Αναισθησία και Αντιπηκτική Αγωγή



Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΤΙΘΡΟΜΒΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ. Ανδρέας Μ. Λάζαρης ΠΓΝ «Αττικόν»

AIΜΟΣΤΑΣΗ Τι είναι η αιμόσταση? Ποια είναι τα κύρια στάδια?

Περιεγχειρητική Αντιπηκτική Αγωγή. Λύση ή Πρόβλημα?

Παπαγεωργίου Χρυσούλα Αναισθησιολόγος Εντατικολόγος Praticien Hospitalier, Centre Hospitalier Universitaire Tenon, Paris

ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΑ

Περιοχική αναισθησία στον ασθενή υπό αντιπηκτική αγωγή. Κ.Θεοδωράκη

Η θρομβοεμβολική νόσος στον ορθοπαιδικό ασθενή

Προ εγχειρητικός Καρδιολογικός Έλεγχος

Αιμορραγική διάθεση ή αιμορραγική εκδήλωση; Δεν είναι πάντα το ίδιο...

ΗΠΗΞΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ. Προκαταρτική φάση (ενδογενής & εξωγενής) 4 κύριες φάσεις

Αντιθρομβωτική αγωγή κατά και μετά τις επεμβάσεις στις καρωτίδες. Ανδρέας Μ. Λάζαρης Αγγειοχειρουργός, ΠΓΝ Αττικόν, ΕΚΠΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΠΝΑ ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ ΑΙΜΟΣΤΑΣΗ-ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΗΞΗΣ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΛΕΒΙΚΗΣ ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Π.Ε. ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ

Πνευμονική Εμβολή. Έλενα Σολωμού Αιματολόγος Επίκουρη Καθηγήτρια Παθολογίας-Αιματολογίας Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών

Μεγακαρυωτική σειρά Πήξη - Αιμόσταση. Ε. Παρασκευά Αν. Καθηγήτρια Κυτταρικής Φυσιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Παν. Θεσσαλίας

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΙΣΧΑΙΜΙΚΩΝ ΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ

mg/kg/12h, 1,5 mg/kg/24h, Dalteparin 120U/kg/12h, Dalteparin 200U/kg/24h ή Tinzaparin

Δρ Ελευθερία Ελμίνα Λευκού Αιματολόγος. Εξειδικευθείσα στην Αιμόσταση Αιματολογία κυήσεως Στο Guy s & St Thomas hospital, London, UK

Το Xarelto είναι φάρμακο που περιέχει τη δραστική ουσία ριβαροξαβάνη. Διατίθεται σε μορφή δισκίων (2,5, 10, 15 και 20 mg).

Η ενδοσκόπηση σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιαιμοπεταλιακά ή αντιπηκτικά φάρμακα

Η κλινική εµπειρία από τη χρήση του συµπυκνωµένου προθροµβινικού συµπλέγµατος (PCC)

Προεγχειρητική διακοπή της αντιαιμοπεταλιακής αγωγής σε ασθενείς με περιφερική αγγειοπάθεια που πρόκειται να υποβληθούν σε επεμβατική αντιμετώπιση

Οι υπερβολές και οι παραλείψεις

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Εκτίµηση αιµορραγικού κινδύνου και προετοιµασία για προγραµµατισµένο χειρουργείο. Κων/νος Γ. Τούτουζας Αν. Καθηγητής Χειρουργικής ΕΚΠΑ

Αιµόσταση. Αιµορραγία

Προφανής κλινική διάγνωση: Ισχαιμικό έμφρακτο αριστερής Μέσης Εγκεφαλικής Αρτηρίας

Επίβλεψη. Κολπική µαρµαρυγή 3/12/ κ. Σταύρος Κωνσταντινίδης Καθηγητητής Καρδιολογίας.Π.Θ. 1-2% του γενικού πληθυσµού

ΟΞΕΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΧΡΟΝΙΑΣ ΛΗΨΗΣ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. ΚΑΛΠΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΡΙΑΣΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

Ιστορικό και εργαστηριακή διερεύνηση ασθενούς με αιμορραγική διάθεση

ΠEΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΣΧΕΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Αντιθροµβωτική θεραπεία


29. ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ

fondaparinux melagatran ximelagatran :

Περιοχική αναισθησία και αντιθρομβωτική αγωγή

Αντιπηκτική αγωγή και χημειοπροφύλαξη στις ουρολογικές επεμβάσεις ΚΟΡΙΤΣΙΑΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Γ.Ν.Ε.ΘΡΙΑΣΙΟ

3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρµοσµένης Φαρµακευτικής του Φαρµακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Αντιπηκτικά & αντιαιµοπεταλαιακά. Ενδείξεις & περιορισµοί

