ΑΓΟΡΑ ΟΜΟΛΟΓΙΩΝ Ομόλογα και Ομολογίες Υπόσχονται στον κάτοχό τους συγκεκριμένες χρηματικές εισροές σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και αποτελούν εναλλακτική μορφή μακροχρόνιων δανειακών κεφαλαίων. ΟΜΟΛΟΓΑ είναι αξιόγραφα σταθερού εισοδήματος με γνωστό επιτόκιο, που εκδίδονται από το δημόσιο ή από εξαρτώμενους από αυτό οργανισμούς και επιχειρήσεις και έχουν διάρκεια 1-5 έτη, συνήθως. Οι τίτλοι αυτοί είναι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο και ο τόκος που υπόσχονται υπόκειται σε φορολόγηση με μειωμένο συντελεστή. ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ, όπως και τα ομόλογα είναι κινητές αξίες σταθερού εισοδήματος και γνωστού επιτοκίου, το οποίο πληρωνεται σε κάθε περίοδο (τοκομερίδιο), συνήθως κάθε 6 μήνες. Η διαφορά τους από τα ομόλογα είναι ότι, οι ομολογίες αποτελουν προϊόν έκδοσης ομολογιακού δανείου. Ομολογιακά δάνεια εκδίδει το δημόσιο, οι ΔΕΚΟ (π.χ. η ΔΕΗ), αλλά και μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις π.χ. ο ΤΙΤΑΝ). ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΕΣ ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ. Τα συνήθη ομολογιακά δάνεια παρέχουν στους ομολογιούχους το δικαίωμα είσπραξης τόκου και επιστροφής της ονομαστικής αξίας των ομολογιών. Τελευταία, όμως, υπάρχουν και ομολογιαά δάνεια με επιπρόσθετα χαρακτηριστικά χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων (optios), Callable bods, που δίνουν το δικαίωμα στον εκδότη τους να τις εισπράξει πριν τη λήξη τους Warrats ή τίτλοι επιλογής, που μπορεί να αποκολληθούν από τις ομολογίες και δίνουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα απόκτησης αριθμού μετοχών ή άλλων τ τιλων σε καθορισμένη τιμή μέχρι και τη λήξη τους Covertible bods ή μετατρέψιμες ομολογίες, όπου ο κάτοχός τους έχει το δικαίωμα να τις μετατρέψει σε προϋπάρχουσες μετοχές του εκδότη μετά κάποιο προσδιορισμένο χρονικό διάστημα. Ανταλλάξιμες ομολογίες, που δίνουντο δικαίωμα στον κάτοχό τους να ζητήσει την εξόφληση της ομολογίας συνλικά ή μερικά με μεταβίβαση σε αυτόν άλλων ομολογιών ή μετοχών ή άλλων χρηματοδοτικών εργαείων του ίδιου εκδότη ή άλλων εκδοτών. 1
Τιμολόγηση ομολογιών Η τιμή της ομολογίας είναι η παρούσα αξία των αναμενόμενων χρηματικών ροών και της ονομαστικής του αξίας. όπου Ρ είναι η τιμή της ομολογίας σε, C είναι το τοκομερίδιο (coupo), C P t t 1 (1 r) M (1 r) είναι ο αριθμός των χρονικών περιόδων επί 2, στην περίπτωση της καταβολής τοκομεριδίου ανά 6-μηνο ή ο αριθμός των ετών έως τη λήξη της ομολογίας r είναι το περιοδικό επιτόκιο που καταβάλλεται στον κάτοχο της ομολογίας Μ είναι η ονομαστική αξία της ομολογίας. [1] Εάν πρόκειται για ομολογίες με μηδενικό τοκομερίδιο (zero coupo bod), τότε θα είναι M P [2] ( 1 r) Παράδειγμα. Ποιά είναι η τιμή μιας 20-ετούς ομολογίας με 10% τοκομερίδιο και par value (ονομαστικής αξίας) 1000 και προσδοκώμενη απόδοση (ή yield to maturity, YTM) 11%. 1. Η συγκεκριμένη ομολογία, λοιπόν, πληρώνει 40 6-μηνιαία τοκομερίδια των 50 έκαστο [(1000*10%)/2=50 ]. 2. Ο κάτοχός της θα λάβει με τη λήξη της (μετά 40 6-μηνα, δηλαδή) 1000. 3. Το επιτόκιο προεξόφλησης είναι 11/2=0.055. 40 C M 50 P 1 (1 ) (1 ) t t r t r t 1 11 1 2 1000 40 11 1 2 802.31 117.46 919.77 2
