Κεφάλαιο 4 Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωµών

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο 6 Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωµών

Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών

Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών. Διεθνής Οικονομική Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Α. Αυτάρκης Οικονομία

Κεφάλαιο 8 Οικονοµική Μεγέθυνση και Ισοζύγιο Πληρωµών σε Μία Μικρή Ανοικτή Οικονοµία

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Κεφάλαιο 6 Το πρότυπο υπόδειγμα του εμπορίου

Το Υπόδειγμα του Αντιπροσωπευτικού Νοικοκυριού

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

Υποδείγματα Επαλλήλων Γενεών

ΤΙ ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΖΕΙ ΤΗ ΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ; Y = C + I + G + NX. απάνες Κατανάλωσης από τα νοικοκυριά

Κεφάλαιο 6 Η Νοµισµατική Προσέγγιση

5 Ο προσδιορισμός του εισοδήματος: Εξαγωγές και εισαγωγές

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Άριστες κατά Pareto Κατανομές

Κεφάλαιο 17 Ένα Υπόδειγµα Δηµοσιονοµικών Κρίσεων

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας. Οικονομικά της ευημερίας 3/9/2017. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας 2/26/2016. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto: ορισμός. ορισμός.

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

Υποδείγματα Ενδογενούς Οικονομικής Μεγέθυνσης. Εξωτερικότητες από τη Συσσώρευση Φυσικού Κεφαλαίου στην Αποδοτικότητα της Εργασίας

6. Το Υπόδειγμα των Επικαλυπτόμενων Γενεών: Ανταλλαγή I


Το Υπόδειγμα του Αντιπροσωπευτικού Νοικοκυριού

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Κεφάλαιο 4 Διαχρονικές Επιπτώσεις της Δηµοσιονοµικής Πολιτικής

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

Το Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου με Συναρτήσεις Παραγωγής και Χρησιμότητας Cobb Douglas. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

ΘΕΩΡΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

3.1 Ανεξάρτητες αποφάσεις - Κατανομή χρόνου μεταξύ εργασίας και σχόλης


ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

ΘΕΩΡΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Ισοζύγιο Πληρωμών και Εισόδημα

Ενα Νέο Κλασσικό Υπόδειγμα Χωρίς Κεφάλαιο. Μακροοικονομικές Διακυμάνσεις και Νομισματικοί Παράγοντες

Κεφάλαιο 5. Tο πρότυπο υπόδειγμα του διεθνούς εμπορίου

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ


0 χ1 χ2 Ι2 χ3 Ι5 Ι3 χ

Κεφάλαιο 3 Το Υπόδειγµα του Αντιπροσωπευτικού Νοικοκυριού

Κεφάλαιο 8 Ένα Δυναµικό Υπόδειγµα Επενδύσεων

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 3 η. Αποτελεσματικότητα και Ευημερία

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ 1. Σε ένα κανονικό αγαθό, όταν αυξάνεται το εισόδηµα των καταναλωτών, τότε αυξάνεται και η συνολική δαπάνη των καταναλωτών 2.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ

Συναθροιστική Zήτηση στην Aνοικτή Οικονομία

20 Ισορροπία στον εξωτερικό τομέα

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

Το Πρότυπο Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου 5-1

Μικροοικονομική. Ενότητα 3: Ο καταναλωτής επιλέγει να μεγιστοποιήσει τη χρησιμότητά του. Σόρμας Αστέριος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

4.1 Ζήτηση για Ασφάλιση. Πλήρη κάλυψη.

Μακροοικονομική. Διάλεξη 8 Το Υπόδειγμα Mundell - Fleming

Το Νέο Κεϋνσιανο Υπόδειγμα. Ένα Δυναμικό Στοχαστικό Υπόδειγμα Γενικής Ισορροπίας με Κεϋνσιανά Χαρακτηριστικά

σελ. 1 από 13 Πρόσθετη Άσκηση - κεφ. 14 Εγχειριδίου "Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ" Έκδοση: 1.0 /

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

(1β) Μη Χωροθετικά Υποδείγματα Διαφοροποιημένου Προϊόντος με Ενδογενές Πλήθος Επιχειρήσεων

Μακροοικονομική. Διάλεξη 4 Η Καμπύλη IS

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

Υποδείγματα Συσσώρευσης Ανθρωπίνου Κεφαλαίου, Ιδεών και Καινοτομιών και Ενδογενούς Μεγέθυνσης

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Πρώτο πακέτο ασκήσεων

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μακροοικονομική Κεφάλαιο 4 Κατανάλωση, αποταμίευση και επένδυση. 4.1 Κατανάλωση και αποταμίευση

Μεγιστοποίηση της Χρησιμότητας

Μακροοικονομική. Προσδιορισμός του εθνικού προϊοντος

Προσφορά Εργασίας Προτιμήσεις και Συνάρτηση Χρησιμότητας ( Χ,Α συνάρτηση χρησιμότητας U(X,A)

