ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο 1. Εισαγωγικές Εννοιες. 1.1 Σύνολα

ιδασκοντες: x R y x y Q x y Q = x z Q = x z y z Q := x + Q Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Θεωρητικά Θέµατα. Ι. Θεωρία Οµάδων. x R y ή x R y ή x y(r) [x] R = { y X y R x } X. Μέρος Σχέσεις Ισοδυναµίας, ιαµερίσεις, και Πράξεις

Γραµµικη Αλγεβρα Ι Επιλυση Επιλεγµενων Ασκησεων Φυλλαδιου 4

Γραµµική Αλγεβρα Ι. Ενότητα: Εισαγωγικές Εννοιες. Ευάγγελος Ράπτης. Τµήµα Μαθηµατικών

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 2

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Ενότητα: Πράξεις επί Συνόλων και Σώµατα Αριθµών

ΘΕΩΡΙΑ ΑΡΙΘΜΩΝ Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 1

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 2

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Προτεινοµενες Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 2

Κεφάλαιο 2. Παραγοντοποίηση σε Ακέραιες Περιοχές

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Προτεινοµενες Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 4

τη µέθοδο της µαθηµατικής επαγωγής για να αποδείξουµε τη Ϲητούµενη ισότητα.

0 + a = a + 0 = a, a k, a + ( a) = ( a) + a = 0, 1 a = a 1 = a, a k, a a 1 = a 1 a = 1,

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 4

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 4

Τίτλος Μαθήματος: Γραμμική Άλγεβρα Ι. Ενότητα: Πινάκες και Γραµµικές Απεικονίσεις. Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης. Τμήμα: Μαθηματικών

Αρµονική Ανάλυση. Ενότητα: Μέτρο Lebesgue. Απόστολος Γιαννόπουλος. Τµήµα Μαθηµατικών

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 8

1 Οι πραγµατικοί αριθµοί

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 2

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

Τίτλος Μαθήματος: Γραμμική Άλγεβρα Ι. Ενότητα: Διανυσµατικοί Υποχώροι και Κατασκευές. Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης. Τμήμα: Μαθηματικών

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Επιλυση Ασκησεων - Φυλλαδιο 2

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 5

Περιεχόμενα. Πρόλογος 3

Κεφάλαιο 4. Ευθέα γινόµενα οµάδων. 4.1 Ευθύ εξωτερικό γινόµενο οµάδων. i 1 G 1 G 1 G 2, g 1 (g 1, e 2 ), (4.1.1)

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 3

Ασκήσεις για το µάθηµα «Ανάλυση Ι και Εφαρµογές»

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 9 Επαναληπτικες Ασκησεις

Υπολογιστικά & Διακριτά Μαθηματικά

Εφαρμοσμένα Μαθηματικά ΙΙ

Κεφάλαιο 7 Βάσεις και ιάσταση

ΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ. Τι ονοµάζουµε διάνυσµα; αλφάβητου επιγραµµισµένα µε βέλος. για παράδειγµα, Τι ονοµάζουµε µέτρο διανύσµατος;

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 8

ΘΕΩΡΙΑ ΑΡΙΘΜΩΝ. Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 9

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 4

ιακριτά Μαθηµατικά Ορέστης Τελέλης Τµήµα Ψηφιακών Συστηµάτων, Πανεπιστήµιο Πειραιώς Ο. Τελέλης Πανεπιστήµιο Πειραιώς Σύνολα 1 / 36

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

(a + b) + c = a + (b + c), (ab)c = a(bc) a + b = b + a, ab = ba. a(b + c) = ab + ac

Τίτλος Μαθήματος: Γραμμική Άλγεβρα Ι. Ενότητα: Διανυσµατικοί Χώροι. Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης. Τμήμα: Μαθηματικών

Σχέσεις Ισοδυναµίας και Πράξεις

Κεφάλαιο 3β. Ελεύθερα Πρότυπα (µέρος β)

Κεφάλαιο 0. Μεταθετικοί ακτύλιοι, Ιδεώδη

Κεφάλαιο 6. Πεπερασµένα παραγόµενες αβελιανές οµάδες. Z 4 = 1 και Z 2 Z 2.

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Προτεινοµενες Ασκησεις - Φυλλαδιο 4

Μάθηµα Θεωρίας Αριθµών Ε.Μ.Ε

Τα παρακάτω σύνολα θα τα θεωρήσουμε γενικά γνωστά, αν και θα δούμε πολλές από τις ιδιότητές τους: N Z Q R C

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Ηµιαπλοί ακτύλιοι

Γνωριµία. ιακριτά Μαθηµατικά. Βιβλία Μαθήµατος. Επικοινωνία. ιδάσκων: Ορέστης Τελέλης. Ωρες γραφείου (502, Γρ.

ΘΕΩΡΙΑ ΑΡΙΘΜΩΝ. Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 1

Ασκήσεις για το µάθηµα «Ανάλυση Ι και Εφαρµογές» (ε) Κάθε συγκλίνουσα ακολουθία άρρητων αριθµών συγκλίνει σε άρρητο αριθµό.

Εισαγωγη : Πραξεις επι Συνολων και Σωµατα Αριθµων

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 4 1 2

Μεταθέσεις και πίνακες μεταθέσεων

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

Κεφάλαιο 8. Η οµάδα S n. 8.1 Βασικές ιδιότητες της S n

f(n) = a n f(n + m) = a n+m = a n a m = f(n)f(m) f(a n ) = b n f : G 1 G 2, f(a n a m ) = f(a n+m ) = b n+m = b n b m = f(a n )f(a m )

ΘΕΩΡΙΑ ΑΡΙΘΜΩΝ. Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 1

Περιεχόμενα. Πρόλογος 3

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Γραµµική Αλγεβρα Ι. Ενότητα: ιανυσµατικοί χώροι. Ευάγγελος Ράπτης. Τµήµα Μαθηµατικών

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Επιλυση Ασκησεων - Φυλλαδιο 1

3 Αναδροµή και Επαγωγή

Εισαγωγή στην Τοπολογία

Κεφάλαιο 4 ιανυσµατικοί Χώροι

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 3

ΘΕΩΡΙΑ ΑΡΙΘΜΩΝ Ασκησεις - Φυλλαδιο 9

ΙΙ ιαφορικός Λογισµός πολλών µεταβλητών. ιαφόριση συναρτήσεων πολλών µεταβλητών

ΘΕΩΡΙΑ ΑΡΙΘΜΩΝ. Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 2

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

1 Οι πραγµατικοί αριθµοί

Προκαταρκτικές Εννοιες: Σύνολα και Αριθµοί

Σχόλιο. Παρατηρήσεις. Παρατηρήσεις. p q p. , p1 p2

KΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ. { 1,2,3,..., n,...

Ασκήσεις2 8. ; Αληθεύει ότι το (1, 0, 1, 2) είναι ιδιοδιάνυσμα της f ; b. Να βρεθούν οι ιδιοτιμές και τα ιδιοδιανύσματα της γραμμικής απεικόνισης 3 3

Θεωρία Υπολογισμού και Πολυπλοκότητα

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 2

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

7 Μάθημα Πορεία μελέτης Ακόμη μία Άσκηση

«Έννοια της διάταξης ΟΡΙΣΜΟΣ α > β α β > 0.»

Γραµµική Αλγεβρα. Ενότητα 1 : Εισαγωγή στη Γραµµική Αλγεβρα. Ευστράτιος Γαλλόπουλος Τµήµα Μηχανικών Η/Υ & Πληροφορικής

Εφαρμοσμένα Μαθηματικά ΙΙ

Σύνολα, Σχέσεις, Συναρτήσεις

Παράρτηµα Α Εισαγωγή Οµάδες. (x y) z= x (y z).

Οι πραγµατικοί αριθµοί

ΘΕΩΡΙΑ ΑΡΙΘΜΩΝ. Προτεινοµενες Ασκησεις - Φυλλαδιο 9

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

Γραµµικη Αλγεβρα ΙΙ Ασκησεις - Φυλλαδιο 10

ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΙΑΝΥΣΜΑΤΟΣ

Εισαγωγή στην Τοπολογία

Τίτλος Μαθήματος: Γραμμική Άλγεβρα Ι. Ενότητα: υϊκοί Χώροι και Χώροι Πηλίκα. Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης. Τμήμα: Μαθηματικών

Τίτλος Μαθήματος: Γραμμική Άλγεβρα Ι. Ενότητα: Γραµµική Ανεξαρτησία, Βάσεις και ιάσταση. Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης. Τμήμα: Μαθηματικών

1. a. Έστω b. Να βρεθούν οι ιδιοτιμές και τα ιδιοδιανύσματα του A Έστω A και ( x) [ x]

Transcript:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Συγγραφική Οµάδα : ΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΑΡΣΟΣ ΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΡΙΖΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΛΙΑΚΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΕΛΑΣ ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΑΛΕΛΛΗ

2 Πρόλογος Το ϐιβλίο αυτό στοχεύει στη διδασκαλία ενός εισαγωγικού πανεπιστηµιακού µαθήµατος δύο εξαµήνων, που αφορά στη ϐασική ύλη της Γραµµικής Άλγεβρας Στην Ελλάδα κυκλοφορούν ήδη πολλά εισαγωγικά ϐιβλία Γραµµικής Άλγεβρας Τα τελευταία όµως χρόνια έχει υπάρξει µια ϱιζική αλλαγή της ύλης των Μαθηµατικών που διδάσκονται στη ευτεροβάθµια Εκπαίδευση Είναι αναγκαίο λοιπόν ένα σύγγραµµα που λαµβάνει υπ όψιν αυτήν την αλλαγή Αθήνα, Ιούνιος 2008 Η Συγγραφική Οµάδα

3 Εισαγωγή

4

Περιεχόµενα 1 Εισαγωγικές Εννοιες 7 11 Σύνολα 7 12 Καρτεσιανά Γινόµενα 10 13 Σχέσεις Ισοδυναµίας 12 14 Απεικονίσεις 14 15 Μαθηµατική Επαγωγή 20 2 Πίνακες 25 21 Ορισµοί και Παραδείγµατα 25 22 Άθροισµα και Βαθµωτός Πολλαπλασιασµός 28 23 Γινόµενο Πινάκων 33 24 Αντιστρέψιµοι Πίνακες 42 3 Συστήµατα Γραµµικών Εξισώσεων 47 31 Γραµµικά Συστήµατα 47 32 Γραµµοϊσοδυναµία Πινάκων 49 33 Επίλυση ενός Γραµµικού Συστήµατος 63 34 Ορίζουσα ενός Τετραγωνικού Πίνακα 73 35 Ορίζουσες και Γραµµικά Συστήµατα 89 4 ιανυσµατικοί Χώροι 93 41 Ορισµοί και Παραδείγµατα 93 42 Υπόχωροι και Χώροι Πηλίκο 97 43 Γραµµικοί Συνδυασµοί 104 44 Η Εννοια της Βάσης 109 45 ιάσταση ιανυσµατικού Χώρου 118 46 Ιδιότητες ιάστασης και Βάσεων 122 5 Γραµµικές Απεικονίσεις 129 51 Ορισµοί και Παραδείγµατα 129 52 Γραµµικές Απεικονίσεις και Βάσεις 134 53 Ο Πυρήνας και η Εικόνα 142 54 Άλγεβρα Γραµµικών Απεικονίσεων 149 5

6 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 6 Γραµµικές Απεικονίσεις και Πίνακες 155 61 Πίνακας Γραµµικής Απεικόνισης 155 62 Ισοδυναµία και Οµοιότητα Πινάκων 167 63 Ιδιότητες Οριζουσών 178 64 Εφαρµογή στην Επίλυση Γραµµικών Συστηµάτων 183

