ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ «ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ» ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΠΕ ΙΟ: ΠΡΟΠΟΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ Η ΕΠΙ ΡΑΣΗ ΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΜΑΘΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙ ΟΣΗ ΤΟΥ ΑΛΜΑΤΟΣ ΣΕ ΜΗΚΟΣ Φλώρα Ν. Παντελή Μεταπτυχιακή διατριβή Κατεύθυνση Εξειδίκευσης: Ειδική Προπονητική Κλασικού Αθλητισµού ΑΘΗΝΑ, 2008
Copyright Παντελή Φλώρα του Νικολάου Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Εθνικής Αντίστασης 41, 17237 άφνη, Αθήνα i
Μέλη της Συµβουλευτικής Επιτροπής Αθανασία Σµυρνιώτου Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κλασικού Αθλητισµού Αθλητικών ρόµων (Επιβλέπουσα) Σταύρος Τζιωρτζής Καθηγητής Θεωρίας Αθλητικής Προπόνησης Παναγιώτης Βεληγκέκας Λέκτορας Κλασικού Αθλητισµού ii
iii
iv Στην παιδική µου φίλη Κατερίνα
Έκφραση Ευχαριστιών Για την περάτωση της µεταπτυχιακής µου διατριβής θα ήθελα να ευχαριστήσω: Τους καθηγητές της τριµελούς µου επιτροπής, κ. Α. Σµυρνιώτου, κ. Σ. Τζιωρτζή και κ. Π. Βεληγκέκα. Τον κ. Ι. Ζέρβα και την κ. Μ. Ψυχουντάκη, από το εργαστήριο Αθλητικής Ψυχολογίας. Όλους όσους µε βοήθησαν για την πραγµατοποίηση των µετρήσεων. Την Κατερίνα και την Έλενα, οι οποίες µε διευκόλυναν πολύ στην ολοκλήρωση αυτής της µελέτης, τους γονείς µου, καθώς και κάποιους ανθρώπους πολύ σηµαντικούς για εµένα που µου συµπαραστάθηκαν αυτά τα τρία χρόνια σπουδών. v
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η επαναληπτική εκτέλεση ειδικών ασκήσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εκµάθηση µιας συγκεκριµένης δεξιότητας και για τη βελτίωση της κινητικής απόδοσης, ωστόσο, η πρακτική αυτή εξάσκηση από µόνη της δεν αρκεί. Η µαθησιακή διαδικασία µπορεί να ενισχυθεί από πρόσθετες τεχνικές µάθησης, όπως είναι ο «αυτοδιάλογος» και η «παρατήρηση µοντέλου», τεχνικές οι οποίες ενισχύουν τις αντιληπτικές ικανότητες και κατά συνέπεια αυξάνουν την αποτελεσµατικότητα της εξάσκησης και βοηθούν τον ασκούµενο να επιτύχει τον επιδιωκόµενο στόχο σε µικρότερο χρονικό διάστηµα. Σκοπός της συγκεκριµένης µελέτης ήταν να διερευνηθεί εάν η διδασκαλία των επιµέρους φάσεων του άλµατος σε µήκος, στα αρχικά στάδια µάθησης νεαρών αθλητών, ενισχύεται από τον αυτοδιάλογο και την παρατήρηση µοντέλου, µε στόχο την επιτυχηµένη εκτέλεση του άλµατος και τη βελτίωση της επίδοσης. Ως ανεξάρτητη µεταβλητή ορίζεται ο τρόπος διδασκαλίας- εκµάθησης. Η ανεξάρτητη µεταβλητή διακρίνεται σε τέσσερα επίπεδα: α) µόνο πρακτική εξάσκηση για το άλµα σε µήκος (συνθήκη ελέγχου), β) παρατήρηση µοντέλου σε συνδυασµό µε πρακτική εξάσκηση, γ) αυτοδιάλογος σε συνδυασµό µε πρακτική εξάσκηση, δ) συνδυασµός αυτοδιαλόγου και παρατήρησης µοντέλου παράλληλα µε πρακτική εξάσκηση. Ως εξαρτηµένη µεταβλητή ορίζεται η εκµάθηση της τεχνικής εκτέλεσης του άλµατος σε µήκος, η οποία οριοθετείται µε βάση συγκεκριµένες κινηµατικές παραµέτρους της τεχνικής και την επίδοση σε µέτρα. 69 νεαροί (Μ ηλικίας = 10.3 έτη), αρχάριοι αθλητές και αθλήτριες κλασικού αθλητισµού συµµετείχαν στη συγκεκριµένη µελέτη. Μετά την αρχική µέτρηση, οι συµµετέχοντες συγκροτήθηκαν τυχαία σε 4 οµάδες: οµάδα «αυτοδιαλόγου», οµάδα «παρατήρησης µοντέλου», οµάδα «αυτοδιάλογος + παρατήρηση µοντέλου», οµάδα ελέγχου. Η διάρκεια του παρεµβατικού προγράµµατος ήταν 8 εβδοµάδες, κατά τις οποίες πραγµατοποιήθηκαν 24 προπονητικές συναντήσεις (3ΠΣ/ εβδ.). Κάθε προπονητική συνάντηση περιελάµβανε την παρέµβαση µε τη µορφή του αυτοδιαλόγου ή της παρατήρησης µοντέλου ή του συνδυασµού και των δύο, ανάλογα µε την οµάδα, καθώς και την πρακτική εξάσκηση των ειδικών ασκήσεων για το άλµα σε µήκος. Με την ολοκλήρωση του παρεµβατικού προγράµµατος, στην 25 η ΠΣ, πραγµατοποιήθηκε η τελική µέτρηση. Και στις δύο µετρήσεις, όλοι οι συµµετέχοντες vi
εκτέλεσαν από 3 άλµατα µε φόρα 20m (12-14 διασκελισµούς). Όλες οι προσπάθειες βιντεοσκοπήθηκαν, µε σκοπό να εξεταστούν συγκεκριµένες κινηµατικές παράµετροι που καθορίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της τεχνικής του άλµατος. Ο έλεγχος συσχέτισης r Pearson εµφάνισε σηµαντικές συσχετίσεις µεταξύ των κινηµατικών παραµέτρων και της επίδοσης. Ο έλεγχος t (t-test) για εξαρτηµένα δείγµατα παρουσιάζει σηµαντικές βελτιώσεις (p<0.05) µεταξύ αρχικής και τελικής µέτρησης, και για τις τέσσερις οµάδες. Η πολυµεταβλητή ανάλυση διακύµανσης (MANOVA) για την τελική µέτρηση αποκαλύπτει ότι η κύρια επίδραση του παράγοντα «τρόπος διδασκαλίας- εκµάθησης µιας κινητικής δεξιότητας» είναι σηµαντική. Τα αποτελέσµατα της συγκεκριµένης µελέτης επιβεβαιώνουν την αξία του αυτοδιαλόγου στο να κατευθύνει την προσοχή του ασκούµενου στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε φάσης του άλµατος σε µήκος και στο να «εισάγει» τη σωστή σειρά εκτέλεσης µιας ολοκληρωµένης σύνθετης κινητικής δεξιότητας. Παράλληλα, υποστηρίζεται η αποτελεσµατικότητα της «παρατήρησης µοντέλου» σε περιπτώσεις όπου αξιολογούνται τα κινηµατικά χαρακτηριστικά µιας κινητικής δεξιότητας. Λέξεις- κλειδιά: άλµα σε µήκος, αυτοδιάλογος, παρατήρηση µοντέλου, εκµάθηση κινητικών δεξιοτήτων vii
THE EFFECT OF DIFFERE T LEAR I G TECH IQUES O LO G JUMP PERFORMA CE Abstract Physical practice is considered to be the most crucial factor for learning a motor skill and improving motor performance. However, the acquisition of a motor skill may be reinforced by supplementary learning techniques such as self-talk and observational learning which enhance perceptual abilities and consequently lead to better motor performance. The purpose of the present study was to examine the influence of specific learning techniques, as part of an intervention program in young children, on the development of the long jump technique. Practice mode was the independent variable with four levels: a) only physical practice (performance of specific long jump drills), b) observational learning + physical practice, c) self-talk + physical practice, d) self-talk + observational learning + physical practice. The dependent variable was the development of the long jump technique, determined by specific kinematic variables and performance scores. Sixty-nine young (M age = 10.3 years), novice track and field athletes were randomly assigned to four groups: self-talk, video, self-talk + video, control group. All four groups performed, over an 8-week period, 24 practice sessions comprised of an intervention program, in the form of either self-talk or video, or a combination of both (self-talk + video), and the practice of specific long jump drills. Two skill assessment sessions were conducted, including pre and post tests. In both sessions, participants completed three maximal effort long jumps with a 20m approach run. All trials were video recorded in order to examine specific kinematic variables; best jump distance was taken into consideration. Pearson (r) coefficient revealed significant correlations between the kinematic variables and performance. Analyses with paired t-tests revealed significant differences across the two assessment sessions, for each group. The results of MANOVA showed that the main effect of the factor practice mode is significant. The findings of the present study confirm the value of self-talk in directing and maintaining an athlete s attentional focus on the most critical elements of each viii
