- 1 - ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΚΑ & ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝ ΥΑΣΜΕΝΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ Ο ΗΓΙΑΣ SEVESO & ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ & ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Εύη Γεωργιάδου Χηµικός Μηχ/κός Κέντρο Ασφάλειας της Εργασίας του ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε. 1. Εισαγωγή Σε κάθε εγκατάσταση είτε υπάγεται είτε όχι στην οδηγία Seveso, υπάρχουν µια σειρά βλαπτικοί παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόµενοι οι οποίοι µπορεί να αποτελέσουν αιτίες πρόκλησης εργατικών ατυχηµάτων και επαγγελµατικών ασθενειών. Επιπλέον, η καθηµερινή δραστηριότητα κάθε επιχείρησης επιβαρύνει το ευρύτερο περιβάλλον. Η συνδυασµένη εφαρµογή της νοµοθεσίας για την προστασία της Υγείας και της Ασφάλειας των Εργαζοµένων (Y+AE), της προστασίας του περιβάλλοντος και της πρόληψης και αντιµετώπισης των Βιοµηχανικών Ατυχηµάτων Μεγάλης Έκτασης (ΒΑΜΕ), είναι αναγκαία για την ολοκληρωµένη εκτίµηση της επικινδυνότητας και την αποτελεσµατική προστασία σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης για κάθε εγκατάσταση και για την ευρύτερη βιοµηχανική περιοχή. Μπορεί επίσης να συµβάλλει στην αναβάθµιση της ελεγκτικής διαδικασίας από τις αρµόδιες αρχές. H αναγκαιότητα αυτή έχει αναδειχθεί σε παλαιότερες ηµερίδες (π.χ. Γερ.Παπαδόπουλος, ηµερίδα ΤΕΕ 99). Η συγκεκριµένη εισήγηση επικεντρώνει στα µεθοδολογικά και οργανωτικά προβλήµατα στην κατεύθυνση αυτή και ιδιαίτερα:! σε προβλήµατα που αναδεικνύουν το σηµερινό ελλειµµατικό επίπεδο εφαρµογής της υπάρχουσας νοµοθεσίας,! σε κενά και ασάφειες στην υπάρχουσα νοµοθεσία κατά τη διαδικασία εκτίµησης της επικινδυνότητας,! στην έλλειψη µεθοδολογικών εργαλείων για κοινή αντιµετώπιση των θεµάτων πρόληψης του επαγγελµατικού κινδύνου και πρόληψης των ΒΑΜΕ. 2. ιαχείριση της επικινδυνότητας σε βιοµηχανικές εγκαταστάσεις 2.1. Συµβολή της συνδυασµένης εφαρµογής της σχετικής νοµοθεσίας Για την εκτίµηση της επικινδυνότητας σε µια βιοµηχανική εγκατάσταση υπάρχουν διαφορετικές µεθοδολογικές προσεγγίσεις, είτε αναφερόµαστε στον κίνδυνο πρόκλησης ενός ΒΑΜΕ είτε γενικότερα στον επαγγελµατικό κίνδυνο. Η πιο ολοκληρωµένη µεθοδολογία είναι αυτή που στοχεύει στον ποσοτικό καθορισµό της επικινδυνότητας, στον προσδιορισµό δηλ. και των δύο βασικών συνιστωσών της, της ανεπιθύµητης συνέπειας (σοβαρότητα) και της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την πραγµατοποίησή της (πιθανότητα). Μια ολοκληρωµένη εκτίµηση της επικινδυνότητας µέσα από την ποσοτικοποίηση του επιπέδου κινδύνου, λαµβάνοντας υπόψη τη στοχαστική φύση του, παρέχει ένα πλαίσιο αξιολόγησης και ιεράρχησης των κινδύνων και αποτελεί εργαλείο για το
- 2 - σχεδιασµό των κατάλληλων µέτρων πρόληψης και αντιµετώπισης σε όλα τα επίπεδα (τεχνικός σχεδιασµός, εκπαίδευση χειριστών κλπ). Στα πλαίσια της ποσοτικής εκτίµησης της επικινδυνότητας σε µια εγκατάσταση που υπάγεται στην οδηγία Seveso, είναι αναγκαία η συνδυασµένη εφαρµογή µε τη νοµοθεσία για την Υ+ΑΕ. Ο κίνδυνος ΒΑΜΕ σε µια εγκατάσταση που διαχειρίζεται µεγάλες ποσότητες επικίνδυνων ουσιών συνίσταται στην πιθανότητα αστοχίας ενός συστήµατος κανονικής λειτουργίας ή ασφάλειας που θα οδηγήσει σε απελευθέρωση µεγάλων ποσοτήτων τοξικών ουσιών, µεγάλη πυρκαγιά, έκρηξη ή συνδυασµό αυτών, µε πιθανές σοβαρές επιπτώσεις στους εργαζόµενους, το κοινό και το περιβάλλον, καθώς και υλικές ζηµιές. Η πρώτη φάση της ποσοτικής εκτίµησης της επικινδυνότητας για τέτοιου είδους αστοχίες είναι ο προσδιορισµός των πηγών κινδύνου και των δυνατών καταστάσεων βλάβης της εγκατάστασης (Ι.Α.Παπάζογλου, ηµερίδα ΤΕΕ 99). Πρόκειται για τη βασικότερη φάση της εκτίµησης µε βάση την οποία πρέπει να σχεδιάζονται τα προληπτικά µέτρα. Στη φάση αυτή, η γραπτή εκτίµηση του επαγγελµατικού κινδύνου (Π 17/96) αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την ολοκληρωµένη υλοποίηση της. Ενδεικτικά αναφέρουµε: - την παροχή σηµαντικών πληροφοριών για την αναγνώριση των πηγών κινδύνου, - την κωδικοποίηση των οµοιογενών οµάδων εργαζοµένων και των εργασιών στις οποίες λαµβάνουν µέρος, για την εκτίµηση των εναρκτήριων γεγονότων και τον προσδιορισµό των ακολουθιών ατυχηµάτων σε κάθε τµήµα εργασίας, - τη διερεύνηση παραγόντων που µπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα