ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Σχετικά έγγραφα
Εισαγωγή στα Μοντέλα Δομικών Εξισώσεων με τη χρήση του AMOS

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ και ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ

3η Ενότητα Προβλέψεις

5. ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ (GENERAL LINEAR MODEL) 5.1 Εναλλακτικά μοντέλα του απλού γραμμικού μοντέλου: Το εκθετικό μοντέλο

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Παπάνα Αγγελική

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 7. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγικές Έννοιες 13

Εισόδημα Κατανάλωση

2. ΧΡΗΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΠΑΚΕΤΩΝ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ

Ερωτήσεις κατανόησης στην Οικονομετρία (Με έντονα μαύρα γράμματα είναι οι σωστές απαντήσεις)

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ Κεφάλαιο 2

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΤΕΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Μεταπτυχιακό Τμήμα Τραπεζικής & Χρηματοοικονομικής

Lampiran 1 Hasil Kuesioner NO CI1 CI2 CI3 CT1 CT2 CT3 CS1 CS2 CS3 CL1 CL2 CL

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ. Οικονομετρία

Αντικείμενο του κεφαλαίου είναι: Ανάλυση συσχέτισης μεταξύ δύο μεταβλητών. Εξίσωση παλινδρόμησης. Πρόβλεψη εξέλιξης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Πρόλογος... xv. Κεφάλαιο 1. Εισαγωγικές Έννοιες... 1

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

2. ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ (Backward Elimination Procedure) Στην στατιστική βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές μέθοδοι για

ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΣΕΙΡΕΣ. Παπάνα Αγγελική

ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΙI (ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ) (ΟΔΕ 2116)

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Α μέρος: Πολυσυγγραμμικότητα. Παπάνα Αγγελική

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δυτικής Μακεδονίας Western Macedonia University of Applied Sciences Κοίλα Κοζάνης Kozani GR 50100

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Παπάνα Αγγελική

Έλεγχος υποθέσεων και διαστήματα εμπιστοσύνης

ΤΕΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Μεταπτυχιακό Τραπεζικής & Χρηματοοικονομικής

Σ ΤΑΤ Ι Σ Τ Ι Κ Η ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Συσχέτιση μεταξύ δύο συνόλων δεδομένων

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Η μέθοδος των βοηθητικών μεταβλητών. Παπάνα Αγγελική

Περιγραφική Ανάλυση ποσοτικών μεταβλητών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Στατιστική Ι. Ενότητα 9: Κατανομή t-έλεγχος Υποθέσεων. Δρ. Γεώργιος Κοντέος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Γρεβενών

Απλή Παλινδρόμηση και Συσχέτιση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ PASW ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ: Η ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΕΣΟΣ... 29

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Ενότητα 3: Πολλαπλή Παλινδρόμηση. Αναπλ. Καθηγητής Νικόλαος Σαριαννίδης Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Γρεβενά)

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Παπάνα Αγγελική

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Παπάνα Αγγελική

Κεφάλαιο 9. Έλεγχοι υποθέσεων

Οικονομετρία Ι. Ενότητα 6: Πολλαπλό Γραμμικό Υπόδειγμα Παλινδρόμησης. Δρ. Χαϊδώ Δριτσάκη Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

Δειγματοληψία στην Ερευνα. Ετος

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Βιολέττα Δάλλα. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ ΤΑΞΗΣ ΜΕΓΕΘΟΥΣ

Εφαρμοσμένη Στατιστική Δημήτριος Μπάγκαβος Τμήμα Μαθηματικών και Εφαρμοσμένων Μαθηματικών Πανεπισ τήμιο Κρήτης 2 Μαΐου /23

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Στατιστική είναι το σύνολο των μεθόδων και θεωριών που εφαρμόζονται σε αριθμητικά δεδομένα προκειμένου να ληφθεί κάποια απόφαση σε συνθήκες

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΣΕΙΡΕΣ. Παπάνα Αγγελική

Κώστας Ζαφειρόπουλος. Ποσοτική Εμπειρική Έρευνα και Δημιουργία Στατιστικών Μοντέλων

Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης Ανεξάρτητων Δειγμάτων

Ανασκόπηση θεωρίας ελαχίστων τετραγώνων και βέλτιστης εκτίμησης παραμέτρων

ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Βασικές έννοιες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Συσχέτιση (Correlation) - Copulas

Στατιστική Ι (ΨΥΧ-1202) Διάλεξη 6 Σχέσεις μεταξύ μεταβλητών

Πολλαπλή παλινδρόμηση (Multivariate regression)

Γ. Πειραματισμός - Βιομετρία

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

Κεφάλαιο 16 Απλή Γραμμική Παλινδρόμηση και Συσχέτιση

Εναλλακτικά του πειράματος

Αν έχουμε δύο μεταβλητές Χ και Υ και σύμφωνα με την οικονομική θεωρία η μεταβλητή Χ προσδιορίζει τη συμπεριφορά της Υ το ερώτημα που τίθεται είναι αν

Χ. Εμμανουηλίδης, 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Εξέταση Φεβρουαρίου (2011/12) στο Μάθηµα: Γεωργικός Πειραµατισµός. Ζήτηµα 1 ο (2 µονάδες) Για κάθε λανθασµένη απάντηση δεν λαµβάνεται υπόψη µία σωστή

Ανασκόπηση θεωρίας ελαχίστων τετραγώνων και βέλτιστης εκτίμησης παραμέτρων

Διαχείριση Υδατικών Πόρων


Συγγραφή και κριτική ανάλυση επιδημιολογικής εργασίας

Το στατιστικό κριτήριο που μας επιτρέπει να. μιας ή πολλών άλλων γνωστών μεταβλητών. Η σχέση ανάμεσα στις μεταβλητές που μελετώνται

Τεχνικές Προβλέψεων. Προετοιμασία & Ανάλυση Χρονοσειράς

9. Παλινδρόμηση και Συσχέτιση

Διάλεξη 2. Εργαλεία θετικής ανάλυσης Ή Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πούμε τι συμβαίνει; Ράπανος-Καπλάνογλου 2016/7

