Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. Πτυχιακή Εργασία

Σχετικά έγγραφα
ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 3 ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΑΛΜΑΤΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΗΚΟΣ- ΤΡΟΠΟΙ ΕΥΡΕΣΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΑΣ

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΑ ΜΕΛΗ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΛΜΑΤΟΣ ΣΕ ΜΗΚΟΣ: ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΑΘΛΗΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Τ47

Ανάπτυξη ταχυδύναμης και άκυκλης ταχύτητας στις αναπτυξιακές ηλικίες

ΕΠΕΑΕΚ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

«ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΦΟΡΑΣ ΣΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΛΜΑΤΟΣ ΣΕ ΜΗΚΟΣ» Κωστικιάδης Ιωάννης. Μεταπτυχιακή Διατριβή

Μέθοδοι Βιοκινητικών Μετρήσεων

Η τεχνική στη προπόνηση (Θεωρητική τεκμηρίωση)

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗN ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΛΑΣΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΔΡΟΜΟΙ

710 -Μάθηση - Απόδοση

Εκμάθηση της τεχνικής τρεξίματος και ανάπτυξη της ταχύτητας στo TAE KWON DO

Τεχνικά χαρακτηριστικά και µεθοδική διδασκαλία των αλµάτων στο σχολείο

710 -Μάθηση - Απόδοση

Μυϊκή αντοχή. Η σχέση των τριών κύριων µορφών της δύναµης (Weineck, 1990) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εργαστήριο Εργοφυσιολογίας-Εργομετρίας, Τ.Ε.Φ.Α.Α. Θεσσαλονίκης, Σ.Ε.Φ.Α.Α. Α.Π.Θ.

Αλμα Τριπλούν Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο. Εισαγωγή

Περιεχόμενα. Βασικά Στοιχεία Τεχνικής Εκτέλεσης και Προπονητικής των Αλμάτων Κλασικού Αθλητισμού 19. Μηχανικό έργο και ενέργεια Έργο...

Προπόνηση συνθέτων αγωνισμάτων με έμφαση στις αναπτυξιακές ηλικίες

ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ (555)

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

Περιεχόμενα. Κεφάλαιο 1. Βασικά στοιχεία τεχνικής εκτέλεσης και προπονητικής των αλμάτων κλασικού αθλητισμού...19

~ Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού ~ Τομέας Κλασικού Αθλητισμού ΙΟΥΝΙΟΣ Πτυχιακή Εργασία

Δείτε στο άρθρο αυτό την επιστημονική προσέγγιση της ταχύτητας και της επιδεξιότητας.

Η ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ΑΝΑΕΡΟΒΙΑ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ) Φαμίσης Κωνσταντίνος Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Συστατικά Κολυμβητικής Προώθησης

Προπονητική Δρόμων Αναπτυξιακής ηλικίας

710 -Μάθηση - Απόδοση

KM 950: Αεροβικός χορός- οργάνωση - μεθοδολογία Διάλεξη 11η : Προπονητική. και aerobic (αεροβικός χορός) I

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η Ακ. Αν. Α. αυξάνει την ικανότητα γρήγορης δραστηριότητας και γρήγορης παραγωγής ενέργειας στις ασκήσεις υψηλής έντασης.

Βασικοί στόχοι: Φυσική κατάσταση Τεχνική Τακτική

ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Θέµατα προς ανάλυση: Κινηµατική ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΠΟΝΗΤΩΝ ΝΑΟΥΣΑ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014

Μια παρουσίαση των νέων δυνατοτήτων ανάλυσης, επεξεργασίας και απεικόνισης της κολυμβητικής απόδοσης & των αγώνων κολύμβησης

Παρακάτω παρατίθενται οι σηµαντικότερες λειτουργίες του δροµικού κοµπιούτερ:

ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗΣ. Εκπαιδευτική ομάδα ΕΠΟ

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΣΤΑ ΑΘΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΑΣ

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

Ειδική προπονητική κλασικού αθλητισμού. Σπύρος Κέλλης Καθηγητής προπονητικής ΤΕΦΑΑ-ΑΠΘ

ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΝΙΚΗΤΗ/ΤΡΙΑΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΚΛΑΣΙΚΟ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΟΥ 2016

Ελεύθερο ΙΙ Συγχρονισμός κινήσεων Θέση σώματος Αναπνοή

Σχεδιασμός ενός προγράμματος προπόνησης

Παρολυμπιακά Αγωνίσματα Κλασικού Αθλητισμού Σ.Ε.Φ.Α.Α. ΑΘΗΝΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ - ΕΠ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΑΛΜΑΤΩΝ - Σ.Ε.Φ.Α.

Προπόνηση των άλλων φυσικών ικανοτήτων

ΒΙΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

Πεταλούδα ΙΙΙ Εκκίνηση & Στροφή Λάθη τεχνικής

Αρχές Σχεδιασμού και Καθοδήγησης της Προπόνησης. Τίτλος Διάλεξης

ΗΜΙΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ / ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ 1 / 5 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ 1 2 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ 3 4 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗΣ. Ερασιτέχνης δρομέας. Ημιμαραθώνιος / μαραθώνιος

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Ταχύτητα. Καθαρές ή βασικές μορφές ταχύτητας. Ταχύτητα. Σύνθετες μορφές ταχύτητας

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού

Αξιολόγηση μυϊκής απόδοσης: Μέγιστη δύναμη και ρυθμός ανάπτυξης δύναμης (RFD)

«ΣΤ ΧΕΙΜΩΝΙΔΕΙΑ» ΙΟΥΝΙΟΥ ΩΡΑ 10:30

Χρυσός κανόνας. Προγραμματισμός ανάπτυξης αλτικής ικανότητας σε ομαδικά αθλήματα 30/11/2016 ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΩΝ

2 ΜΟΡΦΕΣ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗ ΜΠΑΛΑ

ΣΚΟΠΟΙ Η προαγωγή της υγείας Η κοινωνική αλληλεπίδραση Χαρακτήρας περιπέτειας Αρχή ομαδικής συνεργασίας

Αρχές Εργομηχανικής. Διάλεξη 2 Νόμοι του Νεύτωνα

Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΕΠΟ

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

1) Όσοι είχαν παιχνίδι την Κυριακή 2Χ25 συνεχόμενο τρέξιμο σφυγμούς

Αλλαγές στο έµψυχο υλικό ή στο στυλ παιχνιδιού

Πρόταση Εργομετρικής Αξιολόγησης παιδιών σε Ακαδημίες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. προπόνησης ανάπτυξης ταχυδύναμης» Exercises for power training. Δρ. Γεροδήμος Βασίλειος Λέκτορας ΤΕΦΑΑ-ΠΘ