εργατικού ατυχήµατος το οποίο να αποτελέσει µε τη σειρά του εναρκτήριο γεγονός ενός ΒΑΜΕ (µετρήσεις βλαπτικών παραγόντων, κατάσταση υγείας των εργαζοµένων), Επιπλέον, για την πρώτη φάση του ποσοτικού καθορισµού της επικινδυνότητας είναι απαραίτητη η ενεργός συµµετοχή του προσωπικού που έχει πλήρη γνώση της εγκατάστασης και των λειτουργιών της. Στα πλαίσια των διαδικασιών εκτίµησης και πρόληψης του επαγγελµατικού κινδύνου η συµµετοχή των εργαζοµένων µέσα και από τις Επιτροπές Υγιεινής και Ασφάλειας των Εργαζοµένων (ΕΥΑΕ), µπορεί να συµβάλλει σηµαντικά σε αυτήν την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, µε τη συνδυασµένη εφαρµογή µπορεί να σχεδιαστούν ολοκληρωµένα εκπαιδευτικά προγράµµατα για τους εργαζόµενους που θα περιλαµβάνουν όλες τις κατηγορίες κινδύνων και τις απαραίτητες ενέργειες αφενός για πρόληψη των εναρκτήριων γεγονότων και αφετέρου για καταστολή τους. Η αξιοποίηση της γραπτής εκτίµησης του επαγγελµατικού κινδύνου µπορεί να συµβάλλει και στον υπολογισµό των συνεπειών ενός ΒΑΜΕ. Ενδεικτικά αναφέρουµε: - τη συµβολή στην παροχή δεδοµένων εισόδου για τα µοντέλα εκτίµησης της έντασης των φαινοµένων (π.χ. µοντέλα διασποράς), µέσα από την κωδικοποίηση των σηµείων ύπαρξης επικίνδυνων ουσιών και των απαραίτητων δεδοµένων σχετικά µε αυτές (ποσότητες, τρόπος χρήσης κλπ), - τη συµβολή στην παροχή στοιχείων για την κατάσταση της υγείας των εργαζοµένων και τις πιθανές επιπτώσεις (λαµβάνοντας υπόψη τη συνδυασµένη επίδραση της προηγούµενης έκθεσης σε βλαπτικούς παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος και της έκθεσης τους σε επικίνδυνες ουσίες ή καταστάσεις κατά τη διάρκεια ενός µεγάλου ατυχήµατος). Η ολοκληρωµένη εκτίµηση της επικινδυνότητας που µπορεί να πραγµατοποιηθεί µέσα από τη συνδυασµένη εφαρµογή της νοµοθεσίας παρέχει και ένα αναλυτικό πλαίσιο ιεράρχησης των κινδύνων και σχεδιασµού των κατάλληλων ανά περίπτωση µέτρων απόκρισης. Αναφερόµαστε στο σχεδιασµό έκτακτης ανάγκης για το εσωτερικό κάθε εγκατάστασης (ΚΥΑ 5697/590/00, Ν.1568/85, Π 17/96), που περιλαµβάνει τον
- 3 - απαραίτητο εξοπλισµό αντιµετώπισης (πυροσβεστικός εξοπλισµός, εξοπλισµός πρώτων βοηθειών, µέσα επικοινωνίας κλπ), τον καθορισµό των ρόλων και αρµοδιοτήτων, των απαραίτητων ενεργειών και την κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού (οµάδα πυρασφάλειας, ενέργειες προσωπικού, οργάνωση πρώτων βοηθειών λαµβάνοντας υπόψη και τις ευαίσθητες οµάδες εργαζοµένων κλπ). Η παραπάνω κωδικοποίηση επικεντρώθηκε στην ανάγκη συνδυασµένης εφαρµογής της νοµοθεσίας προκειµένου να γίνει πιο ολοκληρωµένα η εκτίµηση ενός κινδύνου ΒΑΜΕ και ο αποτελεσµατικός σχεδιασµός αντιµετώπισης του. Ωστόσο, µια ολοκληρωµένη εκτίµηση θα πρέπει να λαµβάνει υπόψη της και τους παράγοντες κινδύνου του εργασιακού περιβάλλοντος από την κανονική λειτουργία της εγκατάστασης που έχουν συνέπειες στη ασφάλεια και την υγεία των εργαζοµένων (εργατικά ατυχήµατα, επαγγελµατικές ασθένειες). Η ολοκληρωµένη αυτή θεώρηση είναι αναγκαία για την ιεράρχηση και το σχεδιασµό των προληπτικών µέτρων λαµβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες κινδύνου. Συµπερασµατικά, η συνδυασµένη εφαρµογή της νοµοθεσίας µπορεί να συµβάλλει στην ολοκληρωµένη αντιµετώπιση του προβλήµατος της ασφάλειας των εργαζοµένων και της προστασίας του περιβάλλοντος και να αποτελέσει και ένα εργαλείο αυτοελέγχου της επιχείρησης στα πλαίσια και του προβλεπόµενου από την οδηγία Seveso Συστήµατος ιαχείρισης Ασφάλειας (Σ Α). Ταυτόχρονα, επισηµαίνουµε τις δυνατότητες αναβάθµισης της ελεγκτικής διαδικασίας από τις αρµόδιες αρχές. Η συνδυασµένη εφαρµογή µπορεί να συµβάλλει στον έλεγχο της πληρότητας της Μελέτης Ασφάλειας και στην αξιολόγηση του πραγµατικού επιπέδου ασφάλειας της επιχείρησης αξιοποιώντας υπάρχοντα δεδοµένα στοιχεία. 2.2. Μεθοδολογικά και Οργανωτικά Προβλήµατα Αν και στη χώρα µας υπάρχει ένα εκτεταµένο νοµοθετικό πλαίσιο για την Υ+ΑΕ και την αδειοδότηση βιοµηχανικών εγκαταστάσεων και η εναρµόνιση, αν και καθυστερηµένα, µε τις οδηγίες Seveso έχει πραγµατοποιηθεί, ωστόσο η εφαρµογή της νοµοθεσίας δεν έχει προχωρήσει ουσιαστικά. Αναφέρουµε ορισµένες χαρακτηριστικές πλευρές: o η δραµατική αύξηση των θανατηφόρων εργατικών ατυχηµάτων τα τελευταία χρόνια που οφείλεται σε ελλείψεις µέτρων ασφάλειας (π.χ. ΕΗ, Μότορ Όιλ, Σωληνουργεία Κορίνθου κλπ), o η λειτουργία πολλών επιχειρήσεων χωρίς άδεια (π.