Lampiran 2 Hasil Kuesioner No. BA1 BA2 BA3 BA4 PQ1 PQ2 PQ3 PQ4 PQ

Πειραματική Ρευστοδυναμική. Σφάλματα και Αβεβαιότητα Μετρήσεων

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Λίγα λόγια για τους συγγραφείς 16 Πρόλογος 17

Κεφάλαιο 9. Έλεγχοι υποθέσεων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗΣ 1. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗΣ ΚΑΤΑ ΕΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟ 2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗΣ ΚΑΤΑ ΔΥΟ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Κώστας Ζαφειρόπουλος. Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

HMY 799 1: Αναγνώριση Συστημάτων

Οικονομετρία Ι. Ενότητα 7: Συντελεστής πολλαπλού προσδιορισμού. Δρ. Χαϊδώ Δριτσάκη Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

Μεθοδολογία των Επιστημών του Ανθρώπου: Στατιστική

Έλεγχος Υποθέσεων. Δρ. Αθανάσιος Δαγούμας, Επ. Καθηγητής Οικονομικής της Ενέργειας & των Φυσικών Πόρων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Σ ΤΑΤ Ι Σ Τ Ι Κ Η. Statisticum collegium iv

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Συντάκτης: Δημήτριος Κρέτσης

Απλή Γραμμική Παλινδρόμηση II

Αναπλ. Καθηγήτρια, Ελένη Κανδηλώρου. Αθήνα Σημειώσεις. Εκτίμηση των Παραμέτρων β 0 & β 1. Απλό γραμμικό υπόδειγμα: (1)

Κεφάλαιο 10 Εισαγωγή στην Εκτίμηση

Απλή Γραμμική Παλινδρόμηση I

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ

Συνολοκλήρωση και μηχανισμός διόρθωσης σφάλματος

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Β μέρος: Ετεροσκεδαστικότητα. Παπάνα Αγγελική

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Κεφάλαιο 10. Εισαγωγή στην εκτιμητική

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ PASW ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ: Η ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΕΣΟΣ... 29

Η ΙΣΧΥΣ ΕΝΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ. (Power of a Test) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

Transcript:

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Συστήματα Δομικών Εξισώσεων Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 2

Περιεχόμενα Εισαγωγή στα Συστήματα Δομικών Εξισώσεων Σχεδιασμός SEM Μετρικό Δομικό Μοντέλο Έλεγχος SEM Χρησιμότητα SEM Λογισμικό διαχείρισης συστημάτων δομικών εξισώσεων Εκτίμηση της προσαρμοστικότητας των μοντέλων Δείκτες προσαρμοστικότητας Απόλυτοι δείκτες προσαρμογής Δείκτες της επαυξητικής προσαρμογής Δείκτες φειδωλότητας Δείκτες Προσαρμογής Παρατηρήσεις Αναλυτική περιγραφή των κυριότερων δεικτών Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 3

Εισαγωγή (1) Γενικά, τα συστήματα δομικών εξισώσεων (SEM) είναι μια στατιστική μεθοδολογία που υιοθετεί μια επικυρωτική μέθοδο (δηλ., εξέταση υποθέσεων) στην πολυμεταβλητή ανάλυση (multivariate analysis) ενός μοντέλου, που αφορά κάποιες παρατηρήσεις ή μετρήσεις (Byrne 1998a). Ο όρος SEM δεν υποδεικνύει μια ενιαία στατιστική τεχνική, αλλά αναφέρεται σε μια οικογένεια σχετικών διαδικασιών και στατιστικών αναλύσεων Τα συστήματα των δομικών εξισώσεων συνήθως χρησιμοποιούνται σαν μια επικυρωτική διαδικασία διαφόρων θεωρητικών υποθέσεων, επειδή δεν υπολογίζουν μόνο τις εκτιμήσεις για τους παράγοντες του μοντέλου (όπως τις φορτώσεις, τις διακυμάνσεις και τις συνδιακυμάνσεις των παραγόντων, τον υπολογισμό της διακύμανσης των καταλοίπων και των λαθών), αλλά εξετάζουν επίσης και το βαθμό προσαρμογής τους με τα δεδομένα. Τα SEM είναι μία μέθοδος αναπαράστασης, εκτίμησης και ελέγχου θεωρητικών μοντέλων τα οποία χρησιμοποιούν τις περισσότερες φορές, γραμμικές σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών. Οι μεταβλητές που συμμετέχουν στη δημιουργία των μοντέλων μπορεί να είναι παρατηρήσιμες (άμεσα μετρήσιμες) ή αφανείς (έμμεσα μετρήσιμες). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 4

Εισαγωγή (2) Τα SEM μπορούν να θεωρηθούν σαν μια επέκταση της παλινδρόμησης και της παραγοντικής ανάλυσης, η οποία όμως εξετάζει ταυτόχρονα τις σχέσεις μιας ή περισσότερων εξαρτημένων μεταβλητών, και μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανεξάρτητων μεταβλητών (Grapentine, 2000). Οι σχέσεις μεταξύ των θεωρητικών εννοιών αντιπροσωπεύονται από τους συντελεστές παλινδρόμησης ή διαδρομής μεταξύ των διάφορων παραγόντων. Στην πολλαπλή παλινδρόμηση όμως ο αναλυτής θεωρεί ότι, οι μεταβλητές που συμμετέχουν στο σχηματισμό του μοντέλου έχουν μετρηθεί απόλυτα, ακόμα και αν αυτό δεν ισχύει. Επιπρόσθετα, το μοντέλο της παλινδρόμησης εκτιμά και αναπαριστά μόνο άμεσες επιδράσεις. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, που μια ανεξάρτητη μεταβλητή δεν είναι απόλυτα παρατηρήσιμη, δημιουργείται πρόβλημα μεροληψίας όχι μόνο στην εκτίμηση του συντελεστή της συγκεκριμένης μεταβλητής, αλλά και στις εκτιμήσεις των συντελεστών των υπόλοιπων μεταβλητών του μοντέλου. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 5

