h:a"i ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ Εργαστήριο Φυσικών και Χημικών Διεργασιών Διπλωματική εργασία: Μελέτη Φαινομένου Διασποράς Ροής Υγρού Υμένα Επιβλέπων: Δρ. Μποντόζογλου Βασίλειος Επιμέλεια : Λαλιώτη Κυρατσώ Βόλος, Ιούλιος 2003
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ Ειαικη Συλλογή «Γκρίζα Βιβλιογραφία» Αριθ. Εισ.: 1600/1 Ημερ. Εισ.: 20-02-2004 Δωρεά: Ταξιθετικός Κωδικός: ΠΤ ΜΜΒ 2003 ΛΑΛ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ 004000070526
Περίληψη Στόχος αυτής της διπλωματικής εργασίας είναι η πειραματική μελέτη του φαινομένου της διασποράς κατά τη ροή του υμένα σε επίπεδο κεκλιμένο τοίχωμα. Ροή υγρού υμένα απαντάται σε συσκευές εναλλαγής θερμότητας, όπως εξατμιστήρες και συμπυκνωτές (falling film evaporators) και σε συσκευές εναλλαγής μάζας, όπως στήλες απορρόφησης με πληρωτικά υλικά. Απαντάται επίσης και σε άλλες πιο σύγχρονες τεχνολογικές διεργασίες, όπως είναι οι ηλεκτροχημικές επιμεταλλώσεις και οι χημικές μετατροπές σε καταλυτικούς αντιδραστήρες. Από την άλλη, η διασπορά είναι μια μορφή ανάμειξης, οπότε σε ένα μικροσκοπικό επίπεδο περιλαμβάνει διάχυση μορίων. Κατά βάση, όμως, η διασπορά είναι η συνεργασία της ροής και της διάχυσης, για να δημιουργήσουν διασπορά. Δηλαδή, με άλλα λόγια, η διασπορά είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα του συνδυασμού της διαφοράς συγκέντρωσης και της ροής ρευστού. Ο σχηματισμός του υμένα γίνεται με τη χρήση πειραματικής συσκευής (κανάλι ροής) ανάλογης αυτής του Liu και η παρατήρηση του με τη μέθοδο απεικόνισης με φθορισμό (fluorescence imaging method). Επιπλέον, για την παραγωγή μη γραμμικής διαταραχής ελεγχόμενης συχνότητας, που χρειαστήκαμε, χρησιμοποιήθηκε κατάλληλη διάταξη με κύρια στοιχεία τη γεννήτρια σήματος, τον ρελαί και τον ηλεκτρομαγνήτη. Στα πλαίσια της διπλωματικής εργασίας μελετήθηκαν τα φαινόμενα της διάχυσης και της διασποράς. Αρχικά, για το φαινόμενο της διάχυσης χρησιμοποιήθηκε διάλυμα χρωστικής ουσίας σε διάλυμα νερού και γλυκερίνης 20% κ.β. Έγιναν δύο είδη πειραμάτων με διαλύματα διαφορετικής περιεκτικότητας σε χρωστική ουσία κάθε φορά. Στην πρώτη σειρά πειραμάτων χρησιμοποιήθηκε λιγότερη ποσότητα χρωστικής ουσίας, ενώ πήραμε τρία διαφορετικά πάχη υμένα, h=0.69 mm., h=1.41 mm. και h=1.90 mm. Στη δεύτερη σειρά πειραμάτων χρησιμοποιήθηκε περισσότερη ποσότητα χρωστικής, ενώ πήραμε ένα μόνο πάχος υμένα, h=0.51 mm. Για τα πειράματα αυτά χρησιμοποιήσαμε γυάλινο στρογγυλό δοχείο, το οποίο τοποθετήθηκε πάνω στο κανάλι ροής, το οποίο σε αυτή τη φάση ήταν επίπεδο. Για τη μελέτη του φαινομένου της διασποράς χρησιμοποιήθηκε, επίσης, διάλυμα χρωστικής ουσίας σε διάλυμα νερού και γλυκερίνης 20% κ.β., ενώ σε όλα τα πειράματα αυτής της σειράς χρησιμοποιήθηκε διάλυμα ίδιας περιεκτικότητας σε χρωστική ουσία. Για τα πειράματα αυτά χρησιμοποιήσαμε αντλία με τη βοήθεια της οποίας αντλούσαμε διάλυμα χρωστικής από το δοχείο που αυτό είχε τοποθετηθεί και το ρίχναμε στο κανάλι ροής. Έγιναν δυο είδη πειραμάτων, χωρίς διαταραχή και με διαταραχή. Στο πείραμα χωρίς διαταραχή, ο
αριθμός Reynolds είναι Re = 21 και το πάχος υμένα είναι h =675.65 mm., ενώ στο πείραμα με διαταραχή, ο αριθμός Reynolds είναι Re= 20, το πάχος υμένα είναι h =668.5 mm., ενώ η συχνότητα της διαταραχής είναι ν=1.5ηζ. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αυτή τη σειρά πειραμάτων το κανάλι ροής είχε κλίση ίση με 3.4. Οι εικόνες που προέκυψαν υπέστησαν ψηφιακοποίηση και επεξεργάστηκαν με τη βοήθεια του λογισμικού πακέτου MatLab. Αποτέλεσμα των πειραμάτων διάχυσης ήταν να αποτύχουμε να απομονώσουμε καθαρή διάχυση μια και το φαινόμενο της συναγωγής έπαιξε σημαντικό ρόλο. Στη συναγωγή, άλλωστε, οφείλεται η συνολική μετακίνηση της σταγόνας και η παραμόρφωση της. Εκτιμούμε ότι το φαινόμενο της συναγωγής προέρχεται από τον τρόπο εισαγωγής του δείγματος του διαλύματος της χρωστικής και από τη φυσική συναγωγή που υπάρχει, η οποία προέρχεται από τη διαφορά συγκέντρωσης μεταξύ του νερού και διαλύματος χρωστικής και από τη διαφορά θερμοκρασίας στην οποία οφείλεται το φαινόμενο της εξάτμισης. Για τη σειρά πειραμάτων χωρίς διαταραχή, όταν έχουμε μικρή παροχή χρωστικής, η μέγιστη ένταση του φωτός είναι χαμηλή. Όσο, τώρα, αυξάνεται η παροχή, αυξάνεται και η ένταση του φωτός μέχρι να φτάσουμε σε μια ικανοποιητική παροχή στην οποία σταθεροποιείται η ένταση του φωτός. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η ένταση του φωτός στο παρών πείραμα συνδέεται κύρια με τη συγκέντρωση χρωστικής. Εκεί που έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα χρωστικής, έχουμε και υψηλότερη ένταση φωτός. Τέλος, επειδή σε αυτή τη σειρά πειραμάτων δεν έχουμε διαταραχή, το ύψος (πάχος υμένα) δεν μεταβάλλεται χρονικά. Ακριβώς τα ίδια συμπεράσματα βγάζουμε και από τη σειρά πειραμάτων με διαταραχή, με τη μόνη διαφορά ότι σε αυτή τη περίπτωση η ένταση του φωτός επηρεάζεται τόσο από το πάχος του υμένα όσο και από τη συγκέντρωση χρωστικής. Επειδή σε αυτή τη σειρά πειραμάτων έχουμε και διαταραχή, το ύψος (πάχος υμένα) μεταβάλλεται χρονικά. Άρα, το βασικότερο συμπέρασμα του πειράματος είναι ότι ύπαρξη μεγάλων διδιάστατων κυμάτων ενισχύει την εγκάρσια διασπορά του ιχνηθέτη.
Ευ/αριστίες Τελειώνοντας αυτή τη διπλωματική εργασία και κατ επέκταση τις σπουδές μου σε αυτό το τμήμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιους ανθρώπους. Πρώτο θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή αυτής της διπλωματικής εργασίας, κ. Βασίλη Μποντόζογλου. Τον ευχαριστώ για την καθοδήγηση που μου έδωσε ώστε να ολοκληρωθεί η εργασία αυτή, όπως και για τη συνέπεια, το ενδιαφέρον και την ευγένεια του καθ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας μας. Το άτομο με το οποίο συνεργάστηκα περισσότερο και το οποίο αναμφίβολα αξίζει ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ, είναι η υποψήφια διδάκτορας του τμήματος, Κατερίνα Αργυριάδη. Η συνέπεια της βοήθησε στο να έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία, ενώ το ενδιαφέρον της καθώς και η υπομονή της στις συνεχείς απορίες μου, ήταν αυτά, που με βοήθησαν να τελειώσω αυτή τη διπλωματική εργασία. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τις φίλες μου και συναδέλφους μου πλέον, Όλγα Λιάντη και Ιωάννα Παλιανοπούλου για όλα αυτά που περάσαμε μαζί, καλά και κακά. Τις ευχαριστώ για τη βοήθεια τους, τις συμβουλές τους, τη συμπαράσταση τους και κυρίως για την υπομονή τους. Θέλω να πιστεύω ότι αυτή είναι η αρχή μιας φιλίας που τώρα ξεκινάει... Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου και την αδερφή μου, Ειρήνη, για την ψυχολογική και κυρίως υλική υποστήριξη που μου έχουν προσφέρει.
Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1 Σελίδα Εισαγωγή... 1 Κεφάλαιο 2 Θεωρητική Ανάλυση - Βιβλιογραφική Ανασκόπηση... 3 2.1 Η Βασική Ροή Σε Επίπεδο Τοίχωμα...3 2.2 Μοναχικά Κύματα...6 2.3 Η Μη Γραμμική Εξέλιξη Σε Επίπεδο Τοίχωμα...10 2.4 Διάχυση - Διασπορά...27 Κεφάλαιο 3 Η Πειραματική Μεθοδολογία... 34 3.1 Η Πειραματική Διάταξη... 34 3.1.1 Το Κανάλι Ροής...34 3.1.2 Το Σύστημα Επιβολής Διαταραχών...38 3.1.3 Οι Ιδιότητες Του Ρευστού... 40 3.2 Μέθοδος Απεικόνισης Με Φθορισμό...41 3.3 Βαθμονόμηση Πειραματικής Μεθόδου - Επεξεργασία Εικόνων... 44 3.4 Περιγραφή Πειραμάτων Διάχυσης...46 3.5 Περιγραφή Πειραμάτων Διασποράς...47
Κεφάλαιο 4 4.1 Παρουσίαση Και Σχολιασμός Πειραμάτων Διάχυσης...50 4.1.1 Αποτελέσματα Πειραμάτων Διάχυσης...50 4.1.2 Σύνοψη Πειραμάτων Διάχυσης... 59 4.2 Παρουσίαση Και Σχολιασμός Πειραμάτων Διασποράς...61 4.2.1 Αποτελέσματα Πειραμάτων Διασποράς...61 4.2.1. α. Πειράματα Χωρίς Διαταραχή...61 4.2.1. β. Πειράματα Με Διαταραχή... 75 4.2.2 Σύνοψη Πειραμάτων Διασποράς... 90 Κεφάλαιο 5 5.1 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διάχυσης - Προτάσεις... 93 5.1.1 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διάχυσης...93 5.1.2 Προτάσεις... 93 5.2 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διάχυσης - Προτάσεις...94 5.2.1 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διασποράς Χωρίς Διαταραχή...94 5.2.2 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διασποράς Με Διαταραχή...95 5.2.3 Προτάσεις... 96 Βιβλιογραφικές Αναφορές...97 Παράρτημα...99
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή Το πρόβλημα της ροής υγρού υμένα πάνω από κεκλιμένο επίπεδο τοίχωμα έχει απασχολήσει αρκετούς ερευνητές, εξαιτίας των θεωρητικών και πρακτικών εφαρμογών του. Ροή υγρού υμένα απαντάται σε συσκευές εναλλαγής θερμότητας, όπως εξατμιστήρες και συμπυκνωτές (falling film evaporators) και σε συσκευές εναλλαγής μάζας, όπως στήλες απορρόφησης με πληρωτικά υλικά. Απαντάται επίσης και σε άλλες πιο σύγχρονες τεχνολογικές διεργασίες, όπως είναι οι ηλεκτροχημικές επιμεταλλώσεις και οι χημικές μετατροπές σε καταλυτικούς αντιδραστήρες. Όπως έχει πρακτικά διαπιστωθεί από το πλήθος των εφαρμογών κατά τη ροή υγρού υμένα πάνω από επιφάνειες επίπεδες ή με κάποιου είδους διαμόρφωση, εντατικοποιούνται οι συντελεστές μεταφοράς μάζας και θερμότητας. Είναι προφανές τόσο από τα θεωρητικά, όσο και από τα πειραματικά αποτελέσματα, ότι αυτή η εντατικοποίηση των συντελεστών είναι συνάρτηση των ρευστοδυναμικών χαρακτηριστικών του υμένα, όπως του μέσου πάχους του υμένα, του ύψους των κυμάτων που εμφανίζονται, του είδους των κυμάτων, καθώς και των διαφόρων δισδιάστατων και τρισδιάστατων ασταθειών. Στόχος αυτής της διπλωματικής εργασίας είναι η πειραματική μελέτη του φαινομένου της διασποράς κατά τη ροή του υμένα σε επίπεδο κεκλιμένο τοίχωμα. Ο σχηματισμός του υμένα γίνεται με τη χρήση πειραματικής συσκευής ανάλογης αυτής του Liu και η παρατήρηση του με τη μέθοδο απεικόνισης με φθορισμό (fluorescence imaging method). Επιπλέον, για την παραγωγή μη γραμμικής διαταραχής ελεγχόμενης συχνότητας, που χρειαστήκαμε, χρησιμοποιήθηκε κατάλληλη διάταξη με κύρια στοιχεία τη γεννήτρια σήματος, τον ρελαί και τον ηλεκτρομαγνήτη. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μια θεωρητική ανάλυση για το πρόβλημα της ροής υγρού υμένα σε επίπεδο τοίχωμα, αν θεωρήσουμε ότι το ρευστό είναι νευτωνικό με σταθερό ιξώδες, ασυμπίεστο, η ροή μόνιμη και στρωτή και το πάχος του υμένα ομοιόμορφο. Επίσης, επιχειρείται να παρουσιαστεί η μέχρι σήμερα ερευνητική δραστηριότητα που σχετίζεται με το θέμα αυτό. Τέλος γίνεται αναφορά στη θεωρεία των μοναχικών κυμάτων και στα φαινόμενα της διασποράς και της διάχυσης. Στο τρίτο κεφάλαιο αρχικά παρουσιάζεται η πειραματική διάταξη που χρησιμοποιήθηκε, όπως και η διάταξη επιβολής περιοδικών μη γραμμικών διαταραχών. Έπειτα, αναλύεται η 1
διαδικασία των μετρήσεων, ενώ παρουσιάζεται η μέθοδος απεικόνισης με φθορισμό. Ακόμα, αναφέρεται ο τρόπος βαθμονόμησης της διαδικασίας και η διαδικασία επεξεργασίας των αποτελεσμάτων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Στο τέταρτο κεφάλαιο εκθέτονται τα πειραματικά αποτελέσματα που προέκυψαν από τις σειρές πειραμάτων για τα φαινόμενα της διάχυσης και της διασποράς. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρονται τα συμπεράσματα που εξήχθησαν από την ανάλυση των πειραματικών αποτελεσμάτων. 2
Κεφάλαιο 2 Θεωρητική Ανάλυση - Βιβλιογραφική Ανασκόπηση Στο 2 κεφάλαιο δίνεται μια περιγραφή της βιβλιογραφίας, η οποία σχετίζεται με τη ροή υγρού υμένα, υπό την επίδραση της βαρύτητας, πάνω από κεκλιμένο επίπεδο τοίχωμα. Καταστρώνονται οι εξισώσεις που περιγράφουν τη ροή υγρού υμένα σε επίπεδο τοίχωμα και παρατίθενται θεωρητικά και πειραματικά αποτελέσματα για τη γραμμική ευστάθεια και τη μη - γραμμική εξέλιξη ασταθών διαταραχών. Τέλος γίνεται αναφορά στα μοναχικά κύματα και στα φαινόμενα της διασποράς και της διάχυσης. 2.1 Η βασική ροή σε επίπεδο τοίχωμα Για την επίλυση του προβλήματος της διδιάστατης (2-D) ροής ομοιόμορφου λεπτού υγρού υμένα σε κεκλιμένο επίπεδο τοίχωμα, θεωρούμε ότι η ροή είναι ασυμπίεστη, στρωτή και το πάχος του υμένα ομοιόμορφο, οπότε η διαφορική εξίσωση της συνέχειας παίρνει τη μορφή: du, du, + + du. = 0 (2.1). dx dy dz Επειδή το ρευστό κινείται μόνο κατά τη διεύθυνση χ, θα είναι: Uy=Uz= 0 (2.2) οπότε η εξίσωση της συνέχειας γίνεται: dx = 0 (2.3) Αν θεωρήσουμε επιπλέον ότι το ρευστό είναι νευτωνικό, με σταθερό ιξώδες τότε μπορούμε να εφαρμόσουμε τις διαφορικές εξισώσεις Navier - Stokes κατά τις διευθύνσεις x και y, οπότε παίρνουμε λαμβάνοντας υπόψη και τις εξισώσεις (2.2) και (2.3): ρ du, dt dp dx d2uy + P-gx+P T dy (2.4) 3
n dp o = - + p-gy (2.5) du. Επίσης, αν θεωρήσουμε ότι η ροή είναι μόνιμη τότε = 0 (2.6), οπότε η σχέση (2.4) dt Α_ dp tfux γίνεται: 0- + ρ gx+ μ 2 οχ dy (2.7) Από τη σχέση (2.5) προκύπτει ότι p(y)=p-gy-y+c (2.8). Όμως, στη διεπιφάνεια υγρού - αέρα η πίεση είναι σταθερή και ίση με την ατμοσφαιρική πίεση, δηλαδή Ρ X, hjj - Patm (2.9) για κάθε χ. Έτσι, η σχέση (2.8) λόγω της συνοριακής συνθήκης (2.9) γίνεται: Ρ h^j _ ρ cjy hj<j + C - Patm => C Patm - p cjy οπότε P y = P^yY + patm - pgyhn (2.10). Επίσης, από τη σχέση (2.9) προκύπτει ότι η πίεση δεν εξαρτάται από το x στη διεπιφάνεια, δρ οπότε -----= 0 και η σχέση (2.7) δίνει: dx d2ur μ- dy -pgx djl dy g X f λ μ y+c\ (2.11) κρ; u,(.y) = - -^r+cry + c2 (2.12) v 2 Οι οριακές συνθήκες είναι: Για y = hn, στην ελεύθερη επιφάνεια του ρευστού, η διατμητική τάση μηδενίζεται, οπότε θα ισχύει: du Tyx=-P~ dy y=h = 0 du dy y=^ (2.11) gx = 0 => C, = -hή (2.13) Για γ = 0. ισχύει η συνθήκη μη ολίσθησης στη διεπιφάνεια μεταξύ τοιχώματος ρευστού (2.12) οπότε: i/t(> = 0) = 0 => C2 = 0 (2.14) Με αντικατάσταση των σχέσεων (2.13) και (2.14) στη (2.12) παίρνουμε: 4
Ux(y) = 8, y.2 \ (2.15) frv.wdy (2.15) h Ή gx K _ g-hjj - sinφ 3 v 3-v (2.16) Uw=UAhN) = gpk _8-K 'sin^ 2-v 2-v (2.17) Η διαμόρφωση της ελεύθερης επιφάνειας του υγρού υμένα απασχόλησε πολλούς ερευνητές, επειδή είναι άγνωστη και ουσιαστικά αποτελεί το ζητούμενο του προβλήματος. Αυτό το πρόβλημα γίνεται μη-γραμμικό και η επίλυση του απαιτεί περίπλοκες μαθηματικές μεθόδους. Για την περιγραφή της ροής του υμένα απαιτούνται δύο ανεξάρτητοι αδιάστατοι αριθμοί: Ο αριθμός Reynolds: Re - --- --- - (2.18), ο οποίος αποτελεί το λόγο των ν ν αδρανειακών δυνάμεων προς τις δυνάμεις ιξώδους. γ Ο αριθμός Kapitza: Κα =------- -------- ρ ν ^ g ^ (2.19), ο οποίος αποτελεί σχέση των φυσικών ιδιοτήτων του ρευστού και χαρακτηρίζει το χρησιμοποιούμενο ρευστό. Στις παραπάνω σχέσεις είναι: U : η μέση ταχύτητα, hn : το πάχος του επίπεδου υμένα κατά Nusselt, ρ: η πυκνότητα του ρευστού, γ: η επιφανειακή τάση, g: η επιτάχυνση της βαρύτητας και q -U -hn: η ογκομετρική παροχή ανά μονάδα πλάτους. Πολλές φορές στην βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ο αριθμός Weber, We =---- r ------, P-Ux -hn αντί του αριθμού Kapitza. Ωστόσο, ο αριθμός Kapitza έχει το πλεονέκτημα ότι είναι συνάρτηση μόνο των φυσικών ιδιοτήτων του ρευστού και είναι ανεξάρτητος της παροχής του ρευστού. 5
2.2 Μοναχικά Κύματα Τα μοναχικά κύματα, που συνήθως είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης ενός μεγάλου μέγιστου κύματος και πολλών βοηθητικών, δημιουργούνται λόγω της μη γραμμικής συμπεριφοράς υγρών υμένων που ρέουν σε ένα κεκλιμένο επίπεδο. Αυτά τα μοναχικά κύματα δεν θα έπρεπε να συγχέονται με τα σολιτονικά κύματα, μια και τα προηγούμενα αλληλεπιδρούν ισχυρά και προέρχονται από ιξώδη ροή. Τα μοναχικά κύματα σε ροή υμένα παρατηρήθηκαν πρώτα από τον Kapitza και στη συνέχεια μελετήθηκαν και από άλλους ερευνητές. Τέτοιες ροές είναι και ένα είδος μετάβασης στη τύρβη, μια διαδικασία που ίσως να γίνει περισσότερο κατανοητή μέσα από την δυναμική των μοναχικών κυμάτων. Ακόμη έχουν παρατηρηθεί και άλλες κατανοητές δομές όπως τυρβώδη στίγματα σε ροές υμένα. Περιορισμένες συνεκτικές δομές όπως οι ατέλειες και τα μοναχικά κύματα παίζουν συχνά βασικό ρόλο σε έντονα μη γραμμικά φαινόμενα, όπως το χωροχρονικό χάος και η τυρβώδης ροή. Όταν ένα σύστημα ρευστού περιέχει συνεκτικές δομές, συνθέτοντας μη γραμμικά φαινόμενα, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να περιγράφει από την κίνηση αυτών των στοιχειωδών στοιχείων, οδηγώντας σε μια δραματική μείωση των βαθμών ελευθερίας. Η ροή υμένων είναι ασταθής σε διαταραχές σε αρκετά μεγάλο μήκος κύματος όταν ο αριθμός Reynolds είναι άνω της κρίσιμης τιμής Κες=(5/6)οοΐβ, όπου β είναι η γωνία κλίσης που δημιουργείται ανάμεσα στον υμένα και στο οριζόντιο επίπεδο. Ο αριθμός Reynolds, Re = u hn/ v βασίζεται στο αδιατάραχτο πάχος υμένα h», στη μέση ταχύτητα του υγρού ΰ και στο κινηματικό ιξώδες ν. Ο αριθμός Weber ορίζεται εναλλακτικά και ως W = γ^ρΐΐο^ίηβ) και χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει την επίδραση της τάσης της επιφάνειας, όπου γ είναι η τάση της επιφάνειας, ρ η πυκνότητα του υγρού και g η βαρυτική επιτάχυνση. Η αρχική αστάθεια είναι μεταφερόμενη και τα κύματα που προκύπτουν φαίνεται να είναι ενισχυμένος θόρυβος. Σύμφωνα με τα πειράματα των Liu & Gollub (1994) η μη γραμμική εξέλιξη των περιοδικά εξαναγκασμένων κυμάτων εξαρτάται έντονα από την αρχική συχνότητα f καθώς προσδιορίζεται από μικρές διαταραχές κοντά στην είσοδο. Διδιάστατα μοναχικά κύματα εμφανίζονται σε χαμηλές συχνότητες καθώς κορεσμένα πεπερασμένου πλάτους περιοδικά κύματα δημιουργούνται σε υψηλές συχνότητες. Αυτά τα περιοδικά μη γραμμικά κύματα είναι συνήθως ασταθή σε επιπλέον διδιάστατες και τριδιάστατες αστάθειες και αναπτύσσονται σε χαοτικούς χωροχρονικούς τύπους που καταλήγουν σε μοναχικά κύματα αρκετά μακριά από την κατεύθυνση του ρεύματος. 6
Τα φυσικά μη εξαναγκασμένα κύματα λόγω του περιβάλλοντος θορύβου ενισχύονται επιλεκτικά ως υμένες που ρέουν κατά την κατεύθυνση του ρεύματος και ο μέσος όρος του μήκους κύματος είναι αρχικά κοντά στην κλίμακα του μήκους που προσδιορίζεται από το πιο ενισχυμένο αριθμό κύματος. Ωστόσο τα κορεσμένα περιοδικά κύματα δεν συναντιούνται χωρίς εξαναγκασμό λόγω της μη γραμμικής αλληλεπίδρασης και του μεταφερόμενου χαρακτήρα της αστάθειας. Αντίθετα τα πλήρως αναπτυγμένα τρισδιάστατα κύματα είναι πάντα ακανόνιστα και αρχικά αποτελούνται από τυχαία κατανεμημένες μεγάλες μοναχικές καμπούρες που ελέγχουν την υδροδυναμική συμπεριφορά και τις συναφείς διαδικασίες μεταφοράς. Συνεπώς, μετά από επαρκή μη γραμμική εξέλιξη, η ροή κυριαρχείται από μοναχικά κύματα τα οποία είτε εξαναγκάζονται περιοδικά είτε όχι. Αυτό το κύριο χαρακτηριστικό της ύπαρξης μοναχικών κυμάτων υποδηλώνει ότι μια θεωρία κατανόησης τους ίσως να έχει κάποια αξία στη περιγραφή της χαοτικής δυναμικής της ροής υμένα Το θεωρητικό πρότυπο της ροής υμένα ήταν εστιασμένο στη γραμμική και στην ασθενή μη γραμμική ανάλυση πριν το 1980. Από τότε οι ερευνητές έχουν κάνει σημαντική πρόοδο στην έντονα μη γραμμική συμπεριφορά, όπως η εξέλιξη των μοναχικών κυμάτων χρησιμοποιώντας τη θεωρεία δυναμικών συστημάτων και αριθμητικές προσομοιώσεις. Μία εξίσωση εξέλιξης, που να μπορεί να συγκεντρώσει τα περισσότερα από τα μη γραμμικά φαινόμενα επακριβώς, δεν είναι διαθέσιμη. Ωστόσο μια συστηματική ασυμπτωτική ανάπτυξη αποδίδει μια γνωστή εξίσωση, που οφείλεται στον Benney (1966) και ισχύει για Re κοντά στο Rec. Αυτή η εξίσωση είναι επιτυχημένη στο να περιγράφει την αρχική εξέλιξη των μη γραμμικών κυμάτων. Η αδιάστατη μορφή αυτής της εξίσωσης είναι: h, + 2 h2 hx + 2/3 [(4/5) Rh6 hx - h3 hx cotp + Wh3 hxxx ]x = 0 (2.1) σε πρώτη τάξη στον αδιάστατο αριθμό κύματος α=2π!ΐο/λ, όπου λ είναι το μήκος κύματος ενώ οι δείκτες x και t δηλώνουν μερικές παραγώγους. Η κλίμακα του μήκους και του χρόνου είναι Ιιν και Ιιν / u max αντιστοίχως. Ωστόσο αυτή η εξίσωση μπορεί να παράγει ιδιομορφίες σε πεπερασμένο χρόνο και είναι περιορισμένης καταλληλότητας. Η εξίσωση Kuramoto - Sivashinsky (KS) για ροή υμένα : φ( + 2 φχ + 4φφχ + 8/15(R - 5/4 οοίβ) φπ + 2/3 \Υφχχχχ = 0 (2.2) δεν έχει ιδιομορφίες αλλά η καταλληλότητα της περιορίζεται για Re πολύ κοντά στο Rec και μικρό πλάτος κύματος cp=h-l. Οι Chang, Demekhin και Kopelevich (1993) έδειξαν ότι τα 7