χ. το εργοστάσιο πλαστικών στον Πειραιά στο οποίο προκλήθηκε πυρκαγιά στις 11/10/03), o η καθυστέρηση στην εφαρµογή της υποχρέωσης του εργοδότη για ύπαρξη και ανανέωση της γραπτής εκτίµησης του επαγγελµατικού κινδύνου στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων, o τα προβλήµατα που παρουσιάστηκαν κατά την εφαρµογή της οδηγίας SevesoI και η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διαδικασιών υποβολής-αξιολόγησης των Μελετών Ασφαλείας µε τη νέα οδηγία SevesoII. Στη µη ουσιαστική εφαρµογή συµβάλλουν µεταξύ άλλων, και µια σειρά κενά και ασάφειες της νοµοθεσίας καθώς και ορισµένα µεθοδολογικά προβλήµατα στην προσπάθεια εκτίµησης της επικινδυνότητας και λήψης αποφάσεων για τη διαχείρισή της. Οι επισηµάνσεις που ακολουθούν στοχεύουν στην ανάδειξη των σχετικών ζητηµάτων,
- 4 - καθώς µια αναλυτική παρουσίαση τους ξεφεύγει από τους στόχους της συγκεκριµένης εισήγησης. Ένα πολύ σηµαντικό πρόβληµα είναι η έλλειψη θεσµοθετηµένων µεθοδολογιών εκτίµηση της επικινδυνότητας. Η νοµοθεσία για την Υ+ΑΕ («Γραπτή εκτίµηση επαγγελµατικού κινδύνου», Π 17/96) και η ΚΥΑ 5697/590 για τα ΒΑΜΕ («Πολιτική Πρόληψης Μεγάλων Ατυχηµάτων», «Σύστηµα ιαχείρισης Ασφάλειας», «Μελέτη Ασφάλειας»), αναφέρονται στην εργοδοτική υποχρέωση εκτίµησης της επικινδυνότητας και λήψης των κατάλληλων µέτρων πρόληψης, χωρίς όµως να υπάρχουν θεσµοθετηµένες κατευθύνσεις ως προς τις µεθοδολογίες εκτίµησης (π.χ. κατεύθυνση για τον ποσοτικό καθορισµό της επικινδυνότητας, κωδικοποιηµένες µεθοδολογίες εκτίµησης ανά κατηγορία κινδύνου, ουσιαστική εµπλοκή των εργαζοµένων στις σχετικές διαδικασίες). Η συγκεκριµένη έλλειψη οδηγεί συχνά σε σηµαντικές διαφορές προσέγγισης και αποτελεσµάτων στις σχετικές διαδικασίες. Ας δούµε ένα ενδεικτικό παράδειγµα που αναδείχθηκε στις συζητήσεις για την τροποποίηση της οδηγίας Seveso II. Σε αιτιολογική έκθεση (Τελικό Α5-0243/2002) αναφερόταν χαρακτηριστικά: «Οι ισχύουσες µέθοδοι στα διάφορα κράτη µέλη για την εκπόνηση των εκθέσεων ασφάλειας αποκλίνουν σε µεγάλο βαθµό και δε διευκολύνουν ούτε την ανταλλαγή πληροφοριών ούτε την επιστροφή της εµπειρίας στο πλαίσιο της Ένωσης Για τις δυο περιπτώσεις κοινών στοιχείων που µελετήθηκαν για αποθήκευση αµµωνίας και σφαίρα αποθήκευσης υγροποιηµένου αερίου πετρελαίου, οι αποστάσεις κινδύνου ποικίλουν αντιστοίχως από 100 σε 1.000 µέτρα και από 100 σε 1.500 µέτρα, ανάλογα µε τη χώρα». To πρόβληµα της έλλειψης σαφών µεθοδολογιών εκτίµησης σε συνδυασµό µε τις ελλείψεις των απαραίτητων δηµόσιων υποδοµών και τα µεθοδολογικά προβλήµατα όπως ενδεικτικά αναφέρουµε στη συνέχεια, συµβάλλουν στο ελλειµµατικό σηµερινό επίπεδο εφαρµογής της νοµοθεσίας. (α) Η έλλειψη στοιχείων και υποδοµής ανταλλαγής πληροφοριών, όπως για παράδειγµα: - Η ελλιπής καταγραφή των εργατικών ατυχηµάτων και των παρ ολίγον ατυχηµάτων και η έλλειψη συστηµατικού πλαισίου που θα επιτρέπει την αξιόπιστη εξαγωγή συµπερασµάτων και την ανταλλαγή πληροφοριών. Εξάλλου θα πρέπει να τονιστεί ότι η πληρότητα και η αξιοπιστία των στοιχείων κατά τη δήλωση ενός ατυχήµατος (εργατικό ατύχηµα ή ΒΑΜΕ) που δίνονται στις αρµόδιες υπηρεσίες δε µπορεί να ελεγχθεί µε πληρότητα. Υπενθυµίζουµε ότι κατά την εφαρµογή της Seveso I στη χώρα µας είχαν παρουσιαστεί σχετικά προβλήµατα απόκρυψης στοιχείων για ατυχήµατα που έχουν συµβεί (βλ. Γ.Μουζάκης, ηµερίδα ΤΕΕ 99), ενώ υπάρχει και ο περιορισµός του βιοµηχανικού απορρήτου. Οι δυσκολίες στην ανταλλαγή πληροφοριών µεταξύ διαφορετικών χωρών είναι µεγαλύτερες και σε αυτό συµβάλλουν οι διαφορετικές µεθοδολογικές προσεγγίσεις, το επίπεδο τεχνολογίας και το κατακτηµένο επίπεδο ασφαλείας, οι περιορισµοί του απορρήτου µιας σειράς στοιχείων κλπ. - Η έλλειψη δηµόσιων υποδοµών που θα υποστηρίζουν τις διαδικασίες εκτίµησης του επαγγελµατικού κινδύνου (π.χ. µετρήσεις βλαπτικών παραγόντων). Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε την έλλειψη δεδοµένων ανά κλάδο παραγωγής και τη µη καταγραφή των επαγγελµατικών ασθενειών στη χώρα µας, έχει ως αποτέλεσµα τη µη ύπαρξη συστηµατικών στοιχείων για την υπάρχουσα κατάσταση της υγείας των εργαζοµένων και του πληθυσµού λόγω προηγούµενης έκθεσης σε βλαπτικούς παράγοντες του εργασιακού και ευρύτερου περιβάλλοντος. - Η έλλειψη επιστηµονικών δεδοµένων για πολλές παραµέτρους (π.χ. για κατηγορίες επικίνδυνων ουσιών).
