Κώστας Ρουμανιάς Ο.Π.Α. Τμήμα Δ. Ε. Ο. Σ. / 7 Κριτική στη θεωρία καταναλωτή Θεωρία καταναλωτή Η θεωρία του καταναλωτή που εξετάσαμε βασίστηκε πάνω σε μια σειρά υποθέσεων. Αναφέραμε ότι θεωρητικά η θεωρία καταναλωτή αποτελεί επίτευγμα: κατορθώνει να θεμελιώσει αξιωματικά τη δυνατότητά μας να χρησιμοποιούμε αναλυτικά εργαλεία για να αναλύσουμε και να προβλέψουμε τις επιλογές ενός καταναλωτή. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το οικοδόμημα αυτό στηρίζεται σε ορισμένες υποθέσεις που ενδεχομένως είναι αρκετά βαριές. Ολη η «ορθόδοξη» οικονομική θεωρία τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει βασιστεί σε αυτές τις υποθέσεις και έχει ασπαστεί τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση που καλύψαμε. Η πρόσφατη βιβλιογραφία έχει αρχίσει να επανεξετάζει αυτές τις υποθέσεις και το πεδίο για νέα έρευνα είναι ανοιχτό και ζωντανό. / 7 Κριτική στη θεωρία καταναλωτή Κριτική Η Κριτική που μπορούμε να ασκήσουμε στη θεωρία καταναλωτή κινείται βασικά σε τρεις άξονες: Θεωρητικά κριτική μπορεί να ασκηθεί στην υπόθεση ότι οι προτιμήσεις είναι δεδομένες, εξωγενείς και μη υποκείμενες σε αλλαγή. Επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι η υπόθεση κυρίως της μονοτονικότητας είναι ασύμβατη προς την φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος. Τέλος η αναγωγή της χρησιμότητας σε μέτρο ευημερίας του καταναλωτή μπορεί να συναντά μεγάλα προβλήματα και αντιφάσεις. Ας συζητήσουμε τις τρείς αυτές ομάδες κριτικής λίγο εκτενέστερα. / 7 και προτιμήσεις που εξαρτώνται από προσδοκίες Πρόσφατα η βιβλιογραφία έχει αρχισει να εξετάζει θεωρητικά την περίπτωση η χρησιμότητά μας να εξαρτάται όχι από την κατανάλωση αγαθών (που υπόκειται υπό τις υποθέσεις μας στον κανόνα «περισσότερο είναι καλύτερο από λιγότερο», από την υπόθεση της μονοτονικότητας), αλλά στις προσδοκίες που έχουμε για το μέλλον. Συγκεκριμένα, είναι λογικό να υποθέτουμε ότι το πόσο ευχαριστημένος είναι ένας καταναλωτής δεν έχει να κάνει μόνο με τα απόλυτα επίπεδα κατανάλωσής του, αλλά με το πώς αυτά διαμορφώνονται σε σχέση με τις προσδοκίες του. / 7
και προτιμήσεις που εξαρτώνται από προσδοκίες Αν για παράδειγμα το μόνο που προσδιόριζε την ευτυχία ενός καταναλωτή ήταν η απόλυτη κατανάλωσή του, τότε θα έπρεπε λογικά να συμπεράνουμε ότι ο μέσος άνθρωπος το 7 θα πρέπει να ήταν κατά πολύ λιγότερο ευτιχισμένος από το μέσο δυτικό άνθρωπο σήμερα ενώ κατά την αρχαιότητα οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι βυθισμένοι στη δυστυχία. Κάτι τέτοιο δε δείχνει να ισχύει (βλ. και κριτική παρακάτω). Μια σειρά προσφάτων άρθρων υποστηρίζουν ότι η ικανοποίηση ενός καταναλωτή μπορεί να εξαρτάται περισσότερο από το πως διαμορφώνεται η κατανάλωσή του σε σχέση (αναφορικά) με τις προσδοκίες που είχε. 5 / 7 Σε δύο ήδη σημείων αναφοράς δείχνει να έχει εστιάσει η βιβλιογραφία. Το πρώτο έχει σχέση με το τί κάνουν οι γύρω μας (Catching up with the Joneses). Δηλαδή θεωρούμε ότι το επίπεδο ευημερίας ενός καταναλωτή επηρεάζεται από το κοινωνικό του