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΤΑΛΕΝΤΟ. Επιμέλεια football-academies Δευτέρα, 04 Μάρτιος 2013

Προ-αγωνιστικές Ρουτίνες: Σχεδιασµός &Εφαρµογές. Νίκος Ζουρµπάνος, Ph.D. ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

«Αρχές Βιοκινητικής» «Γωνιακά Κινηματικά μεγέθη»

Ύπτιο ΙΙΙ Εκκίνηση & Στροφή Λάθη τεχνικής

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ

Προπόνηση δύναμης για δρομείς μεγάλων αποστάσεων

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

21/6/2012. Μέθοδοι Κινηματικής ανάλυσης ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ. Στόχος μεθόδων κινηματικής ανάλυσης

ΟΣ ΜΕΣΟΚΥΚΛΟΣ

Αξιολόγηση φυσιολογικών χαρακτηριστικών στο σύγχρονο ποδόσφαιρο

Ετήσιος προγραμματισμός στο TKD

Ανάλυσης των δυνάμεων κατά τη βάδιση & ισορροπία. Αραμπατζή Φωτεινή

Χριστοδούλου Αλέξης Καθηγητής Φυσικής Αγωγής - Προπονητής Καλαθοσφαίρισης

Στόχοι, Ενδεικτικές ραστηριότητες και Πλάνο Μαθήµατος στη διδασκαλία του Κλασικού Αθλητισµού

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ

Συναρμογή. Ηλικιακά Τμήματα (ΑΓΟΡΙΑ)

Μηχανική των κινήσεων σε ξηρά, νερό και αέρα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. προπόνησης ανάπτυξης ταχυδύναμης» Methods of training power. Δρ. Γεροδήμος Βασίλειος Λέκτορας ΤΕΦΑΑ-ΠΘ

ΕΠΕΑΕΚ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Τρόποι βελτίωσης της ταχύτητας. Τεστ ελέγχου και πρόγνωσης για τα αγωνίσματα των ρίψεων

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΠΟΥΔΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΓΥΜΝΑΣΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΩΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ

ΠΡΟΘΕΡΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΕΠΟ

Πρόσθιο ΙΙΙ Εκκίνηση & Στροφή Λάθη τεχνικής

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ ΚΕ1001. Τίτλος Στόχος & Περιεχόµενα Λέξεις κλειδιά ΠΡΟΤΥΠΟ ΟΜΑ ΑΣ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ

ΝΕΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Θεματική ενότητα Στίβου

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

Τρισέλιδο άρθρο στα πρακτικά του 19 ου ιεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής & Αθλητισµού, Κοµοτηνή (2011), στο περιοδικό «Άθληση & Κοινωνία»

ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΦΑΙΡΙΣΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ

Υπολογισµός συστατικών προώθησης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. Μέθοδος. Μέρη της Έρευνας. Πώς ερευνήθηκε το πρόβληµα? Μέθοδος. Ερµηνεία µετρήσεων Αξιολόγηση. Μέτρηση.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΩΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ ΚΑΙ ΒΟΗΘΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 28 ΜΑΙΟΥ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ Ι

Transcript:

Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού Τομέας Κλασικού Αθλητισμού Πτυχιακή Εργασία Επίδραση του τρόπου εκκίνησης της φόρας στα κινηματικά χαρακτηριστικά της σε αθλητές υψηλού επιπέδου στο άλμα σε μήκος ΧΑΤΖΗΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ ΑΝΤΡΕΑΣ (9980201200235) Επιβλέπων Καθηγητής Θεοδώρου Απόστολος Επ. Καθηγητής: Προπονητική και Διδακτική Αθλητικών Αλμάτων 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1.Εισαγωγή... 3 1.1 Σκοπός της φόρας στο άλμα σε μήκος... 3 1.2 Κινηματικά χαρακτηριστικά της φόρας... 3 1.3 Χαρακτηριστικά της φόρας... 5 1.4 Ρυθμός και τρόποι ανάπτυξης της ταχύτητας στη φόρα... 5 1.5 Τρόποι εκκίνησης της φόρας... 6 1.6 Ακρίβεια της φόρας... 6 1.7 Σκοπός της εργασίας... 7 2. Μεθοδολογία... 8 2.1 Συμμετέχοντες... 8 2.2 Διαδικασίες... 8 2.2.2 Ανάλυση δεδομένων... 9 2.3 Εξαρτημένες μεταβλητές... 10 2.4 Στατιστική ανάλυση... 10 3. Αποτελέσματα... 11 4. Συζήτηση... 12 5. Συμπεράσματα... 14 6. Βιβλιογραφία... 15 2