- 5 - (β) Υπολογιστικά Μοντέλα Έχει επίσης σηµασία να αναφερθούν κάποια ιδιαίτερα προβλήµατα που σχετίζονται µε τα µοντέλα που χρησιµοποιούνται για την εκτίµηση της έντασης των φυσικών φαινοµένων που ακολουθούν µετά την αστοχία σε µια εγκατάσταση (διαρροή, ανάφλεξη, έκρηξη κλπ). Έχει αναπτυχθεί µια σειρά µοντέλων (εκροής, διασποράς, υπολογισµού θερµικής ροής κλπ) τα οποία απαντώνται στη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία. Πέρα από το ζήτηµα της επιλογής του κατάλληλου ανά περίπτωση µοντέλου και της αξιοπιστίας των υπολογισµών, υπάρχει και το πρόβληµα της έλλειψης πληροφοριακού υλικού για τις εισαγωγικές αρχικές συνθήκες (π.χ. ποσότητα ή ρυθµός έκλυσης της επικίνδυνης ουσίας, καιρικές συνθήκες κ.α.). Το πρόβληµα γίνεται εντονότερο και λόγω της δυσκολίας εκτίµησης των ουσιών που παράγονται και της συµπεριφοράς τους κατά τη διάρκεια ενός ατυχήµατος. (γ) Οριακές τιµές έκθεσης Το πρόβληµα της µη θεσµοθέτησης κριτηρίων για τη µετάβαση από την ποιοτική στην ποσοτική εκτίµηση του κινδύνου εντείνεται και από το γεγονός της µη ύπαρξης κοινών αποδεκτών ορίων επικινδυνότητας για πολλές παραµέτρους. Μόνο για ορισµένους παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος υπάρχει νοµοθετική υποχρέωση ποσοτικού προσδιορισµού. Ιδιαίτερα, για µια σειρά χηµικές ουσίες δεν υπάρχουν θεσµοθετηµένα όρια ενώ όπως είναι γνωστό στη χώρα µας δεν υπάρχει γενικότερα σύστηµα θέσπισης οριακών τιµών. Ωστόσο, και η υιοθέτηση οριακών τιµών άλλων συστηµάτων όπως της Αµερικανικής Εταιρείας Κυβερνητικών Υγιεινολόγων Βιοµηχανίας (ACGIH), παρουσιάζει µια σειρά προβλήµατα. Ως γνωστόν τα TLVs TWA είναι µέσοι όροι χρονικά σταθµισµένοι για µια µέρα εργασίας 8 ωρών, 40 ωρών εβδοµαδιαία για θερµοκρασία 25 C και για µια µέση βαρύτητα εργασίας που συνεπάγεται µια αντίστοιχη συχνότητα αναπνοής. Η σηµερινή πραγµατικότητα όπου σε πολλούς χώρους εργασίας εφαρµόζεται ελαστικό ωράριο και οι συνθήκες εργασίας είναι διαφορετικές, αναδεικνύει το πρόβληµα της αξιοπιστίας των οριακών αυτών τιµών. Τα όρια αυτά αφορούν επίσης την έκθεση σε µια µόνο ουσία. Ο καθορισµός τους βασίζεται σε µεγάλο βαθµό σε πειραµατικά δεδοµένα που µπορεί να µην ισχύουν για ορισµένες κατηγορίες ανθρώπων (π.χ. αλλεργικοί, άτοµα που έχουν υποστεί προηγούµενα τραυµατική έκθεση, άτοµα µε γενική ευαισθησία κλπ). Φυσικά υπάρχουν κάποιοι κανόνες για τον υπολογισµό της συνδυασµένης δράσης ορισµένων παραγόντων ή για πιθανή µεταβολή της θερµοκρασίας. Όµως η έκθεση στον βιοµηχανικό χώρο µπορεί να περιλαµβάνει µίγµατα για τα οποία υπάρχουν λίγες πληροφορίες σε ότι αφορά την τοξικότητά τους. Αντίστοιχα είναι τα προβλήµατα στην περίπτωση που αναφερόµαστε στις κρίσιµες ποσότητες έκθεσης µετά από ΒΑΜΕ (έκθεση σε τοξικές ουσίες, θερµική ακτινοβολία, υπερπίεση). Ο τρόπος αντιµετώπισης µε όρια που χρησιµοποιούνται συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις (π.χ. IDLH, ERPG κ.α.), ελέγχεται ως προς την αποτελεσµατικότητά του σχετικά µε την προστασία ειδικών κατηγοριών του πληθυσµού. Για παράδειγµα διαφορετική θα είναι η αντίδραση του οργανισµού ενός ευαίσθητου ατόµου, ενός ατόµου που έχει υποστεί προηγούµενη έκθεση, άλλων ευαίσθητων κατηγοριών (π.χ. ηλικιωµένοι, εγκυµονούσες, άτοµα που πάσχουν από ασθένειες κλπ). Ταυτόχρονα υπάρχει και το ζήτηµα της έκθεσης σε περίπτωση ατυχήµατος σε περισσότερες από µια ουσίες όπως επίσης και ο παράγοντας του στρες που µπορεί να επιδεινώσει τις επιπτώσεις της έκθεσης. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι η ένταση του φυσικού φαινοµένου (συγκέντρωση τοξικής ουσίας, ένταση θερµικής ακτινοβολίας, υπερπίεση) δεν είναι ικανό µέτρο για τον χαρακτηρισµό της επίπτωσης ενός ατυχήµατος στην υγεία, η οποία εξαρτάται και από το χρόνο έκθεσης στην επικίνδυνη ουσία. Η εκτίµηση µπορεί να γίνει µέσω της δόσης