segment of the motor skill, as well as in initiating the entire movement sequence. Additionally, the current results support the effectiveness of observational learning when kinematic variables of the motor skill are assessed. Key words: long jump, self-talk, observational learning, skill learning ix
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Περίληψη στα ελληνικά... vi Περίληψη στα αγγλικά... viii Περιεχόµενα... x Κατάλογος πινάκων... xii Κατάλογος γραφικών παραστάσεων... xiii Κατάλογος συντοµογραφιών... xiv Κεφάλαιο Ι 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 1.1 Ορισµός του προβλήµατος... 7 1.2 Ερευνητικές υποθέσεις... 8 1.3 Οριοθετήσεις και περιορισµοί... 9 1.4 ιευκρίνιση όρων... 10 Κεφάλαιο ΙΙ 2 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ... 12 2.1 Άλµα σε µήκος... 12 2.1.1 Ανάλυση της τεχνικής εκτέλεσης του άλµατος... 14 2.1.2 Μεθοδική διδασκαλία του άλµατος σε µήκος... 25 2.2 Τεχνικές που ενισχύουν τη µάθηση... 29 2.2.1 Αυτοδιάλογος... 29 2.2.1.1 Θεωρητικό µοντέλο για τη χρήση και τις λειτουργίες του αυτοδιαλόγου.. 30 2.2.1.2 Εκµάθηση δεξιοτήτων και βελτίωση της απόδοσης, µε την ενίσχυση του αυτοδιαλόγου... 37 2.2.1.3 Αποτελεσµατικότητα διαφορετικών µορφών αυτοδιαλόγου... 42 2.2.1.4 Θετικός και αρνητικός αυτοδιάλογος: πως επηρεάζεται η απόδοση... 43 2.2.1.5 Όργανα µέτρησης για τον αυτοδιάλογο... 44 2.2.2 Μάθηση µέσα από την παρατήρηση µοντέλου... 46 2.2.2.1 Η θεωρία της κοινωνικής µάθησης... 46 2.2.2.2 Η θεωρία της κοινωνικής µάθησης στο χώρο του αθλητισµού... 48 2.2.2.3 Μάθηση και βελτίωση των κινητικών δεξιοτήτων µέσα από την παρατήρηση µοντέλου... 52 x
Κεφάλαιο ΙΙΙ 3 ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ... 57 3.1 είγµα... 57 3.2 ιαδικασία... 58 3.3 Παρεµβατικό πρόγραµµα... 62 3.3.1 Ειδικές ασκήσεις για την εκµάθηση και βελτίωση της τεχνικής εκτέλεσης του άλµατος σε µήκος... 62 3.3.2 Γραπτά σενάρια γνωστικού αυτοδιαλόγου... 67 3.3.3 Αξιολόγηση της χρήσης του αυτοδιαλόγου... 68 3.3.4 Βιντεοσκοπηµένη εκτέλεση των ασκήσεων... 69 3.4 Όργανα µέτρησης... 69 3.5 Στατιστική ανάλυση... 70 Κεφάλαιο IV 4 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ... 72 4.1 Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις της επίδοσης και των κινηµατικών παραµέτρων... 72 4.2 Συσχετίσεις των κινηµατικών παραµέτρων και της επίδοσης... 76 4.3 ιαφορές µεταξύ αρχικής και τελικής µέτρησης... 78 4.4 ιαφορές µεταξύ των οµάδων, στην αρχική και στην τελική µέτρηση... 81 4.5 Ανάλυση των απαντήσεων από τα ερωτηµατολόγια... 84 Κεφάλαιο V 5 ΣΥΖΗΤΗΣΗ... 89 5.1 Συσχετίσεις των κινηµατικών παραµέτρων και της επίδοσης... 89 5.2 Αποτελεσµατικότητα του προπονητικού παρεµβατικού προγράµµατος... 92 5.3 Αποτελεσµατικότητα αυτοδιαλόγου και παρατήρησης µοντέλου... 94 5.4 Συχνότητα χρήσης και αντιλαµβανόµενη αποτελεσµατικότητα του αυτοδιαλόγου... 101 Κεφάλαιο VI 6 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 102 Βιβλιογραφία... 104 Παραρτήµατα... 111 xi
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 4.1. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις της επίδοσης και των κινηµατικών παραµέτρων, στην αρχική και στην τελική µέτρηση... 74 Πίνακας 4.2. Συντελεστές συσχέτισης των κινηµατικών παραµέτρων και της επίδοσης, στην τελική µέτρηση... 77 Πίνακας 4.3. ιαφορές µέσων όρων αρχικής και τελικής µέτρησης, και ποσοστιαίες µεταβολές... 80 Πίνακας 4.4. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των εξεταζόµενων µεταβλητών από τα ερωτηµατολόγια... 85 Πίνακας 4.5. Συχνότητα επανάληψης των φράσεων του αυτοδιαλόγου... 86 Πίνακας 4.6. Συχνότητα σκέψεων κατά τη διάρκεια της προπόνησης... 88 xii
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ Γράφηµα 4.1. Βελτίωση της επίδοσης από την αρχική στην τελική µέτρηση, και για τις 4 οµάδες... 75 Γράφηµα 4.2. Βελτίωση της οριζόντιας ταχύτητας κατά την τοποθέτηση από την αρχική στην τελική µέτρηση, και για τις 4 οµάδες... 75 Γράφηµα 4.3. Ύψος του ΚΒΣ κατά την τοποθέτηση στον προτελευταίο διασκελισµό και στις τρεις επιµέρους φάσεις της ώθησης τοποθέτηση, απόσβεση, ενεργητική ώθηση... 83 xiii
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΒΣ: Κέντρο Βάρους του Σώµατος ΠΣ: Προπονητική Συνάντηση Performance: επίδοση Vxtd: οριζόντια ταχύτητα κατά την τοποθέτηση Vxloss: απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας (που παρατηρείται κατά την ώθηση) Vyto: κατακόρυφη ταχύτητα κατά την ενεργητική ώθηση Vr: ταχύτητα απογείωσης hcmlbos: ύψος του ΚΒΣ κατά την τοποθέτηση στον προτελευταίο διασκελισµό hcmtd: ύψος του ΚΒΣ κατά την τοποθέτηση στον τελευταίο διασκελισµό hcmmkf: ύψος του ΚΒΣ κατά τη φάση απόσβεσης hcmto: ύψος του ΚΒΣ κατά την ενεργητική ώθηση xiv
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος Κεφάλαιο Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ως «µάθηση» ορίζεται η αλλαγή που παρατηρείται στις γνώσεις και στις πράξεις ενός ατόµου ως αποτέλεσµα των εµπειριών και της εξάσκησης. Η µάθηση κινητικών δεξιοτήτων είναι µια συνεχής και διαδοχική διαδικασία, η οποία πραγµατοποιείται σε τρεις φάσεις: γνωστική, συνειρµική και φάση αυτοµατοποίησης ή τελική φάση (Fitts, 1964; Fitts & Posner, 1967). Κατά τη διάρκεια των φάσεων αυτών η κινητική συµπεριφορά αλλάζει ως αποτέλεσµα της διδασκαλίας και της εξάσκησης. Η γνωστική φάση χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια του ασκούµενου να κατανοήσει τη φύση µιας συγκεκριµένης κινητικής δεξιότητας χρησιµοποιώντας πληροφορίες από µια ποικιλία διαφορετικών πηγών. Είναι η φάση που απαιτεί αντίληψη, προσοχή και σκέψη. Κατά τη διάρκεια της συνειρµικής φάσης, ο ασκούµενος αρχίζει να κατανοεί τη συσχέτιση των διαφόρων στοιχείων της δεξιότητας, οπότε αρχίζει να τροποποιεί ή να προσαρµόζει το κινητικό πρότυπο στις απαιτήσεις της κίνησης. Η φάση της αυτοµατοποίησης αναφέρεται στην τελική διαδικασία εκτέλεσης µιας κινητικής δεξιότητας. Τα άτοµα είναι ικανά να αναλύσουν τις δεξιότητες. Οι ασκήσεις που χρησιµοποιούνται στη φάση αυτή χρειάζονται λιγότερη επεξεργασία, γίνονται αυτόµατα και ο συνειδητός έλεγχος των κινήσεων είναι ελάχιστος (Fitts & Posner, 1967; Ζέρβας, 2006). Η διαδικασία της µάθησης των κινητικών δεξιοτήτων ερµηνεύεται µέσω του µοντέλου επεξεργασίας πληροφοριών. Ο συνδυασµός των µηχανισµών αντίληψης και των γνωστικών δραστηριοτήτων (σκέψεις, λήψη αποφάσεων, προγραµµατισµός) οδηγεί στην επιδέξια εκτέλεση µιας κίνησης (Marteniuk, 1976; Woods, 1998; Ζέρβας, 2006). Μια δεξιότητα µαθαίνεται και µπορεί να βελτιωθεί µέσω της εξάσκησης. Ο όρος «εξάσκηση» δηλώνει την επαναληπτική εκτέλεση των ειδικών ασκήσεων που οδηγούν στην εκµάθηση µιας κινητικής δεξιότητας. Οι κινητικές δεξιότητες µαθαίνονται είτε µε τον «παραδοσιακό» τρόπο της επίδειξης- εξάσκησης είτε της κινητικής διερεύνησης, ανάλογα µε τους παιδαγωγικούς ή άλλους σκοπούς. Για 1