Εισαγωγή (3) Αντίθετα, το μοντέλο διαδρομής (path model) που δημιουργείται στα SEM επιτρέπει τη μελέτη της επίδρασης των επιμέρους μεταβλητών στις οποίες μπορεί να αποσυντεθεί μία αρχική μεταβλητή. Με άλλα λόγια, μια ανεξάρτητη μεταβλητή μπορεί να έχει άμεση αλλά και έμμεση επίδραση σε μια εξαρτημένη μεταβλητή (Μια μεταβλητή μπορεί να φαίνεται μη σημαντική όταν αξιολογείται η άμεση επίδρασή της, αλλά μπορεί να γίνεται σημαντική όταν αξιολογείται η συνολική επίδραση, η οποία λαμβάνει υπόψη της τις διαδρομές σύνδεσης (pathways) που τη συνδέουν με την εξαρτημένη μεταβλητή). Στην παραδοσιακή παραγοντική ανάλυση (Factor Analysis) από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των παραγόντων και τα βάρη των μεταβλητών στους παράγοντες δεν είναι γνωστά εκ των προτέρων. Για το λόγο αυτό η παραγοντική ανάλυση θεωρείται διερευνητική και πειραματική τεχνική. Αντίθετα στα SEM ο αναλυτής προσδιορίζει σε μεγαλύτερο βαθμό τη δομή του προβλήματος και πραγματοποιεί στατιστικούς ελέγχους σημαντικότητας. Διερευνητικά μοντέλα παραγοντικής ανάλυσης που αναπτύχθηκαν στο παρελθόν μπορούν να επιβεβαιωθούν ή όχι σε νέα σετ δεδομένων εφαρμόζοντας επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση (CFA). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 6

Σχεδιασμός SEM (1) Ένα διάγραμμα στα συστήματα δομικών εξισώσεων αποτελείται από ορθογώνια παραλληλόγραμμα και από κύκλους ή ελλείψεις που συνδέονται μεταξύ τους με απλής ή διπλής κατεύθυνσης βέλη. Τα ορθογώνια παραλληλόγραμμα αντιπροσωπεύουν τις παρατηρηθείσες ή μετρήσιμες μεταβλητές και οι ελλείψεις τις κρυφές ή λανθάνουσες. Τα απλής κατεύθυνσης βέλη χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν τις αιτιώδεις σχέσεις στο μοντέλο, όπου η μεταβλητή στην ουρά του βέλους προκαλεί τη μεταβλητή στο σημείο. Τα διπλής κατεύθυνσης βέλη χρησιμοποιούνται για να δείξουν τις συνδιακυμάνσεις ή τους συσχετισμούς μεταξύ των παραγόντων χωρίς καμία αιτιώδη ερμηνεία. Στατιστικά τα απλά βέλη αντιπροσωπεύουν τους συντελεστές παλινδρόμησης ή τις φορτώσεις των παραγόντων ενώ τα διπλής κατεύθυνσης βέλη δείχνουν τις συνδιακυμάνσεις μεταξύ των παραγόντων (Hox and Bechger 1998). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 7

Σχεδιασμός SEM (2) Συνδεμένος με κάθε μια παρατηρήσιμη μεταβλητή είναι ένας όρος λάθους, ο οποίος αντιπροσωπεύει το λάθος μέτρησης και απεικονίζει την επάρκεια του μοντέλου στη μέτρηση του σχετικού παράγοντα. Επιπλέον, συνδεμένος με κάθε κρυφή μεταβλητή είναι ένας όρος υπολοίπου (residual) ο οποίος αντιπροσωπεύει το λάθος στην πρόβλεψη των ενδογενών παραγόντων από τους εξωγενείς παράγοντες. Δεδομένου ότι και οι όροι λάθους και υπολοίπων αντιπροσωπεύουν μεταβλητές που δεν ορίζονται στο μοντέλο έχουν τη μορφή του κύκλου ή της έλλειψης. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 8

Μετρικό Δομικό μοντέλο Από διαδικαστική άποψη, τα μοντέλα των δομικών εξισώσεων μπορούν να αποσυντεθούν σε δύο υπό - μοντέλα: α)το μετρικό, και β)το δομικό. Το μετρικό μοντέλο καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των κρυφών και των μετρήσιμων μεταβλητών. Παρέχει επίσης τις συνδέσεις μεταξύ των ερωτήσεων του μοντέλου και των παραγόντων που έχει ορισθεί ότι καθορίζουν. Επομένως, το μετρικό μοντέλο είναι μια επιβεβαιωτική παραγοντική διαδικασία, η οποία διευκρινίζει το πόσο καλά μια ερώτηση ή μία μετρήσιμη μεταβλητή συνεισφέρει στο καθορισμό ενός παράγοντα. Κατά συνέπεια, πρέπει πρώτα να εξεταστεί και να αξιολογηθεί το μετρικό μοντέλο πριν την εξέταση του δομικού μοντέλου (Byrne 2001). Το δομικό μοντέλο, αντίθετα, καθορίζει τις αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των κρυφών παραγόντων καθώς και την προσαρμοστικότητα των μοντέλων με τα δεδομένα. Με τον όρο αιτιώδη σχέση ορίζεται η υπόθεση ότι, θεωρώντας σταθερά όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που καθορίζουν το μοντέλο, μια αλλαγή στη μεταβλητή που βρίσκεται στην ουρά του βέλους τι είδους μεταβολή θα προκαλέσει στη μεταβλητή που βρίσκεται στο κεφάλι του βέλους, και αν αυτή η μεταβολή είναι στατιστικά σημαντική (Loehlin, 1987). Επομένως, σε ένα δομικό μοντέλο κάθε εξίσωση αντιπροσωπεύει μια αιτιώδη συνάφεια παρά μια εμπειρική ένωση. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 9

Έλεγχος SEM Σαν αποτέλεσμα των προαναφερθέντων σημείων τα συστήματα των δομικών εξισώσεων βοηθούν τους ερευνητές : στον έλεγχο της γενικής αξιολόγησης του υποθετικού μοντέλου όσον αφορά την προσαρμοστικότητα του με τα δεδομένα επάνω στα οποία εφαρμόζεται, στον ορισμό και στη διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των θεωρητικών εννοιών η οποίες δεν είναι άμεσα μετρήσιμες, στον υπολογισμό της διακύμανσης κάθε θεωρητικής έννοιας που οφείλεται σε άλλους παράγοντες του μοντέλου, και στη σύγκριση διάφορων ανταγωνιστικών μοντέλων χρησιμοποιώντας τους δείκτες προσαρμοστικότητας. Τεχνικά, ένα σύστημα δομικών εξισώσεων υπονοεί την ύπαρξη μιας μήτρας συνδιακύμανσης των μετρήσεων. Μόλις υπολογιστούν οι παράμετροι του μοντέλου, η προκύπτουσα πρότυπος-υπονοούμενη μήτρα συνδιακύμανσης μπορεί να συγκριθεί με μια εμπειρική μήτρα συνδιακύμανσης. Εάν οι δύο μήτρες είναι σύμφωνες η μια με τη άλλη, τότε για το δομικό μοντέλο εξίσωσης μπορεί να θεωρηθεί σαν μια εύλογη εξήγηση για τις σχέσεις μεταξύ των μετρήσεων. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 10

