Μιχάλης Παπαδημητράκης. Αρμονική Ανάλυση. Τμήμα Μαθηματικών. Πανεπιστήμιο Κρήτης

Σχετικά έγγραφα
Μιχάλης Παπαδημητράκης. Πραγματική Ανάλυση. Μέτρο και ολοκλήρωμα Lebesgue στο R. Τμήμα Μαθηματικών. Πανεπιστήμιο Κρήτης

1 1 + nx. f n (x) = nx 1 + n 2 x 2. x2n 1 + x 2n

i=1 i=1 i=1 (x i 1, x i +1) (x 1 1, x k +1),

ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

ΑΝΑΛΥΣΗ 2 ΣΕ 37 ΜΑΘΗΜΑΤΑ


ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

f(x) = lim f n (t) = d(t, x n ) d(t, x) = f(t)

f(t) = (1 t)a + tb. f(n) =

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΕΝΑΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

Παράρτηµα Α. Στοιχεία θεωρίας µέτρου και ολοκλήρωσης.

Το Θεώρημα Stone - Weierstrass

ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

B = F i. (X \ F i ) = i I

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

ΜΕΓΙΣΤΙΚΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗΣ 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Φυσικής Σημειώσεις Ανάλυσης Ι (ανανεωμένο στις 5 Δεκεμβρίου 2012)

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

Απειροσ τικός Λογισμός ΙΙ Πρόχειρες Σημειώσεις Τμήμα Μαθηματικών Πανεπιστήμιο Αθηνών

Π Κ Τ Μ Ε Μ Λύσεις των ασκήσεων

f(f 1 (B)) f(f 1 (B)) B. X \ (f 1 (C)) = X \ f 1 (C) = f 1 (Y \ C) X \ (f 1 (C)) f 1 (Y \ C). f 1 (Y \ C) = f 1 (Y \ C ) = X \ f 1 (C ).

5 Σύγκλιση σε τοπολογικούς χώρους

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

R ισούται με το μήκος του. ( πρβλ. την ιστορική σημείωση 3.27 στο τέλος

n = r J n,r J n,s = J

ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

S n = ( 1, 0] 1 + b 1 a1 + b 1 I 1 I 2 I 3...,

ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΘΕΜΗΣ ΜΗΤΣΗΣ TΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

Μιχάλης Παπαδημητράκης. Αναλυτική χωρητικότητα Συνεχής αναλυτική χωρητικότητα

ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Λογισμός 4. Ενότητα 2: Ορισμός του ολοκληρώματος. Μιχ. Γ. Μαριάς Τμήμα Μαθηματικών

Όταν η s n δεν συγκλίνει λέμε ότι η σειρά αποκλίνει.

Συναρτησιακή Ανάλυση, μεταπτυχιακό μάθημα

Η Θεωρία στα Μαθηματικά κατεύθυνσης της Γ Λυκείου

f(x) f(c) x 1 c x 2 c

f 1 (A) = {f 1 (A i ), A i A}

ι3.4 Παραδείγματα T ) έχει την ιδιότητα Heine-Borel, αν κάθε κλειστό και φραγμένο υποσύνολό του είναι συμπαγές.

1 Χώροι πηλίκα { } x = y x y Y. Με τις πράξεις της πρόσθεσης και του βαθμωτού πολλαπλασιασμού που ορίζονται με τον

M. J. Lighthill. g(y) = f(x) e 2πixy dx, (1) d N. g (p) (y) =

> ln 1 + ln ln n = ln(1 2 3 n) = ln(n!).

a n = sup γ n. lim inf n n n lim sup a n = lim lim inf a n = lim γ n. lim sup a n = lim β n = 0 = lim γ n = lim inf a n. 2. a n = ( 1) n, n = 1, 2...

Για να εκφράσουμε τη διαδικασία αυτή, γράφουμε: :

Συντελεστές και σειρές Fourier

Περιεχόμενα. Πρόλογος 3

j=1 x n (i) x s (i) < ε.


Όταν δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης γράφουμε συνήθως ο τοπολογικός χώρος X και χρησιμοποιούμε την σύντμηση τ.χ. (= τοπολογικός χώρος).

h(x, y) = card ({ 1 i n : x i y i

Απειροστικός Λογισμός Ι, χειμερινό εξάμηνο Λύσεις δέκατου φυλλαδίου ασκήσεων. 2 x dx = 02 ( 2) 2

G n. n=1. n=1. n=1 G n) = m (E). n=1 G n = k=1

4 Ασθενείς τοπολογίες σε χώρους με νόρμα. 4.1 θεωρήματα Mazur, Alaoglou, Goldstine.

Διαφορικές Εξισώσεις.

Ask seic kai Jèmata sth JewrÐa Mètrou kai Olokl rwsh

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΠΕΜΠΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

(a) = lim. f y (a, b) = lim. (b) = lim. f y (x, y) = lim. g g(a + h) g(a) h g(b + h) g(b)

Αριθμητικές Μέθοδοι σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον

8. Πολλαπλές μερικές παράγωγοι

Θεωρία μέτρου και ολοκλήρωσης

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Ι Β ΜΕΡΟΣ

Pr(10 X 15) = Pr(15 X 20) = 1/2, (10.2)

Αρµονική Ανάλυση. Ενότητα: Ολοκλήρωµα Riemann και ολοκλήρωµα Lebesgue - Ασκήσεις. Απόστολος Γιαννόπουλος. Τµήµα Μαθηµατικών

8. Πολλαπλές μερικές παράγωγοι

Κεφάλαιο 12. Σειρές Ορισμός και Παραδείγματα Ορισμός

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΙΑ & ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

Κ X κυρτό σύνολο. Ένα σημείο x Κ

Ε π ι μ έ λ ε ι α Κ Ο Λ Λ Α Σ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ

Αριθμητική Ανάλυση και Εφαρμογές

Αλγόριθμοι για αυτόματα

ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ. και την ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»

ΑΝΑΛΥΣΗ 2. Μ. Παπαδημητράκης.

(s n (f)) g = s n (f g) = f (s n (g)). s n (f) g = (f D n ) g = f (D n g) = f (g D n ) = f s n (g). K n (x)g δ (x) dx. K n (x) dx.

Λύσεις μερικών ασκήσεων του τρίτου φυλλαδίου.

Αρµονική Ανάλυση. Ενότητα: L 2 -σύγκλιση σειρών Fourier. Απόστολος Γιαννόπουλος. Τµήµα Μαθηµατικών

Μέτρο και ολοκλήρωμα Lebesgue: Εγχειρίδιο χρήσης.

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. ΜΕΡΟΣ Α : Άλγεβρα. Κεφάλαιο 2 ο (Προτείνεται να διατεθούν 12 διδακτικές ώρες) Ειδικότερα:

0x2 = 2. = = δηλαδή η f δεν. = 2. Άρα η συνάρτηση f δεν είναι συνεχής στο [0,3]. Συνεπώς δεν. x 2. lim f (x) = lim (2x 1) = 3 και x 2 x 2

Αριθμητική Ανάλυση και Εφαρμογές

convk. c i c i t i. c i u i c < c i φ i (F (ω)) c < ( ) c i m i < i=1 i=1 i=1 i=1 i=1 i=1 i=1 i=1 i=1 i=1 i=1

Αρµονική Ανάλυση. Ενότητα: L p Σύγκλιση. Απόστολος Γιαννόπουλος. Τµήµα Μαθηµατικών

f x 0 για κάθε x και f 1

1 Το ϑεώρηµα του Rademacher

Θεωρία μέτρου και ολοκλήρωσης

Πρόταση. f(x) ομοιόμορφα συνεχής στο I. δ (ɛ) > 0 : x, ξ I, x ξ < δ (ɛ, ξ) f(x) f(ξ) < ɛ. ɛ > 0, δ > 0 : ΜΗ ομοιόμορφα συνεχής.

Πολλά ψέματα λίγες αλήθειες. ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΕΡΟΣ 1 ο

Ισότητα, Αλγεβρικές και Αναλυτικές Ιδιότητες Πραγματικών Ακολουθιών

n 5 = 7 ε (π.χ. ορίζοντας n0 = 1+ ε συνεπώς (σύμϕωνα με τις παραπάνω ισοδυναμίες) an 5 < ε. Επομένως a n β n 23 + β n+1

APEIROSTIKOS LOGISMOS I

Λογισμός 4 Ενότητα 10

Το φασματικό Θεώρημα

Απειροστικός Λογισμός Ι, χειμερινό εξάμηνο Λύσεις ενδέκατου φυλλαδίου ασκήσεων.

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Το 1ο Θέμα στις πανελλαδικές εξετάσεις

Κεφάλαιο 1 Πρότυπα. Στο κεφάλαιο αυτό εισάγουμε την έννοια του προτύπου πάνω από δακτύλιο.

Μπάμπης Στεργίου. Η Αρχική Συνάρτηση. Προτάσεις. Παραδείγματα. Ασκήσεις. *** Αφιερωμένο στους συναδέλφους που μοχθούν για μια καλύτερη παιδεία.

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

Σημειώσεις Λογικής I. Εαρινό Εξάμηνο Καθηγητής: Λ. Κυρούσης

[1] είναι ταυτοτικά ίση με το μηδέν. Στην περίπτωση που το στήριγμα μιας συνάρτησης ελέγχου φ ( x)

Transcript:

Μιχάλης Παπαδημητράκης Αρμονική Ανάλυση Τμήμα Μαθηματικών Πανεπιστήμιο Κρήτης

Περιεχόμενα 1 Το ολοκλήρωμα Lebesgue. 1 1.1 Σύνολα μηδενικού μέτρου..................................... 1 1.2 Η συλλογή C 0 των κλιμακωτών συναρτήσεων.......................... 3 1.3 Η συλλογή συναρτήσεων C 1.................................... 9 1.4 Η συλλογή C 2 των ολοκληρώσιμων συναρτήσεων........................ 13 1.5 Τα οριακά θεωρήματα....................................... 16 1.6 Ολοκληρώματα σε διαστήματα και ολοκληρώματα μιγαδικών συναρτήσεων.......... 29 1.7 Το ολοκλήρωμα σε πολλές διαστάσεις............................... 32 1.8 Ο χώρος L 1 (I)........................................... 36 1.9 Ο χώρος L 2 (I)........................................... 58 2 Σειρές Fourier. 77 2.1 Σειρές Fourier στον L 1 ([0, 1))................................... 77 2.2 Σειρές Fourier στον L 2 ([0, 1))................................... 92 3 Ο μετασχηματισμός Fourier. 96 3.1 Ο μετασχηματισμός Fourier στον L 1 (R)............................. 96 3.2 Ο μετασχηματισμός Fourier στον L 2 (R)............................. 110 i