- 6 - επικίνδυνης ουσίας και κατάλληλων σχέσεων δόσης-απόκρισης που ανάγουν µια συγκεκριµένη δόση σε πιθανότητα συγκεκριµένης βλάβης στην υγεία (ατοµική και συλλογική διακινδύνευση). Και σε αυτήν την περίπτωση βέβαια υπάρχει το πρόβληµα της αξιοπιστίας των πειραµατικών δεδοµένων στα οποία βασίζονται οι χρησιµοποιούµενες παράµετροι αλλά και της διαφορετικής ευαισθησίας διαφόρων οµάδων πληθυσµού, ωστόσο η προσέγγιση αυτή είναι πιο αξιόπιστη για την εκτίµηση των επιπτώσεων σε σύγκριση µε την υιοθέτηση απλά ορίων επικινδυνότητας που βασίζονται στην ένταση των φαινοµένων. Εκτός από τα µεθοδολογικά προβλήµατα, ιδιαίτερα θα πρέπει να σταθούµε στις ασάφειες της νοµοθεσίας για µια σειρά ζητήµατα. Η πιο σηµαντική ασάφεια είναι αυτή που αφορά στον προσδιορισµό του «ανεκτού επιπέδου κινδύνου». Τίθεται το ερώτηµα: µε ποιο κριτήριο θεωρείται ότι «η µείωση του κινδύνου είναι εύλογα ανέφικτη»; Με κριτήριο τα αν υπάρχουν για παράδειγµα επιστηµονικά τεκµηριωµένες προτάσεις για εφαρµογή των αρχών της εγγενούς ασφάλειας ή µε κριτήριο το κόστος για τον εργοδότη; Αναδεικνύεται το ζήτηµα των όρων εφαρµογής της «ανάλυσης κόστους-οφέλους» (costbenefit analysis) και το προφανές ερώτηµα της δυνατότητας αντικειµενικού προσδιορισµού του «οφέλους» και του «κόστους» τα οποία διαφοροποιούνται αντικειµενικά για τον εργοδότη και για τον εργαζόµενο. Η εφαρµογή της µεθόδου της «ανάλυσης κόστους-οφέλους», οδηγεί στην πράξη στην ελάχιστη δυνατή χρηµατοδότηση από τον εργοδότη µέτρων για την υγεία και την ασφάλεια και δε συµβάλλει στην αναβάθµιση των τεχνικών πρόληψης. Εδώ θα πρέπει να τονίσουµε ότι ο προσδιορισµός της αναγκαίας χρηµατοδότησης θα πρέπει να εδράζεται στην ολοκληρωµένη θεώρηση του προβλήµατος της υγείας και της ασφάλειας των εργαζοµένων και όχι µόνο τον κίνδυνο πρόκλησης ΒΑΜΕ. Η νοµοθεσία συµβάλει ουσιαστικά στη µονοδιάστατη εφαρµογή της ανάλυσης κόστους-οφέλους µε κριτήριο το «βέλτιστο για την επιχείρηση» αφενός µέσω της έλλειψης κατευθύνσεων για τις µεθοδολογίες εκτίµησης και αφετέρου µε ορισµένες ασαφείς διατυπώσεις, δίνοντας τη δυνατότητα στον εργοδότη να θέσει ο ίδιος τους στόχους πρόληψης και αντιµετώπισης, να τους εφαρµόσει και να τους ελέγξει. Υπενθυµίζουµε ότι κατά την εφαρµογή της οδηγίας Seveso I στη χώρα µας είχε καταγραφεί η προσπάθεια απόκρυψης στοιχείων από τις επιχειρήσεις για ποσότητες ουσιών και διεργασίες µε στόχο τη µη υπαγωγή τους στις διατάξεις της. Τίθεται επίσης το ερώτηµα: µε ποιο κίνητρο θα δηλωθούν τα παρ ολίγον ατυχήµατα στην εγκατάσταση; Τέλος, θα πρέπει να επισηµάνουµε: Το ζήτηµα των προϋποθέσεων και των κριτηρίων (κατάλληλη εκπαίδευση, αξιολόγηση, δυνατότητα γνώσης της πραγµατικής κατάστασης στην επιχείρηση) αυτών που εκπονούν τις µελέτες επικινδυνότητας. Την έλλειψη κριτηρίων για την αξιολόγηση των εκτιµήσεων. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των Μελετών ασφαλείας όπου υπάρχουν και µια σειρά γραφειοκρατικές διαδικασίες (π.χ. εµπλοκή πολλών υπουργείων) υπάρχει ο κίνδυνος υποβάθµισης της όλης διαδικασίας σε διαδικασία απλής καταχώρησης των Μελετών. Την έλλειψη πληροφοριών για το πραγµατικό επίπεδο ασφάλειας της εγκατάστασης το οποίο έχει δυναµικό χαρακτήρα (αλλαγές σε ποσότητες ουσιών, διεργασίες, ανθρώπινο δυναµικό κλπ) και της αδυναµίας ενσωµάτωσης των νέων στοιχείων στις εκτιµήσεις µε ευέλικτο και αποτελεσµατικό τρόπο.
