατασκευαστής σχολικών θρανίων. Ωστόσο η επιχειρηµατολογία αυτή είναι γερά εδραιωµένη στο όλο τελετουργικό του επιχειρηµατικού κόσµου (1970, σελ.190-191). Στην µεταγενέστερη εξάλλου Εποχή της Αβεβαιότητας, ο κορυφαίος Αµερικανός µας θυµίζει και την άποψη του Adam Smith: οι άνθρωποι που κάνουν το ίδιο εµπόριο, σπάνια συναντιούνται, ακόµη και για διασκέδαση ή κάποια αλλαγή, αλλά οι συζητήσεις τους καταλήγουν πάντα σε µία συνοµωσία ενάντια στο κοινό ή σε κάποιο τέχνασµα για να ανέβουν οι τιµές (1980, σελ. 29).

32 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 5. Η ελληνική πραγµατικότητα Hδεκαετία που διανύουµε µας επιφύλαξε καταρχήν δύο ευχάριστες εκπλήξεις από τον γραφειοκρατικό και άκαµπτο δηµόσιο τοµέα. Τον Απρίλιο του 2003, απονεµήθηκε στην Ελλάδα από την αρµόδια επιτροπή του Ο.Η.Ε. το α βραβείο Αποδοτικότητας για ένα µέτρο της δηµόσιας διοίκησης, στην κατηγορία των αναπτυγµένων χωρών (Β. Αµερικής και Ευρώπης). Το βραβείο δόθηκε για τη λειτουργία του µέτρου των τηλεφωνικών αιτήσεων ( 1502 ), χάρη στο οποίο έχουν διεκπεραιωθεί ήδη εκατοµµύρια αιτήσεις. Η εφαρµογή του 1502 κατέστη δυνατή χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισµού. Την ίδια χρονιά έχουµε τη διεύρυνση του δικτύου των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), που ήδη αριθµούν πάνω από 1100 σε όλη τη χώρα και διεκπεραιώνουν περισσότερες από 900 διαδικασίες. Ο θεσµός αυτός είχε εισαχθεί το 2002 (Ν.3013), µε την ίδρυση 5 πιλοτικών ΚΕΠ σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη και η ιδέα για τη θέσπισή του είχε βασιστεί στη λειτουργία ενός (και µοναδικού) καταστήµατος διοικητικών υπηρεσιών στη Λισαβόνα. Το πλήθος των Κέντρων που έχουν ιδρυθεί εδώ και ο αριθµός των (διαρκώς εµπλουτιζό- µενων) εργασιών που διεκπεραιώνουν, συνιστούν µία καθαρά ελληνική πρωτοτυπία. Όµως τα στοιχεία από το πεδίο της καθαρής οικονοµίας δείχνουν ότι η κατάσταση στη χώρα µας χαρακτηρίζεται από στασιµότητα. Η συνολική δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) το 2006 ήταν 0.61% του ΑΕΠ (έναντι 3.46% της Φινλανδίας), ενώ το 2004 ήταν 0,58%. Κατά το µεγαλύτερο ποσοστό της διατίθεται από το δηµόσιο τοµέα, ενώ εντυπωσιακή είναι η υστέρηση την ερευνητικών επενδύσεων των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Σε αντίθεση µε ό, τι δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η έρευνα χρηµατοδοτείται από το κράτος κατά 50% περίπου, ενώ έπονται µε σηµαντική διαφορά οι εξωτερικοί πόροι (κονδύλια της Ε.Ε.) και οι δαπάνες του ιδιωτικού τοµέα, που φτάνουν µόλις το 21% - ξεπερνούν µόνο τις αντίστοιχες της Λιθουανίας, της Κύπρου και της Λετονίας (Γ. Στασινόπουλος, Επιχειρηµατικότητα: Η Ελλειµµατική Παράµετρος της Ελληνικής Οικονοµίας, στο συλλ.τόµο Οικονοµικές Αλλαγές και Κοινωνικές Αντιθέσεις στην Ελλάδα, σελ. 151). Σύµφωνα επίσης µε τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ελληνική θέση στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας συνεχώς επιδεινώνεται. Στο δεύτερο τρίµηνο του 2006, η θέση της Ελλάδας χειροτέρευσε κατά 2,8% συγκριτικά µε το µ.