Κεφάλαιο 1 Εισαγωγικές Εννοιες Σ αυτό το κεφάλαιο ϑα αναφερθούµε συνοπτικά σε ϐασικές έννοιες για σύνολα και απεικονίσεις Επιπλέον, ϑα αναφερθούµε στη µέθοδο της επαγωγής, η οποία αποτελεί µία από τις σηµαντικές µεθόδους απόδειξης ϑεωρηµάτων της Γραµµικής Άλγεβρας και των Μαθηµατικών γενικότερα 11 Σύνολα Η έννοια του συνόλου είναι µια πρωταρχική ϑεµελιώδης έννοια στη Μαθηµατική επιστήµη Η ϑεωρία των συνόλων εισάγεται από τον Georg Cantor (1845-1918) περί το 1900 µχ και αποτελεί τη ϐάση πάνω στην οποία ενοποιείται και ϑεµελιώνεται η Μαθηµατική επιστήµη Ενα σύνολο είναι µια συλλογή διακεκριµένων αντικειµένων Τα αντικείµενα αυτά λέγονται στοιχεία του συνόλου Για κάθε σύνολο υπάρχει µια σαφής περιγραφή µε ϐάση την οποία µπορούµε να αποφανθούµε κατά πόσο ένα δεδοµένο στοιχείο ανήκει ή όχι στο σύνολο αυτό Τα παραπάνω ασφαλώς δεν αποτελούν ένα µαθηµατικό ορισµό του συνόλου Η έννοια του συνόλου, όπως αυτή του σηµείου, είναι ϑεµελιακή και δεν µπορεί να αναχθεί σε απλούστερες έννοιες Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να δει µια αξιωµατική έκθεση της ϑεωρίας των συνόλων ϑα πρέπει να ανατρέξει σε ειδικά συγγράµµατα Τα σύνολα και τα στοιχεία τους συνήθως συµβολίζονται µε γράµµατα Ετσι, αν A είναι ένα σύνολο και a ένα στοιχείο του, τότε εκφράζουµε το γεγονός αυτό µε το συµβολισµό «a A», ο οποίος διαβάζεται «το a ανήκει στο A» Ο συµβολισµός «y A» διαβάζεται «το y δεν ανήκει στο A» και σηµαίνει ότι το y δεν είναι στοιχείο του A Επίσης, αναφέρουµε ότι ένα στοιχείο ενός συνόλου A πολλές ϕορές λέγεται και µέλος του A Ενα σύνολο καθορίζεται από τα στοιχεία του ηλαδή, Ορισµός 111 ύο σύνολα A, B λέγονται ίσα αν και µόνο αν έχουν τα ίδια ακριβώς στοιχεία Για να περιγράψουµε ένα σύνολο γράφουµε τα δύο άγκιστρα { } και στον χώρο µεταξύ αυτών περιγράφουµε τα στοιχεία που ανήκουν στο σύνολο Υπάρχουν τρεις κυρίως τρόποι να περιγραφεί ένα σύνολο (i) Πλήρης αναφορά όλων των στοιχείων του Κάτι τέτοιο µπορεί να γίνει αν το σύνολο έχει λίγα στοιχεία Για παράδειγµα, γράφουµε A = {1, 2, 3} και B = {Αθήνα, Θεσσαλονίκη} 7

8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ (ii) Με αναγραφή αρκετών στοιχείων του συνόλου (όχι απαραίτητα όλων), έτσι ώστε να γίνει σαφής η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τα στοιχεία του συνόλου Εδώ χρησιµοποιούνται και οι τρεις τελείες, τα λεγόµενα αποσιωπητικά Για παράδειγµα, γράφουµε {1, 2, 3,, n}, {1, 2, 3,, n, }, {2, 4, 6,, 2n} και {2, 4, 6,, 2n, }, όπου n είναι ένας ϑετικός ακέραιος (iii) Εστω S ένα σύνολο και P µια ιδιότητα Τότε το {x S το x έχει την ιδιότητα P } παριστά το σύνολο όλων των στοιχείων του S που έχουν την ιδιότητα P Παράδειγµα 112 Στα ακόλουθα σύνολα, τα οποία ϑεωρούµε γνωστά, ϑα αναφερθούµε πολλές ϕορές στη συνέχεια : N = {0, 1, 2, } = το σύνολο των ϕυσικών αριθµών Z = το σύνολο των ακεραίων αριθµών Q = το σύνολο των ϱητών αριθµών R = το σύνολο των πραγµατικών αριθµών C = το σύνολο των µιγαδικών αριθµών Ορισµός 113 Το σύνολο που δεν έχει στοιχεία λέγεται κενό και συµβολίζεται µε Ορισµός 114 Αν A, B είναι δυο σύνολα και κάθε στοιχείο του A είναι στοιχείο του B, τότε το A λέγεται υποσύνολο του B και γράφουµε A B Αν επιπλέον υπάρχει κάποιο στοιχείο του B που δεν ανήκει στο A, τότε το A λέγεται γνήσιο υποσύνολο του B και γράφουµε A B Εύκολα ϐλέπουµε ότι το κενό σύνολο είναι υποσύνολο κάθε συνόλου, ενώ κάθε σύνολο είναι υποσύνολο του εαυτού του Τέλος, δυο σύνολα A και B είναι ίσα αν και µόνο αν A B και B A Παράδειγµα 115 Παρατηρούµε ότι N Z Q R C Παράδειγµα 116 Εχουµε ότι (i) {x Z το x είναι πολλαπλάσιο του 2} είναι το σύνολο των αρτίων ακεραίων αριθµών (ii) {x R 2x 2 4x + 1 = 0} = {1 + 2 2, 1 2 2 } (iii) {x Q x 2 = 3} = Ορισµός 117 Καλούµε ένωση δύο συνόλων A, B το σύνολο που έχει ως στοιχεία του εκείνα τα στοιχεία που ανήκουν στο A ή το B, και το συµβολίζουµε µε A B Ορισµός 118 Καλούµε τοµή δύο συνόλων A, B το σύνολο που έχει ως στοιχεία του εκείνα τα στοιχεία που ανήκουν και στο A και στο B, και το συµβολίζουµε µε A B Από τους ορισµούς έπεται ότι αν A, B είναι δύο σύνολα τότε A A B και B A B Επίσης, αν Γ είναι ένα σύνολο µε A Γ και B Γ τότε A B Γ Αν δεν υπάρχουν στοιχεία που ανήκουν και στο A και στο B, τότε A B = Ας ϑεωρήσουµε σύνολα A 1, A 2,, A ν Τότε, η ένωση των A i, i {1, 2, ν}, είναι το σύνολο µε στοιχεία εκείνα τα στοιχεία που ανήκουν σε ένα τουλάχιστον από τα A i, 1 i ν, και συµβολίζεται µε ν i=1 A i ή µε A 1 A 2 A ν Η τοµή των A i, i {1, 2, ν}, είναι το

11 ΣΥΝΟΛΑ 9 σύνολο µε στοιχεία εκείνα τα στοιχεία που ανήκουν σε όλα τα A i, 1 i ν, και συµβολίζεται µε ν i=1 A i ή µε A 1 A 2 A ν Ανάλογα, αν Λ είναι ένα σύνολο συνόλων, τότε το σύνολο που περιλαµβάνει εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που ανήκουν σε ένα τουλάχιστον από τα µέλη του Λ λέγεται ένωση των συνόλων που ανήκουν στο Λ και συµβολίζεται µε A Λ A Αν Λ, τότε η τοµή των συνόλων που ανήκουν στο Λ είναι το σύνολο που περιλαµβάνει εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που ανήκουν σε όλα τα µέλη του Λ, και συµβολίζεται µε A Λ A Ορισµός 119 Η διαφορά ενός συνόλου Y από ένα σύνολο X είναι το σύνολο που περιλαµ- ϐάνει ακριβώς εκείνα τα στοιχεία του X που δεν ανήκουν στο Y, και συµβολίζεται µε X\Y Αν το Y είναι ένα υποσύνολο του X τότε η διαφορά του Y από το X λέγεται συµπλήρωµα του Y στο X και συµβολίζεται µε Y c Παράδειγµα 1110 Εστω A το σύνολο των αρτίων ακεραίων Τότε Z\A = {x Z x A} είναι το σύνολο των περιττών ακεραίων Ορισµός 1111 Το σύνολο µε στοιχεία τα υποσύνολα ενός συνόλου S λέγεται δυναµοσύνολο του S και συµβολίζεται µε P(S) Παράδειγµα 1112 Εστω S = {1, 2} Τότε P(S) = {, {1, 2}, {1}, {2}} Πρόταση 1113 (Η άλγεβρα των συνόλων) Εστω S ένα σύνολο και A, B, Γ P(S) Τότε ισχύουν τα εξής : A A = A A A = A A B = B A A B = B A (A B) Γ = A (B Γ) (A B) Γ = A (B Γ) A (B Γ) = (A B) (A Γ) A (B Γ) = (A B) (A Γ) A (A B) = A A (A B) = A A = A A S = A A S = S A = A A c = S A A c = (A c ) c = A (A B) c = A c B c (A B) c = A c B c Οι τελευταίες δύο ισότητες λέγονται νόµοι του De Morgan Απόδειξη Η απόδειξη της πρότασης είναι άµεση από τους ορισµούς Ενδεικτικά, επαλη- ϑεύουµε την τελευταία ισότητα Για να δείξουµε ότι (A B) c = A c B c αρκεί να δείξουµε ότι (A B) c A c B c και A c B c (A B) c Πράγµατι, αν x (A B) c τότε x S και x A B και άρα ένα ακριβώς από τα ακόλουθα ισχύει : (i) x A και x B (ii) x A και x B (iii) x A και x B

10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Στην περίπτωση (i) έχουµε ότι x B c, στην περίπτωση (ii) έχουµε ότι x A c και στην περίπτωση (iii) έχουµε ότι x A c B c Άρα, σε κάθε περίπτωση, έχουµε x A c B c είξαµε ότι (A B) c A c B c Εστω τώρα ότι x A c B c Τότε x A c ή x B c, συνεπώς x A ή x B και άρα x A B, δηλαδή x (A B) c ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1 Να επαληθευτούν όλες οι ισότητες της Πρότασης 1113 2 Αν A είναι ένα πεπερασµένο σύνολο τότε µε A συµβολίζουµε το πλήθος των στοιχείων του Να δειχτεί ότι αν A, B είναι πεπερασµένα σύνολα τότε : A B = A + B A B 3 Εστω S ένα σύνολο και A, B P(S) Να δειχτεί ότι A B c = αν και µόνο αν A B 4 Εστω S ένα σύνολο και A, B P(S) µε A c και B c πεπερασµένα σύνολα Να δειχτεί ότι το σύνολο (A B) c είναι επίσης πεπερασµένο 5 Εστω S ένα σύνολο και X, Y P(S) Η συµµετρική διαφορά των συνόλων X και Y ορίζεται ως (X\Y ) (Y \X) και συµβολίζεται µε X +Y Να δειχτεί ότι αν A, B, Γ P(S), τότε (i) A +B = B +A (ii) A +(B +Γ) = (A +B) +Γ (iii) A +A = (iv) A (B +Γ) = (A B) +(A Γ) 6 Εστω S, I µη-κενά σύνολα και έστω ότι για κάθε i I µας δίνεται ένα σύνολο A i µε A i P(S) Η τοµή των συνόλων A i, i I, είναι το σύνολο µε στοιχεία τα στοιχεία που ανήκουν σε όλα τα A i, i I, και συµβολίζεται µε i I A i Η ένωση των συνόλων A i, i I, είναι το σύνολο µε στοιχεία τα στοιχεία που ανήκουν σε ένα τουλάχιστον από τα A i, i I, και συµβολίζεται µε i I A i Να δειχτεί ότι : (i) ( i I A ) c i = i I Ac i (ii) ( i I A ) c i = i I Ac i 12 Καρτεσιανά Γινόµενα Εστω A, B δυο σύνολα Το σύµβολο (α, β) µε α A και β B λέγεται διατεταγµένο εύγος µε πρώτη συντεταγµένη το α και δεύτερη συντεταγµένη το β Αν (α, β) και (α, β ) είναι δύο διατεταγµένα εύγη, τότε (α, β) = (α, β ) αν και µόνο αν α = α και β = β Ορισµός 121 Το καρτεσιανό γινόµενο των συνόλων A και B είναι το σύνολο µε στοιχεία τα διατεταγµένα εύγη (α, β) µε α A και β B, και συµβολίζεται µε A B