ii

Κεφάλαιο 1 Το ολοκλήρωμα Lebesgue. 1.1 Σύνολα μηδενικού μέτρου. Όλα τα σύνολα που θα συναντήσουμε σ αυτές τις σημειώσεις θα είναι υποσύνολα του R ή σε μερικές περιπτώσεις του R d. Διάφορες περιστασιακές εξαιρέσεις θα τονίζονται ιδιαιτέρως. Θα συμβολίζουμε l(i) = b a το μήκος ενός διαστήματος I = [a, b]. Το ίδιο μήκος έχουν και τα διαστήματα [a, b), (a, b] και (a, b). Ειδική περίπτωση διαστήματος θεωρείται και το κενό σύνολο, διότι μπορεί να γραφτεί = (a, a). Φυσικά, l( ) = a a = 0. Ορισμός. Ένα σύνολο A θα λέμε ότι είναι μηδενικού μέτρου αν για κάθε ɛ > 0 υπάρχει αριθμήσιμη συλλογή ανοικτών διαστημάτων τα οποία καλύπτουν το A και έχουν συνολικό μήκος < ɛ. Με σύμβολα: υπάρχουν ανοικτά διαστήματα I 1, I 2,... ώστε A n I n και n l(i n) < ɛ. Σ ό ια. [1] Στον παραπάνω ορισμό τα σύμβολα n και n έχουν το εξής νόημα. Αν η συλλογή διαστημάτων είναι πεπερασμένη, δηλαδή αν τα διαστήματα είναι τα I 1, I 2,..., I k, τότε τα σύμβολα γράφονται k n=1 και k n=1. Αν η συλλογή διαστημάτων είναι άπειρη αριθμήσιμη, δηλαδή τα διαστήματα είναι τα I 1, I 2,... όπου ο δείκτης n διατρέχει ολόκληρο το N, τότε τα σύμβολα γράφονται + n=1 και + n=1. Αυτή η επεξήγηση θα ισχύει και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις. [2] Τί γίνεται αν για κάθε ɛ > 0 υπάρχει αριθμήσιμη συλλογή διαστημάτων - όχι αναγκαστικά ανοικτών - τα οποία καλύπτουν το A και έχουν συνολικό μήκος < ɛ; Παρά το ότι ο παραπάνω ορισμός απαιτεί η συλλογή διαστημάτων να αποτελείται από ανοικτά διατήματα, το σύνολο A είναι μηδενικού μέτρου. Πράγματι, σύμφωνα με την παραδοχή μας, για κάθε ɛ > 0 υπάρχει αριθμήσιμη συλλογή διαστημάτων - όχι αναγκαστικά ανοικτών - τα οποία καλύπτουν το A και έχουν συνολικό μήκος < ɛ 2. Τώρα, θεωρούμε καθένα από τα διαστήματα της συλλογής και το αντικαθιστούμε με ένα μεγαλύτερο ανοικτό διάστημα ίδιου μέσου και διπλάσιου μήκους. Η νέα συλλογή διαστημάτων αποτελείται από ανοικτά διαστήματα τα οποία, επειδή είναι μεγαλύτερα από τα διαστήματα της αρχικής συλλογής, καλύπτουν το A και έχουν διπλάσιο συνολικό μήκος, δηλαδή συνολικό μήκος < 2 ɛ 2 = ɛ. Άρα για κάθε ɛ > 0 υπάρχει αριθμήσιμη συλλογή ανοικτών διαστημάτων τα οποία καλύπτουν το A και έχουν συνολικό μήκος < ɛ και συμπεραίνουμε ότι το A είναι μηδενικού μέτρου. Παράδει μα. Το κενό σύνολο καθώς και κάθε μονοσύνολο {x} είναι σύνολα μηδενικού μέτρου. Πράγματι, έστω ɛ > 0. Στην περίπτωση του θεωρούμε τη συλλογή που αποτελείται από ένα μόνο ανοικτό διάστημα, το κενό διάστημα I 1 =. Τότε, προφανώς, I 1 και l(i 1 ) = 0 < ɛ. Άρα το είναι μηδενικού μέτρου. Στην περίπτωση του {x} θεωρούμε τη συλλογή που αποτελείται από ένα μόνο ανοικτό διάστημα, το διάστημα I 1 = (x ɛ 3, x + ɛ 3 ). Τότε, προφανώς, {x} I 1 και l(i 1 ) = 2 ɛ 3 < ɛ. Άρα το {x} είναι μηδενικού μέτρου. 1

Πρόταση 1.1. [1] Έστω A B. Αν το B είναι μηδενικού μέτρου, τότε και το A είναι μηδενικού μέτρου. [2] Αν τα αριθμήσιμου πλήθους σύνολα A 1, A 2,... είναι όλα μηδενικού μέτρου, τότε και η ένωση n A n είναι μηδενικού μέτρου. Απόδειξη. [1] Έστω ότι το B είναι μηδενικού μέτρου. Τότε για κάθε ɛ > 0 υπάρχει αριθμήσιμη συλλογή ανοικτών διαστημάτων τα οποία καλύπτουν το B και έχουν συνολικό μήκος < ɛ. Επειδή A B, τα ίδια ανοικτά διαστήματα καλύπτουν και το A. Άρα το A είναι μηδενικού μέτρου. [2] Έστω ότι τα A 1, A 2,... είναι όλα μηδενικού μέτρου και έστω ɛ > 0. Τότε για το κάθε A n υπάρχουν αριθμήσιμου πλήθους ανοικτά διαστήματα I n,1, I n,2,... τα οποία καλύπτουν το A n και έχουν συνολικό μήκος < ɛ 2 n. Τώρα συγκεντρώνουμε όλα τα διαστήματα I 1,1 I 1,2... I 2,1 I 2,2.... Έτσι δημιουργούμε μια αριθμήσιμη συλλογή ανοικτών διαστημάτων τα οποία καλύπτουν την ένωση n A n και έχουν συνολικό μήκος < ɛ 2 + ɛ 4 + = ɛ. Άρα η ένωση n A n είναι μηδενικού μέτρου. Παράδει μα. Κάθε αριθμήσιμο σύνολο, για παράδειγμα το Q, είναι μηδενικού μέτρου. Πράγματι, έστω A = {x 1, x 2,...}. Τότε A = n {x n} και, επειδή κάθε μονοσύνολο {x n } είναι μηδενικού μέτρου, συνεπάγεται ότι και το A είναι μηδενικού μέτρου. Τώρα, ίσως κάποιος αναρωτηθεί αν τα μόνα σύνολα μηδενικού μέτρου είναι τα αριθμήσιμα σύνολα. Αυτό δεν ισχύει και θα δούμε ένα συγκεκριμένο υπεραριθμήσιμο σύνολο μηδενικού μέτρου. Παράδει μα. Θεωρούμε την εξής ακολουθία συνόλων. F 0 = [0, 1], F 1 = [0, 1 3 ] [ 2 3, 1], F 2 = [0, 1 9 ] [ 2 9, 1 3 ] [ 2 3, 7 9 ] [ 8 9, 1], F 3 = [0, 1 27 ] [ 2 27, 1 9 ] [ 2 9, 7 27 ] [ 8 27, 1 3 ] [ 2 3, 19 27 ] [ 20 27, 7 9 ] [ 8 9, 25 27 ] [ 26 27, 1], Τα σύνολα αυτά δημιουργούνται ως εξής. Ξεκινάμε με το F 0 = [0, 1]. Χωρίζουμε το [0, 1] σε τρία ισομήκη κλειστά διαστήματα και κρατάμε τα δυο ακριανά: η ένωσή τους είναι το F 1. Σε καθένα από τα δυο κλειστά διαστήματα που αποτελούν το F 1 επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία, δηλαδή το χωρίζουμε σε τρία ισομήκη κλειστά διαστήματα και κρατάμε τα δυο ακριανά: η ένωση των τεσσάρων διαστημάτων που προκύπτουν είναι το F 2. Συνεχίζουμε επ άπειρον. Είναι φανερό ότι για κάθε n το σύνολο F n είναι η ένωση 2 n κλειστών διαστημάτων καθένα από τα οποία έχει μήκος 1 3. Άρα το F n n αποτελείται από διαστήματα συνολικού μήκους 2 n 1 3 = ( 2 n 3). Είναι, επίσης, φανερό ότι n F n+1 F n για κάθε n. Ορισμός. Ορίζουμε το σύνολο C = + n=0 F n. Το C ονομάζεται σύνολο του Cantor. Τώρα, έστω ɛ > 0. Επειδή ( 2 3) n 0, υπάρχει αρκετά μεγάλο n ώστε ( 2 3) n < ɛ. Τότε, επειδή C Fn, τα πεπερασμένου πλήθους διαστήματα τα οποία αποτελούν το F n καλύπτουν το C και έχουν συνολικό μήκος < ɛ. Άρα το C είναι μηδενικού μέτρου. (Τα συγκεκριμένα διαστήματα δεν είναι ανοικτά, αλλά θυμηθείτε το δεύτερο σχόλιο μετά από τον ορισμό του συνόλου μηδενικού μέτρου.) Θα αποδείξουμε, τώρα, ότι το C δεν είναι αριθμήσιμο σύνολο. Ας υποθέσουμε, για να καταλήξουμε σε άτοπο, ότι το C είναι αριθμήσιμο και έστω C = {x 1, x 2,...}. Ένα από τα δυο διαστήματα που αποτελούν το F 1 δεν περιέχει τον x 1. Ονομάζουμε I 1 αυτό το διάστημα. Το I 1 γεννά δυο διαστήματα από αυτά που αποτελούν το 2

