Μ. Μουστάκη 1 Α. Φρετζάγιας 2. Λέξεις ευρετηριασμού: αφυδάτωση, υπονατριαιμία, υπερνατριαιμία, εξωκυττάριος χώρος, ενδοκυττάριος χώρος.



Σχετικά έγγραφα
Φυσιολογία-Ι. Ουροποιητικό σύστημα. Ισοζύγιο νερού και ηλεκτρολυτών. Β. Στεργίου Μιχαηλίδου Επίκουρη Καθηγήτρια Εργ. Πειραματικής Φυσιολογίας

ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΕΝΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ / ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ

ηλικία περιεκτικότητα σε λίπος φύλο

Version 7.2, 10/2006 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Σχέση ωσμωτικής πίεσης-ωσμωτικότητας-ώσμωσης. Ωσμωτικότητα πλάσματος

Διαγνωστική και Θεραπευτική προσέγγιση του ασθενή με Μεταβολική Οξέωση

ΥΓΡΑ & ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΕΣ ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΑΛΑΚΗΣ «ΤΖΑΝΕΙΟ» ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

Ηλεκτρολυτικές διαταραχές των αλκοολικών. Γεώργιος Τουλκερίδης, Νεφρολόγος, Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας, Κύπρος

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Στρατής Κασιμάτης Νεφρολόγος, Γ.Ν. Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο»

Νεφρική ρύθμιση Καλίου, Ασβεστίου, Φωσφόρου και Μαγνησίου. Βασίλης Φιλιόπουλος Νεφρολόγος Γ.Ν.Α «Λαϊκό»

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ - ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ

ΜΗΝΑΣΙΔΟΥ Ε.

Παράρτημα III. Τροποποιήσεις των σχετικών παραγράφων της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και των φύλλων οδηγιών χρήσης

Παρεντερική χορήγηση υγρών Ποιο διάλυµα σε ποιόν ασθενή; Θεοδόσιος Φιλιππάτος Παθολόγος Επικουρικός Ιατρός ΠΓΝΙ

ΩΣΜΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΦΡΟΙ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Παθοφυσιολογία Ι

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΛΥΜΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ;

Μικτές διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας

ΟΞΕΙΕΣ ΥΠΕΡΓΛΥΚΑΙΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας

Νεφρική ρύθμιση όγκου αίματος και εξωκυτταρίου υγρού. Βασίλης Φιλιόπουλος Νεφρολόγος Γ.Ν.Α «Λαϊκό»

ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Συµπύκνωση αραίωση ούρων

Διάγνωση και θεραπεία των μικτών οξεοβασικών διαταραχών

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΝΑΤΡΙΟ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟ ΟΞΙΝΟ/DEMO Ενέσιμο διάλυμα 4% και 8%

Ισοζύγιο νατρίου στην αιμοκάθαρση

Οξεοβασική ισορροπία. Θεόδωρος Βασιλακόπουλος. Αναπληρωτής Καθηγητής Εντατικής Θεραπείας-Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

Εκτίμηση αερίων αίματος στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών. Ασημάκος Ανδρέας Πνευμονολόγος-Εντατικολόγος Α Πανεπιστημιακή Κλινική Εντατικής Θεραπείας

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ Ι

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

Εργαστήριο Φυσιολογίας Ι Εργαστηριακός Συνεργάτης: Ρήγας Παύλος. Ωσμωτικότητα

Φυσιολογία-Ι. Ουροποιητικό σύστημα

Φαρμακοκινητική. Χρυσάνθη Σαρδέλη

Χρήση των τύπων αντιρροπήσεων των διαταραχών της οξεοβασικής ισορροπίας

ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΟΔΥΝΑΜΙΚΗ

Οξεοβασική ισορροπία. Θεόδωρος Βασιλακόπουλος. Αναπληρωτής Καθηγητής Εντατικής Θεραπείας-Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ

Εισαγωγή στην Φυσιολογία

Πρακτικές οδηγίες χρήσης του πρωτοκόλλου της διαβητικής κετοξέωσης.

ΜΑΘΗΜΑ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ

Νεφρική ρύθμιση Καλίου, Ασβεστίου, Φωσφόρου και Μαγνησίου. Βασίλης Φιλιόπουλος Νεφρολόγος Γ.Ν.Α «Λαϊκό»

Φυσιολογία-Ι. Ουροποιητικό σύστημα. Λειτουργία νεφρικών σωληναρίων. Β. Στεργίου Μιχαηλίδου Επίκουρη Καθηγήτρια Εργ. Πειραματικής Φυσιολογίας

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΛΥΚΟΖΟΥΡΙΑ

Υγρά και Ηλεκτρολύτες

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ

ΥΠΕΡΟΣΜΩΤΙΚΟ ΜΗ ΚΕΤΩΝΙΚΟ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΚΩΜΑ. Φροντίδα στο Σακχαρώδη Διαβήτη- Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Τμήματος

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 18: ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Εφαρμογές αρχών φαρμακολογίας

Ορισμοί Ρυθμιστικά συστήματα. Χαράλαμπος Μηλιώνης Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Στοιχεία φυσιολογίας αναπνευστικού 4 Ενότητα 1: Εισαγωγή

Ασημίνα Γαλλή-Τσινοπούλου Αν. Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας Δ Παιδιατρική Κλινική ΑΠΘ Νοσοκομείο Παπαγεωργίου

ΙΑΜΟΡΙΑΚΕΣ ΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ

Γυναίκα 50 ετών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι εισάγεται με ιστορικό από 48ωρου ανορεξίας, δύσπνοιας και κεφαλαλγίας. Το σάκχαρο αίματος ήταν 550mg/dl

Ο νεφρώνας είναι το πιο σημαντικο μερος των νεφρων υγρα και ηλεκτρολυτες

Διαπερατότητα βιολογικών μεμβρανών. Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ.

Αλγόριθμος για την αιτιολογική διάγνωση της υπο- υπερνατριαιμίας. Γ. Λιάμης Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

σ αυτό τον τόπο όλα είναι καμωμένα από πέτρα από πέτρα η γη, από πέτρα κι άνθρωποι οι χαρές και οι λύπες από πέτρα σκληρή Καλημέρα!

