Το Ισχυρό Πρόγραμμα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης Κεραμυδάς Αντώνης Χατζηγεωργίου Βασίλης Το Ισχυρό Πρόγραμμα είναι ένα είδος της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης, γι αυτό και ονομάζεται και ισχυρή κοινωνιολογία (strong sociology). Ανήκει στην Κοινωνιολογία της Επιστημονικής Γνώσης (SSK - Sociology of Scientific Knowledge): Μελέτη της επιστήμης ως κοινωνική δραστηριότητα, που έχει κυρίως να κάνει με τις κοινωνικές συνθήκες και τα αποτελέσματα της επιστήμης, καθώς και με τις κοινωνικές δομές και διαδικασίες της επιστημονικής δραστηριότητας. Κατά τη διατύπωση του Bloor, το Ι.Π. αποδίδεται καλύτερα και συνοπτικότερα μέσα από τα τέσσερα χαρακτηριστικά του αξιώματα: 1. Πρέπει να είναι αιτιακό (causal), δηλαδή πρέπει όλες οι εξηγήσεις του να βασίζονται σε κάποια αιτία(..) 2. Πρέπει να είναι αμερόληπτο (impartial), αναφορικά με αντιθετικά ζεύγη εννοιών, όπως ορθολογικότητα/ανορθολογικότητα, αλήθεια/ψεύδος, επιτυχία/αποτυχία, που πιθανώς να χαρακτηρίζουν κάθε φορά το αντικείμενό του. 3. Πρέπει να είναι συμμετρικό (symmetrical) ως προς τις εξηγήσεις του, δηλαδή οι ίδιες αιτίες (οι ίδιοι τύποι αιτιών) θα πρέπει να εξηγούν αληθείς και ψευδείς πεποιθήσεις. 4. Πρέπει να είναι αναστοχαστικό (reflexive), δηλαδή να έχει τη δυνατότητα να εξηγεί τις δικές του πεποιθήσεις με τον τρόπο που εξηγεί και τις άλλες, ενώ θα πρέπει να εφαρμόζονται και στην κοινωνιολογία. Μέσω των τεσσάρων αυτών αξιωμάτων, το Ι.Π. εμφανίζεται να έχει μία φυσιοκρατική 1 στάση απέναντι στην επιστήμη και την επιστημονική γνώση. Οι πεποιθήσεις αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα, τα οποία προκύπτουν για ορισμένους λόγους και αιτίες. Το έργο του κοινωνιολόγου της γνώσης είναι να κατανοήσει τα αίτια αυτά. Επειδή η ίδια η γνώση νοείται ως αντικείμενο, δεν υπάρχει a priori διαφοροποίηση μεταξύ πεποιθήσεων, ώστε να κριθούν αληθείς ή ψευδείς, ορθολογικές ή ανορθολογικές, λογικές ή άλογες. Μάλιστα, οι ίδιες οι έννοιες της ορθολογικότητας και της ανορθολογικότητας και τα λοιπά αντιθετικά ζεύγη, αποτελούν καθ αυτές αντικείμενο μελέτης. Η ίδια η κοινωνιολογία της γνώσης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης της κοινωνιολογίας. 1 Φυσιοκρατία χαρακτηρίζεται η θεωρία εκείνη που θέτει ως υπέρτατη δύναμη την αυθύπαρκτη δύναμη της φύσης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι ηθικές αξίες των ανθρώπων εκπορεύονται από τους ίδιους νόμους που οργανώνεται η φύση, και πηγάζουν από αυτήν.