F 2 : τουλάχιστον ένα από αυτά τα δυο διαστήματα δεν περιέχει τον x 2. Ονομάζουμε I 2 αυτό το διάστημα. Το I 2 γεννά δυο διαστήματα από αυτά που αποτελούν το F 3 : τουλάχιστον ένα από αυτά τα δυο διαστήματα δεν περιέχει τον x 3. Ονομάζουμε I 3 αυτό το διάστημα. Συνεχίζουμε επ άπειρον. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται μια ακολουθία εγκιβωτισμένων κλειστών διαστημάτων I 1, I 2, I 3,... με τις εξής ιδιότητες: (i) I n F n για κάθε n και (ii) x n / I n για κάθε n. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας αριθμός x ο οποίος ανήκει σε κάθε I n. Σύμφωνα με την (i), ο x ανήκει σε κάθε F n και, επομένως, ο x ανήκει στο C. Από την άλλη μεριά, βλέπουμε ότι για κάθε n ισχύει x I n και, βάσει της (ii), x n / I n. Επομένως, x x n για κάθε n. Έτσι καταλήγουμε σε άτοπο: x C και x / {x n : n N}. Άρα το C αποτελεί παράδειγμα υπεραριθμήσιμου συνόλου μηδενικού μέτρου. Ορισμός. Έστω μια ιδιότητα, η ισχύς της οποίας εξαρτάται από τις τιμές μιας πραγματικής μεταβλητής x. Λέμε ότι η ιδιότητα αυτή ισχύει σχεδόν παντού (σ.π.) ή, ισοδύναμα, ότι ισχύει για σχεδόν κάθε (σ.κ.) x, αν το σύνολο των x για τα οποία δεν ισχύει η ιδιότητα είναι μηδενικού μέτρου. Παράδει μα. Θεωρούμε τη συνάρτηση Dirichlet με τύπο { 1, αν x Q f(x) = 0, αν x / Q Τότε ισχύει f = 0 σ.π. Πράγματι το σύνολο {x : f(x) 0} είναι ίσο με το Q, οπότε είναι μηδενικού μέτρου. 1.2 Η συλλογή C 0 των κλιμακωτών συναρτήσεων. Σε λίγο θα χρησιμοποιήσουμε μια τοπολογική ιδιότητα του R, δηλαδή το ότι κάθε κλειστό και φραγμένο E R είναι συμπαγές. Σύμφωνα με τον ορισμό της έννοιας της συμπάγειας, αυτό σημαίνει ότι, αν θεωρήσουμε μια οποιαδήποτε συλλογή ανοικτών συνόλων τα οποία καλύπτουν το E, τότε υπάρχουν πεπερασμένα από αυτά τα ανοικτά σύνολα τα οποία, επίσης, καλύπτουν το E. Ουσιαστικά, θα χρησιμοποιήσουμε μια πολύ ειδική περίπτωση αυτής της τοπολογικής ιδιότητας, όπου το κλειστό και φραγμένο σύνολο είναι ένα κλειστό, φραγμένο διάστημα και τα ανοικτά σύνολα που το καλύπτουν είναι ανοικτά διαστήματα. Θα δούμε τώρα την απόδειξη αυτής της ειδικής περίπτωσης. Πρόταση 1.2. Έστω κλειστό, φραγμένο διάστημα I και μια συλλογή ανοικτών διαστημάτων, τα οποία καλύπτουν το I. Τότε υπάρχουν πεπερασμένου πλήθους από τα ανοικτά διαστήματα της ίδιας συλλογής τα οποία, επίσης, καλύπτουν το I. Απόδειξη. Έστω ότι έχουμε μια συλλογή ανοικτών διαστημάτων, τα οποία καλύπτουν το κλειστό, φραγμένο διάστημα I. Υποθέτουμε - για να καταλήξουμε σε άτοπο - ότι δεν υπάρχουν πεπερασμένου πλήθους από τα διαστήματα της συλλογής τα οποία καλύπτουν το I. Χωρίζουμε το I σε δύο ισομήκη κλειστά υποδιαστήματα. Αν καθένα από αυτά τα υποδιαστήματα μπορούσε να καλυφτεί από πεπερασμένου πλήθους από τα διαστήματα της συλλογής, τότε και το I θα μπορούσε να καλυφτεί από πεπερασμένου πλήθους από τα διαστήματα της συλλογής. Επομένως, υπάρχει κάποιο από τα δυο υποδιαστήματα, ας το συμβολίσουμε I 1, το οποίο δε μπορεί να καλυφτεί από πεπερασμένου πλήθους από τα διαστήματα της συλλογής. Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία με το I 1. Το χωρίζουμε σε δύο ισομήκη κλειστά υποδιαστήματα και παρατηρούμε ότι υπάρχει κάποιο από αυτά, ας το συμβολίσουμε I 2, το οποίο δε μπορεί να καλυφτεί από πεπερασμένου πλήθους από τα διαστήματα της συλλογής. Συνεχίζουμε επ άπειρον και δημιουργούμε ακολουθία εγκιβωτισμένων κλειστών διαστημάτων I, I 1, I 2,... με τις εξής ιδιότητες: (i) l(i n ) = l(i) 2 n για κάθε n, οπότε l(i n ) 0. 3

(ii) Για κάθε n, το I n δε μπορεί να καλυφτεί από πεπερασμένου πλήθους από τα ανοικτά διαστήματα της συλλογής. Είναι γνωστό ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας αριθμός x ο οποίος ανήκει σε όλα τα διαστήματα I, I 1, I 2,.... Επειδή το I καλύπτεται από τα διαστήματα της συλλογής και x I, υπάρχει κάποιο από αυτά, ας το συμβολίσουμε J, ώστε x J. Επειδή το J είναι ανοικτό, υπάρχει ɛ > 0 ώστε (x ɛ, x + ɛ) J. Τώρα, από την (i) συνεπάγεται ότι υπάρχει n ώστε l(i n ) < ɛ. Επειδή x I n, συνεπάγεται I n (x ɛ, x + ɛ) J. Φτάσαμε σε άτοπο: αφ ενός το I n δε μπορεί να καλυφτεί από πεπερασμένου πλήθους από τα διαστήματα της συλλογής αφ ετέρου το I n καλύπτεται από ένα μόνο από τα διαστήματα της συλλογής, το J. Για πραγματικές συναρτήσεις f, g, όταν ισχύει f(x) g(x) για κάθε x A γράφουμε f g στο A. Αν οι δυο συναρτήσεις έχουν το ίδιο πεδίο ορισμού και αν ισχύει f g στο κοινό πεδίο ορισμού τους, τότε γράφουμε, απλώς, f g. Θυμόμαστε μερικούς τρόπους ορισμού συναρτήσεων από άλλες συναρτήσεις. Από τις f : A R και g : A R και τον αριθμό λ ορίζονται οι f + g : A R, fg : A R και λf : A R με τους τύπους (f + g)(x) = f(x) + g(x), (fg)(x) = f(x)g(x), (λf)(x) = λf(x). Ομοίως, ορίζονται οι f : A R, max{f, g} : A R και min{f, g} : A R με τύπους f (x) = f(x), max{f, g}(x) = max{f(x), g(x)}, min{f, g}(x) = min{f(x), g(x)}. Εύκολα βλέπουμε τις σχέσεις max{f, g} = 1 2 (f + g + f g ), min{f, g} = 1 2 (f + g f g ), max{f, g} + min{f, g} = f + g. Τέλος, έχουμε και τις συναρτήσεις Προφανώς, και, επομένως, f + = max{f, 0}, f = max{ f, 0}. { f(x), max{f, g}(x) = max{f(x), g(x)} = g(x), { g(x), min{f, g}(x) = min{f(x), g(x)} = f(x), αν f(x) g(x) αν f(x) g(x) αν f(x) g(x) αν f(x) g(x) { f + f(x), αν f(x) 0 (x) = max{f, 0}(x) = 0, αν f(x) 0 { f 0, αν f(x) 0 (x) = max{ f, 0}(x) = f(x), αν f(x) 0 Άρα οι συναρτήσεις f + και f είναι μη-αρνητικές και όχι μεγαλύτερες από την f, δηλαδή ισχύει 0 f + (x) f(x) και 0 f (x) f(x) για κάθε x A : Τέλος, εύκολα βλέπουμε τις σχέσεις 0 f + f, 0 f f. f + + f = f, f + f = f, f + = 1 2 ( f + f), f = 1 2 ( f f), f + f = 0. 4

Ορισμός. Ονομάζουμε κλιμακωτή συνάρτηση κάθε συνάρτηση φ : R R η οποία μηδενίζεται έξω από κάποιο φραγμένο διάστημα και είναι σταθερή σε καθένα από πεπερασμένου πλήθους διαδοχικά ανοικτά υποδιαστήματα αυτού του διαστήματος. Με σύμβολα: υπάρχουν a = x 0 < x 1 < < x n 1 < x n = b και c 1,..., c n ώστε φ(x) = 0 για κάθε x < a και κάθε x > b και ώστε φ(x) = c k για x (x k 1, x k ) για κάθε k = 1,..., n. Η φ μπορεί να έχει οποιεσδήποτε τιμές στα μεμονωμένα σημεία x 0, x 1,..., x n 1, x n. Ορισμός. Συμβολίζουμε C 0 τη συλλογή όλων των κλιμακωτών συναρτήσεων. Σ ό ιο. Μια χρήσιμη παρατήρηση. Έστω δυο κλιμακωτές συναρτήσεις φ και ψ. Στην φ αντιστοιχούν τα σημεία τα οποία χωρίζουν τα διαστήματα στα οποία αυτή είναι σταθερή. Ομοίως, στην ψ αντιστοιχούν τα σημεία τα οποία χωρίζουν τα διαστήματα στα οποία αυτή είναι σταθερή. Τα σημεία που αντιστοιχούν στην φ μπορεί να είναι διαφορετικά από τα σημεία που αντιστοιχούν στην ψ. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα διάστημα στο οποίο είναι σταθερή η φ μπορεί να μην είναι σταθερή η ψ και σε ένα διάστημα στο οποίο είναι σταθερή η ψ μπορεί να μην είναι σταθερή η φ. Όμως, αν συγκεντρώσουμε όλα αυτά τα σημεία, τότε δημιουργούνται διαδοχικά ανοικτά διαστήματα σε καθένα από τα οποία είναι σταθερή και η φ και η ψ. Με άλλα λόγια μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν a = x 0 < x 1 < < x n 1 < x n = b και c 1,..., c n και d 1,..., d n ώστε φ(x) = ψ(x) = 0 για κάθε x < a και κάθε x > b και ώστε φ(x) = c k και ψ(x) = d k για x (x k 1, x k ) για κάθε k = 1,..., n. Πρόταση 1.3. Έστω κλιμακωτές συναρτήσεις φ και ψ και αριθμός λ. Τότε οι συναρτήσεις λφ, φ + ψ, φψ, φ, max{φ, ψ} και min{φ, ψ} είναι όλες κλιμακωτές συναρτήσεις. Απόδειξη. Ας θεωρήσουμε ότι οι φ και ψ περιγράφονται όπως στο τελευταίο σχόλιο. Η λφ μηδενίζεται έξω από το [a, b] και είναι σταθερή λc k σε κάθε διάστημα (x k 1, x k ). Άρα η λφ είναι κλιμακωτή. Ομοίως, η φ μηδενίζεται έξω από το [a, b] και είναι σταθερή c k σε κάθε διάστημα (x k 1, x k ). Η φ + ψ μηδενίζεται έξω από το [a, b] και είναι σταθερή c k + d k σε κάθε διάστημα (x k 1, x k ). Η φψ μηδενίζεται έξω από το [a, b] και είναι σταθερή c k d k σε κάθε διάστημα (x k 1, x k ). Η max{φ, ψ} μηδενίζεται έξω από το [a, b] και είναι σταθερή max{c k, d k } σε κάθε διάστημα (x k 1, x k ). Η min{φ, ψ} μηδενίζεται έξω από το [a, b] και είναι σταθερή min{c k, d k } σε κάθε διάστημα (x k 1, x k ). Σ ό ιο. Συνδυάζοντας τα παραπάνω, έχουμε ότι κάθε γραμμικός συνδυασμός λφ + µψ κλιμακωτών συναρτήσεων (όπου λ, µ είναι αριθμοί) είναι κλιμακωτή συνάρτηση. Ειδικώτερα η φ ψ είναι κλιμακωτή συνάρτηση. Αυτό μπορεί να γενικευτεί επαγωγικά: κάθε γραμμικός συνδυασμός λ 1 φ 1 + + λ n φ n κλιμακωτών συναρτήσεων (όπου λ 1,..., λ n είναι αριθμοί) είναι κλιμακωτή συνάρτηση. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις φ 1 φ n, max{φ 1,..., φ n }, min{φ 1,..., φ n }. Άρα, αν οι φ, ψ είναι κλιμακωτές συναρτήσεις, τότε οι συναρτήσεις είναι κι αυτές κλιμακωτές. φ + = max{φ, 0}, φ = max{ φ, 0} Ορισμός. Έστω φ C 0, δηλαδή φ είναι οποιαδήποτε κλιμακωτή συνάρτηση. Άρα υπάρχουν a = x 0 < x 1 < < x n 1 < x n = b και c 1,..., c n ώστε φ(x) = 0 για κάθε x < a και κάθε x > b και ώστε φ(x) = c k για x (x k 1, x k ) για κάθε k = 1,..., n. Ορίζουμε το ολοκλήρωμα της φ και το συμβολίζουμε R φ ή R φ(x) dx με τον τύπο R φ = R φ(x) dx = n k=1 c k(x k x k 1 ). 5