Ελαστικότητες Ζήτησης

ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Θεωρία Χρησιµότητας και Συµπεριφοράς του Καταναλωτή

Λύσεις Πρώτου Πακέτου Ασκήσεων

Ακαδημαϊκό έτος ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Μάθημα: Μικροοικονομική Ανάλυση της Κατανάλωσης και της Παραγωγής

Τιµή, αξία (πρόθεση για πληρωµή) και µέτρα ευηµερίας του καταναλωτή


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

(i) Νόμος Ζήτησης. Μικροοικονομία Εξετάζει τη συμπεριφορά του οικονομούντος ατόμου (καταναλωτή, παραγωγού επιχείρησης)

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

6. Το Υπόδειγμα των Επικαλυπτόμενων Γενεών: Ανταλλαγή I

8 Το εισόδημα και το επιτόκιο

Άριστες κατά Pareto Κατανομές και το Πρώτο Θεώρημα Ευημερίας

Χρήμα και Οικονομική Μεγέθυνση. Προσφορά Χρήματος, Πληθωρισμός και Οικονομική Μεγέθυνση


Διάλεξη 11. Γενική Ισορροπία με Παραγωγή VA 31

Κεφάλαιο 5 Το Υπόδειγµα Mundell Fleming

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Άριστες κατά Pareto Κατανομές και το Πρώτο Θεώρημα Ευημερίας

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα Διεθνούς Εμπορίου

12 Χρήμα και επιτόκιο

ΚΑΜΠΥΛΗ ENGEL ΚΑΙ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΤΑ MARSHALL ΚΑΙ HICKS. 1. Η καµπύλη Engel

Περιεχόµενα. Σεπτέµβριος 2012

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων. Το Υπόδειγμα των Πραγματικών Οικονομικών Κύκλων

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μικροοικονομική. Θεωρία Συμπεριφοράς Καταναλωτή

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Κεφάλαιο 32 Ανταλλαγή

ΕΡΓΑΣΙΕΣ 5 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 1 η Ομάδα: Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

Το Νεοκλασσικό υπόδειγµα οικονοµικής µεγέθυνσης

Επιλογές του Καταναλωτή και Αποφάσεις Ζήτησης Εκδόσεις Κριτική

Transcript:

Κεφάλαιο 4 Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωµών Η διαχρονική προσέγγιση ξεκινά προσδιορίζοντας τις τεχνολογικές και αγοραίες δυνατότητες µιας οικονοµίας να επιλέγει την κατανοµή της κατανάλωσης στο χρόνο. Αυτές οι δυνατότητες περιγράφονται από το διαχρονικό εισοδηµατικό περιορισµό, που περιγράφει τους όρους κάτω από τους οποίους η οικονοµία µπορεί να δανείζει και να δανείζεται διεθνώς, καθώς και την εγχώρια επενδυτική τεχνολογία. Η προσέγγιση αυτή είναι σήµερα η κυρίαρχη προσέγγιση στη διεθνή µακροοικονοµική και χρησιµοποιείται ευρέως για την ανάλυση της εξωτερικής ισορροπίας, των διεθνών ανισορροπιών, του συντονισµού των πολιτικών, του εξωτερικού χρέους και της λειτουργίας των διεθνών κεφαλαιαγορών (βλ. Obstfeld and Rogoff (1996), Obstfeld (1998)). Για να δούµε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της προσέγγισης, ξεκινούµε µε ένα υπόδειγµα µιας οικονοµίας που διαρκεί δύο περιόδους (Fisher 1930). Αυτό είναι το απλούστερο δυνατό διαχρονικό υπόδειγµα, και µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να δούµε µερικά από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της διαχρονικής προσέγγισης. Τα συµπεράσµατα στα οποία καταλήγουµε εξακολουθούν να ισχύουν σε οικονοµίες που διαρκούν για περισσότερες από δύο περιόδους. 4.1 Βέλτιστη Επιλογή της Κατανάλωσης σε µια Οικονοµία Χωρίς Κεφάλαιο Υποθέτουµε µία οικονοµία η οποία διαρκεί για δύο περιόδους. Το εισόδηµα την περίοδο 1 είναι y1, και το εισόδηµα την περίοδο 2 είναι y2. Θα υποθέσουµε ότι το εισόδηµα είναι εξωγενές (µάννα εξ ουρανού) και δεν υπάρχει κεφάλαιο. Το αντιπροσωπευτικό νοικοκυριό σε αυτή την οικονοµία επιλέγει τη διαχρονική διάρθρωση της κατανάλωσής του, προκειµένου να µεγιστοποιήσει µία συνάρτηση χρησιµότητας, που εξαρτάται από την κατανάλωση των δύο περιόδων. U = u(c 1 ) + 1 1+ ρ u(c 2 ) (4.1) όπου U είναι η συνολική χρησιµότητα του νοικοκυριού, u η συνάρτηση χρησιµότητας σε σχέση µε την κατανάλωση κάθε περιόδου, c1 και c2 η κατανάλωση της περιόδου 1 και 2 αντίστοιχα, και ρ >0, το ποσοστό διαχρονικής προτίµησης του νοικοκυριού. Η χρησιµότητα µεγιστοποιείται υπό τον διαχρονικό εισοδηµατικό περιορισµό, c 1 + 1 1+ r c 2 = y 1 + 1 1+ r y 2 (4.2)