Εισαγωγή τη µάθηση των κινητικών δεξιοτήτων έχουν δοκιµασθεί διάφορες µέθοδοι διδασκαλίας, σε διάφορες ηλικίες, κάτω από πολλές και ποικίλες συνθήκες, µε την ενίσχυση διαφορετικών τεχνικών (Ζέρβας, 1994). Η διαδικασία διδασκαλίας- µάθησης των κινητικών δεξιοτήτων περιλαµβάνει: Την επίδειξη της κινητικής δεξιότητας, συνοδευόµενη από σύντοµες και σαφείς επεξηγήσεις οι οποίες κάνουν κατανοητό αυτό που πρέπει να µάθει ο ασκούµενος. Την εξάσκηση σε ειδικές ασκήσεις που απαιτούνται για την εκµάθηση µιας συγκεκριµένης δεξιότητας. Τη χρησιµοποίηση πρόσθετων τεχνικών µάθησης (πχ. αυτοδιάλογος, παρατήρηση µοντέλου, κτλ.) µε σκοπό την ενίσχυση των αντιληπτικών ικανοτήτων του ατόµου. Η ποιότητα της κινητικής απόδοσης εξαρτάται και από τις αντιληπτικές ικανότητες του ατόµου, καθώς και από την ικανότητά του να «µεταφράζει» τις πληροφορίες που λαµβάνει σε συγκεκριµένες κινήσεις (Gallahue & Ozmun, 1998). Για τον αποτελεσµατικό σχεδιασµό προγραµµάτων µε σκοπό την εκµάθηση και βελτίωση των κινητικών δεξιοτήτων πρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά της κινητικής δεξιότητας, τα χαρακτηριστικά του ασκούµενου, καθώς και το περιβάλλον όπου πραγµατοποιείται η εξάσκηση/ µάθηση, το οποίο θα πρέπει να µοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο µε το περιβάλλον στο οποίο απαιτείται να εκτελεσθεί η δεξιότητα (Rose, 1998). Η ταξινόµηση των κινητικών δεξιοτήτων βασίζεται σε σχήµατα ή συστήµατα κατηγοριοποίησης βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των κινήσεων, των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος, του σκοπού και του τύπου της δεξιότητας. Σύµφωνα µε α) την ακρίβεια εκτέλεσης της κίνησης, β) τη σαφήνεια ως προς την αφετηρία και το τέλος µιας κίνησης και γ) τη σταθερότητα του περιβάλλοντος, οι κινητικές δεξιότητες διακρίνονται σε αδρές και λεπτές, σε ασυνεχείς και συνεχείς, σε κλειστές και ανοιχτές, σε δεξιότητες αυτό- ρύθµισης ή εσωτερικής ρύθµισης και εξωτερικής ρύθµισης (Ζέρβας, 2006). Τα χαρακτηριστικά µιας δεξιότητας καθορίζουν τη διδασκαλία και τις τεχνικές εκµάθησής της. Οι διαφορές µεταξύ κλειστών και ανοιχτών δεξιοτήτων 2
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος οδηγούν σε διαφορετικό προγραµµατισµό του µαθήµατος ή της προπονητικής διαδικασίας, τα οποία έχουν σκοπό την εκµάθηση και βελτίωση των τεχνικών χαρακτηριστικών της κινητικής δεξιότητας. Για τις κλειστές δραστηριότητες, η διδασκαλία επικεντρώνεται στη δηµιουργία συγκεκριµένων κινητικών προτύπων, σύµφωνα µε τα χαρακτηριστικά τους και τους σταθερούς περιβαλλοντικούς παράγοντες µέσα στους οποίους διεξάγεται η δραστηριότητα. Η εξάσκηση βασίζεται κυρίως στην ιδιοδεκτική ανατροφοδότηση. Ο ρόλος του δασκάλου/ προπονητή είναι να δηµιουργήσει τις προϋποθέσεις για µια τέτοια ανατροφοδότηση και να κατευθύνει τη σωστή εκτέλεση έτσι, ώστε να περιορίσει την ποικιλία των κινητικών αντιδράσεων (Ζέρβας, 2006). Η εκµάθηση των κινητικών δεξιοτήτων επιτυγχάνεται µέσω διαφορετικών µεθόδων διδασκαλίας- εξάσκησης. Οι µέθοδοι διδασκαλίας που έχουν µελετηθεί και προτείνονται είναι η τµηµατική και η µαζική, η µερική και η ολική, η τυχαία και σε «µπλοκ» προσπαθειών (Ζέρβας, 2006). Από τις µεθόδους αυτές θα αναφερθούµε κυρίως στη µερική και ολική, µε έµφαση στη µερική µέθοδο. Το ερώτηµα που τίθεται είναι αν µια άσκηση θα πρέπει να διδαχθεί στο σύνολό της ή θα πρέπει να χωριστεί σε µέρη ή σε ενότητες. Και οι δύο µέθοδοι είναι αποτελεσµατικές, αλλά η επιτυχία τους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η φύση της άσκησης, το ταλέντο και το επίπεδο επιδεξιότητας του ασκούµενου. Σε απλές ασκήσεις πλεονεκτεί η ολική µέθοδος, ενώ σε πολύπλοκες ασκήσεις απαιτείται συνδυασµός της ολικής και της µερικής εξάσκησης. Επίσης, όταν διδάσκεται µια δύσκολη άσκηση, για το µέσο µαθητή πρέπει να διδαχθεί τµηµατικά, αλλά για τον ταλαντούχο ίσως να µην χρειάζεται (Ζέρβας, 2006). Η επιλογή της κατάλληλης µεθόδου καθορίζεται από τους επιδιωκόµενους σκοπούς. Τόσο στις κλειστές όσο και στις ανοιχτές κινητικές δεξιότητες υπάρχουν οι επί µέρους και οι τελικοί στόχοι, οι οποίοι διαφέρουν από αντικείµενο σε αντικείµενο (Ζέρβας, 2006). Το «άλµα» (jumping) αποτελεί µια βασική κινητική δεξιότητα, η οποία µέσω των διαδικασιών της µάθησης και της εξάσκησης προοδευτικά εντάσσεται σε κινητικά πρότυπα- µοντέλα και παίρνει τη µορφή µιας περισσότερο πολύπλοκης και πιο εξειδικευµένης αθλητικής δραστηριότητας (Wickstrom, 1977). Η σύνθετη 3
Εισαγωγή πλέον δεξιότητα όταν ενταχθεί και πραγµατοποιηθεί σε αθλητικό περιβάλλον, κάτω από συγκεκριµένους κανόνες και νοµοτέλειες εξελίσσεται σε αγώνισµα (Dombrowski, 1994, 2000). Η κινητική δεξιότητα η οποία θα εξεταστεί στην παρούσα µελέτη είναι το άλµα σε µήκος (long jump). Πρόκειται για µια κλειστή, ασυνεχή, αυτόρυθµιζόµενη κινητική δεξιότητα, η οποία για τη διδασκαλία- εκµάθησή της χωρίζεται σε µικρότερα µέρη/ φάσεις. Στο άλµα σε µήκος, ο τελικός στόχος είναι η σωστή τεχνική εκτέλεση ενός ολοκληρωµένου άλµατος η οποία συµβάλλει στην επίτευξη µιας όσο το δυνατόν καλύτερης επίδοσης. Οι επί µέρους στόχοι είναι η σωστή εκτέλεση της φόρας, η αποτελεσµατική ώθηση και η σωστή εκτέλεση της πτήσης και της προσγείωσης. Αναλύοντας, λοιπόν, τη δοµή της τεχνικής του άλµατος σε µήκος διαπιστώνουµε ότι αποτελείται από τέσσερα διαδοχικά συνδεδεµένα µέρη (φάσεις) τη φόρα, την ώθηση, την πτήση και την προσγείωση. Εφόσον η συγκεκριµένη κινητική δεξιότητα χωρίζεται σε φάσεις οι οποίες διδάσκονται διαδοχικά, η µέθοδος που χρησιµοποιείται για τη διδασκαλία της είναι η µερική µέθοδος. Κάθε φάση της δεξιότητας συνδέεται µε την αµέσως επόµενη, διότι η επιτυχής έναρξη της κάθε φάσης εξαρτάται από την ακριβή ολοκλήρωση της µάθησης της προηγούµενης (Woods, 1998). Συνεπώς, για τη σωστή εκµάθηση της τεχνικής εκτέλεσης του άλµατος σε µήκος προτείνεται να διδάσκεται ξεχωριστά η κάθε µια από τις παραπάνω τέσσερις φάσεις του άλµατος, µε την ακόλουθη σειρά: µεθοδική διδασκαλία της φόρας µεθοδική διδασκαλία της ώθησης σύνδεση φόρας και ώθησης µεθοδική διδασκαλία της πτήσης µεθοδική διδασκαλία της προσγείωσης ολοκληρωµένα άλµατα (Βεληγκέκας, 2007). Σχετικά µε τα χαρακτηριστικά του ασκούµενου, η ηλικία, οι προηγούµενες εµπειρίες, το γνωστικό- νοητικό επίπεδο και οι σωµατικές ικανότητες επηρεάζουν το επίπεδο µάθησης µιας κινητικής δεξιότητας. Η ικανότητα επεξεργασίας των 4
