Παθήσεις Θυρεοειδούς Καρακώστας Γεώργιος Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής, Γ.Ν.Κιλκίς
Η καρδιά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στη δράση της θυρεοειδικής ορµόνης. Έτσι, η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς µπορεί να προκαλέσει σοβαρές καρδιαγγειακές διαταραχές, υποδυόµενες πρωτοπαθή καρδιακή νόσο.
Τ₃ (τριιωδοθυρονίνη) Τ₄ (θυροξίνη)
Είναι η κλινική κατάσταση που προκαλείται από την υπέρµετρη παραγωγή Τ₃, Τ₄ ή και των δύο. Είναι αρκετά συνήθης νόσος, συχνότερη τέσσερις έως οκτώ φορές στις γυναίκες, µε το µέγιστο της συχνότητάς του στην τρίτη και τέταρτη δεκαετία. Συνηθέστερα αίτια είναι η διάχυτη τοξική βρογχοκήλη (νόσος Graves) και η οζώδης τοξική βρογχοκήλη.
Άµεση δράση Έµµεση δράση µέσω του συµπαθητικού νευρικού συστήµατος.
Άµεση θετική ινότροπη δράση στην αριστερή κοιλία. Αύξηση του µεγέθους της κοιλιακής κοιλότητας, χωρίς µεταβολή της τελοδιαστολικής πίεσης ούτε του µήκους των σαρκοµεριδίων στην διαστολή.
Αύξηση της δραστηριότητας του συµπαθητικού νευρικού συστήµατος. Αύξηση της απάντησης του καρδιακού ιστού σε φυσιολογικά συµπαθητικά ερεθίσµατα, λόγω µεταβολής της χηµικής συγγένειας των κατεχολαµινών µε τους υποδοχείς τους.
Ολικός όγκος αίµατος Διαστολική χάλαση Συσπαστικότητα ΤΔΟΑΚ Όγκος παλµού Περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις ΤΣΟΑΚ Καρδιακή παροχή Καρδιακή συχνότητα
Καρδιακή συχνότητα ηρεµίας >90 bpm (90%) Παλµοί (85%) Κολπική µαρµαρυγή (10%) Οίδηµα κάτω άκρων (30%) Αυξηµένη κατανάλωση οξυγόνου (βασικός µεταβολισµός) Απώλεια βάρους Μυοπάθεια σκελετικών µυών Αύξηση του µεταβολισµού των οστών (οστεοπόρωση ή υπερασβεστιαιµία) Λεπτό δέρµα Λεπτές εύθραυστες τρίχες µαλλιών Εύθρυπτα νύχια Ολιγοµηνόρροια ή αµηνόρροια Αυξηµένη συχνότητα κενώσεων εντέρου
Καρδιακή συχνότητα ηρεµίας >90 bpm (90%) Παλµοί (85%) Δύσπνοια προσπαθείας (80%) Αύξηση της πιέσεως του σφυγµού (συστολική υπέρταση) Έντονη ώση της κορυφής Έντονος 1 ος καρδιακός τόνος και έντονο πνευµονικό στοιχείο του 2 ου τόνου Μεσοσυστολικό φύσηµα, συνήθως στη βάση της καρδιάς 3 ος καρδιακός τόνος (κατά περίπτωση) Τριβή Means-Lerman (σπάνια) Τρόµος Ζωηρά αντανακλαστικά Αυξηµένη εφίδρωση Δυσανεξία θερµότητας Αϋπνία Άγχος
Διάταση αριστερής κοιλίας Διάταση αορτής και πνευµονικής αρτηρίας Πνευµονική συµφόρηση
Φλεβοκοµβική ταχυκαρδία >100/1 (40%) Κολπική µαρµαρυγή (15-25%) Διεύρυνση ή οδόντωση των Ρ, λόγω διαταραχών της ενδοκοιλιακής αγωγής Παράταση του ΡR (5%) Διαταραχές της ενδοκοιλιακής αγωγής, κυρίως RBBB (15%) Παροξυντική υπερκοιλιακή ταχυκαρδία ή κολπικός πτερυγισµός (σπάνια) Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2 ου ή 3 ου βαθµού (σπάνια)
Είναι κλινικά σύνδροµα σαφώς συχνότερα σε ασθενείς µε υποκείµενη καρδιαγγειακή νόσο Σπανίως εµφανίζονται σε ασθενείς µε φυσιολογική καρδιά, λόγω στεφανιαίου σπασµού και ανάπτυξης θυρεοτοξικής µυοκαρδιοπάθειας
Καθοριστικής σηµασίας για τη διάγνωση είναι η µείωση των επιπέδων της TSH, που αντικατοπτρίζει την αύξηση των επιπέδων της θυρεοειδικής ορµόνης στο αίµα. Φαρµακευτική θεραπεία είναι οι θειοναµίδες, όπως η προπυλθειουρακίλη. Το ιώδιο αναστέλλει την απελευθέρωση των θυρεοειδικών ορµονών. Η δράση του είναι ταχύτερη των φαρµάκων, αλλά η διάρκειά του βραχύτερη.