όπου r είναι το πραγµατικό επιτόκιο. Από την (4.2), η παρούσα αξία της κατανάλωσης του νοικοκυριού ισούται µε την παρούσα αξία του εισοδήµατός του. Δεν υπάρχει αβεβαιότητα, καθώς τα νοικοκυριά γνωρίζουν το µελλοντικό τους εισόδηµα. Στο τέλος της περιόδου 2 το αντιπροσωπευτικό νοικοκυριό αποβιώνει. Κατά συνέπεια, θα καταναλώσει όλο του το εισόδηµα περιόδου 2, συν τις όποιες αποταµιεύσεις του. Από την (4.2) αυτό σηµαίνει ότι, c 2 = (1+ r)(y 1 c 1 ) + y 2 (4.3) Αντικαθιστώντας την (4.3) στην (4.1), το πρόβληµα του αντιπροσωπευτικού νοικοκυριού είναι να επιλέξει την κατανάλωση της περιόδου 1, ώστε να µεγιστοποιήσει την, U = u(c 1 ) + 1 1+ ρ u ( (1+ r)(y c ) + y 1 1 2 ) (4.4) Από τις συνθήκες πρώτης τάξης (πρώτη παράγωγος ως προς c1 ίση µε το µηδέν) έχουµε ότι, u'(c 1 ) = 1+ r 1+ ρ u'(c 2 ) (4.5) H (4.5) είναι η εξίσωση Euler για την κατανάλωση, η οποία µπορεί να γραφεί ως, 1 u'(c 2 ) 1+ ρ u'(c 1 ) = 1 1+ r (4.6) Η αριστερή πλευρά της (4.6) είναι ο οριακός λόγος υποκατάστασης της τωρινής προς τη µελλοντική κατάναλωση και η δεξιά πλευρά η τιµή της µελλοντικής προς την τωρινή κατανάλωση. Ο καταναλωτής δεν µπορεί συνεπώς να βελτιώσει τη χρησιµότητά του υποκαθιστώντας τωρινή για µελλοντική κατανάλωση. Από την (4.6), είναι σαφές ότι ο λόγος των οριακών χρησιµοτήτων της κατανάλωσης, άρα και ο λόγος της τωρινής προς τη µελλοντική κατανάλωση, εξαρτάται από τη σχέση µεταξύ του πραγµατικού επιτοκίου και του ποσοστού διαχρονικής προτίµησης του νοικοκυριού. Από τη στιγµή που το αντιπροσωπευτικό νοικοκυριό µπορεί να δανείζει και να δανείζεται, ο λόγος αυτός δεν εξαρτάται καθόλου από το λόγο του τωρινού προς το µελλοντικό εισόδηµα, αλλά µόνο από τη σχέση του επιτοκίου προς το ποσοστό διαχρονικής προτίµησης του νοικοκυριού. Αυτό φαίνεται αν µετασχηµατίσουµε την (4.6) σε, u'(c 2 ) u'(c 1 ) = 1+ ρ 1+ r (4.7) Αν το επιτόκιο είναι µεγαλύτερο από το ποσοστό διαχρονικής προτίµησης, τότε η κατανάλωση της δεύτερης περιόδου είναι µεγαλύτερη από την κατανάλωση της πρώτης περιόδου (η οριακή χρησιµότητά της είναι µικρότερη), καθώς η απόδοση των αποταµιεύσεων ξεπερνά το ποσοστό 2