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος πληροφοριών, σε ότι αφορά στην ταχύτητα επεξεργασίας και στον αριθµό των ερεθισµάτων που έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί και να επεξεργαστεί ένα άτοµο, καθορίζεται σε κάποιο βαθµό από την ηλικία του ασκούµενου και από την εµπειρία του. Οι χρόνοι αντίδρασης, απόφασης και κίνησης είναι µεγαλύτεροι (χειρότεροι) στα µικρότερα παιδιά συγκριτικά µε τα παιδιά µεγαλύτερης ηλικίας (Woods, 1998). Επίσης, η ικανότητα συγκέντρωσης της προσοχής καθώς και η ικανότητα επιλογής και συγκράτησης των σχετικών µε τη δεξιότητα ερεθισµάτων βρίσκονται σε χαµηλότερα επίπεδα στις µικρές ηλικίες (Feltz, 1982; Ste- Marie, Clark, & Latimer, 2002), όπου οι εµπειρίες είναι λιγότερες (Woods, 1998). Όλα αυτά δείχνουν ότι η ικανότητα επεξεργασίας των πληροφοριών διαφέρει ανάλογα µε την ηλικία (Weiss & Bredemeier, 1983). Τα µικρότερα παιδιά υστερούν έναντι των µεγαλύτερων στην αποτελεσµατικότητα των µηχανισµών αντίληψης, ερµηνείας και εκτέλεσης. Η µη ανεπτυγµένη επιλεκτική προσοχή, καθώς και η δυσκολία της διατήρησης στοιχείων στη µνήµη είναι πιθανόν η αιτία της µειωµένης κινητικής ικανότητας των παιδιών του δηµοτικού σχολείου (Feltz, 1982). Λαµβάνοντας υπ όψιν τα παραπάνω, για τους νεαρούς αρχάριους αθλητές, η µερική µέθοδος εξάσκησης θεωρείται περισσότερο αποτελεσµατική (Woods, 1998). Παρά το ότι η επαναληπτική εκτέλεση ειδικών ασκήσεων είναι απαραίτητη για την εκµάθηση- απόκτηση µιας συγκεκριµένης δεξιότητας, από µόνη της δεν αρκεί. Υπάρχουν πολλές τεχνικές διδασκαλίας που µπορούν να χρησιµοποιηθούν στις διάφορες φάσεις µάθησης (γνωστική, συνειρµική, αυτοµατοποίησης) µε σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσµατικότητα της εξάσκησης και να βοηθήσουν τον ασκούµενο να επιτύχει τον επιδιωκόµενο στόχο σε µικρότερο χρονικό διάστηµα. Συγκεκριµένα, στα αρχικά στάδια της µάθησης (γνωστική φάση, συνειρµική φάση), οι ασκούµενοι βασίζονται κυρίως σε λεκτικά και οπτικά ερεθίσµατα (Fitts, 1964). Συνεπώς η συστηµατική και µεθοδική εξάσκηση στις ειδικές ασκήσεις µπορεί να ενισχυθεί και από άλλες τεχνικές όπως είναι η παρατήρηση µοντέλου και ο αυτοδιάλογος, τεχνικές οι οποίες ενισχύουν την επιλεκτική προσοχή και τη διατήρηση στοιχείων στη µνήµη. 5
Εισαγωγή Ειδικότερα, η παρατήρηση µοντέλου είναι µια εξαιρετικά αποτελεσµατική µέθοδος µάθησης (Θεωρία Κοινωνικής Μάθησης, Bandura, 1977), ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της µαθησιακής διαδικασίας. Τα παιδιά «µαθαίνουν» κατ αυτόν τον τρόπο από πολύ µικρή ηλικία. Παρατηρούν τους άλλους και µιµούνται τη συµπεριφορά τους. Η µάθηση γίνεται χωρίς οδηγίες, µόνο µε την παρατήρηση είτε σε άµεση εκτέλεση, είτε παρατηρώντας την «εικόνα» της δεξιότητας µέσα από διάφορα οπτικοακουστικά µέσα, όπως µε τη χρήση βίντεο. Κύριος σκοπός των ασκούµενων είναι να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στα ιδιαίτερα τεχνικά χαρακτηριστικά της άσκησης. Η παρατήρηση της βιντεοσκοπηµένης εκτέλεσης µιας κινητικής δεξιότητας, ως µέσο βελτίωσης της τεχνικής εκτέλεσης της κίνησης και της απόδοσης έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσµατική (Hardy & Callow, 1999; Janelle, Champenoy, Coombes, & Mousseau, 2003; Smith & Holmes, 2004; White & Hardy, 1995). Ο αυτοδιάλογος είναι µια τεχνική γνωστικής παρέµβασης, η οποία χρησιµοποιείται από τα άτοµα για τον έλεγχο των σκέψεών τους. Κάθε άτοµο πάντα σκέφτεται τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης µιας δεξιότητας, καθώς και αφού έχει ολοκληρώσει την προσπάθεια του. Το περιεχόµενο των σκέψεων επηρεάζει τα συναισθήµατα του ατόµου. Αλλαγές των συναισθηµάτων επηρεάζουν τη συµπεριφορά και την απόδοση, καθώς προκαλούν αλλαγές στη µυϊκή ένταση, στη ροή του αίµατος, στην παραγωγή ορµονών και παράλληλα επηρεάζουν τη συγκέντρωση της προσοχής (Zinsser, Bunker, & Williams, 1998). Οι ακατάλληλες και αρνητικές σκέψεις οδηγούν σε αρνητικά συναισθήµατα και µειωµένη απόδοση, ενώ οι κατάλληλες και θετικές σκέψεις οδηγούν σε θετικά συναισθήµατα και καλή απόδοση. Η χρήση του αυτοδιαλόγου ενισχύει την εκµάθηση και ανάπτυξη των δεξιοτήτων, στρέφοντας την προσοχή του ατόµου σε συγκεκριµένα σηµείακλειδιά της κίνησης (Ming & Martin, 1996; Perkos, Theodorakis, & Chroni, 2002; Zinsser και συν., 1998). Επίσης συµβάλλει στη συγκέντρωση της προσοχής, στη διόρθωση λαθών της τεχνικής, ενισχύει την προσπάθεια, βοηθάει στη δηµιουργία καλύτερης διάθεσης και στη µείωση του άγχους, συµβάλλει στην ανάπτυξη της 6
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος αυτοπεποίθησης και της αυτό-αποτελεσµατικότητας (Johnson, Hrycaiko, Johnson, & Halas, 2004; Landin & Hebert, 1999; Mallett & Hanrahan, 1997). 1.1 Ορισµός του προβλήµατος Λαµβάνοντας υπ όψιν τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι τόσο η παρατήρηση µοντέλου όσο και ο αυτοδιάλογος αποτελούν αποτελεσµατικές τεχνικές µάθησης. Οι µέχρι τώρα έρευνες έχουν εξετάσει είτε την αποτελεσµατικότητα του αυτοδιαλόγου µεµονωµένα, είτε την αποτελεσµατικότητα της παρατήρησης µοντέλου σε συνδυασµό µε λεκτικές οδηγίες ή λεκτικά ερεθίσµατα. Ωστόσο, δεν έχει εξεταστεί µέχρι τώρα η αποτελεσµατικότητα της εξάσκησης µέσω παρατήρησης µοντέλου σε συνδυασµό µε τον αυτοδιάλογο, µια τεχνική που εφαρµόζεται από τον ίδιο τον ασκούµενο και κατά συνέπεια ενισχύει την εσωτερική παρακίνηση, σύµφωνα µε τη θεωρία της γνωστικής αξιολόγησης (Deci & Ryan, 1985: Cognitive Evaluation Theory). Σκοπός της συγκεκριµένης µελέτης ήταν να διερευνηθεί εάν η διδασκαλία των επιµέρους φάσεων του άλµατος σε µήκος, στα αρχικά στάδια µάθησης νεαρών αθλητών, ενισχύεται από τον αυτοδιάλογο και την παρατήρηση µοντέλου µε στόχο την επιτυχηµένη εκτέλεση του άλµατος και τη βελτίωση της επίδοσης. Ως ανεξάρτητη µεταβλητή ορίζεται ο τρόπος διδασκαλίας- εκµάθησης. Η ανεξάρτητη µεταβλητή διακρίνεται σε τέσσερα επίπεδα: α) µόνο πρακτική εξάσκηση για το άλµα σε µήκος (συνθήκη ελέγχου), β) παρατήρηση µοντέλου, µε τη χρήση οπτικοακουστικών µέσων (βίντεο), σε συνδυασµό µε πρακτική εξάσκηση, γ) αυτοδιάλογος σε συνδυασµό µε πρακτική εξάσκηση, δ) συνδυασµός παρατήρησης µοντέλου και αυτοδιαλόγου παράλληλα µε πρακτική εξάσκηση (πειραµατικές συνθήκες). Ως εξαρτηµένη µεταβλητή ορίζεται η εκµάθηση της τεχνικής εκτέλεσης του άλµατος σε µήκος, η οποία οριοθετείται µε βάση συγκεκριµένες κινηµατικές παραµέτρους της τεχνικής και την επίδοση σε µέτρα (µ.). Οι παράµετροι που αξιολογήθηκαν είναι: η οριζόντια ταχύτητα τη στιγµή της τοποθέτησης του ποδιού ώθησης στη βαλβίδα (Vxtd), η απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας (Vxloss), η κατακόρυφη ταχύτητα κατά την ενεργητική ώθηση (Vyto), η 7