κατάλληλα μοντέλα εξισώσεων για μη γραμμικά κύματα σε μεγαλύτερο Re έχουν παρόμοια συμπεριφορά με αυτά της εξίσωσης KS. Συνεπώς η εξίσωση KS και οι προεκτάσεις της μπορούν να εξασφαλίσουν ένα σημείο εκκίνησης για τη θεωρητική μελέτη της ροής υμένα. Οι Chang et al (1993) μελέτησαν τα σταθερά περιοδεύοντα κύματα σε κάθετα πτωτικούς υμένες χρησιμοποιώντας την εξίσωση KS για Re» Rec=0 και ένα μοντέλο οριακού στρώματος (BL) για Re>0. Υποθέτοντας μεγάλο μήκος κύματος και ισχυρή επιφανειακή τάση, το μοντέλο BL απλουστεύει την εξίσωση Navier- Stokes και τις οριακές συνθήκες σε μια άλλη ομάδα εξισώσεων που είναι κατάλληλη για τα περισσότερα ρευστά με Re<500 και είναι ευκολότερο να την μελετήσεις αριθμητικά από την πλήρη εξίσωση των Navier- Stokes. Οσο το Re πλησιάζει το μηδέν οι λύσεις του σταθερού κύματος της εξίσωσης BL προσεγγίζουν αυτές της εξίσωσης KS. Βρέθηκαν δύο οικογένειες μη γραμμικών κυμάτων, γι και γ2. Ένα κύμα της οικογένειας γι έχει μικρότερη ταχύτητα από το αντίστοιχο γραμμικό του ίδιου αριθμού κύματος, ενώ της οικογένειας γ2 ταξιδεύει γρηγορότερα. Τα μοναχικά κύματα στην οικογένεια γ2 λέγονται θετικά εξαιτίας των μοναχικών καμπουρών τους, ενώ τα μοναχικά κύματα της γι λέγονται αρνητικά λόγω των μοναχικών κοιλοτήτων τους.[αυτούς τους δύο τύπους μοναχικών κυμάτων τους σημείωσαν και οι Pumir, Manneville και Pomeau (1983)]. Η οικογένεια γι είναι τόσο ασταθής για μεγάλα μήκη κύματος,ώστε να εμφανίζεται μόνο σε μικρά μήκη κύματος, καθώς η οικογένεια γ2 επικρατεί για μακρά κύματα. Αυτές οι προβλέψεις δεν έχουν επαληθευθεί πειραματικά. Οι αλληλεπιδράσεις των μοναχικών κυμάτων σε ροή υμένα είναι πολύ διαφορετική από τα σολοτονικά στα παραδοσιακά συστήματα λόγω της ιξώδους φύσης της ροής. Υπάρχουν πολλές θεωρητικές και αριθμητικές μελέτες των αλληλεπιδράσεων των μοναχικών κυμάτων σε μη γραμμικά μοντέλα, που είναι πιθανόν σχετικά με τη ροή υμένα. Οι Kawahara & Toh (1988) και αργότερα οι Elphick et al (1991) μελέτησαν τις αλληλεπιδράσεις των παλμών χρησιμοποιώντας μια εκτεταμένη εξίσωση KS που περιέχει έναν όρο διασποράς φχχχ. Έτσι : φ, + φφχ + μφχχ + δφχχχ + d<?nn = 0 (2.3) όπου μ>0, δ>0 και δ>0 δίνουν την ισχύ της αστάθειας, της διασποράς και του ιξώδους αντιστοίχως. Η περίπλοκη εξέλιξη που παρουσιάζεται από τις λύσεις αυτής της εξίσωσης μπορεί να περιγράφει ποιοτικά από την ασθενή αλληλεπίδραση των παλμών, ο καθένας από τους οποίους είναι μια σταθερή λύση της εξίσωσης (2.3). Όταν η διασπορά είναι ισχυρή, η αλληλεπίδραση των παλμών γίνεται απωθητική και οι λύσεις τείνουν να πάρουν τη μορφή μόνιμου πλέγματος παλμών. 8
Στις αριθμητικές προσομοιώσεις υμένων που πέφτουν σε ένα κάθετο νήμα, οι Kerchman και Frenkel (1994) βρήκαν ότι η σύγκρουση δύο παλμών, που εξαρτάται από διάφορες συνθήκες, μπορεί να είναι είτε μια ελαστική αναπήδηση είτε μια ανελαστική συγχώνευση. Ένας μεγάλος παλμός μπορεί να αναπτυχθεί από μια σειρά συγχωνεύσεων όταν ένας τροποποιημένος αριθμός Weber, S, είναι μεγαλύτερος από μια κατώτερη τιμή, η οποία είναι κοντά σε αυτό που βρέθηκε πειραματικά από τον Quere (1990). Η εξίσωση εξέλιξης σε αυτή την περίπτωση είναι: ht + 2h2 hx + S[h3 (hx + hxxx )]x = 0 (2.4) Αυτή διαφέρει από την εξίσωση (2.1) για την κάθετη περίπτωση στην οποία η υψηλότερη τάξη μη γραμμικότητας είναι ανάλογη του h3 αντί του h6. Άλλωστε αυτή η εξίσωση δεν περιέχει στοιχεία διασποράς. Οι πειραματικές μελέτες της δυναμικής μοναχικών κυμάτων που υπάρχουν είναι ελάχιστες και σε αυτές μετρήθηκε η ταχύτητα του κύματος σαν μια συνάρτηση του πλάτους για διαφορετικά μοναχικά κύματα σε μια κάθετη ροή υμένα. Έγινε συστηματική μελέτη των ταχυτήτων, της ανάπτυξης και της αλληλεπίδρασης των μοναχικών κυμάτων σε ροή υμένα με 15<R<50 και β = 4-10 από τους Liu & Gollub (1994) και Vlachogiannis & Bontozoglou (2000). Αυτά μπορούν να παραχθούν με τους εξής τρόπους: (ι) με εξαναγκασμό σε χαμηλές συχνότητες, όπου η μη γραμμική αλληλεπίδραση της εξαναγκασμένης συχνότητας και οι αρμονικές της οδηγούν στην γρήγορη ανάπτυξη των περιορισμένων παλμών, (ιι) επιτρέποντας περιοδικά κύματα υψηλών συχνοτήτων να αναπτύσσονται εξαιτίας δευτερευόντων ασταθειών, που παράγουν μεταβολές στο μήκος κύματος με διαδοχική αλληλεπίδραση και συγχώνευση γεγονότων, που οδηγούν σε μοναχικά κύματα, (ιιι) προκαλώντας μεταβολές στο μήκος κύματος τεχνητά λόγω της πολλαπλής εξαναγκασμένης συχνότητας, (ιν) με τη μη γραμμική εξέλιξη των φυσικών κυμάτων, όπου οι μεταβολές του μήκους ανέρχονται από τον περιβάλλοντα θόρυβο. Η μελέτη των αλληλεπιδράσεων των μοναχικών κυμάτων είναι σημαντική για να κατανοήσουμε τη δυναμική της ροής υμένα. Οι αλληλεπιδράσεις είναι αρκετά ανελαστικές με την έννοια ότι δυο παλμοί που αλληλεπιδρούν συγχωνεύονται. Ένα μεγάλο μοναχικό κύμα φτάνει ξαφνικά και απορροφά τα προπορευόμενα πιο αργά κύματα, αφήνοντας μια μακριά επίπεδη κοινή επιφάνεια πίσω. Μια διαδοχή των αλληλεπιδράσεων μπορεί να συμβεί σε ένα αρκετά μακρύ επίπεδο υμένα. Η ανάπτυξη των μοναχικών κυμάτων είναι ευαίσθητη στην αρχική ανομοιομορφία στο σχήμα και μέγεθος του κύματος, με τις μεγαλύτερες κορυφές να αναπτύσσονται γρηγορότερα. 9
Η ανελαστική αλληλεπίδραση των μοναχικών κυμάτων έχει σαν αποτέλεσμα την μεγαλύτερη κλίμακα μήκους μια και τα κύματα εξελίσσονται στην διεύθυνση του ρεύματος. Η ανομοιομορφία της ακολουθίας των αυτοφυών μοναχικών κυμάτων είναι αρχικά λόγω της αρχικής μεταβολής μήκους κύματος που προκαλείται από τον περιβάλλοντα θόρυβο. Κάτω από προκαθορισμένες συνθήκες, τα μοναχικά κύματα μπορούν να συγχρονιστούν μέσω μιας εκτεταμένης αλλά πεπερασμένης απόστασης με εξωτερικό εξαναγκασμό. Έτσι, η ανάπτυξη και η αλληλεπίδραση των παλμών των μοναχικών κυμάτων είναι σημαντική για να καταλάβουμε την κυματώδη ροή υμένα σε μια κεκλιμένη επιφάνεια. Αρκετά μακριά από την κατεύθυνση του ρεύματος, η δομή του κύματος συμφωνεί με μια γενική ακανόνιστη ακολουθία κυμάτων ανεξάρτητα από τις συνθήκες στην είσοδο. Η ταχύτητα των περιοδικών μοναχικών κυμάτων βρέθηκε να εξαρτάται από την συχνότητα και το πλάτος τους. Οι μεγαλύτεροι παλμοί ταξιδεύουν γρηγορότερα, πράγμα που προκαλεί μια ισχυρή ανελαστικότητα, καθώς οι μεγαλύτεροι παλμοί αφομοιώνουν άλλους κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης, αφήνοντας μια πραγματικά επίπεδη κοινή επιφάνεια πίσω. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις των κυμάτων οδηγούν στην παραγωγή ακολουθίας μοναχικών κυμάτων. Τα κενά μεταξύ των μοναχικών κυμάτων μπορεί να είναι ακανόνιστα για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβάνοντος την ενίσχυση του περιβάλλοντος θορύβου και την αυτοεξέλιξη της αλληλεπίδρασης. Τέλος, αυτή η ανομοιομορφία εξαφανίζεται στην περίπτωση του περιοδικού εξαναγκασμού. 2.3 Η Μη-Γραμμική Εξέλιξη σε Επίπεδο Τοίχωμα Τα τελευταία χρόνια, έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές πειραματικές και θεωρητικές μελέτες, που αφορούν τη ροή υμένα σε κεκλιμένο επίπεδο τοίχωμα. Τα αποτελέσματα που αυτές παρουσιάζουν, περιγράφουν τη διαμόρφωση της ελεύθερης επιφάνειας του υμένα, υπό την επιβολή εξωτερικών, τεχνητών ή φυσικών διαταραχών. Αποτέλεσμα των διαταραχών, είναι η δημιουργία κυμάτων στην επιφάνεια του υμένα, τα οποία παρουσιάζουν έντονη διαφοροποίηση ανάλογα με το μηχανισμό δημιουργίας τους. Η εξέλιξη της ροής κατά μήκος ενός κεκλιμένου επιπέδου εξαρτάται από τον αριθμό Reynolds. Ο Chang (1994) αναφέρει ότι, όταν έχουμε φυσική διέγερση και ο αριθμός Re βρίσκεται μεταξύ 1 και 300, τότε παρατηρούνται 4 διαφορετικές περιοχές ροής. Αυτές οι περιοχές φαίνονται στο σχήμα 2.1. Στην περιοχή I, που ονομάζεται περιοχή σύλληψης 10
(inception region), απειροελάχιστες διαταραχές στην επιφάνεια του ρευστού μεταφέρονται κατά μήκος της ροής και σχηματίζουν μονοχρωματικά κύματα (προς το τέλος της περιοχής), αποδεικνύοντας ότι η προκαλούμενη αστάθεια είναι μεταφερόμενη (convective). Εάν η συχνότητα της διαταραχής είναι μοναδική, το εμφανιζόμενο κύμα θα έχει τη συχνότητα της διαταραχής. Αντίθετα, αν η διαταραχή αποτελείται από πολλές συχνότητες (όπως ο φυσικός θόρυβος), τότε μια διεργασία γραμμικού φιλτραρίσματος υψηλής επιλεκτικότητας (highly selective linear filtering process) παράγει ένα μοναδικό μονοχρωματικό πεδίο κύματος, για όλο το εύρος των διαταραχών. Σε αυτή την περιοχή, το μέγεθος του μονοχρωματικού κύματος αυξάνει εκθετικά κατά μήκος της ροής, όπως σε όλα τα φαινόμενα γραμμικής διέγερσης ασταθών συστημάτων, ενώ οι εγκάρσιες διαταραχές στην κατεύθυνση της ροής αποσβένονται. ----------- -ρ- downstream Σχήμα 2.1: Οι τέσσερις περιοχές του κύματος, κατά την εξέλιξη του, κατά τη ροή υγρού υμένα σε κεκλιμένο επίπεδο. Η παράμετρος ω είναι η συχνότητα του κύματος. Περνώντας στην περιοχή II, η εκθετική αύξηση του πλάτους του μονοχρωματικού κύματος σταματάει, καθώς ασθενή μη-γραμμικά φαινόμενα το σταθεροποιούν σε μια πεπερασμένη τιμή, η οποία εξαρτάται από το μήκος του διεγερμένου κύματος, τον αριθμό Reynolds και τον αριθμό Kapitza. Εξαιτίας μιας ασθενούς μη γραμμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της ασταθούς βασικής συχνότητας και της 2ης αρμονικής, το μονοχρωματικό κύμα της περιοχής I, αρχίζει να αποκτά μια περισσότερο πολύπλοκη μορφή. Επίσης, το μήκος του κορεσμένου περιοδικού κύματος της περιοχής II είναι διαφορετικό απ' αυτό της περιοχής I. 11
Ακόμα, έχει παρατηρηθεί ότι όταν οι επιβαλλόμενες εξωτερικές διαταραχές έχουν μεγάλο μέγεθος, τα δημιουργούμενα κύματα αποκτούν τη συχνότητα της διαταραχής. Αντίθετα, για εξωτερικές διαταραχές μικρού μεγέθους η συχνότητα των εμφανιζόμενων κυμάτων είναι ανεξάρτητη των διαταραχών. Τέλος, τα κύματα της περιοχής II, διανύουν μια μεγάλη απόσταση (περίπου 10 μήκη κύματος), χωρίς να αλλάζει η μορφή και το μέγεθος τους, μέχρι να περάσουν στην περιοχή III. Στην περιοχή III εμφανίζονται 2 κυρίαρχες αστάθειες, οι οποίες επηρεάζουν τα κύματα πεπερασμένου πλάτους: Η υποαρμονική αστάθεια, γνωστή ως sub harmonic instability, η οποία προκαλεί συνένωση δύο γειτονικών κυμάτων σε κάποια ενδιάμεση θέση και η πλευρική αστάθεια, γνωστή ως sideband instability, που δημιουργεί σχηματισμούς κυμάτων μεγάλου μήκους. Οι δύο αυτές αστάθειες δημιουργούν μεταξύ των κυμάτων ατέλειες με άτακτο και τυχαίο τρόπο. Τα διαταραγμένα κύματα που βρίσκονται μεταξύ των ατελειών εξελίσσονται και αυξάνονται τόσο κατά το πλάτος τους, όσο και κατά το μήκος κύματος τους και επομένως και κατά την ταχύτητά τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεγάλα μοναχικά κύματα. Τα κύματα αυτά έχουν απότομο μέτωπο, το οποίο ακολουθεί πίσω από μια σειρά μικρότερων κυμάτων, τα οποία είναι γνωστά σαν bow waves. Τα κύματα αυτά έχουν μορφή ρυτιδώσεων και το μήκος κύματός τους είναι ανάλογο με αυτό των μονοχρωματικών κυμάτων της περιοχής I. Επίσης, το δημιουργούμενο φάσμα συχνοτήτων και μηκών κύματος στην περιοχή III γίνεται όλο και πιο ευρύ, σε αντίθεση με αυτό των περιοχών I & II. Αυτό όμως, δεν υποδηλώνει την επικράτηση διασκορπισμένων κυμάτων στην ελεύθερη επιφάνεια. Τέλος, η περιοχή IV χαρακτηρίζεται από μεταβολές των κυμάτων στην εγκάρσια κατεύθυνση. Οι κορυφές των μοναχικών κυμάτων αρχίζουν να παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις, οι οποίες αυξάνονται σημαντικά σε πλάτος, στην κάθετη στη ροή όμως διεύθυνση και όχι σε ύψος. Οι εγκάρσιες μεταβολές είναι μη μόνιμες και αυξάνονται με τέτοιο τρόπο, κατά την παράλληλη με το τοίχωμα διεύθυνση, ώστε να συγχωνεύονται συνεχόμενες κορυφές σε διαφορετικά σημεία και τελικά να περιορίζονται. Όταν πρόκειται για ροή υμένα σε κεκλιμένο επίπεδο τοίχωμα με φυσική διαταραχή, οι παραπάνω διαταραχές εμφανίζονται η μία διαδοχικά πίσω από την άλλη. Όταν όμως υπάρχει επιβαλλόμενη διαταραχή, είτε εξωτερικά, είτε λόγω διαμόρφωσης του τοιχώματος, υπάρχει η δυνατότητα να παραληφθούν η μία ή οι δύο πρώτες περιοχές. Έτσι, γίνεται δυνατό να ελεγχθεί η διαμόρφωση της ελεύθερης επιφάνειας του υμένα, καθορίζοντας το πλάτος και το μήκος κύματος των διαταραχών, καθώς επίσης και τη μορφή τους. Επιβάλλοντας λοιπόν την κατάλληλη διαταραχή, είναι δυνατόν να οριστεί η πορεία της διαμόρφωσης της ελεύθερης 12
επιφάνειας. Η σημαντικότερη παράμετρος που επηρεάζει την πορεία του συστήματος είναι η συχνότητα της διαταραχής. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να παρατηρηθούν φαινόμενα σε πολύ πιο μικρό μήκος καναλιού απ' ότι αν χρησιμοποιούσαμε μόνο τη φυσική διαταραχή. Έτσι, για παράδειγμα υψηλής συχνότητας διαταραχή δίνει τη δυνατότητα προσεκτικής μελέτης της δημιουργίας των κορεσμένων περιοδικών κυμάτων και της εξέλιξης τους, ενώ μη γραμμικές διαταραχές με χαμηλή συχνότητα (f < 2Hz) δημιουργούν μοναχικά κύματα που αλληλεπιδρούν σε σχετικά κοντινές αποστάσεις από το σημείο σχηματισμού του υμένα. Στο σχήμα 2.2 φαίνεται η επίδραση της συχνότητας στον καθορισμό της μορφής των κυμάτων. Στην πρώτη εικόνα, η χαμηλή συχνότητα της επιβαλλόμενης διαταραχής δημιουργεί μοναχικά κύματα. Όσο αυξάνει η συχνότητα, το πλάτος, η ταχύτητα και το μήκος κύματος μικραίνουν. Στη τρίτη εικόνα έχουμε τη μεγαλύτερη συχνότητα. Τα κύματα είναι περιοδικά, έχουν μικρό πλάτος και η μορφή τους είναι σχεδόν ημιτονοειδής. α.) γ) J Σχήμα 2.2: Η επίδραση της συχνότητας στη δημιουργία των κυμάτων Μία από τις εργασίες που αποτελεί σημείο αναφοράς στη ροή υγρού υμένα και στις ιδιότητες των μοναχικών κυμάτων είναι αυτή των Alekseenko et all (1985). Η χρησιμοποίηση ενός ξεχωριστού είδους διαταραχής στην είσοδο του καναλιού ροής, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ομάδας μοναχικών κυμάτων διαφορετικού μεγέθους. Στο σχήμα 2.3 απεικονίζεται η εξέλιξη της επιβαλλόμενης διαταραχής κατάντη της ροής. Η μέτρηση των χαρακτηριστικών των κυμάτων, δηλαδή της ταχύτητας και του μήκους κύματος τους, συναρτήσει του μεγέθους αυτών αποτελεί το πιο σημαντικό τμήμα της εργασίας. Η 13
πειραματική διαπίστωση της εξάρτησης της ταχύτητας των παραγόμενων μοναχικών κυμάτων από το μέγεθος τους φαίνεται στο ίδιο σχήμα. Το είδος της εισερχόμενης διαταραχής είναι τέτοιο που δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας μοναχικών κυμάτων διαφορετικού ύψους, καθώς αυτά διαχωρίζονται κατάντη της ροής. Λ-/ι0: 0,2mm X - 8mm 20 + 35 \ 60 t30 C-MO ----< 303 α) Σχήμα 2.3: Η εξέλιξη της εισερχόμενης διαταραχής κατάντη της ροής. Επίσης, η εισαγωγή διαταραχής σε υψηλότερη συχνότητα έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία δισδιάστατων περιοδικών κυμάτων όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η εξέλιξη των οποίων επιφέρει τη δημιουργία των μοναχικών κυμάτων με βάση τους μηχανισμούς που περιγράφηκαν παραπάνω. Αυτή η εξέλιξη απεικονίζεται στο σχήμα 2.4, σε διαδοχικές αποστάσεις κατάντη της ροής. Στην ίδια εργασία βρέθηκε η εξάρτηση του μεγέθους των παραγόμενων κυμάτων ως συνάρτηση της αποστάσεως κατάντη της ροής. Στο σχήμα 2.5 απεικονίζεται η εξάρτηση του h -h αδιάστατου μεγέθους του κύματος a = 2211, συναρτήσει της αδιάστατης κατάντη Κ X απόστασης. Όπως φαίνεται στο σχήμα, η αύξηση της κατάντη αποστάσεως έχει σαν Κ αποτέλεσμα την ανάλογη αύξηση του κύματος μέχρι την πλήρη ανάπτυξη του, όποτε και το μέγεθος του μοναχικού κύματος σταματάει να αυξάνει. 14
Σχήμα 2.4: Η ανάπτυξη των μοναχικών κυμάτων κατάντη της ροής, όταν η εισερχόμενη διαταραχή παράγει περιοδικά κύματα. Σχήμα 2.5: Η εξάρτηση του μεγέθους των μοναχικών κυμάτων συναρτήσει της απόστασης κατάντη της ροής. Μία άλλη πειραματική εργασία στην οποία χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος απεικόνισης με φθορισμό και τα αποτελέσματα της οποίας χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της παρούσας διπλωματικής, είναι αυτή των J. Ρ. Gollub, Liu, J. και Paul, J.D 15
(1993). Αρχικά οι μετρήσεις τους είχαν σαν στόχο τον προσδιορισμό των κριτηρίων που ορίζουν την ευσταθή περιοχή του υμένα. Οι πειραματικές μετρήσεις είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία δυο καμπύλών ευστάθειας: Στην πρώτη παρουσιάζεται ο κρίσιμος αριθμός Re (το όριο της ευσταθούς περιοχής) σα συνάρτηση της γωνίας κλίσης του καναλιού φ (σε μοίρες). Παρόμοια αποτελέσματα της ευστάθειας του υμένα συναρτήσει του αριθμού Re και της γωνίας κλίσης φ προέκυψαν και από τα πειραματικά αποτελέσματα του Βλαχογιάννη (2000). Αυτά παρουσιάζονται στο σχήμα 2.6. Τα τετραγωνάκια αντιστοιχούν σε πειραματικά αποτελέσματα της ροής καθαρού νερού, ενώ τα τρίγωνα σε αποτελέσματα της ροής διαλύματος νερού-γλυκερίνης (28% κ.β.). Λ 5 Η καμπύλη παριστάνει την εξίσωση: Rec = cot φ, η οποία προκύπτει από την ανάλυση 6 γραμμικής ευστάθειας. 120 -Τ---------- 100 - ------5/6 cokp water a 28% wt Glycerol Σχήμα 2.6: Καμπύλη ευστάθειας της ροής υγρού υμένα σε διάφορες κλίσεις ως συνάρτηση του αριθμού Re. Στη δεύτερη, παρουσιάζεται ο κρίσιμος αριθμός Re σαν συνάρτηση της επιβαλλόμενης συχνότητας f. Αυτή η απεικόνιση φαίνεται στο σχήμα 2.7. Τα πειραματικά δεδομένα αναφέρονται σε σταθερή γωνία κλίσης φ=6.4 και υδατικό διάλυμα γλυκερίνης (54% κ.β.). Έτσι, οι κύκλοι παριστάνουν τις πειραματικές μετρήσεις για την καμπύλη ευστάθειας και η συνεχής γραμμή fc την πρόβλεψη από τη θεωρία γραμμικής ευστάθειας. Τα τρίγωνα 16
παριστάνουν τα πειραματικά αποτελέσματα για τη συχνότητα μεγίστου πλάτους και η συνεχής γραμμή fm είναι επίσης η πρόβλεψη από τη θεωρία γραμμικής ευστάθειας. Από το διάγραμμα καθίσταται προφανές ότι η γραμμική θεωρία ευστάθειας δίνει αρκετά σωστές προβλέψεις. Σχήμα 2.7: Ο κρίσιμος αριθμός Re συναρτήσει της επιβαλλόμενης συχνότητας f. Επιπρόσθετα, απεικονίζονται τα πειραματικά προσδιοριζόμενα όρια των διαφόρων ασταθειών. Παράμετροι του πειράματος: φ=6.4, υδατικό διάλυμα γλυκερίνης 54% κ.β. Η γραμμή fs είναι το όριο μεταξύ δύο περιοχών μη-γραμμικής εξέλιξης, ενώ οι ρόμβοι αντιστοιχούν σε ανάλογες πειραματικές μετρήσεις. Στην περιοχή μεταξύ των γραμμών fc και fs υπάρχουν κορεσμένα, πεπερασμένου πλάτους κύματα, με μόνο ένα μέγιστο ανά περίοδο. Κάτω από τη γραμμή fs τα κύματα εξελίσσονται σε σχηματισμούς με πολλές κορυφές και σε μοναχικά κύματα, μέσω ισχυρών μη-γραμμικών μηχανισμών. Επίσης, κάτω από την καμπύλη fm η δομή των μοναχικών κυμάτων οδηγεί τελικά σε χαοτική δομή (spatiotemporal chaos). Τέλος, η γραμμή f2 είναι το διαχωριστικό όριο για τα δύο είδη δευτερευόντων ασταθειών. Πάνω από την f2 κυριαρχεί η πλευρική αστάθεια, ενώ κάτω από αυτή η υποαρμονική. Στην ίδια μελέτη προέκυψε ότι οι δευτερεύουσες αστάθειες (subharmonic & sideband) είναι μεταφερόμενες και ιδιαίτερα ευαίσθητες στον εξωτερικό θόρυβο. Ο ρόλος τους είναι να μετατρέπουν τα περιοδικά κύματα σε μοναχικά κύματα κατάντη της ροής. Αύτη η εξέλιξη απεικονίζεται στο σχήμα 2.8. 17