Χρησιμότητα SEM (1) Υπάρχουν τουλάχιστο δύο λόγοι για τη δημοτικότητα των SEM: Αρχικά, στις επιστήμες που εξετάζουν τη συμπεριφορά ή την αντίδραση των ατόμων σε συγκεκριμένες καταστάσεις, το ενδιαφέρον των ερευνητών εστιάζεται κυρίως στη μελέτη των θεωρητικών κατασκευασμάτων που δεν μπορούν να παρατηρηθούν άμεσα. Μια μορφή που άμεσα διαπραγματεύονται τα SEM, είναι το πόσο καλά οι μετρήσεις αυτές απεικονίζουν τα προοριζόμενα δομικά μοντέλα. Επιπλέον, οι ερευνητές ενδιαφέρονται κυρίως για ζητήματα πρόβλεψης. Δεδομένου ότι η κατανόηση των σύνθετων φαινόμενων έχει αυξηθεί, τα προβλεπτικά μοντέλα έχουν γίνει πιο σύνθετα. Οι τεχνικές που προσφέρουν τα SEM επιτρέπουν τη χρήση ειδικών δοκιμών για σύνθετα μοντέλα διαδρομών (complex path models) που ενσωματώνουν περίπλοκα εννοιολογικά διαγράμματα. Κατά συνέπεια, οι τεχνικές που προσφέρουν τα συστήματα δομικών εξισώσεων είναι πιο προσαρμόσιμες από τις συγκριτικές στατιστικές τεχνικές που βασίζονται στην πολλαπλή παλινδρόμηση. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 11

Χρησιμότητα SEM (2) Επιπρόσθετα, και ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι: τα SEM παρέχουν μια μοναδική ανάλυση που εξετάζει ταυτόχρονα τα θέματα και της μέτρησης αλλά και της πρόβλεψης. Για τα τυπικά μοντέλα με αφανείς παράγοντες, τα SEM παρέχουν ευέλικτα και ισχυρά μέσα για τη ταυτόχρονη αξιολόγηση της ποιότητας της μέτρησης καθώς και τη μέτρηση των σχέσεων μεταξύ των παραγόντων. Για την επίτευξη μιας επικυρωτικής παραγοντικής ανάλυσης (CFA) και συγχρόνως μίας ανάλυσης διαδρομής, τα SEM επιτρέπουν στους ερευνητές να πλαισιώσουν με περισσότερες ερωτήσεις τα φαινόμενα για τα οποία ενδιαφέρονται. Τέτοιου είδους αναλύσεις προσφέρουν ιδιαίτερα πλεονεκτήματα για τις προβλεπτικές σχέσεις μεταξύ των αφανών παραγόντων. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 12

Λογισμικό διαχείρισης συστημάτων δομικών εξισώσεων. Το λογισμικό που προσφέρεται από την αγορά είναι το σημαντικότερο εργαλείο για την ανάπτυξη και τη διάδοση αλλά και τη χρησιμοποίηση των μοντέλων δομικών εξισώσεων στην έρευνα. Πριν 30 περίπου χρόνια, το μοναδικό ευρέως διαθέσιμο λογισμικό για διαχείριση συστημάτων δομικών εξισώσεων, ήταν το λογισμικό πακέτο LISREL (Linear Structural Relationships), το οποίο τώρα βρίσκεται στην 8 η του έκδοση (Jöreskog και Sörbom 1993, 1996). Η κατάσταση σήμερα είναι πολύ διαφορετική. Υπάρχουν πολλές επιλογές λογισμικών πακέτων τα οποία διαχειρίζονται εξίσου καλά τα συστήματα δομικών εξισώσεων, όπως το AMOS (Analysis of Moment Structures) (Arbuckle 1997), το CALIS (Covariance Analysis and Linear Structural Equations) (Hartmann 1992), το EQS (Equations) (Bentler 1995), το LISCOMP (Linear Structural Equations with a Comprehensive Measurement Model) (Muthen 1987), το RAMONA (Reticular Action Model or Near Approximations) (Browne et al. 1994), και το SEPATH (SEM and Path Analysis) (Steiger 1995). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 13

Εκτίμηση της προσαρμοστικότητας των μοντέλων. Ο σκοπός της εκτίμησης της συνολικής προσαρμογής ενός μοντέλου είναι ο προσδιορισμός του βαθμού στον οποίο το μοντέλο είναι συμβατό με τα εμπειρικά δεδομένα. Ωστόσο, η εκτίμηση της προσαρμογής για τα μοντέλα δομικών εξισώσεων δεν είναι μια τόσο ξεκάθαρη διαδικασία όσο με άλλες πολύ-παραγοντικές στατιστικές αναλύσεις, όπως για παράδειγμα στην πολλαπλή παλινδρόμηση (multiple regression), και στη διακριτική ανάλυση (discriminant analysis). Στα συστήματα δομικών εξισώσεων, δεν υπάρχει ένα μόνο στατιστικό τεστ το οποίο μπορεί να περιγράψει την προβλεπτική ισχύ και την προσαρμοστικότητα ενός μοντέλου. Αντίθετα, οι ερευνητές έχουν αναπτύξει ένα ευρύ φάσμα δεικτών που προσδιορίζουν την καταλληλότητα της προσαρμογής ενός μοντέλου. Αυτοί οι δείκτες, όταν χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό, εκτιμούν την προσαρμοστικότητα και την προβλεπτικότητα του μοντέλου από τρεις διαφορετικές σκοπιές: α)τη συνολική ή απόλυτη προσαρμογή του μοντέλου (absolute fit), β)τη συγκριτική προσαρμογή του μοντέλου (incremental fit), και γ)τη φειδωλότητα (parsimony) του μοντέλου. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 14