Εάν υποθέσουμε ότι, η απαιτούμενη απόδοση, από την αγορά, στη λήξη της ομολογίας είναι 6.8% αντί 11% που υποθέσαμε πριν, τότε η νέα τιμή της ομολογίας διαμορφώνεται σε 1,347.04 (γιατί;). Εά, τώρα υποθέσουμε ότι, η απαιτούμενη απόδοση, από την αγορά, στη λήξη της ομολογίας είναι 10%, αντί 11% που υποθέσαμε πριν, τότε η νέα τιμή της ομολογίας διαμορφώνεται σε 1,000 (γιατί;). Παράδειγμα. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται οι υπολογισμοί για την έυρεση της τιμής ομολογίας με χαρακτηριστικά: 10-ετής ομολογία με απαιτούμενη απόδοση ετησίως (ι) 11%, (ιι) 6.8% και (ιιι) 10%, τοκομερίδιο 10% και ονομαστική αξία 1000. T PV(C=11%) PV(M) PV(C=6.8%) PV(M) PV(C=10%) PV(M) 1 47.39 48.36 47.62 2 44.92 46.77 45.35 3 42.58 45.23 43.19 4 40.36 43.74 41.14 5 38.26 42.30 39.18 6 36.26 40.91 37.31 7 34.37 39.57 35.53 8 32.58 38.27 33.84 9 30.88 37.01 32.23 10 29.27 35.79 30.70 11 27.75 34.61 29.23 12 26.30 33.48 27.84 13 24.93 32.37 26.52 14 23.63 31.31 25.25 15 22.40 30.28 24.05 16 21.23 29.28 22.91 17 20.12 28.32 21.81 18 19.07 27.39 20.78 19 18.08 26.49 19.79 20 17.14 342.73 25.62 512.38 18.84 376.89 SUM 597.52 342.73 717.09 512.38 623.11 376.89 BodPrice 940.25 1059.82 1000.00 Παρατηρούμε ότι: (1) όσο μειώνεται η απαιτούμενη απόδοση τόσο μεγαλώνει η τιμή της ομολογίας και (2) όταν η απιτούμενη απόδοση ισούται με το τοκομερίδιο τότε η τιμή της ομολογίας ισούται με την ονομαστική της αξία. 3
Σχέση τιμής-απόδοσης ομολογίας Μια θεμελιώδης ιδιότητα των ομολογιών είναι ότι, η τιμή τους μεταβάλεται αντίστροφα με τη μεταβολή της απόδοσης στη λήξη (γιατί;). Required Yield Bod Price 0.02 1,985.09 0.04 1,547.12 0.06 1,231.19 0.08 1,000.00 0.10 828.36 0.12 699.05 0.14 600.07 0.16 522.98 (1). Όταν η απαιτούμενη απόδοση είναι χαμηλότερη του τοκομεριδίου, τότε η ομολογία είναι σε premium ως προς την ονομαστική της αξία. (2). Όταν η απαιτούμενη απόδοση είναι υψηλότερη του τοκομεριδίου, τότε η ομολογία είναι σε discout ως προς την ονομαστική της αξία. (3). Η σχέση απαιτούμενης απόδοσης τιμής δεν είαι γραμμική, αλλά κυρτή (covex). Όσο η απαιτούμενη απόδοση πέφτει η τιμή ανεβαίνει και, αντίστροφα. 4
Απόδοση στη λήξη (ΥΤΜ) Η απόδοση στη λήξη υπολογίζεται όπως ο εσωτερικός βαθμός της επένδυσης. Κάτω από δυο προϋποθέσεις: (α) Ο κάτοχος της ομολογίας την κρατά μέχρι τη λήξη της (β) Κάθε τοκομερίδιο επανεπενδύεται έως τη λήξη με την ίδια απόδοση όσο η ΥΤΜ. Διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων Γίνεται φανερό από το διάγραμμα 2 του 1 ου μαθήματος ότι, το ύψος του επιτοκίου δεν παραμένει σταθερό στο χρόνο. Ακόμα, παρατηρούμε ότι, τα βραχυχρόνια επιτόκια είναι άλλοτε χαμηλότερα από τα μακροχρόνια