1ο ΓΕΛ ΑΡΣΕΜΙΔΟ ΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2011-12 ΔΙΔΑΚΩΝ: Κ. Μ. ΜΑΓΚΛΗ Αλζξανδροσ Παπαδιαμάντθσ Το μοιρολόγι τθσ φϊκιασ Ειςαγωγι ςτο διιγθμα Γενικά για το διιγθμα: Σο διιγθμα ζχει τθν τάςθ να επικεντρϊνεται γφρω από ζνα γεγονόσ και να εκφράηει μια ατομικι εμπειρία. Αντίκετα προσ το μυκιςτόρθμα που ζχει αςτικι προζλευςθ και απεικονίηει τθ ςυμπεριφορά των ανκρϊπων μιασ κοινωνίασ το διιγθμα εςτιάηει το μφκο του ςτουσ ανκρϊπουσ που ηουν ςε μικρζσ κοινωνίεσ. Πότε εμφανίςτθκε: Εμφανίςτθκε και αναπτφχκθκε το 19 ο αιϊνα. Εν πολλοίσ θ περιοριςμζνθ ζκταςι του δθλαδι θ ςυντομία του ανταποκρινόταν ςτισ απαιτιςεισ τθσ αγοράσ, κακϊσ το ηθτοφςαν οι εφθμερίδεσ και τα περιοδικά. Χαρακτθριςτικά του διθγιματοσ: δίνει ζμφαςθ ςε ζνα γεγονόσ, που αποτελεί και το κζμα του, και διακρίνεται από μεγάλθ οικονομία ςτα μζςα που χρθςιμοποιεί. Από το πρϊτο αυτό χαρακτθριςτικό απορρζει το δεφτερο: ο διθγθματογράφοσ φροντίηει ιδιαίτερα τθν πλοκι, για να αποφφγει τθ χαλαρότθτα. Ωσ εκ τοφτου θ ςυντομία και θ αρχιτεκτονικι διάρκρωςθ τθσ αφιγθςθσ κακορίηει τθν επιτυχία του διθγιματοσ. Αρχιτεκτονικι διάρκρωςθ του διθγιματοσ: Σα κζματά του αναφζρονται ςυνικωσ ςε γεγονότα τθσ κακθμερινισ ηωισ. Απαραίτθτθ θ φπαρξθ ενόσ τοπικοχρονικοφ κοινωνικοφ πλαιςίου περιοριςμζνου ςε μια μικρι κοινότθτα που ςυμβαίνουν τα γεγονότα. Σο τοπικοχρονικό πλαίςιο ςυνδζεται με τθ ηωι του κεντρικοφ προςϊπου. Περιορίηεται ςτθ ηωι ενόσ κεντρικοφ προςϊπου. Σα άλλα επειςόδια ι πρόςωπα χρθςιμεφουν για να φωτίςουν το κφριο γεγονόσ ι να ςκιαγραφιςουν το κφριο πρόςωπο. Ανεξάρτθτα από το αν είναι πλαςτι ι πραγματικι θ ιςτορία πρζπει να είναι πειςτικι. Ζτςι: Η γνϊςθ τθσ πραγματικότθτασ και τθσ ψυχολογίασ των προςϊπων που περιγράφονται από το διθγθματογράφο κάνει τθ ιςτορία αλθκοφανι. Η παρατθρθτικότθτα του ςυγγραφζα και θ πραγματογνωςία του είναι όροι απαραίτθτοι για τθν επιτυχία του διθγιματοσ. Ο ανκρϊπινοσ χαρακτιρασ που διαγράφει ο ςυγγραφζασ είτε αναφζρεται ςε ζνα ςυγκεκριμζνο πρόςωπο είτε ςυνδυάηει πολλά κοινά χαρακτθριςτικά πρζπει να προβάλει τουσ ςκοποφσ του ςυγγραφζα. Ζνα καλό διιγθμα δεν πρζπει να προδίδει τισ προκζςεισ του ςυγγραφζα. Σο νόθμά του κα πρζπει να απορρζει από τθν εξζλιξθ του μφκου, από τθ ςυμπεριφορά και τθ ςτάςθ των προςϊπων και από τα ίδια τα πράγματα. 1
