Πραγματοποιείται με την κατάταξη των στοιχείων κατά κατηγορίες για μια σειρά ετών. Η σύγκριση των στοιχείων με παρελθόντα στοιχεία αυξάνει την χρησιμότητα και εμφανίζει την φύση και τις τάσεις των τρεχουσών μεταβολών που επηρεάζουν την χρηματοοικονομική θέση της επιχείρησης. Οι καταστάσεις με λογιστικά στοιχεία δύο ή περισσότερων χρήσεων καλούνται συγκριτικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
Οι συγκριτικές καταστάσεις συνήθους μορφής διαχρονικά. Αριθμοδείκτες τάσεως. Διαχρονική ανάλυση των κοινών μεγέθων των λογιστικών καταστάσεων. Διαχρονική ανάλυση των αριθμοδεικτών.
Η κατάρτιση των συγκριτικών καταστάσεων επιτρέπει: Α) την αξιολόγηση των μεταβολών των διαφόρων ομάδων στοιχείων των λογιστικών καταστάσεων και Β) των μεταβολών της χρηματοοικονομικής θέσης μιας επιχείρησης
Η απεικόνιση των μεταβολών γίνεται διαχρονικά τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και σε ποσοστά. Η σύγκριση συνήθως περιλαμβάνει μια περίοδο τουλάχιστον 2-3 ετών. Για περίοδο μεγαλύτερη π.χ. 5-10 έτη συνήθως χρησιμοποιούνται η μέθοδος των αριθμοδεικτών τάσεως.
Για να είναι αξιόπιστα τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης ανάλυσης απαιτείται η τήρηση των παραδεκτών αρχών της λογιστικής. Επίσης κατά την εξαγωγή των αποτελεσμάτων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση του πληθωρισμού.
Ο υπολογισμός των αριθμοδεικτών τάσεως προϋποθέτει την επιλογή ενός έτους ή μιας χρονικής στιγμής ως βάση. Οι αριθμοδείκτες την περίοδο βάσεως θεωρείται ότι είναι ίσοι με 100. Ο αριθμοδείκτης τάσεως υπολογίζεται εάν διαιρέσουμε την τιμή του ενός μεγέθους στο υπό κρίση έτος με την αντίστοιχη τιμή στο έτος βάσης: Δείκτης τάσεως = 100x Τιμή μεγέθους στο υπό κρίση έτος Τιμή μεγέθους στο έτος βάσεως
Η μελέτη των αριθμοδεικτών συμβάλλει στην εξαγωγή της τάσης ευνοϊκής ή όχι για το εξεταζόμενο μέγεθος. Εάν η απόλυτη τιμή του εξεταζόμενου μεγέθους είναι μικρότερη (μεγαλύτερη) από αυτή στο έτος βάσης τότε ο αριθμοδείκτης τάσεως θα είναι μικρότερος (μεγαλύτερος) του 100. Οι ποσοστιαίες αυξήσεις ανά έτος υπολογίζονται εάν από τους διαδοχικούς αριθμοδείκτες τάσεως αφαιρεθεί το 100 ενώ οι ποσοστιαίες μειώσεις υπολογίζονται εάν από το 100 αφαιρεθεί κάθε αριθμοδείκτης τάσεως.
Η μέθοδος των κοινών μεγεθών χρησιμοποιείται στην ανάλυση των χρονολογικών σειρών. Με αυτό τον τρόπο γίνεται σύγκριση μεταξύ των διαφόρων κοινών μεγεθών μιας επιχείρησης διαχρονικά. Επιπλέον, οι συγκρίσεις δείχνουν τις μεταβολές των ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους στοιχείων στους τομείς περιουσίας, υποχρεώσεων, κόστους και των λοιπών κατηγοριών.
Ωστόσο χρειάζεται προσοχή στην ερμηνεία των μεταβολών και των τάσεών τους διαχρονικά. Ένα ποσοστό μπορεί να μεταβληθεί είτε: Α) από μεταβολή του απόλυτου μεγέθους του αντίστοιχου στοιχείου Β) είτε από μεταβολή του συνόλου της κατηγορίας στην οποία ανήκει.
Η σύγκριση των διαφόρων αριθμοδεικτών με τις τιμές αντίστοιχων αριθμοδεικτών ομοειδών επιχειρήσεων σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ονομάζεται διαστρωματική ανάλυση. Βασικός σκοπός του συγκεκριμένου είδους ανάλυσης είναι η δημιουργία της απαραίτητης βάσης για την λήψη ορθών αποφάσεων με την σύγκριση αριθμοδεικτών ομοειδών επιχειρήσεων. Αντίθετα, η εξέταση των αριθμοδεικτών μιας επιχείρησης διαχρονικά αναφέρεται στην συμπεριφορά αυτών για μια σειρά ετών και συμβάλλει στην πρόβλεψη της μελλοντικής χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης.
