Το υπόδειγμα Diamond-Dybvig

Σχετικά έγγραφα
Ηθικός Κίνδυνος. Το βασικό υπόδειγμα. Παρουσιάζεται ένα στοχαστικό πρόβλημα χρηματοδότησης όταν τα αντισυμβαλλόμενα μέρη έχουν συμμετρική πληροφόρηση.

Δυσμενής Επιλογή. Το βασικό υπόδειγμα

Σηματοδότηση σηματοδοτήσουν

Γ ΤΟΜΟΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ. Άσκηση 1 (τελικές 2011 θέμα 3)

Η «κατάρα του νικητή»

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ Ε.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ - 1 ΤΟΜΟΣ Β ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ

όροι του συμβολαίου ικανοποιούνται. Δ. Βολιώτης 2

4.1 Ζήτηση για Ασφάλιση. Πλήρη κάλυψη.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Χρήμα. Το διαγενεακό υπόδειγμα

Θέμα 1 (1) Γνωρίζουμε ότι η αξία του προθεσμιακού συμβολαίου δίνεται από

Πληθωρισμός, Ανεργία και Αξιοπιστία της Νομισματικής Πολιτικής. Το Πρόβλημα του Πληθωρισμού σε ένα Υπόδειγμα με Υψηλή Ανεργία Ισορροπίας

Ο Μηχανισμός Μετάδοσης της Νομισματικής Πολιτικής - Ο Μηχανισμός Μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής είναι ο δίαυλος μέσω του οποίου οι μεταβολές

Έγγραφο Βασικών Πληροφοριών

ΛΥΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΟ 2 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2016 ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Έγγραφο Βασικών Πληροφοριών


Case 04: Επιλογή Χαρτοφυλακίου IΙ «Null Risk Securities» ΣΕΝΑΡΙΟ

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

Abstract. Key words: liquidity, bank run, first-best allocation, complete interbank network, incomplete interbank network


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ (ECΟ465) ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΜΕΡΟΣ Α

James Tobin, National Economic Policy

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 9 η. Χρηματοοικονομική Ανάλυση

ΖΗΤΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιτόκια

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας. Οικονομικά της ευημερίας 3/9/2017. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης

Κεφάλαιο 6 Το πρότυπο υπόδειγμα του εμπορίου


Μακροοικονομική. Η ζήτηση χρήματος

Κεφάλαιο 17 Ένα Υπόδειγµα Δηµοσιονοµικών Κρίσεων

Το Υπόδειγμα της Οριακής Τιμολόγησης

Χρηματοδότηση σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης: μια γενική προσέγγιση

Πρόγραμμα Σπουδών: Διοίκηση Επιχειρήσεων & Οργανισμών Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 41 Αγορές Χρήματος & Κεφαλαίου. Ακαδημαϊκό έτος:

Γενική Ανταγωνιστική Ισορροπία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

Να απαντήσετε τα παρακάτω θέματα σύμφωνα με τις οδηγίες των εκφωνήσεων. Η διάρκεια της εξέτασης είναι 3 (τρεις) ώρες.

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

Το υπόδειγμα Klein-Monti

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

Σηματοδοτικά Παίγνια και Τέλεια Μπεϊζιανή Ισορροπία

Περιεχόμενα. Εισαγωγή Απόδοση και Κίνδυνος Λίγα λόγια για τους συγγραφείς... 8 Περιεχόμενα Πρόλογος...

Αξιολόγηση Επενδύσεων. Διάλεξη 6 Επιτόκια III

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

β) Αν στο παραπάνω ερώτημα, ο λογαριασμός ήταν σύνθετου τόκου με j(12)=3%, ποιό είναι το ποσό που θα έπρεπε να καταθέσει ;

ΔΕΟ34. Απάντηση 2ης ΓΕ Επιμέλεια: Γιάννης Σαραντής. ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 17 Περιστέρι ,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

Θέμα 1 (20%) (α) Πότε είναι εργοδικό το παραπάνω σύστημα; Για πεπερασμένο c, το σύστημα είναι πάντα εργοδικό.

Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας 2/26/2016. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto: ορισμός. ορισμός.