Σ ό ια. [1] Το R φ είναι απλώς το ολοκλήρωμα Riemann της φ στο διάστημα [a, b], όπως το γνωρίζουμε από τον Απειροστικό Λογισμό. [2] Στο σύμβολο R φ(x) dx η μεταβλητή x μπορεί να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο γράμμα χωρίς να αλλάξει η τιμή του ολοκληρώματος. Πρόταση 1.4. [1] Έστω φ, ψ C 0 και αριθμός λ. Τότε R (φ + ψ) = R φ + R ψ, [2] Έστω φ, ψ C 0. Τότε φ ψ R φ R ψ. R (λφ) = λ R φ. Απόδειξη. Έστω φ, ψ C 0. Άρα υπάρχουν a = x 0 < x 1 < < x n 1 < x n = b και c 1,..., c n και d 1,..., d n ώστε φ(x) = ψ(x) = 0 για κάθε x < a και κάθε x > b και ώστε φ(x) = c k και ψ(x) = d k για x (x k 1, x k ) για κάθε k = 1,..., n. [1] Τότε (φ + ψ)(x) = 0 για κάθε x < a και κάθε x > b και (φ + ψ)(x) = c k + d k για x (x k 1, x k ) για κάθε k = 1,..., n. Άρα, σύμφωνα με τους ορισμούς, R (φ + ψ) = n k=1 (c k + d k )(x k x k 1 ) = n k=1 c k(x k x k 1 ) + n k=1 d k(x k x k 1 ) = R φ + R ψ. Επίσης, (λφ)(x) = 0 για κάθε x < a και κάθε x > b και (λφ)(x) = λc k για x (x k 1, x k ) για κάθε k = 1,..., n. Άρα, R (λφ) = n k=1 λc k(x k x k 1 ) = λ n k=1 c k(x k x k 1 ) = λ R φ. [2] Αν φ ψ, συνεπάγεται c k d k για κάθε k = 1,..., n. Άρα R φ = n k=1 c k(x k x k 1 ) n k=1 d k(x k x k 1 ) = R ψ. Σ ό ιο. Συνδυάζοντας τις σχέσεις στο [1] της Πρότασης 1.4, βλέπουμε ότι R (λφ + µψ) = λ R φ + µ R ψ για κάθε φ, ψ C 0 και οποιουσδήποτε αριθμούς λ, µ. Αυτό γενικεύεται επαγωγικά: R (λ 1φ 1 + + λ n φ n ) = λ 1 R φ 1 + + λ n R φ n. Η ιδιότητα αυτή του ολοκληρώματος ονομάζεται γραμμικότητα. Η ιδιότητα του ολοκληρώματος η οποία εκφράζεται στο [2] της Πρότασης 1.4 ονομάζεται διατήρηση της διάταξης. Ό,τι περιγράψουμε / αποδείξουμε στο υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου βασίζεται στα επόμενα δυο Λήμματα Α και Β. Πρέπει να προσεχτούν ιδιαιτέρως. Λήμμα Α. Έστω ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ) με τις ιδιότητες: (i) 0 φ n+1 φ n για κάθε n. (ii) φ n 0 σ.π. Τότε ισχύει R φ n 0. Απόδειξη. Μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Η ιδιότητα (i) λέει ότι η (φ n ) είναι φθίνουσα ακολουθία μη-αρνητικών (κλιμακωτών) συναρτήσεων. Για κάθε x η ακολουθία των τιμών (φ n (x)) είναι φθίνουσα ακολουθία μη-αρνητικών αριθμών και, επομένως, έχει όριο το οποίο είναι ένας μη-αρνητικός αριθμός. Το όριο αυτό, lim n + φ n (x), ανάλογα με τον x, μπορεί να είναι μηδέν ή θετικός αριθμός. Τώρα, η ιδιότητα (i) λέει ότι ισχύει lim n + φ n (x) = 0 για σχεδόν κάθε x. Δηλαδή, το σύνολο των x για τους οποίους ισχύει lim n + φ n (x) > 0 είναι μηδενικού μέτρου. Για τους υπόλοιπους x 6

ισχύει lim n + φ n (x) = 0. Από την (i) συνεπάγεται 0 R φ n+1 R φ n για κάθε n. Δηλαδή η ακολουθία ( R φ n) είναι μια φθίνουσα ακολουθία μη-αρνητικών αριθμών, οπότε έχει όριο το οποίο είναι μη-αρνητικός αριθμός. Το επιδιωκόμενο συμπέρασμα είναι ότι το όριο είναι 0 και όχι θετικό. Μετά από αυτές τις απλές παρατηρήσεις ξεκινάμε την απόδειξη. Επειδή η φ 1 είναι κλιμακωτή συνάρτηση, έχει πεπερασμένου πλήθους τιμές. Άρα, αν πάρουμε έναν αριθμό M από τη μεγαλύτερη από τις τιμές της φ 1, θα ισχύει φ 1 M και, επειδή 0 φ n φ 1 για κάθε n, συνεπάγεται 0 φ n M για κάθε n. Επίσης, επειδή η φ 1 είναι κλιμακωτή συνάρτηση, υπάρχει ένα διάστημα [a, b] ώστε η φ 1 να μηδενίζεται έξω από το [a, b]. Πάλι επειδή 0 φ n φ 1 για κάθε n, συνεπάγεται ότι όλες οι φ n μηδενίζονται έξω από το ίδιο διάστημα [a, b]. Σε κάθε φ n αντιστοιχούν τα πεπερασμένου πλήθους σημεία τα οποία χωρίζουν τα ανοικτά διαστήματα στα οποία η φ n είναι σταθερή. Αν συγκεντρώσουμε όλα αυτά τα σημεία για όλες τις φ n, σχηματίζεται ένα αριθμήσιμο σύνολο, το οποίο, επομένως, είναι μηδενικού μέτρου. Αν θεωρήσουμε και τα σημεία x στα οποία δεν ισχύει φ n (x) 0, τότε, λόγω της (ii), έχουμε ένα επιπλέον σύνολο μηδενικού μέτρου. Αν ενώσουμε τα δυο αυτά σύνολα σχηματίζεται ένα σύνολο K, το οποίο είναι κι αυτό μηδενικού μέτρου. Επειδή για κάθε n ισχύει φ n (x) = 0 για κάθε x έξω από το [a, b], βλέπουμε ότι τα σημεία τα οποία χωρίζουν τα ανοικτά διαστήματα στα οποία η οποιαδήποτε φ n είναι σταθερή περιέχονται όλα στο [a, b]. Για τον ίδιο λόγο, ισχύει φ n (x) = 0 0 για κάθε x έξω από το [a, b], οπότε τα σημεία x στα οποία δεν ισχύει φ n (x) 0 περιέχονται κι αυτά όλα στο [a, b]. Άρα K [a, b]. Έστω ɛ > 0. Τότε υπάρχει αριθμήσιμη συλλογή S 1 ανοικτών διαστημάτων τα οποία καλύπτουν το K και έχουν συνολικό μήκος < ɛ. Αν, τώρα, πάρουμε οποιοδήποτε x [a, b] \ K, τότε για αυτό το x ισχύει φ n (x) 0 και, επίσης, το x δεν είναι κανένα από τα σημεία τα οποία χωρίζουν τα ανοικτά διαστήματα στα οποία η οποιαδήποτε φ n είναι σταθερή. Άρα κάθε φ n είναι σταθερή σε ένα ανοικτό διάστημα το οποίο περιέχει το x. Τώρα, επειδή φ n (x) 0, υπάρχει αρκετά μεγάλο N = N(x) ώστε φ N (x) < ɛ. Και, σύμφωνα με τα προηγούμενα, υπάρχει κάποιο ανοικτό διάστημα I = I(x) το οποίο περιέχει το x και στο οποίο η φ N είναι σταθερή. Άρα ισχύει φ N < ɛ σε ολόκληρο το διάστημα I. Οπότε, λόγω της (i), ισχύει φ n < ɛ σε ολόκληρο το διάστημα I για κάθε n N. Θεωρούμε τη συλλογή S 2 όλων των ανοικτών διαστημάτων I = I(x) για κάθε x [a, b] \ K. Τα ανοικτά διαστήματα της συλλογής S 1 καλύπτουν το K και τα ανοικτά διαστήματα της συλλογής S 2 καλύπτουν το [a, b] \ K (διότι κάθε x [a, b] \ K ανήκει στο αντίστοιχο I = I(x) της S 2 ). Άρα τα ανοικτά διαστήματα και των δυο συλλογών καλύπτουν το [a, b]. Οπότε, σύμφωνα με την Πρόταση 1.2, υπάρχουν πεπερασμένου πλήθους διαστήματα, κάποια από την S 1 και κάποια από την S 2, τα οποία καλύπτουν το [a, b]. Έστω, λοιπόν, I 1,..., I p από τα διαστήματα της S 1 και J 1,..., J q από τα διαστήματα της S 2 ώστε [a, b] I 1 I p J 1 J q. Επειδή τα I 1,..., I p είναι κάποια από τα διαστήματα της S 1, το συνολικό τους μήκος είναι < ɛ. Επίσης, για κάθε n ισχύει φ n M σε όλα τα I 1,..., I p (αφού αυτό ισχύει σε όλο το R). Από τον τρόπο με τον οποίο προέκυψαν τα διαστήματα της συλλογής S 2, βλέπουμε ότι στα J 1,..., J q αντιστοιχούν δείκτες N 1,..., N q ώστε για κάθε J k να ισχύει φ n < ɛ στο J k για κάθε n N k. Θεωρούμε τον N = max{n 1,..., N q }, οπότε εύκολα βλέπουμε ότι για κάθε n N ισχύει φ n < ɛ σε όλα τα J 1,..., J q. 7