ο. των υπολοίπων κρατών της ευρωζώνης µέσα σε ένα χρόνο. Ως ένα από τα κύρια αίτια της επιδείνωσης αναφέρεται η αδυναµία του ιδιωτικού τοµέα να προχωρήσει σε αποτελεσµατικές επενδύσεις και κινήσεις εκσυγχρονισµού ( Ελευθεροτυπία / ένθετο Οικονοµία, 10-9-2006). Σε πρόσφατη έρευνα της Deloitte για τις πιο γρήγορα αναπτυσσόµενες εταιρείες νέας τεχνολογίας στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, µόνο 6 ελληνικές επιχειρήσεις συγκαταλέγονται στις 1000 καλύτερες, ενώ στις 500 πρώτες δεν βρίσκεται καµία (!) ελληνική. Σύµφωνα µε την ίδια έρευνα η Νορβηγία, το Ισραήλ και η Ιρλανδία είναι οι πιο επιτυχηµένες στην κατάταξη, µε κριτήριο τον πληθυσµό της κάθε χώρας. Η Μεγάλη Βρετανία έχει τον µεγαλύτερο αριθµό εταιρειών στη λίστα µε 91 στις πρώτες 500, µε δεύτερη τη Γαλλία (84). Επίσης: Ισραήλ 44, Νορβηγία 35. ( Ελευθεροτυπία, 7-12-06). Στην πρόσφατη Παγκόσµια Έκθεση για την Τεχνολογία της Πληροφορίας 2006-2007 που συνέταξαν το World Economic Forum (WEF) µε τη γαλλική ανώτατη σχολή διοίκησης (INSEAD), η Ελλάδα καταλαµβάνει την 48 η θέση µεταξύ 122 χωρών µε κριτήριο την επίδοσή τους στον δείκτη δικτυακής ετοιµότητας NRI). Ο δείκτης αυτός συνθέτει επίσηµα στοιχεία (οικονοµικά, παιδείας, τηλεπικοινωνιών κ.λ.π.) µε γνώµες στελεχών µεγάλων επιχειρήσεων από τη σχετική ετήσια έρευνα του Forum, για να µετρήσει τη ροπή κάθε χώρας να εκµεταλλεύεται τις ευκαιρίες που προσφέρουν οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επι-

IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 33 κοινωνίας στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητά της. Η κατάταξη της χώρας µας στη λίστα του WEF συνιστά επιδείνωση της θέσης της, σε σχέση µε την έκθεση της προηγούµενης χρονιάς, όπου είχε καταλάβει την 43 η θέση. Άξια προσοχής είναι και η επιδείνωση που παρουσιάζεται και σε κρίσιµα στοιχεία που συνυπολογίζονται, µεταξύ άλλων, για τον υπολογισµό του συνθετικού δείκτη: στο κόστος των διοικητικών ρυθµίσεων για τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα καταλαµβάνει την 87 η θέση έναντι της 67 ης πέρυσι, στις δαπάνες των επιχειρήσεων για έρευνα και ανάπτυξη την 71 η έναντι της 52 ης πέρυσι, ενώ στον τοµέα της ικανότητας για καινοτοµία καταλαµβάνει την 74 η θέση, έναντι της 58 ης την προηγούµενη χρονιά. Τέλος κατέχει µόλις την 108 η θέση στην κατάταξη, ως προς το κριτήριο του αριθµού των διαδικασιών που απαιτούνται για να ξεκινήσει µία νέα επιχείρηση. (Ελίζα Παπαδάκη, Τεχνολογική υποβάθµιση - Τα Νέα, 4-4-2007). Επισηµαίνεται ότι κατά την αξιολόγηση του ελληνικού προγράµµατος για την ανάπτυξη και την απασχόληση του 2006, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε τονίσει δια του αρµοδίου επιτρόπου ότι ανέµενε ξεκάθαρες δεσµεύσεις από τις χώρες που δεν υιοθετούν το στόχο του 3% της Ατζέντας της Λισαβόνας για τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ( Μεταρρυθµίσεις για έρευνα και απασχόληση ζητεί η Ε.