1.Εισαγωγή Το αγώνισμα του άλματος σε μήκος είναι ένα άθλημα με λάτρεις πολλούς αθλητές. Ένα άθλημα που βασίζεται στη σύγχρονη προπονητική και έρευνα. Το άλμα σε μήκος είναι καθαρά ταχυδυναμικό αγώνισμα και απαιτεί συνδυασμό φυσιολογικών και τεχνικών παραγόντων για να μεγιστοποιηθεί η επίδοση (Φαφούτης 1994). Ενώ το άλμα σε μήκος μοιάζει αρχικά σαν απλή φυσική επιδεξιότητα, όταν καθορίζονται στόχοι για επίτευξη υψηλών επιδόσεων, η επιδεξιότητα αυτή γίνεται πολύπλοκη. Πιο συγκεκριμένα για την εκτέλεση ενός επιτυχημένου άλματος σε μήκος απαιτείται αρχικά να αρχίζει το τρέξιμο από απόσταση περίπου 40 45 μέτρα από τη βαλβίδα και η επιτάχυνση να είναι προοδευτική, με στόχο την ανάπτυξη της μέγιστης ελεγχόμενης ταχύτητας στα τελευταία 10 13 μέτρα του μήκους της φόρας. Έμφαση εξάλλου απαιτείται στην ακρίβεια της φάσης φόρας, ώστε να τοποθετείται το πόδι στην ακριβή θέση ώθησης, καθώς και προετοιμασία για την εκτέλεση της φάσης στήριξης - ώθησης. Καλό θα ήταν ο άλτης να επικεντρώνει την προσοχή του στην εκτέλεση των ειδικών ενεργειών στην πτήση. 1.1 Σκοπός της φόρας στο άλμα σε μήκος Η φόρα διαρκεί από τη στιγμή που ο άλτης ξεκινά να τρέχει, μέχρι τη στιγμή που θα τοποθετήσει το πόδι ώθησης στη βαλβίδα ή μέχρι το σημείο της τελευταίας επαφής με το έδαφος πριν να εκτελέσει το άλμα του. Η φόρα στο άλμα σε μήκος είναι ένας δρόμος επιτάχυνσης που έχει ως στόχο την επίτευξη της μέγιστης ελεγχόμενης ταχύτητας από τον άλτη, μέχρι τη στιγμή της τοποθέτησης του ποδιού στη βαλβίδα, με όσο το δυνατό λιγότερη απώλεια ταχύτητας και με την κατάλληλη θέση του σώματός του. Η επιτυχημένη εκτέλεση του άλματος σε μήκος βασίζεται στη μέγιστη ταχύτητα κατά την φάση της φόρας. Έχει βρεθεί ότι μια αύξηση στην οριζόντια ταχύτητα κατά 1m/sec -1 επιφέρει μια βελτίωση στην επίδοση που κυμαίνεται μεταξύ 0,6-1,3 μ. (Bridgett, et al., 2002; 2006, Chow & Hay, 2005, Hay, 1993, Linthorne, et al., 2011, Nigg, 1974, Popov, 1983). 1.2 Κινηματικά χαρακτηριστικά της φόρας Οι επαναλαμβανόμενοι κύκλοι διασκελισμών αποτελούν το δρόμο ταχύτητας, όπου μια σειρά περιστροφικών κινήσεων του σώματος μεταφέρουν το συνολικό κέντρο βάρους του σώματος προς τα εμπρός. Ο κύκλος διασκελισμού ορίζεται από τον χρόνο που μεσολαβεί της πρώτης επαφής του πέλματος με το έδαφος, ως την επόμενη επαφή του ιδίου πέλματος στο έδαφος (εικόνα 1). 3

1 2 3 4 5 6 7 8 9 Σχήμα 1. Ο κύκλος διασκελισμού Η επίτευξη της μέγιστης ταχύτητας του κέντρου μάζας σώματος βασίζεται στη μεγιστοποίηση της ταχύτητας του διασκελισμού. Η ταχύτητα του διασκελισμού είναι το αποτέλεσμα της συχνότητας διασκελισμού (ΣΔ) και του μήκους διασκελισμού (ΜΔ). Ως εκ τούτου θα ήταν λογικό η μέγιστη ταχύτητα διασκελισμού να μπορούσε να είναι εφικτή, με τη μεγιστοποίηση των δύο παραμέτρων ΜΔ ΣΔ. Κατά παράδοξο όμως τρόπο καθώς ένας άλτης πλησιάζει τη μέγιστη ταχύτητα, η αύξηση σε μια παράμετρο συνοδεύεται από τη μείωση μιας άλλης (Bosco, 1986). Η συχνότητα διασκελισμού εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη συχνότητα των διασκελισμών ανά δευτερόλεπτο, ενώ το μήκος διασκελισμού εξαρτάται από το χρόνο πτήσης. Οι δύο αυτές παράμετροι (συχνότητας και μήκους) είναι εγγενώς διαφορετικές (Hunter, 2004). Σχήμα 2: Σχέση μεταξύ συχνότητας και μήκους διασκελισμού (Donati 1995). 4

Το πιο πάνω σχήμα αποτελεί εικονική αναπαράσταση από την Ιταλική εθνική ομάδα που έγινε το 1987. Παρουσιάζει τον καλύτερο συνδυασμό της ΣΔ και του ΜΔ, με έμφαση στο γεγονός ότι η μεγιστοποίηση της ΣΔ και του ΜΔ δεν αποδίδουν την μέγιστη ταχύτητα (Donati 1995). Η ΣΔ και το ΜΔ δηλώνονται στο σχήμα από το μεγάλο και το μικρό F και L. Η πιο αποδεκτή θεωρία τονίζει ότι για να επιτύχουν οι δρομείς τη μέγιστη ταχύτητα επιβάλλεται να αυξήσουν πρώτα το μήκος διασκελισμού, με στόχο την αύξηση της ταχύτητας σε υπομέγιστα επίπεδα και στη συνέχεια να αυξήσουν τη συχνότητα διασκελισμού για να προσεγγίσουν έτσι τις υψηλότερες ταχύτητές τους (Luhtanen και Comi, 1978, Weyand et al, 2000, Mero και Comi, 1986, Kuitunen et al, 2002). 1.3 Χαρακτηριστικά της φόρας Το μήκος φόρας εξαρτάται από το φύλο, την ηλικία, τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, αλλά και από την εμπειρία που έχουν οι αθλητές να επιταχύνουν σε μικρό χρονικό διάστημα. Από διάφορες βιομηχανικές αναλύσεις που έγιναν φάνηκε ότι οι δρομείς των 100 μέτρων φτάνουν στην μέγιστη ταχύτητά τους, γύρω στα 50-60 μέτρα, μετά την εκκίνηση. Άρα το ιδανικό μήκος φόρας θα έπρεπε να ήταν περισσότερο από 60 μέτρα. Παρόλα αυτά οι καλύτεροι άλτες σπάνια έχουν ξεπεράσει τα 45 μέτρα μήκος φόρας, και αυτό επειδή ο σπρίντερ θέλει να αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητα και να τη διατηρήσει για όσο το δυνατόν περισσότερο χρονικό διάστημα, μέχρι το τέλος. Αντίθετα ο άλτης, χρειάζεται να αναπτύξει τη μέγιστη ελεγχόμενη ταχύτητα και να προετοιμαστεί για τη φάση στήριξης-ώθησης (Κουτσιώρας Ι, Τσιμέας Π, Τσιόκανος Α 2008). Το μήκος φόρας λοιπόν αυξάνεται τόσο όσο χρειάζεται ο άλτης να αναπτύξει τη μέγιστη ελεγχόμενη ταχύτητά του. Η φόρα εξαρτάται από την ικανότητα του άλτη να πετύχει τη μέγιστη ελεγχόμενη ταχύτητα, αλλά και να εκτελεί σωστά τους τρεις τελευταίους διασκελισμούς για να εκτελέσει στη συνέχεια, με επιτυχία, τη φάση στήριξης-ώθησης. Για το κατάλληλο μήκος φόρας λαμβάνονται υπόψη οι φυσικές ικανότητες του άλτη, η ταχύτητα και η ισχύς. Οι επιμέρους φάσεις της φόρας είναι δύο. Η πρώτη επιμέρους φάση είναι η φάση της επιτάχυνσης και εκτελείται από το σημείο εκκίνησης μέχρι το σημείο ελέγχου των έξι τελευταίων διασκελισμών, όπου και δίνεται έμφαση στον τρόπο εκκίνησης και ανάπτυξης της ταχύτητας, καθώς και στην σταθερότητα και ακρίβεια του διασκελισμού. Η δεύτερη επιμέρους φάση εκτελείται κατά τους τελευταίους έξι διασκελισμούς και αφορά στην προετοιμασία για την τοποθέτηση του ποδιού ώθησης στη βαλβίδα και στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων, ώστε η φάση στήριξης ώθησης του ποδιού ώθησης να εκτελεστεί με επιτυχία. 1.4 Ρυθμός και τρόποι ανάπτυξης της ταχύτητας στη φόρα 5