- 7 - Τα προβλήµατα που αφορούν στις επιθεωρήσεις από τις αρµόδιες αρχές (έλλειψη συστηµατικού πλαισίου και κριτηρίων για τις επιθεωρήσεις, αξιολόγηση επιθεωρητών, πρόβλεψη οδηγίας µόνο µια φορά το χρόνο για επιθεωρήσεις κλπ). 3. ιαχείριση της επικινδυνότητας σε βιοµηχανικές περιοχές 3.1. Συµβολή της συνδυασµένης εφαρµογής της σχετικής νοµοθεσίας Η συνδυασµένη εφαρµογή της νοµοθεσίας για την Υ+ΑΕ και για τα ΒΑΜΕ έχει ιδιαίτερη σηµασία για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας εργαζοµένων και κατοίκων σε βιοµηχανικές περιοχές. Είναι γνωστό ότι σε ορισµένες περιοχές (όπως π.χ. Θριάσιο) συνυπάρχουν σε πολύ µικρή απόσταση διαφορετικές βιοµηχανικές εγκαταστάσεις (διαφορετικός κλάδος, διαφορετικό επίπεδο επικινδυνότητας) και άλλες δραστηριότητες. Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων σε αυτές τις περιοχές δεν υπάγονται στη οδηγία Seveso και η πρόληψη των κινδύνων µέσα από την ουσιαστική εφαρµογή της νοµοθεσίας για την Υ+ΑΕ και των άλλων σχετικών κανονισµών σε συνδυασµό µε την οδηγία, είναι απαραίτητος όρος για την πρόληψη των κινδύνων µεγάλου ατυχήµατος (π.χ. πρόληψη φαινοµένου ντόµινο). Ταυτόχρονα η συνδυασµένη εφαρµογή είναι απαραίτητη για την αποτελεσµατική αντιµετώπιση ενός ατυχήµατος σε περίπτωση που αυτό συµβεί (ΣΑΤΑΜΕ) για την παροχή δεδοµένων από το σύνολο των επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων σε µια περιοχή (προσωπικό, επικίνδυνες ουσίες και άλλοι παράγοντες κινδύνου, υπάρχοντα µέσα αντιµετώπισης κλπ). Η ολοκληρωµένη εκτίµηση της επικινδυνότητας πρέπει να αποτελέσει και τη βάση ενός ορθολογικού σχεδιασµού χρήσεων γης λαµβάνοντας υπόψη το σύνολο των κριτηρίων για την ασφάλεια εργαζοµένων, κοινού και την προστασία του περιβάλλοντος. 3.2. Μεθοδολογικά και Οργανωτικά Προβλήµατα Εξετάζοντας την πορεία εφαρµογής της νοµοθεσίας, διαπιστώνουµε ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν αξιόλογα βήµατα. Η εκπόνηση ορισµένων Γενικών ΣΑΤΑΜΕ (Πειραιάς, Θεσ/κη) και ιδιαίτερα το Επιχειρησιακό Κέντρο και το Γενικό ΣΑΤΑΜΕ της περιοχής του Θριασίου (Ν.Χ.Μαρκάτος, ηµερίδα ΤΕΕ 99) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγµατα. Ωστόσο, η συνολική πορεία απέχει αρκετά από το να χαρακτηρισθεί ικανοποιητική. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί τα Ειδικά ΣΑΤΑΜΕ για το σύνολο των εγκαταστάσεων που µέχρι σήµερα υπάγονται στην ΚΥΑ 5697/590, δεν έχουν πραγµατοποιηθεί ασκήσεις ετοιµότητας και γενικότερα δεν έχει ενηµερωθεί και εκπαιδευτεί το κοινό γύρω από εγκαταστάσεις που διαχειρίζονται επικίνδυνες ουσίες κ.α. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται το ζήτηµα των ελλείψεων: - σε απαραίτητες υποδοµές όπως διαθέσιµοι δρόµοι, κέντρα συνάθροισης πολιτών σε περίπτωση εκκένωσης, εξοπλισµός αντιµετώπισης ατυχηµάτων, διαθέσιµες νοσοκοµειακές µονάδες κατάλληλες για τα είδη ατυχηµάτων κλπ, - στη στελέχωση και οργάνωση των αρµόδιων υπηρεσιών για την αποτελεσµατική απόκριση σε έκτακτη κατάσταση (επάρκεια προσωπικού όσον αφορά στον αριθµό και στην 24ωρη ετοιµότητα καθώς και όσον αφορά στην κατάλληλη εκπαίδευση).
- 8 - Στο ελλειµµατικό επίπεδο εφαρµογής συµβάλλουν µεταξύ άλλων και τα µεθοδολογικά προβλήµατα και κενά της νοµοθεσίας τα οποία αναφέρθηκαν στην προηγούµενη ενότητα, τα οποία αποκτούν µεγαλύτερη σηµασία στην περίπτωση της εκτίµησης και διαχείρισης της επικινδυνότητας σε βιοµηχανικές περιοχές. Αναφερόµαστε συνοπτικά σε ορισµένες πλευρές: - η δυσκολία εκτίµησης της επικινδυνότητας λαµβάνοντας υπόψη ένα συνδυασµό φαινοµένων που µπορεί να συµβούν (π.χ. φαινόµενο ντόµινο) και όχι µόνο µεµονωµένα σενάρια ατυχηµάτων σε µια εγκατάσταση, - η αξιοπιστία των µοντέλων υπολογισµού της έντασης των φαινοµένων σε συνδυασµό µε τις ελλείψεις πληροφοριών σε πραγµατικό χρόνο (συνθήκες ατυχήµατος, καιρικές συνθήκες κλπ), - το πρόβληµα της µεθοδολογικής προσέγγισης για την εκτίµηση των επιπτώσεων στον πληθυσµό (εκτίµηση έντασης φαινοµένου, χρόνου έκθεσης, προηγούµενη έκθεση), - ελλείψεις δεδοµένων για επικίνδυνες ουσίες, ανθρώπινο δυναµικό και εξοπλισµό αντιµετώπισης κλπ σε όλες τις εγκαταστάσεις, συµπεριλαµβανοµένων και αυτών που δεν υπάγονται στην οδηγία Seveso, (επιχειρήσεις που λειτουργούν χωρίς άδεια, επιχειρηµατικό απόρρητο, αλλαγές στις εγκαταστάσεις, µη εφαρµογή µέτρων Υ+ΑΕ κλπ). Ιδιαίτερα θα πρέπει να επισηµάνουµε τις δραστηριότητες που δεν υπάγονται άµεσα και αυστηρά στη νοµοθεσία για τα ΒΑΜΕ και την Υ+ΑΕ. - Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελούν οι µεταφορές επικίνδυνων φορτίων που καλύπτονται από ειδική νοµοθεσία (εναρµόνιση µε συνθήκη ADR, κανονισµοί λιµένων κλπ) Τα προβλήµατα εφαρµογής της νοµοθεσίας αυτής απαιτούν αυτοτελή ανάπτυξη, ωστόσο αναφέρουµε ενδεικτικά τις καταγγελίες, µε αφορµή και τα πρόσφατα τραγικά δυστυχήµατα στον Αλιάκµονα και στα Τέµπη, από συνδικαλιστικές οργανώσεις οδηγών για έκδοση πλαστών πιστοποιητικών ADR, παραβίαση ωραρίων κλπ. Αναδεικνύεται επίσης το ζήτηµα της δυνατότητας πληροφόρησης των αρµοδίων αρχών σε πραγµατικό χρόνο για την ύπαρξη π.