Οι β-αναστολείς και η δακτυλίτιδα, ενδοφλέβια ή per os, βελτιώνουν τόσο τα συµπτώµατα, όσο και την καρδιακή λειτουργία. Ριζική θεραπεία του υπερθυρεοειδισµού είναι η χειρουργική αφαίρεση του αδένα ή η ακτινοβολία του µε ραδιενεργό Ι¹³¹.
Είναι η κλινική κατάσταση που προκαλείται από τη µειωµένη έκκριση τόσο της Τ₄, όσο και της Τ₃. Είναι σχετικά συνήθης νόσος, 2 φορές συχνότερη στις γυναίκες, µε το µέγιστο της συχνότητάς του στις ηλικίες µεταξύ 30 και 60 ετών. Συνήθως είναι πρωτοπαθής, οφειλόµενος στην καταστροφή του αδένα από φλεγµονώδη αίτια. Σπανιότερα είναι δευτεροπαθής, οφειλόµενος σε ελαττωµένη έκκριση της TSH, λόγω νόσου της υπόφυσης ή του υποθαλάµου. Ιατρογενής ή οφειλόµενος σε ένδεια ιωδίου.
Καρδιά ωχρή, πλαδαρή, έντονα διατεταµένη Οίδηµα των µυϊκών ινών µε απώλεια των γραµµώσεων και διάµεση ίνωση
Ολικός όγκος αίµατος Συσπαστικότητα Καρδιακή συχνότητα Όγκος παλµού Καρδιακή παροχή Περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις Αρτηριακή πίεση Διαπερατότητα τριχοειδών Περικαρδιακή συλλογή
Δυσανεξία στο ψύχος Ξηρότητα δέρµατος Αδυναµία Διαταραχές µνήµης Δύσπνοια Δυσκοιλιότητα Βράγχος φωνής Διαταραχές έµµηνης ρύσης
Βραδυκαρδία Αδύνατος αρτηριακός σφυγµός Υπόταση ή υπέρταση Βυθιότητα καρδιακών τόνων Οίδηµα προσώπου Περιφερικά οιδήµατα Ασκίτης
Φλεβοκοµβική βραδυκαρδία Παράταση του QT Μη ειδικές διαταραχές επαναπόλωσης Χαµηλά Ρ Κοιλιακές αρρυθµίες επανεισόδου Διαταραχές ενδοκοιλιακής αγωγής, κυρίως RBBB Κολποκοιλιακός αποκλεισµός Ευρήµατα συνοδά περικαρδίτιδας
Μεγαλοκαρδία Πνευµονική συµφόρηση Συλλογή πλευριτικού υγρού
Διάταση της αριστεράς κοιλίας µε µειωµένη συσταλτικότητα Περικαρδιακή συλλογή στο ⅓ των πασχόντων, λόγω αυξηµένης διαπερατότητας των τριχοειδών, η οποία σπανιότατα προκαλεί επιπωµατισµό
Αναιµία Αύξηση της LDL χοληστερόλης και της ολικής χοληστερόλης Αύξηση των επιπέδων της απολιποπρωτεΐνης Β Αύξηση των επιπέδων της µυϊκού τύπου CK έως και 10 φορές άνω του φυσιολογικού Αύξηση των επιπέδων της οµοκυστεΐνης
Αθηροσκλήρωση παρατηρείται σε ποσοστό τουλάχιστον διπλάσιο από το γενικό πληθυσµό στους πάσχοντες από υποθυρεοειδισµό. Η συχνότητα στεφανιαίων συµβάντων είναι αναλογικά χαµηλή.
Προσοχή στη χορήγηση θυρορµόνης για τη θεραπεία του υποθυρεοειδισµού απαιτείται στους ασθενείς µεγάλης ηλικίας, για το φόβο εµφάνισης στηθάγχης ή καρδιακής ανεπάρκειας. Επίσης, πρόβληµα αποτελεί η αντιµετώπιση στεφανιαίων ασθενών µε υποθυρεοειδισµό, αφού η θεραπεία υποκατάστασης επιδεινώνει τα συµπτώµατα, ενώ οι β-αναστολείς δε γίνονται καλώς ανεκτοί λόγω βραδυκαρδίας. Η επαναιµάτωση µε µερική θεραπεία υποκατάστασης είναι η θεραπεία επιλογής, όταν είναι δυνατή.