Η φόρα στο άλμα σε μήκος μπορεί να αναπτυχθεί με διάφορους τρόπους. Ένας τρόπος είναι με απλή επιτάχυνση κατά την οποία η ταχύτητα αναπτύσσεται βαθμιαία και προοδευτικά, όπου ο άλτης, αυξάνει προοδευτικά την συχνότητά του μέχρι την βαλβίδα. Άλλος τρόπος είναι με γρήγορη ανάπτυξη της ταχύτητας μέσω υψηλής συχνότητας από το πρώτο μέρος της φόρας και διατήρησή της μέχρι τους τελευταίους έξι διασκελισμούς. Τρίτος τρόπος είναι με γρήγορη ανάπτυξη της ταχύτητας μέσω υψηλής συχνότητας από το πρώτο μέρος της φόρας, διατήρησή της μέσω σταθεροποίησης της συχνότητας και ενεργητική ανάπτυξή της μέσω αύξησης της συχνότητας στους τελευταίους έξι διασκελισμούς. Ο τρίτος τρόπος ανάπτυξης της ταχύτητας είναι ο πιο δύσκολος, απαιτεί μεγαλύτερο μήκος φόρας και υψηλή αίσθηση ρυθμού και για αυτό τον λόγο χρησιμοποιείται μόνο από αθλητές υψηλού επιπέδου. 1.5 Τρόποι εκκίνησης της φόρας Σύμφωνα με τον Martin (Martin 1974) υπάρχουν τουλάχιστον οκτώ τρόποι με τους οποίους ο άλτης του άλματος σε μήκος μπορεί να αρχίσει την φόρα του. Από αυτούς όμως δύο είναι οι πιο συχνοί: α) η έναρξη από στάση όπου ο άλτης μπορεί να ξεκινήσει με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο πίσω και β) η έναρξη κατά την οποία ο άλτης πραγματοποιεί κάποιους διασκελισμούς με χαλαρό τρέξιμο, μέχρι το σημείο έναρξης της φόρας του, όπου και ξεκινά να παράγει την επιτάχυνση του (προκαταρκτικοί διασκελισμοί). Διαχρονικά φαίνεται ότι η εκκίνηση από στάση είναι η συχνότερα χρησιμοποιημένη από κορυφαίους άλτες (Linthorne, 2011). Αμέσως επόμενη είναι η εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς. Η τεχνική όμως αυτή προσφέρει λιγότερη σταθερότητα στην ταχύτητα και επομένως όχι τόσο ακριβή εκκίνηση (Hay, 1993). 1.6 Ακρίβεια της φόρας Η ακρίβεια της φόρας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες οι οποίοι προκαλούν είτε αύξηση είτε μείωση του μήκους φόρας, κατά 0,30 0,60μ. Πρώτος και βασικός ο σωστός τρόπος εκκίνησης. Ακολουθεί η αφομοίωση του σωστού τρόπου ανάπτυξης της ταχύτητας. Η σταθερότητα της δομής του μήκους διασκελισμού και ο ρυθμός καθ όλη τη διάρκεια της φόρας είναι πολύ σημαντικοί καθώς στην αρχική φάση της επιτάχυνσης, ο άλτης χρησιμοποιεί ένα στερεότυπο μοτίβο διασκελισμών πριν τη φάση «στόχευσης», όπου ο άλτης προσαρμόζει το μοτίβο διασκελισμών του για να εξαλείψει οποιαδήποτε σφάλματα που έχουν προκύψει στην πρώτη φάση (Hay, 1988). Επομένως η ακρίβεια της φόρας εξαρτάται ακόμα από την ικανότητα του άλτη να διορθώνει μικρές παρεκκλίσεις προς την τελική προσέγγιση στη βαλβίδα Κατά τη διάρκεια των τελευταίων διασκελισμών πριν από την εκτίναξη, ο άλτης χρησιμοποιεί την οπτική του αντίληψη για να δει πόσο μακριά είναι από τους κριτές, ως βάση, για 6