Αξιολόγηση Επενδύσεων

Τρόποι χρήσης των ETFs

Γενική Ανταγωνιστική Ισορροπία και Αποτελεσματικές κατά Pareto Κατανομές σε Ανταλλακτική Οικονομία

Α5. Όταν η ζήτηση για ένα αγαθό είναι ελαστική, τότε πιθανή αύξηση της τιµής του, θα οδηγήσει σε µείωση της καταναλωτικής δαπάνης για αυτό το αγαθό

Case 12: Προγραμματισμός Παραγωγής της «Tires CO» ΣΕΝΑΡΙΟ (1)


Αξιολόγηση Επενδύσεων. Διάλεξη 3 Μέθοδοι Αξιολόγησης Επενδύσεων Δράκος και Καραθανάσης, Κεφ 3 και Κεφ 4

ΜΙΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΜΕ ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Οικονομίες & Νεοκλασική Πολιτική Οικονομία

Η παρούσα αξία της επένδυσης αν αυτή υλοποιηθεί άµεσα είναι 0 K 0 1 K

Συγχώνευση µε απορρόφηση της ΕΛ.ΤΕΧ. ANEMOΣ

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Ορισµός. (neighboring) καταστάσεων. ηλαδή στην περίπτωση αλυσίδας Markov. 1.2 ιαµόρφωση µοντέλου


μηχανισμούς; ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ

Ηρώων Πολυτεχνείου 9, Ζωγράφου, Αθήνα, Τηλ: , Fax: URL

Ισορροπία σε Αγορές Διαφοροποιημένων Προϊόντων

ΜΕΡΟΣ Α: ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΙΝ ΥΝΟΥ ΚΑΙ ΕΠΕΝ ΥΣΕΩΝ

από την ποσοστιαία μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας προς την ποσοστιαία Σχέση ελαστικότητας ζήτησης και κλίση της καμπύλης ζήτησης.

Δεύτερο πακέτο ασκήσεων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ (DURATION MODEL)

Διαχείριση Εφοδιαστικής Αλυσίδας Μέρος 5 Αξιολόγηση Εναλλακτικών Σεναρίων ΔΡ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΟΜΠΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

Μελέτες Περιπτώσεων. Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

ΟΜΑΔΑ Β Σχολικό βιβλίο σελ ως «μεταβλητούς συντελεστές μαζί με το αντίστοιχο διάγραμμα. TC Συνολικό κόστος. VC Μεταβλητό κόστος

ΑΡΘΡΟ: Επισκεφθείτε το Management Portal της Specisoft:

Χρηματοοικονομική Διοίκηση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 6 η. Ανάλυση Κινδύνου και Κοινωνικό Προεξοφλητικό Επιτόκιο

2) μία Επενδυτική Στρατηγική Παραγώγου Χρηματοοικονομικού Μέσου ενεργοποιείται μέσω παραγώγων χρηματοοικονομικών συμβολαίων.

Διάκριση Τιμών 2 ου Βαθμού: Μη Γραμμική Τιμολόγηση (Nonlinear Pricing) - Η διάκριση τιμών 3 ου βαθμού προϋποθέτει ότι η μονοπωλιακή

2 η ΕΝΟΤΗΤΑ. Αξιολόγηση Επενδύσεων

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Value at Risk (VaR) και Expected Shortfall

Case 05: Επιλογή Επενδύσεων (πολυσταδιακό πρόβλημα) ΣΕΝΑΡΙΟ

Αποταμιεύσεις και Επενδύσεις


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να εξετάσει και να παρουσιάσει τις

Μελετήστε προσεκτικά και δώστε τη δική σας λύση. Όλες οι εργασίες ελέγχονται για αντιγραφή

Όροι Παραγώγων DEGIRO

Γενίκευση: Πλήρως Μη Γραμμική Τιμολόγηση

Βασικά σημεία πλάνο απάντησης :

Μονοπώλιο. U(q, m) = B(q) + m γραμμικές (οιωνεί) w i αρχική του αγαθού m

Προσφορά Εργασίας Προτιμήσεις και Συνάρτηση Χρησιμότητας ( Χ,Α συνάρτηση χρησιμότητας U(X,A)

Η λειτουργία των τραπεζών 1. Περιεχόμενα. Ιούλιος 2012

ΜΈΤΡΗΣΗ ΠΟΣΟΣΤΟΎ ΑΠΌΔΟΣΗΣ ΕΠΈΝΔΥΣΗΣ

Transcript:

Το υπόδειγμα Diamond-Dybvig Ένας βασικός ρόλος που εξυπηρετεί το τραπεζικό σύστημα είναι η παροχή ρευστότητας στην οικονομία. Το σύστημα χορηγήσεων που παρέχεται μέσω των τραπεζών εξασφαλίζει ότι οι καταθέτες/πιστωτές θα έχουν άμεση πρόσβαση στα χρήματά τους ενώ ταυτόχρονα δίνονται μακροπρόθεσμες χορηγήσεις, χωρίς την δέσμευση των καταθέσεων. Συνεπώς, οποιαδήποτε έκτακτη καταναλωτική ανάγκη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμεση εκταμίευση μπορεί να καλυφθεί, κάτι που δεν θα ήταν εφικτό αν οι καταθέτες δάνειζαν άμεσα και μακροπρόθεσμα τα κεφάλαιά τους. Ας ξεκινήσουμε την μελέτη του προβλήματος, προσπαθώντας να απαντήσουμε την ερώτηση γιατί οι επενδυτές/καταναλωτές ζητούν να κάνουν τοποθετήσεις σε περισσότερο παρά σε λιγότερο ρευστές αξίες. Αν αναλογιστούμε ότι μια αξία περιγράφεται από την παρούσα αξία της ταμειακής ροής της, τότε ο χαρακτηρισμός της ως προς την ρευστότητα θα πρέπει να εδράζεται στην αγοραία τιμή της παρούσας αξίας αυτής. Ρευστότητα Αξίας Αν η αγοραία τιμή της αξίας είναι ίση με την παρούσα αξία της ταμειακής ροής, είναι τέλεια ρευστή.. Αν η αγοραία τιμή της αξίας υπολλείπεται της παρούσας αξίας της ταμειακής ροής, είναι μη-τέλεια ρευστή (ή λιγότερο ρευστή) αξία. 1 1

Όσο μικρότερη είναι η τρέχουσα τιμή της αξίας ως ποσοστό της παρούσας αξίας της, τόσο λιγότερο ρευστή θα χαρακτηρίζεται η αξία αυτή. Ζήτηση για ρευστές αξίες Θεωρούμε αξίες, η διάρκεια των οποίων εκτείνεται σε τρεις περιόδους, t = 0, 1, 2. Υποθέτουμε ότι επενδύουμε στη χρονική στιγμή t = 0, ένα ευρώ σε μια συγκεκριμένη αξία. Αν ρευστοποιήσουμε την αξία στη χρονική στιγμή t = 1, θα λάβουμε ακαθάριστη απόδοση R 1, ενώ αν αναμένουμε μέχρι και την λήξη της αξίας την χρονική στιγμή t = 2, θα λάβουμε υψηλότερη απόδοση R 2 με R 2 > R 1 1. Επομένως, θεωρείστε την περίπτωση κατά την οποία προχωράτε σε μια πρόωρη ρευστοποίηση την χρονική στιγμή t = 1 και λαμβάνετε το R 1 έναντι του R 2 που θα λαμβάνατε την χρονική στιγμή t = 2. Η δυνατότητα ρευστοποίησης τη χρονική στιγμή t = 1 μας επιτρέπει να έχουμε μια τάξη μεγέθους της ρευστότητας που χαρακτηρίζει την αξία. Επίπεδο Ρευστότητας Αξίας Θεωρούμε τον λόγο R 1 R 2. Όταν ο λόγος τείνει στην μονάδα, θα έχουμε μια ικανοποιητικά ρευστή αξία. Όταν ο λόγος. τείνει στο 1/R 2, θα έχουμε μια χαμηλής ρευστότητας αξία. 2 Στη συνέχεια θα θεωρήσουμε την ύπαρξη δύο τύπων επενδυτών. Αρχικά, υποθέτουμε ότι οι επενδυτές είναι καταναλωτές και ενώ προγραμματίζουν να καταναλώσουν την απόδοση της αξίας την χρονική στιγμή t = 2, είναι πιθανό να προκύψουν έκτακτες καταναλωτικές ανάγκες την χρονική στιγμή t = 1 και να προχωρήσουν σε πρόωρη ρευστοποίηση της αξίας τους. Επίσης υποθέτουμε ότι η πληροφορία αυτή, δηλαδή αν υπάρξει έκτακτη καταναλωτική ανάγκη κατά την χρονική στιγμή t = 1, δεν είναι διαθέσιμη κατά την απόκτηση της αξίας την χρονική στιγμή t = 0. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι οι πιο Δ. Βολιώτης 2