χ. βυτιοφόρων σε ένα συγκεκριµένο σηµείο µιας περιοχής. - Επίσης τα προβλήµατα ασφάλειας που προκύπτουν εξαιτίας επικίνδυνων δραστηριοτήτων όπως οι εγκαταστάσεις υγραερίων για οικιακή και επαγγελµατική χρήση (εκτός βιοµηχανικών εγκαταστάσεων). Στην περίπτωση αυτή είναι χαρακτηριστικό ότι µέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε συγκεκριµένη νοµοθεσία που να καλύπτει αυτές τις δραστηριότητες, συνεπώς δεν υπάρχουν καν στοιχεία για τις ακριβείς τοποθεσίες, ποσότητες και τρόπους χρήσης τους. Στην πρόσφατη απόφαση (Αριθ.31856, ΦΕΚ 1257/Β/3-9-03) υπάρχει ασάφεια ως προς την τήρηση του κανονισµού για τις υφιστάµενες εγκαταστάσεις και επιπλέον για ορισµένες κατηγορίες δεν απαιτείται αδειοδότηση. Το κύριο πρόβληµα είναι ότι η βασική ευθύνη µετατίθεται στην πράξη για την ασφαλή εγκατάσταση στον αδειούχο εγκαταστάτη και για την ασφαλή λειτουργία στον καταναλωτή, χωρίς να υπάρχει σαφής αναφορά για πλαίσιο ελέγχων από κρατικές αρµόδιες αρχές. Το πρόβληµα της εκτίµησης της επικινδυνότητας σε µια περιοχή και του σχεδιασµού της απόκρισης σε κάποιο ατύχηµα είναι προβλήµατα πολυκριτηριακά µε πολλές µεταβλητές απόφασης και πολλά δεδοµένα εισόδου τα οποία χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα. Η απόφαση για την καλύτερη πολιτική προστασίας δεν µπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στο χειρότερο σενάριο ΒΑΜΕ που θα επιδρούσε στο σύνολο της βιοµηχανικής περιοχής (π.χ. η εκκένωση δεν αποτελεί πάντα τη βέλτιστη πολιτική προστασίας). Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η πραγµατική δυνατότητα εφαρµογής µιας πολιτικής προστασίας (διαθεσιµότητα δρόµων κλπ), οι ενδεχόµενες
- 9 - απρόβλεπτες αντιδράσεις του πληθυσµού σε περίπτωση ατυχήµατος, η πιθανότητα τα προβλεπόµενα κέντρα συγκέντρωσης του πληθυσµού ή τα νοσοκοµεία να βρίσκονται εντός των ζωνών επιπτώσεων κ.α. Συνεπώς, ζητήµατα που έχουν καθοριστική σηµασία όσον αφορά στην απόκριση σε ΒΑΜΕ και σε επίπεδο σχεδιασµού αλλά ιδιαίτερα σε πραγµατικό χρόνο, είναι η δυνατότητα γνώσης των απαραίτητων πληροφοριών για όλες τις σχετικές παραµέτρους, η δυνατότητα ευέλικτης ενσωµάτωσης των συνεχών αλλαγών που λαµβάνουν χώρα σε όλα τα επίπεδα (αλλαγή σε επίπεδο επιχειρήσεων, σε επίπεδο δηµόσιων χώρων, κυκλοφοριακού κλπ), η επάρκεια και κυρίως οι προτιµήσεις του αποφασίζοντα καθώς και το πρόβληµα της εµπλοκής πολλών φορέων στις σχετικές αποφάσεις. Η πολυπλοκότητα του ζητήµατος αναδεικνύει ότι το πρόβληµα είναι συνολικό και αφορά στο σχεδιασµό χρήσεων γης σε επίπεδο βιοµηχανικών περιοχών. Θα πρέπει όµως να αναφέρουµε ότι ενώ η νέα οδηγία Seveso ΙΙ σωστά επικεντρώνει στον κίνδυνο από την εκδήλωση ενός φαινοµένου domino και στην ανάγκη ολοκληρωµένου και ορθολογικού σχεδιασµού των χρήσεων γης, εντούτοις δεν προσδιορίζει αναγκαίες οριοθετήσεις για το σκοπό αυτό, έστω ελάχιστες ή ενδεικτικές ανά περίπτωση, π.χ. η θέσπιση αποδεκτών κριτηρίων σχετικά µε τις αποστάσεις ασφαλείας και γενικότερα µε τη δυνατότητα γειτνίασης βιοµηχανικών µονάδων διαφορετικών κλάδων. Η οδηγία ζητά απ τα κράτη µέλη να καθορίσουν τις διαδικασίες και τα κριτήρια µε τα οποία θα λαµβάνονται οι σχετικές αποφάσεις. Η χώρα µας βρίσκεται ακόµη ανάµεσα στις χώρες όπου υπάρχει έλλειψη συνολικού πλαισίου διαδικασιών, µεθόδων και κριτηρίων (π.χ. Μ.Χρήστου, ηµερίδα ΤΕΕ 99). 4. Επίλογος Οι προαναφερόµενες ασάφειες και κενά της σχετικής νοµοθεσίας, οι σηµαντικές ελλείψεις αναγκαίων κρατικών υποδοµών, η υποβάθµιση του κρατικού ελέγχου, αναδεικνύουν σε τελευταία ανάλυση, τον πολιτικό χαρακτήρα του προβλήµατος που εξετάζουµε. Αναδεικνύουν την απαίτηση να προσαρµοσθεί το εργασιακό περιβάλλον στις ανάγκες των εργαζοµένων και γενικότερα το περιβάλλον στις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής. Η υλοποίηση αυτής της απαίτησης προϋποθέτει την ανατροπή κάθε κυβερνητικής πολιτικής που θέτει σαν βασικό κριτήριο των επιλογών της τη µεγιστοποίηση του κεφαλαιοκρατικού κέρδους. Σε αντίθετη περίπτωση, η χώρα µας θα περιορισθεί στην ύπαρξη µερικών ανεφάρµοστων σχεδίων επί χάρτου και ορισµένων τυπικών ψευδεπίγραφων διαδικασιών κάλυψης των νοµοθετικών υποχρεώσεων της εργοδοσίας. Η αντιστροφή της σηµερινής προβληµατικής κατάστασης πρέπει να αποτελέσει καθηµερινό µέληµα των εµπλεκόµενων φορέων, µε στόχο:! την αναβάθµιση και τον προσανατολισµό της έρευνας στην κατεύθυνση αντιµετώπισης των σχετικών µεθοδολογικών προβληµάτων,! τη συµπλήρωση των κενών και ασαφειών της νοµοθεσίας που την καθιστούν µη εφαρµόσιµη στην πράξη,! τη συνδυασµένη εφαρµογή της νοµοθεσίας για τα ΒΑΜΕ, την Υ+ΑΕ, τη χρήση γης, την προστασία του περιβάλλοντος κλπ,! την επανεξέταση του νοµοθετικού πλαισίου που αφορά στο ρόλο του Μηχανικού στις σχετικές διαδικασίες και ιδιαίτερα του Τεχνικού Ασφάλειας, αξιοποιώντας την πρωτοβουλία που έχει ξεκινήσει από σχετικούς φορείς (ΠΣ Μ-Η, ΠΣΧΜ),