Εισαγωγή ταχύτητα απογείωσης (Vr), και το ύψος του κέντρου βάρους του σώµατος (ΚΒΣ) σε τέσσερις επιµέρους φάσεις τοποθέτηση στον προτελευταίο διασκελισµό (hcmlbos), τοποθέτηση στον τελευταίο διασκελισµό (hcmtd), απόσβεση (hcmmkf), ενεργητική ώθηση (hcmto). Μέσα από αυτή την εργασία θα επιδιώξουµε να δειχθεί η αποτελεσµατικότητα κάποιων τεχνικών διδασκαλίας για την εκµάθηση της βασικής τεχνικής του άλµατος σε µήκος. 1.2 Ερευνητικές υποθέσεις Για το σκοπό της συγκεκριµένης εργασίας θα διερευνηθούν οι εξής υποθέσεις: 1. Οι διαφορετικές συνθήκες διδασκαλίας- εκµάθησης: i. πρακτική εξάσκηση και αυτοδιάλογος ii. πρακτική εξάσκηση και παρατήρηση µοντέλου iii. πρακτική εξάσκηση σε συνδυασµό µε αυτοδιάλογο και παρατήρηση µοντέλου iv. µόνο πρακτική εξάσκηση (συνθήκη ελέγχου) παρουσιάζουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ αρχικής και τελικής µέτρησης στις επιµέρους κινηµατικές παραµέτρους της τεχνικής του άλµατος σε µήκος και στην επίδοση. 2. Η επαναληπτική εκτέλεση των ειδικών ασκήσεων, χωρίς οποιαδήποτε άλλη µορφή παρέµβασης, συµβάλλει στην επιτυχηµένη εκτέλεση του άλµατος σε µήκος. 3. Η χρησιµοποίηση των πρόσθετων τεχνικών µάθησης (αυτοδιάλογος, παρατήρηση µοντέλου) οδηγεί σε µεγαλύτερη βελτίωση της επίδοσης και των κινηµατικών παραµέτρων της τεχνικής, συγκριτικά µε τη συνθήκη ελέγχου. 4. Ο συνδυασµός αυτοδιαλόγου και παρατήρησης µοντέλου είναι περισσότερο αποτελεσµατικός από τις άλλες µορφές παρέµβασης. 8
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος 1.3 Οριοθετήσεις και περιορισµοί Στην παρούσα µελέτη, οι συµµετέχοντες ήταν αρχάριοι αθλητές και αθλήτριες κλασικού αθλητισµού (µέσος όρος ηλικίας 10,3 έτη). Όσον αφορά στο επίπεδο κινητικής ανάπτυξης, οι συµµετέχοντες- ουσες «βρίσκονται» στη φάση των ειδικευµένων δεξιοτήτων κίνησης (Gallahue & Ozmun, 1998). Τα αποτελέσµατα της έρευνας δεν µπορούν να γενικευτούν σε αθλητές µεγαλύτερης ηλικίας λόγω γνωστικό- αναπτυξιακών διαφορών (Ste- Marie και συν., 2002). Το άλµα σε µήκος αποτελεί µια κλειστή κινητική δεξιότητα, της οποίας η επιτυχηµένη εκτέλεση εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τη σωστή τεχνική εκτέλεση (µορφή της κίνησης). Ο ασκούµενος θα πρέπει να παρατηρεί τις ακριβείς θέσεις των µελών του σώµατος µε βάση το πρότυπο της τεχνικής και τις κινήσεις που «απαιτούνται» για την επιτυχηµένη εκτέλεση. Αυτό σηµαίνει ότι η µορφή παρέµβασης που εφαρµόστηκε στη συγκεκριµένη µελέτη πιθανόν δεν θα είναι εξίσου αποτελεσµατική σε διαφορετικής µορφής δεξιότητες πχ. ανοικτού τύπου, όπου η επιτυχηµένη εκτέλεση εξαρτάται από την ικανότητα αντίληψης. 9
Εισαγωγή 1.4 ιευκρίνιση όρων Κινητική δεξιότητα (Κ ) : η ικανότητα αποτελεσµατικής πράξης ή δραστηριότητας κάτω από πολλές και ποικίλες συνθήκες. Πρόκειται για σκόπιµη ενέργεια στην οποία καταβάλλεται η ανάλογη σωµατική και ψυχοδιανοητική προσπάθεια και επιδιώκεται η µέγιστη δυνατή αποτελεσµατικότητα. Η αποτελεσµατικότητα καθορίζεται από διάφορους παράγοντες όπως η ταχύτητα της εκτέλεσης, η ακρίβεια, η οικονοµία της ενέργειας, η ευκολία και η προσαρµοστικότητα. Εξάσκηση : η επαναληπτική εκτέλεση των ειδικών ασκήσεων που οδηγούν στην εκµάθηση µιας κινητικής δεξιότητας. Ασυνεχής Κ : χαρακτηρίζεται η δεξιότητα που έχει µια σαφή αρχή (αφετηρία) και ένα τέλος. Κλειστή Κ : χαρακτηρίζεται η δεξιότητα της οποίας η εκτέλεση δεν επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες εκτελείται σε σταθερό περιβάλλον. Αυτό- ρυθµιζόµενη Κ : όταν η έναρξη και το τέλος της κίνησης, καθώς και η ταχύτητα εκτέλεσης καθορίζονται από τον ασκούµενο τότε η Κ χαρακτηρίζεται ως αυτό- ρυθµιζόµενη. Ιδιοδεκτική ανατροφοδότηση : είδος ανατροφοδότησης το οποίο βασίζεται στη λειτουργία των κεντροµόλων νευρικών οδών που µεταβιβάζουν τις ιδιοδεκτικές πληροφορίες στο κεντρικό νευρικό σύστηµα για τη θέση, την ταχύτητα, την κατεύθυνση, τη µυϊκή δραστηριότητα και γενικά τις κινήσεις των µελών και ολόκληρου του σώµατος. Πρόκειται για ένα κλειστό κύκλωµα ανατροφοδότησης το οποίο παίζει σηµαντικό ρόλο στην κινητική συµπεριφορά. Αυτοδιάλογος : ο εσωτερικός διάλογος µε τον οποίο τα άτοµα ερµηνεύουν αισθήµατα και αντιλήψεις, ρυθµίζουν και αλλάζουν εκτιµήσεις και πεποιθήσεις, και δίνουν στον εαυτό τους οδηγίες και ενίσχυση. Οριζόντια ταχύτητα : η ταχύτητα που αναπτύσσει ο άλτης κατά τη διάρκεια της φόρας. 10
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος Κατακόρυφη ταχύτητα : είναι αποτέλεσµα της στήριξης- ώθησης. Ένα µέρος της οριζόντιας ταχύτητας, κατά τη φάση της ώθησης µετατρέπεται σε κατακόρυφη ταχύτητα. Ταχύτητα απογείωσης : η συνισταµένη της οριζόντιας ταχύτητας, που αναπτύχθηκε κατά τη φόρα και της κατακόρυφης ταχύτητας, που αναπτύχθηκε κατά την ώθηση. Γωνία απογείωσης : σχηµατίζεται από την εφαπτοµένη της ταχύτητας απογείωσης στην τροχιά που διαγράφει το κέντρο βάρους του σώµατος (ΚΒΣ), και από το οριζόντιο επίπεδο το οποίο διέρχεται από το ΚΒΣ στη φάση της ενεργητικής ώθησης. Γωνία τοποθέτησης : σχηµατίζεται από το οριζόντιο επίπεδο και από την κνήµη του αθλητή, κατά τη φάση της τοποθέτησης. Γωνία ώθησης : σχηµατίζεται από το οριζόντιο επίπεδο και από την κνήµη του αθλητή, κατά τη φάση της ενεργητικής ώθησης. 11
Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας Κεφάλαιο ΙΙ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Στο πρώτο µέρος του κεφαλαίου της ανασκόπησης βιβλιογραφίας θα περιγραφεί αναλυτικά η κινητική δεξιότητα του άλµατος σε µήκος. Συγκεκριµένα θα γίνει αναφορά στις επιµέρους φάσεις του άλµατος και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τεχνικής για κάθε φάση, τα οποία επηρεάζουν και διαµορφώνουν την απόδοση- επίδοση. Επιπλέον, θα περιγραφεί η µεθοδική διδασκαλία του άλµατος σε µήκος. Στο δεύτερο µέρος της ανασκόπησης της βιβλιογραφίας θα περιγραφεί η χρήση συγκεκριµένων τεχνικών µάθησης στον αθλητικό χώρο. Αρχικά θα γίνει λεπτοµερής αναφορά στον «αυτοδιάλογο» και στη σχέση του µε την εκµάθηση δεξιοτήτων και την απόδοση, καθώς και στην αποτελεσµατικότητα των διαφορετικών µορφών της τεχνικής αυτής. Στη συνέχεια θα περιγραφεί η «παρατήρηση µοντέλου» και το πώς αυτή επηρεάζει τη µάθηση. 2.1 Άλµα σε µήκος Το άλµα σε µήκος θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα αγωνίσµατα του κλασικού αθλητισµού. Αποτελεί ένα από τα πιο θεαµατικά αγωνίσµατα του ολυµπιακού προγράµµατος και ταυτόχρονα µια δραστηριότητα στην οποία τα παιδιά συµµετέχουν ευχάριστα τόσο σε σχολικό όσο και σε αγωνιστικό- αθλητικό επίπεδο. Τα παιδιά, ως φυσιολογικό επακόλουθο, µαθαίνουν και εκτελούν διάφορες βασικές δεξιότητες, όπως «τρέξιµο», «αναπηδήσεις», «ρίψη αντικειµένων». Οι βασικές αυτές δεξιότητες προοδευτικά εντάσσονται σε κινητικά πρότυπα- µοντέλα και παίρνουν τη µορφή περισσότερο πολύπλοκων και πιο εξειδικευµένων αθλητικών δραστηριοτήτων. Από τη στιγµή που ένα παιδί έχει αναπτύξει την ικανότητα να τρέχει, έχει επίσης αποκτήσει τις απαραίτητες φυσικές ικανότητες για να κάνει ένα άλµα. Όταν κατά το τρέξιµο, το παιδί σπρώχνει µε το ένα πόδι, το σώµα του κινείται 12
