του Γιάννη Τσώλα Η παραγωγικότητα των μεταλλευτικών εκμεταλλεύσεων είναι το σύνθετο αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων που αναφέρονται στα γεωλογικά χαρακτηριστικά του κοιτάσματος, στην εφαρμοζόμενη τεχνολογία και στο ανθρώπινο δυναμικό. Στην παρούσα μελέτη ερμηνεύεται η μεταβολή της συνολικής παραγωγικότητας στον υποκλάδο των λιγνιτωρυχείων με τη βοήθεια της μεθοδολογίας Growth Accounting, που βασίζεται σε μια συνάρτηση παραγωγής της μορφής Cobb Douglas με παραγωγικούς συντελεστές την εργασία και το κεφάλαιο. Δεδομένου ότι η εκμετάλλευση των σημαντικότερων λιγνιτικών κοιτασμάτων της χώρας πραγματοποιείται αποκλειστικά από τη ΔΕΗ, η παρούσα μελέτη αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού ουσιαστικά αξιολογεί τη λειτουργία μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας της χώρας. 1. Εισαγωγή Η ποσοστιαία συμμετοχή του λιγνίτη στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τις τελευταίες δεκαετίες βαίνει συνεχώς αύξουσα: 34% (1967), 64,5% (1985), 79% (1990). Με βάση στοιχεία του 1990, τα βεβαιωμένα αποθέματα ανέρχονται σε 6,5 δισεκατομμύρια τόννους και εκτιμάται ότι ο λιγνίτης θα τροφοδοτήσει το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας για τουλάχιστον 50 χρόνια ακόμη. Το Λιγνιτικό Κέντρο Πτολεμαΐδας Αμυνταίου συμμετέχει κατά 90% περίπου στη συνολική παραγωγή λιγνίτη, ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται από το Λιγνιτικό Κέντρο Μεγαλόπολης. Η εφαρμοζόμενη τεχνολογία παραγωγής στα ελληνικά λιγνιτωρυχεία είναι υψηλής εντάσεως κεφαλαίου. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός περιλαμβάνει καδοφόρους εκσκαφείς, ταινιόδρομους και αποθέτες, που ταυτόχρονα εξορύσσουν και μεταφέρουν λιγνίτη στους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς και άγονα (υπερκείμένα και ενδιάμεσα), που αποτίθενται τελικά σε χώρους εκτός των ορυχείων Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις οι δυσμενείς γεωλογικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της εξόρυξης με καδοφόρους εκσκαφείς και απαιτείται η χρήση συμβατικών μεθόδων (εξόρυξη των υπερκειμένων με τη χρήση εκρηκτικών υλών και μεταφορά τους με τη βοήθεια χωματουργικών αυτοκινήτων), με συνέπεια τη μείωση της παραγωγικότητας. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η μεθοδολογία Growth Accounting και εκτιμάται μια συνάρτηση παραγωγής της μορφής Cobb Douglas, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ερμηνεία της μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου στο σύνολο του υποκλάδου των λιγνιτωρυχείων κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 197088. 2. Μεθοδολογία Growth Accounting Η μεθοδολογία Growth Accounting πρωτοεφαρμόστηκε από τον R. Solow (1957), με σκοπό την ανεύρεση των προσδιοριστικών αιτίων της μεγέθυνσης που παρατηρείτο διεθνώς μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρονται και εφαρμογές της στη μεταλλευτική (βλέπε Green, A. G. and Green, Μ. Α., 1984). Σύμφωνα με τη μεθοδολογία αυτή η διαφορά των ρυθμών μεταβολής του προϊόντος και των εισροών ισούται με το ρυθμό μεταβολής ενός παράγοντα που αναφέρεται στην παραγωγικότητα του συστήματος που μελετάται. Ο παράγοντας αυτός είναι η παραγωγικότητα της εργασίας και του κεφαλαίου (total factor productivity, TFP), ο δείκτης μεταβολής της οποίας εκφράζει την τεχνολογική αλλαγή (technological change). Η παραπάνω βασική σχέση συνήθως εφαρμόζεται σε μια συνάρτηση παραγωγής της μορφής: Σελίδα 1 / 7