Ε. Το Βήµα 19-3-2006). Αυτά συµβαίνουν ενώ υπάρχει επιτακτική ανάγκη για νέες ιδέες και εκµετάλλευση κάθε δυνατότητας που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες προκειµένου να δηµιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, που πάντως πολύ δύσκολα µπορεί να βρει κάποιος: τα 234 επενδυτικά σχέδια που εγκρίθηκαν προς επιχορήγηση - σύµφωνα µε τις διατάξεις του νέου αναπτυξιακού νόµου - στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη τη διετία 2005-2006, προέβλεπαν τη δηµιουργία µόνο 779 θέσεων εργασίας ( Κόσµος του Επενδυτή, 24-2-2007). Την τριετία 2000-2003, το ποσοστό των Ξένων Άµεσων Επενδύσεων στο ΑΕΠ ήταν µικρότερο του 1%, έναντι 16% της Ιρλανδίας. Το 2003 επίσης, πάνω από το 40% των βιοµηχανικών εξαγωγών µας αφορούσε προϊόντα χαµηλής τεχνολογίας (φαγητά και ποτά, υφάσµατα και ρούχα κλπ). Παράλληλα, το διάστηµα 1994-2002, το ποσοστό του ΑΕΠ που διατέθηκε για επένδυση στη γνώση (έρευνα και ανάπτυξη, λογισµικό, ανώτατη εκπαίδευση) αυξήθηκε µόνο κατά 0.8% (Center for International Science and Technology Policy του Πανεπιστηµίου George Washington, Ελευθεροτυπία, 25-6-2006). Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Eurostat, η απασχόληση σε υπηρεσίες εντάσεως γνώσης στην Ελλάδα είναι µόλις 2,21% (παρά το γεγονός ότι το ποσοστό του τοµέα των υπηρεσιών είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.), όταν χώρες που βρίσκονται στο ίδιο ή και χαµηλότερο επίπεδο ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, βρίσκονται στα επίπεδα του ευρωπαϊκού µέσου όρου, ή και τον ξεπερνούν (περιπτώσεις Σλοβενίας, Εσθονίας, Τσεχίας, Σλοβακίας). Σε ανάλογες διαπιστώσεις οδηγούν και τα στοιχεία για την απασχόληση σε µεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας, όπου το ποσοστό ανέρχεται στο 23% περίπου στην Ευρώπη των 25 (ίδιο µε το ποσοστό της Βουλγαρίας) και για τον αριθµό των εργαζοµένων που απασχολούνται σε ερευνητικές δραστηριότητες σε επιχειρήσεις (0,30% του συνολικού εργατικού δυναµικού, έναντι 1.39% του µ.ο. της Ε.Ε. 15). Σηµαντικές πληροφορίες επίσης για το ερευνητικό επίπεδο και το τεχνολογικό βάθος της ελληνικής παραγωγής, µας δίνουν και τα στοιχεία που αφορούν στις αιτήσεις για ευρεσιτεχνίες, τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο αµερικανικό γραφείο ευρεσιτεχνιών (EPO και USPTO αντιστοίχως). Για το 2001, που ήταν η χρονιά µε την καλύτερη ελληνική επίδοση, οι αιτήσεις προς το EPO ήταν 8,27 / εκ.κατοίκους, όταν ο µ.ο. της Ε.Ε. 25 ήταν 141,96. Ειδικά µάλιστα για τις ευρεσιτεχνίες υψηλής τεχνολογίας, η ελληνική επίδοση ήταν 2,09 έναντι 28,38 της Ε.Ε. 25. Ίδια εικόνα παρουσιάζουν και οι αιτήσεις προς το USPTO: 2,49/εκατ. έναντι 60,25 της Ε.Ε. 25 (Γ.Στασινόπουλος, όπ.παρ., σελ. 153-158).