-τ----- 1----- 1----- i-----r Wjv-vvV>7v<lP- -v^vrvvvv^vv^ -ν-τ^ητνύτντνν^ - νλτλγ^τννν^ 30 40 50 60 70 Downstream Distance (cm) j~) CD o V \/fvvvv^λ/^v^γv^,^^^ - Υ'ΛΓΛ/^^ννν^ - v^v><n^vv<v^- 65 75 85 95 105 Downstream Distance (cm) m 50 V) /> ΙΛ CD l- o ' \ZAty'"/ ^Vw '/^^ ^2^" ΙΛ a (Λ ^^jw---- \ XVV^l c in a d yyvv^^ - ----- 1 I 1 I I! I I 90 100 MO 120 130 Downstream Distance (cm) <VV^w-^^ -I I I 1 I 125 135 145 155 165 Downstream Distance (cm) Σχήμα 2.8: Η ανάπτυξη των δευτερευουσών ασταθειών (subharmonic-sideband) με αποτέλεσμα τη δημιουργία μοναχικών κυμάτων κατάντη της ροής. Σε μεταγενέστερη έρευνα της, η ίδια ομάδα μελέτησε τη δυναμική των μοναχικών κυμάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναφέρονται σε περιπτώσεις αλληλεπίδρασης τους. Όταν υπάρχει ένα μοναχικό κύμα και ακολουθεί ένα μεγαλύτερο μοναχικό κύμα, παρατηρείται το φαινόμενο της συγχώνευσης κατά το οποίο το μεγάλο κύμα επειδή κινείται γρηγορότερα πλησιάζει το προπορευόμενο του και το απορροφάει. Τελικά, τα δύο κύματα συγχωνεύονται σε ένα, το οποίο είναι μεγαλύτερο από το μεγάλο αρχικό. Το φαινόμενο αυτό φαίνεται στην παρακάτω ακολουθία εικόνων του σχήματος 2.9, οι οποίες έχουν μεταξύ τους χρονική διαφορά 0.2 sec. 18
Σχήμα 2.9: Το φαινόμενο της συγχώνευσης μεταξύ δύο μοναχικών κυμάτων. Το μεγαλύτερο μοναχικό κύμα απορροφά το μικρότερο του, που προπορεύεται. Σημαντική εργασία πάνω στη συγχώνευση των μοναχικών κυμάτων διεκπεραιώθηκε από τον Βλαχογιάννη [Vlachogiannis & Bontozoglou (2000)]. Επιβεβαιώθηκε πειραματικά η συγχώνευση μεταξύ δύο μοναχικών κυμάτων αλλά επίσης βρέθηκε το όριο, κάτω από το οποίο η συγχώνευση δεν είναι εφικτή. Το όριο αυτό σχετίζεται με τη διαφορά του ύψους μεταξύ των αλληλεπιδρώντων κυμάτων και βρέθηκε ότι είναι ίσο με 0.1 Tin, όπου hn είναι το πάχος του επίπεδου υμένα κατά Nusselt. Στην περίπτωση που η συγχώνευση δεν πραγματοποιείται, το αποτέλεσμα έγκειται στον σχηματισμό μιας δομής κυμάτων με δύο ή περισσότερες κορυφές (two-hump structure). Επίσης, έδειξε ότι η αποπεράτωση της συγχώνευσης δεν επηρεάζεται από το είδος του ρευστού εφόσον βρισκόμαστε ψηλότερα από το παραπάνω όριο, αλλά ο χρόνος που απαιτείται για να αποκτήσει το τελικό κύμα τη μορφή ενός μοναχικού κύματος είναι εξάρτηση του ιξώδους του διαλύματος και της διαφοράς στο ύψος μεταξύ των δύο κυμάτων. Όταν η διαφορά του ύψους μεταξύ των κυμάτων που αλληλεπιδρούν είναι μικρή, τότε ο χρόνος που απαιτείται για την πραγματοποίηση της 19
συγχώνευσης είναι μεγάλος. Με ανάλογο τρόπο αυξάνει και η χρονική διάρκεια απόκτησης της τελικής μορφής του κύματος που δημιουργείται. Επίσης, όσο μεγαλύτερο είναι το ιξώδες του ρευστού, τόσο μεγαλύτερη είναι η χρονική διάρκεια την οποία χρειάζεται το δημιουργούμενο κύμα για να αποκτήσει την τελική του μορφή. Στο σχήμα 2.10 απεικονίζεται η εξάρτηση του χρόνου συγχώνευσης από τη διαφορά του ύψους μεταξύ των κυμάτων που αλληλεπιδρούν. Επίσης, φαίνεται στο ίδιο σχήμα το όριο (0.1-hN) κάτω από το όποιο η συγχώνευση δεν είναι εφικτή. Ζ X! 0,6 0,5 ί Water 28% w.t Glycerol solution. XLiu et all 54% w.t Glycerol solution -C 0,4 <1 υ cu L. 0,3 [.2? 0,2 υ C Τ3 XI Ν ο 2 0,1 Γ 4 6 8 10 14 Dimensionless merging time Σχήμα 2.10: Η αδιάστατη διαφορά ύψους μεταξύ των κυμάτων που συγχωνεύονται ως συνάρτηση του αδιάστατου χρόνου συγχώνευσης. Στην ίδια εργασία παρατηρήθηκαν διάφορα μεταβατικά φαινόμενα, τα οποία εμφανίζονται κατά τη διάρκεια αλλά και με το πέρας της συγχώνευσης μεταξύ δύο μοναχικών κυμάτων. Έτσι, πιστοποιήθηκε ο ρόλος των μπροστινών ρυτιδώσεων (front running ripples), οι οποίες δημιουργούνται στην προσπάθεια του μοναχικού κύματος να αποκτήσει μία σταθερή μορφή. Επίσης, παρατηρήθηκε ότι η επίτευξη της συγχώνευσης συνοδεύεται από την προσωρινή εξαφάνιση των μπροστινών ρυτιδώσεων του εξαγόμενου κύματος. Οι ρυτιδώσεις επανεμφανίζονται όταν το διεγερμένο κύμα αρχίσει να αποκτά τη 20
μορφή του μοναχικού κύματος. Επιπλέον, αποδείχθηκε πειραματικά η θεωρητικά προβλεπόμενη ύπαρξη του υπερυψωμένου υποστρώματος, στην πλάτη του διεγερμένου κύματος. Ακόμα διαπιστώθηκε ότι το ύψος hb, του υπερυψωμένου υποστρώματος, σχετίζεται με το ύψος του μοναχικού κύματος και ότι μειώνεται εκθετικά με τον χρόνο, κάτι το οποίο είχε προβλεφθεί θεωρητικά από τους Chang et all (1995). Τα παραπάνω αποτελέσματα φαίνονται στα σχήματα 2.11, 2.12 και 2.13 Σχήμα 2.11: Η επιβεβαίωση του υπερυψωμένου υποστρώματος πίσω από το μοναχικό κύμα, μετά το πέρας της συγχώνευσης. Παράμετροι του πειράματος: Re=100, φ=7, Ka=l 102. 21
0.45 hb-hj 0,4 [ hf Σχήμα 2.12: Η αδιάστατη διαφορά ύψους του υποστρώματος συναρτήσει του αδιάστατου μεγίστου ύψους του κύματος για διεγερμένα κύματα, τα οποία αποτελούν αποτέλεσμα συγχώνευσης. Τα δεδομένα αντιστοιχούν σε διάλυμα νερού-γλυκερίνης (28% κ.β.) και για όλο το εύρος των εξεταζόμενων αριθμών Re. ( φ=3, φ=5, ο φ=7, θεωρητική πρόβλεψη των Chang et all. για φ=90 ). 0,25 - Dimensionless time 1 /(We ) '3 Σχήμα 2.13: Η μείωση του ύψους του υπερυψωμένου υποστρώματος συναρτήσει του αδιάστατου χρόνου, για διαλύματα νερού και νερού-γλυκερίνης (28% κ.β). η συνεχής γραμμή αποτελεί μία εκθετική προσέγγιση των πειραματικών δεδομένων της μορφής x(t) - 0.35 -e'41' 22
Τέλος, ο Βλαχογιάννης (2000) παρατήρησε ότι σε ρευστά χαμηλού ιξώδες (π.χ. νερό), το υπερυψωμένο υπόστρωμα είναι εξαιρετικά ασταθές με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας κυματοειδούς διαμόρφωσης στη πλάτη του διεγερμένου κύματος. Αυτή η διαμόρφωση ονομάζεται αστάθεια της ουράς του διεγερμένου κύματος και παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ροής. Έτσι, αν το διεγερμένο κύμα δεν ακολουθείται από κάποιο άλλο μοναχικό κύμα, σε κοντινή απόσταση, η αστάθεια της ουράς αποσβένει. Στην αντίθετη περίπτωση που πίσω από το διεγερμένο κύμα ακολουθεί ένα δεύτερο μοναχικό κύμα, η κυματοειδής διαμόρφωση της ουράς του διεγερμένου κύματος εγκλωβίζεται μεταξύ των δύο κορυφών. Ο εγκλωβισμός αυτός της αστάθειας της ουράς έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας καινούργιας κορυφής(ί \νο-ύιιηιρ structure) και συνεπώς το σχηματισμό ενός νέου κύματος. Το φαινόμενο αυτό απεικονίζεται στο σχήμα 2.14 520 530 540 550 560 570 580 590 600 610 Downstream distance [=]mm Σχήμα 2.14: Η απόσβεση και ο εγκλωβισμός της αστάθειας της ουράς για διάλυμα νερού και Re=35, φ=4. Ο κύκλος φανερώνει τη δημιουργία της νέα κορυφής. 23
Η ερευνητική ομάδα του Gollub (1993) μελέτησε επίσης τις τρισδιάστατες αστάθειες που παρατηρούνται στη ροή του υμένα. Ο μηχανισμός δημιουργίας τους εξαρτάται από τη μηγραμμική δομή των αρχικών δισδιάστατων κυμάτων. Κατά τη διεξαγωγή των πειραμάτων αναγνωρίστηκαν δύο είδη τρισδιάστατων ασταθειών: η 3-D συγχρονισμένη αστάθεια και η 3- D υποαρμονική αστάθεια, τα όρια δημιουργίας των οποίων φαίνονται στο σχήμα 2.15. Σχήμα 2.15: Ο διαχωρισμός των τρισδιάστατων ασταθείων στο διάγραμμα συχνότητας τους συναρτήσει του αριθμού Re. Η 3-D συγχρονισμένη αστάθεια εμφανίζεται όταν τα δισδιάστατα κύματα αποκτήσουν πολύ μεγάλο μέγεθος. Τότε, εγκάρσιοι σχηματισμοί παρατηρούνται σε περιοχές με έντονη καμπυλότητα, και επομένως είτε πάνω στην κορυφή του δισδιάστατου κύματος, είτε στην κοιλότητα του, αμέσως μετά το μέτωπο του. Το μήκος κύματος των εγκάρσιων σχηματισμών είναι πολύ μεγαλύτερο από το πάχος του υμένα, είναι όμως συγκρίσιμο με το μήκος κύματος των δισδιάστατων κυμάτων στην κατεύθυνση της ροής. Στο σχήμα 2.16 απεικονίζονται οι εγκάρσιοι σχηματισμοί κατά τη δημιουργία τους από τα δισδιάστατα κύματα. 24
<a> 90 ιοο ι to Oowttstream «1»stance x (cm) 120 Σχήμα 2.16: Ο σχηματισμός της 3-D συγχρονισμένης αστάθειας για συχνότητα f=3 Hz, φ=4 και αριθμό Re=62 Η τρισδιάστατη υποαρμονική αστάθεια οδηγεί στο σχηματισμό δομής ψαροκόκαλου. Η δομή αυτή εμφανίζεται όταν η συχνότητα της εξωτερικά επιβαλλόμενης διαταραχής είναι μεγαλύτερη από την κρίσιμη. Τότε τα αρχικά δισδιάστατα κύματα είναι περίπου ημιτονοειδή. Η τρισδιάστατη υποαρμονική αστάθεια οδηγεί σε εγκάρσιους σχηματισμούς των οποίων η περίοδος στην κατεύθυνση της ροής διπλασιάζεται σε σχέση με τα αρχικά κύματα, ενώ δύο διαδοχικά κύματα έχουν μεταξύ τους διαφορά φάσης π. Ο σχηματισμός της δομής ψαροκόκαλου φαίνεται στο σχήμα 2.17 25
0.7 t ----- 70 80 *» too no Downstream distance x. (era) Σχήμα 2.17: H 3-D υποαρμονική αστάθεια οδηγεί σε δομή ψαροκόκαλο. Το μήκος κύματος των βαθουλωμάτων κάθετα στην κατεύθυνση της ροής είναι αρκετά μεγαλύτερο από το πάχος του υμένα. Τελικά, η σύζευξη όλων των παραπάνω ασταθειών οδηγεί σε πλήρως τρισδιάστατες δομές, με κύρια χαρακτηριστικά τις αλλαγές κατεύθυνσης του μετώπου του κύματος, το διαχωρισμό του σε περισσότερα μέτωπα και τη δημιουργία μιας χαοτικής δομής. Αυτή η μετάβαση απεικονίζεται στο σχήμα 2.18 90 100 110 120 Dawestteam distance * (cm) Downstream distance x (era) Downstream distance a (cm) Σχήμα 2.18: Η εξέλιξη των τρισδιάστατων κυμάτων και η δημιουργία δομών πλήρους αταξίας. 26
2.4 Διάχυση - Διασπορά Η διάχυση είναι ένα από τα φαινόμενο μεταφοράς και συγκεκριμένα η μεταφορά μάζας και διέπεται από το νόμο του Fick : (JA/ A)x = -D(dCA/ δχ) (σταθερό Τ και ρ). Με (JA / Α)χ συμβολίζουμε τη μοριακή ροή, η οποία εκφράζει τα γραμμομόρια του υλικού Α που μεταφέρονται ανά μονάδα χρόνου και μονάδα εμβαδού παίρνοντας ένα επίπεδο επί του οποίου η ολική ροή είναι μηδέν ενώ με (<3CA / δχ) συμβολίζουμε τη κλίση συγκέντρωσης που είναι η διαφορά των συγκεντρώσεων του συστατικού Α, διαιρούμενη με τη διαφορά των αποστάσεων. Η σταθερά αναλογίας D ονομάζεται συντελεστής διάχυσης και ο δείκτης x δηλώνει ότι έχουμε μεταφορά μάζας μόνο στη διεύθυνση χ. Η μεταφορά μάζας περιγράφεται με διανυσματική εξίσωση στις τρεις διαστάσεις, όποτε ο νόμος του Fick γίνεται : JA Α " -dvca (σταθερό Τ και ρ) όπου: V CA = i (9Ca dx +j dca dy +k aca dz Στη συνέχεια θα περιγράφουμε το φαινόμενο της διασποράς, βασισμένοι σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη του Cussler (1980). Το φαινόμενο της διασποράς συσχετίζεται με το φαινόμενο της διάχυσης. Η συσχέτιση γίνεται σε δυο πολύ διαφορετικά επίπεδα. Πρώτον, η διασπορά είναι μια μορφή ανάμειξης, οπότε σε ένα μικροσκοπικό επίπεδο περιλαμβάνει διάχυση μορίων. Η μικροσκοπική διασπορά δεν είναι κατανοητή λεπτομερώς αλλά γίνεται τόσο γρήγορα, που είναι σπανίως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας. Δεύτερον, η διασπορά και η διάχυση περιγράφονται με πανομοιότυπα μαθηματικά. Αυτό σημαίνει ότι η ανάλυση που αναπτύσσεται για τη διάχυση μπορεί συχνά να συσχετίσει τα αποτελέσματα για τη διασπορά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διασποράς είναι ο καπνός που βγαίνει από μια καπνοδόχο. Πριν μοντελοποιήσουμε αυτό το σύννεφο καπνού, θα έπρεπε να μελετήσουμε τι εννοούμε με την έκφραση " συγκέντρωση καπνού ". Μια τέτοια συγκέντρωση είναι καθαρά ένας αυθαίρετος μέσος όρος όλων των υλικών που παρουσιάζονται σαν μόρια ή σαν μικρά κομμάτια. Έτσι, αν ο καπνός έχει μια οσμή, διπλασιάζοντας τη συγκέντρωση του καπνού, θα κάνουμε την οσμή λιγότερη από το διπλάσιο του δυνατού. Αν ο καπνός περιέχει δηλητήρια διπλασιάζοντας τη συγκέντρωση του ίσως περισσότερο από το διπλάσιο είναι η τοξικότητα του. Θα έπρεπε, λοιπόν, να μελετάμε όσα αφορούν τη συγκέντρωση του καπνού προσεκτικά. Κατά τη διασπορά του καπνού, ο καπνός που εκκενώνεται συνεχώς από μια δέσμη έχει έναν μέσο όρο συγκέντρωσης που είναι περίπου Gaussian. Αυτό το σχήμα μπορεί να 27
προβλεφθεί από τη θεωρία της διάχυσης. Ωστόσο, ο καπνός διασπείρεται πιο γρήγορα από ότι περιμέναμε βάση των συντελεστών διάχυσης. Το μοντέλο για ένα σύννεφο σαν το παραπάνω αναπτύχθηκε για μονοδιάστατη εξασθένηση ενός παλμού. Μπορούμε να προσαρμόσουμε τη λύση που δίνεται από την εξίσωση της εξασθένησης ενός παλμού οπότε: ci = ΜΑ y2 4 Dt e 4 n Dt (2.1) όπου c'i μια συγκέντρωση υπολογισμένη βάση του χρόνου και του ύψους ζ. Η ποσότητα Μ/Α. που ήταν προηγουμένως η ποσότητα της διαλυμένης ύλης ανά περιοχή στον παλμό, τώρα συσχετίζεται στενά με το πόση από αυτή βγαίνει από τη δέσμη. Η απόσταση y είναι η ποσότητα, όπου ο παλμός ή το σύννεφο έχουν απλωθεί. Ο χρόνος t αντικαθίσταται από το x/υ0, την απόσταση που ο καπνός έχει ταξιδέψει χωρισμένος από τη ταχύτητα του ανέμου. Αυτό το μοντέλο, όμως, αποτυγχάνει να προβλέψει πόσο το σύννεφο απλώνει. Η εξήγηση για αυτή την αποτυχία είναι ο άνεμος. Σε άλλες περιπτώσεις η ανάμειξη συμβαίνει λόγω διάχυσης, ενώ εδώ συμβαίνει καθώς ο άνεμος φυσάει το σύννεφο πάνω από τα δέντρα, γύρω από τους λόφους και διαμέσου των λιμνών. Αυτή η ανάμειξη είναι περισσότερο γρήγορη από τη διάχυση λόγω της ροής. Η εξίσωση (2.1) είναι ένα καλό μοντέλο διάχυσης που εξηγεί τα περισσότερα από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σύννεφου, αλλά αυτό το μοντέλο προβλέπει εκ των έσω τα πράγματα. Για να λύσουμε αυτό, υποθέτουμε ότι το σύννεφο μπορεί να περιγράφει από την Ci <χ 1 Ey X U0 e-y2/4ey t (2.2) To EY είναι ένας συντελεστής διασποράς, ο οποίος πρέπει να μετριέται πειραματικά. Όπως ο συντελεστής διάχυσης και ο συντελεστής διασποράς έχει τις διαστάσεις του (L2/1). Αντίθετα από το συντελεστή διάχυσης, ο συντελεστής διασποράς είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητος από τη χημεία, μια και δεν θα είναι σε συνάρτηση με το μοριακό βάρος ή τη δομή αλλά θα έχει σχεδόν τις ίδιες τιμές για το μονοξείδιο του άνθρακα, το στυρένιο και τον καπνό. Αντίθετα από το συντελεστή διάχυσης, ο συντελεστής διασποράς θα είναι σε συνάρτηση με τη θέση δηλαδή θα έχει διαφορετικές τιμές για διαφορετικές διευθύνσεις. Επίσης η διασπορά 28
μπορεί να μοιάζει με τη διάχυση και μπορεί να περιγράφεται από το ίδιο είδος εξισώσεων, αλλά είναι διαφορετικό πράγμα. Τελικά, η διάχυση βασίζεται σε έναν κανόνα. Το να προσπαθήσουμε να περιγράφουμε τη διασπορά με μια εξίσωση διάχυσης μοιάζει απάτη. Σύμφωνα με όσα έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα, η ροή και η διάχυση συνεργάζονται για να δημιουργήσουν διασπορά. Το αποτέλεσμα είναι κάτι που μοιάζει μαθηματικά με διάχυση, αλλά έχει μια πολύ διαφορετική φυσική σημασία. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε ένα παράδειγμα της συνεργασίας μεταξύ ροής και διάχυσης, ένα εξειδικευμένο παράδειγμα που χαρακτηρίζεται από την ήρεμη, στρωτή ροή και οδηγεί σε μια ακριβή πρόβλεψη του συντελεστή διασποράς. Στις περισσότερες φυσικές καταστάσεις η ροή δεν είναι στρωτή αλλά τυρβώδης και οι προβλέψεις των συντελεστών διασποράς δεν είναι εφικτές. Το συγκεκριμένο παράδειγμα που είναι η διασπορά Taylor αφορά το αναμενόμενο αποτέλεσμα ενός στενού παλμού διαλυμένης ύλης που εγχέεται κοντά στην είσοδο ενός λεπτού, επιμήκη σωλήνα που είναι γεμάτος από ένα διαλύτη που ρέει σε σταθερή στρωτή ροή. Όσο ο παλμός της διαλυμένης ύλης κινείται διαμέσου του σωλήνα, διασπείρεται. Σκοπός μας είναι να υπολογίσουμε το προφίλ της συγκέντρωσης που απορρέει από αυτή τη διασπορά. Λόγω του ότι όλη η ανάλυση αυτού του προβλήματος είναι περίπλοκη, πρώτα δίνουμε τα αποτελέσματα και έπειτα την απόδειξη. Η συγκέντρωση του παλμού, που υπολογίζεται διαμέσου της διατομής του σωλήνα, φαίνεται να είναι Μ n R2ο -z-u t2 4εζt Cl = --------- e 4 n Εζ t (2.3) στην οποία Μ είναι το ολικό διάλυμα στο παλμό, Ro είναι η ακτίνα του σωλήνα, ζ είναι η απόσταση κατά μήκος του σωλήνα, u είναι η ταχύτητα του ρευστού και t είναι ο χρόνος. Αυτή η εξίσωση είναι ανάλογη με την εξίσωση εξασθένησης του παλμού, εκτός από το συντελεστή διάχυσης D, που αντικαθίσταται από το συντελεστή διασποράς Εζ, ο οποίος εξαρτάται αντίστροφα από το συντελεστή διάχυσης. Έτσι Εζ = *0«2 48 D (2.4) Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η γρήγορη διάχυση οδηγεί σε μικρή διασπορά και ότι η αργή διάχυση παράγει μεγάλη διασπορά. Οι αιτίες που συμβαίνει η διασπορά Taylor είναι ότι σε αυτή, η γρήγορη διάχυση ανεπάντεχα παράγει μικρή διασπορά και το αντίθετο. Ο 29
αρχικός παλμός της διαλυμένης ύλης που είναι στενός γρήγορα παραμορφώνεται από τη στρωτή ροή. Αν δεν υπάρχει διάχυση, η παραμόρφωση συνεχίζει αμείωτη και ο παλμός διασπείρεται εκτενώς. Αν, αντί αυτού, υπάρχει γρήγορη διάχυση, το υλικό στο κέντρο του σωλήνα τείνει να διαχυθεί εξωτερικά, σε ένα πεδίο του διαλύτη που κινείται πιο αργά, δηλαδή στο γρήγορης ροής πεδίο η διάχυση συμβαίνει εξωτερικά. Ταυτοχρόνως το υλικό που είναι κοντά στον τοίχο του σωλήνα τείνει να διαχυθεί προς την κατεύθυνση του κέντρου, σε ένα πεδίο γρηγορότερης ροής, δηλαδή στην αργή ροή κοντά στον τοίχο η διάχυση συμβαίνει εσωτερικά. Συνεπώς η διάχυση στην ακτινική διεύθυνση εμποδίζει τη διασπορά που προκαλείται από την αξονική ροή. Για να εφαρμόσουμε αυτές τις ιδέες ποσοτικά, θα πρέπει να γράψουμε ένα ισοζύγιο, το νόμο του Fick και να χειριστούμε τα αποτελέσματα μαθηματικά. Για να κάνουμε αυτού του είδους την ανάλυση, θα κάνουμε κάποιες υποθέσεις : (1) Το διάλυμα έχει μικρή συγκέντρωση. Αυτό υποθέτεται σωστό ακόμη και για τον αρχικό παλμό. (2) Η στρωτή ροή είναι αμετάβλητη από τον παλμό. Αυτό σημαίνει ότι η ταχύτητα μεταβάλλεται μόνο με την ακτίνα. (3) Η μεταφορά μάζας είναι λόγω ακτινικής διάχυσης και αξονικής μετάδοσης. Οι άλλοι μηχανισμοί μεταφοράς είναι αμελητέοι. Η σημαντικότερη υπόθεση είναι η τελευταία που διαχωρίζει τη διάχυση από τη συναγωγή. Αυτή είναι ορθή αν 7.2 I ID Ro2u (2.5) όπου L είναι το μήκος του σωλήνα. Η συνθήκη είναι έγκυρη για επιμήκη, λεπτό σωλήνα. Στη συνέχεια θα κάνουμε ισοζύγιο μάζας στη κυκλική διατομή στην είσοδο του σωλήνα, οποτε del Id. a =----rjl- Qii at r ar az (2.6) Η ταχύτητα uz είναι η στρωτή λύση, οπότε είναι ανεξάρτητη από το z : uz= 2u 1- Γ I *0 (2.7) Αν οι εξισώσεις (2.6) και (2.7) συνδυαστούν με το νόμο του Fick, τότε 30
3cl at d a aci. r r ar ar -2u 1-1 r Ro 2 I aci az (2.8) Αυτή είναι η ουσία των συνθηκών Μ t= 0, allζ, ql = ι I δ ζ ηρο2 t> 0, r=ro, a ci ar=0 r=0, a Ci ar = 0 (2.9) (2.10) (2.11) Η αρχική συνθήκη είναι όμοια με αυτή της εξασθένησης του παλμού. Στη συνέχεια ορίζουμε τις νέες συντεταγμένες r η= Ro ζ = ζ - u t Rq (2.12) (2.13) Σε σχέση με αυτές τις ποσότητες, η εξίσωση (2.8) γίνεται D a a Ci η Λ ο ΐη = 2u Ro 3η aci -η 3ζ (2.14) Μια λύση της εξίσωσης (2.14) που ικανοποιεί την εξίσωση (2.10) είναι 1 τρΐ\) aci Ql = Ql η=0 4 D 3ζ η=0 2^-4 (2.15) Όμως, δεν θέλουμε τη τοπική συγκέντρωση αλλά το μέσο όρο διαμέσου του σωλήνα: qz = 1 % ι 2nrq. r, z dr= 2 nod ηέ& ο 0 (2.16) Εξαιτίας του παλμού2 η ακτινική μεταβλητότητα της συγκέντρωσης είναι σχετικά μικρή σε σχέση με την αξονική, οπότε a ci a ci a ζ 9 ζ (2.17) 31