ρευστές αξίες αποτελούν εξασφάλιση για τον επενδυτή/καταναλωτή καθώς η απώλειες σε όρους ακαθάριστης απόδοσης ελαχιστοποιούνται. Για παράδειγμα, στη περίπτωση της τέλεια ρευστής αξίας, για την οποία ισχύει ότι R 1 = R 2, ο επενδυτής καθίσταται αδιάφορος μεταξύ της πρόωρης ανάληψης και της αναμονής μέχρι την λήξη. Τυποποιούμε τους τύπους επενδυτών/καταναλωτών στους εξής. Ορίζουμε ως τύπο επενδυτή θ = 1 τους επενδυτές/καταναλωτές εκείνους που θα χρειαστεί να ρευστοποιήσουν την αξία τους κατά την χρονική στιγμή t = 1 ώστε να καταναλώσουν το R 1. Αντίστοιχα, ως τύπο επενδυτή θ = 2 ορίζουμε τους επενδυτές εκείνους που θα διατηρήσουν την αξία ως τη λήξη της, την χρονική στιγμή t = 2. Ενώ υποθέτουμε ότι οι επενδυτές/καταναλωτές δεν γνωρίζουν εξαρχής τον τύπο τους, γνωρίζουν ωστόσο την a priori πιθανότητα να είναι ένας εκ των δύο τύπων. Συγκεκριμένα, υποθέτουμε ότι με πιθανότητα p ο επενδυτής είναι τύπος θ = 1 (προφανώς με πιθανότητα 1 p είναι τύπος θ = 2). Σε ένα αντίστοιχο πλαίσιο μπορούμε να ορίσουμε τον επενδυτή/επιχειρηματία. Η διαφοροποίηση με το πλαίσιο του επενδυτή καταναλωτή είναι ότι η ανάγκη πρόωρης ρευστοποίησης δημιουργείται λόγω μιας επενδυτικής ευκαιρίας που μπορεί να ανακύψει κατά την χρονική στιγμή t = 1. Ξανά, υποθέτουμε ότι η αξία αποδίδει R 1 αν ρευστοποιηθεί την χρονική στιγμή t = 1 και R 2 την χρονική στιγμή t = 2. Στη περίπτωση κατά την οποία στην χρονική στιγμή t = 1 ο επενδυτής προχωρήσει σε ρευστοποίηση ώστε να εξασφαλίσει τα κεφάλαια για την επενδυτική ευκαιρία που ανακύπτει, η τελευταία του εξασφαλίζει ακαθάριστη απόδοση R 3 με R 3 > R 2. Η αξία Όπως έχει ήδη αναφερθεί, μια αξία αποδίδεται από την ταμειακή της ροή στον χρόνο. Στο πλαίσιο της ανάλυσής μας η αξία αποδίδει σε δύο χρονικές στιγμές (t = 1, 2), επομένως η ταμειακή ροή εύκολα αποδίδεται ως το διάνυσμα (R 1, R 2 ). Η απόλυτη Δ. Βολιώτης 3

ρευστότητα συμβαίνει όταν R 1 = R 2 ενώ όταν R 1 = 1 (εφόσον η αξία αποτιμάται 1 ευρώ στην χρονική στιγμή t = 0 τότε η αξία αντιστοιχεί στην χαμηλότερη ρευστότητα. Για τους σκοπούς της ανάλυσής μας θεωρούμε μια προθεσμιακή κατάθεση (1, R) η οποία δεν έχει καθαρή απόδοση αν γίνει πρόωρη ανάληψη ενώ έχει θετική καθαρή απόδοση αν διακρατηθεί μέχρι την λήξη της R > 1. Οτιδήποτε αποδίδει τουλάχιστον ένα μέρος της R κατά την πρόωρη ρευστοποίησή του, το καθιστά περισσότερο ρευστό από την προθεσμιακή κατάθεση. Για παράδειγμα θεωρείστε την αξία (R 1, R 2 ) = (1.2, R). Βέβαια, δεν πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση κατά την οποία, η πρόωρη ρευστοποίηση μπορεί να έχει και αρνητική απόδοση, ήτοι R 1 < 1. Για παράδειγμα, η αγοραία τιμή ενός ακινήτου μπορεί να υπολλείπεται της αξίας κτήσης του. Η Τράπεζα ως πάροχος ρευστότητας Ας υποθέσουμε μια τράπεζα η οποία έχει 100 καταθέτες με καταθέσεις 1 ευρώ έκαστος. Συνολικά, επομένως, η τράπεζα έχει 100 ευρώ ρευστά διαθέσιμα (προς το παρόν αγνοούμε την καθαρά θέση της τράπεζας), τα οποία επενδύει σε μια απόλυτα μη ρευστή αξία (1, R). Για τους σκοπούς του παραδείγματος θέτουμε R = 2. Οι όροι κατάθεσης προς τους καταθέτες συνοψίζονται ως η αξία (R 1, R 2 ) = (1.1, 1.6). Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταθέτες μπορεί να χρειαστούν να προχωρήσουν σε εκταμίευση κατά την χρονική στιγμή t = 1, η ιδέα της κατάθεσης φαίνεται πιο ελκυστική καθώς τους ασφαλίζει (μερικώς) από τον ενδεχόμενο να καταλήξουν χωρίς καθαρή απόδοση. Είναι όμως οι αποδόσεις της κατάθεσης βέλτιστες για τους καταθέτες. Είναι πιθανό να μπορεί να επιτευχθεί ένα υψηλότερο επίπεδο ρευστότητας για τους καταθέτες, χωρίς ωστόσο να τίθεται σε κίνδυνο η τράπεζα να πραγματοποιήσει ζημιά. Ποιο είναι επομένως το βέλτιστο επίπεδο ρευστότητας που μπορεί να παρέχει η τράπεζα. Αυτό είναι το ερώτημα που θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να απαντήσουμε. Επιπλέον, υποθέτουμε ότι από τον πληθυσμό των 100 καταθετών, ένα 20% θα αντιμετωπίσει έκτακτες καταναλωτικές ανάγκες κατά την χρονική στιγμή t = 1 και επομένως θα Δ. Βολιώτης 4