Εκπαιδευτικό Σεμινάριο

ΘΡΟΜΒΟΠΕΝΙΑ ΑΠΟ ΗΠΑΡΙΝΗ ΤΥΠΟΥ ΙΙ (ΗΙΤ-ΙΙ)

Θετική γνωμοδότηση της επιτροπής CHMP για τη ριβαροξαμπάνη της Bayer σε ασθενείς με στεφανιαία ή περιφερική αρτηριακή νόσο

Θρομβοφιλία. (παθολογική. αιμόσταση). Ο όρος θρομβοφιλία σχετίζεται με επαναλαμβανόμενα ή υποτροπιάζοντα επεισόδια θρομβώσεων (αρτηριακών

Φλεβική Θρόμβωση Πρόληψη - Αντιμετώπιση

Κολονοσκόπηση σε ασθενή που λαμβάνει αντιπηκτικά-αντιαιμοπεταλιακά.

ΘΡΟΜΒΩΣΗ & ΙΦΝΕ. Καρακόιδας Χρήστος Επιμελητής Γαστρεντερολογικής Κλινικής ΝΝΑ

Προβληματισμοί Σχετικά με την Τοποπεριοχική Αναισθησία στην Κλινική Πράξη

ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑ. Αθηνά Μούγιου Αιματολόγος ΠΓΝΠ

Αντιθρομβωτική αγωγή στις περιφερικές αρτηρίες

Θωρακική Επισκληρίδιος Αναισθησία σε Καρδιοχειρουργικούς Ασθενείς.

Μεγακαρυωτική σειρά Πήξη - Αιμόσταση. Ε. Παρασκευά Αν. Καθηγήτρια Κυτταρικής Φυσιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Παν. Θεσσαλίας

Αυξάνει γλοιότητα και πηκτικότητα Μειώνει ευκαµπτότητα ερυθρών αιµοσφαιρίων

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΑΘΕΤΗΡΙΑΚΗΣ ΕΜΦΥΤΕΥΣΗΣ ΑΟΡΤΙΚΩΝ ΒΑΛΒΙΔΩΝ

ΤΑ ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ

ΚΛΙΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΘΕΤΙΚΟ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ (LA)

ΡΕΑ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ ΔΙΕΥΘYΝΤΡΙΑ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΠΝΑ ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΙΝΩΔΟΛΥΣΗΣ

Νέα δεδομένα για τη ριβαροξαμπάνη, σε ασθενείς με καρκίνο από την μελέτη CASSINI

Αγγειοπλαστική σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή. Φαρμακολογικές παρεμβάσεις και επιλογές.

OΣΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ

Το Pradaxa είναι φάρμακο που περιέχει τη δραστική ουσία ετεξιλική δαβιγατράνη. Διατίθεται υπό μορφή καψακίων (75, 110 και 150 mg).

Νέα Δεδομένα στην Αγγειοχειρουργική στην Κύπρο - Ενδοφλεβική Θεραπεία με λέϊζερ Μέθοδος EVLA Η πιολιγότερο ανώδυνη ιατρική πρακτική για Κιρσούς

Διάρκεια Διπλής Αντιαιμοπεταλιακής Αγωγής μετά από PCI

Πνευμονική εμβολή. Ενότητα 10: Πνευμονική εμβολή

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ, ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ

Κώστας Τσιούφης Αν.Καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ Α Παν/κή Καρδ/κή Κλινική, Ιπποκράτειο Γ.Ν.Α Αντιπρόεδρος ΕΚΕ

Κολπική Μαρμαρυγή σε προγραμματισμένο χειρουργείο. Χρήστος Ε. Χαρίτος, MD, FECTS ιευθυντής Καρδιοχειρουργικού Τμήματος Θεραπευτηρίου «Ο Ευαγγελισμός»

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕς ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΚΕΣ

ΠΕΡΙΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΩΝ. Νικόλαος Παπακωνσταντίνου Επικουρικός Ιατρός Καρδιολογική Κλινική Γ.Ν.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ 1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Φαρμακοκινητική. Χρυσάνθη Σαρδέλη

ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΝΕΥΡΩΣΗΣ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΑΡΤΗΡΙΩΝ

ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΑ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΑ ΚΟΥΒΑΡΑΣ Ε.