Μπορούμε να γράψουμε ένα νέο ολικό ισοζύγιο μάζας σχετικό με αυτό το μέσο όρο συγκέντρωση d Ci d Ji dt d (,Rq (2.18) στην οποία Ji είναι ο μέσος όρος ροής «1 =. 2nrife-iP q.-q. ^ d ο (2.19) Αυτό μπορεί να γραφτεί και ως εξής aci dci a(ji/u ) a tu Ro <9r 3ζ a i l 2 4 η -η qdri 3ζ ο ' 2 ' (2.20) Συνδυάζοντας αυτό το αποτέλεσμα με τις εξισώσεις (2.15) και (2.16) βρίσκουμε acl u ι\) a2^ at = 1 48D 1 ep (2.21) Η ποσότητα στην παρένθεση είναι ο αριθμός Peclet, που δίνει τη σχετική σημασία της αξονικής μετάδοσης και της ακτινικής διάχυσης. Οπότε οι συνθήκες θα είναι Μ τ = ο, all ζ, ex = n Ro3 δ ζ (2.22) τ > 0, ζ = ± οο, ci = 0 a Ci ζ=, ^.0 (2.23) (2.24) Οι εξισώσεις (2.21) ως (2.24) για τη διασπορά Taylor έχουν ακριβώς τον ίδιο μαθηματικό τύπο όπως αυτές για την εξασθένηση του παλμού. Σαν αποτέλεσμα πρέπει να έχουν την ίδια λύση και αυτή η λύση είναι αυτή που δίνεται από την εξίσωση (2.3). Μετά από όλα αυτά συμπεραίνουμε ότι η διασπορά είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα του συνδυασμού της διαφοράς συγκέντρωσης και της ροής ρευστού και συχνά μπορεί να περιγράφει από τα ίδια μαθηματικά που χρησιμοποιούνται τόσο αποτελεσματικά για τη διάχυση. Πρέπει, όμως, να θυμόμαστε ότι η διάχυση και η διασπορά έχουν πολύ διαφορετική φυσική προέλευση και προχωρούν με πολύ διαφορετικές ταχύτητες. Έτσι, παρότι, πολλές 32
διαδικασίες χαρακτηρίζονται καθημερινά σαν διάχυση, με τη στενότερη σημασία της μοριακής διάχυσης, δεν μπορούν να ερμηνευθούν μόνο από τη θεωρία της διάχυσης. 33
Κεφάλαιο 3 Η Πειραματική Μεθοδολογία Στο κεφάλαιο αυτό, αρχικά θα παρουσιαστεί η πειραματική διάταξη της ροής υγρού υμένα στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι μετρήσεις, η οποία αποτελείται από την πειραματική συσκευή, από το σύστημα επιβολής διαταραχών και από το σύστημα συλλογής και επεξεργασίας εικόνων. Στη συνέχεια, θα αναλυθεί η πειραματική διαδικασία για τα πειράματα διάχυσης και διασποράς. Η διάταξη κατασκευάστηκε στα πλαίσια προγενέστερης διδακτορικής διατριβής, όπου παρέχονται λεπτομερέστερες πληροφορίες. 3.1 Η Πειραματική Διάταξη 3.1.1 Το Κανάλι Ροής Για τη μελέτη της ροής υγρού υμένα σε επίπεδο τοίχωμα χρησιμοποιήθηκε κατάλληλη συσκευή κατασκευασμένη από Plexiglas, τα χαρακτηριστικά της οποίας φαίνονται στο σχήμα 3.1. Το πλάτος του καναλιού είναι 25cm και το μήκος του 80cm. Το επίπεδο τοίχωμα που προσαρμόζεται πάνω στο κανάλι έχει πλάτος 25cm και μήκος 50cm. Η δημιουργία κλίσης στο κανάλι γίνεται με την βοήθεια ενός ατέρμονα κοχλία. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται γωνία κλίσης στο κανάλι ως και 67 ως προς το οριζόντιο επίπεδο. Για την εύκολη μέτρηση της γωνίας κλίσης του καναλιού, έγινε βαθμονόμηση του κοχλία. Μετρήθηκαν πόσες σπείρες αντιστοιχούν σε γνωστές γωνίες κλίσης (μετρήθηκαν με ακριβή όργανο) και με εφαρμογή της μεθόδου των ελάχιστων τετραγώνων προέκυψε η παρακάτω γραμμική σχέση: S = 6.03 Μ + 16.1 (3.1), όπου S είναι ο αριθμός των σπειρών και Μ η γωνία κλίσης του καναλιού σε μοίρες. Η λειτουργία της συσκευής έχει ως εξής: Αρχικά, το ρευστό οδηγείται από το δοχείο συλλογής (No 8) στο δοχείο υπερχείλισης (No 3) μέσω μιας εμβαπτιζόμενης αντλίας (No 9). Λόγω υψομετρικής διαφοράς, το ρευστό ρέει προς το δοχείο κατανομής (No 14), απ όπου υπερχειλίζει και ρέει ομαλά στο επίπεδο τοίχωμα (No 5), όπου γίνονται οι μετρήσεις με ειδική ψηφιακή κάμερα (No 7). Στη συνέχεια το ρευστό, οδηγείται και πάλι στο δοχείο συλλογής (No 8) και έτσι ο κύκλος ροής κλείνει. 34
12. 1.Ηλεκτροβαλβίδος2.Κανάλι Plexiglas, 3.Δο%είο Υπερχείλισης 4.Πη^η Υπεριώδους Φωτός 5. Επίπεδο Τοίχωμα, 6.0μώοποιητής της Ροής της αέριας φάσης 7.Ψηφιακή Κάμερα CCD, Β.Δοχείο Συλλογής και ανάμειξης με την Χρωστική ουσία, 9.Αντλία, 10.DT3155 Κάρτα Συλλογής Εικόνων (Frame Grabber Board), ll.compaq ΙόόΜΜχ, ΙίΜμογράφος Β.Τροφοδοτικό μεταβαλλόμενης έντασης ρευματοςκαι τάσης 14. Δοχείο Κατανομής Σχήμα 3.1: Η Πειραματική Διάταξη 35
Γράφημα του αριθμού σπειρών του κοχλία συναρτήσει της κλίσης του καναλιού σε μοίρες S = 6,03Μ + 16,1 Σχήμα 3.2: Σχέση του αριθμού σπειρών του κοχλία συναρτήσει της κλίσης του καναλιού σε μοίρες. Η παροχή, καθορίζεται από μια ρυθμιστική βαλβίδα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο δοχείο υπερχείλισης και στο δοχείο κατανομής. Η μέτρηση της παροχής γίνεται με τη μέτρηση του βάρους του ρευστού που συλλέγεται για ορισμένο χρονικό διάστημα στην είσοδο του δοχείου συλλογής. Μεγάλη προσοχή κατά τη λήψη των μετρήσεων πρέπει να δοθεί στο σταθερό ύψος του ρευστού στο δοχείο υπερχείλισης, γιατί σύμφωνα με την εξίσωση Bernoulli αν αλλάξει η υψομετρική διαφορά, θα αλλάξει η παροχή του ρευστού και άρα ο αριθμός Reynolds. Η χρήση εμβαπτιζόμενης αντλίας είναι απαραίτητη, ώστε το νερό να απορροφάει σε σημαντικό ποσοστό τις ταλαντώσεις που παράγονται από τη λειτουργία της. Ακόμα, για την καλύτερη μόνωση του συστήματος από εξωτερικές διεγέρσεις, η πειραματική διάταξη είναι τοποθετημένη πάνω σε ελαστική βάση. Η πειραματική διάταξη, καθώς και διάφορα τμήματα της απεικονίζονται οπτικά στο σχήμα 3.3. Όπως φαίνεται, τα περισσότερα τμήματα της διάταξης είναι κατασκευασμένα από Plexiglas, γιατί έτσι μας δίνεται η δυνατότητα της οπτικής παρακολούθησης της ροής και της εφαρμογής της πειραματικής μεθόδου. Για τον ακριβή προσδιορισμό των φυσικών ιδιοτήτων, έχει τοποθετηθεί θερμοστοιχείο στο δοχείο κατανομής που μετράει τη θερμοκρασία του ρευστού. Τέλος, έχουν τοποθετηθεί φίλτρα σε ορισμένα σημεία της διάταξης, ώστε να κατακρατούνται διάφορες ακαθαρσίες του ρευστού, που μπορούν να επηρεάσουν τις πειραματικές μετρήσεις ή τη λειτουργία της αντλίας. 36
Σχήμα 3.3.α) : Το κανάλι ροής Σχήμα 3.3.β): Το δοχείο υπερχείλισης Σχήμα 3.3.γ): Το δοχείο κατανομής Σχήμα 3.3.δ): Το δοχείο συλλογής
3.1.2 Το Σύστημα Επιβολής Διαταραχών Επειδή μέρος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη των φαινομένων ροής σε επίπεδο τοίχωμα με διαταραχή ίση 1.5 Ηζ, εφαρμόσθηκε η διάταξη επιβολής διαταραχών που φαίνεται στο σχήμα 3.4. Ένα μέρος του ρευστού του δοχείο κατανομής οδηγείται μέσω μιας παράκαμψης στο δοχείο συλλογής. Στην έξοδο της παράκαμψης, εφαρμόζεται ένα κινούμενο εμπόδιο, το οποίο περιοδικά την κλείνει, με αποτέλεσμα επιπλέον ρευστό να εγκλωβίζεται στο δοχείο κατανομής και να οδηγείται στο κανάλι ροής. Έτσι, δημιουργείται ένα είδους υδραυλικού άλματος στην είσοδο του καναλιού ροής, η οποία είναι μια μη γραμμική διαταραχή και η οποία εξελίσσεται κατά μήκος του επίπεδου τοιχώματος. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η εξωτερικά επιβαλλόμενη αυξομείωση του πάχους του υμένα με το χρόνο. Το μέγεθος της παραγόμενης διαταραχής εξαρτάται από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το εμπόδιο κλείνει την έξοδο της παράκαμψης. KaiCM^rg 38
Η λεκτρομαγνήτης Π αλμογράφος Γεννήτρια Σ ή μ α τ ο ς Σχήμα 3.4: Το μηχανικό και ηλεκτρικό σύστημα δημιουργίας των εξωτερικά επιβαλλόμενων διαταραχών Το εμπόδιο κινείται με τη βοήθεια ενός ηλεκτρομαγνήτη, το κύκλωμα του οποίου κλείνει περιοδικά. Αυτό καθορίζεται, από ένα ρελέ, το οποίο είναι ένα δίθυρο στοιχείο και το οποίο ανάλογα με την τάση που έχει στην είσοδο του, κλείνει το κύκλωμα του ηλεκτρομαγνήτη. Έτσι, όταν η τάση εισόδου του συγκεκριμένου ρελέ είναι μέχρι +2.9V το κύκλωμα του ηλεκτρομαγνήτη είναι ανοικτό, ενώ κάθε τιμή πάνω απ αυτήν έχει σαν αποτέλεσμα το άμεσο κλείσιμο του κυκλώματος. Η τάση εισόδου του ρελέ καθορίζεται από μια γεννήτρια σήματος, η οποία έχει την ικανότητα να παράγει σήματα διαφόρων μορφών(ημιτονοειδής, πριονωτή, μαίανδρος) και με αρκετά μεγάλο εύρος στα πλάτη και στις συχνότητες. Η χρήση του παλμογράφου για την πιστοποίηση της λειτουργίας του ρελέ και τον ακριβή προσδιορισμό της τάσης που κλείνει το κύκλωμα ήταν επιβεβλημένη. Με τον τρόπο αυτό η συχνότητα κίνησης του ηλεκτρομαγνήτη και άρα του εμποδίου, καθορίζεται από τη συχνότητα που παράγει η γεννήτρια σήματος. Αυτό βεβαία ισχύει μέχρι κάποιο άνω όριο στη συχνότητα διέγερσης, πάνω απ' την οποία δεν μπορεί η συχνότητα της απόκρισης να ανταποκριθεί λόγω αδράνειας του συστήματος. Επίσης, η αύξηση του πλάτους του σήματος, έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της χρονικής διάρκειας που η τάση εισόδου του ρελέ είναι πάνω από +2.9V και επομένως η χρονική διάρκεια που το κύκλωμα του ηλεκτρομαγνήτη είναι κλειστό, αυξάνεται. Αυτό έχει σαν τελικό αποτέλεσμα το εμπόδιο να κλείνει για περισσότερο χρονικό διάστημα την έξοδο της παράκαμψης και έτσι να παράγεται μεγαλύτερο μέγεθος διαταραχής (σε μήκος κύματος 39
και όχι σε ύψος). Τέλος, η μέση θέση του εμποδίου επηρεάζει το μέγεθος της διαταραχής, αφήνοντας λιγότερο ή περισσότερο ρευστό να εξέλθει μέσα από την παράκαμψη. 3.1.3. Οι Ιδιότητες του Ρευστού Σε διαλύματα νερού-γλυκερίνης είναι δυνατόν να αποφευχθούν τρισδιάστατες αστάθειες και να δημιουργηθούν διδιάστατες δομές σε υψηλούς αριθμούς Reynolds και γωνίες κλίσεις. Επίσης είναι εφικτή η δημιουργία μοναχικών κυμάτων σε μεγαλύτερο εύρος μεγεθών. Η μέτρηση του ιξώδους του διαλύματος πραγματοποιήθηκε μέσω της μέτρησης του συντελεστή διάθλασης, ο οποίος εξαρτάται άμεσα από την συγκέντρωση της διαλυμένης ουσίας (γλυκερίνη) στο διάλυμα (νερό). Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήσαμε ειδικό διαθλασίμετρο υψηλής ακρίβειας. Το ιξώδες του διαλύματος επηρεάζεται σημαντικά από τη θερμοκρασία του και επομένως χρειάζεται να γίνει αναγωγή στη θερμοκρασία όπου έγινε το πείραμα. Για το λόγο αυτό η2-1 χρησιμοποιήθηκε μία παραλλαγή της εξίσωσης του Eykman: ρ = C-(«+ 0.4) (3.2), η οποία συσχετίζει την πυκνότητα p(kg/m3) ενός διαλύματος με το συντελεστή διάθλασης του η και η οποία ισχύει για μεγάλο εύρος θερμοκρασιών. Εφόσον προσδιορίσουμε το συντελεστή C της σχέσης (3.2), εάν ξέρουμε την πυκνότητα του διαλύματος σε μια θερμοκρασία, βρίσκουμε το συντελεστή διάθλασης του διαλύματος σε εκείνη τη θερμοκρασία. Τότε από πίνακα, για την τιμή του συντελεστή διάθλασης που υπολογίσαμε, προσδιορίζουμε και το κινηματικό ιξώδες του διαλύματος στην ίδια θερμοκρασία. Για τον υπολογισμό του συντελεστή C, λογαριθμίζουμε τη σχέση (3.2), όποτε προκύπτει η γραμμική σχέση: η2-1 In ρ = In - InC (3.3). Από δεδομένα πινάκων στους 20 C για την πυκνότητα η + 0.4 και το συντελεστή διάθλασης του υδατικού διαλύματος γλυκερίνης σε διάφορες ~2-1 περιεκτικότητες, προκύπτει η γραμμική σχέση: In ρ - 0.7069 In η + 0.4 + 0.5652 (3.4) και τελικά για το υδατικό διάλυμα γλυκερίνης: ρ =--------- 0.5682 η 2 ^0.7069 η + 0.4 (3.5) Έτσι, με τη χρήση του διαθλασιμέτρου βρήκαμε ότι η θερμοκρασία του διαλύματος είναι Τ=25 C ενώ ο δείκτης διαθλάσεως είναι η= 1.3575. Από τον τύπο (3.5) βρήκαμε ότι η πυκνότητα είναι ρ=1.047 kg /m3 οπότε από αντίστοιχους πίνακες προέκυψε ότι έχουμε 40
20% κ. β. γλυκερίνη. Τέλος από τα δεδομένα που πήραμε από πίνακες, κάνοντας γραμμική παρεμβολή, βρήκαμε ότι το κινηματικό ιξώδες είναι ν=1.685. Ένα απόσπασμα των πινάκων φυσικών ιδιοτήτων δίδεται στο παράρτημα. Συσχέτιση πυκνότητας και συντελεστή διάθλασης υδατικού διαλύματος γλυκερίνης στους 20oC lnp= 0,7069*Ιπ((πΛ2-1)/(η+0.4)) + 0,5652 R2 = 1 Ιπ((πΛ2-1)/(π+0.4)) Σχήμα 3.5: Συσχέτιση πυκνότητας και συντελεστή διάθλασης υδατικού διαλύματος γλυκερίνης στους 20 C 3.2 Μέθοδος Απεικόνισης Με Φθορισμό Για τη μέτρηση του πάχους του υμένα στο χώρο αλλά και την εξάρτησή του με το χρόνο είναι αναγκαία η χρησιμοποίηση μιας τεχνικής η οποία να αποφέρει ποσοτικές μετρήσεις του στιγμιαίου πάχους του υμένα στο χώρο. Η μέθοδος απεικόνισης με φθορισμό (fluorescence imaging method), η οποία χρησιμοποιήθηκε σε παρεμφερείς εφαρμογές, είναι η πειραματική τεχνική μέτρησης του πάχους του υμένα χώρο-χρονικά και ειδικότερα είναι η μέθοδος, η οποία μας βοηθάει να πάρουμε πληροφορίες σχετικά με την ένταση του φωτός που εκπέμπεται από τον υμένα. 41
Η προσθήκη μικρής ποσότητας κατάλληλης χρωστικής ουσίας στο διάλυμα είχε ως αποτέλεσμα τον φθορισμό του διαλύματος και την εκπομπή ορατού φωτός σε συγκεκριμένο μήκος κύματος κάτω από την επίδραση υπεριώδους φωτός. Η χρωστική ουσία που επιλέξαμε είναι η ουρανίνη ( Sodium Salt of Fluorescein - C2oHio05Na2), η οποία εκπέμπει πράσινοκίτρινο φως σε κεντρικό μήκος κύματος 525-580 nm όταν απορροφά το υπεριώδες φως. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι οι ιδιότητες του ρευστού δεν επηρεάζονται από τη διάλυση της χρωστικής ουσίας. Ως πηγή υπεριώδους φωτός χρησιμοποιήθηκαν δυο λαμπτήρες υψηλής έντασης (Phillips, TL20/05) με εξαρτήματα τροφοδοσίας (ballast, starter) για την ελάττωση των ταλαντώσεων της έντασης του υπεριώδους φωτός. Οι λαμπτήρες ήταν τοποθετημένοι συμμετρικά ως προς το κανάλι που χρησιμοποιούσαμε σε συγκεκριμένη απόσταση από αυτό, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη κατανομή της έντασης του υπεριώδους φωτός. Το είδος της χρωστικής ουσίας καθώς και η συγκέντρωσή της, όπως και το είδος των λαμπτήρων φθορισμού καθώς και η απόστασή τους από το κανάλι που χρησιμοποιούσαμε για τα πειράματά μας είναι οι κύριες παράμετροι της μεθόδου απεικόνισης με φθορισμό και πρέπει να διατηρούνται σταθερές για κάθε σειρά πειραμάτων. Για τη συλλογή εικόνων χρησιμοποιήσαμε ψηφιακή κάμερα CCD (Sony XC-77/77CE), η οποία ήταν τοποθετημένη κάτω από το κανάλι. Η συγκεκριμένη κάμερα έχει πολύ καλή ευαισθησία στο φως και αναλογία σήματος-θορύβου. Λαμβάνει ως και 200 εικόνες το δευτερόλεπτο ενώ η περιοχή που καλύπτει είναι 10cm xl2cm. Η συλλογή και η αποθήκευση των εικόνων πραγματοποιείται μέσω μιας κάρτας συλλογής εικόνων και του κατάλληλου λογισμικού. Η κάρτα μπορεί να μεταφέρει ως και 25 εικόνες / δευτερόλεπτο για συχνότητα 50Ηζ. Τέλος οι εισερχόμενες εικόνες ψηφιοποιούνται σε 576χ 768 pixels. Κάθε pixel της εικόνας αντιστοιχεί σε μια διακριτή τιμή, η οποία αποτελεί το μέγεθος μέτρησης της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από τον υμένα. Στη συνέχεια, ρυθμίζοντας τα επίπεδα "λευκού" και " μαύρου" (White / Black Level) σε μ Volts είναι δυνατή η ψηφιοποίηση της εικόνας με την μετατροπή των διακριτών τιμών σε μ Volts, ενώ κάθε σήμα χωρίζεται σε 255 διακριτές τιμές. Κάθε pixel επηρεάζει τα γύρω του και επηρεάζεται από αυτά σε διαφορετικό ποσοστό, όσον αφορά την ένταση του φωτός. Έτσι ένα pixel επηρεάζει πιο πολύ τα γειτονικά του από ότι τα πιο απομακρυσμένα και το ίδιο επηρεάζεται από αυτά. Σε κάθε ψηφιακό σύστημα υπάρχει θερμικός θόρυβος, ο οποίος επηρεάζει το σύστημα. Ο θερμικός θόρυβος γίνεται αντιληπτός με την παράλληλη σύνδεση της κάμερας με ψηφιακό παλμογράφο και την εύρεση των μ Volts, όταν ο φακός της κάμερας είναι καλυμμένος (Black 42
Level). Αντίστοιχα, βρίσκουμε τη μέγιστη τάση που λαμβάνει η κάμερα, η οποία αντιστοιχεί στο μέγιστο επίπεδο (White Level). Σύμφωνα με τη μέθοδο απεικόνισης με φθορισμό, το τοπικό πάχος υμένα h (x,y,t) είναι γραμμικά ανάλογο με την ένταση του φωτός I (x,y,t) που εκπέμπεται από τον φθορίζοντα υμένα, δηλαδή I (x,y,t) = a (x,y) h(x,y,t) + b (x,y). (3.9) με I (x,y,t) συμβολίζουμε την ένταση της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, με h (x,y,t) το στιγμιαίο τοπικό πάχος του υμένα και με a (x,y), b (x,y) τους δυο συντελεστές της γραμμικής σχέσης. Οι συντελεστές a (x,y), b (x,y) εξαρτώνται από το είδος του ρευστού, το είδος των λαμπτήρων φθορισμού και την απόσταση τους από το επίπεδο τοίχωμα και τη συγκέντρωση της χρωστικής ουσίας καθώς και το είδος της. Επίσης, εξαρτώνται από τη θέση μέτρησης μια και η κατανομή της υπεριώδους ακτινοβολίας, άρα και η εκπεμπόμενη από τον υμένα ακτινοβολία, δεν είναι ομοιόμορφη. Έτσι σε κάθε σημείο (pixel) της εικόνας αντιστοιχούν δυο ανεξάρτητες τιμές των γραμμικών συντελεστών a(x,y) και b(x,y). Στόχος της πειραματικής διαδικασίας είναι η εύρεση των δυο συντελεστών a(x,y) και b(x,y), ώστε μετρώντας την ένταση του εκπεμπόμενου φωτός να βρίσκουμε το αντίστοιχο πάχος υμένα. Κάποιες φορές, εκτός από την εκπεμπόμενη ακτινοβολία λόγω φθορισμού του υμένα, υπάρχει και δευτερεύουσα ακτινοβολία. Αυτή, είτε οφείλεται στο φυσικό φως είτε σε άλλες πηγές φωτισμού, πρέπει να απομονωθεί, κάτι που επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων οπτικών φίλτρων προσαρμοσμένων στο φακό της κάμερας. Γενικά το φίλτρο βοηθάει στο να εξαλειφθούν τυχαία σφάλματα, όπως σταγόνες, θάμπωμα στο plexiglass κ.λ.π. 43
Αποθήκευση των εικόνων (HL Image Τοο1++97) με συχνότητα έως και 30 ειχ./«. Με κατάλληλο λογισμικό (πρόγραμμα σε MATLAB) και την εύρεση της έντασης της χροσκίπτουσας ακτινοβολίας IQ(x,y) μετατρέχεται η ένταση ακτινοβολίας σε πραγματικές διαστάσεις πάχους υγρού υμένα. CCD CAMERA Έλεγχος του σήματος της κάμερας σε mv και της! συχνότητας δειγματοληψίας εικόνων (Ηζ) mm Η-ΘΙ b ] 13! 1 t POQOQ OSCILLOGRAPH Μέτρηση φωτεινότητας εικόνων σε lux Σχήμα 3.6: Διάγραμμα συλλογής δεδομένων της μεθόδου απεικόνισης με φθορισμό 3.3 Βαθμονόμηση Πειραματικής Μεθόδου - Επεξεργασία Εικόνων Για τον προσδιορισμό των συντελεστών a(x,y) και β(χ,γ) της εξίσωσης (3.9) θα πρέπει να γίνει βαθμονόμηση της πειραματικής μεθόδου. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιείται το γεγονός ότι για κάποιο αριθμό Re και γωνιών κλίσης του τοιχώματος ο υμένας είναι ευσταθής και επίπεδος, ενώ το πάχος του δίνεται από τη θεωρητική πρόβλεψη κατά Nusselt, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω βασίζεται στην αναλυτική επίλυση του προβλήματος της δισδιάστατης μόνιμης ροής σε κεκλιμένο επίπεδο με κατάλληλες συνοριακές συνθήκες. Η επιπεδότητα του υμένα και η ισότητα του πάχους του στην ευσταθή περιοχή με τη θεωρητική πρόβλεψη κατά Nusselt, μας επιτρέπει την άμεση βαθμονόμηση της πειραματικής μεθόδου με χρήση της σχέσης (3.9). Συγκεκριμένα, μετρώντας τη μαζική παροχή ήι\ ^~ \ Vmin ) στην έξοδο από το κανάλι βρίσκουμε από τη σχέση: 44