Τα a, b αποτελούν τα ποσοστά συμμετοχής των παραγωγικών συντελεστών (factor shares) της εργασίας και του κεφαλαίου στην επίτευξη της παραγωγής, αν δεχθούμε ότι οι αμοιβές αυτών ισούνται με το οριακό προϊόν τους. Αν γίνει επιπλέον η παραδοχή ότι έχουμε σταθερές αποδόσεις κλίμακας, τότε a+b=l. Οπότε από την (4) προκύπτουν: 3. Εκτίμηση της συνάρτησης παραγωγής Cobb Douglas Η μορφή της συνάρτησης παραγωγής Cobb Douglas που εκφράζεται με την εξίσωση (2) είναι αυστηρά προσδιοριστική (deterministic). Για τη μετατροπή της σε στατιστική, προκείμενου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της, είναι απαραίτητη η εισαγωγή μιας στοχαστικής μεταβλητής U. Έτσι το προς εκτίμηση στατιστικό υπόδειγμα λαμβάνει τη μορφή: Για τη μεταβλητή U γίνονται οι υποθέσεις ότι έχει σταθερή διακύμανση, μέση τιμή τη μονάδα και ότι οι λογάριθμοί της κατανέμονται κανονικά. Είναι όμως πιθανό, ακόμα και αν η U έχει τις παραπάνω επιθυμητές ιδιότητες, να υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου, με συνέπεια οι τιμές των a και b, που προκύπτουν από την εφαρμογή της μεθόδου των ελαχίστων τετραγώνων, να μην εκφράζουν την πραγματική συμβολή των παραπάνω εισροών στην επίτευξη της παραγωγής. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού συχνά τίθενται γραμμικοί περιορισμοί (linear restrictions) στις παραμέτρους του υποδείγματος. Ο συνηθέστερος γραμμικός περιορισμός είναι ο εξής: a+b=l, που ισοδυναμεί, όπως προαναφέρθηκε, με την υπόθεση ότι η συνάρτηση παραγωγής χαρακτηρίζεται από σταθερές αποδόσεις κατά κλίμακα. Η αποδοχή της υπόθεσης αυτής συνεπάγεται ότι η συμμετοχή του επιπέδου των εισροών στην Σελίδα 2 / 7
επίτευξη του επιπέδου της παραγωγής είναι ανεξάρτητη της δυναμικότητας παραγωγής. Συνήθως στην περίπτωση των υποκλάδων της μεταλλευτικής βιομηχανίας η υπόθεση περί σταθερών αποδόσεων κλίμακας δεν θεωρείται ρεαλιστική μενού ότι η τάση για την απόληψη των πλουσιοτέρων τμημάτων των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων οδηγεί σε εξάντληση αυτών, με αποτέλεσμα να αναμένονται φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας (βλέπε Holmoy, Ε. et al., 1992).' Αυτό όμως είναι αναμενόμενο στην περίπτωση υποκλάδων όπου η ποιότητα του κοιτάσματος σε χρήσιμο συστατικό (π.χ. μέταλλο), που αποτελεί τον πλέον καθοριστικό παράγοντα της τιμής πώλησης αυτού, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις και τα πλούσια αποθέματα έχουν μειωθεί σημαντικά. Στην περίπτωση του υποκλάδου των λιγνιτωρυχείων με σημαντικό ύψος βέβαιων αποθεμάτων, όπου η ποιότητα των κοιτασμάτων δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της προσόδου, οι σταθερές αποδόσεις κλίμακας είναι πολύ πιθανές και μάλιστα αφού ο υποκλάδος είναι εντάσεως κεφαλαίου, είναι αναμενόμενες και οι αύξουσες αποδόσεις κλίμακας. Μετά την εισαγωγή των προαναφερθέντων γραμμικών περιορισμών, το νέο προς εκτίμηση υπόδειγμα λαμβάνει τελικά τη μορφή: Δηλαδή γίνεται a priori αποδεκτό ότι ή παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από το λόγο κεφαλαίου εργασίας, ήτοι από το μίγμα των παραγωγικών συντελεστών. Ο εκθέτης 1a, που υπολογίζεται με τη βοήθεια της μεθόδου των ελαχίστων τετραγώνων, αναμένεται θετικός και τούτο γιατί ο λόγος κεφαλαίου εργασίας προσδιορίζει την ένταση της παραγωγικής διαδικασίας και αύξηση της οδηγεί σε υποκατάσταση της εργασίας από κεφάλαιο και επομένως σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. 