Φτάσαμε στο τελευταίο βήμα. Έστω n N. Όπως γνωρίζουμε, η φ n μηδενίζεται έξω από το [a, b], οπότε τα διαστήματα στα οποία η φ n είναι σταθερή (και μη-μηδενική) περιέχονται στο [a, b]. Μπορούμε, τώρα, να χωρίσουμε τα διαστήματα αυτά σε μικρότερα διαστήματα έτσι ώστε καθένα από αυτά να περιέχεται εξ ολοκλήρου σε κάποιο από τα I 1,..., I p, J 1,..., J q (δεν ξεχνάμε ότι τα τελευταία καλύπτουν το [a, b]). Ας συμβολίσουμε αυτά τα νέα διαστήματα (σε καθένα από τα οποία η φ n είναι σταθερή και τα οποία περιέχονται όλα στο [a, b]) I1,..., I p, J 1,..., J q δηλώνοντας έτσι ότι καθένα από τα I 1,..., I p περιέχεται σε κάποιο από τα I 1,..., I p και καθένα από τα J1,..., J q περιέχεται σε κάποιο από τα J 1,..., J q. Επομένως, φ n M σε όλα τα I 1,..., I p και, επειδή n N, φ n < ɛ σε όλα τα J 1,..., J q. Είναι σαφές ότι το συνολικό μήκος των I1,..., I p είναι < ɛ. Επίσης, το συνολικό μήκος των J 1,..., J q είναι b a. Τώρα, η συμβολή καθενός Ik στον υπολογισμό του R φ n είναι Ml(Ik ). Επίσης, η συμβολή καθενός J k στον υπολογισμό του R φ n είναι ɛl(jk ). Επειδή όλα αυτά τα νέα διαστήματα (με τα αστεράκια) είναι διαδοχικά και περιέχονται στο [a, b] και έξω από αυτά η φ n μηδενίζεται, ισχύει R φ n M ( l(i1 ) + + l(i p )) + ɛ ( l(j1 ) + + l(i q )) < Mɛ + ɛ(b a) = (M + b a)ɛ. Αποδείξαμε, λοιπόν, ότι για τον τυχόντα ɛ > 0 υπάρχει N ώστε για n N να ισχύει R φ n < (M + b a)ɛ. Επειδή ο αριθμός M + b a είναι σταθερός, συνεπάγεται R φ n 0. Λήμμα Β. Έστω ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ) με τις ιδιότητες: (i) φ n φ n+1 για κάθε n. (ii) υπάρχει αριθμός M ώστε R φ n M για κάθε n. Τότε το lim n + φ n (x) υπάρχει και είναι αριθμός για σ.κ. x. Απόδειξη. Και πάλι μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Η ιδιότητα (i) λέει ότι η (φ n ) είναι αύξουσα ακολουθία (κλιμακωτών) συναρτήσεων. Για κάθε x η ακολουθία των τιμών (φ n (x)) είναι αύξουσα ακολουθία αριθμών και, επομένως, έχει όριο το οποίο είναι αριθμός ή +. Δηλαδή το όριο lim n + φ n (x) υπάρχει και, ανάλογα με τον x, μπορεί να είναι αριθμός ή +. Τώρα, το επιδιωκόμενο συμπέρασμα είναι ότι, αν εξαιρέσουμε κάποιους x για τους οποίους το όριο αυτό είναι + και οι οποίοι αποτελούν ένα σύνολο μηδενικού μέτρου, για όλους τους άλλους x το όριο είναι αριθμός. Η προϋπόθεση για να έχουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι η ιδιότητα (ii), δηλαδή ότι η ακολουθία αριθμών ( R φ n) είναι άνω φραγμένη. Παρατηρούμε, φυσικά, ότι η ακολουθία αυτή (των ολοκληρωμάτων των φ n ) είναι αύξουσα. Αυτό προκύπτει αμέσως από την ιδιότητα (i). Μετά από αυτές τις απλές παρατηρήσεις ξεκινάμε την απόδειξη. Πρέπει να αποδείξουμε ότι το σύνολο A = {x : lim n + φ n (x) = + } είναι μηδενικού μέτρου. Θεωρούμε ɛ > 0 και ορίζουμε τα σύνολα Είναι εύκολο να δούμε ότι A ɛ = {x : lim n + φ n (x) > M ɛ }, A ɛ,n = {x : φ n (x) > M ɛ }. A A ɛ, A ɛ,n A ɛ,n+1, A ɛ = + n=1 A ɛ,n. Η πρώτη σχέση είναι προφανής. Η δεύτερη προκύπτει από την φ n φ n+1. Για την τρίτη σχέση παρατηρούμε ότι αν x A ɛ, τότε lim n + φ n (x) > M ɛ, οπότε υπάρχει n ώστε φ n(x) > M ɛ, οπότε υπάρχει n ώστε x A ɛ,n. Αντιστρόφως, αν υπάρχει n ώστε x A ɛ,n, τότε υπάρχει n ώστε φ n (x) > M ɛ, οπότε, επειδή η ακολουθία αριθμών (φ n (x)) είναι αύξουσα, lim n + φ n (x) > M ɛ, οπότε x A ɛ. 8

Τώρα θεωρούμε μια πρώτη περίπτωση: φ 1 0, οπότε φ n 0 για κάθε n. Επειδή η φ n είναι κλιμακωτή συνάρτηση, το σύνολο A ɛ,n αποτελείται από πεπερασμένου πλήθους ξένα ανά δύο διαστήματα στα οποία η φ n έχει σταθερές τιμές > M ɛ. Στα υπόλοιπα διαστήματα η φ n έχει σταθερές τιμές 0. Άρα το R φ n είναι μεγαλύτερο από M ɛ επί το συνολικό μήκος των διαστημάτων που αποτελούν το A ɛ,n. Άρα το συνολικό μήκος των διαστημάτων που αποτελούν το A ɛ,n είναι < ɛ M R φ n ɛ M M = ɛ. Τώρα θεωρούμε τα πεπερασμένου πλήθους ξένα ανά δύο διαστήματα που αποτελούν το A ɛ,1. Έστω I 1 η συλλογή τους. Το A ɛ,2 αποτελείται από πεπερασμένου πλήθους ξένα ανά δύο διαστήματα, οπότε το A ɛ,2 \ A ɛ,1 αποτελείται κι αυτό από πεπερασμένου πλήθους ξένα ανά δύο διαστήματα και έστω I 2 η συλλογή τους. Γενικότερα, κάθε A ɛ,n \ A ɛ,n 1 αποτελείται από πεπερασμένου πλήθους ξένα ανά δύο διαστήματα και έστω I n η συλλογή τους. Τώρα ορίζουμε l 1 να είναι το συνολικό μήκος των διαστημάτων του A ɛ,1 και, για n 2, ορίζουμε l n να είναι το συνολικό μήκος των διαστημάτων του A ɛ,n \ A ɛ,n 1. Κατ αρχάς βλέπουμε ότι τα διαστήματα των συλλογών I 1,..., I n όλα μαζί αποτελούν το A ɛ,n οπότε έχουν συνολικό μήκος l 1 + + l n ɛ. Κατόπιν παρατηρούμε ότι τα διαστήματα των συλλογών I 1, I 2,... όλα μαζί είναι αριθμήσιμου πλήθους και καλύπτουν το σύνολο A ɛ. Άρα το A ɛ και, επομένως, και το A καλύπτεται από αριθμήσιμου πλήθους διαστήματα συνολικού μήκους l 1 + l 2 + ɛ ακριβώς επειδή η ανισότητα l 1 + + l n ɛ ισχύει για κάθε n. Επειδή, λοιπόν, για κάθε ɛ υπάρχουν αριθμήσιμου πλήθους διαστήματα που καλύπτουν το A και έχουν συνολικό μήκος ɛ, συνεπάγεται ότι το A είναι μηδενικού μέτρου. Μένει να δούμε τί γίνεται στην γενική περίπτωση, όπου δεν ισχύει φ 1 0. Τώρα ορίζουμε τις κλιμακωτές συναρτήσεις ψ n = φ n φ 1 για κάθε n, οπότε και για την ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (ψ n ) ισχύουν οι ιδιότητες (i), (ii). Πράγματι, ψ n ψ n+1 για κάθε n και R ψ n = R φ n R φ 1 M R φ 1 για κάθε n. Επιπλέον, ισχύει ψ n 0 για κάθε n. Άρα ισχύει το αποτέλεσμα της πρώτης περίπτωσης, οπότε το σύνολο {x : lim n + ψ n (x) = + } είναι μηδενικού μέτρου. Όμως, lim n + ψ n (x) = lim n + φ n (x) φ 1 (x), οπότε lim n + ψ n (x) = + αν και μόνο αν lim n + φ n (x) = +. Άρα το σύνολο A = {x : lim n + φ n (x) = + } είναι το ίδιο με το σύνολο {x : lim n + ψ n (x) = + } και, επομένως, είναι μηδενικού μέτρου. 1.3 Η συλλογή συναρτήσεων C 1. Ορισμός. Έστω f : A R, όπου A R. Λέμε ότι η f ανήκει στη συλλογή συναρτήσεων C 1 αν υπάρχει ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ) η οποία ικανοποιεί τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ώστε να ισχύει lim n + φ n = f σ.π. Σ ό ιο. Το τελευταίο σημαίνει ότι ισχύει lim n + φ n (x) = f(x) για σχεδόν κάθε x. Το να μην ισχύει lim n + φ n (x) = f(x) για κάποιον x σημαίνει ότι είτε δεν ορίζεται η τιμή f(x) είτε ότι ορίζεται η f(x) και lim n + φ n (x) f(x) (το όριο lim n + φ n (x) υπάρχει ούτως ή άλλως). Άρα το ότι ισχύει lim n + φ n (x) = f(x) για σχεδόν κάθε x ισοδυναμεί με το ότι το σύνολο {x : x / A ή lim n + φ n (x) f(x)} είναι μηδενικού μέτρου. Επειδή, όμως, το R \ A είναι υποσύνολο αυτού του συνόλου, συνεπάγεται ότι και το R \ A είναι μηδενικού μέτρου. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κάθε συνάρτηση f η οποία ανήκει στη συλλογή C 1 είναι ορισμένη σ.π. δηλαδή ότι το συμπλήρωμα του πεδίου ορισμού της είναι μηδενικού μέτρου. Παραδεί ματα. [1] Κάθε κλιμακωτή συνάρτηση ανήκει στην C 1. Με άλλα λόγια, C 0 C 1. Πράγματι, έστω κλιμακωτή συνάρτηση φ. Για κάθε n ορίζουμε φ n = φ, οπότε δημιουργούμε ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ) με τις ιδιότητες (i) φ n φ n+1 για κάθε n, (ii) R φ n M για κάθε n, όπου M = 9