Τεχνικά μζςα: Η πλοκι του μφκου. Η παραςτατικότθτα τθσ περιγραφισ. Η γλϊςςα. Ο ςυγγραφζασ κα πρζπει να ζχει τθν ικανότθτα να μιμείται τουσ γλωςςικοφσ κϊδικεσ των διαφόρων κοινωνικϊν ομάδων. Το κείμενο Η κζςθ του διθγιματοσ ςτθν εργογραφία του Παπαδιαμάντθ: Σο διιγθμα του Παπαδιαμάντθ Το μοιρολόγι τθσ φϊκιασ δθμοςιευμζνο ςτα 1908 είναι ζνα από τα τελευταία, τα μικρότερα ςε ζκταςθ και τα πιο καίρια παπαδιαμαντικά κείμενα, ςτο οποίο ςυνοψίηει το καταςτάλαγμα τθσ ςτάςθσ του απζναντι ςτθν επίγεια ηωι. Ο ςυγγραφζασ μασ δίνει μία imago mundi, μια εικόνα δθλαδι του κόςμου. Ο ρόλοσ του Θείου: Επιπλζον, το διιγθμα ανικει ςτθ δεφτερθ και τελευταία διθγθματικι περίοδο του ςυγγραφζα κατά τθν οποία οι επεμβάςεισ τθσ Θείασ Πρόνοιασ γίνονται λιγότερεσ και θ απογοιτευςθ φαίνεται να ζχει κυριζψει το ςυγγραφζα. Αυτό, όμωσ, δε ςθμαίνει ότι ο πιςτόσ, κρθςκευόμενοσ, ςχεδόν αςκθτικόσ Παπαδιαμάντθσ, διακατζχεται από ζναν μθδενιςμό και ζλλειψθ κρθςκευτικότθτασ, αλλά οφείλεται ςτθν πείρα των χρόνων που κουβαλά ο ςυγγραφζασ που ενςτάλαξε ςτθν ψυχι του ζναν πεςιμιςμό για τα πράγματα και μία ελευκερία ςτθ ςκζψθ του. Η αντινομία του διθγιματοσ: Ρεαλιςμόσ-Λυριςμόσ: το διιγθμα τα πράγματα του γφρω κόςμου αποκτοφν ςυμβολικζσ διαςτάςεισ και οδθγοφν ςταδιακά και υπαινικτικά τον αναγνϊςτθ ςτον ιδεολογικό πυρινα του. το αφιγθμα παρατθρείται μία αντινομία: Αν και χαρακτθρίηεται από εκφραςτικι ακριβολογία και ρεαλιςμό, ωςτόςο ολόκλθρο αποτελεί ζνα ποίθμα και καταλιγει ςε ζνα οκτάςτιχο ποίθμα. Τυπικό διιγθμα; Σο αφιγθμα διακζτει μζςα του ςυμπυκνωμζνα όλα τα χαρακτθριςτικά του διθγιματοσ, παρόλο που δεν υπάρχουν ολοκλθρωμζνα πρόςωπα αλλά τφποι (υπάρχουν τρία πρόςωπα, θ γρια- Λοφκαινα, ο βοςκόσ και θ Ακριβοφλα, αλλά μόνο θ πρϊτθ είναι «ςχθματιςμζνθ», ενϊ τα άλλα δφο παραμζνουν αςχθμάτιςτα ωσ το τζλοσ) οφτε μφκοσ κι οφτε πλοκι. Ωςτόςο, αυτι θ φαινομενικι καταςτρατιγθςθ των αρχϊν του διθγιματοσ δε ςτερεί από το ζργο τθν ολοκλιρωςθ, αλλά αντίκετα το οδθγεί ςε μια εςωτερικι τελειότθτα, αφοφ ο ςυγγραφζασ κατορκϊνει να μασ δϊςει μζςα από τθν περιγραφι ενόσ τυχαίου περιςτατικοφ μια ςυνοπτικι εικόνα του κόςμου και τθσ ηωισ. Ζτςι, ο Παπαδιαμάντθσ αν και αυτοςχεδιάηει από τθ μια πλευρά, ςυνκζτει από τθν άλλθ. Δομι: Τρεισ οι ενότθτεσ: Το άνοιγμα, το κεντρικό επειςόδιο και το κλείςιμο. Παρόλο που ςτο τζλοσ υπάρχει ζνασ μικρόσ επίλογοσ, με το ποίθμα για κατακλείδα, αυτόσ αποτελεί φραςτικά και νοθματικά- ςυνζχεια τθσ τρίτθσ ενότθτασ. Αυτζσ οι τρεισ ενότθτεσ, ζτςι όπωσ ανοίγουν τθν αυλαία με τροποποιθμζνο κάκε φορά το ςκθνικό, δθμιουργοφν τθν εντφπωςθ ότι ο Παπαδιαμάντθσ δουλεφει με τον τρόπο του ςκθνοκζτθ. 2