4. Πρωτογενή δεδομένα Τα απαραίτητα πρωτογενή δεδομένα ελήφθησαν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) και τη Στατιστική Υπηρεσία του Υπουργείου Βιομηχανίας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΥΒΕΤ). Για την εκτίμηση της συνάρτησης παραγωγής Cobb Douglas απαιτούνται οι χρονοσειρές του παραγόμενου προϊόντος, της εργασίας και του κεφαλαίου (βλέπε υποδείγματα (2) και (8)). Σε ό,τι αφορά το προϊόν είναι διαθέσιμη η ετήσια παραγωγή λιγνίτη σε τόννους, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις μάζες των αγόνων που διακινούνται. Για την εργασία, πλήρης χρονοσειρά μπορεί να καταρτιστεί μόνο από τα συνολικά πληρωθέντα οκτάωρα εργασίας των ημερομισθίων και υπαλλήλων, με βάση τα στοιχεία του ΥΒΕΤ. Σχετικά με τη μέτρηση του κεφαλαίου, το απόθεμα του παγίου κεφαλαίου (fixed capital) θεωρείται ότι αποτελεί μια ικανοποιητική εκτίμηση των υπηρεσιών αυτού στην παραγωγική διαδικασία. Για τον υπολογισμό του αποθέματος του παγίου κεφαλαίου χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία της ΕΣΥΕ σχετικά με τις ακαθάριστες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στον υποκλάδο των λιγνιτωρυχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της μεθόδου perpetual inventory (βλέπε παράρτημα). Στον πίνακα 1 παρουσιάζονται οι χρονοσειρές που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της συνάρτησης παραγωγής Cobb - Douglas. Σελίδα 3 / 7
Πίνακας 1. Υποκλάδος λιγνιτωρυχείων 197088. Παραγωγή (Υ), πληρωθείσες εργατοώρες (L) και κεφαλαιακό απόθεμα (Κ). 5. Αποτελέσματα Με βάση τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν τα ακόλουθα υποδείγματα παλινδρόμησης: Το πρώτο υπόδειγμα δηλώνει ότι ο υποκλάδος των λιγνιτωρυχείων εκθέτει σχεδόν σταθερή απόδοση κατά κλίμακα, αφού a+b=1.05 το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ίσο με τη μονάδα. Μετά την ένδειξη για σταθερή απόδοση κατά κλίμακα, εισάγονται οι γραμμικοί περιορισμοί και προκύπτει το δεύτερο υπόδειγμα, που παρέχει τα ποσοστά συμμετοχής της εργασίας και του κεφαλαίου, a=0.3 και b=0.7 αντίστοιχα. Επίσης διαφαίνεται καθαρά ότι ο λόγος κεφαλαίου εργασίας είναι ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας της παραγωγικότητας της εργασίας, στη χρονική περίοδο που μελετάται. Τα παραπάνω υποδείγματα μειονεκτούν ως προς το ότι θεωρούν ομοιογενείς την παραγωγή, που προέρχεται από ένα σύνολο διαφορετικών ορυχείων και τις πληρωθείσες εργατοώρες, που προκύπτουν ως το αστάθμιστο άθροισμα των εργατοωρών των ημερομισθίων και των υπαλλήλων. Επιπλέον τα ποσοστά συμμετοχής της εργασίας και του κεφαλαίου στην επίτευξη της παραγωγής θεωρούνται ότι παραμένουν σταθερά καθόλη τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που μελετάται. Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής της παραγωγής, των εισροών, της παραγωγικότητας της εργασίας, της παραγωγικότητας του κεφαλαίου, του λόγου κεφαλαίου εργασίας και της TFP. Στη δεκαετία του '70 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της παραγωγής ήταν πολύ υψηλός, 11,58%. Το κεφαλαιακό απόθεμα και η εργασία συνέβαλαν στη μεταβολή αυτή, με αντίστοιχους ρυθμούς 12,29% και 7,78%. Στη δεκαετία του '80 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της παραγωγής ήταν μικρότερος, 8,56%. Το κεφαλαιακό απόθεμα παρουσίασε αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό 9,63%, ενώ η εργασία πτώση με αντίστοιχο ρυθμό 3,36%. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της TFP στη δεκαετία του '80 αυξήθηκε κατά 4,5 φορές σε σχέση με τη δεκαετία του '70, 2,83% έναντι 0,64%. Στην δεκαετία του '70, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (προϊόν ανά πληρωθείσα εργατοώρα) ήταν 3,8%, ενώ στη δεκαετία του '80 ανήλθε σε 11,92%. Αντίθετα ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της παραγωγικότητας του κεφαλαίου (προϊόν ανά μονάδα κεφαλαιακού αποθέματος), καθόλη τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που μελετάται, ήταν αρνητικός, - 0,71% στη δεκαετία του '70 και - 1,07% στη δεκαετία του '80. Σελίδα 4 / 7
Πίνακας 2. Υποκλάδος των λιγνιτωρυχείων. Μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής της παραγωγής (Υ), της εργασίας (L), του κεφαλαίου (Κ), της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ L), της παραγωγικότητας του κεφαλαίου (Υ Κ), του λόγου κεφαλαίου εργασίας (Κ L) και της TFP (Α) Σε ό,τι, αφορά το λόγο κεφαλαίου εργασίας, στη δεκαετία του '80 σχεδόν τριπλασιάστηκε σε σχέση με τη δεκαετία του '70, 12,99% έναντι 4,55%. Σελίδα 5 / 7
Στο σχήμα 1 παρουσιάζεται η εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας, της παραγωγικότητας του κεφαλαίου και του λόγου κεφαλαίου εργασίας, ενώ στο σχήμα 2 η εξέλιξη των δεικτών με έτος βάσης το 1970 της TFP, της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγικότητας του κεφαλαίου. 6. Συμπεράσματα Παρόλο που η δεκαετία του '70 χαρακτηρίζεται από υψηλότερο ρυθμό μεταβολής της παραγωγής, ο αντίστοιχος ρυθμός της TFP ήταν μικρότερος σε σχέση με τη δεκαετία του '80, λόγω της σημαντικής αύξησης του ρυθμού μεταβολής του λόγου κεφαλαίου εργασίας κατά την τελευταία αυτή περίοδο. Ο ρυθμός μεταβολής της παραγωγής ακολουθεί τον αντίστοιχο ρυθμό του κεφαλαίου (υπολείπεται αυτού κατά 1% περίπου και στις δυο δεκαετίες) και επομένως σύμφωνα με την εξίσωση (5) ο ρυθμός μεταβολής του λόγου κεφαλαίου εργασίας πολλαπλασιασμένος επί το το ποσοστό συμμετοχής της εργασίας στην επίτευξη της παραγωγής, συμβάλλει στη διαμόρφωση του αντίστοιχου ρυθμού της TFP. H ραγδαία αύξηση του λόγου κεφαλαίου εργασίας και κατ' επέκταση της TFP, οφείλεται στη σημαντική μείωση της απασχόλησης στη δεκαετία του '80. Η μείωση του ρυθμού μεταβολής της παραγωγής στη δεκαετία του '80, σε σχέση με τη δεκαετία του '70, οφείλεται στη μείωση του αντίστοιχου ρυθμού του κεφαλαιακού αποθέματος. Η ραγδαία αύξηση του ρυθμού μεταβολής της παραγωγικότητας της έργα σίας στη δεκαετία του '80 είναι επακόλουθο της αύξησης των αντιστοίχων ρυθμών της TFP και του λόγου κεφαλαίου εργασίας. Η πτωτική πορεία της παραγωγικότητας του κεφαλαίου οφείλεται στο γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας αδυνατεί να καλύψει το ρυθμό αύξησης της έντασης του κεφαλαίου (του λόγου κεφαλαίου εργασίας). Η μείωση αυτή της αποτελεσματικότητας του κεφαλαίου οφείλεται στην υποαπασχόληση του και είναι άμεσο επακόλουθο της ακαμψίας που παρουσιάζει η εφαρμοζόμενη τεχνολογία παραγωγής, με συνέπεια η μετάβαση σε δυσμενείς γεωλογικές συνθήκες να προκαλεί τη διακοπή της συνεχούς λειτουργίας του συστήματος καδοφόρων εκσκαφέων ταινιοδρόμων αποθετών, ενώ οι συχνές καθυστερήσεις λόγω μηχανικών ή άλλων αιτίων την ακινητοποίηση τμημάτων αυτού. Η μείωση της αποτελεσματικότητας του κεφαλαίου χαρακτηρίζει το σύνολο της μεταλλευτικής βιομηχανίας και της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο που μελετάται. Η μείωση αυτή στην ελληνική οικονομία εμφανίζεται από το 1974 και η επίδραση της στην κερδοφορία