R φ. (Και στις δυο ιδιότητες, οι ανισότητες ισχύουν προφανώς ως ισότητες.) Τώρα, ισχύει lim n + φ n = φ σ.π. Μάλιστα, το τελευταίο ισχύει παντού, αφού για κάθε x ισχύει lim n + φ n (x) = lim n + φ(x) = φ(x). Άρα η φ ανήκει, σύμφωνα με τον ορισμό, στη συλλογή C 1. [2] Κάθε συνάρτηση f : R R, η οποία είναι συνεχής σε ένα διάστημα [a, b] και η οποία μηδενίζεται έξω από το [a, b], ανήκει στην C 1. Πράγματι, για κάθε n, χωρίζουμε με κατάλληλα ισαπέχοντα διαιρετικά σημεία το διάστημα [a, b] σε 2 n ισομήκη διαστήματα,τα οποία συμβολίζουμε I n,1, I n,2,..., I n,2 n 1, I n,2 n, αρχίζοντας από αριστερά και πηγαίνοντας δεξιά. Όλα αυτά τα διαστήματα τα θεωρούμε ανοικτά. Τώρα, ορίζουμε την κλιμακωτή συνάρτηση φ n ως εξής. Ορίζουμε την φ n να μηδενίζεται έξω από το [a, b]. Κατόπιν, σε κάθε διάστημα I n,k από τα παραπάνω ορίζουμε την φ n να έχει σταθερή τιμή ίση με το inf({f(x) : x I n,k }). Τέλος, σε καθένα από τα 2 n + 1 διαιρετικά σημεία ορίζουμε την τιμή της φ n να είναι ίση με την τιμή της f στο ίδιο σημείο. Πειραματιζόμενοι με μια τυχαία τέτοια συνάρτηση f και με τις αντίστοιχες φ 1, φ 2, φ 3, φ 4, μπορούμε εύκολα να πεισθούμε ότι ισχύει (i) φ n φ n+1 f για κάθε n και (ii) R φ n u(b a) για κάθε n, όπου u = max({f(x) : x [a, b]}). Επίσης, ισχύει lim n + φ n (x) = f(x) για κάθε x. Δεν θα επιμείνουμε στις λεπτομέρειες για τα παραπάνω, διότι αργότερα, στο Θεώρημα 1.1, θα αποδείξουμε ένα αποτέλεσμα το οποίο υπερκαλύπτει αυτά που είπαμε εδώ. (Πάντως, αφήνεται ως άσκηση για τον αναγνώστη να αποδείξει αναλυτικά τα παραπάνω για την οποιαδήποτε τέτοια f. Για το (i) πρέπει να δει κανείς ότι καθένα από τα διαστήματα σταθερότητας της φ n χωρίζεται σε δυο διαστήματα σταθερότητας της φ n+1. Για το lim n + φ n (x) = f(x) χρησιμοποιείται η ομοιόμορφη συνέχεια της f στο [a, b].) Σ ό ιο. Πριν προχωρήσουμε θα κάνουμε ένα σχόλιο σχετικό με ιδιότητες που ισχύουν σ.π. Έστω αριθμήσιμου πλήθους ιδιότητες καθεμιά από τις οποίες ισχύει σ.π. Τότε όλες μαζί οι ιδιότητες ισχύουν ταυτόχρονα σ.π. Με άλλα λόγια, η σύζευξη αυτών των ιδιοτήτων είναι μια ιδιότητα που ισχύει κι αυτή σ.π. Πράγματι, έστω A n το σύνολο των x για τα οποία δεν ισχύει η n-οστή ιδιότητα. Το A n είναι μηδενικού μέτρου. Τώρα, το σύνολο των x για τα οποία δεν ισχύει μια τουλάχιστον από τις ιδιότητες είναι ίσο με το A = n A n. Δηλαδή, για κάθε x στο συμπλήρωμα του A ισχύουν όλες οι ιδιότητες. Γνωρίζουμε, όμως, ότι το A είναι μηδενικού μέτρου. Θα δούμε τώρα μερικές βασικές ιδιότητες της συλλογής συναρτήσεων C 1. Πρόταση 1.5. Έστω f, g C 1 και λ 0. Τότε f + g, λf, max{f, g} C 1. Απόδειξη. Έστω f, g C 1 και λ 0. Τότε υπάρχουν ακολουθίες κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ), (ψ n ) οι οποίες ικανοποιούν τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ώστε να ισχύει φ n f σ.π. και ψ n g σ.π. Οι ιδιότητες (i), (ii) διατυπώνονται ως εξής. (i) φ n φ n+1 και ψ n ψ n+1 για κάθε n, (ii) υπάρχουν αριθμοί M, K ώστε R φ n M, R ψ n K για κάθε n. [α] Θεωρούμε την ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n + ψ n ). Επειδή οι φ n f και ψ n g ισχύουν καθεμιά σ.π. συνεπάγεται ότι ισχύουν και οι δυο ταυτόχρονα σ.π. Άρα ισχύει φ n + ψ n f + g σ.π. Από την (i) συνεπάγεται φ n + ψ n φ n+1 + ψ n+1 για κάθε n και από την (ii) συνεπάγεται R (φ n + ψ n ) = R φ n + R ψ n M + K για κάθε n. Άρα, σύμφωνα με τον ορισμό, η f + g ανήκει στη συλλογή C 1. [β] Τώρα, θεωρούμε την ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (λφ n ). Τότε ισχύει λφ n λf σ.π. Από την (i) συνεπάγεται λφ n λφ n+1 για κάθε n και από την (ii) συνεπάγεται R (λφ n) = λ R φ n λm για κάθε n. Άρα, σύμφωνα με τον ορισμό, η λf ανήκει στη συλλογή C 1. [γ] Τέλος, θεωρούμε την ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων ( max{φ n, ψ n } ). Επειδή οι φ n f και ψ n g ισχύουν καθεμιά σ.π. συνεπάγεται ότι ισχύουν και οι δυο ταυτόχρονα σ.π. Άρα ισχύει max{φ n, ψ n } max{f, g} σ.π. Από την (i) προκύπτει max{φ n, ψ n } max{φ n+1, ψ n+1 } για κάθε n και από την (ii) και την max{φ n, ψ n } = φ n + ψ n min{φ n, ψ n } φ n + ψ n min{φ 1, ψ 1 } προκύπτει 10

R max{φ n, ψ n } M + K R min{φ 1, ψ 1 } για κάθε n. Άρα, σύμφωνα με τον ορισμό, η max{f, g} ανήκει στη συλλογή C 1. Σ ό ιο. Στην προηγούμενη απόδειξη ήταν σημαντικό το ότι λ 0 για τη διατήρηση των σχετικών ανισοτήτων όταν τις πολλαπλασιάζουμε με το λ. Μάλιστα, υπάρχει παράδειγμα συνάρτησης f στην C 1 ώστε η f = ( 1)f να μην ανήκει στην C 1. Επίσης, υπάρχει παράδειγμα συναρτήσεων f, g στην C 1 ώστε η min{f, g} να μην ανήκει στην C 1. Κατόπιν, θα δώσουμε τον ορισμό του ολοκληρώματος για συναρτήσεις της συλλογής C 1. Θα χρειαστούμε, όμως, το εξής λήμμα. Λήμμα 1.1. [1] Έστω κλιμακωτή συνάρτηση ψ και ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ) ώστε να ισχύει φ n φ n+1 για κάθε n καθώς και ψ lim n + φ n σ.π. Τότε ψ lim R n + φ R n. [2] Έστω ακολουθίες κλιμακωτών συναρτήσεων (ψ n ), (φ n ) ώστε να ισχύει ψ n ψ n+1 και φ n φ n+1 για κάθε n καθώς και lim n + ψ n lim n + φ n σ.π. Τότε lim n + ψ R n lim n + R φ n. [3] Έστω ακολουθίες κλιμακωτών συναρτήσεων (ψ n ), (φ n ) ώστε να ισχύει ψ n ψ n+1 και φ n φ n+1 για κάθε n καθώς και lim n + ψ n = lim n + φ n σ.π. Τότε lim n + ψ R n = lim n + R φ n. Απόδειξη. [1] Ορίζουμε τις κλιμακωτές συναρτήσεις χ n = ψ min{ψ, φ n }. Είναι εύκολο να δούμε ότι 0 χ n+1 χ n για κάθε n και ότι χ n 0 σ.π. Σύμφωνα με το Λήμμα Α, συνεπάγεται R χ n 0. Παρατηρούμε, επίσης, ότι χ n ψ φ n για κάθε n, οπότε R χ n R ψ R φ n για κάθε n. Παίρνοντας όρια, βρίσκουμε 0 R ψ lim n + R φ n, οπότε R ψ lim n + R φ n. [2] Για κάθε m ισχύει ψ m lim n + ψ n lim n + φ n σ.π. Εφαρμόζοντας το αποτέλεσμα του [1], βρίσκουμε ότι για κάθε m ισχύει R ψ m lim n + R φ n. Άρα lim m + R ψ m lim n + R φ n. [3] Άμεση από το [2] και τις lim n + ψ n lim n + φ n σ.π. και lim n + φ n lim n + ψ n σ.π. Ορισμός. Έστω f στη συλλογή C 1. Τότε υπάρχει ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ) η οποία ικανοποιεί τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ώστε να ισχύει lim n + φ n = f σ.π. Από τις (i), (ii), η ακολουθία (αριθμών) ( R φ n) είναι αύξουσα και άνω φραγμένη, οπότε έχει όριο το οποίο είναι αριθμός. Ορίζουμε το ολοκλήρωμα της f και το συμβολίζουμε R f = R f(x) dx να είναι ίσο με αυτό το όριο: R f = R f(x) dx = lim n + R φ n. Τα δυο σχόλια που ακολουθούν είναι απολύτως απαραίτητα. Σ ό ια. [1] Για να είναι καλός ο προηγούμενος ορισμός, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η τιμή του R f δεν εξαρτάται από τη συγκεκριμένη ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων που χρησιμοποιούμε για να το ορίσουμε. Πράγματι, ας θεωρήσουμε και μια οποιαδήποτε άλλη ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (ψ n ) η οποία ικανοποιεί τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ώστε να ισχύει lim n + ψ n = f σ.π. Με βάση τον ορισμό, το R f ορίζεται ως το όριο lim n + R ψ n. Άρα πρέπει να αποδείξουμε ότι τα δυο όρια lim n + R φ n και lim n + R ψ n είναι ίσα. Αυτό, όμως, είναι άμεσο από το [3] του Λήμματος 1.1, διότι ισχύει lim n + φ n = f σ.π. και lim n + ψ n = f σ.π., οπότε ισχύουν και τα δυο αυτά ταυτόχρονα σ.π, οπότε ισχύει lim n + ψ n = lim n + φ n σ.π. [2] Γνωρίζουμε ότι κάθε κλιμακωτή συνάρτηση φ ανήκει στην C 1. Επομένως, για την φ έχουμε ορίσει το αρχικό ολοκλήρωμα R φ αλλά και το τελευταίο ολοκλήρωμα που το συμβολίσαμε με το ίδιο σύμβολο R φ. Για να μην υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στις τιμές των ολοκληρωμάτων (οπότε θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε άλλο σύμβολο για το δεύτερο ολοκλήρωμα) πρέπει να αποδείξουμε ότι τα δυο ολοκληρώματα είναι ίσα. Τώρα, θεωρούμε τις κλιμακωτές συναρτήσεις φ n = φ, οπότε η ακολουθία (φ n ) ικανοποιεί τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ισχύει lim n + φ n = φ σ.π. (και, μάλιστα, παντού). Σύμφωνα με τον τελευταίο ορισμό το νέο ολοκλήρωμα της φ ισούται με το lim n + R φ n = lim n + R φ = R φ, δηλαδή με το παλιό ολοκλήρωμα της φ. Πρόταση 1.6. [1] Έστω f, g C 1 και αριθμός λ 0. Τότε R (f + g) = R f + R g, 11 R (λf) = λ R f.