Μεθοδολογική Συμμετρία VS Ασυμμετρικά Εξηγητικά Μοτίβα α) Κατά τον Bloor, πεποιθήσεις που αργότερα κρίθηκαν σωστές/λάθος, ορθολογικές, ανορθολογικές κ.λπ. πρέπει να κρίνονται χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους. β) Διαφορετικά, οι αληθείς πεποιθήσεις εξηγούνται εσωτερικιστικά και ορθολογικά, ενώ οι λανθασμένες εξωτερικιστικά ή κοινωνιολογικά. Μεθοδολογική Συμμετρία Η μεθοδολογική συμμετρία μπορεί να ιδωθεί ως μία αντίδραση του Ι.Π, βασισμένη στο τρίτο αξίωμα του Bloor έναντι της φιλελεύθερης (Whig) θεωρίας για την επιστήμη. Ποιες οι διαφορές των Whigs με το Ι.Π.; Η φιλελεύθερη άποψη περί της επιστήμης είναι καθαρά θεμελιωτική δηλαδή στοιχεία τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά, καθώς και θεωρίες, μπορούν κατά συνέπεια να θεωρηθούν και ως κάτι φυσικό, ως μέρος του φυσικού κόσμου. Αντίθετα, με το Ι.Π. φαίνεται το πρόβλημα της συγκεκριμένης άποψης. Δεν υπάρχει σίγουρος δρόμος για επιστημονικές αλήθειες μέσω του φυσικού κόσμου και καμία μέθοδος δεν αναγνωρίζει σίγουρο τι είναι σωστό και αληθές. Επομένως η αλήθεια και η ορθολογικότητα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για την ερμηνεία ορθολογιστικών και αληθινών πεποιθήσεως, όπως οι επιστημονικές, διότι απόψεις όπως ιδιοσυγκρασία, ιδεολογία, πολιτικές απόψεις κ.λπ. που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία ψευδών, πρέπει να ερμηνεύουν και αληθείς απόψεις. Η μεθοδολογική συμμετρία έχει παραλληλιστεί με επιστημονικό «αγνωστικισμό», καθ ότι παίρνει ελάχιστα ως δεδομένα, επειδή θέτει εξίσου υπό συζήτηση αληθείς και λανθασμένες απόψεις, τρόπους, πεποιθήσεις. Ένα τέτοιο επιστημονικό ερευνητικό ρεύμα μπορεί να θεωρηθεί ωφέλιμο, καθώς ο υπερβολικός ορθολογισμός, που θέτει συγκεκριμένα δόγματα κάνει έναν αναλυτή να διακόψει σχετικά νωρίς μια έρευνα. Ενώ σε μία συζήτηση περί σωστών και λανθασμένων απόψεων και κατά συνέπεια στη μεγέθυνση της ερευνητικής διαδικασίας, είναι ευεργετικότερο για τη μελέτη της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Η μεθοδολογική συμμετρία υπήρξε η μεγαλύτερη ίσως συνεισφορά του Ι.Π. Η έτερη μεγάλη συνεισφορά του ισχυρού προγράμματος είναι η επαναδιατύπωση του προβλήματος της επαγωγής, από Strong Programmers όπως o Bloor, o Barnes και ο Henry. Εισαγωγή έννοιας φινιτισμού Γενικώς ως φινιτισμός νοείται η απόρριψη της πιθανότητας της απειρίας σε οποιοδήποτε πλαίσιο. Εδώ πρόκειται για την άποψη ότι η κάθε εφαρμογή κανόνων, είναι μια διαδικασία που πάει βήμα προς βήμα και πως η επέκταση κανόνων σε νέες περιπτώσεις δεν καθορίζεται από τον πεπερασμένο αριθμό παλαιότερων περιπτώσεων (μη προβλεψιμότητα). Αντιθέτως, καθορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες-δυνάμεις. [Η εφαρμογή ορολογίας ή μεθόδου κατηγοριοποίησης σε νέα περίπτωση, μπορεί να εννοηθεί απλώς ως ιδιαίτερη περίπτωση κανόνων] Μέχρι λοιπόν οι κανόνες να εφαρμοστούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε μία δεδομένη περίπτωση, τα πράγματα είναι ανοιχτά να πάρουν την οποιαδήποτε τροπή. Οι actors δράστες δεν αντιλαμβάνονται την πολλαπλότητα των δυνατοτήτων επειδή ακριβώς, σύμφωνα με τον Bloor, τα πράγματα (οι ερμηνείες) κατευθύνονται από κοινωνικές δυνάμεις. Τα παραπάνω γίνονται περισσότερο κατανοητά μέσω του ακόλουθου παραδείγματος. Ο Leonard Euler, Ελβετός μαθηματικός του 18ου αιώνα, παρήγαγε έναν τύπο που περιγράφει τα πολύεδρα βάσει των χαρακτηριστικών τους. Υπήρξαν αμέσως πολύεδρα- αντιπαραδείγματα για τα οποία ο τύπος δεν ίσχυε. Από εκεί τα