12 ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΑ ΓΙΝΟΜΕΝΑ 11 Παράδειγµα 122 Αν A = {1, 2, 3} και B = {1, 4}, τότε A B = {(1, 1), (1, 4), (2, 1), (2, 4), (3, 1), (3, 4)} B A = {(1, 1), (1, 2), (1, 3), (4, 1), (4, 2), (4, 3)} A A = {(1, 1), (1, 2), (1, 3), (2, 1), (2, 2), (2, 3), (3, 1), (3, 2), (3, 3)} B B = {(1, 1), (1, 4), (4, 1), (4, 4)} Η έννοια του καρτεσιανού γινοµένου µπορεί να γενικευθεί για περισσότερα από δύο σύνολα Ετσι, αν A 1, A 2,, A ν είναι σύνολα, τότε το σύµβολο (α 1, α 2,, α ν ) µε α i A i, 1 i ν, λέγεται διατεταγµένη ν-άδα µε i-συντεταγµένη το α i για κάθε i = 1, 2,, ν Αν (α 1, α 2,, α ν ) και (α 1, α 2,, α ν) είναι δύο διατεταγµένες ν-άδες, τότε (α 1, α 2,, α ν ) = (α 1, α 2,, α ν) αν και µόνο αν α i = α i για κάθε i = 1, 2,, ν, δηλαδή αν και µόνο αν η i-συντεταγµένη της ν-άδας (α 1, α 2,, α ν ) ισούται µε την i-συντεταγµένη της ν-άδας (α 1, α 2,, α ν) για κάθε i = 1, 2,, ν Ορισµός 123 Το καρτεσιανό γινόµενο των συνόλων A 1, A 2,, A ν είναι το σύνολο µε σ- τοιχεία τις διατεταγµένες ν-άδες (α 1, α 2,, α ν ), όπου α i A i, 1 i ν, και συµβολίζεται µε A 1 A 2 A ν Στην περίπτωση που A 1 = A 2 = = A ν = A, τότε το καρτεσιανό γινόµενο των A 1, A 2,, A ν συµβολίζεται µε A ν, δηλαδή A 1 A 2 A ν = A ν Ετσι, το σύνολο A ν ορίζεται για κάθε ϑετικό ακέραιο ν Θεωρούµε ότι A 1 = A Για παράδειγµα, το σύνολο R 2 είναι το σύνολο των διατεταγµένων ευγών πραγµατικών αριθµών, το σύνολο R 3 είναι το σύνολο των διατεταγµένων τριάδων πραγµατικών αριθµών και το σύνολο R ν είναι το σύνολο των διατεταγµένων ν-άδων πραγµατικών αριθµών Παρατήρηση εν ϑεωρήσαµε σκόπιµο να δώσουµε έναν αυστηρό ορισµό του καρτεσιανού γινοµένου Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται µπορεί να συµβουλευτεί οποιοδήποτε ϐιβλίο της ϑεωρίας συνόλων ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1 Εστω A = {1, 2, 3} και B = {1, 4} Να ϐρεθεί το (A B) (B A) 2 Εστω A, B, Γ, σύνολα Να δειχτεί ότι (i) A B = αν και µόνο αν A = ή B = (ii) Αν A και B τότε (α) A B = B A αν και µόνο αν A = B (β) A Γ και B αν και µόνο αν A B Γ (iii) (A B) Γ = (A Γ) (B Γ) (iv) (A B) (Γ ) = (A Γ) (B ) (v) (A\B) Γ = (A Γ)\(B Γ)

12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ 3 Εστω A, B δύο σύνολα Να δειχτεί ότι A B = α A B α = β B A β, όπου B α = {α} B και A β = A {β} 4 Εστω I, J, S µη-κενά σύνολα και έστω ότι για κάθε i I µας δίνεται ένα σύνολο A i µε A i P(S) και για κάθε j J ένα σύνολο B j µε B j P(S) Να δειχτεί ότι : ( ( ) A i ) B j = A i B j i I 13 Σχέσεις Ισοδυναµίας j J (i,j) I J Ορισµός 131 Εστω A, B δύο σύνολα Μια διµελής σχέση από το A στο B είναι ένα υποσύνολο R του καρτεσιανού γινοµένου A B Ιδιαίτερα, ένα υποσύνολο R A A λέγεται µια διµελής σχέση στο A Αν (x, y) R, τότε συνήθως γράφουµε xry Παράδειγµα 132 Εστω A ένα σύνολο (i) R = {(x, y) A A x = y} είναι µια διµελής σχέση στο A (ii) R = {(x, Y ) A P(A) x Y } είναι µια διµελής σχέση από το A στο P(A) (iii) R = {(X, Y ) P(A) P(A) X Y } είναι µια διµελής σχέση στο P(A) Ορισµός 133 Εστω A ένα σύνολο και R A A µια διµελής σχέση στο A Τότε (i) Η R λέγεται αυτοπαθής αν (x, x) R για κάθε x A (ii) Η R λέγεται συµµετρική αν έχει την ακόλουθη ιδιότητα : αν (x, y) R, τότε (y, x) R (iii) Η R λέγεται µεταβατική αν έχει την ακόλουθη ιδιότητα : αν (x, y) R και (y, z) R, τότε (x, z) R Μία διµελής σχέση στο A, η οποία είναι αυτοπαθής, συµµετρική και µεταβατική λέγεται σχέση ισοδυναµίας στο A Για τις σχέσεις ισοδυναµίας χρησιµοποιούµε συνήθως το σύµ- ϐολο Ετσι, αν R είναι µια σχέση ισοδυναµίας στο A τότε αντί για xry γράφουµε x y Οι τρεις χαρακτηριστικές ιδιότητες της εκφράζονται ως εξής : Αυτοπαθής : x x για κάθε x A Συµµετρική : Αν x y τότε y x Μεταβατική : Αν x y και y z, τότε x z Παράδειγµα 134 Εστω A ένα σύνολο (i) Η ισότητα στο σύνολο A είναι µια σχέση ισοδυναµίας στο A (ii) Αν A, τότε η σχέση X Y στο σύνολο P(A) δεν είναι σχέση ισοδυναµίας, καθώς δεν είναι συµµετρική

13 ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ 13 Ορισµός 135 Εστω A ένα σύνολο και µια σχέση ισοδυναµίας στο A Αν α A τότε η κλάση ισοδυναµίας του α είναι το σύνολο K α = {x A α x} Παρατηρούµε ότι, λόγω της συµµετρικής ιδιότητας, K α = {x A x α} Το σύνολο {K α α A} των κλάσεων ισοδυναµίας συµβολίζεται µε A/ Παράδειγµα 136 Θεωρούµε το σύνολο X των σηµείων του επιπέδου και σταθεροποιούµε ένα σηµείο O X Ορίζουµε µια σχέση στο X, ως εξής : Αν P, Q X τότε ϑέτουµε P Q αν και µόνο αν τα σηµεία P, Q ισαπέχουν από το O Είναι εύκολο να δειχτεί ότι η σχέση αυτή είναι µια σχέση ισοδυναµίας Η κλάση ισοδυναµίας ενος στοιχείου P X είναι το σύνολο των σηµείων του κύκλου µε κέντρο O, ο οποίος διέρχεται από το P (Αν P = O τότε ο κύκλος αυτός εκφυλίζεται σε ένα σηµείο) Το σύνολο X/ είναι το σύνολο όλων των κύκλων του επιπέδου µε κέντρο O Πρόταση 137 Εστω A ένα σύνολο και µια σχέση ισοδυναµίας στο A Τότε : (i) Αν α, β A τότε K α = K β αν και µόνο αν α β (ii) Αν α, β A τότε K α = K β ή K α K β = (iii) α A K α = A Απόδειξη (i) Αν K α = K β τότε, επειδή β K β, έπεται ότι β K α και άρα α β Εστω τώρα α β Θα δείξουµε ότι K α K β και K β K α Αν x K α τότε x α Αλλά από υπόθεση έχουµε ότι α β και άρα από τη µεταβατική ιδιότητα έπεται ότι x β Ετσι, x K β και άρα δείξαµε ότι K α K β Ανάλογα δείχνουµε ότι K β K α Οι αποδείξεις των (ii) και (iii) αφήνονται ως ασκήσεις στον αναγνώστη Ορισµός 138 Εστω A ένα σύνολο Ενα υποσύνολο S P(A) λέγεται διαµέριση του A αν (i) S, (ii) Γ S Γ = A και (iii) αν X, Y S τότε X = Y ή X Y = Ετσι, µια διαµέριση ενός συνόλου A είναι ένα σύνολο µη-κενών υποσυνόλων του A, τα οποία ανά δύο έχουν τοµή το κενό σύνολο ή συµπίπτουν και η ένωσή τους είναι το A Άπό την Πρόταση 137 έπεται ότι άν είναι µια σχέση ισοδυναµίας σε ένα σύνολο A, τότε το σύνολο A/ των κλάσεων ισοδυναµίας είναι µια διαµέριση του A Στην επόµενη πρόταση ϑα δείξουµε ότι ισχύει και το αντίστροφο Πρόταση 139 Εστω A ένα σύνολο και S µια διαµέριση του A Τότε, υπάρχει µια σχέση ισοδυναµίας στο A, έτσι ώστε οι αντίστοιχες κλάσεις ισοδυναµίας να είναι ακριβώς τα στοιχεία του S (δηλαδή, A/ = S)