[2] Έστω f, g C 1. Τότε f g R f R g. Απόδειξη. [1] Επειδή f, g C 1, υπάρχουν ακολουθίες κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ), (ψ n ) οι οποίες ικανοποιούν τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ώστε να ισχύει lim n + φ n = f σ.π. και lim n + ψ n = g σ.π. Από τον ορισμό των R f, R g, έχουμε ότι R f = lim n + R φ n, R g = lim n + R ψ n. Είδαμε στην απόδειξη της Πρότασης 1.5 ότι η ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n + ψ n ) ικανοποιεί τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ισχύει lim n + (φ n + ψ n ) = f + g σ.π. Άρα από τον ορισμό του R (f + g) συνεπάγεται R (f + g) = lim n + R (φ n + ψ n ) = lim n + R φ n + lim n + R ψ n = R f + R g. Και πάλι στην απόδειξη της Πρότασης 1.5 είδαμε ότι η ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (λφ n ) ικανοποιεί τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ισχύει lim n + (λφ n ) = λf σ.π. Άρα από τον ορισμό του R (λf) συνεπάγεται R (λf) = lim n + R (λφ n) = λ lim n + R φ n = λ R f. [2] Θεωρούμε τις ίδιες ακολουθίες κλιμακωτών συναρτήσεων του [1]. Από f g συνεπάγεται lim n + φ n lim n + ψ n σ.π. οπότε από το [2] του Λήμματος 1.1 συνεπάγεται R f = lim n + R φ n lim n + R ψ n = R g. Σ ό ιο. Η ιδιότητα R (λ 1f 1 + + λ n f n ) = λ 1 R f 1 + + λ n ισχύει για συναρτήσεις f 1,..., f n C 1, αλλά μόνο αν οι αριθμοί λ 1,..., λ n είναι όλοι 0. Πρόταση 1.7. Έστω f C 1 και g = f σ.π. Τότε g C 1 και R g = R f. Απόδειξη. Επειδή f C 1, υπάρχει ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ), η οποία ικανοποιεί τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ώστε να ισχύει lim n + φ n = f σ.π. Από το ότι ισχύει g = f σ.π. συνεπάγεται ότι ισχύουν ταυτόχρονα οι lim n + φ n = f και g = f σ.π. Άρα ισχύει lim n + φ n = g σ.π. Άρα η g ανήκει στην C 1. Επίσης, από τον ορισμό των R f, R g, έχουμε ότι R f = lim n + R φ n και R g = lim n + R φ n. Άρα R f = R g. Σ ό ιο. Άμεση συνέπεια της Πρότασης 1.7 είναι ότι, αν αλλάξουμε μια συνάρτηση η οποία ανήκει στην C 1 σε ένα σύνολο μηδενικού μέτρου, τότε η νέα συνάρτηση ανήκει κι αυτή στην C 1 και έχει το ίδιο ολοκλήρωμα με την αρχική συνάρτηση. R f n Παράδει μα. Η συνάρτηση Dirichlet f(x) = { 1, αν x Q 0, αν x / Q ανήκει στην C 1 και R f = 0. Πράγματι, ισχύει f(x) = 0 για σ.κ. x. Δηλαδή, η συνάρτηση Dirichlet προκύπτει από τη μηδενική συνάρτηση αλλάζοντάς την (και κάνοντάς την 1) στα σημεία του Q, το οποίο { είναι μηδενικού μέτρου. 1, αν x [a, b] Q Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις παραλλαγές: f(x) = 0, αν x / [a, b] Q 12

1.4 Η συλλογή C 2 των ολοκληρώσιμων συναρτήσεων. Ορισμός. Έστω f : A R, όπου A R. Λέμε ότι η f ανήκει στη συλλογή συναρτήσεων C 2, αν υπάρχουν g, h C 1 ώστε f = g h. Σ ό ια. [1] Στον ορισμό, αν g : B R και h : C R, τότε A = B C. Επειδή τα σύνολα R \ B και R \ C είναι μηδενικού μέτρου και R \ A = R \ (B C) = (R \ B) (R \ C), συνεπάγεται ότι και το R \ A είναι μηδενικού μέτρου. Άρα, όπως κάθε συνάρτηση της συλλογής C 1 είναι ορισμένη σχεδόν παντού, έτσι και κάθε συνάρτηση της συλλογής C 2 είναι ορισμένη σχεδόν παντού. [2] Αν f C 1, τότε, επειδή f = f 0 και 0 C 1, συνεπάγεται ότι f C 2. Άρα C 1 C 2. Πρόταση 1.8. Έστω f, g C 2 και αριθμός λ. Τότε f + g, λf, max{f, g}, min{f, g} C 2. Απόδειξη. Έστω f, g C 2 και αριθμός λ. Τότε υπάρχουν f 1, f 2, g 1, g 2 C 1 ώστε f = f 1 f 2 και g = g 1 g 2. [α] Τότε f + g = (f 1 + g 1 ) (f 2 + g 2 ) και f 1 + g 1 C 1 και f 2 + g 2 C 1. Άρα f + g C 2. [β] Αν λ = 0, τότε λf = 0 C 2. Αν λ > 0, τότε λf 1 C 1 και λf 2 C 1. Επειδή λf = λf 1 λf 2, συνεπάγεται λf C 2. Αν λ < 0, τότε ( λ)f 1 C 1 και ( λ)f 2 C 1. Επειδή λf = ( λ)f 2 ( λ)f 1, συνεπάγεται λf C 2. [γ] Παρατηρούμε ότι max{f, g} = max{f 1 + g 2, f 2 + g 1 } (f 2 + g 2 ) και, επειδή max{f 1 + g 2, f 2 + g 1 } C 1 και f 2 + g 2 C 1, συνεπάγεται max{f, g} C 2. Ομοίως, min{f, g} = (f 1 +g 1 ) max{f 1 +g 2, f 2 +g 1 } και, επειδή max{f 1 +g 2, f 2 +g 1 } C 1 και f 1 +g 1 C 1, συνεπάγεται min{f, g} C 2. Σ ό ιο. Από την Πρόταση 1.8 συνεπάγεται ότι κάθε γραμμικός συνδυασμός λ 1 f 1 + + λ n f n συναρτήσεων στη συλλογή C 2 (όπου λ 1,..., λ n είναι αριθμοί) είναι συνάρτηση στη C 2. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις max{f 1,..., f n }, min{f 1,..., f n }. Δηλαδή η συλλογή C 2 είναι κλειστή ως προς γραμμικούς συνδυασμούς των στοιχείων της και, επομένως, είναι ένας γραμμικός χώρος (ή διανυσματικός χώρος). Και επειδή είναι και κλειστή ως προς το max και το min των στοιχείων της, είναι ένας διατεταγμένος γραμμικός χώρος. Ειδικώτερα, αν οι f, g είναι στη συλλογή C 2, τότε οι συναρτήσεις είναι κι αυτές στη συλλογή C 2. f + = max{f, 0}, f = max{ f, 0}, f = f + + f Ορισμός. Έστω f C 2. Τότε υπάρχουν g, h C 1 ώστε f = g h. Ορίζουμε το ολοκλήρωμα της f και το συμβολίζουμε R f = R f(x) dx να είναι το R f = R f(x) dx = R g R h. Σ ό ια. [1] Για να είναι καλός ο παραπάνω ορισμός του R f, πρέπει να αποδείξουμε ότι αν πάρουμε ένα οποιοδήποτε άλλο ζεύγος g 1, h 1 C 1 ώστε f = g 1 h 1, τότε ο νέος υπολογισμός R g 1 R h 1 θα δώσει το ίδιο αποτέλεσμα με τον παλιό υπολογισμό R g R h. Πράγματι, από το g h = f = g 1 h 1 συνεπάγεται g + h 1 = g 1 + h συνεπάγεται R (g + h 1) = R (g 1 + h) συνεπάγεται R g + R h 1 = R g 1 + R h συνεπάγεται R g 1 R h 1 = R g R h. [2] Επίσης, επειδή κάθε f C 1 ανήκει και στην C 2, πρέπει να αποδείξουμε ότι η ήδη ορισμένη από την προηγούμενη ενότητα τιμή του R f ισούται με την μόλις ορισμένη τιμή του R f, ώστε να αιτιολογηθεί η επιλογή του ίδιου συμβόλου για τα δυο ολοκληρώματα. Πράγματι, αν f C 1, τότε γράφουμε f = f 0 (και αυτό δικαιολογεί το ότι f C 2 ) οπότε η νέα τιμή του R f ισούται εξ ορισμού με R f R 0 = R f, όπου R f και R 0 είναι οι προηγούμενες τιμές των ολοκληρωμάτων. 13

Πρόταση 1.9. [1] Έστω f, g C 2 και αριθμός λ. Τότε R (f + g) = R f + R g, [2] Έστω f, g C 2. Τότε f g R f R g. [3] Έστω f C 2. Τότε R f R f. R (λf) = λ R f. Απόδειξη. Έστω f, g C 2 και αριθμός λ. Τότε υπάρχουν f 1, f 2, g 1, g 2 C 1 ώστε f = f 1 f 2 και g = g 1 g 2. [1] Τότε f + g = (f 1 + g 1 ) (f 2 + g 2 ) και f 1 + g 1 C 1 και f 2 + g 2 C 1. Άρα R (f + g) = R (f 1 + g 1 ) R (f 2 + g 2 ) = R f 1 + R g 1 R f 2 R g 2 = R f 1 R f 2 + R g 1 R g 2 = R f + R g. Αν λ = 0, τότε λf = 0, οπότε R (λf) = R 0 = 0 = λ R f. Αν λ > 0, τότε λf 1 C 1 και λf 2 C 1 και λf = λf 1 λf 2. Άρα R (λf) = R (λf 1) R (λf 2) = λ R f 1 λ R f 2 = λ( R f 1 R f 2) = λ R f. Αν λ < 0, τότε ( λ)f 1 C 1 και ( λ)f 2 C 1 και λf = ( λ)f 2 ( λ)f 1. Άρα R (λf) = R (( λ)f 2) R (( λ)f 1) = ( λ) R f 2 ( λ) R f 1 = λ( R f 1 R f 2) = λ R f. [2] Από f g συνεπάγεται f 1 + g 2 f 2 + g 1 και, επειδή f 1 + g 2 C 1 και f 2 + g 1 C 1, συνεπάγεται R (f 1+g 2 ) R (f 2+g 1 ) συνεπάγεται R f 1+ R g 2 R f 2+ R g 1 συνεπάγεται R f 1 R f 2 R g 1 R g 2 συνεπάγεται R f R g. [3] Από το ότι f f f σ.π. και από το ότι οι f, f ανήκουν στην C 2, συνεπάγεται Άρα R f R f. R f = R ( f ) R f R f. Σ ό ιο. Οι σχέσεις της Πρότασης 1.9 εκφράζουν τη γραμμικότητα του ολοκληρώματος και τη διατήρηση της διάταξης από το ολοκλήρωμα στην συλλογή C 2. Πρόταση 1.10. Έστω f C 2 και g = f σ.π. Τότε g C 2 και R g = R f. Απόδειξη. Ισχύει g f = 0 σ.π. και 0 C 1. Από την Πρόταση 1.7 συνεπάγεται g f C 1 και, επομένως, g f C 2. Επίσης, R (g f) = R 0 = 0. Άρα g = f +(g f) C 2 και R g = R f + R (g f) = R f. Σ ό ια. [1] Με άλλα λόγια, αν αλλάξουμε μια συνάρτηση που ανήκει στη συλλογή C 2 σε ένα σύνολο μηδενικού μέτρου, τότε η νέα συνάρτηση ανήκει κι αυτή στη συλλογή C 2 και έχει το ίδιο ολοκλήρωμα με την αρχική συνάρτηση. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι τα σύνολα μηδενικού μέτρου είναι κατά κάποια έννοια αμελητέα όσον αφορά στις συναρτήσεις της συλλογής C 2 και στα ολοκληρώματά τους. Αυτό δεν ισχύει για τις Riemann ολοκληρώσιμες συναρτήσεις { σε διάστημα ούτε για τα Riemann ολοκληρώματά τους. Δείτε ξανά τη συνάρτηση Dirichlet f(x) = Η συνάρτηση αυτή προκύπτει 1, αν x [a, b] Q 0, αν x / [a, b] Q από τη μηδενική συνάρτηση με αλλαγή σε ένα σύνολο μηδενικού μέτρου και, ενώ η μηδενική συνάρτηση είναι Riemann ολοκληρώσιμη στο [a, b] με Riemann ολοκλήρωμα ίσο με 0, η συνάρτηση Dirichlet δεν είναι Riemann ολοκληρώσιμη στο [a, b] (αν a < b) και δεν ορίζεται το Riemann ολοκλήρωμά της. 14