χρειαστεί να προχωρήσει σε πρόωρη ανάληψη. Συνεπώς η a priori πιθανότητα πρόωρης ανάληψης ορίζεται στο p = 0.2 και συνεπώς ένας στους πέντε καταθέτες είναι τύπος θ = 1. Η Τράπεζα γνωρίζοντας ότι 20 καταθέτες θα προσέλθουν στο ταμείο της ώστε να εκταμιεύσουν τα χρήματά τους (0.2 R 1 = 0.2 1.1 = 0.22 ανά ευρώ κατάθεσης) θα πρέπει με την σειρά της να προχωρήσει σε πρόωρη ρευστοποίηση ίσου ποσού. Άρα, θα ρευστοποιήσει τα 22 από τα 100 ευρώ και θα διατηρήσει τα υπόλοιπα 78 ευρώ στην μη ρευστή αξία, έως την λήξη της. Κατά την χρονική στιγμή t = 2, η τράπεζα θα εισπράξει από την επένδυσή της 78 R = 78 2 = 156, Από το ποσό αυτό θα πρέπει να πληρώσει τους καταθέτες που διακράτησαν την κατάθεσή τους έως την λήξη της, ήτοι 80 R 2 = 80 1.6 = 128. Άρα, θα προκύψει καθαρό κέρδος 28. Ποιο πρέπει να είναι το R 2 ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή απόδοση στους καταθέτες χωρίς να υπάρξει ζημιά για την τράπεζα; Για τους καταθέτες, ανά ευρώ κατάθεσης, το 1 p θα διατηρηθεί μέχρι και την χρονική στιγμή t = 2 και θα πληρώσει (1 p)r 2. Για την τράπεζα, ανά ευρώ επένδυσης στη μη ρευστή αξία, θα αποσύρει p R 1 στο χρόνο t = 1 και επομένως στην t = 1 θα εισπράξει (1 pr 1 ) R. Για να πραγματοποιήσει η τράπεζα μηδενικά κέρδη θα πρέπει αυτά τα δύο μεγέθη να είναι ίσα. Συνθήκη μηδενικού κέρδους. (1 p)r 2 = (1 pr 1 ) R R 2 = (1 pr 1) R.. 1 p 3 Κάνοντας χρήση του παραδείγματός μς βρίσκουμε ότι το βέλτιστο επίπεδο R 2 όφειλε να είναι R 2 = (1 0.2 1.1) 2 0.8 = 1.95 Δ. Βολιώτης 5

Σχήμα 1: Βέλτιστα συμβόλαια για διαφορετικές τιμές p Μια παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε στο σημείο αυτό είναι ότι καθώς αυξάνεται η ακαθάριστη απόδοση R 1 κατά τo t = 1, το R 2 θα τείνει μειούμενο. Επίσης, καθώς το ποσοστό των καταθετών που θα σπεύσουν να εκταμιεύσουν τα χρήματά τους κατά το t = 1, η ρευστή αξία θα είναι λιγότερο επικερδής και συνεπώς λιγότερο θελκτική στους καταθέτες. Η παραπάνω συνθήκη, εξασφαλίζει ότι η τράπεζα δεν θα οικειοποιηθεί πρόσοδο για τον εαυτό της. Ποια είναι όμως η βέλτιστη ρευστότητα για τον καταθέτη; Το πρόβλημα της βέλτιστης ρευστότητας Το μαθηματικό πρόγραμμα που απαντά στο παραπάνω πρόβλημα είναι το εξής Δ. Βολιώτης 6

Το μαθηματικό πρόγραμμα max V = pu(r 1 ) + (1 p)u(r 2 ) {R 1,R 2 } ώστε. R 2 = (1 pr 1) R 1 p R 1 0 4 Η λύση του παραπάνω προβλήματος λύνεται εύκολα με αντικατάσταση. Από τις αναγκαίες συνθήκες πρώτης τάξης ισχύει V = 0 p U (R 1 ) + (1 p) U (R 2 )[ (1 pr 1) R ] = 0 R 1 1 p p U (R 1 ) = p 1 p R (1 p)u (R 2 ) U (R 1 ) = RU (R 2 ) Αν υποθέσουμε ότι ο επενδυτής αποστρέφεται τον κίνδυνο, δηλαδή αντιπροσωπεύεται από μια συνάρτηση ωφέλειας U(x) = 1 1, τότε η παραπάνω συνθήκη ανάγεται στην R R 1 = 1. R 2 R Η βέλτιστη ρευστότητα για την κατάθεση (R 1, R 2 ) προκύπτει από την λύση του συστήματος R 2 = R 1 R R 2 = (1 pr 1) R 1 p Δ. Βολιώτης 7