Μεταβολική Αλκάλωση. ph >7,4 [ΗCO 3- ] > 24 meq/l

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2: ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Θεραπεία μεταβολικής αλκάλωσης. Ντουνούση Ευαγγελία Λέκτορας Νεφρολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ενυδάτωση & Ηλικωμένοι. Αδελαΐς Αθανασάτου, MSc Υποψήφια Διδάκτωρ Διατροφής του Ανθρώπου Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνων

Ρύθμιση της οξεοβασικής ισορροπίας από τους νεφρούς

Υγρά και Ηλεκτρολύτες

Καταπληξία. Δημήτριος Τσιφτσής ΤΕΠ ΓΝ Νικαίας

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

ΑΡΧΕΣ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΔΑΤΟΣ - ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΩΝ

Παράρτημα ΙΙΙ Τροποποιήσεις στις σχετικές παραγράφους της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και του φύλλου οδηγιών χρήσης

PERITONEAL EQUILIBRATION TEST P.Ε.T. Κύρογλου Ευτυχία Ειδική Νοσηλεύτρια Παθολογίας Προϊσταμένη Νεφρολογικού Τμήματος ΓΝΘ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Αναστολή αντλίας πρωτονίων ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΜΒΡΑΝΗΣ

ΠΟΙΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΩΣ ΑΝΤΙΡΡΟΠΙΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ. Δημήτρης Α. Λαγονίδης MD, PhD, FCCP Πνευμονολόγος-Εντατικολογος

Οξείες μεταβολικές καταστάσεις στο σακχαρώδη διαβήτη. Αικατερίνη Λαυρεντάκη Νοσηλεύτρια, ΤΕΠ, Γ.Ν. Ηρακλείου «Βενιζέλειο»

Εκτάκτως ανήσυχα πόδια

AMINOPLASMAL HEPA-10%

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Χρήση διττανθρακικών σε διαβητική κετοξέωση και γαλακτική οξέωση. Πελαγία Κρίκη Νεφρολόγος ΠΓΝ Αλεξανδρούπολης

ΟΞΕΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Ηλεκτρολύτες. Ν. Ζάβρας Παιδοχειρουργός

ΔΠΘ - Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΦΥΤΩΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΑ ΦΥΤΑ

Η κίνηση του νερού εντός των φυτών (Soil-Plant-Atmosphere Continuum) Δημήτρης Κύρκας

Νοσηλευτικά Πρωτόκολλα διαχείρισης καρδιολογικών ασθενών στην εξωνεφρική κάθαρση. Μονάδα Τεχνητού Νεφρού ΠΓΝ «Αττικόν», Αθήνα

ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ

ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Πρακτική προσέγγιση ασθενών με ασκίτη

Σωληναριακή επαναρρόφηση Πύκνωση Αραίωση ούρων Ρύθμιση ωσμωτικότητας

Σωληναριακή επαναρρόφηση Πύκνωση Αραίωση ούρων Ρύθμιση ωσμωτικότητας

ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΗΣ ΑΛΚΑΛΩΣΗΣ- ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΝΕΦΡΟΙ ΔΕΝ ΑΝΤΙΡΡΟΠΟΥΝ ΣΥΝΗΘΩΣ ΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΗ ΑΛΚΑΛΩΣΗ;

ΠΩΣ ΕΠΙΔΡΑ Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Τι μας λέει και τι δε μας λέει το ασβέστιο ορού;

ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΥΓΡΩΝ:ΥΠΕΡΟΓΚΑΙΜΙΑ, ΥΠΟΓΚΑΙΜΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ

Διουρητικά και νεφροπάθειες

Διαπερατότητα βιολογικών μεμβρανών. Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ.

Πεπτικός σωλήνας Κύρια λειτουργία του είναι η εξασφάλιση του διαρκούς ανεφοδιασμού του οργανισμού με νερό, ηλεκτρολύτες και θρεπτικά συστατικά.

Η απώλεια του καλίου μειώνει την διεγερσιμότητα των μυϊκών κυττάρων (μυϊκή κόπωση

ΑΡΧΕΣ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Νεογνικές και παιδιατρικές μεταγγίσεις. Ελισάβετ Γεωργίου Αιματολόγος, Επίμ. Β Αιματολογικό Τμήμα Γ. Ν. Παπαγεωργίου

Transcript:

246 Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 54, 2007 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Διαταραχές ομοιόστασης σωματικών υγρών Μ. Μουστάκη 1 Α. Φρετζάγιας 2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ O σκοπός αυτής της ανασκόπησης είναι να εκθέσει περιληπτικά ό,τι είναι ουσιαστικό για την αφυδάτωση και τη διαταραχή ύδατος και ηλεκτρολυτών. Η διατήρηση του όγκου και της σύνθεσης των υγρών του σώματος είναι ζωτικής σημασίας για την κυκλοφορία. Τα διαμερίσματα των υγρών του σώματος είναι σε συνεχή ανταλλαγή με εντυπωσιακές διαφορές στη σύνθεσή τους. Η διατήρηση του εξωκυττάριου όγκου επικεντρώνεται γύρω από τη διατήρηση της ισορροπίας των αλάτων του νατρίου. Η ιδανική θεραπεία για την αντιμετώπιση διαταραχών υγρών και ηλεκτρολυτών απαιτεί ακριβή περιγραφή του θεραπευτικού σχήματος, ξεχωριστά για κάθε συστατικό από αυτά που χρειάζονται διόρθωση. Θα ήταν χρήσιμο να εκτιμηθούν χωριστά οι ανάγκες σε ύδωρ και σε ηλεκτρολύτες για τις ανάγκες συντήρησης, ελλείματος και συνεχιζόμενων απωλειών. Αν και η αντιμετώπιση των διαταραχών υγρών - ηλεκτρολυτών έχει προκλήσεις, αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά με την εφαρμογή των βασικών αρχών της φυσιολογίας και την καλή παρακολούθηση του ασθενούς. (Δελτ Α Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 2007, 54(3):246-252) Λέξεις ευρετηριασμού: αφυδάτωση, υπονατριαιμία, υπερνατριαιμία, εξωκυττάριος χώρος, ενδοκυττάριος χώρος. 1 Β Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών 2 Γ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών Υποβλήθηκε: 10/10/06 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η διατήρηση του όγκου και της σύνθεσης των υγρών του ανθρωπίνου σώματος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση του μεταβολισμού των κυττάρων και τη λειτουργία των οργάνων. Για τη διατήρηση της ομοιόστασης των υγρών του οργανισμού είναι απαραίτητη η πρόσληψη επαρκούς ποσότητας νερού και η φυσιολογική λειτουργία του εντέρου και των νεφρών. Η σωστή διόρθωση των διαταραχών υγρών - ηλεκτρολυτών προϋποθέτει κατανόηση της φυσιολογικής κατανομής και σύνθεσης των υγρών του σώματος.

Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 54, 2007 247 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΥΓΡΩΝ Ο ολικός όγκος των υγρών του σώματος αντιστοιχεί στο 75-80% του σωματικού βάρους κατά τη γέννηση και μειώνεται στο τέλος του πρώτου χρόνου της ζωής περίπου σε 60% του σωματικού βάρους (ΣΒ), ποσοστό που αντιστοιχεί σε αυτό του ενήλικα 1-4. Στις γυναίκες, όμως, κατά την εφηβεία, λόγω αύξησης του σωματικού λίπους, το ποσοστό αυτό μειώνεται σε 55% του ΣΒ, σε αντίθεση με τους άνδρες που είναι 60% του ΣΒ. Αν και υπάρχει γραμμική συσχέτιση μεταξύ σωματικού βάρους και συνολικού όγκου υγρών, η σχέση αυτή διαταράσσεται σε παχύσαρκα άτομα, λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας του λίπους σε νερό. Τα υγρά του σώματος κατανέμονται σε δύο μεγάλα διαμερίσματα, το ενδοκυττάριο, που αντιστοιχεί στο 30-40% του σωματικού βάρους και το εξωκυττάριο, που αντιστοιχεί στο 20-25% του ΣΒ 1-4. Η σχέση αυτή ενδοκυττάριο/εξωκυττάριο = 1/2 επιτυγχάνεται στο 4ο-5ο έτος της ζωής, ενώ κατά τη γέννηση υπάρχει ελαφρά υπεροχή του εξωκυττάριου διαμερίσματος σε σχέση με το ενδοκυττάριο. Το εξωκυττάριο υγρό αποτελείται από το πλάσμα (5% του ΣΒ), το διάμεσο υγρό (15% του ΣΒ), το διακυττάριο υγρό (1-3% του ΣΒ) και το βραδέως ανταλλάξιμο διαμέρισμα (8% του ΣΒ) 1-4. Το διακυττάριο υγρό αποτελείται από τις εκκρίσεις του γαστρεντερικού συστήματος, τα ούρα στους νεφρούς και στο κατώτερο ουροποιητικό, το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, το ενδοφθάλμιο, το πλευριτικό, το περιτοναϊκό και το ενδαρθρικό υγρό. Το βραδέως ανταλλασσόμενο διαμέρισμα αποτελείται από το υγρό των οστών και των χόνδρων και επειδή ανταλλάσσεται βραδέως δεν υπόκειται στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς της ομοιόστασης των υγρών του σώματος 1-4. Υγρά, ωστόσο, που χορηγούνται ενδοοστικά στο μυελό των οστών 5,6, εισέρχονται στον ενδαγγειακό χώρο, ιδιότητα που αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε καταστάσεις κυκλοφορικής ανεπάρκειας που απαιτείται άμεση ανάταξη και δεν είναι δυνατή η ανεύρεση αγγείου για χορήγηση υγρών. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει επειδή οι μυελοκυψέλες της σπογγώδους ουσίας των οστών επικοινωνούν με τη συστηματική κυκλοφορία, μέσω των τροφοφόρων και αναστομωτικών φλεβών 5,6. Τα δύο διαμερίσματα, εξωκυττάριο και ενδοκυττάριο, διαφέρουν σημαντικά στη σύνθεσή τους 1-4. Το κύριο κατιόν του εξωκυττάριου είναι το Νa +, ενώ το κύριο ανιόν είναι το Cl - και ακολουθούν τα διττανθρακικά. Αντίστοιχα, το κύριο κατιόν του ενδοκυττάριου είναι το Κ + και τα κύρια ανιόντα οι φωσφωρικές ρίζες και ακολουθούν οι θειικές. ΩΣΜΩΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΩΣΜΩΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ - ΤΟΝΙΚΟΤΗΤΑ Η ωσμωτικότητα των υγρών του σώματος, όπως σε όλα τα διαλύματα, είναι προσθετική ιδιότητα, δηλαδή η τιμή της εξαρτάται από τον αριθμό των διαλυμένων σωματιδίων και όχι από το μέγεθός τους 1-4,7 και εκφράζεται σε mosm/kg νερού(osmolality) ή σε mosm/l διαλύματος σε συγκεκριμένη θερμοκρασία (Osmolarity). Η Osmolality αναφέρεται στον αριθμό των σωματιδίων ανά kg νερού και επομένως ο συνολικός όγκος είναι ένα λίτρο νερού προσαυξημένος με τον όγκο που καταλαμβάνουν τα διαλυμένα σωματίδια 1-4,7. Η Osmolarity αναφέρεται στο λίτρο του διαλύματος, με συνέπεια ο όγκος του νερού σε αυτή την περίπτωση να είναι μικρότερος από ένα λίτρο κατά ποσό ίσο με τον όγκο των διαλυμένων σωματιδίων. Ο όγκος, ωστόσο, των διαλυμένων σωματιδίων στα υγρά του σώματος είναι μικρός, με αποτέλεσμα η διαφορά των τιμών της Osmolarity και της Osmolality στα υγρά του σώματος να είναι αμελητέα. Η διαφορά αυτή ωστόσο, μπορεί να είναι σημαντική σε καταστάσεις όπως η υπερπρωτεϊναιμία, η υπερλιπιδαιμία κ.λπ., οι οποίες προκαλούν μείωση της υδατικής φάσης του πλάσματος. Τα διαλυμένα σωματίδια που συνεισφέρουν στην ωσμωτικότητα του πλάσματος είναι τα ιόντα, η γλυκόζη και η ουρία. Η ωσμωτικότητα επομένως του πλάσματος είναι ίση με [κατιόντα]mmol/l +[ ανιόντα]mmol/l + [γλυκόζη]mmol/l + [ουρία]mmol/ L. Tο σύνολο των κατιόντων του πλάσματος ισούται με το σύνολο των ανιόντων, επειδή το πλάσμα είναι ηλεκτρολυτικό διάλυμα και ισχύει η αρχή της ηλεκτροστατικής ισορροπίας. Το κύριο κατιόν του πλάσματος είναι το Νa +, ενώ η συγκέντρωση των υπολοίπων κατιόντων του πλάσματος είναι αμελητέα. Το σύνολο επομένως των ιόντων του πλάσματος είναι κατά προσέγγιση διπλάσιο της συγκέντρωσης των ιόντων Νa +. Η ωσμωτικότητα επομένως του πλάσματος με μικρή απόκλιση από την πραγματικότητα εκφράζεται από τον τύπο 1-4,7 στην εικόνα 1. Η διαίρεση γίνεται για τη μετατροπή της γλυκόζης και της ουρίας σε mmol/l. 2[Νa + ]mmol/l + γλυκόζη(mg/dl) + ουρία(mg/dl) 18 2.8 Εικονα 1.