Απόλυτοι δείκτες προσαρμογής Οι απόλυτοι δείκτες προσαρμογής προσδιορίζουν το βαθμό στον οποίο το συνολικό μοντέλο (δομικό και μετρικό) προβλέπει τον παρατηρούμενο πίνακα διακύμανσης ή συσχέτισης (καμία διάκριση δεν γίνεται όμως ως προς το αν η προσαρμογή του μοντέλου είναι καλύτερη στο δομικό ή στο μετρικό μοντέλο). Μερικοί από τους απόλυτους δείκτες προσαρμογής που χρησιμοποιούνται συνήθως για να αξιολογηθούν τα SEM είναι: η στατιστική χ 2 (Chi-square statistic), η παράμετρος της μη κεντρικότητας (NCP, Non Centrality Parameter), ο δείκτης κατάλληλης προσαρμογής (GFI, Goodness-of-Fit Index), η τετραγωνική ρίζα του μέσου των υπολοίπων (RMSR, Root Mean Square Residual), η τετραγωνική ρίζα του μέσου του λάθους της εκτίμησης (RMSEA, Root Mean Square Error of Approximation), και ο αναμενόμενος δείκτης της επιβεβαίωσης (ECVI, Expected Cross- Validation Index). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 15

Δείκτες της επαυξητικής προσαρμογής Οι δείκτες της επαυξητικής (incremental) προσαρμογής συγκρίνουν το προτεινόμενο μοντέλο με κάποιο μοντέλο βάσης, το οποίο συχνά αναφέρεται και ως το μηδενικό ή κενό (null) ή ανεξάρτητο μοντέλο (Το μηδενικό μοντέλο θα πρέπει να είναι ένα ρεαλιστικό μοντέλο το οποίο όλα τα άλλα μοντέλα πρέπει να υπερβαίνουν. Σε πολλές περιπτώσεις το μηδενικό μοντέλο αποτελείται από μία μόνο δομή, με όλους τους δείκτες του να υπολογίζουν τέλεια τη δομή αυτή). Έχουν προταθεί, διάφοροι δείκτες επαυξητικής (incremental) προσαρμογής.: ο διορθωμένος δείκτη κατάλληλης προσαρμογής (AGFI, Adjusted Goodness-of-Fit Index) ο κανονικοποιημένος δείκτη προσαρμογής (NFI, Normed Fit Index), ο σχετικός δείκτη προσαρμογής (RFI, Relative Fit Index), ο επαυξητικός δείκτη προσαρμογής (IFI, Incremental Fit Index), και ο συγκριτικός δείκτη προσαρμογής (CFI, Comparative Fit Index) Στην ουσία, όλοι αυτοί οι δείκτες αναπαριστούν τα αποτελέσματα συγκρίσεων ανάμεσα στο εκτιμώμενο μοντέλο και το μηδενικό μοντέλο. Οι τιμές των δεικτών αυτών βρίσκονται μεταξύ του μηδέν και του ένα, όπου οι μεγαλύτερες τιμές δείχνουν υψηλότερα επίπεδα προσαρμοστικότητας. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 16

Δείκτες φειδωλότητας Οι δείκτες φειδωλότητας (parsimonious), σχετίζουν την καταλληλότητα προσαρμογής του μοντέλου με τον αριθμό των εκτιμωμένων παραγόντων που απαιτούνται για να επιτευχθεί αυτό το συγκεκριμένο επίπεδο προσαρμογής. Ο βασικός στόχος τους είναι, να διαγνωσθεί εάν η προσαρμογή του μοντέλου έχει επιτευχθεί χρησιμοποιώντας υπερβολικά μεγάλο αριθμό παραγόντων για την «περιγραφή» των δεδομένων (Η διαδικασία αυτή είναι παραπλήσια με την «προσαρμογή» του R 2 στην πολλαπλή παλινδρόμηση). Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν στατιστικοί έλεγχοι διαθέσιμοι για αυτούς τους δείκτες, η χρήση τους στις περισσότερες περιπτώσεις στην πράξη περιορίζεται σε συγκρίσεις μεταξύ των υπό έλεγχο μοντέλων. Τυπικοί δείκτες φειδωλότητας είναι: ο φειδωλός κανονικοποιημένος δείκτης προσαρμογής (PNFI, Parsimonious Normed Fit Index), ο φειδωλός δείκτης κατάλληλης προσαρμογής (PGFI,Parsimonious Goodness-of-Fit Index) και το πληροφοριακό κριτήριο του Akaike (AIC, Akaike Information Criterion). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 17

Δείκτες Προσαρμογής - Παρατηρήσεις Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχει ένας μοναδικός δείκτης που να υπερέχει των άλλων σε όλες τις περιπτώσεις. Έχει αποδειχτεί πώς, συγκεκριμένοι δείκτες συμπεριφέρνονται διαφορετικά ανάλογα με το μέγεθος του δείγματος, τη διαδικασία εκτίμησης, την πολυπλοκότητα του μοντέλου, την παραβίαση των υποκείμενων υποθέσεων της κανονικότητας και της ανεξαρτησίας των μεταβλητών, και οποιονδήποτε συνδυασμό των παραπάνω (Byrne 1998b). Ένα επιπλέον πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι ότι δεν υπάρχει μία ξεκάθαρη εικόνα του τι ακριβώς θέλουμε να συνοψίσουμε (μάθουμε) για ένα μοντέλο χρησιμοποιώντας έναν οποιονδήποτε δείκτη προσαρμογής, και καμία συμφωνία σχετικά με τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχει ένας τέτοιος δείκτης (Hayduk 1996). Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, οι ερευνητές τείνουν να προτιμούν διαφορετικούς δείκτες, γεγονός που συχνά οδηγεί σε κατά μέτωπο συγκρούσεις όταν προτείνονται ποιοι δείκτες είναι (ή δεν είναι) αξιόπιστοι (Για παράδειγμα, ο Maruyama (1998) αναφερόμενος στον Mulaik et al. (1989), δεν προτείνει τη χρήση του δείκτη AGFI, ενώ ο Hayduk (1996) προτείνει ακριβώς το αντίθετο). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 18