Aντικαθιστώντας την πρώτη στην δεύτερη έχουμε R 1 [ R + R 1 R = (1 pr 1) R 1 p = R 1 p p 1 p R R 1 p 1 p R] = R 1 p R R 1 = R(1 p + p R) R 1 = R 1 p + p R Συνεπώς, για R = 2 και p = 0.2 η βέλτιστη ρευστότητα θα ήταν R 1 = 1.30 και R 2 = 1.52. Το πρόβλημα των αρθρόων αναλήψεων (bank runs) Αναφορικά με το πλαίσιο που αναπτύξαμε παραπάνω, η τράπεζα θα μπορούσε να διαχειριστεί με πιο αποτελεσματικό τρόπο τις καταθέσεις της αν γνώριζε εκ των προτέρων τον τύπο των καταθετών. Δηλαδή αν γνώριζε αν ο καταθέτης της είναι τύπος 1 και θα προχωρήσει σε μια πρόωρη ανάληψη της κατάθεσής του, ή τύπος 2 και θα διατηρήσει την κατάθεσή του μέχρι την ωρίμανσή της. Η διάθεση αυτής της πληροφορίας θα του επέτρεπε να σχεδιάσει με βέλτιστο τρόπο τις συμβάσεις των καταθετών, ώστε ο τύπος 1 να δικαιούται απόδοση R 1 κατά την χρονική στιγμή t = 1 και ο τύπος 2 απόδοση R 2, ενώ κανείς καταθέτης δεν θα είχε το κίνητρο να αποκλίνει από τις συμβάσεις αυτές. Ο τύπος 2 δεν θα είχε κίνητρο για πρόωρη ανάληψη καθώς δεν θα προκύψει έκτακτη καταναλωτική ανάγκη κατά την χρονική στιγμή t = 1 ενώ ο εναλλακτικό τύπος δεν θα μπορούσε να αποφύγει την ανάληψη. Βέβαια, γνωρίζουμε ότι ο καταθέτης δεν γνωρίζει εκ προοιμίου τον τύπο του, αλλά ακόμη και αν τον γνώριζε, αυτή η πληροφορία θα μπορούσε να είναι μόνο ιδιωτική, και σε κάθε περίπτωση όχι δημόσια επιβεβαιώσιμη. Δ. Βολιώτης 8

Επομένως η τράπεζα δεν δύναται να προγραμματίσει τις ταμειακές ροές της. Ας υποθέσουμε προς στιγμή ότι η τράπεζα έχει μια ικανοποιητικά ακριβή εκτίμηση για το ποσοστό των καταθετών που αντιστοιχούν σε κάθε τύπο. Είναι επαρκής αυτή η πληροφορία ώστε να προχωρήσει η τράπεζα σε ένα επαρκή προγραμματισμό των ταμειακών ροών της; Η απάντηση και πάλι είναι αρνητική. Εφόσον δεν υπάρχει η σχετική δέσμευση στην σύμβαση των καταθετών, κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι ένα μέρος των καταθετών τύπου 2, δεν θα σπεύσει να προχωρήσει σε πρόωρη ανάληψη Γιατί όμως ένας καταθέτης τύπου 2 επιθυμεί να προχωρήσει σε πρόωρη ανάληψη; Αν ο καταθέτης έχει την ισχυρή πεποίθηση ότι το ίδιο θα πράξει ένας ικανός αριθμός καταθετών τύπου 2 τότε έχει σοβαρό λόγο. Αν συμβεί αυτό το ενδεχόμενο είναι πολύ πιθανό να μην αρκούν οι διαθέσιμοι πόροι που θα εξασφαλίσουν την απόδοση του R 2 από την τράπεζα. Επομένως είναι βέλτιστο να λάβει την χρονική στιγμή t = 1 το R 1 με την προοπτική να το επαναεπενδύσει και να εξασφαλίσει μια καλύτερη συνολικά απόδοση. Γενικότερα, ένα τέτοιο περιστατικό θα μπορούσε να προκύψει ως μια αυτο-εκπληρούμενη προφητεία. Ακόμη περισσότερο, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι καταθέτες τύπου 2 θα έχουν διαμορφωμένες πεποιθήσεις για τον ποσοστό των καταθετών στο συνολό τους οι οποίοι θα προχωρήσουν σε ανάληψη την χρονική στιγμή 1. Τα διαφορετικά συστήματα πεποιθήσεων μπορούν να οδηγήσουν την ισορροπία σε πολλαπλές ισορροπίες. Μεταξύ αυτών, υπάρχει μια καλή ισορροπία, στην οποία κατά την χρονική στιγμή t = 1 προχωρούν σε ανάληψη μόνο οι καταθέτες τύπου 1. Στην ισορροπία αυτή δεν διακυβεύεται η απόδοση R 2. Υπάρχουν όμως πολλές ισορροπίες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε αρθρόες αναλήψεις. Παράδειγμα Για να καταδείξουμε με επάρκεια το πρόβλημα των αρθρόων αναλήψεων, υποθέτουμε ότι Δ. Βολιώτης 9