248 Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 54, 2007 Η ωσμωτικότητα που μετράται στο εργαστήριο με το ωσμώμετρο είναι συνήθως 10mOsm/kg υψηλότερη από την ωσμωτικότητα όπως υπολογίζεται από τον παραπάνω τύπο, στον οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη η συγκέντρωση του συνόλου των διαλυμένων σωματιδίων (π.χ. πρωτεϊνών, ασβεστίου, μαγνησίου κ.λπ). Η ύπαρξη σημαντικής διαφοράς(>10mosm/kg) μεταξύ της υπολογιζόμενης από τον τύπο ωσμωτικότητας και αυτής που μετράται με το ωσμώμετρο (αυξημένο χάσμα ωσμωτικότητας) υποδηλώνει την παρουσία στο πλάσμα μιας ουσίας άλλης από το Νa +, τη γλυκόζη και την ουρία 7. Τέτοιες ουσίες είναι η μανιττόλη, η μεθανόλη, η αιθυλική αλκοόλη, η αιθυλενογλυκόλη κ.α. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι η έννοια της ωσμωτικότητας του πλάσματος διαφέρει από αυτή της ωσμωτικής πίεσης. Για την καλύτερη κατανόηση αυτής της διαφοράς ας υποθέσουμε ένα δοχείο με απεσταγμένο νερό διαχωρισμένο σε δύο διαμερίσματα, από μία μεμβράνη διαπερατή στο νερό αλλά αδιαπέραστη στις άλλες ουσίες. Τα μόρια του νερού κινούνται τυχαία στα δύο διαμερίσματα διαπερνώντας τη μεμβράνη με μηχανισμό όμοιο με αυτό της διάχυσης των διαλυμένων ουσιών. Η διάλυση μιας ουσίας στο νερό προκαλεί μείωση της τυχαίας αυτής κινητικότητας του νερού. Η προσθήκη επομένως γλυκόζης στο ένα διαμέρισμα του δοχείου θα προκαλέσει μετακίνηση νερού από την περιοχή της υψηλής κινητικότητας (διαμέρισμα με νερό) στην περιοχή της χαμηλής κινητικότητας (διαμέρισμα με γλυκόζη). Θεωρητικά η μετακίνηση αυτή του νερού, που ονομάζεται ώσμωση, θα συνεχιζόταν αδιάκοπα, καθώς η κινητικότητα του νερού στο διαμέρισμα με τη γλυκόζη θα είναι πάντα μειωμένη. Επειδή, όμως, τα δύο διαμερίσματα δεν είναι ελαστικά, η μετακίνηση νερού στο διαμέρισμα με τη γλυκόζη προκαλεί αύξηση της υδροστατικής πίεσης, η οποία τείνει να μετακινήσει τα μόρια του νερού στο διαμέρισμα με το απεσταγμένο νερό. Ισορροπία επιτυγχάνεται όταν η υδροστατική πίεση εξισωθεί με τις δυνάμεις που προκαλούν την ωσμωτική μετακίνηση του νερού μέσω της μεμβράνης. Η τιμή της υδροστατικής πίεσης που εξουδετερώνει την ωσμωτική μετακίνηση του νερού καλείται ωσμωτική πίεση του διαλύματος 1-4,7. Ας υποθέσουμε τώρα ένα δοχείο με διάλυμα ουρίας χωρισμένο σε δύο διαμερίσματα από μία μεμβράνη διαπερατή στην ουρία. Τα μόρια της ουρίας κινούνται τυχαία προς κάθε κατεύθυνση σε κάθε διαμέρισμα και από το ένα διαμέρισμα στο άλλο μέσω της μεμβράνης. Ο αριθμός, όμως, των μορίων της ουρίας που διαπερνούν τη μεμβράνη είναι ανάλογος του αριθμού των μορίων του διαλύματος. Αν λοιπόν η συγκέντρωση της ουρίας είναι μεγαλύτερη στο διαμέρισμα 1 σε σχέση με το διαμέρισμα 2 η μετακίνηση των μορίων της ουρίας μέσω της μεμβράνης από το διαμέρισμα 1 στο διαμέρισμα 2 θα είναι μεγαλύτερη από την αντίθετη μετακίνηση και αυτό θα συνεχιστεί μέχρι να εξισωθούν οι συγκεντρώσεις της ουρίας στα δύο διαμερίσματα. Όταν επιτευχθεί η ισορροπία αυτή, η μετακίνηση της ουρίας μέσω της μεμβράνης θα συνεχίζεται, αλλά με τον ίδιο ρυθμό από και προς κάθε διαμέρισμα. Είναι λοιπόν φανερό, ότι η προσθήκη μιας ουσίας που διαπερνά ελεύθερα τη διαχωριστική μεμβράνη ενός διαλύματος δεν συντελεί στην ανάπτυξη ωσμωτικής πίεσης. Η ωσμωτική πίεση ενός διαλύματος υπολογίζεται από τον τύπο αncrt(σε atm) 1-3, όπου ο συντελεστής α εξαρτάται από την ικανότητα του διαλυμένου σωματιδίου να διαπερνά τη διαχωριστική μεμβράνη, C= συγκέντρωση των διαλυμένων σωματιδίων σε mol/μονάδα όγκου του διαλύτη, n= αριθμός των σωματιδίων στα οποία διασπάται το μόριο του διαλυμένου σωματιδίου, R= σταθερά αερίων/mol (=0.082) και Τ= η απόλυτη θερμοκρασία σε Kelvin. Αν μία ουσία διαχέεται ελεύθερα, όπως η ουρία στο προηγούμενο παράδειγμα, η τιμή του α = 0 και συνεπώς η ουσία αυτή δεν προκαλεί ωσμωτική πίεση. Αντίθετα, ο συντελεστής α παίρνει τη μέγιστη τιμή του (=1) όταν η ουσία δεν διαπερνά τη διαχωριστική μεμβράνη, όπως η γλυκόζη στο παράδειγμα. Ο συντελεστής α ενός διαλύματος με διαφορετικά διαλυμένα σωματίδια έχει τελική τιμή μεταξύ 0-1. Διαλυμένα σωματίδια που παράγουν ωσμωτική πίεση καλούνται δραστικές ωσμώλες, ενώ ουσίες που δεν παράγουν ωσμωτική πίεση καλούνται μη δραστικές ωσμώλες 1-4,7. Είναι σημαντικό, επίσης, να τονισθεί ότι η έννοια της ωσμωτικότητας του πλάσματος διαφέρει από αυτή της τονικότητας. Ενώ στην ωσμωτικότητα του πλάσματος συνεισφέρουν όλα τα διαλυμένα σε αυτό σωματίδια, στην τονικότητα συνεισφέρουν μόνο τα διαλυμένα σωματίδια που δεν διαχέονται μέσω της κυτταρικής μεμβράνης και τέτοια είναι το Νa + και η γλυκόζη. Η τονικότητα λοιπόν του πλάσματος δίδεται από τον τύπο 2Νa + γλυκόζη/18. Η διαφορά τονικότητας - ωσμωτικότητας έχει ιδιαίτερη παθοφυσιολογική σημασία, διότι μεταβολή στη συγκέντρωση ουσιών που δεν διαχέονται παθητικά μέσω της κυτταρικής μεμβράνης προκαλεί μεταφορά νερού μεταξύ ενδοκυττάριου και εξωκυττάριου διαμερίσματος, με σκοπό τη διατήρηση ίσης ωσμωτικής

Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 54, 2007 249 πίεσης μεταξύ των δύο διαμερισμάτων. Αντίθετα, η προσθήκη ουσιών που διαχέονται παθητικά μεταξύ της κυτταρικής μεμβράνης, όπως π.χ η ουρία, δεν προκαλεί μετακίνηση νερού. ΑΦΥΔΑΤΩΣΗ Από τις συχνότερες διαταραχές ομοιόστασης που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλινικός γιατρός είναι η αφυδάτωση. Η αντιμετώπισή της στηρίζεται στην αποκατάσταση και διατήρηση του όγκου και της σύνθεσης των υγρών του οργανισμού στα φυσιολογικά επίπεδα. Η βαρύτητα και το είδος της αφυδάτωσης καθορίζονται από τον όγκο και τη σύνθεση των υγρών που έχουν απωλεσθεί. Ο ακριβέστερος τρόπος εκτίμησης των απωλειών και ως εκ τούτου της βαρύτητας της αφυδάτωσης είναι η σύγκριση του ΣΒ πριν την έναρξη της νόσου με αυτό που διαπιστώνεται κατά την εξέταση. Η διαφορά αυτή αντιστοιχεί στις απώλειες του οργανισμού σε νερό. Στα βρέφη και τα μικρά παιδιά απώλεια 5% του ΣΒ θεωρείται ήπια αφυδάτωση, 5-10% του ΣΒ θεωρείται μέτρια, ενώ απώλεια υγρών 10-15% του ΣΒ είναι βαριά αφυδάτωση. Απώλειες υγρών >15% του ΣΒ δεν είναι συνήθως συμβατές με τη ζωή. Στα μεγαλύτερα παιδιά και τους ενήλικες το συνολικό νερό και ο εξωκυττάριος όγκος αντιπροσωπεύουν μικρότερο ποσοστό του ΣΒ σε σχέση με τα βρέφη και τα μικρότερα παιδιά και επομένως για την πρόκληση αντίστοιχης βαρύτητας αφυδάτωσης με αυτής των μικρών παιδιών απαιτείται απώλεια μικρότερου ποσού υγρών. Στα μεγαλύτερα λοιπόν παιδιά, απώλεια υγρών 3% του ΣΒ θεωρείται ήπια αφυδάτωση, 3-6% του ΣΒ θεωρείται μέτρια, ενώ απώλεια υγρών >9% του ΣΒ είναι βαριά αφυδάτωση 8,9. Το ακριβές, όμως, σωματικό βάρος δεν είναι γνωστό, με αποτέλεσμα η εκτίμηση της βαρύτητας της αφυδάτωσης να γίνεται με βάση την κλινική εικόνα 8,9. Δίψα και μικρού βαθμού ολιγουρία αντιστοιχεί σε αφυδάτωση <5%. Δίψα, ολιγουρία, εισολκή πηγής, ξηρότητα βλεννογόνου στόματος, ελάττωση της σπαργής, με εξαίρεση την υπερνατριαιμική που το δέρμα είναι ζυμώδες και εισολκή βολβών αντιστοιχούν σε αφυδάτωση 5-10%. Όλα τα προηγούμενα με περιφερική αγγειοσύσπαση, κυάνωση και ταχύπνοια αντιστοιχούν σε αφυδάτωση >10%. Η αντιμετώπιση της αφυδάτωσης αποσκοπεί στην αποκατάσταση και διατήρηση του όγκου και της σύνθεσης των υγρών του σώματος στα φυσιολογικά επίπεδα. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται: 1) διορθώνοντας το έλλειμμα σε υγρά και ηλεκτρολύτες, 2) χορηγώντας τις ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού σε υγρά και ηλεκτρολύτες και 3) χορηγώντας τα υγρά και τους ηλεκτρολύτες που αντιστοιχούν στις συνεχιζόμενες απώλειες. Η ενυδάτωση του ασθενούς γίνεται με χορήγηση ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων από το στόμα ή παρεντερικά. Η παρεντερική χορήγηση υγρών εφαρμόζεται στους ασθενείς με βαριά αφυδάτωση ή με διαταραχές του επιπέδου συνείδησης ή με ακατάσχετους εμέτους ή με μεγάλου όγκου διάρροιες (>10ml/kg/h). Η ενυδάτωση του ασθενούς με παρεντερική χορήγηση υγρών περιλαμβάνει τρεις φάσεις. 1η φάση Η αρχική αντιμετώπιση της βαριάς αφυδάτωσης αποσκοπεί στην αποκατάσταση του ενδαγγειακού όγκου, με χορήγηση 20ml/kg φυσιολογικού ορού ή Ringer s Lactate 10-12. Ο όγκος των υγρών αυτών χορηγείται όσο το δυνατόν συντομότερα, αν υπάρχουν σημεία shock ή σε διάστημα μίας ώρας, σε λιγότερο βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Σε περίπτωση που το shock δεν ανατάσσεται, γίνεται επανάληψη της ταχείας χορήγησης υγρών μέχρι να σταθεροποιηθεί ο ασθενής. H έκπτυξη του ενδαγγειακού όγκου που επιτυγχάνεται με την ταχεία χορήγηση κρυσταλλοειδών διαλυμάτων είναι παροδική, καθώς το κρυσταλλοειδές διάλυμα κατανέμεται τελικά στο σύνολο του εξωκυττάριου διαμερίσματος. Δεδομένου ότι ο όγκος του διάμεσου χώρου είναι περίπου τρεις φορές μεγαλύτερος του πλάσματος, από τα 20ml/kg χορηγούμενου διαλύματος, 5ml/kg παραμένουν ενδαγγειακά και τα υπόλοιπα 15ml/kg μετακινούνται στο διάμεσο χώρο. Το διάλυμα Ringer s Lactate είναι προτιμότερο από το NaCl 0.9% κατά την πρώτη αυτή φάση ενυδάτωσης 10-13 διότι: 1) περιέχει τα ιόντα Νa + και Cl - σε αναλογία (1.17/1) που μοιάζει περισσότερο με τη φυσιολογική συγκρινόμενη με την αναλογία του NaCl 0.9% που είναι (1/1), 2) η περιεκτικότητά του σε Νa + είναι 130mEq Νa + /L, δηλαδή ελαφρώς μικρότερη από του NaCl 0.9% που περιέχει 154mEq Νa + /L και 3) περιέχει γαλακτικά, τα οποία μεταβολίζονται στο υγιές ήπαρ σε HCO 3 - και διορθώνουν τη συνήθως συνυπάρχουσα μεταβολική οξέωση που παρατηρείται στους ασθενείς με βαριά αφυδάτωση. Δεν πρέπει, όμως, να χορηγείται σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια, λόγω αδυναμίας τους να μεταβολίσουν τα lactate και σε ασθενείς με γαλακτική οξέωση. Αντίθετα η χορήγηση NaCl 0.9% μπορεί αρχικά να