14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Απόδειξη Ορίζουµε µια σχέση στο A ως εξής : Για x, y A ϑέτουµε x y αν και µόνο αν υπάρχει Γ S µε x, y Γ Είναι εύκολο να δούµε ότι η σχέση είναι µια σχέση ισοδυναµίας στο A και αν x A µε x Γ, τότε K α = Γ ΑΣΚΗΣΕΙΣ Να εξεταστεί ποιες από τις ακόλουθες σχέσεις είναι σχέσεις ισοδυναµίας 1 Στο σύνολο των ακεραίων Z: Αν α, β Z τότε α β αν ο ακέραιος β α είναι πολλαπλάσιο του 2 2 Στο σύνολο των πραγµατικών αριθµών R: Αν α, β R τότε α β αν ο ο πραγµατικός αριθµός β α είναι ϱητός 3 Στο σύνολο των πραγµατικών αριθµών R: Αν α, β R τότε α β αν αβ 0 4 Στο σύνολο Z Z: Αν (α 1, α 2 ), (β 1, β 2 ) Z Z τότε (α 1, α 2 ) (β 1, β 2 ) αν α 1 β 2 = α 2 β 1 14 Απεικονίσεις Ορισµός 141 Εστω X, Y δύο σύνολα Μια απεικόνιση f από το X στο Y είναι ένας κανόνας που αντιστοιχίζει σε κάθε στοιχείο x του X ακριβώς ένα στοιχείο f(x) του Y Το σύνολο X λέγεται το πεδίο ορισµού της απεικόνισης f και το σύνολο Y το πεδίο τιµών της Για συντοµία, γράφουµε f : X Y Το στοιχείο f(x) του Y λέγεται η εικόνα του x µέσω της απεικόνισης f Τις απεικονίσεις ονοµάζουµε επίσης και συναρτήσεις Ορισµός 142 Εστω f : X Y µια απεικόνιση και A X, B Y Τότε, το σύνολο {f(x) Y x A} λέγεται η εικόνα του A µέσω της f και συµβολίζεται µε f(a) Ιδιαίτερα, το f(x) λέγεται η εικόνα της f Το σύνολο {x X f(x) B} λέγεται η αντίστροφη εικόνα του B µέσω της f και συµβολίζεται µε f 1 (B) Παράδειγµα 143 (i) Η πρόσθεση των πραγµατικών αριθµών είναι µια απεικόνιση πρ : R R R µε (x, y) x + y (ii) Ο πολλαπλασιασµός των πραγµατικών αριθµών είναι µια απεικόνιση πoλ : R R R µε (x, y) xy (iii) Μια απεικόνιση δεν είναι απαραίτητο να ορίζεται µέσω { κάποιου τύπου Ετσι, µπορούµε 1 αν ο x είναι ϱητός να ϑεωρήσουµε την απεικόνιση f : R R µε f(x) = 0 αν ο x είναι άρρητος (iv) Η π 1 : R R R µε (x, y) x είναι µια απεικόνιση

14 ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ 15 { κ αν ν = 2κ (v) Η σ : N Z µε σ(0) = 0 και σ(ν) = κ αν ν = 2κ 1 απεικόνιση για κάθε ν > 0 είναι µια (vi) Η ϱ : N Z µε ν ν είναι µια απεικόνιση Ορισµός 144 ύο απεικονίσεις f : X Y και g : A B λέγονται ίσες αν X = A, Y = B και f(x) = g(x) για κάθε x X Παράδειγµα 145 Οι απεικονίσεις f : Z Z µε f(ν) = g : Z Z µε g(ν) = συν(νπ) είναι ίσες { 1 αν ο ν είναι περιττός 1 αν ο ν είναι άρτιος και Ορισµός 146 Εστω f : X Y µια απεικόνιση (i) Η f λέγεται ένα προς ένα, και γράφουµε 1-1, αν για κάθε x, x X µε x x είναι f(x) f(x ) ή, ισοδύναµα, αν για κάθε x, x X µε f(x) = f(x ) είναι x = x (ii) Η f λέγεται επί αν για κάθε y Y υπάρχει x X µε f(x) = y ή, ισοδύναµα, αν f(x) = Y Παράδειγµα 147 Για τις απεικονίσεις στο Παράδειγµα 143 έχουµε : (i) Η πρ είναι επί, αφού αν r R τότε πρ((r, 0)) = r, αλλά δεν είναι 1-1, αφού πρ((1, 3)) = 4 = πρ((2, 2)) (ii) Η πoλ είναι επί, αφού αν r R τότε πoλ((r, 1)) = r, αλλά δεν είναι 1-1, αφού πολ((3, 4)) = 12 = πoλ((2, 6)) (iii) Η f δεν είναι επί, αφού f(r) = {1, 0} R, ούτε 1-1, αφού f(2) = 1 = f(3) (iv) Η π 1 είναι επί, αφού αν r R τότε π 1 ((r, 2)) = r, αλλά δεν είναι 1-1, αφού π 1 ((1, 2)) = 1 = π 1 ((1, 3)) (v) Εύκολα ϐλέπουµε ότι η σ είναι 1-1 και επί (vi) Η ϱ είναι 1-1, αφού αν ϱ(x) = ϱ(y), τότε x = y και άρα x = y, αλλά δεν είναι επί, αφού ϱ(n) Z Ορισµός 148 Εστω M ένα σύνολο Η απεικόνιση M M που αντιστοιχεί το x στο x για κάθε x X λέγεται η ταυτοτική απεικόνιση του M και συµβολίζεται µε 1 M ή id M Ορισµός 149 Εστω f : X Y και g : Y Z δύο απεικονίσεις απεικόνιση g f : X Z µε (g f)(x) = g(f(x)) για κάθε x X, η οποία λέγεται σύνθεση των f και g Τότε ορίζεται η Παράδειγµα 1410 Εστω f : Z Z και g : Z Z οι συναρτήσεις µε f(ν) = 2ν + 1 και g(ν) = 2ν για κάθε ν Z Τότε, για τις συνθέσεις g f και f g είναι (g f)(ν) = 4ν + 2 και (f g)(ν) = 4ν + 1 Παρατηρούµε ότι f g g f

16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Πρόταση 1411 Αν f : A B είναι µια απεικόνιση, τότε 1 B f = f = f 1 A Απόδειξη Είναι άµεση και αφήνεται ως άσκηση στον αναγνώστη Πρόταση 1412 (Η προσεταιριστική ιδιότητα της σύνθεσης απεικονίσεων) Εστω f : A B, g : B Γ και h : Γ απεικονίσεις Τότε, οι απεικονίσεις h (g f) : A και (h g) f : A είναι ίσες Απόδειξη Εστω φ = h (g f) : A και ψ = (h g) f : A Τότε, για κάθε α A έχουµε φ(α) = (h (g f))(α) = h((g f)(α)) = h(g(f(α))) και ψ(α) = ((h g) f)(α) = (h g)(f(α)) = h(g(f(α))) Άρα φ(α) = ψ(α) για κάθε α A, δηλαδή φ = ψ Πρόταση 1413 Εστω f : X Y και g : Y Z δυο απεικονίσεις (i) Αν οι f και g είναι 1-1, τότε η g f είναι επίσης 1-1 (ii) Αν οι f και g είναι επί, τότε η g f είναι επίσης επί (iii) Αν οι f και g είναι 1-1 και επί τότε η g f είναι επίσης 1-1 και επί Απόδειξη (i) Εστω x 1, x 2 X µε x 1 x 2 Επειδή η f είναι 1-1, έπεται ότι f(x 1 ) f(x 2 ) Τώρα, επειδή η g είναι 1-1, έπεται ότι g(f(x 1 )) g(f(x 2 )) Άρα, η g f είναι 1-1 (ii) Εστω z Z Επειδή η g είναι επί, έπεται ότι z = g(y) για κάποιο y Y Τώρα, επειδή η f είναι επί, έχουµε ότι y = f(x) για κάποιο x X Άρα, έχουµε z = g(y) = g(f(x)) = (g f)(x) είξαµε ότι για κάθε z Z υπάρχει κάποιο x X µε z = (g f)(x) Άρα, η g f είναι επί (iii) Αυτό έπεται άµεσα από τα (i) και (ii) Εστω f : A B και g : B A δυο απεικονίσεις Τότε, ορίζονται οι απεικονίσεις g f : A A και f g : B B Στην περίπτωση που g f = 1 A και f g = 1 B, η g λέγεται µια αντίστροφη της f (και η f µια αντίστροφη της g) Θα εξετάσουµε παρακάτω πότε µια απεικόνιση f έχει αντίστροφη και ϑα δούµε ότι αυτή, αν υπάρχει, είναι µοναδική Πρόταση 1414 Μια απεικόνιση f : A B έχει αντίστροφη αν και µόνο αν είναι 1-1 και επί Απόδειξη Εστω ότι η f έχει µια αντίστροφη g : B A Ετσι, έχουµε g(f(α)) = α για κάθε α A και f(g(β)) = β για κάθε β B Θα δείξουµε ότι η f είναι 1-1 και επί Πράγµατι, έστω α 1, α 2 A µε f(α 1 ) = f(α 2 ) Τότε, έχουµε α 1 = g(f(α 1 )) = g(f(α 2 )) = α 2 και έτσι η f είναι 1-1 Εστω τώρα β B Τότε f(g(β)) = β, δηλαδή το β είναι η εικόνα του στοιχείου g(β) A µέσω της f Άρα, η f είναι επί Ας υποθέσουµε τώρα ότι η f είναι 1-1 και επί Θα δείξουµε ότι υπάρχει απεικόνιση g : B A µε f g = 1 B και g f = 1 A Εστω β B Καθώς η f είναι επί, υπάρχει τουλάχιστον ένα α A µε f(α) = β Αν κάποιο στοιχείο α A είναι τέτοιο ώστε f(α ) = β,

14 ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ 17 τότε f(α) = β = f(α ) Επειδή όµως η f είναι 1-1, έπεται ότι α = α Άρα, αν β B τότε υπάρχει ένα µοναδικό α A µε f(α) = β Συνεπώς, µπορούµε να ορίσουµε µια απεικόνιση g : B A, ώς εξής : Αν β B τότε η εικόνα g(β) του β µέσω της g είναι το µοναδικό στοιχείο α A το οποίο έχει την ιδιότητα f(α) = β ηλαδή, g(β) = α, όπου α το µοναδικό στοιχείο του A µε την ιδιότητα f(α) = β Εύκολα τώρα ϐλέπουµε ότι f(g(β)) = β για κάθε β B και g(f(α)) = α για κάθε α A Άρα, έχουµε f g = 1 B και g f = 1 A Πρόταση 1415 Αν µια απεικόνιση f : A B είναι 1-1 και επί τότε έχει µοναδική αντίστροφη, την οποία συµβολίζουµε µε f 1 Απόδειξη Είδαµε στην Πρόταση 1414 ότι αν µια απεικόνιση f : A B είναι 1-1 και επί τότε έχει αντίστροφη Εστω g 1, g 2 : B A δυο αντίστροφες της f Τότε, έχουµε g 1 f = 1 A = g 2 f και f g 1 = 1 B = f g 2 Ετσι, µε ϐάση τις Προτάσεις 1411 και 1412, συµπεραίνουµε ότι g 1 = 1 A g 1 = (g 2 f) g 1 = g 2 (f g 1 ) = g 2 1 B = g 2 Από τα παραπάνω έπεται ότι αν µια απεικόνιση f : A B είναι 1-1 και επί τότε η αντίστροφη απεικόνιση f 1 : B A είναι επίσης 1-1 και επί, ενώ η αντίστροφη της f 1 είναι η f Παράδειγµα 1416 Από τις απεικονίσεις του Παραδείγµατος 143 µόνο η απεικόνιση σ στο (v) είναι 1-1 και επί και άρα µόνο αυτή έχει αντίστροφη Η σ 1 : Z N 0 ορίζεται ϑέτοντας σ 1 (0) = 0 και { σ 1 2κ αν κ ϑετικός ακέραιος (κ) = 2κ 1 αν κ αρνητικός ακέραιος Πρόταση 1417 Αν οι απεικονίσεις f : A B και g : B Γ έχουν αντίστροφες, τότε η απεικόνιση g f : A Γ έχει επίσης αντίστροφη και µάλιστα ισχύει (g f) 1 = f 1 g 1 Απόδειξη Εχουµε τις σχέσεις f 1 f = 1 A και f f 1 = 1 B, όπως επίσης και τις σχέσεις g 1 g = 1 B και g g 1 = 1 Γ Με ϐάση τις Προτάσεις 1411 και 1412, έχουµε ότι (g f) (f 1 g 1 ) = g (f (f 1 g 1 )) = g ((f f 1 ) g 1 ) = g (1 B g 1 ) = g g 1 = 1 Γ Ανάλογα δείχνουµε ότι (f 1 g 1 ) (g f) = 1 A Ετσι, δείξαµε ότι η g f έχει µια αντίστροφη, την f 1 g 1 Καθώς γνωρίζουµε ότι αν µια απεικόνιση έχει αντίστροφη, τότε αυτή είναι µοναδική, έπεται ότι (g f) 1 = f 1 g 1 Ορισµός 1418 Εστω f : X Y µια απεικόνιση και M ένα υποσύνολο του X Η απεικόνιση M Y µε x f(x) λέγεται περιορισµός της f στο M και συµβολίζεται µε f M Ορισµός 1419 Εστω ρ : A B µία απεικόνιση και Γ ένα σύνολο µε A Γ σ : Γ B είναι µια απεικόνιση τέτοια ώστε ρ = σ A, τότε η σ λέγεται επέκταση της ρ Αν Παράδειγµα 1420 Θεωρούµε την απεικόνιση ρ : N Z µε { ν ν Τότε, οι απεικονίσεις σ 1 : Z Z µε ν ν και σ 2 : Z Z µε σ 2 (ν) = ν αν ο ν είναι ϑετικός ν αν ο ν είναι αρνητικός είναι επεκτάσεις της ρ µε σ 1 σ 2