Δείκτες Προσαρμογής - Παρατηρήσεις Όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα, το κυρίαρχο ζήτημα στο χώρο των συστημάτων δομικών εξισώσεων (SEM) είναι, το πώς να εκτιμήσει κανείς σωστά την εγκυρότητα των μοντέλων. Επειδή η επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση διαμέσου ενός συστήματος δομικών εξισώσεων αρχίζει με έναν εκ των προτέρων προσδιορισμό των στοιχείων (παραγόντων) και των μεταξύ τους σχέσεων, είναι πολύ σημαντικό για τον ερευνητή να υπολογίσει πόσο καλά αυτό το a-priori μοντέλο «ταιριάζει» (είναι κατάλληλο) στα δεδομένα που αναλύονται. Σύμφωνα με τους Browne και Cudeck (1993) όμως, οι δείκτες καταλληλότητας δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν μέτρα για τη χρησιμότητα του μοντέλου. Περιέχουν μεν, πληροφορίες για την έλλειψη της καταλληλότητας του μοντέλου, αλλά καθόλου πληροφορίες για την ευλογοφάνεια. Κατά αυτό τον τρόπο, οι δείκτες καταλληλότητας μπορούν να θεωρηθούν ανάλογοι με τα μέτρα αξιοπιστίας (είναι δυνατό να έχουμε μία ιδιαίτερα αξιόπιστη, ωστόσο λανθασμένη μέθοδο μέτρησης). Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να έχουμε μία έγκυρη μέθοδο μέτρησης που δεν παρουσιάζει καταρχάς ένα μεγάλο βαθμό αξιοπιστίας. Κατ αντιστοιχία, ένα σύστημα δομικών εξισώσεων που παρουσιάζει καταλληλότητα ως προς τις μετρήσεις (σωστή προσαρμογή), δεν είναι απαραίτητα ένα έγκυρο μοντέλο ωστόσο, ένα μοντέλο που δεν παρουσιάζει καλή προσαρμογή είναι σίγουρα μη έγκυρο. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 19

Πιθανότητα Χ-τετράγωνο Το κύριο μέτρο καθορισμού της συνολικής (καθολικής) προσαρμογής ενός μοντέλου, είναι το ποσοστό πιθανοφάνειας (likelihood-ratio). Αυτό είναι και το μόνο μέτρο προσαρμοστικότητας που βασίζεται στη στατιστική και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα SEM. Μία μεγάλη τιμή του σε σχέση με τους βαθμούς ελευθερίας, σημαίνει πως οι παρατηρούμενοι και εκτιμώμενοι πίνακες παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές. Ωστόσο, ένα βασικό μειονέκτημα του δείκτη αυτού είναι ότι, επηρεάζεται σημαντικά από τις διακυμάνσεις στο μέγεθος του δείγματος. Επομένως, προτείνεται η χρήση αυτού του δείκτη να συνοδεύεται πάντα και από άλλους δείκτες προσαρμογής. Γενικά, ο δείκτης χ 2 αναφέρεται και ως μέτρο ασυμφωνίας (discrepancy). Όσο μικρότερη η τιμή του δείκτη τόσο καλύτερος είναι ο βαθμός προσαρμογής του μοντέλου. Εάν η τιμή του είναι μεγάλη, αυτό σημαίνει ότι η διακύμανση του μοντέλου είναι πολύ διαφορετική από την παρατηρούμενη. Οι Hair et al. (1998) ορίζουν ότι, ο χ 2 είναι κατάλληλος για μέγεθος δείγματος από 100 μέχρι 200, με το δείκτη να θεωρείται μη σημαντικός για μεγέθη εκτός αυτού του διαστήματος. Ολοκληρώνοντας, αν και ο δείκτης χ τετράγωνο δεν αποτελεί το βασικό δείκτη για την ανάλυση και την επιλογή των μοντέλων αυτής της έρευνας, η τιμή του καταγράφεται και παρουσιάζεται για χάρη της πλήρους στατιστικής έρευνας. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 20

Ο λόγος της ελάχιστης απόκλισης με τους βαθμούς ελευθερίας (Min/df) Σχετικός με τον x 2, αλλά θεωρητικά καλύτερος δείκτης θεωρείται ο δείκτης της αναλογίας του χ τετράγωνου με τους βαθμούς ελευθερίας του μοντέλου (χ 2 /df). Είναι γνωστός ως σχετικός x 2 ή κανονικός x 2. Προέκυψε από το γεγονός ότι, ο δείκτης χ 2 εξαρτάται από το μέγεθος του δείγματος. Για την εκτίμηση της μέγιστης πιθανότητας, ο λόγος του x 2 με τους βαθμούς ελευθερίας πρέπει να προσεγγίζει την τιμή 1. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Arbuckle (1997), «το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν είναι ξεκάθαρο ποια είναι η απόκλιση από το ένα, που επιτρέπεται, πριν θεωρηθεί το μοντέλο ως μη ικανοποιητικό». Πολλοί εμπειρικοί κανόνες προτείνονται από διάφορους ερευνητές, με τιμές που κυμαίνονται από 2 (Byrne 1989, Premkumar και King 1994) έως και 5 (Wheaton et al. 1977, Bollen 1989, Harrison και Rainer 1996). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 21