250 Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 54, 2007 επιδεινώσει την υπάρχουσα μεταβολική οξέωση, γιατί η ίδια ποσότητα HCO 3 - κατανέμεται μετά την αρχική διόρθωση της υποογκαιμίας σε μεγαλύτερο όγκο, με αποτέλεσμα την ελάττωση της συγκέντρωσης του πλάσματος σε HCO 3 -. Η μεταβολική, όμως, αυτή οξέωση λόγω αραιώσεως αποκαθίσταται, καθώς η ενυδάτωση προκαλεί αποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας και οι νεφροί αναλαμβάνουν την αποκατάσταση της οξεοβασικής ισορροπίας. Μειονέκτημα του Ringer s lactate αποτελεί το Ca 2+ που περιέχει και το οποίο μπορεί να μειώσει τη βιοδιαθεσιμότητα ορισμένων φαρμάκων, γεγονός όμως, που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία κατά την αρχική αυτή φάση της ανάταξης. Το Ca 2+ που περιέχει μπορεί επίσης και να αδρανοποιήσει τα κιτρικά αντιπηκτικά στα προϊόντα αίματος, με αποτέλεσμα το σχηματισμό πηγμάτων. Για το λόγο αυτό αντενδείκνυται η χρήση του ταυτόχρονα με μετάγγιση αίματος 10. 2η φάση Στο στάδιο αυτό χορηγούνται υγρά και ηλεκτρολύτες που καλύπτουν τις ημερήσιες ανάγκες, το υπολογιζόμενο έλλειμμα, αφού αφαιρεθεί ο όγκος των υγρών που δόθηκαν κατά την πρώτη φάση και οι τυχόν συνεχιζόμενες απώλειες. Οι ημερήσιες ανάγκες προσδιορίζονται σε 100ml/ kg για τα πρώτα 10kg ΣΒ, σε 50ml/kg για τα επόμενα 10kg ΣΒ και σε 20ml/kg για κάθε kg ΣΒ >20kg 2,14-16. Οι ανάγκες αυτές αυξάνονται επί πυρετού κατά 12% για κάθε βαθμό >38 0 C, λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσαύξηση αυτή απαιτείται εφόσον ο πυρετός παρατηρείται σε όλο το 24ωρο, διαφορετικά αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τη διάρκεια του πυρετού 2. Οι ημερήσιες ανάγκες συντήρησης σε ηλεκτρολύτες προσδιορίζονται σε 2-3mEq/kg για το Νa +, 2mEq/kg για το Κ + και 5mEq/kg για το Cl -. Το Κ + προστίθεται στα χορηγούμενα υγρά εφόσον έχει αποκατασταθεί η διούρηση. Η αντικατάσταση των μη φυσιολογικών συνεχιζόμενων απωλειών (έμετοι, διάρροιες, αναρρόφηση γαστρικών υγρών, εγκαυματικές επιφάνειες, παροχέτευση υγρών από στομίες) γίνεται με υγρά ίσου όγκου και αντίστοιχης περιεκτικότητας σε ηλεκτρολύτες με αυτά των απωλειών. Η χορήγηση υγρών περιεκτικότητας 100-150mEq Νa + /L και 20mEq KCl/L τις περισσότερες φορές αποκαθιστούν ασφαλώς τις συνεχιζόμενες απώλειες από το γαστρεντερικό. Ειδικότερα, επί ισονατριαιμικής αφυδάτωσης η διόρθωση γίνεται σε 24 ώρες με τη χορήγηση των ημερησίων αναγκών σε υγρά και ηλεκτρολύτες και τη χορήγηση του συνόλου του ελλείμματος, του οποίου η περιεκτικότητα σε Νa + εκτιμάται όπως αυτή του φυσιολογικού ορού. Προτιμάται να χορηγείται το ½ του ελλείμματος τις πρώτες 8 ώρες και το υπόλοιπο ½ στις επόμενες 16 ώρες 3,16. Σε υπονατριαιμική αφυδάτωση η απώλεια του Νa + είναι μεγαλύτερη από την απώλεια του νερού και στα ανωτέρω υγρά προστίθεται και το υπολογιζόμενο έλλειμμα Νa + που δίδεται από τον τύπο 0.6 x ΣΒ x (Νa + επιθυμητό - Νa + ορού). Η διόρθωση του Νa + δεν πρέπει να ξεπερνά το 0.5mEq/L/h, ιδίως όταν η υπονατριαιμία είναι χρόνια, έχει δηλαδή εγκατασταθεί σε διάστημα ημερών ή εβδομάδων, διότι ταχύτερη διόρθωσή της μπορεί να προκαλέσει κεντρική γεφυρική μυελινόλυση 17-21. Πρόκειται για βαριά νευρολογική βλάβη, που εκδηλώνεται με τετραπάρεση ή ψευδοπρομηκική πάρεση, δυσφαγία, δυσαρθρία, διαταραχές του επιπέδου συνείδησης και κώμα. Η συμπτωματολογία εμφανίζεται μετά τη διόρθωση της υπονατριαιμίας και πιθανόν οφείλεται στην αδυναμία των εγκεφαλικών κυττάρων να προσαρμοστούν ταχέως στην αυξημένη ωσμωτικότητα μετά τη διόρθωση της υπονατριαιμίας. Στη φάση της υπονατριαιμίας η ωσμωτική ισορροπία μεταξύ εγκεφαλικών κυττάρων και πλάσματος διαταράσσεται και νερό εισέρχεται στα εγκεφαλικά κύτταρα για να επιτευχθεί ωσμωτική ισορροπία. Τα εγκεφαλικά κύτταρα για να προστατευθούν από το εγκεφαλικό οίδημα αναπτύσσουν τους ακόλουθους μηχανισμούς προσαρμογής 17 : 1) αποβολή διάμεσου υγρού στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και 2) αποβολή διαλυμένων στα εγκεφαλικά κύτταρα ωσμωλών, κυρίως Κ + και οργανικών σωματιδίων, με σκοπό την πτώση της ενδοκυττάριας ωσμωτικότητας και τη μείωση της μετακίνησης νερού από τον εξωκυττάριο στον ενδοκυττάριο χώρο. Κατά τη διόρθωση της υπονατριαιμίας, εάν αυτή συμβεί γρήγορα, αποκαθίσταται η εξωκυττάρια ωσμωτικότα πριν τα εγκεφαλικά κύτταρα προλάβουν να ανακτήσουν τις ωσμώλες που είχαν αποβάλλει, με αποτέλεσμα τη μετακίνηση νερού από το ενδοκυττάριο στο εξωκυττάριο διαμέρισμα αυτή τη φορά και τελική συνέπεια την αφυδάτωση και τον τραυματισμό των εγκεφαλικών κυττάρων. Συγκέντρωση Νa + 120-130mEq/L διορθώνεται το πρώτο 24ωρο, ενώ τιμές Νa + 120mEq/L διορθώνονται σε διάστημα τόσων ωρών όσων απαιτούνται για την αύξηση του Νa + σε 130mEq/L με ρυθμό 0.5mEq/L/h, χορηγώντας στον ασθενή με τον ανάλογο ρυθμό τον όγκο των υγρών του ελλείμματος 8,17. Σε οξεία συμπτωματική υπονατριαιμία, που εκδηλώνεται με σπασμούς και εμφανίζεται συνήθως όταν η τιμή του Νa + είναι <120mEq/L συνιστάται η χορήγηση

Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 54, 2007 251 NaCl 3%(0.5mEq/ml) σε δόση 1 ml/min μέχρι την υποχώρηση των σπασμών. Η συνολική δόση δεν πρέπει να ξεπερνά τα 12ml/kg. Σε υπερνατριαιμική αφυδάτωση, η απώλεια του νερού είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την απώλεια του Νa + και το έλλειμμα του νερού υπολογίζεται από τη σχέση 8,22,23 στην εικόνα 2. Υποθέτοντας ότι το σύνολο των διαλυμένων στο πλάσμα ωσμωλών είναι το ίδιο πριν και μετά την εγκατάσταση της αφυδάτωσης και με δεδομένο ότι είναι ανάλογο του νερού του σώματος και της συγκέντρωσης του πλάσματος σε Νa + ισχύει η σχέση στην εικόνα 3. Με βάση τα παραπάνω η σχέση (εικόνα 4): Το υπόλοιπο του ελλείμματος, δηλαδή η διαφορά του υπολογιζόμενου ελλείμματος από το βαθμό της αφυδάτωσης το έλλειμμα του νερού θεωρείται περιεκτικότητας σε Νa + όπως ο φυσιολογικός ορός. Το πρώτο 24ωρο χορηγούνται οι ημερήσιες ανάγκες και το μισό του ελλείμματος και το υπόλοιπο μισό έλλειμμα χορηγείται το δεύτερο 24ωρο. Ο ρυθμός πτώσης του Νa + δεν πρέπει να ξεπερνά το 0.5mEq/ L/h, ιδίως σε περιπτώσεις χρόνιας υπερνατριαιμίας, διότι υπάρχει ο κίνδυνος εγκεφαλικού οιδήματος, λόγω αδυναμίας των εγκεφαλικών κυττάρων να προσαρμοστούν στην ταχύτητα διόρθωσης της ωσμωτικότητας. Η υπερνατριαιμία είναι πάντοτε κατάσταση υπερτονικότητας, με αποτέλεσμα μετακίνηση νερού από τον ενδοκυττάριο στον εξωκυττάριο χώρο. Αποτέλεσμα αυτής της μετακίνησης Έλλειμμα νερού = Πραγματικός όγκος νερού - Φυσιολογικός όγκος νερού Εικονα 2. νερού, που συμβαίνει και στον εγκέφαλο, είναι η πρόκληση μικρών αιμορραγιών ή και εγκεφαλικής αιμορραγίας 24. Σε περιπτώσεις, όμως, χρόνιας υπερνατριαμίας τα εγκεφαλικά κύτταρα αναπτύσσουν μηχανισμό προσαρμογής, με παραγωγή ιδιογενών ωσμωλών που είναι αμινοξέα, με κύριο εκπρόσωπο την ταυρίνη 25,26. Οι ωσμώλες αυτές αυξάνουν την ενδοκυττάρια ωσμωτικότητα και νερό μετακινείται εντός των εγκεφαλικών κυττάρων και αποκαθίσταται ο όγκος τους. Απότομη διόρθωση της υπερνατριαμίας και συνεπώς και της εξωκυττάριας ωσμωτικότητας είναι δυνατόν να προκαλέσει εγκεφαλικό οίδημα με περαιτέρω μετατόπιση νερού εντός των εγκεφαλικών κυττάρων, καθώς αυτά δεν έχουν προλάβει να αποβάλλουν τις ιδιογενείς ωσμώλες. 3η φάση Το στάδιο αυτό αποσκοπεί στην αποκατάσταση των αποθεμάτων λίπους και πρωτεϊνών και επιτυγχάνεται με τη διατροφή του ασθενούς από το στόμα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Είναι επομένως κατανοητό ότι η αντιμετώπιση των διαταραχών των υγρών του σώματος προϋποθέτει κατανόηση της υποκείμενης παθοφυσιολογίας της διαταραχής και επαρκή κλινική εμπειρία για την κλινική κατάταξη και αξιολόγηση της αφυδάτωσης, ώστε να χορηγηθούν εξωγενώς τα απαραίτητα σε όγκο υγρά με την ανάλογη περιεκτικότητα σε ηλεκτρολύτες. Imbalance of water and electrolytes in dehydration M. Moustaki, A. Fretzayias (Ann Clin Paediatr 2007, 54(3):246-252) Πραγματικός όγκος νερού x Νa + ορού = Φυσιολογικός όγκος νερού x φυσιολογικό Νa + ορού Πραγματικός όγκος νερού = Φυσιολογικός όγκος νερού x φυσιολογικό Νa+ πλάσματος = 0.6 x ΣΒ x φυσιολογικό Εικονα 3. Έλλειμμα νερού = Πραγματικός όγκος νερού - Φυσιολογικός όγκος νερού, μετασχηματίζεται σε: Έλλειμμα νερού = 0.6 x ΣΒ x φυσιολογικό Νa+ πλάσματος - 0.6 x ΣΒ = 0.6 x ΣΒ x (φυσιολογικό -1) Εικονα 4.