Re = m I Kg; Vmin, ί m 2 X 60 a[m) ρ (Kg) 3 ^sec ) V m ; (3.10) όπου α=0.25 m το πλάτος του καναλιού, σε ποιον αριθμό Re αντιστοιχεί η ροή και επιδιώκουμε αυτός να βρίσκεται στην ευσταθή περιοχή. 13-ν2 Re Έπειτα, από τη σχέση: hn = 3/------------ (3.11), με φ( ), v(m2/sec), g=9.81(m2/sec), hn(m) V g-smtf) βρίσκουμε το θεωρητικό πάχος του υμένα κατά Nusselt. Σε εκείνο τον αριθμό Re λαμβάνουμε 20 εικόνες με διαφορά 100 msec η μια από την άλλη και προσπαθούμε να αντιστοιχήσουμε την ένταση της ακτινοβολίας κάθε pixel των εικόνων με το πάχος του υμένα που έχουμε υπολογίσει από τη θεωρητική πρόβλεψη κατά Nusselt ( και το οποίο είναι το ίδιο για κάθε pixel), μέσω της σχέσης (3.9). Επειδή η σχέση (3.9) είναι γραμμική απαιτούνται τουλάχιστον τα πάχη και οι ακτινοβολίες σε δυο αριθμούς Re, ώστε να υπολογιστούν τα a(x,y) και β(χ,γ). Ωστόσο για να αυξηθεί η ακρίβεια της βαθμονόμησης, λαμβάνουμε τα πάχη και τις εντάσεις των ακτινοβολιών σε τέσσερις αριθμούς Re και με τη μέθοδο των ελάχιστων τετραγώνων βρίσκουμε τα α και β που αντιστοιχούν σε κάθε pixel. Εφόσον υπολογιστούν τα a(x,y) και β(χ,γ), μπορεί να χρησιμοποιηθεί η σχέση (3.9) για την εύρεση του πάχους του υμένα σε οποιοδήποτε αριθμό Re. Με τη μέθοδο απεικόνισης με φθορισμό συλλέγονται εικόνες, οι οποίες σχετίζονται με την ένταση της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας άρα και με το πάχος του υμένα. Η ψηφιακή επεξεργασία των εικόνων για όλα τα στάδια της διαδικασίας εξαγωγής των δεδομένων έγινε σε γλώσσα προγραμματισμού MATLAB. Τα στάδια της συλλογής και επεξεργασίας εικόνων είναι τρία και για το καθένα από αυτά χρησιμοποιείται το αντίστοιχο λογισμικό. Η συλλογή των εικόνων γίνεται με τη χρήση του λογισμικού ElLImage ++97. Με τη βοήθεια του παραπάνω λογισμικού ρυθμίζονται τα επίπεδα λευκού και μαύρου, ο ρυθμός δειγματοληψίας καθώς και η ονοματολογία των εικόνων. Το επόμενο στάδιο είναι η πρωταρχική επεξεργασία των εικόνων με την εφαρμογή του κατάλληλου φίλτρου σε κάθε εικόνα ξεχωριστά. Η μείωση του ηλεκτρονικού θορύβου και η ομαλοποίηση της εικόνας επιτυγχάνονται με τη χρησιμοποίηση φίλτρων συνέλιξης (convolution filters) όπως Gaussian 15x15. Για το λόγο αυτό έγινε χρήση κατάλληλου προγράμματος Image Tool και εν συνεχεία με προγραμματισμό σε Visual Basic εφαρμόστηκε φίλτρο σε κάθε εικόνα ξεχωριστά δηλαδή για κάθε χρονική στιγμή. Τέλος η ψηφιακή επεξεργασία και η μετατροπή της έντασης του εκπεμπόμενου φωτός σε πάχος υμένα πραγματοποιήθηκε με προγραμματισμό σε MATLAB. Ανάλογα με το είδος 45
κάθε εικόνας είναι δυνατή η μετατροπή της εικόνας στον αντίστοιχο πίνακα, όπου κάθε pixel είναι και ένα σημείο του πίνακα. Κάθε εικόνα, λοιπόν, 576x768 pixels μετατρέπεται στον αντίστοιχο πίνακα 576 γραμμών και 768 στηλών, όπου κάθε στοιχείο του πίνακα δίνει τη διακριτοποιημένη ένταση του φωτός στο συγκεκριμένο σημείο. 3.4 Περιγραφή Πειραμάτων Διάχυσης Σε αυτή τη σειρά πειραμάτων μελετήθηκε το φαινόμενο της διάχυσης σταγόνας διαλύματος χρωστικής ουσίας σε διάλυμα νερού και γλυκερίνης 20% κ.β. Για τα πειράματα αυτά χρησιμοποιήσαμε γυάλινο στρογγυλό δοχείο όπου με τη βοήθεια βαθύμετρου μετρούσαμε το βάθος του πυθμένα του. Στη συνέχεια τοποθετούσαμε τυχαία ποσότητα νερού στο δοχείο και με τη βοήθεια βαθύμετρου και πολύμετρου, δημιουργώντας κλειστό κύκλωμα, μετρούσαμε το βάθος του νερού. Από την αφαίρεση αυτών των δύο τιμών προέκυπτε το πάχος του υμένα. Έγιναν δύο είδη πειραμάτων με διαλύματα διαφορετικής περιεκτικότητας σε χρωστική ουσία κάθε φορά. Στην πρώτη σειρά πειραμάτων χρησιμοποιήθηκε λιγότερη ποσότητα χρωστικής ουσίας ενώ στη δεύτερη σειρά πειραμάτων περισσότερη ποσότητα. Σε κάθε σειρά πειραμάτων πήραμε τρία διαφορετικά πάχη υμένα. Τέλος, σε κάθε σειρά πειραμάτων ρίχναμε την ποσότητα διαλύματος χρωστικής, χρησιμοποιώντας μία σύριγγα, ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αλλάζαμε το ρευστό που χρησιμοποιούσαμε για την αποφυγή προσμίξεων με το περιβάλλον. Για να μελετήσουμε το φαινόμενο της διάχυσης, το γυάλινο δοχείο τοποθετήθηκε πάνω στο κανάλι ροής, το οποίο σε αυτή τη φάση ήταν επίπεδο. Έτσι με τη βοήθεια της κάμερας, που βρίσκεται κάτω από το κανάλι μπορέσαμε να πάρουμε πληροφορίες για το φαινόμενο της διάχυσης μέσω των φωτογραφιών που συλλέξαμε. Για να βρούμε πόσος χρόνος χρειάζεται για να εξελιχθεί το φαινόμενο χρησιμοποιούμε το τύπο Χδ= 4-J~Dt. Θεωρούμε ότι αυτή η σειρά πειραμάτων διάχυσης προσεγγίζει το φαινόμενο της διάχυσης σε ημιάπειρη πλάκα. Έτσι, διέπεται από το δεύτερο νόμο του Fick : = D C' (3.12), που χαρακτηρίζει τη διάχυση σε ημιάπειρη πλάκα, όπου για t=0 και dt dz Vz, cι cιoo ενώ για t>0 και z=0, ci=cio και για t>0 και z=co, ci=cioo. Για να λύσουμε αυτή την 2 εξίσωση ορίζουμε μια νέα μεταβλητή ζ= ----- (3-13) οπότε η εξίσωση (3.12) γίνεται V4 Dt 46
dc, dc d2c, dc -> d2c, dc, -77Φ = -^τφ ή f + 2^-^ = (3.14), όπου για ζ=0, Cl=cl0 ενώ άζ ot άζ οζ άζ άζ για ζ= οο, Ci=Cioo. Ολοκληρώνοντας μια φορά την εξίσωση (3.14) προκύπτει η εξίσωση dc, _,2 ---- = ae ς (3.15), όπου α είναι η σταθερά ολοκλήρωσης. Αν ολοκληρώσουμε την άζ c C 2 Γ 2 εξίσωση (3.15) προκύπτει η εξίσωση ------ = βν/ζ (3.16), όπου erfζ = == \e~s ds. Cl o ~ C\0 \ ft ο Από τους πίνακες για την συνάρτηση λάθους βρίσκουμε ότι για erf (ζ) =0.995 <-» ζ=2 οπότε η εξίσωση (3.13) γίνεται z=4415t * Χδ=4<J~Dt (3.17). Αυτός ο τύπος μας δίνει το πάχος διείσδυσης σε συνάρτηση με το χρόνο, αν υποθέσουμε μια τιμή για το συντελεστή διάχυσης. Έτσι, για πάχος διείσδυσης ίσο με xs=lcm και για μια τυπική τιμή του συντελεστή διάχυσης, cttl ^ ίση με D= 10 η εξίσωση (3.17) μας δίνει t= 104 min. 3.5 Περιγραφή Πειραμάτων Διασποράς Σε αυτή τη σειρά πειραμάτων μελετήθηκε το φαινόμενο της διασποράς διαλύματος χρωστικής ουσίας σε διάλυμα νερού και γλυκερίνης 20% κ.β. Σε όλα τα πειράματα αυτής της σειράς χρησιμοποιήθηκε διάλυμα ίδιας περιεκτικότητας σε χρωστική ουσία, το οποίο αλλάζαμε για την αποφυγή προσμίξεων με το περιβάλλον. Για τα πειράματα αυτά χρησιμοποιήσαμε αντλία με τη βοήθεια της οποίας αντλούσαμε διάλυμα χρωστικής από το δοχείο που αυτό είχε τοποθετηθεί και το ρίχναμε στο κανάλι ροής. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήσαμε λεπτό, πλαστικό, εύκαμπτο σωληνάκι, το οποίο περάσαμε μέσα από πλαστικό άκαμπτο σωλήνα, ο οποίος είχε στερεωθεί σε μια μεταλλική βάση. Στην άκρη από το σωληνάκι στερεώσαμε μια βελόνα, ώστε η ποσότητα του διαλύματος της χρωστικής που έπεφτε μέσα στο κανάλι να έχει τη μορφή συνεχόμενων σταγόνων. Το σύστημα άντλησης που χρησιμοποιήσαμε μας έδινε τη δυνατότητα να ρυθμίζουμε το ρυθμό με τον οποίο αντλούσαμε το διάλυμα της χρωστικής και κατά επέκταση το ρυθμό με τον οποίο έπεφτε το διάλυμα της χρωστικής μέσα στο κανάλι ροής σε μια κλίμακα από 0 ως 10. Το διάλυμα της χρωστικής έπρεπε να έχει σχεδόν την ίδια παροχή με την παροχή του διαλύματος νερού- γλυκερίνης, ώστε να μην το διαταράσσει. Για αυτό το λόγο, ελέγξαμε για 47
ποιο από τα σωληνάκια που είχαμε στη διάθεση μας, η παροχή, σε κλίμακα με ένδειξη από 0 ως 10, ικανοποιούσε την παραπάνω προϋπόθεση. Τελικά, καταλήξαμε στο λεπτότερο σωληνάκι για το οποίο βρήκαμε ότι η παροχή, για την ένδειξη 1, είναι Q=4.44 ml / min ενώ, για την ένδειξη 10, είναι Q=18.6 ml / min. Αυτή η σειρά πειραμάτων έγινε για τις ενδείξεις της αντλίας: 0.2, 0.5 και από 1 ως 10. Επίσης έγιναν δυο είδη πειραμάτων, χωρίς διαταραχή και με διαταραχή. Με τη βοήθεια της κάμερας συλλέξαμε φωτογραφίες από δυο διαφορετικές θέσεις, από τη θέση Α που βρίσκεται 185 mm από την υπερχείλιση και από τη θέση C που βρίσκεται 378 mm από την υπερχείλιση. Στη συνέχεια, όμως, παραθέτουμε τα αποτελέσματα μόνο από τη θέση C αφού δεν παίζει κανένα ρόλο ποιας θέσης τα αποτελέσματα θα χρησιμοποιήσουμε, μια και σε καθεμία θέση η κάμερα καλύπτει απόσταση 120 mm. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αυτή τη σειρά πειραμάτων το κανάλι ροής είχε κλίση ίση με 3.4. Παρακάτω παρατίθεται πίνακας που δίνει τις παροχές της αντλίας στις αντίστοιχες ενδείξεις. Έτσι, όταν παρακάτω αναφερόμαστε στις διάφορες ενδείξεις, εννοούμε τις αντίστοιχες παροχές. Τέλος παρατίθεται η γραφική παράσταση των ενδείξεων της αντλίας σε συνάρτηση με τις παροχές. Ένδειξη Αντλίας Παροχή Αντλίας (gr / min) 0,2 3,555 0,5 4,440 1,0 6,555 2,0 10,605 3,0 15,220 4,0 20,205 5,0 23,950 6,0 28,820 7,0 33,620 8,0 35,710 9,0 37,750 10,0 38,460 Πίνακας 1 48
_ 50 a 40 μ 30 i 20 I 10 c 0 Γράφημα 1 0 5 10 15 Ένδειξη Αντλίας 49
Κεφάλαιο 4 4.1 Παρουσίαση και Σχολιασμός Πειραμάτων Διάχυσης 4.1.1 Αποτελέσματα Πειραμάτων Διάχυσης Όπως αναφέρθηκε, έγιναν δύο είδη πειραμάτων με διαλύματα διαφορετικής περιεκτικότητας σε χρωστική ουσία κάθε φορά. Στην πρώτη σειρά πειραμάτων χρησιμοποιήσαμε λιγότερη ποσότητα χρωστικής ουσίας ενώ πήραμε τρία διαφορετικά πάχη υμένα. Αρχικά για πάχος υμένα h=0.69 mm αφήσαμε το φαινόμενο να εξελιχθεί για 100 min ενώ λαμβάναμε φωτογραφίες κάθε 10 min. Κάθε φορά λαμβάναμε 10 φωτογραφίες με 100 msec διαφορά η μια από την άλλη. Εικόνα 1: το φαινόμενο στο t=l min για h=0.69 mm Όπως βλέπουμε και στην Εικόνα 1, την χρονική στιγμή t=l min, εκτός από το φαινόμενο της διάχυσης λαμβάνει χώρα και το φαινόμενο της συναγωγής. Αυτό συμβαίνει λόγω της ταχύτητας με την οποία πέφτει η σταγόνα, μια και τη ρίχνουμε με σύριγγα, με το χέρι μας. Επίσης λόγω του τρόπου που ρίχνουμε τη χρωστική, θα παρατηρήσουμε κατά την εξέλιξη του φαινομένου τη σταγόνα να ανοίγει κάπως μονόπλευρα, κάπως "μακρουλά". Εικόνα 2 : το φαινόμενο στο t=10 min για h=0.69 mm Μέσα στα πρώτα 10 min. η σταγόνα έχει απλώσει λόγω συναγωγής ενώ όπως βλέπουμε και από την Εικόνα 2, από το t=10 min. το φαινόμενο της συναγωγής ελαχιστοποιείται και το 50
μόνο φαινόμενο που επηρεάζει την σταγόνα, είναι το φαινόμενο της διάχυσης. Έτσι μέσα σε 10 min η σταγόνα έχει απλώσει κατά 12.93% οριζοντίως και κατά 16.43% καθέτως, ποσοστά που δείχνουν ότι η σταγόνα δεν μεταβάλλεται το ίδιο και στις δυο διευθύνσεις λόγω του φαινομένου της συναγωγής. Στα επόμενα λεπτά η σταγόνα συνεχίζει να μην απλώνει ομοιόμορφα λόγω αυτού του φαινομένου, το οποίο ελαχιστοποιείται, όπως αναφέραμε, αλλά δεν εξαλείφεται. Εικόνα 3 : το φαινόμενο στο t=40 min για h=0.69 mm Έτσι φτάνοντας στο t=40 min., βρίσκουμε ότι η σταγόνα έχει μεταβληθεί κατά 2.72% οριζοντίως και κατά 12.5% καθέτως. Συγκρίνοντας αυτά τα δυο ποσοστά μεταξύ τους αλλά και με τα προηγούμενα ποσοστά, βλέπουμε ότι, όσο περνάει η ώρα, η σταγόνα μεταβάλλεται ελάχιστα κατά την οριζόντια διεύθυνση, έχει σχεδόν την ίδια διάμετρο στην οριζόντια διεύθυνση. Αντίθετα μεταβάλλεται αρκετά κατά τη κάθετη διεύθυνση αφού αυξάνεται η διάμετρος της, παρότι το ποσοστό, που απλώνει η σταγόνα, ελαττώνεται. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από τις Εικόνες 2 και 3. Στο t=50 min., όπως μπορούμε να δούμε, η σταγόνα αρχίζει να κινείται προς τα κάτω. Εικόνα 4, οπότε φτάνοντας στο t=70 min. έχει πάρει το σχήμα "αχλαδιού", ενώ αρχίζει να στρέφεται και προς τα δεξιά. Εικόνα 5. Εικόνα 4 : το φαινόμενο στο t=50 min για h=0.69 mm Εικόνα 5 : το φαινόμενο στο t=70 min για h=0.69 mm Το φαινόμενο καταλήγει στο t=100 min., μια και η σταγόνα παίρνει το τελικό της σχήμα και από εκεί και πέρα δεν μεταβάλλεται καθόλου. Έτσι, βλέποντας την Εικόνα 6, το σχήμα 51
που έχει πάρει η σταγόνα είναι αυτό του ανάποδου "μανιταριού", το οποίο έχει και μια μικρή κλίση προς τα δεξιά. Εικόνα 6 : το φαινόμενο στο t=100 min για Η=0.69 mm Εικόνα 2 : το φαινόμενο στο t=10 min για h=0.69 mm Συγκρίνοντας τις Εικόνες 1 και 6, βλέπουμε η σταγόνα μεταβάλλεται κατά πολύ, όσον αφορά το σχήμα της. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με το χρώμα της, αφού αυτό δεν "σβήνει" πάρα πολύ. Η μεταβολή του σχήματος, προφανώς, συμβαίνει λόγω του συνδυασμού των φαινομένων της συναγωγής και της διάχυσης. Το φαινόμενο της διάχυσης, όμως, δεν πρέπει να είναι τόσο έντονο και για αυτό το χρώμα της σταγόνας δεν αλλάζει δηλαδή δεν "σβήνει" εντελώς. Στη συνέχεια για ίδια ποσότητα χρωστικής ουσίας και για πάχος υμένα h=l.41 mm, δηλαδή για διαφορετικό πάχος υμένα από αυτό του προηγούμενου πειράματος, αφήσαμε το φαινόμενο να εξελιχθεί για 20 min ενώ λαμβάναμε φωτογραφίες κάθε 10 min. Κάθε φορά λαμβάναμε 10 φωτογραφίες με 100 msec διαφορά η μια από την άλλη, όπως και στο προηγούμενο πείραμα. Στο t=l min, όπως φαίνεται και στην Εικόνα 7, εκτός από το φαινόμενο της διάχυσης υπάρχει και το φαινόμενο της συναγωγής, το οποίο μάλιστα είναι και αρκετά έντονο, όπως θα δούμε και παρακάτω. Αυτό, όπως αναφέραμε, οφείλεται στην ταχύτητα με την οποία πέφτει η σταγόνα και επηρεάζει σημαντικά την εξέλιξη του φαινομένου, μια και αυτό προχωράει πολύ γρήγορα. Εικόνα 7 : το φαινόμενο στο t=l min για h=1.41 mm 52
Έτσι, φτάνοντας στο t=10 min το φαινόμενο έχει ήδη προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, όπως φαίνεται και στην Εικόνα 8. Όπως βλέπουμε η σταγόνα έχει απλώσει πάρα πολύ μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, κάτι που δείχνει πόσο έντονο είναι το φαινόμενο της συναγωγής. Τέλος το φαινόμενο καταλήγει στο t=20 min μια και η χρωστική έχει εξαφανιστεί και η σταγόνα έχει πάρει το τελικό της σχήμα, όπως βλέπουμε και στην Εικόνα 9. Έτσι συγκρίνοντας τις Εικόνες 8 και 9 βλέπουμε ότι μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα η σταγόνα μεταβάλλεται ελάχιστα. Φωτογραφίες που πήραμε μετά το t=20 min δεν έδειξαν καμιά αλλαγή του φαινομένου. Εικόνα 8 : το φαινόμενο στο t=10 min για h=1.41 mm Εικόνα 9 : το φαινόμενο στο t=20 min για h=l.41 mm Εάν συγκρίνουμε τις ίδιες χρονικές στιγμές για τα δυο προηγούμενα πάχη υμένα, όπου έχουμε την ίδια ποσότητα χρωστικής αλλά διαφορετικό πάχος υμένα βγάζουμε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Έτσι, συγκρίνοντας τις Εικόνες 1 και 7, βλέπουμε ότι στην Εικόνα 7 το φαινόμενο της διάχυσης αλλά κυρίως το φαινόμενο της συναγωγής είναι εντονότερο και για αυτό το πείραμα έχει εξελιχθεί τόσο γρήγορα. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, στην Εικόνα 1 το χρώμα της σταγόνας είναι πιο έντονο γιατί η χρωστική δεν έχει διαχυθεί ακόμη, αντιθέτως το πείραμα είναι ακόμη στην αρχή του. Εικόνα 1 : το φαινόμενο στο t=l min για h=0.69 mm Εικόνα 7 : το φαινόμενο στο t=l min για h=1.41 mm Συνεχίζοντας, αν συγκρίνουμε τις Εικόνες 2 και 8, βλέπουμε ότι ισχύουν όλα όσα αναφέραμε παραπάνω. Έτσι, λόγω του ότι το φαινόμενο της συναγωγής είναι τόσο έντονο, 53
στη περίπτωση όπου το πάχος υμένα είναι h=1.41 mm, η σταγόνα απλώνει πολύ πιο γρήγορα ώστε μέσα σε 10 min να έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Τέλος, από τις Εικόνες 10 και 9, φαίνεται ότι όσον αφορά τη πρώτη εικόνα, το πείραμα είναι σε εξέλιξη, σχεδόν στην αρχή του, ενώ στη δεύτερη εικόνα, το πείραμα έχει τελειώσει και η σταγόνα δεν απλώνεται περαιτέρω. Εικόνα 2 : το φαινόμενο στο t=10 min για h=0.69 mm Εικόνα 8 : το φαινόμενο στο t=10 min για h=1.41 mm Εικόνα 10 : το φαινόμενο στο t=20 min για h=0.69 mm Εικόνα 9 : το φαινόμενο στο t=20 min για h=l.41 mm Έπειτα βάλαμε μεγαλύτερη ποσότητα διαλύματος χρωστικής και συγχρόνως αλλάξαμε και το πάχος του υμένα, όπου σε αυτό το πείραμα ήταν h=l.90 mm. Αφήσαμε το φαινόμενο να εξελιχθεί για 20 min ενώ λαμβάναμε φωτογραφίες κάθε 10 min. Κάθε φορά λαμβάναμε 10 φωτογραφίες με 100 msec διαφορά η μια από την άλλη, όπως και τις προηγούμενες φορές. Συγκρίνοντας τις εικόνες για t=l min για τα δυο πάχη υμένα, δηλαδή για h=l.41 mm και για h=1.90 mm. Εικόνες 7 και 11, βλέπουμε ότι η μεγαλύτερη ποσότητα διαλύματος χρωστικής δεν επιτρέπει στο φαινόμενο της διάχυσης να εξελιχθεί, δηλαδή το επιβραδύνει. Έτσι εξηγείται το ότι στην Εικόνα 11 η χρωστική είναι τόσο έντονη, επειδή δεν έχει διαχυθεί ακόμη. 54
Εικόνα 7 : το φαινόμενο στο t=l min για h = 1.41 mm Εικόνα 11 : το φαινόμενο στο t=l min για h=l.90 mm Όσο περνάει η ώρα το φαινόμενο της διάχυσης εξελίσσεται και η σταγόνα απλώνεται κανονικά. Έτσι, όπως βλέπουμε και στην Εικόνα 12, στο t=20 min η σταγόνα απλώθηκε πολύ περισσότερο παρότι η ποσότητα του διαλύματος ήταν μεγαλύτερη σε αυτό το πείραμα. Άρα η μεγαλύτερη ποσότητα διαλύματος χρωστικής δεν επιβραδύνει το φαινόμενο της διάχυσης δηλαδή δεν εμποδίζει τη χρωστική να διαλυθεί και τη σταγόνα να απλωθεί. Εικόνα 12 : το φαινόμενο στο t=20 min για h=l.90 mm Στη συνέχεια αν συγκρίνουμε μεταξύ τους τις φωτογραφίες στο t=20 min για τα τρία προηγούμενα πάχη υμένα, δηλαδή για h=0.69 mm, h=1.41 mm και h=l.90 mm. βρίσκουμε ότι για τα δυο πρώτα πάχη υμένα, Εικόνες 10 και 9, η σταγόνα απλώθηκε κατά 11.64% οριζοντίως και 14.67% καθέτως, ενώ για τα δυο τελευταία, Εικόνες 9 και 12, η σταγόνα απλώθηκε κατά 20.43% οριζοντίως και 22.69% καθέτως. Όπως βλέπουμε τα δεύτερα ποσοστά είναι μεγαλύτερα των πρώτων, κάτι που σημαίνει ότι εκτός από τη διαφορά στο πάχος του υμένα και η διαφορά στη ποσότητα του διαλύματος της χρωστικής επηρεάζει το φαινόμενο της διάχυσης. Έτσι εκτός από το μεγαλύτερο πάχος υμένα, που έχουμε στη
τελευταία περίπτωση, και η μεγαλύτερη ποσότητα χρωστικής επιταχύνει το φαινόμενο, για αυτό και η σταγόνα απλώνει τόσο πολύ. Εικόνα 10 Εικόνα 9 Εικόνα 12 Στη δεύτερη σειρά πειραμάτων χρησιμοποιήσαμε περισσότερη ποσότητα χρωστικής ουσίας δηλαδή είχαμε διάλυμα μεγαλύτερης περιεκτικότητας σε χρωστική, ενώ πήραμε μόνο ένα πάχος υμένα. Έτσι για πάχος υμένα h=0.51 mm αφήσαμε το φαινόμενο να εξελιχθεί για 100 min ενώ λαμβάναμε φωτογραφίες κάθε 10 min. Κάθε φορά λαμβάναμε 10 φωτογραφίες με 100 msec διαφορά η μια από την άλλη. Στην αρχή το φαινόμενο της συναγωγής είναι πολύ έντονο ενώ το φαινόμενο της διάχυσης είναι σχεδόν ανύπαρκτο, όπως βλέπουμε και στην Εικόνα 13 που απεικονίζει την εξέλιξη του πειράματος στα 10 πρώτα λεπτά. Εικόνα 13 : το φαινόμενο στο t=10 min για h=0.51 mm Το φαινόμενο της συναγωγής είναι έντονο καθ όλη τη διάρκεια του πειράματος. Πιο έντονο, όμως, είναι στην αρχή του πειράματος, ενώ το φαινόμενο της διάχυσης είναι σαν να μην υπάρχει, για αυτό και η χρωστική έχει τόσο έντονο χρώμα. Έτσι η σταγόνα δεν απλώνει, αντιθέτως μοιάζει να κινείται και μάλιστα προς τα πάνω και δεξιά. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό αν δούμε τις Εικόνες 14 και 15, που δείχνουν την εξέλιξη του πειράματος στο t=20 min και t=30 min 56
Εικόνα 14 : το φαινόμενο στο t=20 min για 11=0.51 mm Εικόνα 15 : το φαινόμενο στο t=30 min για h=0.51 mm Η σταγόνα στην αρχή κινείται αρκετά γρήγορα ενώ προς το τέλος του πειράματος πιο αργά. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης φαινομένου διάχυσης στο τέλος του πειράματος, η οποία είναι και αρκετά έντονη, ενώ το φαινόμενο της συναγωγής ελαχιστοποιείται σε αυτή τη φάση. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η σταγόνα κινείται λόγω του φαινομένου της συναγωγής, όπως βλέπουμε και στις Εικόνες 16 και 17. Εικόνα 16 : το φαινόμενο στο t=90 min για h=0.51 mm Εικόνα 17 : το φαινόμενο στο t=100 min για h=0.51 mm Στο t=100 min το πείραμα σταματάει μια και η σταγόνα έχει πάρει το τελικό της σχήμα και από εκεί και πέρα δε μεταβάλλεται καθόλου. Συγκρίνοντας τις Εικόνες 13 και 17, που δείχνουν την εξέλιξη του πειράματος στο t=l 0 min και t=l 00 min, βλέπουμε ότι η σταγόνα δεν έχει απλωθεί πάρα πολύ. Αυτό ίσως να συμβαίνει λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε χρωστική που έχει το διάλυμα σε αυτή τη σειρά πειραμάτων σε συνδυασμό με το μικρό πάχος υμένα. Εικόνα 13 : το φαινόμενο στο t=10 min για Η=0.51 mm Εικόνα 17 : το φαινόμενο στο t=100 min για h=0.51 mm 57