πράγματα ακολούθησαν έναν από 3 δρόμους: I. Καλή η ιδέα του Euler, αλλά θα πρέπει να βρεθεί βάσει αυτής, νέα, πιο περίπλοκη σχέση, που να συμπεριλαμβάνει και τα αντιπαραδείγματα (όλα τα πολύεδρα). II. Άλλοι θεώρησαν πως η ύπαρξη των αντιπαραδειγμάτων δείχνει αοριστία στον όρο «πολύεδρα άρα τα μαθηματικά έπρεπε να βρουν ορισμό για τα πολύεδρα που διέσωζε τον τύπο και την απόδειξη του Euler και εξαιρούσε τα αντιπαραδείγματα -«τέρατα». III. Τέλος, κάποιοι το θεώρησαν ευκαιρία για ενδιαφέρον κατηγοριοποιητικό έργο που θα διατηρούσε τον τύπο και την απόδειξή του, αναγνωρίζοντας παράλληλα ενδιαφέρον στα αντιπαραδείγματα
Τα αντιπαραδείγματα ήταν πολύεδρα; Σύμφωνα με τον κοινωνιολογικό φινιτισμό σε εκείνη την φάση το ερώτημα δεν είχε σωστή απάντηση (μεθοδολογική συμμετρία). Οποιαδήποτε από τις απαντήσεις θα μπορούσε να γίνει η σωστή. Κατά τον Bloor οι κοινωνίες και οι οργανισμοί στους οποίους άνηκε ο κάθε μαθηματικός, καθόρισαν τον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισαν τα αντιπαραδείγματα. Η εξωτεριστική προσέγγιση: Συσχέτιση και σύνδεση ευρύτερων κοινωνικών δομών και γεγονότων με στενότερες διανοητικές δομές και γεγονότα. Θα δούμε ένα παράδειγμα από το έργο του Shapin (Phrenological Knowledge and the Social Structure of Early 19 th Century Edinburgh, 1975), όπως και τα προβλήματα που ανακύπτουν με μία τέτοια προσέγγιση, μέσα από την κριτική που δέχτηκε από τον Cantor. O Shapin υποστηρίζει πως η αύξηση του ενδιαφέροντος για τη φρενολογία στο Εδιμβούργο του 1820 (στενή δομή), σχετίζεται με την αυξημένη ταξική πάλη της περιόδου στην ίδια περιοχή (ευρεία δομή). Edinburgh Phrenological Society-> Κυρίως μέρη μεσαίας και κατώτερης τάξης Royal Society of Edinburgh -> (με μέλη πολλούς από τους μεγαλύτερους κριτικούς της φρενολογίας) ->Κυρίως ανώτερες τάξεις. Τα αίτια της σύνδεση δεν είναι ξεκάθαρα (γενικόλογη σύνδεση φρενολογίας και μεταρρυθμιστικών κινημάτων). Κριτική του Cantor 1) Το ποιος ανήκει σε ποια τάξη δεν είναι πάντα ξεκάθαρο, άρα δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε εύκολα τα μέλη των δύο societies με ταξικά κριτήρια. Ακόμα, υπήρχαν άτομα που άνηκαν και στις δύο. 2) Ο Shapin δεν ορίζει ακριβώς τι εννοεί λέγοντας «πάλη» και δεν αποδεικνύει με κάποιον τρόπο ότι ήταν αυξημένη το 1820 σε σχέση με άλλες χρονικές στιγμές. 3) Οι δύο Societies είχαν παρόμοια ποσοστά μελών από κάποιες επαγγελματικές ομάδες. Για να το τονίσει, ο Cantor, ζητάει μία κοινωνική εξήγηση για την ομοιότητα των δύο societies (εκεί που ο Shapin την έδωσε για τη διαφορά). Συμπέρασμα: Μία τέτοια συσχέτιση δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Η κριτική του Cantor απευθύνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες εξηγήσεις βάσει ενδιαφερόντων, που ακολουθούν το ίδιο εξηγητικό μοτίβο:
- Εντοπίζουν επιστημονικό διάλογο-διαφωνία, τα μέλη τις κάθε πλευράς του οποίου είναι αναγνωρίσιμα - Εντοπίζουν μία κοινωνική σύγκρουση, οι δύο πλευρές της οποίας μπορούν να συσχετιστούν με τις αντίστοιχες του διαλόγου. - Προτείνουν λύση που συνδέει θεματικά τη σύγκρουση με το διάλογο. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι εσωτεριστικές αφηγήσεις, αλλά εκεί δεν φαίνονται έντονα, καθώς οι κοινωνικοί διαχωρισμοί και οι συγκρούσεις, φαίνονται φυσικές στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας. η σύνδεση ανάμεσα σε συμφέροντα και πεποιθήσεις είναι περισσότερο εμφανής στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας γιατί δείχνουν να είναι εγγενή.