18 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Ορισµός 1421 Εστω A, B δυο σύνολα Η απεικόνιση π 1 : A B A µε (α, β) α λέγεται προβολή στον πρώτο παράγοντα του καρτεσιανού γινοµένου A B Ανάλογα ορίζεται η προβολή π 2 : A B B στον δεύτερο παράγοντα του A B Παρατήρηση 1422 Ο ορισµός της απεικόνισης που δώσαµε (Ορισµός 141) δεν είναι διατυπωµένος αυστηρά στη γλώσσα των συνόλων Ενας αυστηρός ορισµός είναι ο ακόλουθος : Μια απεικόνιση f είναι µια διατεταγµένη τριάδα (X, Y, R) όπου X, Y είναι σύνολα και R ένα υποσύνολο του καρτεσιανού γινοµένου X Y, το οποίο έχει τις επόµενες δύο ιδιότητες : (i) για κάθε x X υπάρχει y Y ώστε (x, y) R και (ii) αν x X και y, y Y είναι στοιχεία µε (x, y) R και (x, y ) R, τότε y = y Ετσι, µια απεικόνιση f = (X, Y, R) είναι µια διµελής σχέση ειδικής µορφής από το X στο Y ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1 (i) Ποιες από τις ακόλουθες απεικονίσεις είναι 1-1;, ποιες είναι επί ; f 1 : N N, x x 2 f 2 : Z Z, x x 2 f 3 : Z Z, x x 3 f 4 : R R, x x 3 f 5 : N N, x x + 1 (ii) Είναι οι συναρτήσεις f 5 f 1 και f 1 f 5 ίσες ; 2 Εστω π 1 : R R R η προβολή στον πρώτο παράγοντα Αν r 1, r 2 R να δειχτεί ότι υπάρχει µια 1-1 και επί απεικόνιση απο το σύνολο π1 1 (r 1 ) στο π1 1 (r 2 ) 3 Εστω f : A B µια απεικόνιση, X, Y A και Γ, B Να δειχτεί ότι : (i) Αν X Y τότε f(x) f(y ) (ii) Αν Γ τότε f 1 (Γ) f 1 ( ) (iii) X f 1 (f(x)) (iv) f(f 1 (Y )) Y 4 Εστω f : A B µια απεικόνιση, X, Y A και Γ, B Να δειχτεί ότι : (i) f(x Y ) = f(x) f(y ) (ii) f 1 (Γ ) = f 1 (Γ) f 1 ( ) (iii) f(x Y ) f(x) f(y ) (iv) f 1 (Γ ) = f 1 (Γ) f 1 ( ) Να δειχτεί επίσης ότι στο (iii) έχουµε ισότητα για κάθε X, Y P(A) αν και µόνο αν η f είναι 1-1

14 ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ 19 5 Εστω f : X Y µια απεικόνιση Θεωρούµε ένα µη-κενό σύνολο I και υποθέτουµε ότι για κάθε i I µας δίνεται ένα σύνολο A i µε A i P(X) και ένα σύνολο B i µε B i P(Y ) Να δειχτεί ότι : (i) f ( 1 i I B ) i = i I f 1 (B i ) (ii) f ( 1 i I B ) i = i I f 1 (B i ) (iii) f ( i I A ) i = i I f(a i) (iv) Αν η f είναι 1-1 τότε f ( i I A ) i = i I f(a i) 6 Εστω f : A B και ϱ : B Γ δυο απεικονίσεις Να δειχτεί ότι : (i) Αν η ϱ f είναι επί, τότε η ϱ είναι επί (ii) Αν η ϱ f είναι 1-1, τότε η f είναι 1-1 7 Εστω f : A X µια απεικόνιση και B, Γ υποσύνολα του A, τέτοια ώστε οι περιορισ- µοί f B και f Γ είναι 1-1 Μπορούµε να συµπεράνουµε ότι ο περιορισµός f B Γ είναι επίσης 1-1; 8 Εστω f : A B µια απεικόνιση Να δειχτεί ότι : (i) Η f είναι 1-1 αν και µόνο αν f 1 ({β}) = 1 για κάθε β f(a) (ii) Η f είναι επί αν και µόνο αν f 1 ({β}) για κάθε β B 9 Εστω f : X Y µια απεικόνιση Τότε ορίζονται οι απεικονίσεις f : P(X) P(Y ) µε A f(a) και f 1 : P(Y ) P(X) µε B f 1 (B) Να δειχτεί ότι : (i) Αν η f είναι επί τότε f f 1 = 1 P(Y ) (ii) Αν η f είναι 1-1 τότε f 1 f = 1 P(X) 10 (i) Εστω A, B δυο σύνολα και S το σύνολο των απεικονίσεων f : {1, 2} A B µε f(1) A και f(2) B Να δειχτεί ότι υπάρχει µια 1-1 και επί απεικόνιση από το S στο A B (ii) Εστω A ένα σύνολο και ν ένας ϕυσικός αριθµός Αν M είναι το σύνολο όλων των απεικονίσεων f : {1, 2, 3,, ν} A, τότε να δειχτεί ότι υπάρχει µια 1-1 και επί απεικόνιση από το A στο A ν = A } A {{ A } ν ϕορές 11 Μια απεικόνιση f : A B λέγεται σταθερή αν f(α) = f(α ) για κάθε α, α A Να δειχτεί ότι αν f, ϱ : A A είναι σταθερές απεικονίσεις και f ϱ, τότε ϱ f f ϱ 12 Εστω f : X Y µια απεικόνιση Να δειχτεί ότι η f είναι σταθερή αν και µόνο αν για κάθε απεικόνιση g : X X έχουµε f g = f 13 Να ϐρεθεί µια 1-1 και επί απεικόνιση f : N M, όπου M N 14 Εστω f : X Y µια απεικόνιση Να δειχτεί ότι το σύνολο {f 1 ({y}) y f(x)} είναι µια διαµέριση του X

20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ 15 (i) Εστω f : X Y µια 1-1 απεικόνιση Να ορίσετε µια απεικόνιση ϱ : Y X µε ϱ f = 1 X (ii) ώστε παράδειγµα απεικονίσεων σ, τ : A A µε τ σ = 1 A και σ τ 1 A 16 Εστω f, g : X Y δυο απεικονίσεις Να δειχτεί ότι : (i) f = g αν και µόνο αν για κάθε απεικόνιση h : Y {3, 7} ισχύει h f = h g (ii) f = g αν και µόνο αν για κάθε απεικόνιση σ : {3} X ισχύει ότι f σ = g σ 17 Εστω A = A 1 A 2 και R 1, R 2 σχέσεις ισοδυναµίας στα A 1 και A 2 αντίστοιχα Εστω R η σχέση στο A που ορίζεται ϑέτοντας (α 1, α 2 )R(β 1, β 2 ) αν α 1 R 1 β 1 και α 2 R 2 β 2 Να δειχτεί ότι η R είναι σχέση ισοδυναµίας στο A και υπάρχει µια 1-1 και επί αντιστοιχία από το σύνολο A/R στο καρτεσιανό γινόµενο (A 1 /R 1 ) (A 2 /R 2 ) 15 Μαθηµατική Επαγωγή Θα αποδείξουµε την αρχή της επαγωγής χρησιµοποιώντας την ακόλουθη ιδιότητα των ϕυσικών αριθµών Αξίωµα του ελαχίστου ή Αξίωµα καλής διάταξης: Κάθε µη-κενό υποσύνολο M του συνόλου N των ϕυσικών αριθµών περιέχει ένα ελάχιστο στοιχείο ηλαδή, υπάρχει m 0 M τέτοιο ώστε m 0 m για κάθε m M Θεώρηµα 151 (Μαθηµατική επαγωγή ή αρχή της επαγωγής) Εστω ότι σε κάθε ϑετικό ακέραιο αριθµό ν αντιστοιχεί µια πρόταση p(ν) που αφορά το ν, µε τέτοιον τρόπο ώστε : (i) η p(1) αληθεύει και (ii) αν η p(µ) αληθεύει για κάποιο ϕυσικό αριθµό µ, τότε η p(µ + 1) αληθεύει Τότε, η p(ν) αληθεύει για κάθε ϑετικό ακέραιο αριθµό ν Απόδειξη Εστω S το υποσύνολο του N που έχει ως στοιχεία του εκείνους τους ϑετικούς ακέραιους αριθµούς ν, για τους οποίους η πρόταση p(ν) δεν αληθεύει Θα δείξουµε ότι S = Εστω ότι S Τότε, από το αξίωµα ελαχίστου, το S περιέχει ένα ελάχιστο στοιχείο, έστω µ Από την υπόθεση (i), έχουµε ότι µ > 1 Από τον ορισµό του µ, έχουµε ότι µ 1 / S και άρα η πρόταση p(µ 1) αληθεύει Τότε όµως, από την υπόθεση (ii), έπεται ότι και η p(µ) αληθεύει, που είναι άτοπο καθώς µ S Μια άλλη µορφή της µαθηµατικής επαγωγής είναι η ακόλουθη : Θεώρηµα 152 ( εύτερη µορφή της επαγωγής) Εστω ότι σε κάθε ϑετικό ακέραιο αριθµό ν αντιστοιχεί µια πρόταση p(ν) που αφορά το ν, µε τέτοιον τρόπο ώστε : (i) η p(1) αληθεύει και (ii) αν µ N και η p(r) αληθεύει για κάθε r µ, τότε η p(µ + 1) αληθεύει