Εάν συγκρίνουμε τη χρονική στιγμή t=10 min για τα δυο διαλύματα με πάχη υμένα h=0.69 mm και h=0.51 mm, που είναι τιμές σχετικά κοντινές, βλέπουμε ότι στο διάλυμα με πάχος υμένα h=0.51 mm η σταγόνα δεν έχει απλωθεί τόσο όσο στο διάλυμα με πάχος υμένα h=0.69 mm. Εικόνες 2 και 13. Αυτό συμβαίνει διότι το διάλυμα με h=0.51 mm είναι πιο πυκνό, όπως αναφέραμε και παραπάνω, οπότε περιέχει και μεγαλύτερο ποσοστό γλυκερίνης με αποτέλεσμα να απλώνει πολύ πιο αργά. Εικόνα 2 : το φαινόμενο στο t=10 min για h=0.69 mm Εικόνα 13 : το φαινόμενο στο t=10 min για h=0.51 mm Ομοίως, εάν συγκρίνουμε τη χρονική στιγμή t=l 00 min για τα δυο διαλύματα με πάχη υμένα h=0.69 mm και h=0.51 mm, βλέπουμε ότι το πυκνότερο διάλυμα δεν έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα λόγω του φαινομένου της συναγωγής αφού μοιάζει και τα δυο να τα έχει επηρεάσει το ίδιο αυτό το φαινόμενο. Άλλωστε η σταγόνα και στα δυο διαλύματα έχει κινηθεί σχεδόν το ίδιο με μόνη διαφορά ότι το πρώτο κινήθηκε προς τα κάτω και δεξιά, ενώ το δεύτερο προς τα πάνω και δεξιά. Αντίθετα η διαφορά λόγω του φαινομένου της διάχυσης είναι εμφανέστατη, όπως φαίνεται και από τις Εικόνες 6 και 17. Στη δεύτερη φωτογραφία το χρώμα της χρωστικής είναι πολύ πιο έντονο σε σχέση με τη πρώτη φωτογραφία, πράγμα που σημαίνει ότι στο πρώτο διάλυμα έχουμε μεγαλύτερη διάχυση. Εικόνα 6 : το φαινόμενο στο t=100 min Εικόνα 17 : το φαινόμενο στο t=l 00 min για h=0.69 mm για h=0.51 mm 58
4.1.2 Σύνοψη Πειραμάτων Διάχυσης Αρχικά για λιγότερη ποσότητα χρωστικής ουσίας και για σχετικά μικρό πάχος υμένα, h=0.69 mm, εκτός από το φαινόμενο της διάχυσης παίζει σημαντικό ρόλο και το φαινόμενο της συναγωγής, το οποίο οφείλεται στη ταχύτητα με την οποία πέφτει η σταγόνα. Το φαινόμενο της συναγωγής επηρεάζει τη σταγόνα όσον αφορά στο τρόπο που απλώνεται αυτή, τουλάχιστον στην αρχή του πειράματος. Στην πορεία του πειράματος το φαινόμενο της συναγωγής ελαχιστοποιείται και το μόνο φαινόμενο που επηρεάζει τη σταγόνα είναι το φαινόμενο της διάχυσης. Παρόλο, όμως, που ελαχιστοποιείται η συναγωγή, συνεχίζει να επιδρά στην εξέλιξη του πειράματος με αποτέλεσμα η σταγόνα να μην μεταβάλλεται το ίδιο και στις δυο διευθύνσεις αλλά να απλώνει περισσότερο κατά τη κάθετη διεύθυνση. Όσο περνάει η ώρα η σταγόνα δεν απλώνεται με την ίδια ταχύτητα αλλά με όλο και μικρότερη ταχύτητα και πάντα σε μεγαλύτερο ποσοστό στην κάθετη διεύθυνση, ενώ κάποια στιγμή αρχίζει να κινείται και προς τα κάτω έχοντας και μια κλίση προς τα δεξιά. Έτσι η σταγόνα μεταβάλλεται κατά πολύ όσον αφορά στο σχήμα της λόγω του συνδυασμού των φαινομένων της συναγωγής και της διάχυσης. Αντίθετα η σταγόνα δεν μεταβάλλεται πολύ όσον αφορά στο χρώμα της και αυτό ίσως οφείλεται στο ότι το φαινόμενο της διάχυσης δεν είναι τόσο έντονο. Στη συνέχεια για την ίδια ποσότητα χρωστικής και με μεγαλύτερο πάχος υμένα, h= 1.41mm, έκτος από το φαινόμενο της διάχυσης έχουμε και πάλι το φαινόμενο της συναγωγής. Αρχικά αυτό είναι τόσο έντονο που η σταγόνα έχει απλώσει πάρα πολύ μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, παίρνοντας σχεδόν το τελικό της σχήμα. Όμως το φαινόμενο της συναγωγής μετά από κάποια ώρα ελαχιστοποιείται όποτε η σταγόνα μεταβάλλεται ελάχιστα λόγω των φαινομένων της συναγωγής και της διάχυσης. Αν συγκρίνουμε αυτά τα δυο πάχη υμένα, συμπεραίνουμε ότι για το μεγαλύτερο πάχος υμένα. h=l.41 mm, το φαινόμενο της διάχυσης αλλά κυρίως το φαινόμενο της συναγωγής είναι εντονότερο. Για αυτό το λόγο το πείραμα εξελίσσεται πιο γρήγορα για μεγαλύτερο πάχος υμένα με αποτέλεσμα όταν το πείραμα έχει σχεδόν τελειώσει για το συγκεκριμένο πάχος υμένα, το αντίστοιχο πείραμα για μικρότερο πάχος υμένα, h=0.69 mm, να είναι ακόμη σε εξέλιξη. Έπειτα βάλαμε μεγαλύτερη ποσότητα διαλύματος χρωστικής και συγχρόνως αυξήσαμε και άλλο το πάχος υμένα, h=1.90 mm. Αν συγκρίνουμε αυτό το πάχος υμένα με το h=1.41 mm, 59
βλέπουμε ότι, αρχικά, η μεγαλύτερη ποσότητα διαλύματος χρωστικής δεν επιτρέπει στο φαινόμενο της διάχυσης να εξελιχθεί αφού το επιβραδύνει. Όσο περνάει η ώρα το φαινόμενο της διάχυσης εξελίσσεται και η σταγόνα απλώνεται κανονικά. Άρα η μεγαλύτερη ποσότητα διαλύματος χρωστικής δεν επιβραδύνει το φαινόμενο της διάχυσης δηλαδή δεν εμποδίζει τη χρωστική να διαλυθεί. Αν τώρα συγκρίνουμε αυτά τα τρία πάχη υμένα μεταξύ τους, βλέπουμε ότι όσο αυξάνεται το πάχος υμένα και η ποσότητα του διαλύματος της χρωστικής, τόσο εντονότερα γίνονται τα φαινόμενα της συναγωγής και της διάχυσης. Έτσι εξηγείται γιατί στην τελευταία περίπτωση, που έχουμε μεγαλύτερο πάχος υμένα και μεγαλύτερη ποσότητα διαλύματος χρωστικής το φαινόμενο της διάχυσης εξελίσσεται πολύ πιο γρήγορα. Στη συνέχεια για διάλυμα μεγαλύτερης περιεκτικότητας σε χρωστική ουσία και για ένα μικρό πάχος υμένα, h=0.51 mm, καθ' όλη τη διάρκεια του πειράματος, το φαινόμενο της συναγωγής είναι έντονο. Πιο έντονο, όμως, είναι στην αρχή του πειράματος, ενώ το φαινόμενο της διάχυσης είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Έτσι εξηγείται γιατί η σταγόνα δεν απλώνει, αλλά μοιάζει να κινείται και μάλιστα μονόπλευρα, έχοντας και κλίση. Η σταγόνα στην αρχή κινείται αρκετά γρήγορα ενώ προς το τέλος του πειράματος πιο αργά. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης φαινομένου διάχυσης στο τέλος του πειράματος, η οποία είναι και αρκετά έντονη, ενώ το φαινόμενο της συναγωγής ελαχιστοποιείται σε αυτή τη φάση. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η σταγόνα κινείται λόγω του φαινομένου της συναγωγής. Φτάνοντας το πείραμα στο τέλος του, βλέπουμε ότι η σταγόνα δεν έχει απλωθεί πάρα πολύ. Αυτό ίσως να συμβαίνει λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε χρωστική που έχει το διάλυμα σε αυτή τη σειρά πειραμάτων σε συνδυασμό με το μικρό πάχος υμένα. Εάν συγκρίνουμε τα δυο διαλύματα με πάχη υμένα h=0.69 mm και h=0.51 mm, στην αρχή του πειράματος, βλέπουμε ότι στο διάλυμα με πάχος υμένα h=0.51 mm η σταγόνα δεν έχει απλωθεί τόσο όσο στο διάλυμα με πάχος υμένα h=0.69 mm. Αυτό συμβαίνει διότι το διάλυμα με h=0.51 mm είναι πιο πυκνό, οπότε περιέχει και μεγαλύτερο ποσοστό γλυκερίνης με αποτέλεσμα να απλώνει πολύ πιο αργά. Εάν, τώρα, συγκρίνουμε τα διαλύματα με αυτά τα πάχη υμένα στο τέλος του πειράματος, βλέπουμε ότι το πυκνότερο διάλυμα, h=0.51 mm, δεν έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα λόγω του φαινομένου της συναγωγής, αντιθέτως και τα δυο διαλύματα τα έχει επηρεάσει το ίδιο αυτό το φαινόμενο. Άλλωστε η σταγόνα και στα δυο διαλύματα έχει κινηθεί σχεδόν το ίδιο με μόνη διαφορά ότι το πρώτο κινήθηκε προς τα κάτω και δεξιά, ενώ το δεύτερο προς τα πάνω και δεξιά. 60
Αντίθετα η διαφορά λόγω του φαινομένου της διάχυσης ανάμεσα σε αυτά τα δυο διαλύματα είναι εμφανέστατη, μια και το χρώμα του πυκνότερου διαλύματος είναι πολύ πιο έντονο σε σχέση με το άλλο διάλυμα, πράγμα που σημαίνει ότι στο πρώτο διάλυμα έχουμε μικρότερη διάχυση. 4.2 Παρουσίαση και Σχολιασμός Πειραμάτων Διασποράς 4.2.1 Αποτελέσματα Πειραμάτων Διασποράς 4.2.1. α. Πειράματα χωρίς διαταραχή Όπως αναφέρθηκε, έγιναν δυο είδη πειραμάτων, χωρίς διαταραχή και με διαταραχή. Αρχικά, για τη σειρά πειραμάτων χωρίς διαταραχή, ο αριθμός Reynolds είναι Re = 21 ενώ, το πάχος υμένα είναι h =675.65 mm. Η κάμερα βρίσκεται στη θέση C ενώ, λαμβάνονται 200 φωτογραφίες με διαφορά 100 msec μεταξύ τους. Τέλος η κλίση του καναλιού είναι φ=3.4 ks 2Γ ενώ η παροχή του καναλιού είναι Q=0.5575 5---- * Q=557.5 min min or Για την ένδειξη 0.2, Q=3.555 -----, καθώς το διάλυμα της χρωστικής πέφτει στο κανάλι min ροής, εκτός από τη γραμμή της χρωστικής βλέπουμε και σταγόνες χρωστικής, Εικόνα 1, που οφείλονται στη μικρή παροχή της αντλίας. Εικόνα 1: Ένδειξη 0.2 Για την ένδειξη 0.5, Q= 4.440, η ροή παρασύρει αυτές τις σταγόνες προς τα κάτω, Εικόνα 2. Αυτό συμβαίνει λόγω της διαφορετικής ταχύτητας που έχει το διάλυμα του νερού και το διάλυμα της χρωστικής. 61
Εικόνα 2: Ένδειξη 0.5 Για την ένδειξη 1, Q=6.555, οι σταγόνες έχουν ομογενοποιηθεί λόγω της συνεχούς ροής, Εικόνα 3. Αυτό συμβαίνει γιατί το εσωτερικό κομμάτι, η γραμμή χρωστικής, επηρεάζει το εξωτερικό κομμάτι, με άλλα λόγια το τραβάει, για αυτό και ομογενοποιούνται οι σταγόνες. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι λαμβάνει μέρος και το φαινόμενο της διάτμησης. Εικόνα 3 : Ένδειξη 1 Όσο μεγαλύτερη ένδειξη έχει η αντλία, το εξωτερικό κομμάτι απλώνει όλο και πιο πολύ, με αποτέλεσμα η εσωτερική γραμμή να χάνει τη φωτεινότητα της. Αυτό φαίνεται καλύτερα αν συγκρίνουμε τις Εικόνες 3,4 5. Εικόνα 3 :Ένδειξη 1 Εικόνα 4 :Ένδειξη 2 Εικόνα 5 :Ένδειξη 3
Στη συνέχεια, βλέπουμε ότι η γκρίζα περιοχή έξω από τη γραμμή χρωστικής ενώ, στην αρχή δεν έχει έντονο χρώμα, καθώς πηγαίνουμε σε μεγαλύτερη ένδειξη, το χρώμα της γίνεται πιο έντονο και τελικά, αρχίζει να ξασπρίζει. Εικόνες 6,7,8,9,10,11,12. Εικόνα 10 : Ένδειξη 8 Εικόνα 11 : Ένδειξη 9 Εικόνα 12 :Ένδειξη 10 Από τη σύγκριση των παραπάνω εικόνων, βλέπουμε ότι η εξωτερική γκρίζα περιοχή της χρωστικής απλώνει σε μεγάλο βαθμό για τις ενδείξεις 2 ως 7 ενώ, για τις ενδείξεις από 7 και πάνω παραμένει σχεδόν ίδια. Όμως, και η εσωτερική γραμμή της χρωστικής απλώνει, μόνο που απλώνει κάπως δυσανάλογα. Από την ένδειξη 3 ως 7, η γραμμή της χρωστικής απλώνει λιγότερο στην κάτω πλευρά, με άλλα λόγια στενεύει προς τα κάτω. Έτσι, για την ένδειξη 3 το πλάτος στο κάτω μέρος είναι το 46.67% του πάνω μέρους ενώ, για την ένδειξη 7 το πλάτος στο κάτω μέρος είναι το 98.75% του πάνω μέρους. Αντίθετα, από την ένδειξη 8 ως 10, η γραμμή της χρωστικής απλώνει πιο πολύ στην κάτω πλευρά, δηλαδή ανοίγει προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να έχουμε για την ένδειξη 8 το πλάτος του πάνω μέρους να ισούται με το 98.83% του κάτω μέρους ενώ, για την ένδειξη 10 το πλάτος του πάνω μέρους να ισούται με το 93.84% του κάτω μέρους. Η εξωτερική γκρίζα περιοχή έχει σταθερό πλάτος δηλαδή δεν μεταβάλλεται χωρικά, κατά τη κίνηση της, σε κανένα σημείο, ούτε για την ένδειξη 0.2 αλλά ούτε και για την ένδειξη 10. Αντίθετα μεταβάλλεται χρονικά στις μικρές ενδείξεις ενώ, για τις ενδείξεις από 8 και πάνω δεν αλλάζει ούτε χρονικά. 63
Τέλος, για τις ενδείξεις 6 ως και 10, καθώς απλώνει η εσωτερική λευκή γραμμή του διαλύματος της χρωστικής αρχίζει να φαίνεται και μια γκρίζα γραμμή μέσα σε αυτή. Αυτή η γκρίζα γραμμή φαίνεται σαν να διαχωρίζει, κατά κάποιο τρόπο, τη λευκή γραμμή, σαν να σταματάει εκεί η εσωτερική γραμμή της χρωστικής και έπειτα να συνεχίζει. Αν κάθε εικόνα τη χωρίσουμε με 574 γραμμές μπορούμε να δούμε σε διάφορα επίπεδα της εικόνας και κατά επέκταση του καναλιού ροής, την ένταση του φωτός που συνδέεται άμεσα με το πάχος υμένα και τη συγκέντρωση χρωστικής, όπως έχουμε πει, σε σχέση με τον αριθμό των pixel. Στη συνέχεια παραθέτονται κάποιες από αυτές οι γραφικές παραστάσεις, που δείχνουν ποσοτικά όσα βλέπουμε στις εικόνες, για τα επίπεδα (γραμμές) Χ=1, 72, 144, 216, 288,360, 432, 504, 574. Για την ένδειξη 0.2 κάποιες από τις γραφικές παραστάσεις που παίρνουμε είναι οι παρακάτω: Χ=1 Χ=288 Χ=574 Ομοίως και για την ένδειξη 0.5: l=l(r)-imconvg20a3*luo»6re2ic X 907 l=f(z)-imcorwg20a3#4u046re21c Χ=2ΘΘ l=f(z)-imconvg20a3#4u0*6re21c x=574 906 905 904 903 100 200 300 400 500 600 700 Pixel Number X=1 X=288 X=574 64
Ί906 Για την ένδειξη 1 έχουμε: t=hzhm(on»920»3«u1pt21c B«zVmcon>g20a3MU1P*21C Χ=28θ 90 7 -----Γ---Ί----- M(l)-imco«W920»34HU1B«21C X=574 90 6 <-----»----- -j----- -C------«-----! ----- 90s 90 4 ί ; j----- : ; j. 100 200 300 «00 500 600 700 Ρι1 Numb» Χ=1 X=288 X=574 Για την ένδειξη 2: l=kz)-.mci>«920»34«u2r»21c X=1 W(j)-imcon»fl20»3**U221C»2ββ M(z)-imcon«920»3»4U2B«21C X=574 90S 100 200 300 400 500 600 700 X=1 Για την ένδειξη 3: MUHm onv920a3*u3r421c X M(2)-imcon<g20a34UU3P(21C Χ=2ββ H«-'" com920»3*l4u3b«21c X=S74 r-r-t- r"t r- SO 61 \ : : 100 200 300 400 500 600 700 Pu»l Numb ' X=1 X=288 X=574 65
Γux την ένδειξη 4 M(z)-imconvg20a34MU4Re21C X» 1 90.7 f ι-----r----- γ «----->----- r-~ BI(2)-imconvg20a3MU4Re21C X=288 Λ7Γ...ν r r r i -r 906 W(2)-imcorwa20a3lMU4R«21C X=574 ICO 200 300 400 500 6C0 700 1C» 200 300 400 500 600 700 Pm el Number X=1 X=288 Για την ένδειξη 5: l=((z)-imconvg20a3*llj5re21c X=1!=H2)-imconvg20a3#4U5Re2!C x=288 M(z)-imeorwe20a3llMU5Re21C X=574 X=1 X=288 X=574 Για την ένδειξη 6: M(zHmconvg20a3«4U6Re21C Χ=2θβ 90 7 r ι-----,------1----- 1------?------r**!=)(2)->mconyg20*3aMU6Re21C <=674 100 200 300 400 500 600 700 Pud Number X=1 X=288 66
Για την ένδειξη 7!-<(Z>-imcorw920a3aMIJ7R«21C Χ=1 9Q7,.----- 1------γ- l=h(2)-imcon*920a3*«u7re21c Χ=20θ MUHmeonv920a34llU7R«21C Χ=574 100 200 300 400 500 600 700 Ρι«Ι Numb ' Χ=1 Χ=288 Χ=574 Για την ένδειξη 8: BK2>imcon*y20a3#iU8R*21C Χ=1 tn 2)-imcomg20a3*NUeR«21C <=206 BK2)-mcoo^2O»3«U0R«21C Χ=δ74 Χ=1 Χ=288 Χ=574 Για την ένδειξη 9: et2>-lmcon»920i34mo9r«21c Χ=1 Χ=1 Χ=288 Χ=574 67
Για την ένδειξη 10: 907 l^(l>-imeo«wg20»3«iu10r*2ic X»t MU).imcoiwe20»3MU10R*21C Χ=2ΘΒ 90 7, i r----r ---1------,------,----- l=i(zhmcon*920a34l4u10r»21c X»674 906 905 904 903 90 2 Ί V\ : : ί : ί * ; \ : : \/ I \! 901 90 100 200 300 400 500 600 700 Ρι» Ι Numb*i 100 200 300 400 500 600 700 Ριχ *1 Number X=1 X=288 Στην ένδειξη 0.2, έχουμε μικρή παροχή χρωστικής για αυτό και είναι χαμηλή η ένταση του φωτός στο διάγραμμα. Όσο, τώρα, αυξάνεται η παροχή, αυξάνεται και η ένταση του φωτός στο κέντρο των διαγραμμάτων μέχρι να φτάσουμε σε μια ικανοποιητική παροχή στην οποία σταθεροποιείται η ένταση του φωτός, κάτι που πετυχαίνουμε στην ένδειξη 4. Από εκεί και πέρα η ένταση του φωτός στο κέντρο των διαγραμμάτων είναι σταθερή. Στο κέντρο των διαγραμμάτων, εκεί που οι γραφικές παραστάσεις κάνουν μύτη, έχουμε υψηλότερη ένταση φωτός γιατί εκεί έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα χρωστικής. Σε κάποιες περιπτώσεις αντί για μύτη, σχηματίζεται καμπύλη στο κέντρο των διαγραμμάτων, κάτι που οφείλεται στη φαρδιά γραμμή χρωστικής που μπορεί να έχουμε (λευκή γραμμή). Οι χαμηλές τιμές της έντασης του φωτός που έχουμε στις άκρες των διαγραμμάτων αντιστοιχούν σε νερό χωρίς χρωστική, ενώ στη κεντρική περιοχή που υπάρχουν μάζες νερού με ενδιάμεσες συγκεντρώσεις χρωστικής, έχουμε συνεχή διαβάθμιση στην ένταση του φωτός. Επειδή σε αυτή τη σειρά πειραμάτων δεν έχουμε διαταραχή, το ύψος (πάχος υμένα) δεν μεταβάλλεται χρονικά. Αρα οι αυξομειώσεις που βλέπουμε στα παρακάτω διαγράμματα οφείλονται στη διαφορά συγκέντρωσης. Βλέπουμε, όμως, και κάποιες χρονικές διαταραχές στην ένταση του φωτός σε κάποιες ενδείξεις, που οφείλονται σε ανεξέλεγκτους παράγοντες και αυτό θα μελετήσουμε παρακάτω. Μόνο στην ένδειξη 0.5, βλέπουμε έντονη διακύμανση, κάτι που ίσως οφείλεται στις σταγόνες που περνάνε σε αυτή την ένδειξη. 68
lmax=f(l)ma*)moconvg20a3#4u0«re21 C lmax=f(1)maximoconvg20a3#4uo*5re21 C Ένδειξη 0.2 Ένδειξη 0.5 Ανάμεσα στις ενδείξεις 0.2 και 0.5 βλέπουμε ότι για τη μικρότερη ένδειξη έχουμε λιγότερες αυξομειώσεις στις τιμές της έντασης του φωτός και οι περισσότερες τιμές παραμένουν πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο. Αντίθετα για την ένδειξη 0.5 έχουμε πολλές αυξομειώσεις στις τιμές οι οποίες είναι και πολύ πιο απότομες από αυτές για την ένδειξη 0.2. lmax=^aximocor^20a3#4u1 Re21 C lmax=f(t)maxjmoconvg20a3)mu2re21 C Ένδειξη 1 Ένδειξη 2 Για την ένδειξη 1 βλέπουμε η τιμή της έντασης του φωτός είναι σταθερή για κάθε χρονική στιγμή, κάτι που προφανώς είναι λάθος. Στην ένδειξη 2 η ένταση του φωτός ξεκινά έχοντας μεγαλύτερη τιμή από ότι οι υπόλοιπες ενδείξεις μέχρι τώρα. Στο πέρασμα του χρόνου αυτές οι τιμές αυξομειώνονται χωρίς, όμως, να έχουν την περιοδικότητα που είχαν οι αντίστοιχες αυξομειώσεις στις προηγούμενες ενδείξεις και χωρίς να έχουν την ίδια συχνότητα με τις προηγούμενες. 69
lma*=f(l)maxjmoc onvg20a3#4u3re21c lmax=f(t)maxjmoconvg20a3#4u4re21 C Ένδειξη 3 Ένδειξη 4 Στην ένδειξη 3 η ένταση του φωτός έχει μια αρχική τιμή, η οποία αυξομειώνεται και στη συνέχεια επανέρχεται σε αυτή. Αυτό επαναλαμβάνεται για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ενώ, στον υπόλοιπο χρόνο η τιμή έχει κάποιες αυξομειώσεις πάντα, όμως, κάτω από την αρχική τιμή. Αντίθετα στην ένδειξη 4 οι τιμές αυξομειώνονται κάπως περίεργα. Το μισό χρονικό διάστημα αυξομειώνονται γύρω από μια τιμή ενώ, το άλλο μισό γύρω από μια άλλη τιμή λίγο μεγαλύτερη από την πρώτη. imax=f(t)maxjmoc onvg20a3#4u5re21c lmax=f(t)gaxjmoconvg20a3#4u6re21 C Ένδειξη 5 Ένδειξη 6 Στην ένδειξη 5 οι αυξομειώσεις γίνονται κάτω από μια τιμή με ελάχιστες εξαιρέσεις ενώ, προς το τέλος οι αυξομειώσεις πέφτουν κάτω από αυτή τη τιμή. Ομοίως και στην ένδειξη 6 οι αυξομειώσεις γίνονται κάτω από μια τιμή, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων προς το τέλος, που οι αυξομειώσεις γίνονται γύρω από αυτή τη τιμή. 70
lmam=»(l)ma«moconvg20a3lmu7re21 C Ima*=((1)^,8 K,moc onvg20 a3#4 UBR e21c Ένδειξη 7 Ομοίως, με τις δύο προηγούμενες ενδείξεις, στην ένδειξη 7 οι αυξομειώσεις γίνονται κάτω από μια τιμή με ελάχιστες εξαιρέσεις στις οποίες υπερβαίνεται αυτή η τιμή. Στην ένδειξη 8 συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με πριν με τη μόνη διαφορά ότι λίγο πριν το τέλος οι τιμές που παίρνει η ένταση του φωτός αυξομειώνονται γύρω από αυτή ενώ, στο τέλος οι τιμές που παίρνει πέφτουν κάτω από αυτή την τιμή. Τέλος βλέπουμε ότι στην ένδειξη 8 ο παλμός σε κάποιες φάσεις δεν είναι τόσο "αιχμηρός" και δημιουργεί μια κοίλα καμπύλη. lmax=f(t)maxjmoconvg20a3#4u9re21 C lmax=ffl)^ax moconvg20a3#4u10re21c Ένδειξη 9 Ένδειξη 10 Στην ένδειξη 9, τέλος, παρόμοια με τις προηγούμενες περιπτώσεις οι αυξομειώσεις των τιμών της έντασης του φωτός γίνονται γύρω από μια τιμή ενώ, προς το τέλος πέφτουν κάτω από αυτή την τιμή. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην ένδειξη 10 μόνο που εδώ οι αυξομειώσεις στην αρχή και στο τέλος υπερβαίνουν αυτή τη τιμή ενώ, στη μέση γίνονται γύρω από την τιμή αυτή. 71
Όμως το ύψος (πάχος υμένα) μεταβάλλεται και χωρικά. Αυτή τη μεταβολή μπορούμε να τη δούμε από τις γραφικές παραστάσεις που ακολουθούν και δίνουν την ένταση του φωτός σε σχέση με τα εννιά επίπεδα (γραμμές) δηλαδή Χ=1, 72, 144, 216, 288, 360, 432, 504, 574 στα οποία χωρίζουμε την κάθε εικόνα. : A / ' / / / \ / ν - /) / \ / Τ' V Ένδειξη 0.2 Ένδειξη 0.5 Βλέπουμε, λοιπόν, ότι για την ένδειξη 0.2 στην αρχή της εικόνας, η ένταση του φωτός έχει μια τιμή, κοντά στην ελάχιστη τιμή, η οποία στην συνέχεια αυξάνεται, έπειτα μειώνεται οπότε φτάνει στη μέση της εικόνας να έχει σχεδόν την αρχική τιμή της. Ακολουθούν κάποιες τέτοιες αυξήσεις και μειώσεις οπότε καταλήγει στο τέλος να πάρει μια τιμή λίγο μικρότερη από τη μέγιστη τιμή της. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην ένδειξη 0.5, όπου η γραφική παράσταση ξεκινάει με μια τιμή, η οποία μειώνεται, αυξάνεται οπότε φτάνει στη μέση της εικόνας να έχει μια τιμή χαμηλότερη από την αρχική τιμή της. Στη συνέχεια αυξάνεται, μειώνεται και τελικά παίρνει μια τιμή λίγο μικρότερη από τη μέγιστη τιμή της. 72