να προϋπολογίσει τους τελευταίους διασκελισμούς του. Κορυφαίοι άλτες ξεκινούν τη στρατηγική οπτικού ελέγχου, στους περίπου πέντε διασκελισμούς πριν τους κριτές και είναι σε θέση να εκτελέσουν τις προσαρμογές διασκελισμών τους, με μια μικρή οριζόντια απώλεια ταχύτητας. Οι άλτες με λιγότερες ικανότητες τείνουν να κάνουν λάθος σε θέματα συγκέντρωσης και πρόβλεψης και προσαρμόζουν τους διασκελισμούς τους πιο αργά από τους ψιλών δεξιοτήτων άλτες. Πολλοί άλτες χρησιμοποιούν ένα σημάδι επιλογής στους 4-6 διασκελισμούς πριν τους κριτές, έτσι ώστε ο προπονητής τους να μπορεί να παρακολουθεί λάθη στην πρώτη φάση της φόρας (Nicholas P. Linthorne ). Εννοείται ότι όλα τα παραπάνω εξαρτώνται από τον χαρακτήρα του άλτη. Επομένως, σημαντικοί θεωρούνται οι εσωτερικοί (κακή φυσική και ψυχολογική κατάσταση του άλτη) και οι εξωτερικοί παράγοντες (μαλακός διάδρομος, αντίθετος άνεμος, πρωινοί αγώνες) οι οποίοι, αναλόγως συγκεκριμένων συνθηκών, προκαλούν μείωση του μήκους φόρας. Αντίθετα, εξωτερικοί παράγοντες, όπως ο σκληρός διάδρομος, ο ευνοϊκός άνεμος και ο ζεστός καιρός, παράλληλα με τους εσωτερικούς παράγοντες, όπως η καλή φυσική και ψυχολογική κατάσταση του άλτη, είναι λογικό να επιφέρουν αύξηση στο μήκος φόρας. 1.7 Σκοπός της εργασίας Σύμφωνα με τον Hay (1986), μια ανάλυση που έγινε σε 816 άλματα σε άντρες και γυναίκες αθλητές, εθνικού και διεθνούς επιπέδου σε αγώνες έδειξε μια σημαντική συσχέτιση (r = 0.459), ανάμεσα στη μέθοδο εκκίνησης που χρησιμοποιήθηκε και την ακρίβεια της φόρας (Martin 1974). Παρά τη μεγάλη σημασία όμως που παίζει ο τρόπος εκκίνησης στον ρυθμό ανάπτυξης της ταχύτητας και στην ακρίβεια της φόρας, δεν υπάρχει καμία έρευνα που να έχει ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα. Παρότι υπάρχουν ατομικές διαφοροποιήσεις συνήθως, οι δρομείς ταχύτητας στις υπομέγιστες ταχύτητες αυξάνουν την ταχύτητα μέσω της αύξησης τόσο του μήκους όσο και της συχνότητας διασκελισμού. Ωστόσο στη συνέχεια, για την επίτευξη της μέγιστης ταχύτητας, βασίζονται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της συχνότητας του διασκελισμού (Kuitunen et al., 2002; Luhtanen & Komi, 1978; Mero & Komi, 1985; Weyand et al., 2000). Πρόσφατα ευρήματα των Theodorou et al., (2017) έδειξαν ότι στην αρχική φάση της φόρας οι αθλητές επιτυγχάνουν το 95 ± 6% του μέσου μήκους διασκελισμού και το 87 ± 4% της μέσης συχνότητας κάτι που αντιστοιχεί στο 83 ± 6% της τελικής ταχύτητας διασκελισμού. Σκοπός της παρούσης πτυχιακής εργασίας ήταν να ερευνήσει την επίδραση του τρόπου εκκίνησης (στάση ή προκαταρκτικοί διασκελισμοί/flying start) στα κινηματικά χαρακτηριστικά της φόρας στο άλμα σε μήκος σε αθλητές υψηλού επιπέδου. 7

2. Μεθοδολογία 2.1 Συμμετέχοντες Για την παρούσα πτυχιακή εργασία κατεγράφησαν 12 άντρες αθλητές υψηλού επιπέδου που συμμετείχαν στο άλμα σε μήκος, στο European Athletic Team Championship 1 st League που διεξήχθη στο Ηράκλειο Κρήτης το 2015. 2.2 Διαδικασίες 2.2.1 Συλλογή δεδομένων Οι επιδόσεις των αθλητών καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια τις διοργάνωσης σε αγωνιστικές συνθήκες. Τοποθετήθηκαν λευκοί δείχτες σε διάστημα 1μ. παράλληλα με τις γραμμές του διαδρόμου φόρας του άλματος σε μήκος (εικόνα 1). Εικόνα 1. Τοποθέτηση σημαδιών στον διάδρομο των αλμάτων Η προσπάθεια του κάθε άλτη στη φάση φόρας του άλματος καταγράφηκε από δύο βιντεοκάμερες υψηλής συχνότητας καταγραφής (CASIO EX F1) που ήταν τοποθετημένες σε κερκίδα και σε απόσταση 15μ. από το διάδρομο φόρας, οι οποίες 8

κατέγραφαν στα 300 καρέ/δευτερόλεπτο (σχήμα 3). Επτά αθλητές έκαναν εκκίνηση της φόρας από στάση και πέντε με προκαταρκτικούς διασκελισμούς. Κάθε άλτης πραγματοποίησε 3 προσπάθειες με εξαίρεση τους 3 πρώτους αθλητές που πραγματοποίησαν 4. Αναλύθηκαν συνολικά 39 προσπάθειες. Σχήμα 3. Σχηματική απεικόνιση του χώρου μέτρησης 2.2.2 Ανάλυση δεδομένων Τα βίντεο ψηφιοποιήθηκαν με τη χρήση APAS 13.3.3 (Ariel Dynamics, ΗΠΑ) και KINOVΕA (0.8.15), και η ανάλυση έγινε στα καρέ που περιέχουν τη στιγμή έναρξης της στήριξης και τη στιγμή ολοκλήρωσης της στήριξης του ποδιού στο έδαφος, σε κάθε βήμα (εικόνα 2). Εικόνα 2. Υπολογισμός του μήκους διασκελισμού Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε σε όλες τα προσπάθειες του κάθε άλτη, από τον πρώτο διασκελισμό της φόρας μέχρι και τον τελευταίο. 9

