A Αδιφνές Opaque Το γυλί, κι κάθε υλικό, που δεν είνι διπερτό πό το φως. Η διφάνει επιτυγχάνετι με την προσθήκη διφνοποιητών. Το γυλί που επιτρέπει τη δίοδο του φωτός ορίζετι ως ημιδιφνές ή διυγές ή διφώτιστο, ενώ υτό που επιτρέπει κι την ορτότητ μέσ πό υτό ως διφνές. Αδιφνοποιη τής Opacifier Το συσττικό που προστίθετι στο φορτίο κι κθιστά το γυλί διφνές δι του σχημτισμού μικροκρυστάλλων μετά την νόπτηση. Συνηθέστεροι διφνοποιητές είνι ο ντιμονικός μόλυβδος κι το ντιμονικό σβέστιο. Αδράχτι Βλ. Ανδευτήρς Spindle Αιγυπτικό κυνό / Αιγυ πτικό μπλε Egyptian blue Το μερικώς κρυστλλικό προϊόν σύντηξης πυριτίου, σβέστου κι οξειδίου του χλκού. Έχει χρκτηριστικό κυνό χρώμ κι χρησιμοποιείτι είτε γι τη μορφοποίηση ντικειμένων είτε ως χρωστική. Συχνά συγχέετι με τη φγεντινή ή το μμόνιτρο. Αλάβστρο Alabastron Αρωμτοδόχο γγείο κτσκευσμένο με την τεχνική του πυρήν. Έχει δισκόμορφο χείλος, κυλινδρικό λιμό κι σώμ επίμηκες κυλινδρικό ή με μείωση προς τ πάνω. Στο ύψος του ώμου φέρει δύο δκτυλιόσχημες λβές με κάτω πολήξεις ή δύο ωτί. Συνήθως κοσμείτι με τεθλσμένες, πτίλωμ ή περιστροφές ινών. Απντά στη Μεσοποτμί πό τον 8 ο ι. π.χ. κι στην ντολική Μεσόγειο πό τον 7 ο ι. π.χ. ως τον 1 ο ι. μ.χ. Σπνιόττ είνι τ χυτά λάβστρ πό άχρωμο διφνές γυλί. Απντούν πό τον 8 ο ι. π.χ. ως τους ελληνιστικούς χρόνους. Σπάνι είνι επίσης τ διάχρυσ τινιωτά λάβστρ του 1 ου ι. π.χ. Αρχί κι Μεσιωνική Υλουργί - Ορολογί, τεχνολογί κι τυπολογί 19
Αλάβστρο τρκτό σχημο Ala bastron, fusiform Αλάβστρο με σώμ τρκτόσχημο. Αλάβστρο χμηλό Ala bastron, squat Αλάβστρο με σώμ χμηλό κι πλτύ. Αλλοίωση / Διάβρωση Corrosion / Weathering Βλ. Διάβρωση 20 Δέσποιν Ιγντιάδου - Ανστάσιος Αντωνάρς
Αλλοίωση χρώμτος Discoloration Η λλγή σθένους των χρωμτιστών του γυλιού (μετλλικών οξειδίων) με συνέπει την λλγή χρώμτος του γυάλινου ντικειμένου. Αποτελεί είδος διάβρωσης. Άμβυξ Alembic Άνω τμήμ συσκευής πόστξης. Αποτελείτι πό γυάλινη θόλο που πολήγει επάνω σε μκρύ κωνικό ρύγχος το οποίο κμπυλώνετι προς τ κάτω. Κτσκευάζετι με εμφύσηση. Απντά στους ρωμϊκούς κι μεσιωνικούς χρόνους. Στις πηγές πντά κι ως γγείο ἀρσενόθηλυ, λόγω του σχήμτος των άκρων του. Συνδυάζετι με πήλινο, μετάλλινο ή γυάλινο, ψηλό κι στενό γγείο, γνωστό στις πηγές ως βικίον, κυθρίδιον