Στην ένδειξη 1, η γραφική παράσταση ξεκινάει με την ελάχιστη τιμή της έντασης του φωτός, στη συνέχεια αυξάνεται, μειώνεται οπότε φτάνει στη μέση της εικόνας να έχει την αρχική τιμή της. Τελικά η ένταση του φωτός παίρνει την τελική τιμή της που είναι κοντά στη μέγιστη τιμή της. Στην ένδειξη 2, η ένταση του φωτός ξεκινάει με μια τιμή, η οποία αυξάνεται, μειώνεται και φτάνει στη μέση της εικόνας να έχει την αρχική τιμή της. Στη συνέχεια η τιμή αυτή αυξάνεται και τελικά μειώνεται φτάνοντας στην ελάχιστη τιμή της. Ένδειξη 4 Στην ένδειξη 3, η ένταση του φωτός έχει μια αρχική τιμή, η οποία αυξάνεται, μειώνεται και στη συνέχεια σταθεροποιείται σε μια τιμή, σε αυτή που έχει στη μέση της εικόνας. Έπειτα αυτή η τιμή αυξάνεται και τελικά πέφτει κατακόρυφα στην ελάχιστη τιμή της. Γενικά βλέπουμε ότι από αυτή τη θέση και έπειτα η μορφή των γραφικών παραστάσεων είναι τελείως διαφορετική από τη μορφή των γραφικών παραστάσεων των προηγούμενων θέσεων. Ακριβώς την ίδια γραφική παράσταση έχουμε και στην ένδειξη 4, όπου η ένταση του φωτός έχει μια αρχική τιμή, η οποία στη συνέχεια αυξάνεται, μειώνεται μέχρι τη μέση της εικόνας και έπειτα αυξάνεται, για να μειωθεί ξανά μέχρι την ελάχιστη τιμή της, στο τέλος της εικόνας. 73
Ένδειξη 5 Ένδειξη 6 Οι ενδείξεις 5 και 6 έχουν την ίδια γραφική παράσταση, στην οποία η αρχική τιμή αυξάνεται, στη συνέχεια μειώνεται μέχρι τη μέση της εικόνας, αυξάνεται ξανά και τέλος μειώνεται, παίρνοντας την ελάχιστη τιμή της στο τέλος της εικόνας. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι στην ένδειξη 6, η γραφική παράσταση δεν αποτελείται μόνο από ευθείες αλλά και από καμπύλες. Ένδειξη 7 Η γραφική παράσταση της έντασης του φωτός στην ένδειξη 7 είναι ακριβώς ίδια με αυτή της ένδειξης 5. Αντίστοιχα η γραφική παράσταση στην ένδειξη 8 μοιάζει πολύ με τις αντίστοιχες των ενδείξεων 6 και 7, μόνο που σε αυτή εκτός από την αρχική ευθεία, που δείχνει την αύξηση της αρχικής τιμής και την τελική ευθεία, που δείχνει την μείωση της έντασης του φωτός μέχρι την τελική τιμή (ελάχιστη τιμή), η υπόλοιπη γραφική παράσταση αποτελείται από μια κοίλη καμπύλη. 74
Ένδειξη 9 Ένδειξη 10 Στην ένδειξη 9 η γραφική παράσταση είναι παρόμοια με αυτή της ενδείξεως 8 ενώ, στην θέση 10 η γραφική παράσταση, εκτός από τις δύο ευθείες, την αρχική και την τελική, αποτελείται και από δύο κυρτές καμπύλες, οι οποίες μάλιστα συναντιούνται στη μέση της εικόνας. 4.2.1. β. Πειράματα με διαταραχή Στη συνέχεια για τη σειρά πειραμάτων με διαταραχή, ο αριθμός Reynolds είναι Re = 20 ενώ, το πάχος υμένα είναι h =668.5 mm. Η κάμερα βρίσκεται στη θέση C ενώ, λαμβάνονται 200 φωτογραφίες με διαφορά 100 msec μεταξύ τους. Η κλίση του καναλιού είναι φ=3.4, η kg _ gr παροχή του καναλιού είναι Q=0.54 > Q=540. ενώ η συχνότητα της διαταραχής είναι ν= 1.5 Ηζ. Εικόνα 1:Ένδειξη 0.2 Εικόνα 2:Ένδειξη 0.5 75
Από την αρχή του πειράματος, στην ένδειξη 0.2, βλέπουμε ότι οι σταγόνες του διαλύματος της χρωστικής έχουν ομογενοποιηθεί δηλαδή είναι ενωμένες και όχι μεμονωμένες σταγόνες. Συγκρίνοντας τις Εικόνες 1 και 2 παρατηρούμε ότι για τη μεγαλύτερη ένδειξη, η εξωτερική γκρίζα περιοχή απλώνει περισσότερο, με αποτέλεσμα η εσωτερική λευκή γραμμή να χάνει τη φωτεινότητα της. Εικόνα 3:Ένδειξη 1 Εικόνα 4:Ένδειξη 2 Μέχρι την ένδειξη 1, η εξωτερική γκρίζα περιοχή δεν απλώνει πολύ. Ούτε, όμως, και η εσωτερική λευκή γραμμή απλώνει πολύ για αυτό είναι και τόσο έντονη. Από την ένδειξη 2, όμως, και μετά η γκρίζα περιοχή αρχίζει να απλώνει αρκετά, το ίδιο και η άσπρη γραμμή, με αποτέλεσμα να χάσει τη φωτεινότητα της. Εικόνα 5: Ένδειξη 3 Εικόνα 6:Ένδειξη 4 Από την ένδειξη 3 και ιδιαίτερα από την ένδειξη 4 και μετά, βλέπουμε ότι η κεντρική περιοχή του λευκού έχει διαβαθμίσεις στη φωτεινότητα της. Έτσι, στο κέντρο, η φωτεινότητα είναι λιγότερο έντονη ενώ, στις άκρες είναι πιο έντονη και ιδιαίτερα στην αριστερή πλευρά, πράγμα που ίσως έχει σχέση με την κλίση. Εικόνα 7:Ένδειξη 5 Εικόνα 8:Ένδειξη 6 Εικόνα 9:Ένδειξη 7 76
Από την ένδειξη 5 και μετά, παρατηρούμε ότι στις εικόνες δεν υπάρχουν και πολλές διαφοροποιήσεις. Συγκρίνοντας τις παραπάνω εικόνες, βλέπουμε ότι η εξωτερική περιοχή μεταβάλλεται χρονικά, λόγω του κύματος που περνά, σε όλες τις ενδείξεις ενώ χωρικά δε μεταβάλλεται σε καμιά ένδειξη. Τέλος, αν συγκρίνουμε τις εικόνες για το πείραμα με γραμμή χρωστικής χωρίς διαταραχή και με διαταραχή, βλέπουμε ότι στο πείραμα με διαταραχή, η γραμμή χρωστικής σε οποιαδήποτε ένδειξη απλώνει περισσότερο από ότι στο πείραμα χωρίς διαταραχή. Αν, όπως είπαμε, κάθε εικόνα τη χωρίσουμε με 574 γραμμές μπορούμε να δούμε σε διάφορα επίπεδα της εικόνας και κατά επέκταση του καναλιού ροής, την ένταση του φωτός που συνδέεται άμεσα με το πάχος υμένα και τη συγκέντρωση χρωστικής, όπως έχουμε πει, σε σχέση με τον αριθμό των pixel. Στη συνέχεια παραθέτονται κάποιες από αυτές οι γραφικές παραστάσεις για τα επίπεδα (γραμμές) Χ=Τ, 72, 144, 216, 288, 360, 432, 504, 574. Για την ένδειξη 0.2 κάποιες από τις γραφικές παραστάσεις που παίρνουμε είναι οι παρακάτω: M»Hmconv920»3»*v1*6UO«R»20C Χ*1 90 8 ι-----ϊ------------------- -------. ----- go7 ; i i--i j...j...-.;. 90 6 ------------ - ;--------------------» 90S ί-----j------j-----j------f----- i------ j. 904!^2)-imcon*g20»3»«1«6UO«Re20C *=288 90 8...-----f,--»-----...-.r. 90? i ; 4 j j j-- 906 {-----f---- j -.. ;------1----- (----- l- 905...J-----;-------------------i----- h----- j-- - 904 =«;Hmcorwg20»3l»iv146U0«ORe20C X=574 908 -----r------------------- 1-------r-----,- 90 7...λ...;...!...;-{--\-.. 90 6... ------f----1 - - ;------- ------f -----j - 905...j---j----...j---- j---- \---- _ 904 ---i-----^---j----- 1---- J-----j.----j.. 903 903 90 3...J------f----j------J------ 1------ J.-----L. 100 200 300 400 500 600 700 Pi #) Number X= 1 100 HI 300 400 500 600 700 X=288 100 300 300 400 500 600 700 Pim Numb X=574 77
Για την ένδειξη 0.5 *=4zHmconvg2043*»1«6lJOI6R»20C Χ*1 90 8 st z)-imcormq20a3m>1l6uoi6r«20c Χ=2βθ PI(zHmco v20a3*4.1«6uo*6re20c Χ=574 90 7 90 6 905 904 90 3-90 2 901 ' 90 100 200 300 400 500 800 700 Χ=288 Για την ένδειξη 1: W(z)-imcon»920a3*4v1*6U1R«20C Χ=1 M(z)-imcome20»3«M»146V1B»20C Χ=2θβ Mz)-imcon**j20»3*M«6U1R«20C Χ=574 90 51 100 200 300 400 500 600 700 Χ=1 Για την ένδειξη 2: t=4(z>imcorwg20a34mv1 46U?R«20C X=1 908 M(z)-incomg2Ob3M*1tl6U2fl(206 X=288 90 8! *=«2>- im( amy20a34m>1 «6U2P.20C X=574 907 100 200 300 400 500 600 TOO Pi * Numb! X=288 100 200 300 400 500 600 700 Pi» * Number X=574 78
Για την ένδειξη 3 WU>imcon*920»3*Mv1«6U3R»a)C Χ*1 M(z)-imcOiT«920a3*<v1*5U3R«20C Χ=2ββ M(z)-imco<nq20a3lMv1>6U3R«20C Χ=57«Χ=288 Για την ένδειξη 4:!=<(Z)-imcon»j20a3lMvU6U4R»20C X=1 W(Z)-imeomyMi3«*U6U4R«20C Χ=2βθ l=f(z)-imcofr^fflj3#<v1«6u4r»20c Χ=574 Γ ια την ένδειξη 5: =»(z)-'mconvg20a3l«4v1 H6U6P«20C X=1 l=t(z)-imcooy920»3*»v1«6u5r«20c Χ=2ΘΒ l=4;i)-'n c<» 920a3*»»UI6U5R.20C X=574 ry^,:.mj: U-!... 300 400 500 600 700 X=288 79
Για την ένδειξη 6: H:Hmcowg20«3*4Yli6U6Re20C **< Ntl2)-imconv9»i3*>i»1*6l6Re30C Χ=260 Μ( ζ >,mconvg20a3mv1»6u6r*20c X=574 900...,--.--...--,------ - 90 11 Χ=1 100 200 300 400 500 600 700 Pi i el Number X=574 Για την ένδειξη 7: 90 0, *=«:Vimeon»920i3**»1i6U7Re2)C X=1 M(2l-«ncom920i3<MYl«6U7Ri20C X=200 90 0...,...,--... W(2limcon*920»3*l*1*6U7B»20C X=574 90 I 90 1 100 200 300 400 500 600 700 X=1 100 200 300 400 500 600 700 Pm»l NumO ' X=288 Για την ένδειξη 8: Nf(z)-im ;onvg20*3m>146uer*20c X»1 1=1(2) imconvg20a34il»146u3re20c x=200 P«2HmtonY920234M*1«60ePe20C <=574 90 7 901 100 200 300 400 500 600 700 P,«#l Number X=1 80
Για την ένδειξη 9: W(j)-im 0!Wj20a3#4v1 46U9R«20C X Kllimconvg20t34Mv146U9R«20C Χ«28β W(l)-imconvg20»3*1*6U9R»20C x-574 90 8,...-----, -f- -.- fislli f i m : * ; ϊ I ; -44 : V 90 1 χ=ι 100 200 300 400 500 600 TOO FWNumb, X=574 Για την ένδειξη 10: l=fi)-irocon^oa3*4.1*6u10r»20c X=1 W(2)->mcon*920a3*4»1*6U10Re20C Χ=2θβ (=!(2Mmcon«920»3*4v1l6U10R»20C X=674 Στην ένδειξη 0.2, έχουμε μικρή παροχή χρωστικής για αυτό και είναι χαμηλή η ένταση του φωτός στο διάγραμμα. Όσο, τώρα, αυξάνεται η παροχή, αυξάνεται και η ένταση του φωτός στο κέντρο των διαγραμμάτων μέχρι να φτάσουμε σε μια ικανοποιητική παροχή στην οποία σταθεροποιείται η ένταση του φωτός, κάτι που πετυχαίνουμε στην ένδειξη 2. Από εκεί και πέρα η ένταση του φωτός στο κέντρο των διαγραμμάτων είναι σταθερή. Να τονίσουμε ότι στο παρών πείραμα η ένταση του φωτός επηρεάζεται τόσο από το πάχος του υμένα όσο και από τη συγκέντρωση χρωστικής. Στο κέντρο των διαγραμμάτων, εκεί που οι γραφικές παραστάσεις κάνουν μύτη, έχουμε υψηλότερη ένταση φωτός γιατί εκεί έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα χρωστικής. Σε κάποιες περιπτώσεις αντί για μύτη, σχηματίζεται κυρτή καμπύλη στο κέντρο των διαγραμμάτων, κάτι που οφείλεται στη φαρδιά γραμμή χρωστικής που μπορεί να έχουμε (λευκή γραμμή). Τέλος 81
από την ένδειξη 4 και μετά στο κέντρο των διαγραμμάτων εμφανίζεται κοίλη καμπύλη, που οφείλεται στο ότι η κεντρική περιοχή του λευκού έχει διαβαθμίσεις στη φωτεινότητα της. Έτσι, στο κέντρο, η φωτεινότητα είναι λιγότερο έντονη ενώ, στις άκρες είναι πιο έντονη και ιδιαίτερα στην αριστερή πλευρά. Οι χαμηλές τιμές της έντασης του φωτός που έχουμε στις άκρες των διαγραμμάτων αντιστοιχούν σε νερό χωρίς χρωστική, ενώ στη κεντρική περιοχή που υπάρχουν μάζες νερού με ενδιάμεσες συγκεντρώσεις χρωστικής, έχουμε συνεχή διαβάθμιση στην ένταση του φωτός. Στη συνέχεια παρατίθενται ο πίνακας που δίνει την ένδειξη της αντλίας και το εύρος των διαγραμμάτων χωρίς διαταραχή και με διαταραχή (σε pixel) και οι γραφικές παραστάσεις που απεικονίζουν το εύρος των παραπάνω διαγραμμάτων σε συνάρτηση με την ένδειξη της αντλίας ή με άλλα λόγια σε συνάρτηση με την παροχή. Ένδειξη Αντλίας Εύρος Χωρίς Διαταραχή Εύρος Με Διαταραχή 0,2 145 145 0,5 177 171 1,0 182 292 2,0 224 340 3,0 284 444 4,0 358 492 5,0 376 522 6,0 400 542 7,0 424 566 8,0 434 579 9,0 455 590 10,0 458 590 82
Σε αυτή τη σενρά πειραμάτων έχουμε και διαταραχή, οπότε το ύψος (πάχος υμένα) μεταβάλλεται χρονικά. Αυτό μπορούμε να το δούμε από τις γραφικές παραστάσεις που ακολουθούν και δίνουν την ένταση του φωτός σε συνάρτηση με το χρόνο. Να σημειώσουμε ότι κάποιες από τις αυξομειώσεις που βλέπουμε στα παρακάτω διαγράμματα οφείλονται και στη διαφορά συγκέντρωσης. Ima *=f(t)ma *ίπΐο onvg20a3#4v1 #6U0*GRe20C lma*=f(t)ma*jmoconvg20a3#4v1i6do<6re20c Ένδειξη 0.2 Ένδειξη 0.5 Έτσι, για τη μικρότερη ένδειξη βλέπουμε ότι οι αυξομειώσεις που υπάρχουν είναι λιγότερο απότομες από ότι στη μεγαλύτερη ένδειξη. Επίσης στην ένδειξη 0.2 αυτές οι αυξομειώσεις είναι πιο αραιές και κινούνται γύρω από περισσότερες από μια τιμές. Τέλος όσο αυξάνει ο χρόνος, αυξάνει και η ένταση του φωτός. lmax=f(t)maxjmoconvg20a3#4v1*ulre20c lmax=f(t)maxjmoconvg20a3#4vhl6u2re20c Ένδειξη 1 Στην ένδειξη 1, η γραφική παράσταση της έντασης του φωτός είναι μια ευθεία, κάτι που προφανώς είναι λάθος, ενώ στην ένδειξη 2 οι παλμοί από τους οποίους αποτελείται η 83
γραφική παράσταση έχουν μια κλίση προς τα κάτω δηλαδή μειώνονται όσο αυξάνεται ο χρόνος. lmax=f(t)mai)moco.wg20a3#4vl*fiu3re20c lma,=f(t)m im»eon,g20a3«.1<6u4r,20c Ένδειξη 3 Ένδειξη 4 Στην ένδειξη 3 οι παλμοί είναι πιο αραιοί μεταξύ τους ενώ στην ένδειξη 4 είναι πιο πυκνοί. Επίσης στην ένδειξη 3 οι παλμοί είναι περισσότερο ακανόνιστοι ενώ στην ένδειξη 4 έχουν περιοδική μορφή. Πάντως και στις δυο ενδείξεις, οι παλμοί κινούνται γύρω από τις ίδιες τιμές ανεξάρτητα από το χρόνο. Imax^t^ax^onvgajaSHvliSieReZJC Imax-ftf^ax^orwgajaaXMyllKUeReZrc Στην ένδειξη 5 οι παλμοί είναι περιοδικοί, γύρω από την ίδια τιμή, ανεξάρτητα από το χρόνο, με ελάχιστες εξαιρέσεις και με την ίδια σχεδόν συχνότητα. Αντίθετα στην ένδειξη 6, οι παλμοί είναι πιο ακανόνιστοι και κινούνται γύρω από περισσότερες από μια τιμές. Τέλος όσο αυξάνεται ο χρόνος, μειώνεται η τιμή της έντασης του φωτός. 84
lma*=f(l)maxjmoconvg20a3#4v1 *6U7Re20C lmax=f(t)maxjmoconyg2oa3#4»1*6u0re2oc Ένδειξη 7 Στην ένδειξη 7 οι παλμοί δεν είναι περιοδικοί και κινούνται γύρω από περισσότερες από μια τιμές. Στην αρχή όσο αυξάνεται ο χρόνος, αυξάνεται και η ένταση του φωτός, στη συνέχεια μειώνεται η ένταση του φωτός, αυξάνεται ξανά και τέλος μειώνεται. Στην ένδειξη 8, τώρα, οι παλμοί είναι περιοδικοί, κινούνται, όμως, γύρω από περισσότερες από μια τιμές και όσο αυξάνεται ο χρόνος, αυξάνεται και η τιμή της έντασης του φωτός. lmax=f(t)maxjmoconvg20a3#4v1#5u9re20c lmax=f(t)maxmocorrvg20a3#4v1il6u10re20c Ένδειξη 9 Ένδειξη 10 Στην ένδειξη 9, οι παλμοί δεν είναι περιοδικοί αλλά δεν είναι ούτε ακανόνιστοι. Κινούνται γύρω από δύο διαφορετικές τιμές με αποτέλεσμα το πρώτο μισό του χρόνου, η ένταση του φωτός να έχει μια σταθερή τιμή ενώ το δεύτερο μισό να έχει μια άλλη τιμή υψηλότερη από την πρώτη. Στην ένδειξη 10 οι παλμοί έχουν περισσότερο περιοδική μορφή, κινούνται γύρω από μια τιμή, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, οπότε η ένταση του φωτός έχει μια σταθερή τιμή 85
σε όλη τη διάρκεια του χρόνου εκτός από κάποιες χρονικές στιγμές, που η ένταση του φωτός πέφτει. Γενικά βλέπουμε ότι για μικρές παροχές έχουμε πιο ακανόνιστες μεταβολές. Όσο αυξάνεται η παροχή βλέπουμε να εμφανίζονται πιο ευδιάκριτες αυξομειώσεις της έντασης του φωτός. Αν, τώρα, μετρήσουμε τις κορυφές βλέπουμε ότι η συχνότητα των αυξομειώσεων ισούται με την συχνότητα που εμείς βάζουμε. Αυτό φαίνεται καλύτερα στην ένδειξη 4, όπου βλέπουμε ότι περνάει κύμα. Αυτό επαληθεύει το γεγονός ότι μπορούμε να εντοπίσουμε τη διέλευση των κυμάτων. Όμως το ύψος (πάχος υμένα) μεταβάλλεται και χωρικά. Αυτή τη μεταβολή μπορούμε να τη δούμε από τις γραφικές παραστάσεις που ακολουθούν και δίνουν την ένταση του φωτός σε σχέση με τα εννιά επίπεδα (γραμμές) δηλαδή Χ=1, 72, 144, 216, 288, 360, 432, 504, 574 στα οποία χωρίζουμε την κάθε εικόνα. Ένδειξη 0.2 Στην ένδειξη 0.2, η ένταση του φωτός έχει τη μέγιστη τιμή της στην αρχή της εικόνας. Η γραφική παράσταση της έντασης του φωτός είναι φθίνουσα οπότε καταλήγει να πάρει την ελάχιστη τιμή της στο τέλος της εικόνας. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στην ένδειξη 0.5 με κάποιες διαφοροποιήσεις. Έτσι, στην αρχή της εικόνας η ένταση του φωτός παίρνει τη μέγιστη τιμή της. Η γραφική παράσταση της είναι φθίνουσα μέχρι λίγο πριν τη μέση της εικόνας, στη συνέχεια σταθεροποιείται στη μέση της εικόνας, γίνεται αύξουσα και τέλος ξαναγίνεται φθίνουσα, παίρνοντας την ελάχιστη τιμή της στο τέλος της εικόνας. 86
Ένδειξη 1 Ένδειξη 2 Στην ένδειξη 1, η γραφική παράσταση της έντασης του φωτός ξεκινά από μια τιμή, στη συνέχεια αυτή μειώνεται μέχρι την ελάχιστη τιμή της, αυξάνεται μέχρι λίγο πριν το τέλος της εικόνας, παίρνοντας τη μέγιστη τιμή της και τέλος μειώνεται ξανά ως το τέλος της εικόνας. Στην ένδειξη 2, η γραφική παράσταση ξεκινάει από μια τιμή κοντά στη μέγιστη τιμή της, στη συνέχεια αυτή αυξάνεται, μειώνεται και ακολουθείται αυτή η διαδικασία ως το τέλος της εικόνας, όπου η γραφική παράσταση παίρνει την ελάχιστη τιμή της. Στην ένδειξη 3, η γραφική παράσταση έχει μια τιμή κοντά στη μέγιστη τιμή της στην αρχή της εικόνας. Η γραφική παράσταση από την αρχή της εικόνας ως το μέσο της αποτελείται από μια καμπύλη, όπου στο πρώτο της μισό είναι αύξουσα ενώ στο άλλο της μισό είναι φθίνουσα. Στη συνέχεια η γραφική παράσταση, που αποτελείται από ευθείες, αυξάνεται, μειώνεται, αυξάνεται ξανά και τέλος μειώνεται μέχρι την ελάχιστη τιμή της στο τέλος της 87
εικόνας. Στην ένδειξη 4, τώρα, η ένταση του φωτός ξεκινά από τη μέγιστη τιμή της η οποία είναι σταθερή μέχρι λίγο πριν το μέσο της εικόνας. Στη συνέχεια η γραφική παράσταση μειώνεται μέχρι το μέσο της εικόνας, αυξάνεται ξανά και σταθεροποιείται σε αυτή τη τιμή για να μειωθεί ξανά ως την ελάχιστη τιμή της στο τέλος της εικόνας. Ένδειξη 5 Στην ένδειξη 5, η γραφική παράσταση της έντασης του φωτός ξεκινά από μια τιμή, που είναι και η μέγιστη τιμή της. Στη συνέχεια αυτή η τιμή μειώνεται, αυξάνεται και μειώνεται ξανά ως το τέλος της εικόνας, όπου παίρνει και την ελάχιστη τιμή της. Αντίθετα στην ένδειξη 6, η γραφική παράσταση έχει μια τιμή κοντά στη μέγιστη τιμή της στην αρχή της εικόνας, η οποία αυξάνεται. Στη συνέχεια μειώνεται μέχρι λίγο πριν το μέσο της εικόνας και σταθεροποιείται σε αυτή τη τιμή ως το μέσο της εικόνας. Έπειτα μειώνεται, αυξάνεται και τέλος μειώνεται ξανά ως το τέλος της εικόνας, όπου παίρνει και την ελάχιστη τιμή της. Ένδειξη 7 Ένδειξη 8 88
Στην ένδειξη 7, η γραφική παράσταση της έντασης του φωτός αποτελείται κυρίως από καμπύλες. Έτσι ξεκινάει από μια τιμή, η οποία στη συνέχεια αυξάνεται μια και η καμπύλη είναι αύξουσα, παίρνοντας τη μέγιστη τιμή της. Η καμπύλη που ακολουθεί είναι φθίνουσα ως το μέσο της εικόνας και στη συνέχεια αύξουσα. Τέλος η γραφική παράσταση καταλήγει στο τέλος της εικόνας να πάρει την ελάχιστη τιμή της. Στην ένδειξη 8, η γραφική παράσταση αρχικά αποτελείται από μια καμπύλη που είναι αύξουσα μέχρι τη μέγιστη τιμή της. Σταθεροποιείται σε αυτή τη τιμή και στη συνέχεια πέφτει μέσω μιας φθίνουσας καμπύλης και μιας ευθείας, για να καταλήξει στην ελάχιστη τιμή της στο τέλος της εικόνας. Στην ένδειξη 9, η γραφική παράσταση αρχικά αυξάνεται μέχρι τη μέγιστη τιμή και σταθεροποιείται σε αυτή. Στη συνέχεια μειώνεται μέσω μιας καμπύλης, αυξάνεται μέσω μιας άλλης και τέλος μειώνεται μέσω μιας ευθείας ως την ελάχιστη τιμή στο τέλος της εικόνας. Στην ένδειξη 10, η αρχική τιμή αυξάνεται, παίρνοντας τη μέγιστη τιμή της λίγο πριν το μέσο της εικόνας. Στη συνέχεια μειώνεται μέχρι το μέσο της εικόνας και μετά αυξάνεται για να μειωθεί ξανά, παίρνοντας την ελάχιστη τιμή της στο τέλος της εικόνας. 89
4.2.2 Σύνοψη Πειραμάτων Διασποράς Αρχικά, για τη σειρά πειραμάτων χωρίς διαταραχή, στην ένδειξη 0.2 εκτός από τη γραμμή της χρωστικής βλέπουμε και σταγόνες χρωστικής, που οφείλονται στη μικρή παροχή της αντλίας και οι οποίες παρασύρονται προς τα κάτω στην ένδειξη 0.5 λόγω της διαφορετικής ταχύτητας που έχει το διάλυμα του νερού και το διάλυμα της χρωστικής. Στην ένδειξη 1, οι σταγόνες ομογενοποιούνται λόγω της συνεχούς ροής, κάτι που συμβαίνει γιατί το εσωτερικό κομμάτι, η γραμμή χρωστικής, τραβάει το εξωτερικό κομμάτι. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι λαμβάνει μέρος και το φαινόμενο της διάτμησης. Περνώντας στις επόμενες ενδείξεις βλέπουμε ότι σε όσο μεγαλύτερη θέση βρίσκεται η αντλία, το εξωτερικό κομμάτι απλώνει όλο και πιο πολύ, με αποτέλεσμα η εσωτερική γραμμή να χάνει τη φωτεινότητα της. Στη συνέχεια, βλέπουμε ότι η γκρίζα περιοχή έξω από τη γραμμή χρωστικής ενώ, στην αρχή δεν έχει έντονο χρώμα, καθώς πηγαίνουμε σε μεγαλύτερη ένδειξη, το χρώμα της γίνεται πιο έντονο και τελικά, αρχίζει να ξασπρίζει. Η εξωτερική γκρίζα περιοχή της χρωστικής απλώνει σε μεγάλο βαθμό για τις μικρές ενδείξεις ενώ, για τις μεγάλες ενδείξεις παραμένει σχεδόν ίδια. Όμως, και η εσωτερική γραμμή της χρωστικής απλώνει, μόνο που απλώνει κάπως δυσανάλογα. Στις μικρές ενδείξεις, η γραμμή της χρωστικής απλώνει λιγότερο στην κάτω πλευρά, με άλλα λόγια στενεύει προς τα κάτω. Αντίθετα, στις μεγάλες ενδείξεις η γραμμή της χρωστικής απλώνει πιο πολύ στην κάτω πλευρά, δηλαδή ανοίγει προς τα κάτω. Η εξωτερική γκρίζα περιοχή έχει σταθερό πλάτος δηλαδή δεν μεταβάλλεται χωρικά, κατά τη κίνηση της, σε κανένα σημείο και σε καμία ένδειξη. Αντίθετα μεταβάλλεται χρονικά στις μικρές ενδείξεις ενώ, για τις μεγάλες ενδείξεις δεν αλλάζει ούτε χρονικά. Στην ένδειξη 0.2, έχουμε μικρή παροχή χρωστικής για αυτό και είναι χαμηλή η ένταση του φωτός στο διάγραμμα. Όσο, τώρα, αυξάνεται η παροχή, αυξάνεται και η ένταση του φωτός στο κέντρο των διαγραμμάτων μέχρι να φτάσουμε σε μια ικανοποιητική παροχή στην οποία σταθεροποιείται η ένταση του φωτός, κάτι που πετυχαίνουμε στην ένδειξη 4. Από εκεί και πέρα η ένταση του φωτός στο κέντρο των διαγραμμάτων είναι σταθερή. Στο κέντρο των διαγραμμάτων, εκεί που οι γραφικές παραστάσεις κάνουν μύτη, έχουμε υψηλότερη ένταση φωτός γιατί εκεί έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα χρωστικής. Σε κάποιες περιπτώσεις αντί για μύτη, σχηματίζεται καμπύλη στο κέντρο των διαγραμμάτων, κάτι που οφείλεται στη φαρδιά γραμμή χρωστικής που μπορεί να έχουμε (λευκή γραμμή). 90