περιβάλλον. Ενας καταναλωτής που απολαμβάνει σχετική ευμάρεια είναι λιγότερο ικανοποιημένος αν οι γειτονές του είναι «βυθισμένοι στη χλιδή» σε σχέση με το πόσο ικανοποιημένος θα ήταν αν ζούσε σε περιβάλλον με περισσότερη ομοιογένεια. Το πόσο δηλαδή καταναλώνουν οι γείτονές μας (Joneses) επηρεάζει το πόσο μας ευχαριστεί η δική μας κατανάλωσης. Το να οδηγούμε ένα Audi μας ευχαριστεί πολύ λιγότερο αν οι γείτονές μας οδηγούν όλοι Aston Martin. Δείτε [;] και [;] Ο δεύτερος παράγοντας που παίζει ρόλο είναι το τί περιμέναμε να καταναλώσουμε. Αν περιμέναμε ότι όλα θα πάνε καλά και υποστούμε ένα αρνητικό οικονομικό shock η ικανοποίησή μας είναι πολύ λιγότερη σε σχέση με το αν το περιμέναμε. 6 / 7 Για σημεία αναφοράς σε σχέση με προσδοκίες, δείτε [;], [;], [;], [;]. Σε ένα πολύ ενδιαφέρον πρόσφατο άρθρο, οι [;] δείχνουν πειραματικά ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική ένδειξη ότι σε απόφαση για το πόση προσπάθεια θα αφιερώσουν υπό συνθήκες αβεβαιότητας, οι συμμετέχοντες στο πείραμα δείχνουν να έχουν προτιμήσεις που είναι συμβατές με σημεία αναφοράς. Η συνάρτηση χρησιμότητας με σημεία αναφοράς αλλάζει. Αντί π.χ. να είναι u(c) για κατανάλωση καλαθιού c, οι [;] προτείνουν να λαμβάνουμε υπόψιν τα σημεία αναφοράς r και ενδεικτικά δίνουν συνάρτηση χρησιμότητας: u(c r) = m(c) + n(c r) () όπου m(c) η συνηθισμένη συνάρτηση χρησιμότητας που έχουμε χρησιμοποιήσει ως τώρα και n(c r) μια συνάρτηση που λαμβάνει υπόψιν τα σημεία αναφοράς και έχει τύπο 7 / 7 Συναρτήσεις χρησιμότητας με σημεία αναφοράς n(c r) = µ(m k (c k ) m k (r k )) () Δηλαδή λαμβάνουμε υπόψιν πόσο απέχει η κατανάλωση ενός αγαθού m k (c k ) από την κατανάλωση του σημείου αναφοράς m k (r k ). Π.χ. πόσο απέχει η κατανάλωσή μας (c k ) από την κατανάλωση των Joneses ή την κατανάλωση που προσδοκούσαμε να έχουμε (r k ). 8 / 7
Physioeconomics Μια βασική κριτική που μπορεί να δεχθεί το υπόδειγμα του καταναλωτή που καλύψαμε αφορά στην υπόθεση της μονοτονικότητας των προτιμήσεων (ή και του τοπικού μη κορεσμού ακόμα). Δείτε το σχήμα. Η υπόθεση της μονοτονικότητας δεν ισχύει αφού για κατανάλωση μεγαλύτερη από c περισσότερη κατανάλωση μειώνει τη χρησιμότητα. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει με σημεία κορεσμού στο σώμα μας. Π.χ. η κατανάλωση τροφής (ιδιαίτερα σε στατικά υποδείγματα όπως όλα όσα θα αναλύσουμε στην κλασσική μικροοικονομική θεωρία μπορεί να οδηγήσε σε σημείο πέραν του οποίου περισσότερη τροφή προκαλεί δυσφορία (μειώνει τη χρησιμότητα). Αν οι (εισοδηματικοί) περιορισμοί μας περιόριζαν σε επίπεδα κατανάλωσης μικρότερα του c, η υπόθεση της μονοτονικότητας είναι λογική. Αν ωστόσο, όπως συμβαίνει σε πολλές δυτικές κοινωνίες σήμερα, οι παραγωγικές/οικονομικές δυνατότητές μας μάς φτάνουν σε κατανάλωση πέραν του c, ίσως είναι η ώρα να αναθεωρήσουμε ορισμένες από τις υποθέσεις της θεωρίας καταναλωτή. 