252 Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 54, 2007 252 The aim of this review is to critically summarize what is essential about dehydration with water and electrolyte imbalance. The preservation of the volume and composition of the body fluids is vital to the circulatory status. The fluids compartments are in constant interchange with each other and have strikingly different composition. The maintenance of extracellular space is centered around the control of balance of the sodium salts. Optimal therapy of children with fluid and electrolyte problems requires accurate delineation of the therapeutic regimen that accounts for each component of the clinical condition. It can be useful to consider separately the amount of fluids and the electrolyte composition for maintenance, deficit and ongoing losses. Although fluid and electrolyte problem can be challenging, it can also be generally approached by an organized application of a few principles of physiology and careful monitoring of the patient. Κey words: dehydration, hyponatremia, hypernatremia, intracellular department, extracellular department. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Leighton HI. Body composition, normal electrolyte concentrations and the maintenance of normal volume, tonicity and acid - base metabolism. Pediatr Clin Nor Am 1990; 37:241-255. 2. Bechrman RE, Kliegman RM, Nelson WE, Vaughan VC. Pathophysiology of body fluids. Textbook of Pediatrics. 14th edition, Saunders 1992; p. 171-211. 3. Besunder JB. Abnormalities in fluids, minerals and glucose in Blummer JL. A practical guide to Pediatric Intensive Care 3rd ed. Mosby Year Book p. 545-563. 4. Friis-Hansen BJ. Body water compartments in children. Pediatr 1961; 28:169-181. 5. Hodge D. Intraosseous infusions. A review Pediatr Emerg Care 1985; 1:215-218. 6. Seigler RS, Tecklenburg FW, Shealy R. Emergency intraossous infusions. Pediatrics 1989; 84:173-177. 7. Ρούσσος Χ. Μεταβολική οξέωσις. Ενταντική Θεραπεία. Aθήνα, εκδ. Πασχαλίδη 1997; σελ. 78-116. 8. Trachtman H. Sodium and water homoestasis. Pediatr Clin North Am 1995; 42:1343-1363. 9. Steiner MJ, DeWa LDA, Byerley JS. Is this child dehydrated? JAMA 2004; 291:2746-2754. 10. Kalen RJ, Lonergan JM. Fluid resuscitation of acute hypovolemic hyperfusion states in pediatrics. Pediatr Clin Nor Am 1990; 37:287-294. 11. Boineau FG, Lewy JE. Estimation of parenteral fluid requirements. Pediatr Clin Nor Am 1990; 37:257-263. 12. Holliday MA, Friedman AL, Wassner SJ. Extracellular fluid restoration in dehydration: a critique of rapid versus slow. Pediatr Nephrol 1999; 13:292-297. 13. Poole GV, Meredith JW, Pennell T, Mills SA. Comparison of colloidsand crystalloids in resuscitation from hemorrhagic shock. Surg Gynecol Obstet 1982; 154:577-586. 14. El Dahr SS, Chevalier RL. Special needs of the newborn infant in fluid therapy. Pediatr Clin Nor Am 1990; 37:323-336. 15. Heulitt M, Brink LW. Fluid and electrοlyte abnormalities and starvation in Toro Figueroa, D.L. Levin. Essentials of pediatric intensive care manual Morriss 1992; p. 296-319. 16. Roberts KB. Fluid and electrolytes: parenteral fluid therapy. Pediatr Rev 2001; 22:380-387. 17. Berry PL, Belsha CW. Hyponatremia Pediatr Clin North Am 1990; 37:351-363. 18. Sterns RH, Riggs JE, Schoschet SS. Osmotic demyelination syndrome following corraction of hyponatremia. N. Engl. J Med 1986; 314:1535-1542. 19. Sterns RH, Thomas DJ, Herndon RM. Brain Dehydration and neurologic deterioration after rapid correction of hyponatremia. Kidn Int 1989; 35:69-77. 20. Thurston JH, Hauhart RE. Brain aminoacids decrease in chronic hyponatremia and rapid correction causes brain dehydration. Possible clinical significance. Life Sci 1987; 40:2539-2542. 21. Valsamis M, Peress NS,Wright LD. Central pontine myelinolysis in childhood. Arch Neurol 1971; 25:307-312. 22. Conley SB. Hypernatremia Pediatr Clin Nor Am 1990; 37:365-371. 23. Moritz ML, Ayus JC. Disorders of water metabolism in children. Hyponatremia and hypernatremia 2002; 23:371-380. 24. Simmons MA, Adcock EW, Bard H, Battaglia FC. Hypernatremia and intracranial hemmorhage in neonates. N Engl J Med 1974; 291:6-10. 25. Thurston JH, Hauhart RE, Dirgo JA. Taurine: A role in osmotic regulation of mammalian brain and possible clinical significance. Life Sci 1980; 26:1561-1568. 26. Trachtman H, Barbour R, Sturman JA, Finberg L. Taurine and osmoregulation. Taurine is acerebral osmoprotective molecule in chronic hypernatremic dehydration. Pediatr Res 1988; 23:35-39.