Οι χαμηλές τιμές της έντασης του φωτός που έχουμε στις άκρες των διαγραμμάτων αντιστοιχούν σε νερό χωρίς χρωστική, ενώ στη κεντρική περιοχή που υπάρχουν μάζες νερού με ενδιάμεσες συγκεντρώσεις χρωστικής, έχουμε συνεχή διαβάθμιση στην ένταση του φωτός. Επειδή σε αυτή τη σειρά πειραμάτων δεν έχουμε διαταραχή, το ύψος (πάχος υμένα) δεν μεταβάλλεται χρονικά. Άρα οι αυξομειώσεις που βλέπουμε οφείλονται στη διαφορά συγκέντρωσης. Βλέπουμε, όμως, και κάποιες χρονικές διαταραχές στην ένταση του φωτός σε κάποιες ενδείξεις, που οφείλονται σε ανεξέλεγκτους παράγοντες. Μόνο στην ένδειξη 0.5, βλέπουμε έντονη διακύμανση, κάτι που ίσως οφείλεται στις σταγόνες που περνάνε σε αυτή την ένδειξη. Στη συνέχεια για τη σειρά πειραμάτων με διαταραχή, στην ένδειξη 0.2, βλέπουμε ότι οι σταγόνες του διαλύματος της χρωστικής έχουν ομογενοποιηθεί δηλαδή είναι ενωμένες και όχι μεμονωμένες σταγόνες ενώ, στην ένδειξη 0.5 η εξωτερική γκρίζα περιοχή απλώνει περισσότερο, με αποτέλεσμα η εσωτερική λευκή γραμμή να χάνει τη φωτεινότητα της. Μέχρι την ένδειξη 1, η εξωτερική γκρίζα περιοχή δεν απλώνει πολύ, ούτε, όμως και η εσωτερική λευκή γραμμή απλώνει πολύ για αυτό είναι και τόσο έντονη. Από την ένδειξη 2, όμως, και μετά η γκρίζα περιοχή αρχίζει να απλώνει αρκετά, το ίδιο και η άσπρη γραμμή, με αποτέλεσμα να χάσει τη φωτεινότητα της. Από την ένδειξη 4 και μετά, βλέπουμε ότι η κεντρική περιοχή του λευκού έχει διαβαθμίσεις στη φωτεινότητα της. Έτσι, στο κέντρο, η φωτεινότητα είναι λιγότερο έντονη ενώ, στις άκρες είναι πιο έντονη και ιδιαίτερα στην αριστερή πλευρά, πράγμα που ίσως έχει σχέση με την κλίση. Από την ένδειξη 5 και μετά, παρατηρούμε ότι στις εικόνες δεν υπάρχουν και πολλές διαφοροποιήσεις. Συγκρίνοντας τις παραπάνω εικόνες, βλέπουμε ότι η γραμμή χρωστικής μεταβάλλεται χρονικά, λόγω του κύματος που περνά, σε όλες τις ενδείξεις ενώ χωρικά δε μεταβάλλεται σε καμιά ένδειξη. Τέλος, αν συγκρίνουμε τις εικόνες για το πείραμα με γραμμή χρωστικής χωρίς διαταραχή και με διαταραχή, βλέπουμε ότι στο πείραμα με διαταραχή, η γραμμή χρωστικής σε οποιαδήποτε ένδειξη απλώνει περισσότερο από ότι στο πείραμα χωρίς διαταραχή. Στην ένδειξη 0.2, έχουμε μικρή παροχή χρωστικής για αυτό και είναι χαμηλή η ένταση του φωτός στο διάγραμμα. Όσο, τώρα, αυξάνεται η παροχή, αυξάνεται και η ένταση του φωτός στο κέντρο των διαγραμμάτων μέχρι να φτάσουμε σε μια ικανοποιητική παροχή στην οποία σταθεροποιείται η ένταση του φωτός, κάτι που πετυχαίνουμε στην ένδειξη 2. Από εκεί και πέρα η ένταση του φωτός στο κέντρο των διαγραμμάτων είναι σταθερή. Στο κέντρο των διαγραμμάτων, εκεί που οι γραφικές παραστάσεις κάνουν μύτη, έχουμε υψηλότερη ένταση φωτός γιατί εκεί έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα χρωστικής. Σε κάποιες 91
περιπτώσεις αντί για μύτη, σχηματίζεται κυρτή καμπύλη στο κέντρο των διαγραμμάτων, κάτι που οφείλεται στη φαρδιά γραμμή χρωστικής που μπορεί να έχουμε (λευκή γραμμή). Τέλος από την ένδειξη 4 και μετά στο κέντρο των διαγραμμάτων εμφανίζεται κοίλη καμπύλη, που οφείλεται στο ότι η κεντρική περιοχή του λευκού έχει διαβαθμίσεις στη φωτεινότητα της. Έτσι, στο κέντρο, η φωτεινότητα είναι λιγότερο έντονη ενώ, στις άκρες είναι πιο έντονη και ιδιαίτερα στην αριστερή πλευρά. Οι χαμηλές τιμές της έντασης του φωτός που έχουμε στις άκρες των διαγραμμάτων αντιστοιχούν σε νερό χωρίς χρωστική, ενώ στη κεντρική περιοχή που υπάρχουν μάζες νερού με ενδιάμεσες συγκεντρώσεις χρωστικής, έχουμε συνεχή διαβάθμιση στην ένταση του φωτός. Σε αυτή τη σειρά πειραμάτων έχουμε και διαταραχή, οπότε το ύψος (πάχος υμένα) μεταβάλλεται χρονικά. Αυτό μπορούμε να το δούμε από τις γραφικές παραστάσεις που δίνουν την ένταση του φωτός σε συνάρτηση με το χρόνο. Να σημειώσουμε ότι κάποιες από τις αυξομειώσεις που βλέπουμε οφείλονται και στη διαφορά συγκέντρωσης. 92
Κεφάλαιο 5 0 5.1 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διάχυσης - Προτάσεις 5.1.1 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διάχυσης Σε αυτή τη σειρά πειραμάτων αποτύχαμε να απομονώσουμε καθαρή διάχυση μια και το φαινόμενο της συναγωγής έπαιξε σημαντικό ρόλο. Στη συναγωγή, άλλωστε, οφείλεται η συνολική μετακίνηση της σταγόνας και η παραμόρφωση της. Εκτιμούμε ότι το φαινόμενο της συναγωγής προέρχεται από τον τρόπο εισαγωγής του δείγματος του διαλύματος της χρωστικής και από τη φυσική συναγωγή που υπάρχει, η οποία προέρχεται από τη διαφορά συγκέντρωσης μεταξύ του νερού και διαλύματος χρωστικής και από τη διαφορά θερμοκρασίας στην οποία οφείλεται το φαινόμενο της εξάτμισης. Άλλωστε και η διάχυση, την οποία θεωρούμαι ότι έχουμε, για την ακρίβεια είναι η συσχέτιση της διάχυσης με τη σταδιακή, κυκλικά ομοιόμορφη μεταβολή της έντασης του φωτός, δηλαδή με άλλα λόγια με το ξεθώριασμα της σταγόνας της χρωστικής. 5.1.2 Προτάσεις Κάποιες προτάσεις για να καταφέρουμε να πετύχουμε καθαρή διάχυση είναι: να αλλάξουμε τον τρόπο εισαγωγής του δείγματος της χρωστικής. να μειώσουμε τη διαφορά συγκέντρωσης μεταξύ νερού και διαλύματος χρωστικής. να μειώσουμε τη διαφορά θερμοκρασίας οπότε θα εξαλείψουμε το φαινόμενο της εξάτμισης. Μία λύση για αυτό είναι να εφαρμόσουμε θερμομόνωση και να αποκλείσουμε την ανανέωση του αέρα πάνω από το υγρό. 93
5.2 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διασποράς - Προτάσεις 5.2.1 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διασποράς Χωρίς Διαταραχή Αρχικά, για τη σειρά πειραμάτων χωρίς διαταραχή, όταν έχουμε μικρή παροχή χρωστικής, η μέγιστη ένταση του φωτός είναι χαμηλή. Όσο, τώρα, αυξάνεται η παροχή, αυξάνεται και η ένταση του φωτός μέχρι να φτάσουμε σε μια ικανοποιητική παροχή στην οποία σταθεροποιείται η ένταση του φωτός. Από εκεί και πέρα η μέγιστη ένταση του φωτός είναι σταθερή. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η ένταση του φωτός στο παρών πείραμα συνδέεται κύρια με τη συγκέντρωση χρωστικής. Τέλος πρέπει να σημειώσουμε ότι παίζει ρόλο και το φαινόμενο της διάτμησης Εκεί που έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα χρωστικής, έχουμε και υψηλότερη ένταση φωτός. Αντίθετα οι χαμηλές τιμές της έντασης του φωτός αντιστοιχούν σε νερό χωρίς χρωστική, ενώ εκεί που υπάρχουν μάζες νερού με ενδιάμεσες συγκεντρώσεις χρωστικής, έχουμε συνεχή διαβάθμιση στην ένταση του φωτός. Η εξωτερική γκρίζα περιοχή έχει σταθερό πλάτος δηλαδή δεν μεταβάλλεται χωρικά, κατά τη κίνηση της, σε κανένα σημείο και για καμία ένδειξη. Αντίθετα μεταβάλλεται χρονικά στις μικρές ενδείξεις ενώ, για τις μεγάλες ενδείξεις δεν αλλάζει ούτε χρονικά. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η ροή υμένα χωρίς διαταραχή δεν ενισχύει την εγκάρσια διασπορά του ιχνηθέτη. Το συμπέρασμα αυτό είναι σε συμφωνία με τη φυσική διαίσθηση. Επειδή σε αυτή τη σειρά πειραμάτων δεν έχουμε διαταραχή, το ύψος (πάχος υμένα) δεν μεταβάλλεται χρονικά. Άρα οι αυξομειώσεις που βλέπουμε στα αντίστοιχα διαγράμματα οφείλονται στη διαφορά συγκέντρωσης. Βλέπουμε, όμως, και κάποιες χρονικές διαταραχές στην ένταση του φωτός σε κάποιες ενδείξεις, που οφείλονται σε ανεξέλεγκτους παράγοντες. 94
5.2.2 Συμπεράσματα Πειραμάτων Διασποράς Με Διαταραχή Ομοίως και στη σειρά πειραμάτων με διαταραχή όταν έχουμε μικρή παροχή χρωστικής, έχουμε και χαμηλή ένταση του φωτός. Όσο, τώρα, αυξάνεται η παροχή, αυξάνεται και η ένταση του φωτός μέχρι να φτάσουμε σε μια ικανοποιητική παροχή στην οποία σταθεροποιείται η ένταση του φωτός. Από εκεί και πέρα η ένταση του φωτός είναι σταθερή. Να τονίσουμε ότι στο παρών πείραμα η ένταση του φωτός επηρεάζεται τόσο από το πάχος του υμένα όσο και από τη συγκέντρωση χρωστικής. Υψηλότερη ένταση φωτός έχουμε εκεί που έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα χρωστικής. Αντίθετα οι χαμηλές τιμές της έντασης του φωτός που έχουμε, αντιστοιχούν σε νερό χωρίς χρωστική, ενώ εκεί που υπάρχουν μάζες νερού με ενδιάμεσες συγκεντρώσεις χρωστικής, έχουμε συνεχή διαβάθμιση στην ένταση του φωτός. Σε αυτή τη σειρά πειραμάτων έχουμε και διαταραχή, οπότε το ύψος (πάχος υμένα) μεταβάλλεται χρονικά. Να σημειώσουμε ότι κάποιες από τις αυξομειώσεις που βλέπουμε οφείλονται και στη διαφορά συγκέντρωσης. Γενικά βλέπουμε ότι για μικρές παροχές έχουμε πιο ακανόνιστες μεταβολές. Όσο αυξάνεται η παροχή βλέπουμε να εμφανίζονται πιο ευδιάκριτες αυξομειώσεις της έντασης του φωτός. Αν, τώρα, μετρήσουμε τις κορυφές βλέπουμε ότι η συχνότητα των αυξομειώσεων ισούται με την συχνότητα που εμείς βάζουμε. Αυτό επαληθεύει το γεγονός ότι μπορούμε να εντοπίσουμε τη διέλευση των κυμάτων. Άρα, το βασικότερο συμπέρασμα του πειράματος είναι ότι ύπαρξη μεγάλων διδιάστατων κυμάτων ενισχύει την εγκάρσια διασπορά του ιχνηθέτη. Ο ακριβής μηχανισμός που προκαλεί αυτή την ενίσχυση μένει προς διερεύνηση. Βλέπουμε ότι η εξωτερική περιοχή μεταβάλλεται χρονικά, λόγω του κύματος που περνά, σε όλες τις ενδείξεις, σε αυτή τη σειρά πειραμάτων, ενώ χωρικά δε μεταβάλλεται σε καμιά ένδειξη. Τέλος, αν συγκρίνουμε τις εικόνες για το πείραμα με γραμμή χρωστικής χωρίς διαταραχή και με διαταραχή, βλέπουμε ότι στο πείραμα με διαταραχή, η γραμμή χρωστικής σε οποιαδήποτε ένδειξη απλώνει περισσότερο από ότι στο πείραμα χωρίς διαταραχή. 95
5.2.3 Προτάσεις Κάποιες προτάσεις, για να μπορέσουμε να αλλάξουμε κάποιους παράγοντες, είναι οι παρακάτω: να αυξήσουμε την παροχή της αντλίας ώστε να αυξηθεί και η ένταση του φωτός στο πείραμα με διαταραχή. να αλλάξουμε τον τρόπο εισαγωγής του δείγματος του διαλύματος της χρωστικής. να αλλάξουμε τη συχνότητα της διαταραχής. να μην αφήσουμε την παροχή, στο πείραμα με διαταραχή, να υπερβεί κάποια όρια διότι οι αυξομειώσεις είναι πιο ακανόνιστες και δεν βλέπουμε το κύμα που περνάει. να αυξήσουμε τη διαφορά συγκέντρωσης, και στα δυο πειράματα, ώστε να αυξηθούν οι αυξομειώσεις στη χρονική μεταβολή. να αυξήσουμε τη παροχή της αντλίας, στο πείραμα χωρίς διαταραχή, ώστε να μην σχηματίζονται σταγόνες χρωστικής. να " βοηθήσουμε " το φαινόμενο της διάτμησης ώστε να αποκτήσουμε πιο γρήγορα συνεχή ροή, στο πείραμα χωρίς διαταραχή. να αυξήσουμε τη διαφορά ταχύτητας που υπάρχει μεταξύ του διαλύματος του νερού και του διαλύματος της χρωστικής, στο πείραμα χωρίς διαταραχή, ώστε να ομογενοποιούνται οι σταγόνες που δημιουργούνται. 96
Βιβλιογραφικές Αναφορές 1. Liu, J., Gollub, J.P. (1994): Solitary Waves Dynamics of Film Flows. Phys. Fluids. 6, 1702-1711. 2. Benney, D.J. (1966): Long waves on liquid films. J. Math. Phys. 45, 150-155. 3. Chang, H.C., Demekhin, E.A., Kopelevich, D.I. (1993): Nonlinear evolution of waves on a vertical falling film. J. Fluid Mech. 250, 433-480. 4. Pumir, J., Manneville, P., Pomeau, Y. (1983): On solitary waves running down an inclined plane. J. Fluid Mech. 135, 27 5. Kawahara, T., Toh, S. (1988) : Pulse interactions in an unstable dissipative - dispersive nonlinear system. Phys. Fluids 31, 2103 6. Elphick, C., Ierley, G.R., Regev, O., Spiegel, E.A. (1991) : Interacting localized structures with Galilean invariance. Phys. Rev. A 44, 1110 7. Kerchman, V.I., Frenkel, A.L. (1994) : Interactions of coherent structures in a film flow : simulations of a highly nonlinear evolution equation. Theoret. Comput. Fluid Dyn. 6, 235-254. 8. Quere, D. (1990) : Thin films flowing on vertical fibers. Europhys. Lett. 13, 721 9. Vlachogiannis, M., Bontozoglou, V. (2000) : Observations of solitary wave dynamics of film flows. J. Fluid Mech. 435, 191-215. 10. Chang, H. C. (1994): Wave Evolution on a Falling Film. Ann. Rev. Fluid Mech. 26, 103-136. 11. Alekseenko, S. V., Nakoryakov, V. Ye. and Pokusaev, B. G. (1985): Wave Formation on a Vertical Falling Liquid Film. AIChE Journal. 31, 1446-1460. 12. Liu, J., Paul, J.D., Gollub, J.P. (1993): Three-Dimensional Instabilities of Film Flows. J. Fluid Mechanics. 250, 69-101. 13. Chang, H.-C., Demekhin, E. A. & Kalaidin, E. (1995): Interaction dynamics of solitary waves on a falling film. J. Fluid Mech. 294, 123-154 14. Βλαχογιάννης, M. A. (2000): Πειραματική Μελέτη της Ροής Υγρού Υμένα πάνω σε Επίπεδο και σε Κυματοειδές Τοίχωμα. Διδακτορική Διατριβή Π.Θ. 15. Brodkey, R.S., Hershey, H.C. (1988): Transport Phenomena : Φαινόμενα Μεταφοράς : Μια Ενοποιημένη Προσέγγιση. McGraw - Hill Book Company. Εκδόσεις Τζιόλα. 16. Cussler, E.L. (1997): Diffusion : Mass Transfer In Fluid Systems. Cambridge. 97
17. Τσιγκλιφής, Κ. (2002) : Πειραματική Μελέτη Ροής Υγρού Υμένα Σε Κεκλιμένο Επίπεδο Τοίχωμα Με Εξωτερική Διαταραχή. Διπλωματική Εργασία 77.(9. 98
Παράρτημα 99
Glycerol, % 65 64 63 62 61 60 59 58 57 56 55 54 53 52 51 50 49 48 47 46 45 44 43 42 41 40 39 38 37 36 35 34 33 32 31 Glycerol, % Density 15 C. 1.17030 1.16755 1.16480 1.16200 1.15925 1.15650 1.15370 1.15095 1.14815 1.14535 I. 14260 II, 1398011 ΓΒ705 I 1.13425, 1.13150! 1.12870 1.12600 1.12325, 1.12055 1.11780 1.11510 1.11235 1.10960 1.10690 1.10415 1.10145 1.09875 1.09605 1.09340 1.09070.08800 1.08530 1.08265 1.07995 1.07725 15.5eC. 1.17000 1.16725 1.16445 1.161701 1.15895 1.15615 1.15340 1.15065 1.14785 1.14510 1.14230 1.13955.13680 1.13400 1.13125 1.12845 1.12575 1.12305 1.12030 1.11760 1.11490 1.11215 1.10945 1.10670 1.10400 1.10130 1.098601 1.09590 1.09320 1.09050 1.08780 08515 1.08245 1.07975 1.07705 20 C. 1.16750 1.16475 1.16205 1.15930 1.15655 1.15380 1.15105 1.14830 1.14555 1.14280 1.14005 1.13730 1.13455 1.13180 1.12905 1.12630 1.12360 1.12090 I.11820 1.11550 1.11280 1.11010 1.10740 1.10470 1.10200 1 1.09930 1.09665 1.09400 1.09135 1.08865 1.08600 1.08335 1.08070 1.07800 1.07535 25 C. 1.16475 1.16200 1.15925 1.15655 1.15380 1.15105 I.14835 1.14560 1.14285 1.14015 1.13740 1.13465 1.13195 1.12920 1.12650 1.12375 1.12110 1.11840 1.11575, 1.11310, 1.11040 1 1.10775 1.10510 1.10240 09975 1 1.09710 1.09445 1.09180 1.08915 1.08655 1.08390 1.08125.07860 1.07600 1.07335 30 C. 1.16195 I.15925 1.15650 1.15375 1.I5I00 1.14830 1.14555 1.14285 1.14010 1.13740 1.13470 1.13195 1.12925 1.12650 1.12380 1.12110 1.11845 1.11580 I.11320 1.11055*.107951 1.105: 1.1026 1.10005!.09740 1.094751 1.092151 1.08955)1 1.08690 1.08430 1.08165 1.07905 1.07645 1.07380 1.07120 30 29 28 27 26 25 24 23 22 21 20 19 18 17 16 15 14 13 12 11 10 9 8 7 6 5 4 3 21 Density 15 C. 1.07455 1.07195 1.06935 1.06670 1.06410 1.06150 1.05885 1.05625 1.05365 1.05100 1.04840 1.04590 1.04335 1.04085 1.03835 1.03580 1.03330 1.03080 1.02830 1.02575 1.02325 1.02085 1.01840 1.01600 1.01360 1 1.01120 1.00875 1.00635 1.00395 1.00155 0.99913 I5.5 C. 1.07435 I.07175 1.06915 1.06655 1.06390 1.06130 1.05870 1.05610 1.05350 1.05090 1.04825 1.04575 1.04325 1.04075 1.03825 1.03570 1.03320 1.03070 1.02820 1.02565 1.02315 1.02075 1.01835 1.01590.01350 OHIO 00870 00630 00385 00145 0.99905 20*C. 1.07270 1.07010 1.06755 1.06495 1.06240 1.05980 1.05720 1.05465 1.05205 1.04950 1.04690 1.04440 1.04195 1.03945 1.03695 1.03450 1.03200 1.02955 1.02705 1.02455 1.02210 1.01970 1.01730 1.01495 1.01255 1.01015 1.00780 1.00540 1 1.00300.00060 0.99823 25eC. 1.07070 1.06815 1.06560 1.06305 1.06055 1.05800 1.05545 1.05290 1.05035 1.04780 1.04525 1.04280 1.04035 1.03790 1.03545 1.03300 1.03055 1.02805 1.02560 1.02315 1.02070 1.01835 1.01600 1.01360 1.01125 00890 00655 00415 00180 99945 0.99708 30 C. 1.06855 1.06605 1.06355 1.06105 1.05855 1.05605 1.05350 1.05100 1.04850 1.04600 1.04350 1.04105 1.03860 1.03615 1.03370 1.03130 1.02885 1.02640 1.02395 1.02150 1.01905 1.01670 1.01440 1.01205 1.00970 1.00735 1.00505 1.00270 1.00035" 0.99800 0.99568
23 GLYCEROL, CHjOHCHOHCHjOH (CoeSmied) ----- 1------- A *4 P by wt. Di OS C. (/I M j-mol/l c. 1/1 (C. - C.J I/I (n - n.) * to4 n Δ c o Oj/kf S t-molh nip cs Φ rhe 7 T. m mho/cm j-toot 5.00 1.0097 1.0115 50.5 0.54* 959.2 39.0 58 1.3388 1.078 0.580 0.315 1.125 1.116 88.71 6.00 1.0120 1.0138 60.7 0.659 951.3 46.9 70 1.3400 1.316 0.708 0.385 1.155 1.143 86.44 7.00 1.0144 1.0162 71.0 0.771 943.4 54.9 82 1.3412 1.361 0.839 0.457 1.186 1.171 84.17 8.00 1.0167 1.0185 81.3 O.S83 933.4 62.9 ί 4 1.3424 1.811 0.974 0.530 1.218 1-201 81.90 9.00 1.0191 1.0209 91.7 0.996 927.4 70.9 # 1.3436 2364 1.110 0.603 1.253 1.232 79.67 - JG.00 I.02I3 1.0233 102.1 1.109 919.3 78.9 V j {.3448 2.323 1349 0.678 1388 1363 77.48 12.00 1.0262 1.0281 123.1 1.337 903.1 95.1 142 1.3472 2.8*0 1.548 0.837 1.362 1.330 73.28 14.00 1.0311 1.0329 144.4 1.368 886.7 111.5 167 1.3496 3.469 1.865 _ 1.004 1.442 1.401-69.22 1630 1.0360 1.0378 165.8 1.800 870.2 128.0 191 1.3521 4.094 2^01 1.177 1-530 1.480 65.22 18.00 1.0409 1.0428 187.4 2.035 853.6 144.7 217 1.3347 4.756 2.557 1.359 1.627 1.566 61.34 20.00 1.0459 1.0478 209.2 22T2 836.8 161.5 242 1.3572 5.46 2.93 1.546 1.734 1.661 57.56 24.00 Γ.036Γ 1.0580 233.3 2.752 802.6 195.6 294 1.3624 7.01 3.77 1.944 1.984 1382 5GJ1... 28.00 1.0664 1.0683 298.6 3.243 767.8 230.4 347 1.3676 8.77 4.71 2.370 2.274 2.136 43.89 32.00 1.0770 1.07*9 344.6 3.742 732.3 265.9 400 1.3730 10.74 5.78 2.814 2.632 2.449 37.91 36.00 1.0S76 1.0*96 391.3 4.232 696.1 302-2 455 1.3783 12.96 6.97 3.276 3.082 1 2.839 32.38 40.00 1.0984 1.1003 439.4 4.771 659.0 339.2 Sli 1.3841 15.50 8.33 3.757 3.646 3.326 27.37 44.00 1.1092 1.1112 488.1 5.300 621-2 377.1 567 13897 4.434 4.005 22.51 48.00 1.1200 1.1220 537.6 3.838 382.4 415.8. 624 1.3954 5.402 4.833 18.47 52.00 1.1308 1.1328 588.0 6.385 342.8 455.4 681 1.4011 6.653 5.895 15.00 34.00 ~Π4Ι9 1.1439 639.4 6.944 502.4 495.8 739 rroro 8.332 7.311 11.98 60.00 1.1330 1.1331 691.* 7.313 461.2 537.0 79» ΤΠ29~ 10.66 9.264 9J6 64.00 1.1643 1.1663 743.1 8.091 419.1 579.1 859 1.4189 13.63 11.73 7.32 68.00 1.1733 1.1773 799.3 8.680 376.1 622.1 919 1.4249 18.42 15.70 5.42 72.00 1.1866 1.1887 *34.3 9.277 332.2 666.0 980 1.4310 27.57 23.28 3.62 1 76.00 1.1976 1.1997 910.2 9.883 2*7.4 710.8 1040 1.4370 40.49 33.88 2.46 80.00 1.2085 1.2106 966.8 10.498 241.7 736.3 1101 1.4431 59.78 49.57 1.67 84.00 1.2192 1.2214 1024.2 11.121 195.1 803.2 1162 1.4492 84.17 69.18 1.19 88.00 1.2299 1.2320 I082J 11.732 147.6 850.7 1223 1.4553 147 119.9 0.68 92.00 1.2404 1.2426 1141.1 12J92 99.2 899.0 1284 1.4613 383.7 310.0 0.26 96.00 1.2508 1.2330 1200.7 13.039 50.0 948.2 1344 1.4674 778.9 624.0 0.13 100.00 1.2611 1.2633 1261.1 13.694 0.0 998.2 1405 1.4735 1759.6 1398.1 0.06