Η μελέτη του κεφαλαίου κίνησης είναι μεγάλης σημασίας λόγω της στενής του σχέσης με τις τρέχουσες λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Ανεπάρκεια και κακή διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης αποτελούν τις σπουδαιότερες αιτίες πτωχεύσεων. Το κεφάλαιο κίνησης αποτελείται από 2 τμήματα: το μόνιμο και το προσωρινό ή μεταβλητό.
Το μόνιμο κεφάλαιο κίνησης ισούται με το ελάχιστο ύψος κυκλοφοριακών στοιχείων. Το μεγαλύτερο μέρος του μονίμου κεφαλαίου κίνησης θα πρέπει να προέρχεται από τους μετόχους είτε με έκδοση μετοχών είτε από παρακράτηση κερδών με την μορφή αποθεματικών.
Όσο μεγαλύτερο είναι το μόνιμο κεφάλαιο κίνησης τόσο πιο ευνοική είναι η πιστοληπτική ικανότητα της επιχείρησης. Άλλες πηγές του συγκεκριμένου κεφαλαίου κίνησης είναι η έκδοση μακροχρόνιων ομολογιών καθώς και ο μακροπρόθεσμος δανεισμός
Το προσωρινό κεφάλαιο κίνησης τοποθετείται σε ρευστά, απαιτήσεις και αποθέματα και το ύψος του εξαρτάται από την φύση και τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Το προσωρινό τμήμα του κεφαλαίου κίνησης προέρχεται συνήθως από τις βραχυχρόνιες πιστώσεις και τον βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό.
ΑΞΙΑ ΣΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ Η ποσότητα του κυκλοφορούντος ενεργητικού που απαιτείται για την επίτευξη των μακροπρόθεσμων ελάχιστων αναγκών μιας επιχείρησης. Μόνιμο τμήμα κυκλοφορούντος ενεργητικού ΧΡΟΝΟΣ
ΑΞΙΑ ΣΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ Η ποσότητα του κυκλοφορούντος ενεργητικού που ποικίλλει ανάλογα με εποχιακές ανάγκες. Προσωρινό τμήμα κυκλοφορούντος ενεργητικού Μόνιμο τμήμα κυκλοφορούντος ενεργητικού ΧΡΟΝΟΣ
Το καθαρό κεφάλαιο κίνησης είναι το πλεόνασμα των κυκλοφοριακών στοιχείων μιας επιχείρησης σε σχέση με τις τρέχουσες ή βραχυχρόνιες υποχρεώσεις Αποτελείται από τα κυκλοφοριακά στοιχεία (κυκλοφορούν+διαθέσιμα) που παρέχονται στην επιχείρηση από τους φορείς της και τους μακροχρόνιους πιστωτές της.
Το ΚΚΚ εκφράζει το ύψος των κυκλοφοριακών στοιχείων της επιχείρησης που απομένει εάν υποτεθεί ότι εξοφλούνται όλες οι βραχυχρόνιες υποχρεώσεις της. Παρέχει ένδειξη της ικανότητας της επιχείρησης να ανταποκρίνεται στις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις της με την προϋπόθεση ότι κατά την μετατροπή των κυκλοφοριακών στοιχείων δεν προκύπτει κέρδος ή ζημιά.
Σύμφωνα με τον δεύτερο ορισμό το κεφάλαιο κίνησης μιας επιχείρησης είναι ίσο με το σύνολο των κυκλοφοριακών της στοιχείων και ονομάζεται συνολικό ή μικτό κεφάλαιο κίνησης. Ο παραπάνω ορισμός είναι ποσοτικού χαρακτήρα καθώς εκφράζει το σύνολο των κυκλοφοριακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη τρεχουσών αναγκών δηλαδή αποθέματα, απαιτήσεις, καταθέσεις όψεως και μετρητά. Έτσι σύμφωνα με τον συγκεκριμένο ορισμό η επιχείρηση έχει πάντα συνολικό κεφάλαιο κίνησης το οποίο είναι το αναφερόμενο κυκλοφορούν ενεργητικό.
Όπως και στην περίπτωση των δαπανών έτσι και το κεφάλαιο κίνησης διακρίνεται σε μεταβλητό και σταθερό. Το ύψος του ΚΚ που απατείται για συγκεκριμένες πληρωμές και την λειτουργίατης επιχείρησης ακόμη και σε περίοδο ύφεσης θεωρείται δεδομένο και σταθερό. Όταν αυξάνονται οι πωλήσεις αυξάνεται και η ανάγκη μεγαλύτερων αποθεμάτων, απαιτήσεων και ρευστών για την παραγωγική διαδικασία. Οι συγκεκριμένες αυξημένες ανάγκες σε ΚΚ έστω για προσωρινά αποτελούν το μεταβλητό τμήμα αυτού.