1 θ ενότθτα: «Κάτω από τον κρθμνόν κοίλωμα του κρθμνοφ». 1 θ παράγραφοσ: Με τθν πρϊτθ παράγραφο ο ςυγγραφζασ ανοίγει το εξωτερικό πλάνο. Με ςκθνοκετικό τρόπο ανοίγει τθν αυλαία και φαίνεται το ςκθνικό, το θλιοβαςίλεμα ςε ζνα ερθμικό τοπίο: ο «κρθμνόσ», το μονοπάτι, ο ανεμόμυλοσ του Μαμογιάννθ και το νεκροταφείο. Ιδιαίτερθ προςοχι χριηει θ φράςθ «τα μνιματα των νεκρϊν πάλλευκα, αςβεςτωμζνα, λάμποντα εισ τασ τελευταίασ ακτίνασ». το ςθμείο αυτό το φωσ είναι πραγματικά μακάβριο με τθν αντίκεςθ που δθμιουργείται ανάμεςα ςτο φωσ τθσ δφςθσ που πζφτει ςτα αςβεςτωμζνα μνιματα. τθ ςυνζχεια ο φακόσ του ςκθνοκζτθ ςτρζφεται ςτθ γρια- Λοφκαινα, φορτωμζνθ με τα μάλλινα ςεντόνια για πλφςιμο να κατεβαίνει το μονοπάτι μοιρολογϊντασ. 2 θ παράγραφοσ: Η αρχι του διθγιματοσ μοιάηει εξωτερικά ατθμζλθτθ και διακρίνεται από ζναν μακροπερίοδο λόγο με τα επαναλαμβανόμενα «όπου» και «οποφ». Όμωσ θ εςωτερικι κίνθςθ των φράςεων βρίςκεται ςε απόλυτθ αντιςτοιχία με όςα λζγονται. Το κατζβαςμα τθσ γριάσ που είναι φορτωμζνθ όχι μόνο με τα ροφχα αλλά και με το βάροσ των χρόνων τθσ και των κανάτων προςφιλϊν τθσ προςϊπων δίνει μια ςυμβολικι εικόνα των ςυμφορϊν του ανκρϊπου ςτον εφιμερο αυτό κόςμο. 3 θ, 4 θ, 5 θ παράγραφοσ: Εδϊ ςυγκεκριμενοποιείται το βάροσ τθσ δυςτυχίασ. Η εικόνα τθσ φορτωμζνθσ γριάσ και θ ςφντομθ εξιςτόρθςθ τθσ προθγοφμενθσ και τθσ τωρινισ ηωισ τθσ, το «πζνκιμον βακφ μοιρολόγι» με «ψίκυρον φωνιν» και τα «πάλλευκα, αςβεςτωμζνα μνιματα, λάμποντα» από το θλιοβαςίλεμα, δίνουν ςτον αναγνϊςτθ μια τραγικι πρόγευςθ. Όμωσ, θ τελευταία παράγραφοσ τθσ 1 θσ ενότθτασ υποβάλλει το υπόςτρωμα με αποτζλεςμα θ πρϊτθ ενότθτα-άνοιγμα να λειτουργεί ωσ ειςαγωγι και ταυτόχρονα δζςθ του διθγιματοσ. τθν 5 θ παράγραφο ο ςυγγραφζασ ςτρζφει το φακό του προσ το νεκροταφείο και με ανατριχιαςτικι ακρίβεια απαρικμεί τα αντικείμενα που βλζπει κανείσ εκεί. τθν καταγραφι του υπάρχει κλιμάκωςθ ςτθν ζνταςθ τθσ φρίκθσ. Ποιοσ ο ςκοπόσ αυτισ τθσ απαρίκμθςθσ; Ο Παπαδιαμάντθσ μασ δίνει μια χειροπιαςτι εικόνα τθσ φκοράσ και τθσ ματαιότθτασ, όπου