διαχρονικής προτίµησης. Το αντίθετο συµβαίνει αν το επιτόκιο είνα µικρότερο από το ποσοστό διαχρονικής προτίµησης. Τότε η κατανάλωση της δεύτερης περιόδου είναι µικρότερη από την κατανάλωση της πρώτης. Αν το επιτόκιο είναι ίσο µε το ποσοστό διαχρονικής προτίµησης, τότε, u'(c 2 ) = u'(c 1 ) που, χρησιµοποιώντας και τον εισοδηµατικό περιορισµό, συνεπάγεται, c 1 = c 2 = (1+ r)y 1 + y 2 2 + r (4.7 ) Στην ειδική αυτή περίπτωση έχουµε πλήρη εξοµάλυνση της κατανάλωσης µεταξύ των δύο περιόδων. 4.2 Ισοζύγιο Πληρωµών και τα Οφέλη από τις Διεθνείς Συναλλαγές Προκειµένου η οικονοµία µας να επιτύχει τη βέλτιση ισορροπία που περιγράφεται από την (4.6), το αντιπροσωπευτικό νοικοκυριό θα πρέπει να είναι σε θέση να τοποθετήσει τις αποταµιεύσεις του σε κάποιο περιουσιακό στοιχείο που θα του εξασφαλίσει την απόδοση r. Από την άλλη, αν θέλει να καταναλώσει περισσότερο από το εισόδηµά του την περίοδο 1, θα πρέπει να µπορεί να δανειστεί στο επιτόκιο r και να εισάγει από το εξωτερικό την επιπλέον κατανάλωση. Αυτό θα επηρεάσει το ισοζύγιο πληρωµών. Υποθέτοντας ότι υπάρχουν L όµοια νοικοκυριά στην οικονοµία, θα έχουµε, C t = Lc t Y t = Ly t t = 1,2 όπου C είναι η συνολική κατανάλωση και Y το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (µάνα εξ ουρανού). Εφόσον δεν υπάρχει φυσικό κεφάλαιο, η µοναδική διέξοδος για τις αποταµιεύσεις είναι διεθνή οµόλογα Β. Από τις εθνικολογιστικές ταυτότητες ξέρουµε ότι, CA t = B t +1 B t = Y t + r t B t C t (4.8) όπου CA είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην περίοδο t, και B τα διεθνή οµόλογα στην κατοχή των κατοίκων της χώρας. Για την οικονοµία που αναλύουµε, στην πρώτη περίοδο η κατοχή διεθνών οµολόγων είναι µηδενική, άρα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην πρώτη περίοδο δίνεται από, CA 1 = B 2 = Y 1 C 1 (4.9) Τη δεύτερη περίοδο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δίνεται από, CA 2 = B 2 = Y 2 + rb 2 = Y 2 + r(y 1 C 1 ) = (Y 1 C 1 ) = CA 1 (4.10) 3

Ο διαχρονικός εισοδηµατικός περιορισµός συνεπάγεται ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της δεύτερης περιόδου θα είναι ίσο µε το αντίθετο του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της πρώτης περιόδου. Αν στην πρώτη περίοδο η κατανάλωση ήταν µεγαλύτερη από το εισόδηµα και δηµιουργήθηκε έλλειµµα, στη δεύτερη περίοδο θα πρέπει να συµβεί το αντίθετο και να δηµιουργηθεί ισοδύναµο πλεόνασµα ώστε να πληρωθούν οι διεθνείς οµολογιούχοι. Αν στην πρώτη περίοδο η κατανάλωση ήταν µικρότερη από το εισόδηµα, δηµιουργήθηκε πλεόνασµα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και η χώρα απέκτησε διεθνείς οµολογίες, στη δεύτερη περίοδο η κατανάλωση θα είναι µεγαλύτερη από το εισόδηµα, θα υπάρξει έλλειµµα, και η χώρα θα ρευστοποιήσει τις διεθνείς της οµολογίες. Ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της διαχρονικής προσέγγισης στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ότι µας υποχρεώνει, µέσω του διαχρονικού εισοδηµατικού περιορισµού, να παρακολουθούµε τις διαχρονικές συνέπειες των εξωτερικών ελλειµµάτων. Τι κερδίζει όµως η οικονοµία του παραδείγµατός µας από τη συµµετοχή της στη διεθνή αγορά οµολογιών. Γιατί να µην παραµείνει αυτάρκης; Σε µία οικονοµία χωρίς κεφάλαιο, όπως αυτή που αναλύουµε, αν δεν υπάρχει δυνατότητα δανεισµού από το εξωτερικό στο διεθνές επιτόκιο r, η µόνη ισορροπία που µπορεί να επιτευχθεί είναι εκείνη στην οποία η κατανάλωση κάθε περιόδου είναι ίση µε το εισόδηµα της περιόδου. Σε µία αυτάρκη οικονοµία το ισοζύγιο πληρωµών δεν ορίζεται, και έχουµε, C 1 = Y 1 = Y 2 (4.11) Κατά συνέπεια, η ισορροπία (4.6) δεν µπορεί να επιτευχθεί. Αντί για την (4.6), έχουµε ότι, 1 u'(y 2 ) 1+ ρ u'(y 1 ) = 1 1+ r (4.12) A όπου η (4.12) ορίζει το (σκιώδες) επιτόκιο αυτάρκειας, για το οποίο ισχύει η εσωτερική ισορροπία στην αυτάρκη οικονοµία. Το σκιώδες αυτό επιτόκιο είναι εν γένει διαφορετικό από το διεθνές επιτόκιο, καθώς µόνο από σύµπτωση θα µπορούσαν να είναι ίσα. Μπορεί να δείξει κανείς ότι το άνοιγµα της οικονοµίας και η συµµετοχή της στη διεθνή αγορά οµολόγων βελτιώνει την κοινωνική ευηµερία. Στο παράδειγµά µας, η κοινωνική ευηµερία είναι η ευηµερία του αντιπροσωπευτικού νοικοκυριού, οπότε η ανάλυση µπορεί να γίνει και διαγραµµατικά, χρησιµοποιώντας το χάρτη αδιαφορίας του αντιπροσωπευτικού νοικοκυριού. Στο Διάγραµµα 4.1, παρουσιάζεται αυτή η ανάλυση. Σε µία αυτάρκη (κλειστή) οικονοµία, η µοναδική ισορροπία είναι στο σηµείο Α, στο οποίο η κατανάλωση κάθε περιόδου ισούται µε το εισόδηµα κάθε περιόδου. Δεν υπάρχει δυνατότητα απόκλισης εγχωρίου εισοδήµατος και κατανάλωσης, καθώς δεν υπάρχουν ούτε εγχώριες επενδύσεις, ούτε δυνατότητα συναλλαγών µε το εξωτερικό. 4