οι καταθέτες διατηρούν πεποιθήσεις για τον ποσοστό των αναλήψεων κατά την χρονική στιγμή t = 1. Οι πεποιθήσεις αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την ισορροπία που τελικά θα προκύψει στην οικονομία. Έστω ότι ένας τυχαίος καταθέτης τύπου 2 διατηρεί την πεποίθηση ότι τελικά το ποσοστό των πρόωρων αναλήψεων θα είναι q. Προφανώς q p καθώς p αντιστοιχεί στο ποσοστό των καταθετών τύπου 1. Αν, για παράδειγμα, το q > p αυτό μεταφράζεται στην πεποίθηση του καταθέτη ότι και ένα ορισμένο ποσοστό των καταθετών τύπου 2 θα προχωρήσουν σε ανάληψη κατά την χρονική στιγμή t = 1, ως μη όφειλαν. Το υπολειπόμενο ποσοστό καταθετών (1 q) πιστεύεται ότι είναι υπομονετικό και θα περιμένει μέχρι την ωρίμανση της κατάθεσής του στην χρονική στιγμή t = 2, και θα λάβει, R 2 (q) = [1 qr 1]R. 1 q Πότε όμως ένας καταθέτης θα προστρέξει να μια πρόωρη ανάληψη στο t = 1; Αυτό συμβαίνει μόνο αν πιστεύει ότι στο t = 2 θα προκύψει μικρότερη ακαθάριστη απόδοση από αυτή που εξασφαλίζει στο t = 1. Δηλαδή όταν R 2 (q) < R 1. Έτσι, για παράδειγμα αν q = 0.2, ήτοι ο καταθέτης πιστεύει ότι μόλις ένας από τους πέντε καταθέτες θα προχωρήσει σε ανάληψη στο t = 1 και η κατάθεση δίνεται από τους όρους (R 1, R 2 ) = (1.3, 1.52) (η αντίστοιχη μη ρευστή αξία (1, R) = (1, 2)), τότε εξασφαλίζεται ότι η τράπεζα μπορεί να διαθέσει έως και το ποσό των, R 2 (0.2) = [1 0.2 1.3]2 0.8 = 1.85. Συνεπώς είναι εξασφαλισμένο ότι θα μπορέσει να αποπληρώσει σε κάθε καταθέτη το ποσό των 1.52 το οποίο του έχει υποσχεθεί. Όμως, αν ο καταθέτης πιστεύει ότι οι μισοί από τους καταθέτες θα προχωρήσουν σε ανάληψη στο t = 1 τότε η τράπεζα δεν είναι σε θέση να τηρήσει την υπόσχεσή της και να αποπληρώσει σε κάθε καταθέτη το 1.52 που του υπόσχεται. Πράγματι, για q = 0.5, R 2 (0.5) = Δ. Βολιώτης 10 [1 0.5 1.3]2 0.5 = 1.4.