επιτόκια (όπως στην περίοδο του 1990) και άλλοτε υψηλότερα από τα μακροχρόνια επιτόκια (όπως στην περίοδο του 1980-1981). Η σχέση μεταξύ των μακροχρόνιων και βραχυχρόνιων επιτοκίων (γενικά, το επίπεδο του επιτοκίου στις διάφορες ληκτότητες) είναι γνωστή σαν δομή λήξεων επιτοκίων (term structure of iterest rates). Το σύνολο των δεδομένων των επιτοκίων των ομολογιών σε διαφορετικές ληκτότητες ονομάζεται καμπύλη απόδοσης (yield curve). Συνήθως, αξιόγραφα με μακρινή ληκτότητα έχουν υψηλότερη απόδοση (δηλαδή, τα βραχυχρόνια επιτόκια είναι χαμηλότερα από τα μακροχρόνια επιτόκια) και η καμπύλη είναι ανοδικής κλίσης (upward slopig ή ormal yield curve). Αυτό, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, τα βραχυχρόνια αξιόγραφα είναι λιγότερο επικίνδυνα από ότι τα μακροχρόνιας λήξης αξιόγραφα. Εάν, ωστόσο, αξιόγραφα βραχυχρόνιας ληκτότητας έχουν υψηλότερη απόδοση από τα μακροχρόνια, τότε θα λέμε ότι η καμπύλη αποδόσεων είναι αντεστραμένη καμπύλη απόδοσης (reverted). Yield Curve A graphic lie chart that shows omial iterest rates at a specific poit for all securities havig equal risk, but differet maturity dates. For bods, it typically compares the 2 or 5 year treasury with the 30 year. 5
Η Κεντρική Τράπεζα που ασκεί τη νομισματική πολιτική ενδιαφέρεται μόνο για ένα πολύ βραχυχρόνιο επιτόκιο, με το οποίο οι τράπεζες δανείζονται μεταξύ τους. Ωστόσο, η Κεντρική Τράπεζα ενδιαφέρεται για τη συμπεριφορά των επιτοκίων όλων των ληκτοτήτων. Ειδικότερα, ενδιαφέρεται για την κατανόηση των μεταβολών των βραχυχρονίων επιτοκίων και, πώς αυτές επηρεάζουν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια, αφού τα τελευταία προσδιορίζουν το κόστος δανεισμού των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και, τελικά, τη συνολική ζήτηση της οικονομίας. Γενικά, οι εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι, το 99% της κίνησης των επιτοκίων ομολογιών διαφόρων ληκτοτήτων ερμηνεύεται από τρεις παράγοντες: το επίπεδο, την κλίση και την καμπυλότητα της καμπύλης αποδόσεων. 1. Στην παρακάτω διεύθυνση θα βρείτε μια ενδιαφέρουσα και σύντομη συζήτηση της κίνησης της καμπύλης αποδόσεων των επιτοκίων ομολογιών σε σχέση με τη φάση των οικονομικών κύκλων, καθώς και ιστορικά διαγράμματα http://fixedicome.fidelity.com/fi/fihistoricalyield Κίνδυνος και Δομή Λήξεων Επιτοκίων Ο παρακάτω πίνακας θα χρησιμοποιηθεία για να κατανοήσουμε γιατί υπάρχουν διαφορετικά ονομαστικά επιτόκια (omial iterest rates) 6
Ληκτότητα Βραχυχρόνια ( 1 έτος) Μεσοπρόθεσμα (1-10 έτη) Μακροχρόνια ( 10 έτη) Μηδενικού κινδύνου Χαμηλού κινδύνου Μέσου κινδύνου Υψηλού κινδύνου έντοκα (ΑΑΑ-ΑΑ) (Α-ΒΒ) (Β-CC) γραμμάτια 1.80% 3.36% 3.95% 5.00% 4.24% (π.χ. T-Bill, στην Ελλάδα, ΕΓΕΔ) 4.46% 5.12% 8.00% 5.54% 6.21% 6.89% 10.00% (π.