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος στον αέρα προς τα εµπρός και επάνω και προσγειώνεται µε το άλλο πόδι, ουσιαστικά έχει ανταποκριθεί στις ελάχιστες απαιτήσεις για ένα επιτυχηµένο άλµα. Ωστόσο, ένα ολοκληρωµένο άλµα είτε σε µήκος, είτε σε ύψος προϋποθέτει περισσότερο δυναµικές και εκτεταµένες κινήσεις στον αέρα. εν αρκεί µόνο η ταχύτητα και η δύναµη για να σπρώξει το παιδί και να κινηθεί στον αέρα απαραίτητες προϋποθέσεις θεωρούνται τόσο ο συντονισµός των κινήσεων όσο και η διατήρηση της ισορροπίας (Wickstrom, 1977). Μια απλή, φυσική κίνηση, λοιπόν, εξελίσσεται σε µια σύνθετη κινητική δεξιότητα, αρκετά προκλητική και ευχάριστη για τα παιδιά της σχολικής ηλικίας. Η κινητική δεξιότητα του άλµατος σε µήκος «αποκτάται» χρονικά νωρίτερα από τα υπόλοιπα άλµατα του αγωνιστικού αθλητισµού, καθώς είναι απλή στη βασική της µορφή. Το άλµα σε µήκος µοιάζει µε ένα «µεγάλο διασκελισµό τρεξίµατος», όπου αρχικά τα µικρά παιδιά προσγειώνονται στο ένα πόδι και στη συνέχεια µαθαίνουν την ταυτόχρονη προσγείωση στα δύο πόδια. Η βελτίωση της δεξιότητας για άλµα - «τεχνική εκπαίδευση» - και η προοδευτική αύξηση της δροµικής ταχύτητας καθορίζουν το επίπεδο της απόδοσης- επίδοσης (Dombrowski, 1994, 2000). Οι απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα επιτυχηµένο άλµα σε µήκος είναι: Η ανάπτυξη της µέγιστης «ελεγχόµενης» οριζόντιας ταχύτητας µέχρι τη βαλβίδα και η «σωστή» τοποθέτηση σε αυτή του ποδιού ώθησης. Η εκτέλεση µιας αποτελεσµατικής ώθησης- απογείωσης, κατά τη διάρκεια της οποίας θα αναπτυχθεί η κατάλληλη κατακόρυφη ταχύτητα µε όσο το δυνατόν µικρότερη απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας. Ο σωστός τρόπος εκτέλεσης των κινήσεων των χεριών και των ποδιών κατά την πτήση, ώστε ο αθλητής να λάβει την κατάλληλη θέση για προσγείωση. Η αποτελεσµατική προσγείωση, κατά την οποία το κέντρο βάρους του σώµατος (ΚΒΣ) του άλτη θα περάσει µπροστά από το σηµάδι που τα πόδια του αφήνουν στην άµµο, χωρίς να µειωθεί το «µήκος» του άλµατος (Hay, Miller, & Canterna, 1986). 13
Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας 2.1.1 Ανάλυση της τεχνικής εκτέλεσης του άλµατος Αναλύοντας την τεχνική εκτέλεση του άλµατος σε µήκος παρατηρούµε ότι αυτό αποτελείται από τέσσερις διαδοχικά συνδεδεµένες φάσεις: τη φάση της φόρας, τη φάση της στήριξης- ώθησης, τη φάση της πτήσης και τη φάση της προσγείωσης. Φάση φόρας Η φάση της φόρας αρχίζει από το σηµείο εκκίνησής της και τελειώνει τη στιγµή της τοποθέτησης του ποδιού ώθησης στη βαλβίδα - «σηµείο ώθησης». Κατά την εκτέλεση της φόρας επιδιώκεται: Η ανάπτυξη της µέγιστης «ελεγχόµενης» οριζόντιας ταχύτητας, σε συγκεκριµένη απόσταση στο διάδροµο του µήκους. Η προετοιµασία για την ώθηση- απογείωση. Η ακρίβεια προσέγγισης και τοποθέτησης του ποδιού ώθησης στη βαλβίδα (Βεληγκέκας, 2007; Berg & Greer, 1995). Η σωστή εκτέλεση της φάσης της φόρας και ιδιαίτερα η ανάπτυξη της µέγιστης οριζόντιας ταχύτητας στους τελευταίους 5-6 διασκελισµούς έχουν θεωρηθεί ως οι πιο σηµαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την επίδοση στο άλµα σε µήκος (Hay, 1986). Υποστηρίζεται ότι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχηµένη εκτέλεση του άλµατος είναι ο συνδυασµός της µέγιστης οριζόντιας ταχύτητας µε τον ιδανικό τρόπο ώθησης- απογείωσης (Βεληγκέκας, 2007). Τα χαρακτηριστικά στοιχεία της φάσης της φόρας είναι: α) Το µήκος της φόρας: Για αθλητές υψηλού επιπέδου, το µήκος της φόρας κυµαίνεται από 18-24 διασκελισµούς για άνδρες (38-50µ.) και 16-22 διασκελισµούς για γυναίκες (35-43µ.) (Bedi & Cooper, 1977; Cooper, Ward, Taylor, & Barlow, 1973; Popov, 1971). Για αρχάριους αθλητές, το µήκος της φόρας κυµαίνεται από 12-14 διασκελισµούς (Klimmer, 1999). β) Ο τρόπος εκκίνησης: Η εκκίνηση εκτελείται µε δύο τρόπους. 14
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος Από σταθερό σηµείο, τοποθετώντας ο αθλητής το ένα πόδι µπροστά και το άλλο πίσω ή και τα δύο πόδια παράλληλα στο σηµείο αυτό. Ο τρόπος αυτός συστήνεται σε αρχάριους αθλητές. Με προκαταρκτικούς διασκελισµούς, όπου ο άλτης εκτελώντας ορισµένους διασκελισµούς µε βάδισµα ή χαλαρό τρέξιµο πριν από το σηµείο εκκίνησης, τοποθετεί το πόδι του στο σηµείο εκκίνησης και αρχίζει το τρέξιµο της φόρας του. γ) Ταχύτητα: Η επίδοση στο άλµα σε µήκος εξαρτάται από την οριζόντια ταχύτητα που αναπτύσσεται κατά τη φάση της φόρας, και ιδιαίτερα στους τελευταίους διασκελισµούς. Η αύξηση της οριζόντιας ταχύτητας συντείνει στην αύξηση του «µήκους» του άλµατος. Σε αθλητές υψηλού επιπέδου, έχει παρατηρηθεί στατιστικώς σηµαντική συσχέτιση µεταξύ της οριζόντιας ταχύτητας που αναπτύσσεται κατά τη φόρα και της επίδοσης (r = 0.95, p<0.05) (Hay, 1993), (r = 0.54, p<0.05) (Arampatzis, Walsh, & Bruggemann, 1998), (r = 0.83, p<0.05) (Hay & Nohara, 1990). Οι αθλητές υψηλού επιπέδου αναπτύσσουν µέγιστη οριζόντια ταχύτητα η οποία κυµαίνεται κατά µέσο όρο στα 9.88±0.56m/sec για άνδρες και 8.75±0.31m/sec για γυναίκες (Lees, Fowler, & Derby, 1993; Lees, Graham-Smith, & Fowler, 1994). Η οριζόντια ταχύτητα που αναπτύσσουν οι αρχάριοι αθλητές είναι κατά πολύ χαµηλότερη από αυτή των αθλητών υψηλού επιπέδου. Οι Berg & Greer (1995) κατέγραψαν τη µέγιστη οριζόντια ταχύτητα στους 6 τελευταίους διασκελισµούς, σε αρχάριους αθλητές, και βρήκαν ότι αυτή κυµαίνεται κατά µέσο όρο στα 7,80m/sec. Ωστόσο, σε ορισµένες έρευνες έχει επισηµανθεί απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας περίπου 6% κατά την προετοιµασία για την ώθηση, ενώ κατά τη διάρκεια των κινήσεων της ώθησης- απογείωσης η απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας ανέρχεται στο 10-15% (Koh & Hay, 1990). Στον προτελευταίο διασκελισµό παρατηρείται απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας η οποία σχετίζεται σηµαντικά µε την επίδοση (r = -0.58, p<0.05). Το µήκος του διασκελισµού αυτού είναι µεγαλύτερο σε σχέση µε τους προηγούµενους (Koh & Hay, 1990; Lees και συν., 1993; Lees και συν., 1994). Στον τελευταίο διασκελισµό παρατηρείται η 15
Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας µεγαλύτερη απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας, η οποία σχετίζεται µε το «µήκος» τοποθέτησης (r = -0.61, p<0.05) (Lees και συν., 1993, 1994). Ως «µήκος τοποθέτησης» ορίζεται η απόσταση µεταξύ της κάθετης προβολής του ΚΒΣ και του σηµείου στήριξης, τη στιγµή της τοποθέτησης του ποδιού ώθησης στη βαλβίδα. δ) Ρυθµός ανάπτυξης της ταχύτητας: Για την ανάπτυξη της ταχύτητας χρησιµοποιούνται τρεις τρόποι. Οµαλά επιταχυνόµενος. Γρήγορη επιτάχυνση και διατήρηση της ταχύτητας µέχρι τη βαλβίδα. Γρήγορη επιτάχυνση στο πρώτο µέρος της φόρας (περίπου οι πρώτοι 6 διασκελισµοί), διατήρηση της ταχύτητας στο ενδιάµεσο µέρος και ενεργητική αύξηση της ταχύτητας στο τελευταίο µέρος της φόρας (τελευταίοι 6 διασκελισµοί). Από τους τρεις αυτούς τρόπους, οι αρχάριοι αθλητές επιλέγουν τον οµαλά επιταχυνόµενο ρυθµό (Klimmer, 1999). Ξεκινούν δηλαδή το τρέξιµό τους µε µεγάλους, ελεύθερους διασκελισµούς και αυξάνουν προοδευτικά την ταχύτητά τους µέχρι τη βαλβίδα. Άλλωστε, ο τρόπος αυτός θεωρείται ο πιο κατάλληλος για την αρχική εκµάθηση του ρυθµού ανάπτυξης της ταχύτητας. ε) Σταθερότητα και ακρίβεια της φόρας: Ένας από τους βασικούς στόχους του άλτη είναι να εκτελεί µε ακρίβεια τη φάση της φόρας, γεγονός που θα οδηγήσει στη σωστή προσέγγιση της βαλβίδας και στην αποτελεσµατική τοποθέτηση του ποδιού ώθησης σε αυτήν. Η ακρίβεια εκτέλεσης της φάσης της φόρας εξαρτάται από: το σωστό τρόπο εκκίνησης τον κατάλληλο ρυθµό ανάπτυξης της ταχύτητας τη σταθερότητα του µήκους του διασκελισµού τη σταθερότητα ως προς το ρυθµό ανάπτυξης της ταχύτητας την ικανότητα του άλτη να διορθώνει µικρές παρεκκλίσεις προς την τελική προσέγγιση στη βαλβίδα 16
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες, όπως φυσική και ψυχολογική κατάσταση, ευνοϊκός ή αντίθετος άνεµος, σκληρός ή µαλακός διάδροµος, πρωινοί ή απογευµατινοί αγώνες (Βεληγκέκας, 2007). Ένα άλλο στοιχείο απαραίτητο για την ακρίβεια εκτέλεσης της φάσης της φόρας είναι τα σηµεία ελέγχου. Πρόκειται για το σηµείο εκκίνησης, το οποίο τοποθετείται στο σηµείο όπου ο άλτης αρχίζει το τρέξιµο της φόρας, και για το σηµείο ελέγχου, το οποίο οριοθετεί τους 6 τελευταίους διασκελισµούς. Από το σηµείο αυτό, ο αθλητής πρέπει να διέρχεται πάντα µε το πόδι ώθησης. στ) Προετοιµασία για τη φάση της ώθησης: Για να µπορέσει να επιτευχθεί µια αποτελεσµατική ώθηση- απογείωση, ο άλτης ξεκινάει την προετοιµασία από τους τελευταίους διασκελισµούς της φόρας. Στους τελευταίους 2-3 διασκελισµούς παρατηρούνται µεταβολές, όπως είναι η τροποποίηση του µήκους του διασκελισµού και το χαµήλωµα του κέντρου βάρους του σώµατος (ΚΒΣ). Συγκεκριµένα, το µήκος του προτελευταίου διασκελισµού είναι µεγαλύτερο σε σχέση µε τους προηγούµενους διασκελισµούς και παρατηρείται χαµήλωµα του ΚΒΣ (Koh & Hay, 1990; Lees και συν., 1993, 1994), ενώ ο τελευταίος διασκελισµός είναι ο µικρότερος. Οι Hay & Miller (1985) έχουν αναφέρει ότι οι µέσες τιµές των τελευταίων διασκελισµών είναι: 4 ος διασκελισµός από το τέλος: 2,15µ. 3 ος διασκελισµός από το τέλος: 2,19µ. προτελευταίος διασκελισµός: 2,24µ. τελευταίος διασκελισµός: 2,09µ. Αναλύοντας το κινηµατικό προφίλ της φόρας του άλµατος σε µήκος αρχαρίων αθλητών (µαθητών γυµνασίου) οι Berg & Greer (1995) βρήκαν ότι: α) Το µήκος του διασκελισµού αυξήθηκε συστηµατικά από τον 11 ο -6 ο διασκελισµό (Μ.Ο.= 1,86µ.) (ολικό µήκος φόρας: 16-21 διασκελισµοί) ως αποτέλεσµα της επιτάχυνσης. β) Μεταξύ 6 ου -3 ου διασκελισµού από τη βαλβίδα, το µήκος του διασκελισµού σταθεροποιήθηκε περίπου στο 1,90µ. Η σταθεροποίηση αυτή του µήκους του διασκελισµού είναι πιθανόν αποτέλεσµα του ότι οι αθλητές πέτυχαν τη µέγιστη οριζόντια ταχύτητα, καθώς και του ότι προετοιµάζονταν για τη φάση 17
Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας της ώθησης. γ) Στον προτελευταίο διασκελισµό (Μ.Ο.= 2,16µ.) παρατηρήθηκε µια επιµήκυνση κατά 0,26µ. δ) Το µεγαλύτερο προτελευταίο διασκελισµό ακολούθησε ένας αισθητά µικρότερος τελευταίος διασκελισµός (Μ.Ο.= 2,01µ.). Φάση στήριξης- ώθησης Η φάση στήριξης- ώθησης αρχίζει από τη στιγµή που το πόδι ώθησης τοποθετείται στη βαλβίδα µέχρι τη στιγµή που ολοκληρώνεται η ενεργητική ώθηση- απογείωση. Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής επιδιώκεται η ανάλογη αύξηση της κατακόρυφης ταχύτητας, µε όσο το δυνατόν µικρότερη απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας. Υποστηρίζεται πως οι ενέργειες που εκτελούνται κατά τη διάρκεια της ώθησης καθορίζουν την απόσταση πτήσης στο άλµα σε µήκος (Linthorne, Guzman, & Bridgett, 2005). Η επιτυχηµένη εκτέλεση της ώθησης- απογείωσης συνδέεται µε: τη µεγάλη οριζόντια ταχύτητα που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της φόρας τη χαµηλή θέση του ΚΒΣ, κατά την έναρξη της φάσης στήριξης- ώθησης την κατάλληλη γωνία τοποθέτησης του ποδιού ώθησης, που κυµαίνεται περίπου στις 60 (Βεληγκέκας, 2007). Η χρονική διάρκεια της φάσης αυτής είναι πολύ µικρή. Ο συνολικός χρόνος της στήριξης- ώθησης κυµαίνεται από 0,105-0,120sec για τους άνδρες και 0,090-0,120sec για τις γυναίκες (Nixdorf & Bruggemann, 1990). Η σύντοµη χρονική διάρκεια της ώθησης- απογείωσης συντείνει στη διατήρηση της οριζόντιας ταχύτητας. Η φάση στήριξης- ώθησης εκτελείται σε τρεις διαδοχικές επί µέρους φάσεις: τη φάση τοποθέτησης, τη φάση απόσβεσης και τη φάση ενεργητικής ώθησης- απογείωσης. Η φάση τοποθέτησης αρχίζει από τη στιγµή της τοποθέτησης του ποδιού ώθησης στη βαλβίδα µέχρι την αρχή της κάµψης του γονάτου του ποδιού ώθησης (διάρκεια: 0,020sec). Τη στιγµή της τοποθέτησης το ΚΒΣ βρίσκεται πίσω από το σηµείο στήριξης 30-40cm. Το πόδι ώθησης τοποθετείται σχεδόν τεντωµένο στην άρθρωση του 18
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος γονάτου (170-177 ), και σχηµατίζει µε το οριζόντιο επίπεδο τη γωνία τοποθέτησης η οποία κυµαίνεται από 60-70. Όσο πιο µικρή είναι η γωνία τοποθέτησης τόσο πιο µεγάλο θα είναι το «µήκος» της τοποθέτησης. Το µεγαλύτερο «µήκος» τοποθέτησης έχει ως αποτέλεσµα ένα αυξηµένο εύρος κίνησης στο οποίο οι εκτείνοντες µυς του ισχίου µπορούν να «εργαστούν», καθώς και ένα µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα κατά τη διάρκεια του οποίου η κατακόρυφη ταχύτητα µπορεί να παραχθεί (Lees και συν., 1994). Η µικρότερη γωνία τοποθέτησης και το συνακόλουθο «χαµήλωµα» του ΚΒΣ έχουν ως αποτέλεσµα την αύξηση της επίδοσης (Arampatzis και συν., 1998; Blickhan, Friedrichs, Rebhan, Schmalz, & Wank, 1995; Hay, Thorson, & Kippenhan, 1996). Η γωνία τοποθέτησης σχετίζεται µε την οριζόντια ταχύτητα. Από τη φάση τοποθέτησης µέχρι και τη φάση απόσβεσης (1 ο µέρος ώθησης) ο συντελεστής συσχέτισης παρουσιάζεται µεγαλύτερος (r = -0.93, p<0.01) συγκριτικά µε αυτόν που παρατηρείται κατά τη συνολική διάρκεια της στήριξης- ώθησης (r = -0.78, p<0.10) (Lees και συν., 1993). Η οριζόντια ταχύτητα κατά την τοποθέτηση συνδέεται µε την ανάπτυξη της κατακόρυφης ταχύτητας στη φάση της ενεργητικής ώθησης (r = 0.46, p<0.05) και καθορίζει την επίδοση (r = 0.83, p<0.05) (Hay & Nohara, 1990), (r = 0.95, p<0.05) (Hay, 1993). Ως αποτέλεσµα της τοποθέτησης του ποδιού ώθησης στη βαλβίδα προκαλείται απώλεια της οριζόντιας ταχύτητας (Lees και συν., 1993, 1994). Κατά τη διάρκεια της φάσης στήριξης- ώθησης, µέρος της οριζόντιας ταχύτητας µετατρέπεται σε κατακόρυφη ταχύτητα (r = 0.50, p<0.05) (Hay και συν., 1986, 1996; Lees και συν., 1993, 1994). Η φάση απόσβεσης αρχίζει από την έναρξη της κάµψης του γονάτου του ποδιού ώθησης και τελειώνει µε τη µέγιστη κάµψη του γονάτου (διάρκεια: 0,040sec). Κατά τη φάση απόσβεσης, το ΚΒΣ βρίσκεται σχεδόν στην ίδια ευθεία µε το σηµείο στήριξης. Επίσης, παρατηρείται η µέγιστη κάµψη στην άρθρωση του γονάτου, µε γωνίες οι οποίες κυµαίνονται από 140-150. Στη φάση αυτή ασκείται πίεση στη βαλβίδα, η οποία προέρχεται από τη δύναµη της αδράνειας του σώµατος και των ταυτόχρονων κινήσεων των µελών 19
Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας αιώρησης. Οι κινήσεις αυτές επιφέρουν κάµψη του γονάτου και της ισχιοµηρικής άρθρωσης, όπως επίσης διάταση των εκτεινόντων µυών του ποδιού µε ακόλουθη σύσπαση τους. Με τον τρόπο αυτό η κινητική ενέργεια µετατρέπεται σε δυναµική λόγω των ελαστικών ιδιοτήτων των µυών του ποδιού ώθησης (Βεληγκέκας, 2007; Lees και συν., 1994). Κατά την εκτέλεση της φάσης απόσβεσης, παρόλο που το πόδι λυγίζει σε όλες τις αρθρώσεις, δεν γίνεται «κατέβασµα» της τροχιάς κίνησης του ΚΒΣ. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι το πόδι ώθησης, σύµφωνα µε την αρχή του ανατρεπόµενου εκκρεµούς, περιστρέφεται επάνω στην ποδοκνηµική άρθρωση (Βεληγκέκας, 2007). Όταν πραγµατοποιείται η µέγιστη κάµψη στην άρθρωση του γονάτου (Μ = 144 ) κατά τη φάση απόσβεσης, η οριζόντια ταχύτητα µειώνεται κατά 0,90m/sec, ενώ η κατακόρυφη ταχύτητα αυξάνει κατά 2m/sec (Lees και συν., 1993, 1994). Το ύψος του ΚΒΣ αυξάνει µόνο κατά 0,044m. Παρατηρείται δηλαδή µεγάλη αύξηση της κατακόρυφης ταχύτητας και µικρή αύξηση του ύψους του ΚΒΣ (Lees και συν., 1994). Η αλλαγή της κατακόρυφης ταχύτητας κατά τη διάρκεια της ώθησης εξαρτάται από τη γωνία κάµψης του γόνατος (r = 0.79, p<0.10) και από την οριζόντια ταχύτητα κατά την τοποθέτηση (r = 0.76, p<0.10) (Lees και συν., 1993, 1994). Η κατακόρυφη ταχύτητα που αναπτύσσεται από τη στιγµή της τοποθέτησης µέχρι και τη στιγµή της µέγιστης κάµψης στην άρθρωση του γονάτου (απόσβεση) σχετίζεται σηµαντικά µε την επίδοση (r = 0.78, p<0.05) (Bosco και συν., 1976). Όσον αφορά στην εξέλιξη της οριζόντιας ταχύτητας στις δύο φάσεις της ώθησης, επικρατεί η άποψη ότι η οριζόντια ταχύτητα µειώνεται σταδιακά µέχρι τη στιγµή που το ΚΒΣ περνάει επάνω από το σηµείο στήριξης (ποδοκνηµική άρθρωση του ποδιού ώθησης), ενώ µετά αρχίζει πάλι να αυξάνει (Hay και συν., 1996). Ωστόσο έχει αναφερθεί από άλλους ερευνητές (Lees και συν., 1993, 1994) µια πρόσθετη µείωση της οριζόντιας ταχύτητας κατά 0,22m/sec στο 2 ο µέρος της ώθησης, από 7,73m/sec σε 7,55m/sec για γυναίκες και από 8,97m/sec σε 8,75m/sec για άνδρες, στην απόσβεση και στην απογείωση αντίστοιχα. 20
Τεχνικές Μάθησης και Άλµα εις Μήκος Η φάση της ενεργητικής ώθησης- απογείωσης αρχίζει από τη στιγµή της µέγιστης κάµψης της άρθρωσης του γονάτου του ποδιού ώθησης και τελειώνει τη στιγµή της ολοκλήρωσης της ενεργητικής ώθησης (διάρκεια: 0,080sec). Η επιτυχηµένη εκτέλεση της φάσης αυτής εξαρτάται από τη σωστή τοποθέτηση του ποδιού ώθησης στη βαλβίδα και από τη σωστή θέση της λεκάνης. Η ενεργητική ώθηση- απογείωση ενδείκνυται να εκτελείται µε: µεγάλη ταχύτητα κατεύθυνση του σώµατος προς τα εµπρός και επάνω πλήρη έκταση του ποδιού ώθησης ελεύθερη ανύψωση προς τα εµπρός και επάνω του ποδιού αιώρησης µεγάλες κινήσεις των χεριών ευθυγραµµισµένο τον κορµό µε τη λεκάνη και το κεφάλι (Βεληγκέκας, 2007). Κατά τη φάση αυτή σχηµατίζονται δύο βασικές γωνίες: η γωνία ώθησης, η οποία κυµαίνεται από 72-80 και η γωνία απογείωσης, η οποία κυµαίνεται από 18-24. Η σωστή θέση του σώµατος, κατά την απογείωση, συντελεί στην ανάπτυξη της κατάλληλης προς τα εµπρός περιστροφής. Η κατάλληλη περιστροφή µε την οποία ο άλτης αρχίζει την ώθηση- απογείωση, συµβάλλει στο να λαµβάνει το σώµα του σωστή θέση για προσγείωση (Βεληγκέκας, 2007). Όσο µεγαλύτερο είναι το ύψος του ΚΒΣ κατά την απογείωση (ύψος απογείωσης), τόσο µεγαλύτερη είναι η γωνία ώθησης και τόσο περισσότερο αυξάνεται η κατακόρυφη ταχύτητα (Hay και συν., 1986). Το ύψος απογείωσης κυµαίνεται από 1,28m-1,33m στους άνδρες και 1,22m στις γυναίκες (68-73% του σωµατικού αναστήµατος) (Hay και συν., 1986, 1996; Lees και συν., 1993, 1994). Η αλλαγή της γωνίας του γονάτου (τοποθέτηση 160 - απόσβεση 139 - ενεργητική ώθηση 169 ) σχετίζεται σηµαντικά µε το ύψος του ΚΒΣ κατά τη διάρκεια της ώθησης (r = -0.94, p<0.01) (Lees και συν., 1993). Η κατακόρυφη ταχύτητα κατά την ενεργητική ώθηση σχετίζεται µε το ύψος του ΚΒΣ κατά την απογείωση (r = 0.53, p<0.05) (Hay & Nohara, 1990) και (r = 0.79, p<0.01) (Lees 21
Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας και συν., 1993, 1994). Η ανύψωση του ΚΒΣ στο τέλος της ώθησης εµφανίζεται να επηρεάζει την επίδοση (r = 0.48, p<0.05) (Arampatzis και συν., 1998; Hay & Nohara, 1990). Επίσης, το ύψος απογείωσης, το οποίο καθορίζεται και από το σωµατικό ύψος, σχετίζεται µε τη γωνία απογείωσης (r = 0.71, p<0.05) (Lees και συν., 1994), η οποία εµφανίζεται να επηρεάζει έµµεσα την επίδοση (Hay και συν., 1986; Lees και συν., 1994). Η γωνία απογείωσης καθορίζει την τροχιά πτήσης του ΚΒΣ. Έχει βρεθεί ότι όσο αυξάνεται η γωνία απογείωσης τόσο µειώνεται η ταχύτητα απογείωσης (Linthorne, 2003; Linthorne και συν.,2005). Επίσης, η «µεγάλη» γωνία απογείωσης (>30 ) προκαλεί αύξηση του ύψους του ΚΒΣ κατά την ενεργητική ώθηση και µείωση του «µήκους» ώθησης (Linthorne και συν., 2005). Η ταχύτητα απογείωσης είναι η συνισταµένη της οριζόντιας και της κατακόρυφης ταχύτητας. Η οριζόντια ταχύτητα κατά την ενεργητική ώθηση παρουσιάζει σηµαντική συσχέτιση µε την ταχύτητα απογείωσης (r = 0.77, p<0.05) (Hay και συν., 1986). Η κατακόρυφη ταχύτητα κατά την ενεργητική ώθηση, σε κάποιες εργασίες παρουσιάζεται να συσχετίζεται σηµαντικά µε την επίδοση (r = 0.72, p<0.05) (Arampatzis και συν., 1998; Hay & Nohara, 1990), ενώ σε άλλες η συσχέτιση δεν είναι στατιστικώς σηµαντική (Bosco και συν., 1976; Hay και συν., 1986; Lees και συν., 1993, 1994). Αν και δεν έχει αναφερθεί άµεση σχέση της ταχύτητας απογείωσης µε την επίδοση, η ταχύτητα απογείωσης επηρεάζει σε σηµαντικό βαθµό (r = 0.83, p<0.05) το «µήκος» της πτήσης, το οποίο µε τη σειρά του καθορίζει την κύρια επίδοση (r = 0.93, p<0.05) (Hay και συν., 1986). Επίσης, ο Hay (1993) αναφέρει ότι η µεγάλη ταχύτητα απογείωσης σε συνδυασµό µε την αύξηση του ύψους του ΚΒΣ κατά την ενεργητική ώθηση ευνοούν την επίδοση. Φάση πτήσης Η φάση της πτήσης αρχίζει από τη στιγµή που το πόδι ώθησης του άλτη αποσπάται από τη βαλβίδα και το ΚΒΣ του αρχίζει να διαγράφει παραβολική τροχιά πτήσης, µέχρι τη στιγµή της πρώτης επαφής των πελµάτων στην άµµο. 22