- 10 -! την κρατική χρηµατοδότηση των απαραίτητων υποδοµών για την υποστήριξη των διαδικασιών πρόληψης και αντιµετώπισης,! την αναβάθµιση του κρατικού ελέγχου µε προσανατολισµό στην εργοδοτική ευθύνη και την ουσιαστική αξιολόγηση των Μελετών Ασφαλείας. Ωστόσο, η ριζική λύση του προβλήµατος της προστασίας των εργαζοµένων απ τον επαγγελµατικό κίνδυνο προϋποθέτει ένα συνολικά διαφορετικό σχεδιασµό της οικονοµικής ζωής µε γνώµονα την ικανοποίηση του συνόλου των διευρυνόµενων λαϊκών αναγκών. 5. Ενδεικτική βιβλιογραφία 1. ESREL 2001, Italy 2001, (Conference proceedings). 2. Jones S., Kirchsteiger C., Bjerke W., The importance of near miss reporting to further improve safety performance, Journal of Loss Prevention in the Process Industries, 12 (1999). 3. Kirchsteiger C., Christou M.D., Papadakis G.A., Risk assessment and management in the context of the Seveso II directive, Elsevier Science, 1998. 4. Papazoglou I.A., Bellamy L.J., Hale A.R., Aneziris O.N., Ale B.J.M., Post J.G., Oh J.I.H., I-Risk: development of an integrated technical and management risk methodology for chemical installations, Journal of Loss Prevention in the Process Industries, 16 (2003). 5. Seveso 2000 European Conference, Risk management in the European Union of 2000: The challenge of implementing Council Directive SevesoII, Athens 1999, (Conference proceedings). 6. Seveso II Conference: Major Industrial Hazards in Land-Use Planning, France 2002, (Conference proceedings). 7. WHO, Assessing the health consequences of major chemical incidents Epidemiological approaches, 1997. 8. Γεωργιάδου Ε., Βιοµηχανικά Ατυχήµατα Μεγάλης Έκτασης Μεθοδολογικός & Πληροφοριακός Οδηγός, εκδ. ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε., Αθήνα 2001. 9. Γεωργιάδου Ε., Παπάζογλου Ι.A., Κυρανούδης Χρ., Μαρκάτος Ν.X., Βελτιστοποίηση σχεδιασµού έκτακτης ανάγκης γύρω από εγκαταστάσεις που διαχειρίζονται επικίνδυνες ουσίες, 4 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Χηµικής Μηχανικής, Πάτρα 2003. 10. ρίβας Σ., Παπαδόπουλος Γερ., H εκτίµηση του επαγγελµατικού κινδύνου, Θέµατα υγείας και ασφάλειας της εργασίας για επιχειρήσεις γ κατηγορίας (αρθ.2 Π 294/88), εκδ. ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε., Αθήνα 2003. 11. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Τελικό Α5-0243/2002, Ι ΈΚΘΕΣΗ σχετικά µε την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συµβουλίου της 9 ης εκεµβρίου 1996 που αφορά την αντιµετώπιση των µεγάλων ατυχηµάτων όπου υπεισέρχονται επικίνδυνες ουσίες (COM(2001) 624-C5-0668/2001 2001/0257(COD)), 19/6/2002. 12. Μαρκάτος Ν., Επιχειρησιακό κέντρο αντιµετώπισης βιοµηχανικών ατυχηµάτων µεγάλης έκτασης, Ηµερίδα ΤΕΕ «Επικινδυνότητα Βιοµηχανικών Εγκαταστάσεων», Αθήνα 1999. 13. Μουζάκης Γ., Εφαρµογή της οδηγίας Seveso II στην Ελλάδα, Ηµερίδα ΤΕΕ «Επικινδυνότητα Βιοµηχανικών Εγκαταστάσεων», Αθήνα 1999. 14. Παπαδόπουλος Γερ., Γεωργιάδου Ε., Η Γραπτή εκτίµηση του επαγγελµατικού κινδύνου (Π 17/96) σαν εργαλείο ελέγχου της επικινδυνότητας βιοµηχανικών εγκαταστάσεων - υνατότητες και Προβλήµατα, Ηµερίδα ΤΕΕ «Επικινδυνότητα Βιοµηχανικών Εγκαταστάσεων», Αθήνα 1999. 15. Παπαδόπουλος Γερ., Έλεγχος Εφαρµογής Εργατικής Νοµοθεσίας, Ηµερίδα ΙΥΑΣΕ, Αθήνα 1997. 16. Παπάζογλου Ι.Α., Ποσοτικός καθορισµός επικινδυνότητας και ορθολογική διαχείριση της ασφάλειας βιοµηχανικών εγκαταστάσεων, Ηµερίδα ΤΕΕ «Επικινδυνότητα Βιοµηχανικών Εγκαταστάσεων», Αθήνα 1999. 17. Χατζής Χρ., Μαρκάκη Ι., Λινού Α., Ανάπτυξη µεθοδολογίας για την αναγγελία και καταγραφή των επαγγελµατικών νεοπλασιών, 8ο ιεθνές Συνέδριο Επιτροπής έρευνας ISSA «Εργαλεία για την εφαρµογή των ευρωπαϊκών οδηγιών στον τοµέα της υγείας στην εργασία Το παράδειγµα του χηµικού κινδύνου», Αθήνα 2003. 18. Χρήστου Μ., Σχεδιασµός χρήσεων γης και χωροθέτηση βιοµηχανικών εγκαταστάσεων που διαχειρίζονται επικίνδυνες ουσίες, Ηµερίδα ΤΕΕ «Επικινδυνότητα Βιοµηχανικών Εγκαταστάσεων», Αθήνα 1999. 19. Χριστόλης Μ., Μαρκάτος Ν., Στρατηγική µείωσης περιβαλλοντικών οχλήσεων από τη χηµική βιοµηχανία, ιηµερίδα Κλαδικού ΙΝΕ Πετρελαίου & Χηµικής Βιοµηχανίας «Ανάπτυξη Ασφάλεια Περιβάλλον στα ιυλιστήρια Χηµική Βιοµηχανία Φυσικό Αέριο», Αθήνα 2000.