Προφανώς, το 1.4 που μπορεί η τράπεζα να εξασφαλίσει στου καταθέτες υπολείπεται του 1.52 που αρχικά του είχε υποσχεθεί μέσω της καταθετικής σύμβασης. Ποιο είναι όμως το νεκρό σημείο για την τιμή του q, την οποία αν υπερβεί θα οδηγήσει τον καταθέτη σε πρόωρη εκταμίευση της κατάθεσής του; Κάτι τέτοιο συμβαίνει όταν R 2 (q) = [1 q 1.3]2 1 q = R 1 = 1.3. Για q 0.538 ο καταθέτης καθίσταται αδιάφορος μεταξύ της ανάληψης την χρονική στιγμή t = 1 και την χρονική στιγμή t = 2. Για πεποιθήσεις που περιγράφονται από τιμές του q < 0.538 οι καταθέτες τύπου 2 θα επιδείξουν υπομονή και δεν θα επιδιώξουν μια πρόωρη ανάληψη. Στη περίπτωση αυτή θα έχουμε μια καλή ισορροπία στην οποία δεν θα εμφανίζεται το φαινόμενο των αρθρόων αναλήψεων. Αν πάλι το q για όλους του καταθέτες τύπου 2 υπερβαίνει το υπερβαίνει την κριτική τιμή τότε οδηγούμαστε στην κακή ισορροπία στην οποία οι αρθρόες αναλήψεις συμβαίνουν. Στην περίπτωση μιας κακής ισορροπίας, θα πρέπει να εφοδιαστούν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές της πολιτείας με εργαλεία που θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά των αρθρόων αναλήψεων. Οι αρθρόες αναλήψεις μπορεί να οδηγήσουν σε διαλυτικά φαινόμενα στην πραγματική οικονομία, καθώς οι τράπεζες θα επιδιώξουν να καλύψουν την ζήτηση ρευστότητας από τους καταθέτες με ρευστοποίηση επενδύσεων στην παραγωγική μη ρευστή αξία (πχ, σε ρευστοποίηση επιχειρηματικών χορηγήσεων). Κάτι τέτοιο θα αποδομούσε το χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων και θα μείωνε την χρηματοδότηση παραγωγικών επενδυτικών σχεδίων. Στο διάγραμμα, παρατηρούμε ότι όσο οι πιθανοτικές πεποιθήσεις των καταθετών τύπου 2 για το ποσοστό αναλήψεων δεν ξεπερνά το 54% περίπου, η απόδοση από την αναμονή της ωρίμανσης της κατάθεσης θα ξεπερνά αυτήν πρόωρης εκταμίευσης και, επομένως, δεν θα έχει κίνητρο να προχωρήσει σε ανάληψη την χρονική στιγμή t = 1. Τρόποι Δ. Βολιώτης 11

Σχήμα 2: Tο νεκρό σημείο τιμής των πεποιθήσεων αντιμετώπισης Οι γνωστοί τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος των αρθρόων αναλήψεων είναι παρεμβατικοί από τις θεσμικές αρχές, πχ. την πολιτεία. Ένας συνήθης τρόπος είναι ο περιορισμός αναλήψεων έως ενός ποσού. Ο περιορισμός αναλήψεων επιτρέπει την ανάληψη έως ενός ποσού ώστε να αποτρέψει τις μαζικές αναλήψεις, γεγονός που θα έπρεπε να οδηγήσει την τράπεζα σε αναζήτηση ρευστότητας, και δυνητικά θα οδηγούσε σε ρευστοποίηση χορηγήσεων. Για παράδειγμα, η εποπτική αρχή του τραπεζικού συστήματος μπορεί να θέσει ως άνω φράγμα του ποσοστού αναλήψεων να είναι πχ, q = 0.3 > q, το οποίο εξασφαλίζει την επάρκεια ρευστότητας των τραπεζών. Μόλις, καλυφθεί το ποσοστό q, οι τράπεζες θα μπορούν να αρνηθούν περαιτέρω αναλήψεις. Ένας δεύτερος τρόπος, ο οποίος μπορεί να λειτουργεί συνδυυαστικά με τον παραπάνω είναι η emphεγγύηση καταθέσεων από την πολιτεία. Στην Ελλάδα, υπάρχει το λεγόμενο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ). Η πολιτεία μπορεί να εξασφαλίσει πόρους που θα καλύψει τις καταθέσεις την χρονική στιγμή t = 2, χωρίς να έχει πάντα Δ. Βολιώτης 12

τα απαραίτητα αποθεματικά, καθώς διαθέτει τους φορολογικούς μηχανισμούς, δηλαδή μπορεί να τους προσεταιριστεί χωρίς να υφίσταται κάποια σύμβαση. Τέλος είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι το φαινόμενο των αρθρόων αναλήψεων προκαλείται από την διασπορά ειδήσεων και πληροφορίας που μπορεί να προκαλέσουν πανικό στους καταθέτες από τον φόβο της έλλειψης ρευστότητας στις τράπεζες. Είναι σημαντικό η πληροφορία προερχόμενη από τα ΜΜΕ να φιλτράρεται ως προς την αλήθεια και την ακρίβειά της, καθώς μπορεί σκοπίμως να προκληθεί ζημιά στην οικονομία. Περισσότερες από μια πηγές πληροφόρησης, ανεξάρτητες μεταξύ τους θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά στην εμφάνιση του φαινομένου. Συμπληρωματικά, υπάρχει σχετικός κανονισμός της ΕΕ αλλά και ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας, που προβλέπουν ποινή φυλάκισης για την διασπορα ψευδών ειδήσεων, καθώς αποτελεί έγκλημα κατά της δημόσιας τάξης. Δ. Βολιώτης 13