Τι οόματα περιλαμβάει η πρώτη κλίση; Η πρώτη κλίση στα αρχαία ελληικά περιλαμβάει οόματα αρσεικά και θηλυκά. Δε περιλαμβάει ουδέτερα (ευτυχώ). Στα αρσεικά αήκου όσα λήγου σε: 1., π.χ. στρατιώτη και σε 2. -α, π.χ. λοχία Στα θηλυκά αήκου όσα λήγου σε: 1., π.χ. ψυχή, μουσική και σε 2. -α, π.χ. ὥρα, γλῶσσα Εδώ όμω χρειάζεται λίγη προσοχή, γιατί από τα θηλυκά σε -α άλλα 1. σχηματίζου τη γεική σε -α, π.χ. ὥρα, ὥρα και άλλα 2. σχηματίζου τη γεική σε, π.χ. γλῶσσα, γλώσση. Ποια σχηματίζου τη γεική σε σε -α και ποια σε θα το δούμε παρακάτω, ότα θα εξετάσουμε τη κλίση τω θηλυκώ. Προ το παρό α έχουμε στο ου μα τι παρακάτω: Παρατηρήσει: Το -α στη κατάληξη -α είαι άλλοτε μακρόχροο και άλλοτε βραχύχροο δε παρακάτω Το -α στη κατάληξη -α σε οποιαδήποτε πτώση είαι πάτοτε μακρόχροο, π.χ. τῆ χώρᾱ Η γεική του πληθυτικού τοίζεται στη λήγουσα και παίρει περισπωμέη, π.χ. τῶ χωρῶ Συγκετρωτικό πίακα ουσιαστικώ α' κλίση αρσεικά σε: -α πολίτη
λοχία θηλυκά σε: ψυχή, -α -α ὥρα, ὥρα γλῶσσα, γλώσση ασυαίρετα ουσιαστικά καταλήξει τω ουσιαστικώ τη α' κλίση Τα αρσεικά ουσιαστικά σε -α και σε είαι παρόμοια με τα έα ελληικά. Βεβαίω έχου και κάποιε διαφορέ. Είαι ευόητο ότι με το πέρασμα του χρόου κάποια πράγματα έχου αλλάξει. Για α διαπιστώσει αυτέ τι αλλαγέ, μπορεί α δει αυτέ τι ασκήσει: για τα ουσιαστικά λοχία, πολίτη, ὥρα, γλῶσσα, ψυχή. Οι καταλήξει τω ουσιαστικώ τη α' κλίση είαι οι παρακάτω. Όπω διαπιστώει, στο πληθυτικό αριθμό τα αρσεικά και τα θηλυκά έχου τι ίδιε καταλήξει.
Εικό αρσεικά θηλυκά σε -α σε σε -α σε ο. γε. δοτ. αιτ. κλ. -α -ου -ᾳ -α -α -ου -ῃ -α ή -α -α ή -ᾳ ή -ῃ -α -α -ῃ Πληθυτικό ο. γε. δοτ. αιτ. κλ. -αι -ῶ -αι -α -αι
αρσεικά σε -α και σε σε -α σε (οξύτοα σε (παροξύτοα σε ) ) ὁ εαί-α ποιητ-ή στρατιώτ εὐπατρίδ τοῦ εαί- ποιητ-οῦ στρατιώτ-ου εὐπατρίδ-ου τῷ ου ποιητ-ῇ στρατιώτ-ῃ εὐπατρίδ-ῃ τὸ εαί-ᾳ ποιητ-ή στρατιώτ εὐπατρίδ εαία ποιητ-ά στρατιώτ-α εὐπατρίδ εαί-α οἱ εαί-αι ποιητ-αί στρατιῶτ-αι εὐπατρίδ-αι τῶ εαι- ποιητ-ῶ στρατιωτ-ῶ εὐπατριδ- ῶ ποιητ- στρατιώτ-αι ῶ τοῖ τοὺ εαίαι εαί-α εαί-αι αῖ ποιητ-ά ποιητ-αί στρατιώτ-α στρατιῶτ-αι εὐπατρίδαι εὐπατρίδ-α εὐπατρίδ-αι Σχηματίζου τη κλητική του εικού σε -α:
τα εθικά: Πέρσα, Σκύθα όσα λήγου σε -τη, π.χ. ποιητά τα σύθετα με β' συθετικό ρήμα, π.χ. γυμασιάρχα, παιδοτρίβα, βιβλιοπῶλα Θηλυκά Όπω είπαμε και παραπάω τα θηλυκά τα συατάμε με δύο καταλήξει: σε -α και σε. Από αυτά που λήγου σε -α άλλα σχηματίζου τη γεική σε -α και άλλα σε. θηλυκά σε -α (γεική - (οξύτοα (παροξύτο (προπαροξύτο (παροξύτο (παροξύτο ) ἡ στρατι-ά πολιτεί-α ἀλήθει-α ὥρ-α σφαῖρ-α τῆ στρατι- πολιτεί-α ἀληθεί-α ὥρ-α σφαίρ-α ᾶ πολιτεί-ᾳ ἀληθεί-ᾳ ὥρ-ᾳ σφαίρ-ᾳ τῇ στρατι-ᾷ πολιτεί-α ἀλήθει-α ὥρ-α σφαῖρ-α τὴ στρατιά πολιτεί-α ἀλήθει-α ὥρ-α σφαῖρ-α στρατι-ά αἱ στρατι-αί πολιτεῖ-αι ἀλήθει-αι ὧρ-αι σφαῖρ-αι τῶ στρατι- πολιτει-ῶ ἀληθει-ῶ ὡρ-ῶ σφαιρ-ῶ ῶ πολιτεί-αι ἀληθεί-αι ὥρ-αι σφαίρ-αι ταῖ στρατι-
αῖ πολιτεί-α ἀληθεί-α ὥρ-α σφαίρ-α τὰ στρατι- πολιτεῖ-αι ἀλήθει-αι ὧρ-αι σφαῖρ-αι ά στρατι-αί Στα παραπάω ουσιαστικά σε α η γεική του εικού σχηματίζεται σε -α. Αυτό γίεται, ότα στη οομαστική πρι από το -α υπάρχει φωήε (στρατιά, πολιτεία, ἀλήθει ή ρ (ὥρα, σφαῖρ. Το α αυτό είαι μακρόχροο και λέγεται καθαρό. Εξαιρέσει: Το καθαρό -α δε είαι μακρόχροο αλλά βραχύχροο. Ότα η λέξη τοίζεται στη προπαραλήγουσα π.χ. ἡ ἀλήθεια, ἡ εὐσέβεια Στα οόματα: γραῖα, μαῖα, μυῖα, Στα οόματα: μοῖρα, πεῖρα, πρῶρα, σφαῖρα, σφῦρα Σημείωση: Στη αιτιατική και κλητική του εικού το -α είαι μακρόχροο ή βραχύχροο, όπω στη οομαστική του εικού, π.χ. ἡ ὥρα, τή ὥρα, ὥρα, ἡ σφαῖρα, τή σφαῖρα, σφαῖρα, ἡ γλῶσσα, τή γλῶσσα γλῶσσα θηλυκά σε -α (γεική )
ἡ (παροξύτο γλῶσσ-α (προπαροξύτο τράπεζ-α τῆ τῇ τὴ γλώσσ γλώσσ-ῃ γλῶσσ-α γλῶσσ-α τραπέζ τραπέζ-ῃ τράπεζ-α τράπεζ-α αἱ γλῶσσ-αι τράπεζ-αι τῶ ταῖ τὰ γλωσσ-ῶ γλώσσ-αι γλώσσ-α γλῶσσ-αι τραπεζ-ῶ τραπέζ-αι τραπέζ-α τράπεζ-αι Στα παραπάω ουσιαστικά η γεική του εικού σχηματίζεται σε. Αυτό γίεται, ότα στη οομαστική πρι από το -α υπάρχει σύμφωο, εκτό από το ρ. Το α αυτό είαι βραχύχροο και λέγεται μη καθαρό.