34 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH Σε έρευνα του 1999 για την επιχειρηµατικότητα στη χώρα µας (Χασσίδ και Καραγιάννης), καταγράφηκε µεγαλύτερη πυκνότητα επιχειρήσεων από τον µ.ο. της Ε.Ε. (69 επιχειρήσεις/100 κατ. έναντι 49/100). Σε µεγάλο βαθµό όµως το φαινόµενο αυτό οφείλεται στην επιχειρηµατικότητα ανάγκης, που είναι υψηλότερη από τον παγκόσµιο µ.ο. (7 η χώρα στον κόσµο) και όχι στην επιχειρηµατικότητα ευκαιρίας, όπου η Ελλάδα καταλαµβάνει τη 19 η θέση µεταξύ 31 χωρών (Σ. Ιωαννίδης, Η Επιχειρηµατικότητα στην Ελλάδα, ΙΟΒΕ, 2004). Επίσης το 83,86 % της συνολικής δραστηριότητας χαρακτηρίζεται ως επιχειρηµατικότητα χαµηλών δυνατοτήτων και µόνο 16,14% ως υψηλών δυνατοτήτων, που συµβάλλει στην επέκταση των αγορών, δηµιουργεί θέσεις εργασίας και συντείνει στον εξαγωγικό προσανατολισµό της οικονοµίας. Όσον αφορά στην ιεράρχηση των επιχειρηµατικών αρετών από τους ίδιους τους επιχειρηµατίες στην ίδια έρευνα του 1999 -, πρωτεύουσα θέση κατέχουν η εργατικότητα, η τιµιότητα και η κατοχή τεχνικών γνώσεων και εµπειριών. ευτερεύουσας σηµασίας θεωρούνται η ικανότητα για ανακάλυψη νέων ιδεών, η οργανωτική ικανότητα και οι κοινωνικές και οικονοµικές διασυνδέσεις. Άλλη µία παράµετρος που διερευνάται τελευταία, είναι ο βαθµός ευχέρειας της χρηµατοδότησης καινοτοµικών επιχειρηµατικών προσπαθειών από τις τράπεζες. Όπως κατέδειξε έρευνα της περιόδου 2004-2005, βαθύ χάσµα χωρίζει τις απόψεις των δύο πλευρών. Οι ελληνικές τράπεζες ακολουθούν συντηρητική πολιτική, χρηµατοδοτώντας πολύ δύσκολα τα εγχειρήµατα που κατά την άποψή τους εµπεριέχουν κίνδυνο και αβεβαιότητα. Μία πρόταση που εµπεριέχει καινοτοµία και προέρχεται από καινούργια µικροµεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), εξασφαλίζει χρηµατοδότηση αν πληροί σε µεγάλο βαθµό τα εξής κριτήρια: ικανοποιητικά χρηµατοοικονοµικά στοιχεία (θετικοί δείκτες, πιστοληπτική ικανότητα, καλή οικονοµική επιφάνεια του επιχειρηµατία), µειωµένη αβεβαιότητα (για το προϊόν, την αγορά, την τεχνολογία), καλή φήµη και αναγνωρισµένη ποιότητα της οµάδας διοίκησης (ικανότητες), συγκροτηµένο επιχειρηµατικό σχέδιο). Οι περισσότερες όµως από τις καινοτοµικές ΜΜΕ, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν το τεχνολογικό υπόβαθρο και τις απαιτούµενες ικανότητες, δεν µπορούν, λόγω µικρού µεγέθους ή χρόνου λειτουργίας να πληρούν όλα τα κριτήρια. Επίσης η αβεβαιότητα που αντιµετωπίζουν, είναι δεδοµένη εκ των πραγµάτων. Στην ίδια έρευνα διαπιστώθηκε ακόµη ότι εκ µέρους των τραπεζών δεν αποδίδεται σχεδόν καµία σηµασία στον παράγοντα «τραπεζική ωφέλεια», δηλαδή στις δυνητικές προοπτικές που διανοίγονται γι αυτές, από τη συνεργασία τους µε καινοτοµικές επιχειρήσεις. Αλλά και οι ίδιες οι επιχειρήσουν δίνουν ιδιαίτερο βάρος στα χρηµατοοικονοµικά στοιχεία κατά την