2.3 Εξαρτημένες μεταβλητές Υπολογίστηκε η τυπική απόκλιση στις 3 ή 4 προσπάθειες του 1 ου βήματος, του 2 ου βήματος και του 1 ου διασκελισμού (1 ο +2 ο βήμα) της φόρας ως δείκτης μεταβλητότητας και ακρίβειας στην στερεότυπη εκτέλεση της φόρας. Επίσης υπολογίστηκε η ποσοστιαία αναλογία του μήκους, συχνότητας και ταχύτητας του 1 ου βήματος της φόρας, σε σχέση με το 3 ο από τη βαλβίδα βήμα, καθώς εκεί παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη ταχύτητα βήματος σχεδόν σε όλους τους αθλητές. Οι εξαρτημένες μεταβλητές που μετρήθηκαν ήταν η μέση ταχύτητα (V) κάθε βήματος (ΜΤΒ) σύμφωνα με τον τύπο: V = d / t όπου d είναι το μήκος (μέτρα) του βήματος και t είναι ο χρόνος (δευτερόλεπτα) που ξεκινά από την τελευταία χρονική στιγμή της επαφής του ποδιού με το έδαφος, μέχρι την τελευταία χρονική στιγμή της επαφής του αντίθετου ποδιού με το έδαφος. Για τον υπολογισμό του χρόνου μετρήθηκε ο αριθμός των καρέ. Καθώς η συχνότητα λήψης της κάμερας ήταν 300 καρέ/δευτερόλεπτο, ένα (1) καρέ αντιστοιχούσε σε 0,0033 δευτερόλεπτα. Η συχνότητα του βήματος (ΣΒ) υπολογίστηκε σύμφωνα με την ακόλουθο τύπο: Frq = 1/( Ct + At) όπου Ct είναι ο χρόνος στήριξης στο έδαφος (δευτερόλεπτα), που ξεκινά από την πρώτη χρονική στιγμή της επαφής του ποδιού με το έδαφος, μέχρι την τελευταία χρονική στιγμή της επαφής του αντίθετου ποδιού με το έδαφος. Όπου At είναι ο χρόνος πτήσης (δευτερόλεπτα), δηλαδή ο χρόνος ανάμεσα στην τελευταία επαφή με το έδαφος του ενός ποδιού και στην έναρξη της επαφής του αντίθετου ποδιού με το έδαφος. 2.4 Στατιστική ανάλυση Χρησιμοποιήθηκαν περιγραφικά στατιστικά για τον υπολογισμό των μέσων όρων και τυπικών αποκλίσεων για το μήκος βήματος και διασκελισμού, τη συχνότητα βήματος και τη μέση ταχύτητα βήματος. Συγκεκριμένα έγιναν οι παρακάτω υπολογισμοί: 1) Μεταβλητότητα (± τυπική απόκλιση) μήκους 1ου βήματος, 2) μεταβλητότητα 2ου βήματος, 3) μεταβλητότητα 1ου διασκελισμού (1ο + 2ο βήμα), 4) ποσοστιαία αναλογία μήκους 1ου βήματος / 3ου από το τέλος βήματος, 5) ποσοστιαία αναλογία 10

συχνότητας 1ου βήματος / 3ου από το τέλος βήματος, 6) ποσοστιαία αναλογία ταχύτητας 1ου βήματος / 3ου από το τέλος βήματος. 3. Αποτελέσματα Στους κάτωθι πίνακες παρουσιάζονται τα αποτελέσματα στα κινηματικά χαρακτηριστικά της φόρας και με τους δύο τρόπους εκκίνησης (στάση, προκαταρκτικοί διασκελισμοί). Τρόπος εκκίνησης Μήκος φόρας (μ.) Βήματα φόρας Πίνακας 1. Μεταβ/τα 1 ου βήματος (εκ.) Μεταβ/τα 2 ου βήματος (εκ.) Μεταβ/τα 1 ου διασκελισμού (εκ.) Στάση 43,72 19 5,34 6,42 8,16 Flying start 38,51 17 7,91 8,67 14,38 Διαφορά +5,21 +2 +2,57 +2,25 +6,78 Τρόπος εκκίνησης % αναλογία ταχύτητας 1 ου /3 ου από το τέλος βήματος Πίνακας 2. % αναλογία συχνότητας 1 ου /3 ου από το τέλος βήματος % αναλογία μήκους 1 ου /3 ου από το τέλος βήματος Στάση 50 68 73 Flying start 77 68 113 Διαφορά +27 = +40 11

4. Συζήτηση Τα ευρήματα της έρευνάς μας, έδειξαν ότι ο μέσος όρος του μήκους φόρας ανάμεσα στους δύο τρόπους εκκίνησης (στάση έναντι προκαταρκτικοί διασκελισμοί) είχε διαφορά 5,21 μ. Συγκεκριμένα οι αθλητές που ξεκινούσαν τη φόρα τους με προκαταρκτικούς διασκελισμούς είχαν μικρότερη φόρα (38,51 μ.,) με 17 βήματα, έναντι της εκκίνησης από στάση όπου οι αθλητές χρησιμοποιούσαν περισσότερα μέτρα στην εκτέλεση της φόρας τους (43,72 μ.), με 19 βήματα. Η διαφορά αυτή πιθανόν να προκύπτει από το γεγονός ότι στην εκκίνηση της φόρας με προκαταρκτικούς διασκελισμούς καταφέρνει να πετύχει σε μικρότερο χρονικό διάστημα τη μέγιστη ελεγχόμενη ταχύτητά του, έτσι ώστε να μην χρειάζονται περισσότερα μέτρα για την εκτέλεση της φόρας τους. Παρατηρώντας την ποσοστιαία αναλογία της ταχύτητας του 1 ου βήματος της φόρας σε σχέση με το 3 ο από το τέλος βήμα, (Πίνακας 2) διαπιστώνουμε ότι στην εκκίνηση από στάση είναι 50%, ενώ στην εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς είναι 77%. Αυτό σημαίνει ότι στην εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς οι αθλητές βρίσκονται πιο κοντά κατά 27% στην επίτευξη της μέγιστης ταχύτητας σε σχέση με την εκκίνηση από στάση. Επομένως αυτό εξηγεί και τη διαφορά στο μήκος της φόρας και τον αριθμό των βημάτων Ποια είναι επομένως η παράμετρος της ταχύτητας που επηρεάζεται από τον τρόπο εκκίνησης; Μία πιο εν τω βάθει ανάλυση μας δείχνει ότι όσον αφορά την ποσοστιαία αναλογία της συχνότητας του 1 ου βήματος της φόρας και του 3 ου από το τέλος βήματος, και στους δύο τρόπους εκκίνησης η αναλογία είναι η ίδια με ποσοστό 68%. Αντίθετα η ποσοστιαία αναλογία του μήκους του 1 ου βήματος της φόρας και του 3 ου από το τέλος βήματος, στην εκκίνηση από στάση είναι 73%, ενώ στην εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς είναι 113%. Αυτό δηλαδή που παρατηρούμε είναι ότι η μεγαλύτερη ταχύτητα που έχουν στην αρχή της φόρας όσοι αθλητές ξεκινούν τη φόρα τους με προκαταρκτικούς διασκελισμούς, επιτυγχάνεται μέσω αυξημένου διασκελισμού και όχι μέσω αυξημένης συχνότητας, η ποσοστιαία αναλογία της οποίας (μεταξύ 1 ου βήματος της φόρας και του 3 ου από το τέλος βήματος) είναι ίδια και στους δύο τρόπους εκκίνησης. Γιατί όμως οι αθλητές που χρησιμοποιούν προκαταρκτικούς διασκελισμούς προτιμούν να αξιοποιήσουν την ορμή που αποκτούν από αυτούς για αύξηση του μήκους διασκελισμού και όχι της συχνότητας; Γνωρίζουμε ότι για να επιτύχουν οι δρομείς τη μέγιστη ταχύτητα επιβάλλεται να αυξήσουν πρώτα το μήκος διασκελισμού, με στόχο την αύξηση της ταχύτητας σε υπομέγιστα επίπεδα (αρχή της φόρας ή επιτάχυνση στην εκκίνηση στα σπριντ) και στη συνέχεια να αυξήσουν τη συχνότητα διασκελισμού για να προσεγγίσουν έτσι τις υψηλότερες ταχύτητές τους (Luhtanen και Comi, 1978, Weyand et al, 2000, Mero και Comi, 1986, Kuitunen et al, 2002). Γνωρίζουμε επίσης ότι το μήκος διασκελισμού εξαρτάται από το μέγεθος των δυνάμεων που εφαρμόζονται σε κάθε διασκελισμό. Οι δυνάμεις αυτές καθορίζονται από τη δύναμη του άλτη, την ικανότητα του να παράγει ισχύ και την ευκινησία των αρθρώσεων. Σύμφωνα με τον δεύτερο νόμος του Νεύτωνα ΣF = m (μάζα) α (επιτάχυνση). Δηλαδή η δύναμη είναι ανάλογη της επιτάχυνσης. Επομένως ένα σώμα 12