15 ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΓΩΓΗ 21 Τότε, η p(ν) αληθεύει για κάθε ϑετικό ακέραιο αριθµό ν Απόδειξη Αρκεί να δείξουµε ότι το σύνολο S = {ν N ν 1 και η p(ν) δεν αληθεύει} είναι κενό Αν το S δεν είναι κενό, τότε λόγω του αξιώµατος του ελαχίστου, ϑα περιέχει ένα ελάχιστο στοιχείο, έστω µ Από την υπόθεση (i), έχουµε ότι µ > 1 Από τον ορισµό του µ προκύπτει ότι η πρόταση p(r) αληθεύει για κάθε r µ 1 Από την υπόθεση (ii), έχουµε ότι η p(µ) αληθεύει, που είναι άτοπο Παρατήρηση 153 Η υπόθεση (i) στα προηγούµενα δύο ϑεωρήµατα λέγεται συνήθως «αρχικό ϐήµα της επαγωγής», ενώ η υπόθεση (ii) «επαγωγικό ϐήµα» Επίσης, η υπόθεση «αν η p(ν) αληθεύει» στην (ii) του Θεωρήµατος 151 (αντίστοιχα «αν η p(r) αληθεύει για κάθε r µ» στην (ii) του Θεωρήµατος 152) λέγεται «υπόθεση επαγωγής» Πριν προχωρήσουµε σε παραδείγµατα, είναι χρήσιµο να εξετάσουµε µια ιδιότητα που αφορά την πρόσθεση πραγµατικών αριθµών : Παρατήρηση 154 Γνωρίζουµε ότι αν α, β, γ είναι πραγµατικοί αριθµοί, τότε (α + β) + γ = α+(β +γ) ηλαδή, αν προσθέσουµε το άθροισµα των α και β µε το γ, τότε το αποτέλεσµα είναι το ίδιο µε αυτό που ϐρίσκουµε αν προσθέσουµε το α µε το άθροισµα των β και γ Συνεπώς, δεν έχει σηµασία πώς µπαίνουν οι παρενθέσεις Ετσι, µπορούµε να παραστήσουµε χωρίς κίνδυνο σύγχυσης τον αριθµό (α + β) + γ = α + (β + γ) ως α + β + γ Γενικότερα, αν α 1, α 2,, α ν είναι πραγµατικοί αριθµοί τότε µπορεί να αποδειχτεί µε επαγωγή ως προς ν ότι µε όποιον τρόπο και να προσθέσουµε τα α 1, α 2,, α ν, δηλαδή µε όποιον τρόπο και να ϐάλουµε τις παρενθέσεις, το αποτέλεσµα είναι πάντα το ίδιο και το συµβολίζουµε µε α 1 + α 2 + + α ν ή ν i=1 α i Ετσι, για παράδειγµα, έχουµε (α 1 + α 2 ) + (α 3 + α 4 ) = α 1 + (α 2 + (α 3 + α 4 )) = ((α 1 + α 2 ) + α 3 ) + α 4 = (α 1 + (α 2 + α 3 ) + α 4 ) Εστω B ένα πεπερασµένο υποσύνολο των πραγµατικών αριθµών µε στοιχεία τους αριθµούς β 1, β 2,, β ν Χρησιµοποιώντας την αντιµεταθετική ιδιότητα της πρόσθεσης των πραγµατικών αριθµών (δηλαδή τη σχέση r 1 + r 2 = r 2 + r 1, r 1, r 2 R), µπορεί να αποδειχτεί µε επαγωγή ως προς ν ότι για κάθε 1-1 και επί απεικόνιση φ : {1, 2,, ν} {1, 2,, ν} ισχύει β 1 + β 2 + + β ν = β φ(1) + β φ(2) + + β φ(ν) Αρα, χωρίς κίνδυνο σύγχυσης, µπορούµε να παραστήσουµε το άθροισµα β 1 + β 2 + + β ν µε β B β Παράδειγµα 155 Για κάθε ν N µε ν 1 ισχύει ( ) ν i 2 = 1 2 + 2 2 + 3 2 + + ν 2 = i=1 ν(ν + 1)(2ν + 1) 6 Απόδειξη Η απόδειξη ϑα γίνει µε επαγωγή Η p(ν) είναι η ισότητα ( ) Η p(1) αληθεύει, αφού 1 i=1 = 12 = 1 1 (1 + 1) (2 1 + 1) Υποθέτοντας ότι ισχύει η p(µ), ϑα δείξουµε ότι 6 ισχύει η p(µ + 1) Εστω λοιπόν ότι µ i 2 = 1 2 + 2 2 + 3 2 + + µ 2 = i=1 µ(µ + 1)(2µ + 1) 6

22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Τότε µ+1 i=1 i2 = µ i=1 i2 + (µ + 1) 2 µ(µ + 1)(2µ + 1) + (µ + 1)2 = 1 6 = 1 6 (µ + 1)[µ(2µ + 1) + 6(µ + 1)] = 1(µ + 6 1)(2µ2 + 7µ + 6) = 1 (µ + 1)(µ + 2)(2µ + 3) 6 και άρα ισχύει η p(µ + 1) Συνεπώς, από την αρχή της επαγωγής έπεται ότι η ( ) ισχύει για κάθε ϑετικό ακέραιο αριθµό ν Παράδειγµα 156 Εστω x ένας πραγµατικός αριθµός µε x 1 Τότε, για κάθε ν N µε ν 1 ισχύει ν ( ) x i = 1 + x + x 2 + + x ν = 1 xν+1 1 x i=0 Απόδειξη Η απόδειξη ϑα γίνει µε επαγωγή Η p(ν) είναι η ισότητα ( ) Η p(1) αληθεύει, αφού 1 i=0 xi = 1 + x = 1 x2 1 x Υποθέτοντας ότι ισχύει η p(µ), ϑα δείξουµε ότι ισχύει η p(µ + 1) Εστω λοιπόν ότι Τότε µ i=0 x i = 1 + x + x 2 + + x µ = 1 xµ+1 1 x µ+1 x i = i=0 µ i=0 x i + x µ+1 = 1 xµ+1 1 x + xµ+1 = 1 xµ+1 + x µ+1 (1 x) 1 x = 1 xµ+2 1 x και άρα ισχύει η p(µ + 1) Συνεπώς, από την αρχή της επαγωγής έπεται ότι η ( ) αληθεύει για κάθε ϑετικό ακέραιο αριθµό ν Παρατήρηση 157 Συχνά οι επαγωγικές αποδείξεις δεν αρχίζουν από τον αριθµό 1, αλλά από κάποιον άλλο µεγαλύτερο Ισχύουν τα αντίστοιχα των Θεωρηµάτων 151 και 152 και στην περίπτωση αυτή Για παράδειγµα, αναφέρουµε το παρακάτω : Θεώρηµα 158 ( εύτερη µορφή της επαγωγής µε αρχικό ϐήµα στο κ) Εστω κ ένας ϕυσικός αριθµός και έστω ότι σε κάθε ϕυσικό αριθµό ν µε ν κ αντιστοιχεί µια πρόταση p(ν) που αφορά το ν Εστω επιπλέον ότι (i) Η p(κ) αληθεύει και (ii) Αν µ είναι ένας ϕυσικός αριθµός µε µ κ και η p(r) αληθεύει για κάθε κ r µ, τότε η p(µ + 1) αληθεύει Τότε, η p(ν) αληθεύει για κάθε ϕυσικό αριθµό ν κ Απόδειξη Η απόδειξη αφήνεται ως άσκηση στον αναγνώστη

15 ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΓΩΓΗ 23 Παράδειγµα 159 Ενας ϕυσικός αριθµός p 2 λέγεται πρώτος αν δε µπορεί να γραφτεί ως γινόµενο δύο µικρότερών του ϕυσικών αριθµών Θα δείξουµε ότι κάθε ϕυσικός αριθµός ν 2 µπορεί να γραφτεί ως γινόµενο (ενός ή περισσοτέρων) πρώτων αριθµών Η απόδειξη ϑα γίνει µε επαγωγή Θα χρησιµοποιήσουµε το Θεώρηµα 158 Για ν = 2 ο ισχυρισµός ισχύει, αφού ο 2 είναι πρώτος Εστω ότι ο ισχυρισµός ισχύει για όλους τους ϕυσικούς r µε 2 r µ Θα δείξουµε ότι ο ισχυρισµός ισχύει για τον µ + 1 Αν ο µ + 1 είναι πρώτος, τότε έχουµε τελειώσει Αν ο µ + 1 δεν είναι πρώτος, τότε µ + 1 = µ 1 µ 2 µε µ 1 < µ + 1 και µ 2 < µ + 1 Αλλά τότε, από την υπόθεση της επαγωγής, οι αριθµοί µ 1 και µ 2 είναι πρώτοι ή γινόµενα πρώτων Συνεπώς, το γινόµενό τους, δηλαδή ο αριθµός µ + 1, είναι επίσης γινόµενο πρώτων Το αποτέλεσµα τώρα έπεται από το Θεώρηµα 158 ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1 Να δειχτεί ότι (i) Ο ϕυσικός αριθµός 8 ν+1 + 9 2ν 1 είναι ένα πολλαπλάσιο του 73 για κάθε ν N (ii) ν i=1 ( 1)i i 2 = 1 2 ( 1)ν ν(ν + 1) για κάθε ν N (iii) 2ν 2 ν για κάθε ν N (iv) ν i=1 i! < (ν + 1)! για κάθε ν N 2 Εστω A ένα πεπερασµένο σύνολο µε ν στοιχεία Να δειχτεί ότι το πλήθος των στοιχείων του P(A) είναι 2 ν 3 Εστω κ ένας ϕυσικός αριθµός και M {1, 2,, κ}, τέτοιο ώστε : (i) 1 M και (ii) αν λ {1, 2,, κ 1} και λ M, τότε λ + 1 M Να δειχτεί ότι M = {1, 2,, κ} 4 (i) Εστω A, B δυο πεπερασµένα υποσύνολα των πραγµατικών αριθµών µε A B = Να δειχτεί ότι x A B x = α A α + β B β (ii) Εστω A 1, A 2,, A ν πεπερασµένα υποσύνολα των πραγµατικών αριθµών µε A i A j = για κάθε i j Να δειχτεί ότι x ν i=1 A x = i x A 1 x + x A 2 x + + x A ν x Το άθροισµα x A 1 x + x A 2 x + + x A ν x το συµβολίζουµε µε ν ( i=1 x A i x ) 5 Εστω A, B δυο πεπερασµένα σύνολα και f : A B R µια απεικόνιση Αν A = {α 1, α 2,, α ν } και B = {β 1, β 2,, β µ }, να δειχτεί ότι (i) x A B f(x) = β B f(α 1, β) + β B f(α 2, β) + + β B f(α ν, β) (ii) x A B f(x) = α A f(α, β 1) + α A f(α, β 2) + + α A f(α, β µ)

24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Το δεύτερο µέλος της (i) το γράφουµε και ως ( ) α A β B f(α, β), ενώ το δεύτερο µέλος της (ii) το γράφουµε και ως ( β B α A f(α, β)) Ετσι, από τις (i) και (ii), έπεται ότι f(x) = ( ) f(α, β) = ( ) f(α, β) x A B α A β B β B α A

Κεφάλαιο 2 Πίνακες 21 Ορισµοί και Παραδείγµατα Στο κεφάλαιο αυτό ϑα ορίσουµε την έννοια του πίνακα και ϑα µελετήσουµε ορισµένες ϐασικές τεχνικές του λογισµού των πινάκων Στο επόµενο κεφάλαιο ϑα εφαρµόσουµε τη ϑεωρία των πινάκων για την επίλυση ενός συστήµατος γραµµικών εξισώσεων Ξεκινάµε µε µια αναφορά σε ορισµένα ϐασικά σύµβολα Ορισµός 211 Θα συµβολίζουµε µε F το σύνολο R των πραγµατικών αριθµών ή το σύνολο C των µιγαδικών αριθµών Ορισµός 212 Για κάθε ϑετικό ακέραιο αριθµό ν ϑα συµβολίζουµε µε F ν το καρτεσιανό γινόµενο ν αντιτύπων του F Ετσι, τα στοιχεία του F ν είναι οι διατεταγµένες ν-άδες (α 1, α 2,, α ν ), όπου α 1, α 2,, α ν F Μια διατεταγµένη ν-άδα (α 1, α 2,, α ν ) F ν είναι ουσιαστικά η παράθεση ν στοιχείων του F σε µια σειρά Πολλές ϕορές είναι χρήσιµο να παραθέτουµε στοιχεία του F όχι σε µια σειρά, αλλά σε περισσότερες Ετσι, οδηγούµαστε στον επόµενο ορισµό Ορισµός 213 Εστω ν, µ δύο ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί Ενας πίνακας A µε ν γραµµές και µ στήλες επί του F (ή, απλούστερα, ένας ν µ πίνακας επί του F) είναι µια παράθεση στοιχείων του F σε µια διάταξη σχήµατος ορθογωνίου παραλληλογράµµου, η οποία τοποθετείται µέσα σε δύο µεγάλες παρενθέσεις a 11 a 12 a 1µ a 21 a 22 a 2µ A = a ν1 a ν2 a νµ Εδώ, το στοιχείο a ij F ϐρίσκεται στην ϑέση που καθορίζει η i-γραµµή και η j-στήλη του πίνακα, για κάθε εύγος δεικτών (i, j) µε 1 i ν και 1 j µ Θα συµβολίζουµε έναν πίνακα A όπως παραπάνω µε (a ij ) ν µ ή, στην περίπτωση που οι διαστάσεις ν και µ εννοούνται, µε (a ij ) ύο ν µ πίνακες A = (a ij ) και B = (b ij ) επί του F καλούνται ίσοι αν a ij = b ij για κάθε εύγος δεικτών (i, j) µε 1 i ν και 1 j µ Θα συµβολίζουµε µε F ν µ το σύνολο των ν µ πινάκων επί του F 25