ή κυθρίδιον ἀσύποτον κι στ μεσιωνικά χειρόγρφ ως λωπάς. Αμίς Urinal / Matula Κυλινδρικό ή, συνηθέστερ, ωοειδές γγείο με σχετικά ευρύ λιμό, κτσκευσμένο πό άχρωμο, λεπτό, διφνές γυλί κλής ποιότητς. Χρησιμοποιείτι στην ιτρική διγνωστική μέθοδο της ουροσκόπησης. Κτσκευάζετι με εμφύσηση πό τους ρωμϊκούς χρόνους. Αμμόνιτρο / Φρίτ Frit Το υλώδες προϊόν της πυροσυσσωμάτωσης, δηλδή της πρτετμένης προκτρκτικής θέρμνσης των πρώτων υλών (στην ρχιότητ της άμμου με το νίτρο). Μετά πό νόπτηση, το μμόνιτρο λειοτριβείτι κι θερμίνετι σε άλλο κλίβνο ώσπου ν επιτευχθεί τήξη κι ν πρχθεί γυλί. Το μμόνιτρο έχει εμφάνιση πρεμφερή με της φγεντινής κι χρησιμοποιήθηκε στους προϊστορικούς χρόνους κι γι τη μορφοποίηση μικρών ντικειμένων. Hammonitrum είνι η ρχί λέξη που πρδίδετι πό τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο. Αποδίδει πιο σωστά το υλικό, όπως υτό υφίσττο στην ρχιότητ, πό την ξένη λέξη «φρίτ». Αρχί κι Μεσιωνική Υλουργί - Ορολογί, τεχνολογί κι τυπολογί 21
Αμμοπυρήνς Sand core Όρος που έχει εγκτλειφθεί. Ανφέρετι στον πυρήν γύρω πό τον οποίο περιελίσσοντι τ χειροποίητ γγεί. Αν κι ο όρος θεωρείτι πρωχημένος, είνι πιθνόν ν ισχύει κτά περίπτωση. Μελέτη νάλυσης του υλικού του πυρήν ενός γγείου πό τη Μκεδονί έδειξε πως όντως βσικό συσττικό του είνι η άμμος κι οξείδι σιδήρου. Άμμος Sand Η βσική πρώτη ύλη του γυλιού, πηγή της πρίτητης πυριτίς. Η πόληψή της γίνετι πό κτές ή κοιτάσμτ. Προετοιμάζετι με κοσκίνισμ, πλύσιμο, θέρμνση κι λειοτρίβηση. Αμύγδλο Almond Ανάγλυφο μυγδλωτό έξρμ, δικοσμητικό στοιχείο των μυγδλωτών γγείων. Αμυγδλωτό γγείο Almond vessel Αγγείο δικοσμημένο με νάγλυφ μυγδλωτά εξάρμτ. Από τον 8 ο ι. π.χ. πντούν μυγδλωτές φιάλες, σκύφοι ή ποτήρι, με μί σειρά μύγδλ κάτω πό το χείλος. Στους ελληνιστικούς χρόνους τ μύγδλ γίνοντι πιο έξεργ, ονομάζοντι λοβοί κι κοσμούν τ λοβωτά γγεί. Στους ρωμϊκούς χρόνους πντούν μυγδλωτά ποτήρι με έξι συνήθως επάλληλες σειρές μυγδάλων. Τ μύγδλ υτά ονομάζοντι λνθσμέν μπουμπούκι λωτού, κι τ γγεί, ντίστοιχ, ποτήρι με μπουμπούκι λωτού. Τ ρωμϊκά μυγδλωτά ποτήρι συχνά ονομάζοντι επίσης ποτήρι του Ηρκλή ή ροπλωτά ποτήρι, κθώς θεωρείτι ότι ποδίδουν το ρόπλο του Ηρκλή. 22 Δέσποιν Ιγντιάδου - Ανστάσιος Αντωνάρς