χ. T-bod, μακροχρόνια κρατική ομολογία) Λαμβάνοντας υπόψη τον πιστωτικό κίνδυνο (credit risk), οι διαφορές των ονομαστικών επιτοκίων, σε κάθε χρονικό σημείο, μπορούν να ερμηνευτούν από την παρακάτω εξίσωση: imarket = {r* + E[ t]]} + + (1) Οι δυο συνιστώσες στην παρένθεση είναι γνωστές σαν η αναμενόμενη απόδοση, r *, (required rate of retur) και αναμενόμενος πληθωρισμός (expected iflatio) και, αποτελούν τον πυρήνα κάθε επιτοκίου σε κάθε χρονική στιγμή. Η τρίτη συνιστώσα, ρ, είναι γνωστή σαν ασφάλιστρο κινδύνου (risk premium), η οποία δημιουργείται από τις πιστωτικές αγορές για διάφορες κατηγορίες κινδύνου και μπορεί να πάρει χαμηλή ή υψηλή τιμή ανάλογα με την αποστροφή στον κίνδυνο των δανειστών (leders). Η τελευταία συνιστώσα, λ, είναι γνωστή σαν ασφάλιστρο ρευστότητας (liquidity premium) και δηλώνει το ύψος της ανταμειβής που απαιτεί ο δανειστής προκειμένου να δανείσει μακροχρόνια τα κεφάλαιά του. Για παράδειγμα, στον παραπάνω πίνακα, η διαφορά μεταξύ 4.24% και 6.21% (=1.97%) σημαίνει ότι οι δανειστές απαιτούν μια επιπλέον απόδοση στα κεφάλαιά τους κατά 19.70 για κάθε 1,000 που δανείζουν για δάνεια 30 ετών σχετικά με το κόστος δανείων 5-10 ετών της Κεντρικής Τράπεζας. Η μελλοντική αβεβαιότητα για τον πληθωρισμό και τις πολιτικές αποφάσεις οδηγούν σε διεύρυνση της απόκλισης μεταξύ μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων. 7
Το (πιστωτικό) ασφάλιστρο κινδύνου Κάθε στήλη παρουσιάζει ένα διαφορετικό επίπεδο κινδύνου, που αντιστοιχεί σε κάποια κατηγοριοποίης δανειζομένων (borrowers). Ο κίνδυνος αυτός ονομάζεται και πιστωτικός κίνδυνος, όπου διαφορετικές κατηγορίες δανειζομένων έχουν διαφορετική πιθανότητα αδυναμίας ικανοποίησης των δανείων τους. Αυτή η κατηγοριοποίηση κινδύνων δίνεται, συνήθως, από εταιρίες όπως η Moody s, η Stadard ad Poors κ.ά. Η κατηγορία «Μηδενικού Κινδύνου» αντιστοιχεί σε κυβερνητικές ομολογίες, όπου ο δανειζόμενος είναι η κεντρική κυβέρνηση και η πιθανότητα αθέτησης της υποχρέωσής της είναι μηδενική. The Low Risk category correspods to a S&P classificatio of AAA-AA or ivestmet grade ledig. Borrowers i this category have a strog history of debt repaymet ad a solid stream or reveues to service ay future debt. Leders i this category are very risk averse seekig to protect their asset base (the pricipal) by avoidig those borrowers who might default o their debt repaymet. The classificatio of A-BB represets somewhat speculative grade ledig or Medium Risk. Borrowers i this category ofte have a good credit history, however, there is some ucertaity about future reveues to service additioal debt. Leders ivolved i this type of debt are willig to speculate that all iterest paymets ad pricipal repaymet will take place i retur for a slightly higher retur o their ivestmet. Fially the High Risk category carries a S&P ratig of B-CCC also kow as "juk" or highly speculative ledig. Leders i this category are willig to put their assets at risk i retur for a high retur as measured by usually double-digit yields for a limited period of time. There is a strog probability of default o debt i this category. Το ασάλιστρο ρευστότητας