26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΠΙΝΑΚΕΣ Παράδειγµα 214 Ο 3 3 πίνακας A = a ij = 3 i j Παράδειγµα 215 Ο 3 4 πίνακας B = 1 3 9 3 1 3 9 3 1 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 όπου b ij = 4i + j 4 για κάθε εύγος (i, j) µε 1 i 3 και 1 j 4 Παράδειγµα 216 Ο 2 3 πίνακας C = c ij = i 2 + ij ( 2 3 4 4 6 8 γράφεται και ως A = (aij ) 3 3, όπου ) γράφεται και ως B = (bij ), γράφεται και ως C = (c ij ), όπου Ορισµός 217 Εστω ν ένας ϑετικός ακέραιος αριθµός τετραγωνικός πίνακας διάστασης ν Ενας πίνακας A F ν ν λέγεται Αν A = (a ij ) F ν ν είναι ένας τετραγωνικός πίνακας, τότε τα στοιχεία a ii, i = 1, 2,, ν, ονοµάζονται διαγώνια στοιχεία του πίνακα Ενας τετραγωνικός πίνακας A = (a ij ) λέγεται διαγώνιος άν a ij = 0 για κάθε i j Στην περίπτωση αυτή, γράφουµε A = D(a 11, a 22,, a νν ) Ενας τετραγωνικός πίνακας A = (a ij ) λέγεται άνω τριγωνικός άν a ij = 0 για κάθε i > j και κάτω τριγωνικός άν a ij = 0 για κάθε i < j Παράδειγµα 218 Ο πίνακας A = πίνακας B = κάτω τριγωνικός 1 2 3 0 4 5 0 0 6 1 0 0 0 4 0 0 0 6 είναι διαγώνιος και A = D(1, 4, 6), ο είναι άνω τριγωνικός, ενώ ο πίνακας C = 1 0 0 2 3 0 4 0 5 είναι Ορισµός 219 Εστω ν, µ δύο ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί Ενας ν 1 πίνακας επί του F λέγεται πίνακας-στήλη, ενώ ένας 1 µ πίνακας επί του F λέγεται πίνακας-γραµµή Ετσι, ένας πίνακας-στήλη A F ν 1 είναι µια παράθεση ν στοιχείων του F σε µια στήλη, ενώ ένας πίνακας-γραµµή B F 1 µ είναι µια παράθεση µ στοιχείων του F σε µια γραµµή : A = a 1 a 2 a ν και B = ( ) b 1 b 2 b µ Είναι ϕανερό από τους παραπάνω ορισµούς ότι τα σύνολα F 1 µ και F µ είναι ίσα

21 ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ 27 Ορισµός 2110 Εστω ν, µ δύο ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί και A = (a ij ) ένας ν µ πίνακας µε στοιχεία από το F Ο πίνακας-γραµµή r i = ( a i1 a i2 a iµ ) λέγεται i-γραµµή του πίνακα A για κάθε i {1, 2,, ν} Ο πίνακας-στήλη a 1j a 2j c j = a νj λέγεται j-στήλη του πίνακα A για κάθε j {1, 2,, µ} Ετσι, ένας ν µ πίνακας A επί του F προκύπτει παραθέτοντας τις µ στήλες του c 1, c 2,, c µ σε µια σειρά ή, ισοδύναµα, τις ν γραµµές του r 1, r 2,, r ν σε µια στήλη : r 1 A = ( ) r 2 c 1 c 2 c µ = Παράδειγµα 2111 ϑεωρούµε τον πίνακα 1 2 3 4 A = 5 6 7 8 F 3 4 9 10 11 12 Τότε, η δεύτερη γραµµή και η τρίτη στήλη του A είναι αντίστοιχα r 2 = ( 5 6 7 8 ) 3 και c 3 = 7 11 Ορισµός 2112 Εστω ν, µ δύο ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί και A = (a ij ) ένας ν µ πίνακας µε στοιχεία από το F Τότε, ο µ ν πίνακας A t = (b ij ) που ορίζεται ϑέτοντας b ij = a ji για κάθε εύγος (i, j) µε 1 i µ και 1 j ν, λέγεται ανάστροφος του A Ετσι, ο ανάστροφος ενός πίνακα-γραµµή είναι ένας πίνακας-στήλη και αντίστροφα Γενικά, ο ανάστροφος A t ενός ν µ πίνακα A είναι ο µ ν πίνακας που προκύπτει γράφοντας την πρώτη γραµµή του A ως πρώτη στήλη του A t, τη δεύτερη γραµµή του A ως δεύτερη στήλη του A t, κοκ Αν λοιπόν r 1, r 2,, r ν και c 1, c 2,, c µ είναι οι γραµµές και οι στήλες του A αντίστοιχα, τότε c t A t = ( 1 ) r1 t r2 t rν t c t 2 = Βλέπουµε λοιπόν ότι οι γραµµές του A t είναι οι ανάστροφοι c t 1, c t 2,, c t µ των στηλών του A, ενώ οι στήλες του A t είναι οι ανάστροφοι r1, t r2, t, rν t των γραµµών του A r ν c t µ

28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΠΙΝΑΚΕΣ Παράδειγµα 2113 Ο ανάστροφος του πίνακα A = ( 1 5 9 13 A t = 3 7 11 15 ) F 2 4 1 3 5 7 9 11 13 15 F4 2 είναι ο πίνακας Ορισµός 2114 Εστω ν ένας ϑετικός ακέραιος αριθµός και A = (a ij ) ένας τετραγωνικός ν ν πίνακας µε στοιχεία από το F Ο πίνακας A λέγεται συµµετρικός αν A = A t Παράδειγµα 2115 Ο πίνακας A = ( 1 11 0 2 ) δεν είναι συµµετρικός 0 1 4 1 2 5 4 5 10 είναι συµµετρικός, ενώ ο πίνακας B = ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1 Εστω A ένας ν µ πίνακας µε στοιχεία από το F Να δειχτεί ότι A = (A t ) t 2 Εστω A ένας τετραγωνικός πίνακας επί του F Να δειχτεί ότι : (i) Αν ο A είναι διαγώνιος, τότε ο A είναι συµµετρικός (ii) Ο A είναι άνω τριγωνικός αν και µόνο αν ο ανάστροφός του A t είναι κάτω τριγωνικός 3 Να εξετάσετε αν οι παρακάτω πίνακες είναι συµµετρικοί : (i) A = (a ij ) F ν ν µε a ij = i + j + ij (ii) B = (b ij ) F ν ν µε b ij = i + j ij (iii) C = (c ij ) F ν ν µε c ij = i j + ij 22 Αθροισµα και Βαθµωτός Πολλαπλασιασµός Θα δούµε στην παράγραφο αυτή ότι στο σύνολο F ν µ των ν µ πινάκων µε στοιχεία από το F µπορούν να οριστούν πράξεις, οι οποίες οδηγούν στην ανάπτυξη ενός λογισµού που είναι ανάλογος µε τον αριθµητικό λογισµό των στοιχείων του F (δηλαδή, των πραγµατικών ή µιγαδικών αριθµών) Ορισµός 221 Εστω ν, µ δύο ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί Αν A = (a ij ) και B = (b ij ) είναι δύο ν µ πίνακες επί του F, τότε ο πίνακας A + B = (a ij + b ij ) F ν µ λέγεται άθροισµα των A και B Αν A = (a ij ) είναι ένας ν µ πίνακας επί του F και κ F, τότε ο πίνακας κa = (κa ij ) F ν µ λέγεται ϐαθµωτό γινόµενο του κ µε τον A

22 ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΚΑΙ ΒΑΘΜΩΤΟΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ 29 Ετσι, αν A = a 11 a 12 a 1µ a 21 a 22 a 2µ a ν1 a ν2 a νµ και B = b 11 b 12 b 1µ b 21 b 22 b 2µ b ν1 b ν2 b νµ, τότε A + B = a 11 + b 11 a 12 + b 12 a 1µ + b 1µ a 21 + b 21 a 22 + b 22 a 2µ + b 2µ a ν1 + b ν1 a ν2 + b ν2 a νµ + b νµ και κa = κa 11 κa 12 κa 1µ κa 21 κa 22 κa 2µ κa ν1 κa ν2 κa νµ για κάθε κ F Ορισµός 222 Εστω ν, µ δύο ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί Ο ν µ πίνακας του οποίου όλα τα στοιχεία είναι ίσα µε 0 F λέγεται µηδενικός πίνακας και συµβολίζεται µε O ν µ ή, όταν οι διαστάσεις ν και µ εννοούνται, µε O Αν A = (a ij ) είναι ένας ν µ πίνακας επί του F, τότε ο πίνακας A = ( a ij ) F ν µ λέγεται αντίθετος του A τότε Ετσι, αν A = A = a 11 a 12 a 1µ a 21 a 22 a 2µ a ν1 a ν2 a νµ, a 11 a 12 a 1µ a 21 a 22 a 2µ a ν1 a ν2 a νµ Ας δούµε τώρα µερικές ϐασικές ιδιότητες των πράξεων που ορίστηκαν παραπάνω Θεώρηµα 223 Εστω ν, µ δύο ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί Τότε, για κάθε A, B, C F ν µ και κ, λ F ισχύουν τα εξής : 1 A + (B + C) = (A + B) + C (προσεταιριστική ιδιότητα της πρόσθεσης) 2 A + O ν µ = A (ύπαρξη µηδενικού στοιχείου) 3 A + ( A) = O ν µ (ύπαρξη αντίθετου στοιχείου) 4 A + B = B + A (µεταθετική ιδιότητα της πρόσθεσης) 5 1A = A