Ο δείκτης καλής προσαρμογής (GFI) Ο δείκτης GFI, επινοήθηκε από τον Joreskog και τον Sorbom το 1984, και αποτελεί ένα μέτρο του συνολικού βαθμού προσαρμογής του μοντέλου. Μετράει τη σχετική ποσότητα της διακύμανσης σε ένα δείγμα που το μοντέλο προβλέπει. Είναι ένας μη-στατιστικός δείκτης ο οποίος παίρνει τιμές από 0 (πολύ φτωχή προσαρμογή) μέχρι 1 (τέλεια προσαρμογή). Αναπαριστά το συνολικό βαθμό προσαρμογής (τα τετραγωνισμένα υπόλοιπα της πρόβλεψης συγκρινόμενα με τα πραγματικά δεδομένα) αλλά δεν προσαρμόζεται ανάλογα με τους βαθμούς ελευθερίας. Υψηλότερες τιμές καταδεικνύουν καλύτερη προσαρμογή, αλλά δεν υπάρχει κάποιο απόλυτο όριο πάνω από το οποίο το μοντέλο θεωρείται αποδεκτό. Ικανοποιητικές θεωρούνται τιμές μεγαλύτερες του 0,9 (Hair et al. 1998, Bollen 1989), αλλά και μεγαλύτερες του 0,8 (Hoyle 1995, Marcoulides και Schumacker 1996). Ένας μεγάλος αριθμός μελετών όμως, έχουν δείξει ότι, ο GFI επηρεάζεται από το μέγεθος του δείγματος, γεγονός που οδήγησε τους Anserson και Gerbing (1984) στο συμπέρασμα ότι: «αν και ο GFI είναι ανεξάρτητος του μεγέθους του δείγματος (το μέγεθος του δείγματος δεν είναι μέρος της εξίσωσης που ορίζει τον δείκτη GFI), η κατανομή των τιμών του δείκτη αυτού, επηρεάζεται ισχυρά από το μέγεθος του δείγματος». Η μελέτη τους έδειξε πως το 28.3% της απόκλισης στις τιμές του GFI σχετίζεται με αποκλίσεις στο μέγεθος των δειγμάτων, με το φαινόμενο αυτό να παρουσιάζεται περισσότερο σε μικρά δείγματα (n=50). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 22

Ο διορθωμένος δείκτης κατάλληλης προσαρμογής Ο δείκτης ΑGFI, αποτελεί μία επέκταση του δείκτη GFI, ρυθμισμένος ανάλογα με την αναλογία των βαθμών ελευθερίας του προτεινόμενου μοντέλου προς τον αριθμό των βαθμών ελευθερίας του μηδενικού μοντέλου (Hair et al. 1992). Το διάστημα τιμών είναι μεταξύ 0 και 1, όπου η τιμή 1 υποδηλώνεται ιδανική προσαρμογή. Σύμφωνα με τον Bollen (1990), η συμπεριφορά του δείκτη είναι παρόμοια με αυτήν του GFI. Παρουσιάζει ομοιότητες με το PNFI και ένα προτεινόμενο όριο αποδοχής είναι τιμές μεγαλύτερες ή ίσες με 0,9. Για πολύ μεγάλα δείγματα η τιμή είναι αυξημένη, και αντίστοιχα, σε πολύ μικρά δείγματα υπάρχει η περίπτωση της υποτίμησης του βαθμού προσαρμογής. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 23

Ρίζα των μέσων τετραγώνων του σφάλματος εκτίμησης Άλλος ένας δείκτης, που τείνει να διορθώσει την τάση που εμφανίζει ο δείκτης x τετράγωνο να απορρίπτει οποιοδήποτε μοντέλο με αρκετά μεγάλο αριθμό δειγμάτων, είναι ο RMSEA. Η τιμή του RMSEA εκφράζει την απόκλιση ανά βαθμό ελευθερίας. Η απόκλιση αυτή μετριέται ανάλογα με το συνολικό πληθυσμό και όχι μόνο με το δείγμα που χρησιμοποιείται για την προσέγγιση (Steiger 1990). Η τιμή αντανακλά την καταλληλότητα που θα ήταν αναμενόμενη εάν η εκτίμηση του μοντέλου γινόταν στον ίδιο τον πληθυσμό και όχι μόνο στο δείγμα του πληθυσμού που χρησιμοποιήθηκε για τη συγκεκριμένη εκτίμηση. Ο δείκτης RMSEA, αποτελεί ένα μέτρο της ασυμφωνίας ενός μοντέλου ανά βαθμό ελευθερίας. Ο RMSEA ενσωματώνει μία ανάλυση της πολυπλοκότητας του μοντέλου στον υπολογισμό του. Η στατιστική αυτή βασίζεται σε μία εκτίμηση της απόκλισης του πληθυσμού παράλληλα με τους βαθμούς ελευθερίας του μοντέλου. Όταν ένα μοντέλο, έχει τέλειο βαθμό προσαρμογής, ο δείκτης έχει την τιμή 0. Οι Browne και Cudeck (1993), εξέφρασαν την άποψη ότι «μία τιμή του RMSEA γύρω στο 0.08 ή και λιγότερο, φανερώνει ένα λογικό σφάλμα προσδιορισμού» και ότι αυτοί δεν θα θέλανε να εφαρμόσουν ένα μοντέλο με RMSEA μεγαλύτερο από 0,1. Τιμές μικρότερες του 0,05 δείχνουν ότι το μοντέλο έχει πολύ καλό βαθμό προσαρμογής, αν και σχετικά πρόσφατα (Hu και Bentler 1999) θεωρήθηκε ως κατώφλι το 0,06. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 24

Υπόλοιπο ρίζας μέσων τετραγώνων (RMSR) Ευρύτατα χρησιμοποιούμενος δείκτης, είναι ο RMSR ή RMR. Παριστάνει τη διαφορά μεταξύ της διακύμανσης και της συνδιακύμανσης του δείγματος σε σχέση με τις αντίστοιχες ποσότητες όταν το μοντέλο που δοκιμάζεται θεωρείται σωστό. Υπολογιστικά, ο RMR είναι η τετραγωνική ρίζα του μέσου τετραγώνου του ποσού της διαφοράς της διακύμανσης και της συνδιακύμανσης του δείγματος, από τα αντίστοιχα ποσά που θα προέκυπταν από ένα σωστό μοντέλο. (Arbuckle και Wothke 1999). Ο δείκτης παίρνει τιμές μεταξύ 0 και 1. Όσο ο δείκτης πλησιάζει το 0, τόσο πιο μεγάλος είναι ο βαθμός προσαρμογής. Αν το RMR έχει την τιμή μηδέν, τότε αυτό σημαίνει πως το μοντέλο ταιριάζει απόλυτα, ενώ τιμές μεγαλύτερες του 1 θεωρούνται υπερβολικά μεγάλες για το δείκτη αυτόν. Αποδεκτές θεωρούνται τιμές μικρότερες του 0,1 (Hair et al. 1992, Bollen 1989). Ο Byrne (1998), αναφέρει ότι, για ένα καλό μοντέλο, ο δείκτης πρέπει να είναι μικρότερος του 0,05. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 25