Αμφορές Amphora Αγγείο, με κυλινδρικό λιμό, ωοειδές σώμ κι δύο κτκόρυφες λβές. Κτσκευάζετι: 1. Με περιστροφική εμπίεση, πό άχρωμο διφνές γυλί, στον τύπο Πνθηνϊκού μφορέ. Σώζετι έν μονδικό εύρημ που χρονολογείτι στο 2 ο ι. π.χ. 2. Με εμφύσηση πό τον 1 ο ι. μ.χ. κ.ε. Απντά με επίπεδη έδρση ή οξυπύθμενο. 1 2 Αμφορίσκος Amphoriskos Αρωμτοδόχο γγείο, μικρογρφί του μφορέ. Κτσκευάζετι: 1. Με την τεχνική του πυρήν. Έχει δισκόμορφο ή χωνοειδές χείλος, κυλινδρικό λιμό, σώμ ωοειδές οξυπύθμενο κι έμβολο ή μικρή βάση. Στο ύψος του λιμού φέρει δύο λβές, συνήθως κτκόρυφες, σπνιότερ σιγμοειδείς. Συνήθως κοσμείτι με τεθλσμένες, πτίλωμ ή περιέλιξη ινών. Με υτή τη μορφή πντά στην ντολική Μεσόγειο πό τον 6 ο ι. π.χ. ως τον 1 ο ι. μ.χ. 2. Με εμφύσηση πό τον 1 ο ι. π.χ. κ.ε. (εμφύσηση σε μήτρ πό τον 1 ο ι. μ.χ. κι ρχική εμφύσηση σε μήτρ γύρω στον 4 ο ι μ.χ.). Αρχί κι Μεσιωνική Υλουργί - Ορολογί, τεχνολογί κι τυπολογί 23
1 2 24 Δέσποιν Ιγντιάδου - Ανστάσιος Αντωνάρς
Ανάγλυφο Relief Το δικοσμητικό σχέδιο που διμορφώνετι υψηλότερ πό τη γύρω του επιφάνει. Δικρίνετι σε «χμηλό» κι «υψηλό» νάγλυφο. Ανδευτήρς Stirring rod Συμπγές εργλείο σε μορφή μικρής ράβδου, λείς ή στρεπτής. Τ άκρ μπορεί ν είνι πεπλτυσμέν ή οξύληκτ, δισκόμορφ, δκτυλιόσχημ, πτηνόμορφ ή γγειόσχημ. Απντά πό 1 ο ι. π.χ. κ.ε. Η χρήση του γι νάδευση δεν είνι βέβιη. Μερικές φορές ερμηνεύετι ως ρόκ (distaff) ή δράχτι (spindle). Ανδίπλωση Folding Η τεχνική κτά την οποί μί τινί γυλιού εφρμόζετι γύρω πό την άκρη μις μετάλλινης ράβδου, συνήθως γι ν μορφοποιηθεί μί χάντρ με ρφή. Ανθρ κικό κάλιο / Ποτάσ Potas sium carbonate / Potash Βλ. Ποτάσ Ανθρκικό νάτριο / Σόδ Sodium Carbonate/Soda Βλ. Σόδ Ανόπτηση / Αποσκλήρυνση Annealing Η διδικσί ψύξης ενός γυάλινου προϊόντος. Η βθμιί νόπτηση είνι πρίτητη, ώστε ν πελευθερωθούν οι τάσεις που δημιουργούντι κτά την κτεργσί του υλικού κθώς κι λόγω διφοράς συστολής επιφάνεις κι εσωτερικού. Αποφεύγετι έτσι η δημιουργί ρηγμτώσεων. Λμβάνει χώρ σε διμέρισμ του κλιβάνου, κτά το δυντόν πομκρυσμένο πό τη θερμντική πηγή. Αποσκλήρυνση είνι όρος που, σπνιότερ, χρησιμοποιείτι ενλλκτικά ντί του όρου νόπτηση. Αντνκλστικός κλίβ νος Reverberatory furnace Ο κλίβνος με θολωτή οροφή η οποί ντνκλά τη θερμότητ. Αρχί κι Μεσιωνική Υλουργί - Ορολογί, τεχνολογί κι τυπολογί 25