παρουσίαση των σχεδίων τους, υποτιµώντας τη σηµασία της σωστής µετάφρασής τους σε όρους κατανοητούς στα τραπεζικά στελέχη. (Η. Μακρής, Οι Οικονοµικές Σχέσεις Τράπεζας Καινοτοµικών Επιχειρήσεων, Το Βήµα των Κοινωνικών Επιστηµών, τεύχος 46, 2006). Έρευνα πάντως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διεξήχθη το 2000 έδειξε ότι παρόµοια είναι και η νοοτροπία των ευρωπαϊκών τραπεζών, σε αντίθεση µε ό,τι συµβαίνει στις περισσότερο προηγµένες τεχνολογικά Η.Π.Α. και Ιαπωνία, όπου οι τράπεζες αντιµετωπίζουν µε θετικό πνεύµα τις καινοτοµικές προσπάθειες διαβλέποντας νέες προοπτικές µέσα από τη συνεργασία τους µε αυτές. Εκτός του προβλήµατος της χρηµατοδότησής τους όµως, στασιµότητα χαρακτηρίζει και συνολικά το χώρο των ΜΜΕ όπου η χώρα µας κατέχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, µετά την Ιρλανδία. εν προωθείται συστηµατικά κάποια προσπάθεια δικτύωσης και ισχυροποίησης των επιχειρήσεων µε στόχο την ανάδειξη των ανταγωνιστικών τους πλεονεκτηµάτων, ούτε έχει καταστεί κοινή συνείδηση ακόµη η ανάγκη του τεχνολογικού τους

IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 35 εκσυγχρονισµού και της στροφής τους στις νέες τεχνολογίες. Παραδείγµατα θα µπορούσαν να αντληθούν από τις επιτυχηµένες προσπάθειες της Ιταλίας και της Χιλής. Επίσης ο µ.ο. του προσωπικού τους είναι εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα χαµηλός µόνο 2 εργαζόµενοι, έναντι 6 στις Η.Π.Α., 7 στην Ε.Ε. και 8 στην Ιαπωνία. Ο αριθµός αυτός κρίνεται µη συµβατός µε τις ανάγκες της παρούσας συγκυρίας που απαιτεί χρήση νέων τεχνολογιών και συγκέντρωση δυνάµεων. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Hοικονοµική διάσταση της κοινωνίας δεν χαρακτηρίζεται από κάποια αυτονοµία έναντι των άλλων εκφάνσεών της, δηλαδή την πολιτική, την ιδεολογική και την πολιτιστική, αλλά είναι συνυφασµένη µε αυτές. Συνδέεται επίσης άµεσα µε το πεδίο των κοινωνικών αξιών. Εν µέσω επίσης όλων των ζητηµάτων της οικονοµικής σφαίρας, καινοτοµία και ανάπτυξη συνδέονται άρρηκτα µεταξύ τους µε διαλεκτικό τρόπο. Υπόκεινται και οι δύο σε συνεχείς µετασχη- µατισµούς, µεταλλαγές και σωρεύσεις και αυτό καθιστά αδύνατη τη διερεύνησή τους από στατικά θεωρητικά σχήµατα µε ανεδαφικές παραδοχές (τέλειες αγορές, τέλεια πληροφόρηση, α- πουσία κινδύνων, σταθερή µεγέθυνση, ατοµιστική αντίληψη της ιστορίας). Στην προσπάθεια για περισσότερη καινοτοµική δράση και ισόρροπη ανάπτυξη, κρίσιµος είναι ο ρόλος των τριών κορυφαίων θεσµών: Tου κράτους, της αγοράς και της επιχείρησης. εν πρέπει να τίθενται διλήµµατα επιλογής µεταξύ των τριών θεσµών. Σύµφωνα µε την µέχρι τώρα εµπειρία, η αναπτυξιακή διαδικασία έχει καλύτερα αποτελέσµατα όταν και οι τρεις θεσµοί λειτουργούν αποτελεσµατικά, συντονισµένα και σε συνθήκες ισόρροπου µετασχηµατισµού. Η αποτελεσµατική και