και η δομή λήξεων επιτοκίων Στον παραπάνω πίνακα κάθε γραμμή αντιστοιχεί σε διαφορετική χρονική περίοδο δανεισμού. Συνεπώς, κάθε χρονική περίοδος αντιστοιχεί και σε διαφορετικό βαθμό αβεβαιότητας για το μέλλον. Στη διεθνή βιβλιογραφία σημειώνονται τρεις θεωρίες αναφορικά με την περιγραφή της δομής λήξεων επιτοκίων και του προσδιορισμού του ασφαλίστρου ρευστότητας: (1) Η Υπόθεση της τμηματοποίησης των αγορών (Segmeted Markets) (2) Η Υπόθεση των προσδοκιών (Εxpectatios Hypothesis) (3) Η Υπόθεση της προτίμησης (Preferred Habitat). Οι δυο πρώτες υποθέσεις αντιπροσωπεύουν τις ακραίες θέσεις αναφορικά με τη δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων περιουσιακών στοιχείων, ενώ η Τρίτη υπόθεση βρίσκεται κάπου στο μέσον μεταξύ των δυο προηγούμενων. 8
Segmeted Μarkets Στη μια άκρη υπάρχει η άποψη ότι τα βραχυχρόνια και τα μακροχρόνια περιουσιακά στοιχεία είναι ατελώς υποκατάστατα. Σύμφωνα με αυτήν οι δανειζόμενοι και οι δανειστές (sellers ad buyers) στις βραχυχρόνιες αγορές αντιδρούν τελείως διαφορετικά από εκείνους που συναλλάσσονται στις μακροχρόνιες αγορές. Τόσο στη βραχυχρόνια αγορά (π.χ. κάποιος που χρειάζεται χρηματοδότηση για την κατασκευή αποθηκών το μήνα Σεπτέμβριο προκειμένου να προλάβει τη ζήτηση για αποθήκευση προϊόντων τα Χριστούγεννα) όσο και στη μακροχρόνια αγορά (π.χ. κάποιος που θέλει να δανειστεί κεφάλαια για αγορά κατοικίας) οι συνθήκες στην προσφορά και τη ζήτηση καθορίζουν την κλίση της καμπύλης αποδόσεων. Με άλλα λόγια, η κλίση της καμπύλης αποδόσεων μπορεί να είναι ανοδική, καθοδική ή σταθερή. Ανοδική, θα είναι όταν παρατηρηθεί μεγάλη προσφορά κεφαλαίων σχετικά με τη ζήτηση στη βραχυχρόνια αγορά, αλλά, ταυτόχρονα, έλλειψη κεφαλαίων στη μακροχρόνια αγορά. Αντίστοιχα, θα είναι καθοδικής κλίσης, όταν παρατηρηθεί ισχυρή ζήτηση δανειακών κεφαλαίων στη βραχυχρόνια αγορά συγκριτικά με τη ζήτηση στη μακροχρόνια αγορά, ενώ η σταθερή κλίση παρατηρείται όταν η προσφορά και η ζήτηση κεφαλαίων είναι ισορροπημένη στις δυο αυτές αγορές. The Expectatios Hypothesis (F.A.Lutz ad V.C.Lutz, 1951) Αντίθετα με την προηγούμενη υπόθεση, η θεωρία των προσδοκιών βρίσκεται στο άλλο άκρο, θέτοντας ότι, τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα εργαλεία χρέους είναι τέλεια υποκατάστατα μεταξύ τους. Σύμφωνα με αυτήν, η κλίση της καμπύλης αποδόσεων εξαρτάται από τις πληθωριστικές προσδοκίες των οικονομούντων ατόμων. Μια σημαντική θεώρηση εδώ είναι ότι, οι δανειστές είναι περισσότερο εύκαμπτοι αναφορικά με το μήκος της χρονικής περιόδου των δανειζομένων κεφαλαίων έναντι των δανειζομένων. Οι δανειζόμενοι χρησιμοποιούν τη μακροχρόνια αγορά λόγω της φύσης των επενδυτικών τους σχεδίων, η οποία είναι μακροχρόνια (π.χ. αγορά κατοικίας). Αντίθετα, λοιπόν, από τους δανειζόμενους, οι δανειστές έχουν το δικαίωμα επιλογής, για παράδειγμα, είτε να δανείσουν τα κεφάλαιά τους σε δάνειο 30 ετών είτε να 9