Σε µία ανοικτή οικονοµία ενεργοποιείται ο διαχρονικός εισοδηµατικός περιορισµός (4.2), ο οποίος παρίσταται στο Διάγραµµα 4.1 από την ευθεία γραµµή µε αρνητική κλίση. Ο εισοδηµατικός περιορισµός τέµνει τον οριζόντιο άξονα (C1) στο σηµείο όπου η κατανάλωση στην περίοδο 2 είναι µηδενική και η κατανάλωση στην περίοδο 1 ισούται µε την παρούσα αξία του εισοδήµατος. Ο εισοδηµατικός περιορισµός τέµνει τον κάθετο άξονα στο σηµείο όπου η κατανάλωση στην περίοδο 1 είναι µηδενική, και όλο το εισόδηµα καταναλώται στην περίοδο 2. Η κλίση του εισοδηµατικού περιορισµού είναι ίση µε -(1+r). Στην ανοικτή οικονοµία η ισορροπία επιτυγχάνεται στο σηµείο όπου ο εισοδηµατικός περιορισµός εφάπτεται µε την υψηλότερη δυνατή καµπύλη αδιαφορίας. Αυτό συµβαίνει στο σηµείο Β στο Διάγραµµα 4.1. Το σηµείο Β αντιστοιχεί στην ικανοποίηση της εξίσωσης Euler (4.6). Είναι προφανές ότι η κοινωνική ευηµερία στο σηµείο Β είναι µεγαλύτερη από την κοινωνική ευηµερία στο σηµείο Α, το οποίο βρίσκεται σε χαµηλότερη καµπύλη αδιαφορίας. Κατά συνέπεια, η εγκατάλειψη της αυτάρκειας και η συµµετοχή της χώρας στη διεθνή οικονοµία, αυξάνει την ευηµερία, καθώς επιτρέπει στους καταναλωτές να επιλέγουν την κατανάλωσή τους µε βάση το διαχρονικό περιορισµό (4.2) και όχι τον πολύ πιο σφικτό περιορισµό (4.11), που τους υποχρεώνει να καταναλώνουν το σύνολο του εισοδήµατός τους σε κάθε περίοδο. Στο Διάγραµµα 4.1, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών µετράται από τη διαφορά µεταξύ εισοδήµατος και κατανάλωσης στον οριζόντιο άξονα. Στο συγκεκριµένο παράδειγµα η οικονοµίας έχει ελλειµµατικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην πρώτη περίοδο, διότι η κατανάλωση είναι υψηλότερη από το εισόδηµα. Στη δεύτερη περίοδο βεβαίως, όπως προβλέπει η (4.10), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών γίνεται πλεονασµατικό, και η οικονοµία αποπληρώνει το εξωτερικό χρέος το οποίο είχε συνάψει. 4.3. Βέλτιστη Επιλογή της Κατανάλωσης σε µια Οικονοµία µε Κεφάλαιο Έως τώρα υποθέσαµε ότι η µόνη διέξοδος για τις αποταµιεύσεις είναι τα διεθνή οµόλογα. Στην οικονοµία µας δεν υπήρχε εγχώριο κεφάλαιο και εγχώριες επενδύσεις. Τα βασικά µας συµπεράσµατα δεν επηρεάζονται σε καµµιά περίπτωση από αυτή την περιοριστική υπόθεση. Ακόµη και σε µία οικονοµία στην οποία υπάρχει κεφάλαιο και εγχώριες επενδύσεις, το άνοιγµα στις διεθνείς αγορές βελτιώνει την ευηµερία, ενώ παραµένει και το βασικό αποτέλεσµα ότι διαχρονικά οι διεθνείς συναλλαγές πρέπει να αθροίζονται στο µηδέν. Υποθέτουµε και πάλι µία οικονοµία η οποία διαρκεί για δύο περιόδους. Το εισόδηµα παράγεται µε βάση µία νεοκλασσική συνάρτηση παραγωγής µε σταθερές αποδόσεις κλίµακας. Αυτή παίρνει τη µορφή, Y = F(K, L) (4.13) Στην αρχή της περιόδου 1, κάθε νοικοκυριό προικίζεται µε αρχικό κεφάλαιο k1, και σε κάθε περίοδο κάθε νοικοκυριό παρέχει µία µονάδα εργασίας. Δεδοµένου ότι έχουµε L όµοια νοικοκυριά, ισχύει, Y 1 = F(K 1, L),Y 2 = F(K 2, L) όπου K 1 = Lk 1, K 2 = Lk 2 (4.14) 5