με αρχική επιτάχυνση (για παράδειγμα ο άλτης που έχει εκτελέσει 2-3 προκαταρκτικούς διασκελισμούς) μπορεί να παράγει μεγαλύτερη δύναμη από τον άλτη που ξεκινά από στάση και χωρίς αρχική επιτάχυνση και επομένως να εκτελέσει μεγαλύτερα μήκη διασκελισμού στην αρχή της φόρας. Η χρήση επομένως της φόρας με προκαταρκτικούς διασκελισμούς δίνει στον άλτη τη δυνατότητα να επιτύχει το μέγιστο μήκος διασκελισμού στο πρώτο μέρος της φόρας κάτι το οποίο θα του επιτρέψει στο τελευταίο μέρος της φόρας να επικεντρωθεί περισσότερο στην τεχνική προσέγγισης στην βαλβίδα και στην αύξηση της ταχύτητας μέσω αυξημένης συχνότητας, κάτι το οποίο αποτελεί και απαραίτητη τεχνική προϋπόθεση στο άλμα σε μήκος. Επομένως μία αρχική εκτίμηση είναι ότι η έναρξη της φόρας με προκαταρκτικούς διασκελισμούς συμβάλει θετικά στην ανάπτυξη του ρυθμού της φόρας. Όμως η φόρα στα άλματα δεν απαιτεί μόνο ταχύτητα και ρυθμό αλλά και ακρίβεια. Όσον αφορά στην παράμετρο της μεταβλητότητας του 1 ου βήματος, στην εκκίνηση από στάση ήταν 5,34 εκ., ενώ στην εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς ήταν 7,91 εκ. δεδομένο που δείχνει ότι η μεταβλητότητα του 1 ου βήματος στην εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς είναι μεγαλύτερη. Σχετικά με την παράμετρο της μεταβλητότητας του 2 ου βήματος, στην εκκίνηση από στάση ήταν 6,42 εκ. ενώ στην εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς ήταν 8,67 εκ. Προκύπτει μια διαφορά 2,25 εκ. Και πάλι η μεταβλητότητα του 2 ου βήματος στην εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς είναι μεγαλύτερη. Συνέπεια του 1 ου και 2 ου βήματος είναι ο 1 ος διασκελισμός. Η μεταβλητότητα του διασκελισμού στην εκκίνηση από στάση ήταν 8,16 εκ. ενώ στην εκκίνηση με προκαταρκτικούς διασκελισμούς ήταν 14,38 εκ. με μια διαφορά 6,78 εκ. μεταξύ των δύο τρόπων εκκίνησης. Παρατηρούμε επομένως μεγαλύτερη μεταβλητότητα στην εκτέλεση του 1 ου διασκελισμού της φόρας όταν αυτή εκτελείται με προκαταρκτικούς διασκελισμούς. Που μπορεί όμως να οφείλεται αυτό το γεγονός; Γνωρίζουμε ότι η ακρίβεια της φόρας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ακρίβεια στο σημείο έναρξης της φόρας και την ικανότητα αφομοίωσης και στερεότυπης επανάληψης του ρυθμού ανάπτυξης της ταχύτητας. Δηλαδή στην ικανότητα του αθλητή να επαναλαμβάνει τα ίδια μήκη και συχνότητες διασκελισμού από την αρχή μέχρι το τέλος της φόρας σε κάθε επαναλαμβανόμενη προσπάθεια. Είναι πολύ πιθανόν επομένως η αρχική επιτάχυνση που προσδίδουν οι προκαταρκτικοί διασκελισμοί στον αθλητή να του επιτρέπουν μεν την εφαρμογή μεγαλύτερων δυνάμεων και την επίτευξη μεγάλων διασκελισμών να προκαλούν όμως μια αστάθεια στον έλεγχο αυτών των δυνάμεων ώστε να επιτύχει την απαιτούμενη σταθερότητα. Μία παράμετρος που πιθανόν να συμβάλει περαιτέρω σε αυτό είναι ότι οι προκαταρκτικοί διασκελισμοί που προηγούνται της έναρξης της φόρας τις περισσότερες φορές δεν είναι τυποποιημένοι (μετρημένοι ή εκτελεσμένοι με την ίδια ένταση) με αποτέλεσμα ο αθλητής να ξεκινάει τη φόρα του με διαφορετική κάθε φορά αρχική επιτάχυνση κάτι το οποίο θα έχει αντίκτυπο και στη σταθερότητα του μήκους του πρώτου διασκελισμού. 13