δανείσουν το κεφάλαιό τους σε 5 δάνεις των 6 ετών. Στην πρώτη περίπτωση ο δανειστής κλειδώνει το κεφάλαιό του με ένα μακροχρόνιο επιτόκιο και, εκτίθεται στον κίνδυνο της αβεβαιότητας των μελλοντικών ενδεχομένων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να προσαρμόζεται στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες. Για παράδειγμα, έστω ότι ο δανειστής επιλέγει να δανείσει κεφάλαιο ύψους Ρ για 2 έτη. Έχει δηλαδή την επιλογή να δανείσει το κεφάλαιο αυτό σε ένα δανειζόμενο για δυο έτη, ' 2 r t ', ή να δανείσει το κεφάλαιό του για ένα έτος με το υφιστάμενο βραχυχρόνιο επιτόκιο, ' 1 r t ' και, να επανεπενδύσει στο αναμενόμενο (expected) βραχυχρόνιο επιτόκιο του επόμενου έτους, 'E[ 1 r t+1 ]'. Ο συμβολισμός ' k r t δηλώνει τη χρονική περίοδο του δανείου 'k' τη χρονική στιγμή 't', ενώ ο τελεστής Ε σημαίνει «αναμενόμενη αξία». Έτσι, για τον δανειστή θα είναι: P(1 + 2rt) 2 = P(1 + 1rt)(1 + E[1rt+1]) ή 1 + 2(2rt) = 1 + 1rt + E[1rt+1] ή 2rt = {1rt + E[1rt+1]}/2 Η τελευταία έκφραση θέτει ότι το τρέχον επιτόκιο 2-ετών είναι ίσο με το ημιάθροισμα του τρέχοντος επιτοκίου 1-ετους και του αναμενόμενου επιτοκίου 1-έτους της επόμενης περιόδου. Εάν το επιτόκιο 2-ετών είναι μεγαλύτερου αυτού του ημιαθροίσματος, τότε ο δανειστής θα δανείσει το κεφάλαιό του μακροχρόνια επιδιώκοντας υψηλότερη απόδοση. Αφού, λοιπόν, θα εκδηλωθεί ζήτηση για αυτό το μακροχρόνιο προϊόν, η τιμή του θα οδηγηθεί υψηλότερα και το επιτόκιο 2-ετών (απόδοση 2-ετών) σε χαμηλότερη τιμή, μέχρις ότου η δεξιά έκφραση της παραπάνω σχέσης εξισωθεί με την αριστερή έκφραση. Το ασφάλιστρο ρευστότητας θα επηρεαστεί άμεσα από την προσδοκία των μελλοντικών βραχυχρόνιων επιτοκίων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία των προσδοκιών ο μόνος λόγος για ανοδική καμπύλη αποδόσεων είναι ότι, οι επενδυτές προσδοκούν το μελλοντικό τρέχον επιτόκιο της αγοράς να είναι υψηλότερο από το σημερινό. Αντίστροφα, ο μόνος λόγος για να είναι η κλίση καθοδική είναι ότι, οι επενδυτές προσδοκούν το τρέχον επιτόκιο να είναι χαμηλότερο από το σημερινό. 10
Παράδειγμα: Σκεφτόμαστε να τοποθετήσουμε το κεφάλαιο των 1,000 για 2 έτη. Οι επιλογές μας είναι: (1) να αγοράσουμε μια ομολογία 1-έτους τον πρώτο χρόνο με επιτόκιο r 1, να πάρουμε τα χρήματά μας (κεφάλαιο + τόκους) στο τέλος του έτους και να ψάξουμε για μια άλλη ομολογία 1-έτους, με επιτόκιο που δεν γνωρίσουμε από σήμερα. Έστω, λοιπόν ότι, το επιτόκιο αυτό προεξοφλούμε (περιμένουμε) ότι θα είναι ίσο με 1 r 2. Το τελικό όφελος της στρατηγικής αυτής (Σ1) θα είναι ίσο με: 1000(1+ r 1 )(1+ 1 r 2 ). Για παράδειγμα, έστω ότι το τρέχον επιτόκιο της ομολογίας 1-έτους r 1 = 10%. Έστω, ακόμα ότι, προεξοφλούμε το επιτόκιο μιας ομολογίας 1-έτους για την επόμενη χρονιά Ε( 1 r 2 ) = 11%. Τότε θα είναι: 1000(1 r 1)[1 E( 1r2 )] 1000(1.10)(1.11) 1,221 (2) να επενδύσουμε σε μια ομολογία 2-ετών με επιτόκιο r 2. Έστω ότι αυτό το επιτόκιο ισούται με 10.5%. Τότε θα είναι: 1000(1 r ) 2 1000(1.105) 2 2 1,221 Ο παρακάτω πίνακας εκφράζει