Το συνολικό κεφάλαιο της περιόδου 2 είναι το κεφάλαιο της περιόδου 1 συν τις επενδύσεις της περιόδου 1. Έτσι ισχύει, K 2 = K 1 + I 1 (4.15) όπου I είναι οι νέες επενδύσεις της περιόδου 1. Έχουµε υποθέσει ότι το ποσοστό απόσβεσης ισούται µε το µηδέν. Στην περίοδο 2 οι επενδύσεις είναι αρνητικές, καθώς το αντιπροσωπευτικό νοικοκυριό καταναλώνει όλο του το κεφάλαιο (αρχικό κεφάλαιο συν επενδύσεις περιόδου 1), δεδοµένου ότι η οικονοµία λήγει. I 2 = K 2 = K 1 I 1 (4.16) Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της περιόδου 1, δίνεται από, CA 1 = B 2 = Y 1 C 1 I 1 (4.17) Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της περιόδου 2, δίνεται από, CA 2 = B 2 = Y 2 + rb 2 I 2 (4.18) Όπως και στην οικονοµία χωρίς κεφάλαιο, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των δύο περιόδων αθροίζεται στο µηδέν. Το αντιπροσωπευτικό νοικοκυριό επιλέγει την κατανάλωση και τις επενδύσεις σε φυσικό κεφάλαιο της πρώτης περιόδου έτσι ώστε να µεγιστοποιήσει τη συνάρτηση χρησιµότητας, U = u(c 1 ) + 1 1+ ρ u( ) (4.19) υπό τον περιορισµό, C 1 + I 1 + 1+ r = F(K, L) + F(K + I, L) + K + I 1 1 1 1 1 1+ r (4.20) όπου όπως και πρίν r είναι το διεθνές πραγµατικό επιτόκιο. Υποθέτουµε ότι η επιλογή γίνεται για τα συνολικά και όχι για τα κατά κεφαλήν µεγέθη. Αυτό δεν επηρεάζει τίποτα, δεδοµένου ότι όλα τα νοικοκυριά είναι ίδια. Χρησιµοποιώντας τη (4.20) για να αντικαταστήσουµε την κατανάλωση της δεύτερης περιόδου στην (4.19), έχουµε, max u(c 1 ) + 1 C 1,I 1 1+ ρ u (1+ r)[f(k, L) C I ] + F(K + I, L) + K + I ( 1 1 1 1 1 1 1) (4.21) 6