αρχίζει μετά το 1978 (βλέπε Μηλιός, Γ. και Ιωακείμογλου, Η. 1990, σελ. 105), ενώ στη μεταλλευτική βιομηχανία φαίνεται να τοποθετείται νωρίτερα (βλέπε Ιωακείμογλου, Η., 1991, σελ. 23). Η τεχνολογική αλλαγή ήταν σαφώς περισσότερο ραγδαία στην περίοδο 198188, παρόλο που η περίοδος 1970 80 παρουσιάζει υψηλό βαθμό επενδυτικής δραστηριότητας. Η δεκαετία του '70 μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίοδος ανάπτυξης, αφού η πολιτική που ακολουθείται είναι αυτή της μεταπολεμικής περιόδου με έμφαση στην αύξηση της παραγωγής μέσω της ενίσχυσης των επενδυτικών δραστηριοτήτων. Στη δεκαετία του '80 φαίνεται ξεκάθαρα ότι έχει δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στη διαχείριση του ανθρώπινου παράγοντα και στην καλύτερη αξιοποίηση του κεφαλαίου. Για το λόγο αυτό η δεύτερη αυτή περίοδος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περίοδος αναδιάρθρωσης. Η αντιστροφή των δεικτών της συνολικής και των μερικών παραγωγικοτήτων, που παρουσιάζεται μετά το 1987, ακολουθεί τις επιδόσεις του συνόλου της ελληνικής οικονομίας, για την οποία το διάστημα 19861989 σηματοδοτεί την άμβλυνση της κρίσης, που εκδηλώθηκε το 1974 και οξύνθηκε στο διάστημα 198085 (βλέπε Μηλιός, Γ. και Ιωακείμογλου, Η. 1988, σελ. 109). Σελίδα 6 / 7
7. Παράρτημα Υπολογισμός κεφαλαιακού αποθέματος Το κεφαλαιακό απόθεμα υπολογίστηκε με τη βοήθεια της μεθόδου perpetual inventory, αφού έγινε η παραδοχή (βλέπε επίσης Ιωακείμογλου, Η., 1990) ότι δεν πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις στον υποκλάδο των λιγνιτωρυχείων πριν το 1961, λόγω του ότι η καταγραφή των επενδύσεων στον κλάδο των ορυχείων, αρχίζει από το έτος αυτό. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙA 1. ΔΕΗ, Λιγνιτικό Κέντρο Πτολεμαΐδας Αμυνταίου "Εκμετάλλευση Ανάπτυξη Ορυχείων, Δείκτες παραγωγικών μεγεθών", Ιούνιος 1991 2. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ): "Ετήσια στατιστική έρευνα ορυχείων (μεταλλείων - λατομείων - αλυκών)" Διάφορα έτη (19701988) 3. Dornbusch, R. and Fischer, S.: "Μακροοικονομική", Μετάφραση: Χ. Ανδροβιτσανέας, Σ. Πανταζίδης, Εκδόσεις Κριτική, 1993 4. Green, A. G. and Green, Μ. Α.: "Productivity and labor costs in the Ontario Metal Mining Industry", Mineral Policy Background, Paper no 19, 3271. Canada, 04 1985 5. Holmoy, E., Larsen, B., M. and Maehle, N.: "Growth and Productivity in Norway 19701990", 5th International Productivity Symposium (IPS 5), Oslo. 1992 6. Ιωακείμογλου, Η.: "Επενδύσεις και κεφαλαιακό απόθεμα της Ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας 19501986", ΙΓΜΕ, Ειδικές μελέτες No 2, 1990 7. Ιωακείμογλου, Η.: "Μισθοί, παραγωγικότητα και κερδοφορία στην Ελληνική εξορυκτική βιομηχανία 19621988", ΙΓΜΕ, Ειδικές μελέτες No 4, 1991 8. Kmenta, J.: "Elements of econometrics", Macmillan Series in Economics, New York 1971 9. Μηλιός, Γ. και Ιωακείμογλου, Η.: "Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών", 1990, Εκδόσεις Εξάντας 10. Solow, R. M.: "Technical change and the aggregate production function", Review of Economics and Statistics, Vol. 39, No 3, pp. 312320 11. Τσώλας, Ι. Ε. "Ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική μεταλλευτική βιομηχανία", Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π, Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων μεταλλουργών, 1995 12. Υπουργείο Βιομηχανίας, Γενική Διεύθυνση Μεταλλείων: "Δελτίον Μεταλλευτικής Κινήσεως της Ελλάδος" (Διάφορα έτη). Σελίδα 7 / 7