ο άνκρωποσ εμφανίηεται ωσ θττθμζνοσ ςε ζναν άνιςο αγϊνα, αφοφ για να υπάρξουν «λάφυρα» πρζπει να υπάρξει μάχθ. Επιπλζον, ςτθν ίδια παράγραφο και ςε χτυπθτι αντίκεςθ με τθν εικόνα τθσ γριάσ και τθσ φκοράσ παρουςιάηεται ζνα δεφτερο πρόςωπο: ο νεαρόσ βοςκόσ με το ςουραφλι του. Ζτςι, ζχουμε τθν αντίκεςθ κανάτου τθσ μόνθσ πραγματικότθτασ- και τθσ απατθλισ και φαιδρισ όψθσ τθσ ηωισ, δθλαδι του ξεγελάςματοσ και τθσ πλάνθσ. Ωσ εκ τοφτου όςοι επιςτρζφουν από τουσ αγροφσ δεν αναλογίηονται και δε λογαριάηουν το κάνατο, αλλά παραςφρονται από τθν απατθλι όψθ και δε βλζπουν τα «λάφυρα» του κανάτου. Να επιςθμάνουμε ότι ο αυλθτισ παραμζνει κρυμμζνοσ αποκτϊντασ ζτςι ςυμβολικζσ προεκτάςεισ. 2 θ ενότθτα: «Μία γολζτα παρουςίαν τθσ». τθν ενότθτα αυτι λαμβάνει χϊρα το κεντρικό επειςόδιο και προωκείται θ ςυμβολοποίθςθ. Σο ςκθνικό μετακινείται προσ τθν πλευρά τθσ κάλαςςασ και το φφοσ είναι λιγότερο μακροπερίοδο και πιο κοφτό. 1 θ παράγραφοσ: Κυριαρχεί μια εικόνα ακινθςίασ με τθ «γολζτα», όςο προλαβαίνει να ςτακεί θ ηωι ανάμεςα ςτο κάνατο και τθ φαιδρι τθσ όψθ. Η εικόνα παραπζμπει ςτο άνοιγμα τθσ αυλαίασ ςτο κζατρο, όπου θ ςκθνι είναι άδεια από πρόςωπα. Και τότε εμφανίηεται θ φϊκια. Η φϊκια είναι ο ενδιάμεςοσ ανάμεςα ςτο κάνατο και τθ φαιδρι όψθ τθσ ηωισ. ε αυτό τθ βοθκά το γεγονόσ ότι είναι ζξω από τα ανκρϊπινα. Από άποψθ οικονομίασ του ζργου θ φϊκια κάνει ζγκαιρα τθν παρουςία ϊςτε να είναι παροφςα ςε 3
ό,τι πρόκειται να ςυμβεί για να ψάλει το μοιρολόγι τθσ. τθ ςυνζχεια παρουςιάηεται θ Ακριβοφλα. Παρουςιάηεται τόςο λίγο από το ςυγγραφζα όςο χρειάηεται για να διαδραματίςει το ρόλο του ακϊου κφματοσ. Ανυποψίαςτθ ωσ παιδί ξεγελιζται από τον ιχο τθσ φλογζρασ που ςυμβολίηει τθ μαγεία τθσ ηωισ και ακολουκεί θ δραματικι κατάλθξι τθσ. 2 θ παράγραφοσ: Το «μπλουμ» είναι και το μοναδικό περιςτατικό από τθ δράςθ. Ο κάνατοσ τθσ μικρισ Ακριβοφλασ επενδφεται με φράςεισ ποιθτικζσ, όπωσ «ο ουρανόσ φεγγαριοφ». Άλλοτε θ ποιθτικότθτα του διθγιματοσ είναι δεδομζνθ και κα διαπιςτωκεί ολοκλθρωτικά ςτο τζλοσ του. 3 θ ενότθτα: «Κακϊσ είχε νυκτϊςει του κόςμου». Η ενότθτα αυτι αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μζροσ. Είναι νφχτα και θ γρια- Λοφκαινα αρχίηει να ανεβαίνει το μονοπάτι φορτωμζνθ με τα πλυμζνα ροφχα όταν ξαφνικά ακοφει τον πλαταγιςμό από το πζςιμο τθσ Ακριβοφλασ χωρίσ όμωσ να ςυνειδθτοποιεί τι ζχει ςυμβεί. Σο διιγθμα αμζςωσ μετά τελειϊνει με το ςφντομο «επίλογο» που αποτελεί ςυνζχεια του τρίτου μζρουσ: Κ θ γολζτα εξθκολοφκθ τα εξισ:». Μετά ακολουκεί το οκτάςτιχο ποίθμα με το μοιρολόι τθσ φϊκιασ. Αξιοςθμείωτα ςθμεία: Αμζςωσ με το μονόλογο τθσ γριάσ χαρακτθρίηεται ο «ουραυλισ» ωσ «ςθμαδιακόσ» και «αταίριαςτοσ» ο οποίοσ «ξυπνά τουσ πεκαμζνουσ με τθ φλογζρα του». Από αυτό απορρζει ότι ο βοςκόσ που ωσ το τζλοσ παραμζνει ακζατοσ μιςόσ ξωτικό και μιςόσ πραγματικόσ- ζχει ανάλογθ λειτουργία με τον αρχαιοελλθνικό κεό Πάνα, ςφμβολο τθσ αιςκθςιακισ και απατθλισ χαράσ που με τθ δφναμθ τθσ ζνταςθσ, του ξεγελάςματοσ και τθσ προςωρινότθτάσ τθσ ξυπνά τουσ πεκαμζνουσ. τθν τελευταία παράγραφο κάνει τθν παρουςία το χιοφμορ του Παπαδιαμάντθ αν και είναι κατά βάκοσ πικρό. Η τραγικι ειρωνεία του διθγιματοσ ζγκειται ςτο ότι θ γριά ωσ το τζλοσ μζνει ανυποψίαςτθ. Μοιρολογά τουσ παλιοφσ νεκροφσ, ενϊ λίγο παραπζρα, ςχεδόν μπροςτά ςτα μάτια τθσ τθν βρίςκει καινοφρια ςυμφορά. Ζτςι, θ ηωι αποδεικνφεται απφκμενθ όςον αφορά τα ανεξάντλθτα δεινά τθσ. τθ ςυνζχεια όλα ςυνεχίηονται ςα να μθ ςυμβαίνει τίποτα («Κι θ γρια εξθκολοφκθςε αυλόν του»). Η Ακριβοφλα χάκθκε μόνθ και αβοικθτθ. Πρζπει να επιςθμάνουμε ότι τθ κζςθ τθσ κορφφωςθσ τθν παίρνει το κεντρικό επειςόδιο, ενϊ θ λφςθ του διθγιματοσ βρίςκεται ςτο τρίτο μζροσ. Η λφςθ που βρίςκεται ςτο τρίτο μζροσ αποδίδεται περιλθπτικά ςτο μοιρολόγι τθσ φϊκιασ. Μερικζσ ςθμαντικζσ παρατθριςεισ πάνω ςτο διιγθμα: - Σα πράγματα του γφρω κόςμου προεκτείνονται και μερικά αποκτοφν ςυμβολικζσ διαςτάςεισ. - Απουςιάηει ο μφκοσ και θ πλοκι. - Δεν υπάρχουν πρόςωπα ολοκλθρωμζνα, αλλά τφποι. - Σα πρόςωπα του κειμζνου αποκτοφν ςυμβολικζσ διαςτάςεισ και εκφράηουν το ιδεολογικό υπόςτρωμα του κειμζνου. Ακόμα και θ γρια-λοφκαινα δεν παρουςιάηεται με ιδιαίτερα ατομικά χαρακτθριςτικά, αλλά διακζτει τα γνωρίςματα κι άλλων παπαδιαμαντικϊν θρωίδων. Ζτςι, τα πρόςωπα γίνονται φορείσ ιδεϊν ξεπερνϊντασ το απλοϊκό ςτάδιο τθσ θκογραφίασ και του ρεαλιςμοφ. 4
- Σο διιγθμα αποτελεί ζνα βλζμμα πάνω ςτθν ανκρϊπινθ ηωι και μοίρα τθν οποία δίνει μζςα από ζνα ςτιγμιότυπο. Η μόνθ πραγματικότθτα είναι τα πάκθ και οι καθμοί του κόςμου με κατάλθξθ το κάνατο και τα άλλα αποτελοφν απλϊσ ζνα ξεγζλαςμα. αφζςτατθ, λοιπόν θ απογοιτευςθ του Παπαδιαμάντθ από τθ ηωι. 5