Το αρχικό κεφάλαιο και ο αριθµός των νοικοκυριών είναι δεδοµένα, και δεν επιλέγονται. Η χρησιµότητα µεγιστοποιείται επιλέγοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις της περιόδου 1. Από τις συνθήκες πρώτης τάξης, F '(K 1 + I 1 ) = F '(K 2 ) = r (4.22) 1 u'( ) 1+ ρ u'(c 1 ) = 1 1+ r (4.23) Από την (4.22), οι επενδύσεις της πρώτης περιόδου επιλέγονται ώστε το οριακό προϊόν του κεφαλαίου να ισούται µε το διεθνές επιτόκιο. Τα νοικοκυριά πρέπει να είναι αδιάφορα µεταξύ του να επενδύσουν τις αποταµιεύσεις τους σε εγχώριο κεφάλαιο ή διεθνή οµόλογα. Οι συνολικές αποταµιεύσεις επιλέγονται ώστε να ικανοποιείται η (4.23), η γνωστή µας εξίσωση Euler για την κατανάλωση. Ένα κρίσιµο χαρακτηριστικό της (4.22) είναι ότι σε µία µικρή ανοικτή οικονοµία, οι επενδύσεις και το κεφάλαιο ισορροπίας είναι ανεξάρτητες από τις προτιµήσεις των καταναλωτών. Μια χώρα που µπορεί να δανείζεται στο εξωτερικό σε επιτόκιο r ποτέ δεν θα θέλει να αγνοήσει επενδυτικές ευκαιρίες που αποδίδουν περισσότερο από r. Για να το πούµε διαφορετικά, οι επενδύσεις είναι ανεξάρτητες από τις εθνικές αποταµιεύσεις, διότι η χώρα µπορεί να δανείζεται ελεύθερα από το εξωτερικό. Το χαρακτηριστικό αυτό οφείλεται σε συγκεκριµένες υποθέσεις που έχουµε κάνει. Πρώτον, ότι η οικονοµία είναι µικρή και δεν επηρεάζει τα διεθνή επιτόκια. Μια ευµεγέθης οικονοµία θα επηρέαζε τα διεθνή επιτόκια, διότι θα επηρέαζε το διεθνές ισοζύγιο αποταµιεύσεων και επενδύσεων. Δεύτερον, έχουµε υποθέσει ότι η οικονοµία παράγει ένα διεθνώς εµπορεύσιµο αγαθό. Αν η οικονοµία παράγει και διεθνώς µη εµπορεύσιµα αγαθά, το αποτελέσµα αυτό δεν ισχύει. Τρίτον, έχουµε υποθέσει ότι οι διεθνείς κεφαλαιαγορές λειτουργούν χωρίς ατέλειες που µπορούν να περιορίσουν την πρόσβαση των χωρών σε αυτές. Όταν υπάρχουν παράγοντες, όπως ο κίνδυνος πτώχευσης, που περιορίζουν την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, οι εθνικές αποταµιεύσεις επηρεάζουν τις εγχώριες επενδύσεις. Στο υπόδειγµα αυτό, της οικονοµίας δύο περιόδων µε κεφάλαιο, µπορούν να υπάρχουν αποταµιεύσεις και επενδύσεις, ακόµη και αν η οικονοµία δεν µετέχει στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ωστόσο, σε αντίθεση µε την ανοικτή οικονοµία, στην κλειστή οικονοµία οι εγχώριες επενδύσεις πρέπει να ισούνται µε τις αποταµιεύσεις. Αυτός ο επιπλέον περιορισµός, ο οποίος δεν ισχύει για την ανοικτή οικονοµία, περιορίζει την ευηµερία, και είναι ο βασικός λόγος που η συµµετοχή της οικονοµίας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές είναι προς όφελός της. Η σύγκριση της κλειστής µε την ανοικτή οικονοµία γίνεται στο Διάγραµµα 4.2. Η διαφορά από το Διάγραµµα 4.1 είναι ότι τώρα υπάρχει και µία διαχρονική καµπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (intertemporal production possibilities frontier), που δείχνει τις τεχνολογικές δυνατότητες που έχει µία αυτάρκης οικονοµία να µετατρέπει κατανάλωση της περιόδου 1 σε κατανάλωση της περιόδου 2. Αυτή η δυνατότητα δεν υπήρχε στην αυτάρκη οικονοµία χωρίς κεφάλαιο, διότι οι αποταµιεύσεις δεν µπορούσαν να µετατραπούν σε µελλοντική παραγωγή και κατανάλωση, καθώς δεν υπήρχαν επενδύσεις. 7

Η καµπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (ΚΠΔ) περιγράφεται από, = F[ K 1 + F(K 1 ) C 1 ] + K 1 + F(K 1 ) C 1 (4.24) Από την (4.24) προκύπτει ότι αν επελέγετο το χαµηλότερο δυνατό επίπεδο επενδύσεων την περίοδο 1, και η οικονοµία κατανάλωνε όλο της το αρχικό κεφάλαιο στην πρώτη περίοδο, τότε θα µπορούσε να απολαύσει τη µέγιστη δυνατή κατανάλωση της περιόδου 1, C 1 = F(K 1 ) + K 1 Στην περίπτωση αυτή η κατανάλωση της περιόδου 2 θα ήταν µηδενική. Στο άλλο άκρο, αν η κατανάλωση της περιόδου 1 ήταν µηδενική, η κατανάλωση της περιόδου 2 θα ήταν στο µέγιστο δυνατό σηµείο της, = F[ F(K 1 ) + K 1 ] + F(K 1 ) + K 1 Στο ενδιάµεσο, η κλίση της καµπύλης παραγωγικών δυνατοτήτων δίνεται από την πρώτη παράγωγο της (4.24) και είναι, d dc 1 = [1+ F '(K 2 )] Η φθίνουσα οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου κάνει την ΚΠΔ αυστηρά κοίλη, όπως φαίνεται στο Διαγραµµα 4.2. Το σηµείο Α είναι η ισορροπία της κλειστής οικονοµίας (αυτάρκεια). Η καµπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων εφάπτεται µε την υψηλότερη δυνατή καµπύλη αδιαφορίας που µπορεί να επιτευχθεί χωρίς διεθνείς συναλλαγές. Η κοινή τους κλίση στο σηµείο Α ορίζει και το εγχώριο επιτόκιο αυτάρκειας ra. Η ισορροπία αυτή είναι αποτελεσµατική και σε αυτήν ικανοποιούνται όλες οι συνθήκες ισορροπίας για µια κλειστή οικονοµία. Υπάρχει µεγιστοποίηση της παραγωγής και οι επενδυτικές αποφάσεις είναι αποτελεσµατικές, µε την έννοια ότι το οριακό προϊόν του κεφαλαίου ισούται µε το επιτόκιο αυτάρκειας ra. Δεύτερον, υπάρχει µεγιστοποίηση της χρησιµότητας του αντιπροσωπευτικού νοικοκυριού, µε την εννοια ότι ικανοποιείται η συνθήκη Euler, για επιτόκιο ra. Τρίτον, υπάρχει ισορροπία της αγοράς µε την έννοια ότι το άθροισµα της κατανάλωσης και των επενδύσεων ισούται µε το συνολικό προϊόν. Αν η αυτάρκης οικονοµία ενταχθεί στην παγκόσµια οικονοµία, το επιτόκιο που θα αντιµετωπίσει είναι το διεθνές επιτόκιο r. Στο Διάγραµµα 4.2 υποτίθεται ότι το διεθνές επιτόκιο είναι µικρότερο από το επιτόκιο της αυτάρκειας και προσδιορίζει την κλίση της ευθείας γραµµής που εφάπτεται στης καµπύλης παραγωγικών δυνατοτήτων στο σηµείο B. Η χώρα µπορεί να δανείζει και δανείζεται όσο θέλει στο διεθνές αυτό επιτόκιο, για αυτό και έχουµε ευθεία γραµµή. Η ισορροπία της ανοικτής οικονοµίας διαφέρει από την ισορροπία της αυτάρκειας. Στο χαµηλότερο διεθνές επιτόκιο, η παραγωγή προσδιορίζεται στο σηµείο Β, όπου η κλίση της ΚΠΔ είναι -(1+r), και η κατανάλωση στο σηµείο Γ, σε καµπύλη αδιαφορίας ανώτερη από την ισορροπία της αυτάρκειας. 8

Κατά συνέπεια, η συµµετοχή στην παγκόσµια οικονοµία επιτρέπει στην οικονοµία του παραδείγµατός µας να επιτύχει υψηλότερο επίπεδο ευηµερίας. Αυτό συµβαίνει λόγω της διαφοράς του επιτοκίου της αυτάρκειας από το διεθνές επιτόκιο, κάτι που επιτρέπει στην οικονοµία να χρηµατοδοτήσει µεγαλύτερη κατανάλωση και επενδύσεις στην πρώτη περίοδο, µέσω ελλείµµατος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στη δεύτερη περίοδο αποπληρώνει τα χρέη της µε πολύ µικρή µείωση της κατανάλωσης σε σχέση µε την αρχική αύξηση, δίοτι οι επενδύσεις που έγιναν την πρώτη περίοδο έχουν αυξήσει την παραγωγή. Μπορεί κανείς να δείξει ότι αύξηση της ευηµερίας θα προέκυπτε ακόµη και αν το διεθνές επιτόκιο ήταν µεγαλύτερο από το επιτόκιο της αυτάρκειας. Τότε θα είχαµε µικρή µείωση της κατανάλωσης της πρώτης περιόδου και µεγαλύτερη αύξηση της κατανάλωσης της δεύτερης περιόδου. Η χώρα θα είχε πλεόνασµα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της πρώτης περιόδου, θα συσσώρευε διεθνή οµόλογα, και µέσω της υψηλότερης απόδοσής τους θα χρηµατοδοτούσε την αύξηση της κατανάλωσης στη δεύτερη περίοδο. Κατά συνέπεια, όταν το διεθνές επιτόκιο διαφέρει από το επιτόκιο της αυτάρκειας, το διαχρονικό εµπόριο που καθίσταται δυνατό από τη συµµετοχή στην παγκόσµια οικονοµία, οδηγεί σε αύξηση της ευηµερίας. Εκτός από τα στατικά οφέλη που τονίζει η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήµατος, η συµµετοχή στην παγκόσµια οικονοµία έχει και δυναµικά οφέλη, τα οποία προκύπτουν από την απεξάρτηση των εγχώριων επενδύσεων από τις εγχώριες αποταµιεύσεις. 9

Διάγραµµα 4.1 Τα Οφέλη του Διαχρονικού Εµπορίου σε µία Οικονοµία χωρίς Κεφάλαιο (1+r)Y 1 +Y 2 Y 2 A B B Y 1 C 1 B Y 1 +Y 2 /(1+r) C 1 10

Διάγραµµα 4.2 Τα Οφέλη του Διαχρονικού Εµπορίου σε µία Οικονοµία µε Κεφάλαιο F(F(K 1 )+K 1 )+F(K 1 )+K 1 Β F(K 2 )+K 2 A Α Γ Γ F(K 1 )-I A 1 C Γ C F(K 1 )+K 1 1 1 C 1 11

Βιβλιογραφία Fisher I. (1930), The Theory of Interest, New York, Macmillan. Obstfeld M. and K. Rogoff (1996), Foundations of International Macroeconomics, Cambridge Mass., MIT Press. Obstfeld M. (1998), International Finance, in Eatwell J., M. Millgate and P. Newman (eds) The New Palgrave: A Dictionary of Economics, London, Palgrave Publishers. 12