30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΠΙΝΑΚΕΣ 6 (κλ)a = κ(λa) 7 (κ + λ)a = κa + λa (επιµεριστική ιδιότητα) 8 κ(a + B) = κa + κb (επιµεριστική ιδιότητα) Απόδειξη Ολες οι παραπάνω ιδιότητες αποδεικνύονται µε ϐάση αντίστοιχες ιδιότητες της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασµού στοιχείων του F Ενδεικτικά, ϑα δείξουµε τις ιδιότητες 1 και 8, αφήνοντας την απόδειξη των υπολοίπων ως άσκηση στον αναγνώστη 1 Εστω λοιπόν ότι A = (a ij ), B = (b ij ) και C = (c ij ) Για να δείξουµε ότι οι πίνακες (A + B) + C και A + (B + C) είναι ίσοι, ϑα πρέπει να δείξουµε ότι τα στοιχεία του F που ϐρίσκονται στην (i, j)-ϑέση των δύο αυτών πινάκων είναι ίσα για κάθε εύγος δεικτών (i, j) µε 1 i ν και 1 j µ Σταθεροποιούµε ένα τέτοιο εύγος δεικτών και παρατηρούµε ότι το στοιχείο που ϐρίσκεται στην (i, j)-ϑέση του πίνακα A + B είναι το a ij + b ij Συνεπώς, το στοιχείο που ϐρίσκεται στην (i, j)-ϑέση του πίνακα (A+B)+C είναι το (a ij +b ij )+c ij Με τον ίδιο τρόπο, ϐλέπουµε ότι το στοιχείο που ϐρίσκεται στην (i, j)-ϑέση του πίνακα A + (B + C) είναι το a ij +(b ij +c ij ) Καθώς όµως (a ij +b ij )+c ij = a ij +(b ij +c ij ) F, έπεται το ητούµενο 8 Εστω ότι A = (a ij ) και B = (b ij ) Σταθεροποιούµε ένα εύγος δεικτών (i, j) µε 1 i ν και 1 j µ Τότε, το στοιχείο που ϐρίσκεται στην (i, j)-ϑέση του πίνακα A + B είναι το a ij + b ij και άρα το στοιχείο που ϐρίσκεται στην (i, j)-ϑέση του πίνακα κ(a + B) είναι το κ(a ij + b ij ) Ανάλογα, ϐλέπουµε ότι το στοιχείο που ϐρίσκεται στην (i, j)-ϑέση του πίνακα κa + κb είναι το κa ij + κb ij Οµως κ(a ij + b ij ) = κa ij + κb ij F και άρα συµπεραίνουµε ότι κ(a + B) = κa + κb Ως λογική συνέπεια των ιδιοτήτων του προηγούµενου ϑεωρήµατος, µπορούµε να δείξουµε και ορισµένες άλλες ιδιότητες των πράξεων που ορίστηκαν στο σύνολο των πινάκων Πρόταση 224 Εστω ν, µ δύο ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί, A, B δύο ν µ πίνακες επί του F και κ F Τότε : 1 Ο πίνακας A είναι ο µοναδικός µε την ιδιότητα A + ( A) = O F ν µ (µοναδικότητα του αντιθέτου) 2 ( A) = A 3 (A + B) = ( A) + ( B) 4 0A = O F ν µ 5 κo = O F ν µ 6 ( κ)a = κa = κ( A) Απόδειξη 1 Εστω ότι ο πίνακας B F ν µ είναι τέτοιος ώστε A + B = O Τότε, χρησιµοποιώντας την προσεταιριστική ιδιότητα της πρόσθεσης, συµπεραίνουµε ότι B = O + B = (( A) + A) + B = ( A) + (A + B) = ( A) + O = A

22 ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΚΑΙ ΒΑΘΜΩΤΟΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ 31 2 Με ϐάση το 1, η σχέση A + ( A) = O δείχνει ότι ο A είναι ο αντίθετος του πίνακα A, δηλαδή ότι A = ( A) 3 Αρχικά παρατηρούµε ότι Ετσι, µε ϐάση το 1, η σχέση (A + B) + ( B) = A + (B + ( B)) = A + O = A (A + B) + (( B) + ( A)) = ((A + B) + ( B)) + ( A) = A + ( A) = O δείχνει ότι ο πίνακας ( A) + ( B) = ( B) + ( A) είναι ο αντίθετος του A + B, δηλαδή ότι ( A) + ( B) = (A + B) 4 Χρησιµοποιώντας την επιµεριστική ιδιότητα, έπεται ότι 0A = (0 + 0)A = 0A + 0A και άρα 0A = O + 0A = (( 0A) + 0A) + 0A = ( 0A) + (0A + 0A) = ( 0A) + 0A = O 5 Εδώ έχουµε κo = κ(o + O) = κo + κo και άρα κo = O + κo = (( κo) + κo) + κo = ( κo) + (κo + κo) = ( κo) + κo = O 6 Με ϐάση το 4, έχουµε ( κ)a + κa = ( κ + κ)a = 0A = O και άρα ο πίνακας ( κ)a είναι ο αντίθετος του κa, δηλαδή ( κ)a = κa Χρησιµοποιώντας τώρα το 5, έπεται ότι κ( A) + κa = κ(( A) + A) = κo = O και άρα ο πίνακας κ( A) είναι ο αντίθετος του κa, δηλαδή κ( A) = κa Οπως συµβαίνει και µε την αριθµητική των στοιχείων του F, έτσι και στην περίπτωση των πινάκων µπορούµε να ορίσουµε την πράξη της αφαίρεσης Αν A, B F ν µ, τότε ορίζουµε A B = A + ( B) Ετσι, αν A = (a ij ) και B = (b ij ), τότε B = ( b ij ) και άρα A B = A + ( B) = (a ij + ( b ij )) = (a ij b ij ) Είναι ϕανερό ότι ο αντίθετος πίνακας του A B είναι ο B A = (b ij a ij ), δηλαδή έχουµε (A B) = B A = B + ( A) = ( A) + B Σε σχέση µε το ϐαθµωτό πολλαπλασιασµό, η αφαίρεση ικανοποιεί ιδιότητες ανάλογες µε αυτές που ικανοποιεί η πρόσθεση, οι οποίες γενικεύουν τις αντίστοιχες ιδιότητες της αφαίρεσης και του πολλαπλασιασµού στο F (πρβλ την Άσκηση 2 στο τέλος αυτής της παραγράφου) Παράδειγµα 225 Θεωρούµε τους 3 2 πίνακες 1 2 2 3 A = 3 5, B = 5 4 4 1 1 1 και C = 6 3 8 4 9 1 Τότε, υπολογίζουµε A + 2B 3C = 1 2 3 5 4 1 + 4 6 10 8 2 2 18 9 24 12 27 3 = 21 17 37 9 21 0

32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΠΙΝΑΚΕΣ Παράδειγµα 226 Ας ϑεωρήσουµε δύο ν µ πίνακες A, B επί του F Τότε για τον πίνακα C = 2(3A 4B) + (A + 5B) 2(2A 9B) είναι C = (6A 8B) + (A + 5B) (4A 18B) = 6A 8B + A + 5B 4A + 18B = 6A + A 4A 8B + 5B + 18B = (6 + 1 4)A + ( 8 + 5 + 18)B = 3A + 15B Εχουµε δει ότι ένας τετραγωνικός πίνακας A επί του F λέγεται συµµετρικός αν είναι ίσος µε τον ανάστροφό του A t Με άλλα λόγια, ο τετραγωνικός πίνακας A = (a ij ) είναι συµµετρικός αν ισχύει a ij = a ji για κάθε εύγος δεικτών (i, j) Ορισµός 227 Ενας τετραγωνικός πίνακας A επί του F λέγεται αντισυµµετρικός αν A t = A Ετσι, ένας τετραγωνικός πίνακας A = (a ij ) είναι αντισυµµετρικός αν ισχύει a ji = a ij για κάθε εύγος δεικτών (i, j) 0 2 3 Παράδειγµα 228 Ο πίνακας A = 2 0 6 είναι αντισυµµετρικός, ενώ ο πίνακας 3 6 0 2 3 0 B = 0 6 2 δεν είναι αντισυµµετρικός 3 6 0 Παράδειγµα 229 Θεωρούµε έναν τετραγωνικό πίνακα A = (a ij ) επί του F καθώς και τους πίνακες B = 1 2 (A + At ) και C = 1 2 (A At ) Για τους πίνακες B = (b ij ) και C = (c ij ) ισχύει b ij = 1 2 (a ij + a ji ) και c ij = 1 2 (a ij a ji ) Από τις τελευταίες σχέσεις έπεται εύκολα ότι ο πίνακας B είναι συµµετρικός και ο C αντισυµµετρικός Καθώς είναι εύκολο να δούµε ότι A = B + C, συµπεραίνουµε ότι κάθε τετραγωνικός πίνακας είναι το άθροισµα ενός συµµετρικού και ενός αντισυµµετρικού πίνακα ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1 Να αποδείξετε τις ιδιότητες της πρότασης 224, χρησιµοποιώντας τις αντίστοιχες ιδιότητες των στοιχείων του F, όπως στην απόδειξη του ϑεωρήµατος 223 2 Να δείξετε ότι αν A, B, C είναι ν µ πίνακες επί του F και κ, λ F, τότε ισχύουν οι επόµενες σχέσεις : (i) A (B C) = (A B) + C

23 ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΠΙΝΑΚΩΝ 33 (ii) κ(a B) = κa κb (iii) (κ λ)a = κa λa 3 Να δειχτεί ότι για κάθε A, B, C F ν µ ισχύει ότι 2(A B + 3C) + 3(2A + 6B 6C) 4(2A + 4B 3C) = O 4 Εστω A, B, C τρεις τετραγωνικοί πίνακες της ίδιας διάστασης, τέτοιοι ώστε A = B + C Αν ο B είναι συµµετρικός και ο C αντισυµµετρικός, να δειχτεί ότι B = 1(A + 2 A t ) και C = 1(A 2 At ) ( Ετσι, η ανάλυση ενός τετραγωνικού πίνακα σε άθροισµα ενός συµµετρικού και ενός αντισυµµετρικού πίνακα που περιγράφεται στο παράδειγµα 229 είναι µοναδική) 5 Να δειχτεί ότι τα διαγώνια στοιχεία ενός αντισυµµετρικού (τετραγωνικού) πίνακα είναι ίσα µε 0 6 Εστω A, B δύο τετραγωνικοί πίνακες επί του F και κ F Να δειχτεί ότι : (i) Αν οι A, B είναι συµµετρικοί, τότε οι πίνακες A + B, κa είναι επίσης συµµετρικοί (ii) Αν οι A, B είναι αντισυµµετρικοί, τότε οι πίνακες A + B, κa είναι επίσης αντισυµ- µετρικοί (iii) Αν οι A, B είναι άνω τριγωνικοί, τότε οι πίνακες A + B, κa είναι επίσης άνω τριγωνικοί (iv) Αν οι A, B είναι κάτω τριγωνικοί, τότε οι πίνακες A + B, κa είναι επίσης κάτω τριγωνικοί 23 Γινόµενο Πινάκων Ορίσαµε στην προηγούµενη παράγραφο το γινόµενο ενός στοιχείου του F µε έναν ν µ πίνακα επί του F, που έχει ως αποτέλεσµα έναν άλλο ν µ πίνακα Στην παράγραφο αυτή ϑα δούµε ένα διαφορετικό τρόπο µε τον οποίο µπορούµε να πολλαπλασιάσουµε δύο πίνακες (κατάλληλων διαστάσεων) και ϑα µελετήσουµε ορισµένες ιδιότητες του γινοµένου αυτού Ορισµός 231 Εστω ν, µ, σ τρεις ϑετικοί ακέραιοι αριθµοί, A = (a ij ) ν σ ένας ν σ πίνακας και B = (b ij ) σ µ ένας σ µ πίνακας Τότε, ο ν µ πίνακας C = (c ij ) ν µ, που είναι τέτοιος ώστε σ c ij = a is b sj = a i1 b 1j + a i2 b 2j + + a iσ b σj s=1 για κάθε εύγος δεικτών (i, j) µε 1 i ν και 1 j µ, ονοµάζεται γινόµενο των A και B και συµβολίζεται µε A B ή, απλόυστερα, µε AB Βλέπουµε λοιπόν ότι το γινόµενο AB δύο πινάκων A και B ορίζεται µόνον όταν το πλήθος των στηλών του A είναι ίσο µε το πλήθος των γραµµών του B Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, το πλήθος των γραµµών του AB είναι ίσο µε το πλήθος των γραµµών του A, ενώ το πλήθος των στηλών του AB είναι ίσο µε το πλήθος των στηλών του B