αναλυτικά τις στρατηγικές αυτές. Στρατηγική ΤΩΡΑ 1 ο Έτος 2 ο (τελικό) Έτος Σ1: Επένδυση σε 2 ετήσιες ομολογίες 1,000 Επένδυση στην 1 η ομολογία με απόδοση r 1 1,000(1+ r 1 ) Επένδυση στην 2 η ομολογία με απόδοση 1 r 2 1000(1+ r 1 )(1+ 1 r 2 ) Σ2: Επένδυση σε 1,000 1000(1+r 2 ) 2 1 ομολογία 2 ετών Ισοδύναμη της Σ2 1,000 Επένδυση 1- έτους με Επένδυση για 2 ο έτος με 1000(1+ r 1 )(1+ f 2 ) επιτόκιο r 1 1 προθεσμιακό επιτόκιο f 2 Η στρατηγική Σ2 μπορεί να ερμηνευτεί ως εξής: επενδύουμε στην ομολογία 1- έτους με τρέχον (spot) επιτόκιο r 2 και για το δεύτερο έτος σε προθεσμιακό επιτόκιο (forward rate) f 2. Το προθεσμιακό επιτόκιο αποτελεί την επιπλέον απόδοση που θα πάρουμε (που επιθυμούμε να πάρουμε) επενδύοντας για 2-έτη αντί για 1-έτος. Ουσιαστικά, αυτό το επιτόκιο βρίσκεται έμμεσα στο r 2. 11
Έστω, για παράδειγμα ότι, το τρέχον επιτόκιο για επένδυση 2-ετών είναι 10.5%. Τότε το προθεσμιακό επιτόκιο πρέπει να είναι: (1 r ) 2 (1 )(1 ) (1.105) 2 2 r1 f2 (1.10)(1 f2) f2 0.11 (1.105) 2 f2 1 1.10 ή 11%. Για να ισχύει η ισότητα, λοιπόν, ο τρέχον επιτόκιο 2-ετών θα είναι ο μέσος όρος του επιτοκίου 1-έτους (10%) και του προθεσμιακού επιτοκίου (11%). Με άλλα λόγια: f2 E( 1r2 ) Υπενθύμιση: Τα προθεσμιακά επιτόκια μπορούν να υπολογιστούν για περισσότερες περιόδους, εφαρμόζοντας τη σχέση: (1 r ) f 1 (1 r ) 1 1 Το προθεσμιακό επιτόκιο του πρώτου έτους ισούται, εξ ορισμού με το επιτόκιο 1- έτους στην τρέχουσα αγορά (spot). Τι συμβαίνει, όμως, εάν δεν ισχύει η ισότητα: f2 E( 1r2 ) ; Εάν όλοι οι επενδυτές σκέφτονται να μεγιστοποιήσουν την αναμενόμενη απόδοσή τους (expected retur maximizers) και, f2 E( 1r2 ) δεν θα βρισκόταν κάποιος που θα ήθελε να κρατήσει την ομολοία 1-έτους. Αντίθετα, εάν f2 E( 1r2 ) δεν θα βρσικόταν κάποιος που θα επέλεγε την επένδυση σε ομολογία 2-ετών. Η διαφορά f2 E( 1r2 ) είναι το ασφάλιστρο ρευστότητας (Hicks, 1946). Γενικά, θα ισχύει για το προθεσμιακό επιτόκιο κάτω από την υπόθεση των προσδοκιών: f 2 = επιτόκιο τρέχουσας αγοράς το 2 ο έτος Τόσο η θεωρία προσδοκιών όσο και η θεωρία της ρευστότητας για τη δομή λήξεων επιτοκίων υποθέτουν ότι τα μελλοντικά επίπεδα πληθωρισμού είναι γνωστά. Με 12
δεδομένο ότι το μελλοντικό επίπεδο του πληθωρισμού δεν μπορεί να είναι γνωστό με βεβαιότητα, θα ισχύει: f2 E( 1r2 ) ή f2 E( 1r2 ) IP1 με άλλα λόγια, το προθεσμιακό επιτόκιο θα είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο επιτόκιο της τρέχουσας αγοράς, κατά ένα ποσό που αντισταθμίζει τον κίνδυνο του πληθωρισμού (ΙΡ). Η υπόθεση της συνήθειας (προτίμησης) Αυτή η τελευταία υπόθεση «παντρεύει» τις δυο προηγούμενες προσεγγίσεις. Στηρίζεται στη θέση ότι, οι δανειστές προτιμούν να δανείζουν βραχυχρόνια και όχι μακροχρόνια, λόγω των πολλών μελλοντικών οικονομικών αβεβαιοτήτων. Ωστόσο, θα μπορούσαν αν δεχτούν το μακροχρόνιο δανεισμό, ένα αντιστάθμιζαν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνό τους με ένα ασφάλιστρο, θ: 2rt = {1rt + E[1rt+1]}/2 + θ 13