Το είδος και η φύση των εργασιών της επιχείρησης Η παραγωγική διαδικασία Η επέκταση του κύκλου εργασιών Η ταχύτητα είσπραξης των απαιτήσεων Η ταχύτητα κυκλοφορίας των αποθεμάτων Ο βαθμός εποχικότητας Οι συνθήκες ανταγωνισμού Ο βαθμός κινδύνου της αξίας των κυκλοφοριακών στοιχείων Ο επιχειρηματικός κύκλος Ο πληθωρισμός Η μερισματική πολιτική
Προστατεύει την επιχείρηση από ενδεχόμενη συρρίκνωση της αξίας των κυκλοφοριακών της στοιχείων Καθιστά δυνατή την άμεση εξόφληση όλων των τρεχουσών υποχρεώσεών της και επιτρέπει σε αυτή να επιτύχει σημαντικές εκπτώσεις. Βοηθάει την επιχείρηση να διατηρήσει την πιστοληπτική της ικανότητα και κατ αυτό τον τρόπο μπορεί να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις. Διατήρηση ικανοποιητικού επιπέδου αποθεμάτων με αποτέλεσμα να μπορεί να ανταποκριθεί σε αύξηση της ζήτησης των προιόντων της.
Η διοίκηση του κεφαλαίου κίνησης αναφέρεται στην λήψη αποφάσεων σχετικά: α) με επενδύσεις σε κυκλοφορούν ενεργητικό και β)με την χρήση βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων
Οι επιχειρήσεις ακολουθούν την εξής διαδικασία: Αγορά αποθεμάτων, πραγματοποίηση πωλήσεων με πίστωση και είσπραξη εσόδων από πωλήσεις. Η παραπάνω διαδικασία αποτελεί τον κύκλο ταμειακών ροών. Κύκλος ταμειακής μετατροπής είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ταμειακής εκροής της επιχείρησης για την αγορά παραγωγικών συντελεστών και της ταμειακής εισροής από την πώληση των προιόντων της.
Η διοίκηση του κεφαλαίου κίνησης πρέπει να αποβλέπει και να επιτυγχάνει την μείωση του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την αγορά των αποθεμάτων μέχρι την είσπραξη των απαιτήσεων από τις πωλήσεις.
Υπάρχουν τρεις εναλλακτικές πολιτικές επένδυσης σε κυκλοφορούν ενεργητικό: Χαλαρή Περιοριστική και Μετριοπαθής Η διαφορά των παραπάνω πολιτικών αναφέρεται στην ποσότητα του κυκλοφορούντος ενεργητικού που επιλέγει η επιχείρηση.
Η χρηματοδότηση του ενεργητικού μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: Τη μόνιμη (μακροπρόθεσμος δανεισμός και ίδια κεφάλαια) Την προσωρινή (βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις π.χ. γραμμάτια πληρωτέα) Την αυτόματη (τμήμα βραχυπρόθεσμων πωλήσεων που σχετίζεται με τις πωλήσεις)
Τρεις εναλλακτικές πολιτικές χρηματοδότησης κυκλοφορούντος ενεργητικού: Η αρχή της αντιστάθμισης του κινδύνου Συντηρητική πολιτική Επιθετική πολιτική
Η πολιτική αντιστάθμισης κινδύνου προτείνει όπως τα μόνιμα στοιχεία του ενεργητικού να χρηματοδοτούνται με μόνιμες πηγές χρηματοδότησης ενώ τα προσωρινά στοιχεία με προσωρινές πηγές. Σύμφωνα με την συντηρητική (επιθετική) πολιτική οι μόνιμες πηγές χρηματοδότησης υπερβαίνουν (υπολείπονται) τα μόνιμα στοιχεία του ενεργητικού.
Οι κυριότεροι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια ΚΚ είναι οι εξής: Ζημιές από μειωμένες πωλήσεις ή μειωμένες τιμές πωλήσεων λόγω ανταγωνισμού χωρίς ανάλογη μείωση του κόστους πωληθέντων και άλλων δαπανών Έκτακτες ζημιές οι οποίες δεν καλύπτονται ασφαλιστικά καθώς και απρόβλεπτες μειώσεις των τιμών των αποθεμάτων. Μη απόκτηση νέων ΚΚ σε περίπτωση επέκτασης των εργασιών της επιχείρησης. Αλόγιστη πολιτική στην διανομή μερισμάτων κ.α.
Βασιλείου, Δ., Ηρειώτης, Ν., 2008, Χρηματοοικονομική Διοίκηση, Εκδόσεις Rosili Γκίκας, Δ.,2002, Η ανάλυση και οι χρήσεις των λογιστικών καταστάσεων, Εκδόσεις Μπένου Γκλεζάκος, Μ.,2008, Αξιολόγηση Επιχειρήσεων, Ιδιωτική Έκδοση ΛαζαρΊδης, Θ., Κοντέος, Γ.,Σαριαννίδης, Ν., 2013,Σύγχρονη Χρηματοοικοομική Ανάλυση, Ιδιωτική Έκδοση Μπατσινίλας, Ε. Πατατούκας, Κ., 2012, Σύγχρονη Ανάλυση & Διερεύνηση των Οικονομικών Καταστάσεων, Εκδόσεις Σταμούλης Νιάρχος, Ν., 2004, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων, Εκδόσεις Σταμούλης Ξανθάκης, Ε., Αλεξάκης,Χ., 2007, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Επιχειρήσεων, Εκδόσεις Σταμούλης