Σε σχέση με τις Riemann ολοκληρώσιμες συναρτήσεις και τα Riemann ολοκληρώματα, τα πεπερασμένα σύνολα είναι αμελητέα. Πράγματι, γνωρίζουμε ότι, αν αλλάξουμε μια Riemann ολοκληρώσιμη συνάρτηση σε πεπερασμένου πλήθους σημεία, τότε η νέα συνάρτηση είναι κι αυτή Riemann ολοκληρώσιμη και το Riemann ολοκλήρωμά της είναι το ίδιο με το Riemann ολοκλήρωμα της αρχικής συνάρτησης. [2] Συνδυάζοντας την Πρόταση 1.10 με τις Προτάσεις 1.8 και 1.9, έχουμε τα εξής λίγο γενικότερα συμπεράσματα. Αν f, g C 2 και h = f + g σ.π. τότε h C 2 και R h = R f + R g. Αν f C 2 και ο λ είναι αριθμός και h = λf σ.π. τότε h C 2 και R h = λ R f. Αν f, g C 2, τότε f g σ.π. R f R g. Ορισμός. Κάθε συνάρτηση f στη συλλογή C 2 χαρακτηρίζεται Lebesgue ολοκληρώσιμη ή απλά ολοκληρώσιμη και το R f ονομάζεται ολοκλήρωμα Lebesgue ή απλά ολοκλήρωμα της f. Η συλλογή C 2 θα αναφέρεται και ως συλλογή των (Lebesgue) ολοκληρώσιμων συναρτήσεων. Σ ό ια. [1] Στις σημειώσεις αυτές, όταν λέμε ολοκληρώσιμη ή ολοκλήρωμα θα εννοούμε Lebesgue ολοκληρώσιμη ή Lebesgue ολοκλήρωμα, αντιστοίχως. Αντιθέτως, θα λέμε, χωρίς συντόμευση, Riemann ολοκληρώσιμη ή Riemann ολοκλήρωμα. Το Riemann ολοκλήρωμα μιας f η οποία είναι Riemann ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, b] θα το συμβολίζουμε R b a f ή R b f(x) dx. [2] Λίγο παρακάτω, στο Θεώρημα 1.1, θα δούμε ακριβώς ποιά είναι η σχέση ανάμεσα στη συλλογή των Riemann ολοκληρώσιμων συναρτήσεων και στη συλλογή των Lebesgue ολοκληρώσιμων συναρτήσεων καθώς και τη σχέση ανάμεσα στο Riemann ολοκλήρωμα και στο Lebesgue ολοκλήρωμα. [3] Μέχρι τώρα, ξεκινήσαμε με τη συλλογή C 0 των κλιμακωτών συναρτήσεων, αυτήν την επεκτείναμε στη μεγαλύτερη συλλογή C 1 και αυτήν την επεκτείναμε στη μεγαλύτερη συλλογή C 2 των Lebesgue ολοκληρώσιμων συναρτήσεων. Η τελευταία συλλογή, η C 2, είναι, ουσιαστικά, και η τελευταία συλλογή συναρτήσεων που θα εισαγάγουμε. Παράλληλα με αυτές τις επεκτάσεις των συλλογών συναρτήσεων, κάναμε και αντίστοιχες επεκτάσεις της έννοιας του ολοκληρώματος. Πρόταση 1.11. Έστω f C 2. Τότε υπάρχει ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (χ n ) ώστε R χ n f 0 και χ n f σ.π. Απόδειξη. Υπάρχουν g, h C 1 ώστε f = g h. Επομένως, υπάρχουν ακολουθίες κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n ), (ψ n ) οι οποίες ικανοποιούν τις υποθέσεις (i), (ii) του Λήμματος Β και ώστε να ισχύει φ n g σ.π. και ψ n h σ.π. Μάλιστα, τότε, βάσει των ορισμών, R f = R g R h και R φ n R g και R ψ n R h. Ορίζουμε για κάθε n την κλιμακωτή συνάρτηση χ n = φ n ψ n και τότε χ n f φ n g + ψ n h = (g φ n ) + (h ψ n ) σ.π. Επειδή, R φ n R g και R ψ n R h, συνεπάγεται 0 R χ n f R (g φ n) + R (h ψ n) και, επομένως, R χ n f 0. Επίσης, επειδή φ n g σ.π. και ψ n h σ.π., συνεπάγεται χ n f σ.π. a 15

1.5 Τα οριακά θεωρήματα. Τώρα θα δούμε τα τρία κεντρικά θεωρήματα σχετικά με τη συλλογή των Lebesgue ολοκληρώσιμων συναρτήσεων. Σε αυτά τα τρία θεωρήματα βασίζεται το ότι το Lebesgue ολοκλήρωμα είναι εν γένει πιο χρήσιμο από το Riemann ολοκλήρωμα. Θα χρειαστούμε το εξής τεχνικό λήμμα. Λήμμα 1.2. [1] Έστω f C 2 και ɛ > 0. Τότε υπάρχουν g, h C 1 ώστε f = g h σ.π., h 0 σ.π. και R h < ɛ. [2] Έστω f 1, f 2 C 2 με f 1 f 2 σ.π. και ɛ > 0. Αν f 1 = g 1 h 1 σ.π., όπου g 1, h 1 C 1, τότε υπάρχουν g 2, h 2 C 1 ώστε f 2 = g 2 h 2 σ.π., g 1 g 2 σ.π., h 1 h 2 σ.π. και R h 2 < R h 1 + ɛ. Απόδειξη. [1] Βάσει του ορισμού, επειδή f C 2, υπάρχουν g 1, h 1 C 1 ώστε f = g 1 h 1 σ.π. Άρα υπάρχει ακολουθία (φ n ) στην C 0 η οποία ικανοποιεί τις ιδιότητες (i), (ii) του Λήμματος Β ώστε φ n h 1 σ.π. Τότε R φ n R h 1, οπότε υπάρχει n αρκετά μεγάλος ώστε R (h 1 φ n ) = R h 1 R φ n < ɛ. Με αυτόν τον n, ορίζουμε g = g 1 φ n και h = h 1 φ n. Τότε f = g h σ.π., h 0 σ.π. και R h < ɛ. [2] Επειδή f 2 f 1 C 2, από το [1] συνεπάγεται ότι υπάρχουν g, h C 1 ώστε f 2 f 1 = g h σ.π., h 0 σ.π. και R h < ɛ. Επιπλέον, επειδή f 2 f 1 0 σ.π., ισχύει g = (f 2 f 1 ) + h 0 σ.π. Τώρα ορίζουμε g 2 = g 1 + g και h 2 = h 1 + h και εύκολα βλέπουμε ότι ισχύουν οι σχέσεις που θέλουμε. Θεώρημα Μονότονης Σύγκλισης (Levi). Έστω ακολουθία ολοκληρώσιμων συναρτήσεων (f n ) με τις ιδιότητες: (i) f n f n+1 σ.π. για κάθε n. (ii) υπάρχει αριθμός M ώστε f R n M για κάθε n. Τότε: [α] Υπάρχει ολοκληρώσιμη f ώστε f n f σ.π. και f R n f. R [β] Αν f n f σ.π., τότε η f είναι ολοκληρώσιμη και R f n R f. Απόδειξη. [α] Θεωρούμε κατ αρχάς την περίπτωση που όλες οι f n ανήκουν στη συλλογή C 1. Τότε, για κάθε n υπάρχει ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ n,k ) με τις ιδιότητες: (i) φ n,k φ n,k+1 για κάθε k, (ii) υπάρχει αριθμός M n ώστε R φ n,k M n για κάθε k και ώστε να ισχύει φ n,k f n σ.π. όταν k +. Επειδή φ n,k f n σ.π. συνεπάγεται R φ n,k R f n M και, επομένως, στην ιδιότητα (ii) μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όλοι οι M n είναι ίσοι με τον M. Τώρα, για κάθε k ορίζουμε την κλιμακωτή συνάρτηση φ k = max{φ 1,k, φ 2,k..., φ k 1,k, φ k,k }. Επειδή φ 1,k φ 1,k+1,..., φ k,k φ k,k+1, συνεπάγεται και, επομένως, max{φ 1,k,..., φ k,k } max{φ 1,k+1,..., φ k,k+1 } max{φ 1,k+1,..., φ k,k+1, φ k+1,k+1 } φ k φ k+1 για κάθε k. Επειδή φ n,k f n f k σ.π. για κάθε n = 1,..., k, συνεπάγεται φ k f k σ.π. 16

και, επομένως, R φ k R f k M για κάθε k. Άρα η ακολουθία κλιμακωτών συναρτήσεων (φ k ) ικανοποιεί τις υποθέσεις του Λήμματος Β, οπότε υπάρχει συνάρτηση f στη συλλογή C 1 ώστε φ k f σ.π. και R φ k R f. Κατόπιν, έστω τυχόν n. Για κάθε k n ισχύει φ n,k φ k και, παίρνοντας όριο καθώς k +, f n f σ.π. για κάθε n. Συνδυάζοντας με την φ k f k σ.π. που είδαμε ότι ισχύει για κάθε k, έχουμε ότι Άρα φ k f k f σ.π. f k f σ.π. Επιπλέον, R φ k R f k R f και, λόγω του ότι R φ k R f, R f k R f. Άρα, στην περίπτωση που όλες οι f n ανήκουν στη συλλογή C 1, τότε το αποτέλεσμα του θεωρήματος ισχύει και, μάλιστα, η οριακή συνάρτηση f ανήκει κι αυτή στην C 1. Τώρα θα ασχοληθούμε με τη γενική περίπτωση. Επειδή f 1 C 2, υπάρχουν, λόγω του Λήμματος 1.2, g 1, h 1 C 1 ώστε f 1 = g 1 h 1 σ.π., h 1 0 σ.π. και R h 1 < 1 2. Κατόπιν, επειδή f 2 C 2 και f 1 f 2 σ.π., υπάρχουν, πάλι λόγω του Λήμματος 1.2, g 2, h 2 C 1 ώστε f 2 = g 2 h 2 σ.π., g 1 g 2 σ.π., h 1 h 2 σ.π. και R h 2 < R h 1 + 1 4. Συνεχίζοντας επαγωγικά, δημιουργούμε ακολουθίες (g n ), (h n ) στην C 1 ώστε για κάθε n να ισχύει f n = g n h n σ.π. g n g n+1 σ.π., h n h n+1 σ.π. R h n+1 < R h n + 1 2 n+1. Από την τελευταία σχέση συνεπάγεται R h n < 1 2 + + 1 2 n < 1 για κάθε n και, επομένως, R g n = R f n + R h n < M + 1 για κάθε n. Τώρα μπορούμε να εφαρμόσουμε το αποτέλεσμα της ειδικής περίπτωσης στις ακολουθίες (g n ), (h n ) και έχουμε ότι υπάρχουν g, h C 1 ώστε g n g σ.π., h n h σ.π. και R g n R g και R h n R h. Τέλος, ορίζουμε f = g h, οπότε f C 2 και f n = g n h n g h = f σ.π. R f n = R g n R h n R g R h = R f. [β] Αν f είναι η συνάρτηση που προκύπτει από το [α], τότε f n f σ.π. και f n f σ.π., οπότε f = f σ.π. Επειδή f C 2, έχουμε f C 2 και R f = R f. Τέλος, επειδή R f n R f, έχουμε R f n R f. Σ ό ιο. Επειδή f n f σ.π., η σχέση R f n R f μπορεί να διατυπωθεί lim n + R f n = R lim n + f n και εκφράζει τη δυνατότητα εναλλαγής των συμβόλων lim και. 17