5. Συμπεράσματα Μεταξύ των δύο τρόπων εκκίνησης (στάση, προκαταρκτικοί διασκελισμοί) παρατηρήθηκε μεγαλύτερη μεταβλητότητα στο μήκος του 1 ου διασκελισμού της φόρας όταν η φόρα ξεκινά με προκαταρκτικούς διασκελισμούς. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δείγμα των αθλητών που καταγράφηκε ήταν εκπρόσωποι εθνικών ομάδων διαπιστώνουμε ότι ακόμα και σε αθλητές υψηλού επιπέδου η έναρξη της φόρας με προκαταρκτικούς διασκελισμούς δεν είναι πλήρως τυποποιημένη και εξακολουθεί να αποτελεί πηγή μεταβλητότητας και λάθους. Επομένως συστήνεται η τυποποίηση σε ό,τι αφορά τον αριθμό και τον τρόπο εκτέλεσης τους προκειμένου να επιτευχθεί υψηλότερη ακρίβεια. Οι αθλητές που ξεκινούν τη φόρα τους με προκαταρκτικούς διασκελισμούς επιτυγχάνουν στο 1 ο βήμα της φόρας το 77% της μέγιστης ταχύτητας ενώ όσοι ξεκινούν από στάση το 50%. Αυτό οφείλεται στην επίτευξη μεγαλύτερου μήκους διασκελισμού που προκαλείται από τη δυνατότητα για μεγαλύτερη εφαρμογή δυνάμεων στο έδαφος λόγω της αρχικής επιτάχυνσης. Οι αθλητές που ξεκινούν από στάση επιτυγχάνουν το 77% της μέγιστης στο 3 ο με 4 ο βήμα της φόρας. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι η φόρα των αθλητών που ξεκινούν από στάση είναι μικρότερη κατά 2 βήματα ή περίπου 5 μέτρα από την αντίστοιχη των αθλητών που ξεκίνησαν με προκαταρκτικούς. Πολύ σημαντική είναι επίσης η διαπίστωση ότι και με τους δύο τρόπους εκκίνησης η συχνότητα διασκελισμού στην αρχή της φόρας είναι ακριβώς η ίδια. Το συμπέρασμα που προκύπτει επομένως είναι ότι για το συγκεκριμένο επίπεδο αθλητών (υψηλό) η εκκίνηση της φόρας με προκαταρκτικούς διασκελισμούς δίνει τη δυνατότητα στον αθλητή να αναπτύξει πιο γρήγορα την ταχύτητά του και να επιτύχει πιο γρήγορα το ιδανικό μήκος διασκελισμού ώστε στη συνέχεια να μπορεί να επικεντρωθεί στο ρυθμό της φόρας, μέσω διαχείρισης της συχνότητας, με στόχο την επίτευξη της μέγιστης ταχύτητας, πριν την βαλβίδα. Επειδή όμως ο τρόπος αυτός εκκίνησης ενέχει μεγαλύτερο ρίσκο ανακρίβειας στην αρχική φάση εκτέλεσης της φόρας συνιστάται η τυποποίηση των προκαταρκτικών διασκελισμών σε ό,τι αφορά τον αριθμό τους και τον ρυθμό εκτέλεσής τους. 14

6. Βιβλιογραφία Bosco, C., &Vittori, C. (1986): Biomechanical characteristics of sprint running during maximal and supra-maximal speed. New Studies in Athletics, 1, 39-45 Bridgett, L. A., & Linthorne, N. P. (2006). Changes in long jump take-off technique with increasing run-up speed. Journal of Sports Sciences, 24(8), 889-897. doi: 10.1080/02640410500298040 Bridgett, L. A., & Linthorne, N. P. (2006). Changes in long jump take-off technique with increasing run-up speed. Journal of Sports Sciences, 24(8), 889-897. doi: 10.1080/02640410500298040 Donati, A. (1995). The development of stride length and stride frequency in sprinting. New Studies in Athletics, 10(1), 51-66. Hay, J. G. (1986). The biomechanics of the long jump. In K.B. Pandolf (Ed.), Exercise and sport sciences reviews (pp.401-446). New York: Macmillan. Hay, J. G., & Koh, T. J. (1988). Evaluating the approach in the horizontal jumps. International Journal of Sport Biomechanics, 4, 372-392. Hay, J.G. (1993). Citius, altius, longius (faster, higher, longer): The biomechanics of jumping for distance. Journal of Biomechanics, 26(Suppl. 1), 7-21. Hunter, J. P., Marshall, R. N., & McNair, P. J. (2004). Interaction of step length and step rate during sprint running. Medicine and Science in Sports and Exercise, 36(2), 261-71. doi: 10.1249/01.MSS.0000113664.15777.53 Kuitunen, S., Komi, P.V., & Kyröläinen, H. (2002). Knee and ankle joint stiffness in sprint running. Medicine and Science in Sports and Exercise, 34(1), 166-73. Linthorne, N.P., Baker, C., Douglas, M.M., Hill, G.A., & Webster, R.G. (2011). Take-off forces and impulses in the long jump. Portuguese Journal of Sport Sciences, 11 (Suppl. 3), 33-36. Luhtanen, P., & Komi, P. V. (1978). Mechanical factors influencing running speed. In E. Asmussen and K. Jørgensen (Eds), Biomechanics VI-B, International Series on Biomechanics, vol 2B, (pp. 23-29). Baltimore, MA, University Park Press. 15

Mero, A., & Komi, P. V. (1985). Effect of supramaximal velocity on biomechanical variables in sprinting. International Journal of Sport Biomechanics 1, 240-252. Popov, V. (1983). The long jump run-up. T. Tech. 85, pp. 2708-2709 Theodorou, S. A., Panoutsakopoulos V., Exell A. T., Argeitaki P., Paradisis P. G., & Smirniotou A. (2016). Step characteristic interaction and asymmetry during the approach phase in long jump. Journal of sports sciences, 35(4):346-354. Weyand, P. G., Sternlight, D. B., Bellizzi, M. J., & Wright, S. (2000). Faster top running speeds are achieved with greater ground forces not more rapid leg movements. Journal of Applied Physiology, 89(5), 1991-1999. Weyand, P. G., Sternlight, D. B., Bellizzi, M. J., & Wright, S. (2000). Faster top running speeds are achieved with greater ground forces not more rapid leg movements. Journal of Applied Physiology, 89(5), 1991-1999. Κουτσιώρας Ι, Τσιμέας Π, & Τσιόκανος Α ΤΕΦΑΑ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας / Αναζητήσεις στη Φ.Α. & τον Αθλητισμό, 6 (2008), 138 148 Βεληγκέκας Π. και Μπογδάνης Γ (2013). Θεωρία και Μεθοδολογία Προπονητικής Αλμάτων Κλασικού Αθλητισμού 16