συντονισµένη λειτουργία των θεσµών είναι εκ των ων ουκ άνευ στην εποχή µας, που χαρακτηρίζεται από εξελίξεις κοσµογονικής σηµασίας, όπως: η αλλοίωση του κλίµατος εξαιτίας της µόλυνση της ατµόσφαιρας και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, η διεθνοποίηση του οργανωµένου εγκλήµατος, η διεύρυνση των ανισοτήτων µεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών (το 1999 οι τρεις πλουσιότεροι δισεκατοµµυριούχοι στον κόσµο κατείχαν πλούτο ίσο µε το ΑΕΠ χωρών που ο συνολικός τους πληθυσµός έφτανε τα 600 εκατοµµύρια κατοίκους από το Human Development Report 99), αλλά και µεταξύ των κοινωνικών τάξεων στο εσωτερικό των περισσοτέρων χωρών, η εδραίωση των γιγαντιαίων επιχειρήσεων (giant corporations) που καθοδηγούνται από διευθυντικά στελέχη που προτιµούν τις συνθήκες ασφάλειας και όχι την αίσθηση κινδύνου του σουµπετεριανού ηγέτη, η εξαφάνιση του µικρού παραγωγού, η διαπλοκή µεταξύ πολιτικών και επιχειρηµατικών συµφερόντων, ο νοµικός πόλεµος που µαίνεται στο χώρο των ευρεσιτεχνιών και η αλαζονική έµφαση στη χρηµατιστηριακή οικονοµία µετά το 90. Και βέβαια οι επιπτώσεις της νέας τεχνολογίας και της αυτοµατοποίησης των εργασιών, πού είναι δυνατόν να οδηγήσουν είτε στην εξοστράκιση µεγάλων κοινωνικών οµάδων από το χώρο της εργασίας, είτε αντίθετα στην απελευθέρωση πολύτιµου χρόνου στην καθηµερινή ζωή. Η πολυπλοκότητα εποµένως και η κρισιµότητα των σύγχρονων προβληµάτων, επιβάλλουν σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο το µέγιστο δυνατό συντονισµό και τη µέγιστη θεσµική συνεννόηση Επιβάλλουν ιδιαίτερα τη δηµιουργία µηχανισµών κοινωνικού ελέγχου της παραγωγής και της χρήσης καινοτοµίας και γνώσης, την ισχυροποίηση του πλέγµατος ρυθµίσεων υποστηρικτικών της καινοτοµικής δράσης, όπως επίσης και τον συγκερασµό ατοµικών και συλλογικών επιδιώξεων, τον ορθολογικό επιµερισµό ωφέλειας/κόστους και την προσανατολισµένη προς το δηµόσιο συµφέρον κατανοµή των πόρων. Η τελευταία (αλλά όχι έσχατη) επισήµανση, αφορά την ίδια τη διαδικασία αυτοκάθαρσης του πολιτικοοικονοµικού

36 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH συστήµατος από τα φαινόµενα διαπλοκής και την απαλλαγή του από το κλίµα γενικευµένης ανοµίας που δηµιουργούν. Το κλίµα αυτό, όπου παρατηρείται, αναστέλλει κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια. Στην επιβαλλόµενη εξυγιαντική διαδικασία τον κύριο ρόλο - σε εθνικό επίπεδο - τον επωµίζεται το κράτος, ως ο θεσµός µε την βαθύτερη ηθική νοµιµοποίηση στη συνείδηση των κοινωνιών. Ειδικά για την ελληνική πραγµατικότητα, η κατάσταση τέλµατος που επικρατεί στο πεδίο της καινοτοµίας και της ανταγωνιστικότητας συνολικά, εναρµονίζεται µε την έλλειψη παράδοσης στον τοµέα αυτό και κυρίως µε τη στασιµότητα και αδράνεια της πολιτικής και της κοινωνίας, µετά την επίτευξη του στόχου της ΟΝΕ. Μετά την επίτευξη της ένταξης στην ΟΝΕ, η πολιτική ηγεσία συνολικά δεν στάθηκε ικανή να εµπνεύσει και να καθοδηγήσει προς την επίτευξη άλλων σηµαντικών επιτευγµάτων, καθώς είναι (ξανα) εγκλωβισµένη σε θεωρήσεις και µέτρα βραχυπρόθεσµης προοπτικής (short terminism). Όπως σηµειώνει ο Τ.