θηλυκά σε (γεική ) ἡ (οξύτο ψυχ-ή (παροξύτο κώμ τῆ τῇ τὴ ψυχ-ῆ ψυχ-ῇ ψυχ-ή ψυχ-ή κώμ κώμ-ῃ κώμ κώμ αἱ ψυχ-αί κῶμ-αι τῶ ταῖ τὰ ψυχ-ῶ ψυχ-αῖ ψυχ-ά ψυχ-αί κωμ-ῶ κώμ-αι κώμ-α κῶμ-αι Πίακα ασυαίρετω ουσιαστικώ τη α' κλίση (που δείχει ιδίω τη ορθογραφία τω λέξεω)
1. Αρσεικά σε -ᾱ: κοχλία (ῐ), λοχία (ῐ), τραυματία (ῐ), Γοργία (ῐ), Ἱππία (ῐ), Καλλία (ῐ), Φιτία (ῐ), μαδύα (ῠ), Αἰεία β) σε : εὐπατρίδη (ῐ), Εὐριπίδη (ῐ), Πελοπίδη (ῐ), Ατρείδη, Ἡρακλείδη, Αἰσχίη, ἐλάτη (ᾰ), ἁμαξηλάτη (ᾰ), ἁρματηλάτη (ᾰ), ἐργάτη (ᾰ), πελάτη (ᾰ), πλάστη (ᾰ), Ἐλεάτη (ᾱ), Κροτωιάτη (ᾱ), Σπαρτιάτη (ᾱ), Τεγεάτη (ᾱ), κομήτη, κωμήτη, πλαήτη, προφήτη, σφεδοήτη, Αἰγιήτη, ἀθλητή, μαθητή, μιμητή, ζευγίτη (ῑ), μεσίτη (ῑ), ὁπλίτη (ῑ), πολίτη (ῑ), τεχίτη (ῑ), Ἀβδηρίτη (ῑ), Σταγιρίτη (ῑ), κριτή, ἀκοτιστή, δύτη (ῠ), θύτη (ῠ), λύτη (ῠ), πρεσβύτη (ῡ), μηυτή, δεσμώτη, ἠπειρώτη, θιασώτη, ἰδιώτη, ησιώτη, πατριώτη, ζηλωτή, μισθωτή, ἀγρότη, δεσπότη, δημότη, ἐξωμότη ἱππότη, προδότη, τοξότη 2. Θηλυκά σε -α, -α: Πλάταιᾰ, Φώκαιᾰ, ἐλαία, ἡλιαία, κεραία, σημαία, μηλέα, πτελέα, γεεά, δωρεά, βοήθειᾰ, ἐέργειᾰ, ἀμέλειᾰ, ἐπιμέλειᾰ, ἀσέβειᾰ, εὐσέβειᾰ, ἔδειᾰ, ὠφέλειᾰ (και ὠφελίᾱ), βασίλειᾰ, ἱέρειᾰ, ἀκρώρειᾰ, Ὀδύσσειᾰ, Ματίειᾰ, Ψυττάλειᾰ, ἁλιεία, βασιλεία, δουλεία, ἐφορεία, στρατεία, ἀδρεία, λεία, Ἐρέτριᾰ, αὐλήτριᾰ, μαθήτριᾰ, ἀδικία (ῐ), εὐφορία (ῐ), σοφία (ῐ), ἐκκλησία (ῐ), συωμοσία (ῐ), μυρμηκιά, στρατιά, ἄγοια, ἄοια, ἔοια, εὔοια, ὁμόοια, πρόοια, ἄποια, δύσποια, εὔπλοια, ἀπόρροια, ῥοιά, χροιά, Ἅρπυια, ὀργυιά, μητρυιά, μυῖα, γαῖα, γραῖα, μαῖα, μοῖρα, πεῖρα, πρῷρα, σπεῖρα, σφαῖρα, σφῦρα, Αἴθρα, Φαίδρα, αὔρα, λαύρα, σαύρα, θήρα, θύρα β) σε -α, : ἅμιλλα, δίκελλα, θύελλα, βδέλλα, βασίλισσα, μέλισσα, κίσσα (ῐ), πίσσα (ῐ), δίψα (ῐ), κῖσα (ῑ), μᾶζα (μᾱ), μύξα (ῠ), πεῖα, πῖα (ῑ), πρύμα (ῠ) (και πρύμη), ῥίζα (ῐ), ῥῖα (ῑ) (και ῥίη), δράκαιᾰ, θέαιᾰ, θεράπαιᾰ, λέαιᾰ, τρίαιᾰ γ) σε : αἰσχύη (ῡ), βλάβη (ᾰ), δάφη (ᾰ), δίκη (ῐ), δίη (ῑ), ἴλη (ῑ), κλίη ῑ), λίμη (ῐ), λύπη (ῡ), ίκη (ῑ), ύμφη (ῠ), πλάη (ᾰ), πύλη (ῠ), ῥύμη, σκαπάη (ᾰ), σκάφη (ᾰ), σπάθη (ᾰ), τύχη (ῠ), ὕλη (ῡ), φάτη (ᾰ), τιμή, ψυχή...