9 / 7 U (c) c c / 7 Physioeconomics Στα παρακάτω σχήματα και βλέπουμε πώς ένας εισοδηματικός περιορισμός με μικρό εισόδημα μπορεί να περιορίζει έναν καταναλωτή στο αύξον κομμάτι της συνάρτησης χρησιμότητάς του. Αν όμως το εισόδημα αυξηθεί (μετατόπιση του εισοδηματικού περιορισμού προς τα έξω), μπορεί τώρα το σημείο κορεσμού (υψηλότερο σημείο της επιφάνειας της U) να είναι εσωτερικό σημείο σου συνόλου κατανάλωσης, και πλέον οι συναρτήσεις χρησιμότητας που έχουμε χρησιμοποιήσει ως τώρα (και που είναι παντού αύξουσες λόγω μονοτονικών προτιμήσεων) να μην είναι πλέον κατάλληλες να περιγράψουν τους καταναλωτές πολλών πλουσίων κοινωνιών. / 7 8 6 / 7
8 6 / 7 Η παραπάνω ανάλυση περιέγραψε θεωρητικές ενστάνσεις στο υπάρχον υπόδειγμα του καταναλωτή. Τα σημεία αναφοράς το εμπλουτίζουν, αλλά διατηρούν τη μονοτονικότητα σε κάποιο βαθμό. Η ανάλυση του πιθανού κορεσμού δεν το αναιρεί, αν τα «θέλω» μας (συνάρτηση χρησιμότητας) είναι αρκετά υψηλά σε σχέση με τα «μπορώ» μας (σύνολο κατανάλωσής μας). Δηλαδή αν το σύνολο κατανάλωσής μας είναι αρκετά μικρό, ενδέχεται να κινούμαστε στο αύξον μέρος της συνάρτησης χρησιμότητάς μας. Ισως η πιο ανησυχητική ένστανση στη θεωρία του καταναλωτή που έχει ως τώρα συμβαδίσει με το υπάρχον πρότυπο κατανάλωσης (περισσότερο = καλύτερο) είναι η απόπειρα να μετρήσουμε την ευημερία του. / 7 M etra (dus) eutuq ias Τα οικονομιά της ευτυχίας (economics of hapiness) μετρούν μετρούν την ευημερία του καταναλωτή με δείκτες πιο γενικούς από την κατανάλωση/ ΑΕΠ κλπ. Εμείς εδώ θα εστιάσουμε σε ορισμένες χαρακτηριστικές τάσεις που αποτελούν δείκτη δυστυχίας στις σύγχρονες κοινωνίες. 5 / 7 Ορισμένα stylized facts: Αρκετά ανησυχητικά στοιχεία προβλέπει για την ψυχική υγεία ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας: Εως το, η κατάθλιψη θα είναι το ο μεγαλύτερο βάρος στον τομέα της υγείας παγκοσμίως (http://www.who.int/healthinfo/global_burden_disease/ projections/en/index.html). Θα αποτελέσει μεγαλύτερο πρόβλημα σύμφωνα με τις προβολές του παγκόσμιου οργανισμού υγείας (W.H.O.) από τις καρδιαγγειακές νόσους και από όλες τις μορφές καρκίνου (όχι όμως συνολικά από τον καρκίνο). Στο μεσοπόλεμο η κλινική κατάθλιψη επηρέαζε το % του πληθυσμού. Το προβλέπεται στο Ηνωμένο βασίλειο να πλήξει περίπου %. Η κατάθλιψη ήταν ασθένεια της προχωρημένης μέσης ηλικίας (ηλικιακά χτυπούσε στα τέλη της 5ης δεκαετίας της ζωής/αρχές 6ης). Τώρα χτυπάει στην εφηβεία. 6 / 7
Περιπτώσεις νεαρών ατόμων παιδιών με χρόνιο άγχος έχουν μέσο μετρούμενο άγχος τώρα που τη δεκαετία του 5 θα κρινόταν κλινικό! Αν ως δείκτη ευημερίας συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε κατανάλωση και ρυθμούς μεγέθυνσης, χάνουμε προφανώς σημαντικούς δείκτες μέτρησης ποιότητας της ζωής. Ασφαλώς είναι απαραίτητο να γίνει αυστηρή έρευνα. Το ότι μετράμε συσχέτιση των δύο, δε σημαίνει σε καμία περίπτωση και αιτιώδη σχέση του ενός προς το άλλο. Ωστόσο οι μετρήσεις είναι ανησυχητικές και μας υποδεικνύουν ότι το υπόδειγμα του καταναλωτή ως έχει τώρα (θεωρητικά και πρακτικά) ενδεχομένως πάσχει. Ως επιστήμονες, οφείλουμε να λάβουμε και τα παραπάνω υπόψιν και να προσαρμόσουμε τη θεωρία στα δεδομένα και ίσως και αντίστροφα. 7 / 7