Εξηγήσεις βάσει συμφερόντων από τον Woolgar Τα συμφέροντα επικαλούνται ώστε να εξηγηθούν οι πράξεις, αν και δεν είναι πάντα εμφανές το αποτέλεσμα. Έτσι γίνεται διαχωρισμός κάποιων συμφερόντων ως υπερισχύοντα και ανεξάρτητα από ό,τι πραγματευόμαστε κάθε φορά, αν και μία πράξη μπορεί να εξηγηθεί από πολλά συμφέροντα, οπότε υπάρχει υπονόμευση του διαχωρισμού. Κοινωνικός ρεαλισμός-> Η υπόθεση ότι πτυχές της κοινωνικής σφαίρας είναι καθορισμένες, ακόμη κι αν δεν είναι στον φυσικό κόσμο.. Ο Woolgar, με αφορμή αυτήν την άποψη υποστηρίζει ότι όπως ρητορικά δημιουργούνται τα στοιχεία του κοινωνικού κόσμου, με ανάλογους τρόπους οι επιστήμονες κατασκευάζουν τα στοιχεία του φυσικού κόσμου. Α) Η Θεωρία Δρώντος Δικτύου (Actor-Network Theory) υποστηρίζει τη συμμετρία μεταξύ της κοινωνικής και φυσικής πραγματικότητας (Bloor). Β) Ενώ ο μεθοδολογικός σχετικισμός υποστηρίζει ότι πρέπει να δικαιολογηθεί η έλλειψη συμμετρίας μεταξύ τους. Προβλήματα της ανάλυσης βάσει συμφερόντων 1. Οι συμμετέχοντες αντιμετωπίζονται ως δισδιάστατοι χαρακτήρες, με ένα μόνο τύπο κοινωνικών συμφερόντων και απλή, γραμμική επιστημονική σκέψη. 2. Χρησιμοποιείται απλοποιημένη κοινωνική θεώρηση, δηλαδή γίνεται απομόνωση ορισμένων συμβάντων, τα οποία και απλουστεύονται. 3. Είναι δύσκολο να συνδέσουμε αιτιακά τη συμμετοχή σε μία κοινωνική ομάδα και τα πιστεύω του συμμετέχοντα. 4. Τα συμφέρονται λογίζονται ως πάγια και τα κοινωνικά μοντέλα ως σταθερά, ενώ στην πραγματικότητα τα πρώτα είναι κατασκευασμένα και οι κοινωνίες εύκαμπτες και χρήζουν επεξήγησης, όπως κάθε επιστημονικό αποτέλεσμα. Παρά τα προβλήματα, το STS δεν εγκατέλειψε την ανάλυση βάσει συμφερόντων καθώς 1. Οι απόψεις βάσει ενδιαφερόντων σχετίζονται με ορθολογικές απόψεις, όπου οι δρώντες προσπαθούν να πετύχουν τους στόχους τους. 2. Ερευνητές έδωσαν βάση σε επιστημονικές και τεχνολογικές κουλτούρες και ιδιαίτερα υλιστικές, και για το πώς αυτές μορφοποίησαν επιλογές. 3. Η κριτική που άσκηση ο Woolgar δεν αφορούσε τόσο τα συμφέροντα, αλλά τις επιστημονικές εξηγήσεις γενικότερα, στοιχείο του STS. Κριτικές που δέχθηκε το Ι.Π. 1. Απορρίπτει την αλήθεια, τον ορθολογισμό και την πραγματικότητα του υλικού κόσμου, ενώ στην πραγματικότητα δείχνει πως αυτά έχουν περιορισμένη αξία
στο να εξηγήσουν γιατί μια επιστημονική θεωρία είναι ανώτερη κάποιας άλλης. Για να κατανοήσουμε μία επιστημονική άποψη, πρέπει να συμβουλευτούμε και τις ερμηνείες και τη ρητορική προσέγγιση. 2. Για άλλους δεσμεύεται υπερβολικά στην αλήθεια και τον υλικό κόσμο. Απορρίπτονται ιδεαλιστικές τάσεις από τους οπαδούς του Ι.Π. Μάλλον επειδή τέτοια επιχειρήματα αποδυναμώνουν τη δέσμευση του STS στο μεθοδολογικό αγνωστικισμό (τη μεγαλύτερη συνεισφορά), διερωτόμαστε για την ορθότητά του. 3. Για άλλους, θεωρείται ότι δεσμεύεται υπερβολικά στην πραγματικότητα και τον κοινωνικό κόσμο ότι αντικαθιστά το θεμελιωτισμό που απορρίπτει στον φυσικό κόσμο, με θεμελιωτισμό στον κοινωνικό κόσμο. Woolgar-> Η κριτική των ενδιαφερόντων ενισχύεται από απόψεις πως κοινωνία, επιστήμη και τεχνολογία δημιουργούνται μαζί και για τους ίδιους σκοπούς. Συμπερασματικά Το Ι.Π. δίδαξε πως μπορεί κανείς να μελετήσει το περιεχόμενο της επιστήμης με κοινωνικούς και πολιτιστικούς όρους, καθώς με την εξέλιξη του STS έχουμε εκδήλωση ενδιαφέροντος για επιστημονικές και τεχνολογικές πρακτικές, οι οποίες πλέον δεν λογίζονται ως απλά βήματα για την κατανόηση της γνώσης, αλλά και ως στοιχεία ερευνητικού ενδιαφέροντος.