Γιαννίτσης, η τεχνολογική και γνωσιολογική υστέρηση της ελληνικής κοινωνίας δεν περιορίζεται στα πεδία παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι διάχυτη σε όλη τη λειτουργία του συστήµατος και αντανακλάται και στη λειτουργία της πολιτικής, µέσα από την κυριαρχία επιλογών και συµπεριφορών χαµηλής τεχνογνωσίας, ( Η Ελλάδα και το Μέλλον Πραγµατισµός και Ψευδαισθήσεις ). Αλλά και το ηθικό κλίµα επιβαρύνεται αντί να εξυγιαίνεται, µε τη δράση εξωθεσµικών κέντρων επιρροής στην πολιτική και την οικονοµία. Οι συνεχείς επίσης αλληλοκατηγορίες των πολιτικών και κοινωνικών εταίρων για ζητήµατα ηθικής φύσης, προκαλούν περαιτέρω επιδείνωση. Την ίδια στιγµή καταγράφονται σηµαντικές ανισότητες κάθε είδους: µεταξύ των κοινωνικών τάξεων, µεταξύ των διαφόρων στρωµάτων κάθε τάξης και βέβαια µεταξύ περιφερειών. Για να µπορέσει η χώρα να µπει σε πιο δηµιουργικούς και δίκαιους κοινωνικά δρόµους, είναι σίγουρο ότι απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας, ανάληψη ευθύνης και διαφάνεια κανόνων και διαδικασιών. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Ελληνικά - Βαϊτσος Κ. και Γιαννίτσης Τ.,Τεχνολογικός Μετασχηµατισµός και Οικονοµική Ανάπτυξη, Gutenberg, Αθήνα, 1987. - Βαϊτσος Κ. και Μπαρτζώκας Α. (επιµ.), Αναπτυξιακή Οικονοµική, Κριτική, Αθήνα, 2004. - Γιαννίτσης Τ., Η Ελλάδα και το Μέλλον Πραγµατισµός και Ψευδαισθήσεις, Πόλις, Αθήνα, 2005. - Γιαννίτσης Τ. και Μαυρή.,Τεχνολογικές οµές και Μεταφορά Τεχνολογίας στην Ελλάδα, Gutenberg, Αθήνα, 1993. - Γκάλµπραιηθ Τ.Κ., Η Εποχή της Αβεβαιότητας: Παπαζήσης, Αθήνα, 1977-1980. - Ιωαννίδης Σ., Η Επιχειρηµατικότητα στην Ελλάδα: ΙΟΒΕ, Αθήνα, 2004. - Καράγιωργας.Π., Οι Οικονοµικές Λειτουργίες του Κράτους, Παπαζήσης, Αθήνα, 1979. - Κόνσολας Ν., Σύγχρονη Περιφερειακή Οικονοµική Πολιτική, Παπαζήσης, Αθήνα, 1997. - Κυλπάση Ντ. και Νικηταρίδης Μ. (επιµ)., Τεχνοπόλεις, Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης, Αθήνα, 1996. - Μακρής Η., Οι Οικονοµικές Σχέσεις Τράπεζας- Καινοτοµικών Επιχειρήσεων, Το Βήµα των Κοινωνικών Επιστηµών, τεύχος 46, καλοκαίρι 2006. - Πάκος Θ., Κλαδική Οικονοµική I: Ανταγωνισµός, Συγκέντρωση και Τεχνολογία, Παπαζήσης, Αθήνα, 1992. - Πάκος Θ., Κλαδική Οικονοµική ΙΙ: Βιοµηχανική Οργάνωση, Περιφερειακές Πολιτικές και Απόδοση: Παπαζήσης, Αθήνα, 1997. - Πάκος Θ. Περιφερειακή Ανάπτυξη και Τοπικά Καινοτοµικά Συστήµατα: Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λευκάδας, Πάντειο Πανεπιστήµιο και Πανεπιστήµιο Πειραιά, Αθήνα, 2003.

IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 37 - Πολάνυϊ Κ., Ο Μεγάλος Μετασχηµατισµός, Νησίδες, Αθήνα, 1944-2001. - Ραφαηλίδης Α. και Τσελεκίδης Ι., Τεχνολογία, Καινοτοµία, Κοινωνία της Γνώσης και Ελλάδα, στο συλλογικό τόµο: Σύγχρονες Προσεγγίσεις της Ελληνικής Οικονοµίας (επιµ: Κόλλιας Χ., Ναξάκης Χ. και Χλέτσος Μ.), Πατάκης, Αθήνα, 2005. - Ρέππας Π., Οικονοµική Ανάπτυξη Θεωρίες και Στρατηγικές, τόµος Α_: Παπαζήσης, Αθήνα, 2002. - Σουµπέτερ Γ. Α., Καπιταλισµός, Σοσιαλισµός και ηµοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 1942-2006. - Στασινόπουλος Γ., Επιχειρηµατικότητα: Η Ελλειµµατική Αναπτυξιακή Παράµετρος της Ελληνικής Οικονοµίας, στο συλλογικό τόµο: Οικονοµικές Αλλαγές και Κοινωνικές Αντιθέσεις στην Ελλάδα (επιµ:.αργείτης Γ.), Τυπωθήτω, Αθήνα, 2005. - Φακιολάς Ρ., Τεχνολογικά Πάρκα, Τεχνικά, τεύχος 54, Ιούλιος Αύγουστος 1990. - Φίλιας Β., Όψεις της ιατήρησης και της Μεταβολής του Κοινωνικού Συστήµατος, Νέα Σύνορα Λιβάνης, Αθήνα, 1979. - Χασσίδ Ι. και Καραγιάννης Α.., Η Επιχειρηµατικότητα στην Ελληνική Οικονοµία Οικονοµική και Κοινωνική Προσέγγιση, Interbooks, Αθήνα, 1999. 2. Ξενόγλωσσα - Coase R., The Nature of the Firm, Economica, Vol. 4, 1937, pp. 386-405. - Krugman P.R., (ed), Strategic Trade Policy and The New International Economics, MIT Press, 1986. - Kontratiev N., The Long Waves in Economic Life, Review of Economic Statistics, Vol. 17, 1935, pp.149-158. - Landau R., Natham R., (eds), The Positive sum strategy: Harnessing Technology for Economic Growth, The National Academy Press, Washington DC, 1986. - Leff N. H., Industrial Organisation and Entrepreneurship in the Developing Countries: The Economic Groups, Economic Development and Cultural Change, 1978. - Leff N. H., Entrepreneurship and Economic Development: The Problem Revisited, Journal of Economic Literature, Vol.17 (1), 1979, pp. 46-64. - Leontief V., The Impact of Automation on Employment 1963-2000, Oxford University Press, 1985. - Malecki E., Government Funded R&D: Some Regional Economic Implications, Professional Geographer, Vol. 33 (1), 1981, pp.72-82. - Malecki E., Hope or hyperbole? High Tech and Economic Development, Technology Review, Vol. 90, 1987, pp. 45-51. - Myrdal G., Economic Theory and Underdeveloped Regions, Hutchinson, London, 1957. - Parandreou A., Some Basic Problems in the Theory of the Firm, Essays in Economics, Nea Synora A.A.Livani, Athens, 1993. - Roberts E.B., Managing Invention and Innovation, Research Technology Management, Vol. 31 (1), 1988, pp.13-29. - Romer P., Increasing Returns and long-run Growth, Journal of Political Economy, Vol.94 (5), 1986, pp.1002-1037. - Schumpeter J.A., Business Cycles, McGrow-Hill, London, 1939. - Schumpeter J.A., Comments on a Plan for the Study of Enterpreneurship, The Economics of Sociology and Capitalism (ed.), R.Swedberg. Princeton NJ, Princeton University Press, 1946-1991. - Solow, R. M., Technical Change and the Aggregate Production Function, Review of Economics and Statistics, Vol. 39, 1957, pp. 312-320. - Tinbergen J., (co-ordinator), Reshaping the International Order: a report to the Club of Rome, Hutchinson, London, 1977. - Walsh V. et al., Winning by Desigh: Technology, Product Design, and International Competitiveness, Basil Blackwell, Oxford, 1992.