Δείκτης συγκριτικής καταλληλότητας (CFI) Για τον τύπο της επαυξητικής προσαρμογής του μοντέλου, ο συγκριτικός δείκτης προσαρμογής (CFI) έχει ένα πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων δεικτών της κατηγορίας του. Διότι δεν παρουσιάζει τον κίνδυνο υποεκτίμησης της προσαρμογής των δεδομένων εξαιτίας μικρού δείγματος. Το CFI ορίστηκε από τον Bentler (1990), και βασίστηκε σε μία σύγκριση του μοντέλου της υπόθεσης με ένα άλλο μοντέλο το οποίο ονομάζεται «μοντέλο βάσης», ή «ανεξάρτητο μοντέλο». Οι τιμές του CFI κυμαίνονται αναγκαστικά από το 0 έως το 1, διότι τιμές έξω από αυτά τα όρια περικόπτονται, και παρουσιάζονται ως 0 ή 1 αντίστοιχα. Ο Bentler (1990) πραγματοποίησε μία μελέτη προσομοίωσης και σύγκρισης στην οποία χρησιμοποιήθηκαν 200 αντίγραφα ενός μοντέλου δομικών εξισώσεων, και στην οποία μελετήθηκε η επίδραση 6 διαφορετικών σε μέγεθος δειγμάτων που κυμαίνονταν από 50 έως 1600, αυξανόμενα πολλαπλασιαστικά (50, 100, 200, κτλ.). Ωστόσο, τα πλεονεκτήματα αυτά παρέχονται εις βάρος κάποιας προς τα κάτω προκατάληψης (downward bias). Αυτή η «προκατάληψη» όμως είναι αρκετά μικρή, πολύ μικρότερη από αυτή του NFI (Bentler 1990). Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 26

Ο κανονικοποιημένος δείκτης προσαρμογής (NFI) Ένας από τους πιο δημοφιλείς δείκτες είναι ο κανονικοποιημένος δείκτης προσαρμογής (NFI) (Bentler και Bonett 1980), που κυμαίνεται από 0 (καθόλου προσαρμογή) μέχρι 1 (τέλεια προσαρμογή). Ο δείκτης NFI, μετράει το βαθμό προσαρμογής του ελεγχόμενου μοντέλου με το μηδενικό μοντέλο (null model) και επινοήθηκε από τους Bentler και Bonnett (1980). Το διάστημα τιμών του δείκτη είναι από το 0 μέχρι το 1. Ιδανική προσαρμογή ισχύει για τιμή ίση με 1. Με βάση την προκύπτουσα τιμή, διαπιστώνεται η αναλογία προσαρμογής του δοκιμαζόμενου μοντέλου με το μηδενικό (μοντέλο με τυχαίες μεταβλητές). Για παράδειγμα, εάν η τιμή είναι 0,5, τότε έχει επιτευχθεί προσαρμογή κατά 50%. Αποδεκτές θεωρούνται τιμές μεγαλύτερες του 0,9 (Hoyle 1995, Marcoulides και Schumacker 1996), με τους Bentler και Bonnett να θεωρούν τιμές μεγαλύτερες του 0,8 ως αποδεκτές. Εάν η τιμή είναι μικρότερη από 0,8, τότε δοκιμαζόμενο μοντέλο θα πρέπει να επαναπροσδιορισθεί. Πρόβλημα υποτιμημένου βαθμού προσαρμογής μπορεί να δημιουργηθεί για μικρά δείγματα. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 27

Ο parsimonious κανονικοιποιημένος δείκτης προσαρμογής (PNFI) Για την κατηγορία της φειδωλής προσαρμογής, ο φειδωλός κανονικοποιημένος δείκτης προσαρμογής (PNFI) (James et al. 1982) προκύπτει από μία τροποποίηση του NFI. O δείκτης PNFI λαμβάνει υπόψη του τον αριθμό των βαθμών ελευθερίας που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου επίπεδου προσαρμογής. Ο όρος φειδωλότητα εκφράζει την επίτευξη υψηλών βαθμών προσαρμογής ανά χρησιμοποιούμενο βαθμό ελευθερίας (ένα df ανά εκτιμώμενο συντελεστή). Επομένως επιδιώκουμε να έχουμε περισσότερη φειδωλότητα, δηλαδή υψηλότερο βαθμό προσαρμογής ανά χρησιμοποιούμενο βαθμό ελευθερίας. Υψηλότερες τιμές του PNFI είναι και καλύτερες. Η κύρια χρήση του είναι για την σύγκριση μοντέλων με διαφορετικούς βαθμούς ελευθερίας. Χρησιμοποιείται για την σύγκριση εναλλακτικών μοντέλων, και δεν υπάρχει κάποιο προτεινόμενο επίπεδο του δείκτη αυτού που να ορίζει αποδεκτή προσαρμογή. Ωστόσο, όταν πραγματοποιείται σύγκριση μεταξύ μοντέλων, τιμές που κυμαίνονται από 0.06 μέχρι και 0.09, προτείνονται από τους Williams και Hazer (1986), ως ενδείξεις ουσιαστικών διαφορών ανάμεσα στα μοντέλα. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 28

Ο parsimonious δείκτης καλής προσαρμογής (PGFI) Ο δείκτης PGFI (parsimonious goodness-of-fit index) τροποποιεί το GFI με διαφορετικό τρόπο από ότι ο AGFI. Ενώ η τροποποίηση του AGFI βασίζεται στους βαθμούς ελευθερίας στον εκτιμώμενο και στο μηδενικό μοντέλο, ο PGFI βασίζεται στην φειδωλότητα του εκτιμώμενου μοντέλου. Προσαρμόζει το δείκτη GFI με τον ακόλουθο τρόπο: PGFI 0.5* No.of Degrees of Freedom proposed Manifest Variables *(No.of Manifest Variables *GFI 1) Η τιμή του PGFI κυμαίνεται από 0 μέχρι και 1, με τις υψηλότερες τιμές να φανερώνουν μεγαλύτερη φειδωλότητα για το μοντέλο. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Ανάλυση Δεδομένων (Θεωρία) Διαφάνεια 29