O Νοσηλευτής στο νεφρολογικό τμήμα

1.ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ

ΘΡΟΜΒΟΕΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ ΘΡΟΜΒΟΕΛΑΣΤΟΜΕΤΡΙΑ ΑΝΑΛΥΤΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ

Από: Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογικών Ερευνών

Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο

ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΣΤΗ. FRAGMIN Ενέσιμο Διάλυμα. - Dalteparin sodium IU IU (anti-xa) (anti-xa)

«Ο ΑΝΤΙΘΡΟΜΒΩΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Μη καρδιακό χειρουργείο: Προηγηθείσα και Προεγχειρητική διαδερμική στεφανιαία παρέμβαση. Δ. Ζιούτας MD, PhD, FESC

KOΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ ΑΝΝΑ Π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Αρρυθμίες και Αντιπηκτική αγωγή

ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ TXHΣ (ΥΝ) ΓΟΥΛΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 424 ΓΣΝΕ


Περιορισμοί στη χρήση των νεότερων. αντιπηκτικών

ΝΕΟΤΕΡΑ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΑ- ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ

ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΠΟΥ ΘΗΛΑΖΕΙ

Γενική περίληψη της επιστημονικής αξιολόγησης της παραπομπής για αντιινωδολυτικά Φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν τρανεξαμικό οξύ (βλ.

Παράρτημα ΙΙΙ Τροποποιήσεις στις σχετικές παραγράφους της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και του φύλλου οδηγιών χρήσης

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ι. ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ Καθηγητής Καρδιολογίας Α.Π.Θ.

Χ.Κ.Γιαννακόπουλος, Α.Λέγκας, Μ.Τριανταφύλλη,Α.Ηλιάδης, Θ.Παπαπολυχρονίου, Ε.Μιχελινάκης

ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ.

Κληρονομικές διαταραχές αιμόστασης και Θρομβοφιλία

10 ο Βορειοελλαδικό Καρδιολογικό Συνέδριο

ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΑΙΜΑ. PDF created with pdffactory trial version

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ Αναπηρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας Α Καρδιολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών

Περιεγχειρητική φροντίδα ασθενούς με σακχαρώδη διαβήτη. Χαϊνοπούλου Θ. RN,MSc(c) Προϊσταμένη Μ.ΜΑ.Φ. Γ.Ν. Άγιος Παύλος Θεσσαλονίκη

Transcript:

82 ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΊΑΊΊΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Αναισθησία και Αντιπηκτική Αγωγή ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΑΙΙΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Ο αριθμός των ασθενών που λαμβάνουν χρόνια ή διεγχειρητικά θεραπεία με φάρμακα που αναστέλλουν την πήξη του αίματος έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται κυρίως στη κυκλοφορία νέων και ασφαλέστερων αντιπηκτικών φαρμάκων όπως και στην αύξηση του πληθυσμού των γηριατρικών ασθενών. Οι ενδείξεις αυτών των φαρμάκων είναι ποικίλες και αφορούν τη θεραπεία και προφύλαξη θρομβοεμβολικής νόσου (εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση, πνευμονική εμβολή) καθώς και καρδιακών θρόμβων που σχετίζονται με κολπική μαρμαρυγή, με τοποθέτηση προσθετικών καρδιακών βαλβίδων, με ισχαιμική καρδιοπάθεια καθώς και με περιφερική αγγειοπάθειαl. Επίσης χρησιμοποιούνται στις καρδιοχειρουργικές, αγγειοχειρουργικές επεμβάσεις όπως και μετά από αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αγγείων, για την πρόληψη της θρόμβωσης ενδαγγειακών καθετήρων, μηχανημάτων αιμοδιήθησης, ενώ η ηπαρίνη αποτελεί το aντιπηκτικό εκλογής στη κύηση. Πρόσφατα ο ρόλος της θρομβοπροφύλαξης έχει επεκταθεί και στους καρκινοπαθείς ασθενείς λόγω της στενής σχέσης μεταξύ όγκου και θρόμβωσηςz. Οι επιπλοκές από τη χρήση αυτών των φαρμάκων αφορούν κυρίως αιμορραγίες, θρομβοπενία, αρτηριακή θρόμβωση και εμβολή, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, οστεοπόρωση3. Οι αιμορραγικές επιπλοκές αφορούν είτε την εμφάνιση αυτόματων αιμορραγιών σε διάφορες περιοχές ή αυξημένη περιεγχειρητική απώλεια αίματος. Επίσταξη, αιμορραγία γαστρεντερικού συστήματος (Γ.Ε.Σ), αιματουρία, μέλαινες κενώσεις, εκχυμώσεις, πετέχειες και αιματώματα είναι μόνο μερικές από τις αιμορραγικές επιπλοκές αυτών των φαρμάκων4 Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση αιμορραγιών μετά από λήψη aντιπηκτικής αγωγής θεωρούνται η δοσολογία, η διάρκεια θεραπείας, η μεγάλη ηλικία, οι γυναίκες καθώς και ιστορικό αιμορραγιών από το Γ.Ε.Σ3. Επίσης τα μη στεροειδή aντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ) έχουν αποδειχθεί ότι εκτός των αιμορραγικών επιπλοκών παρουσιάζουν και σημαντικές αλληλεπιδράσεις κυρίως με τοπικά αναισθητικά, τη μιδαζολάμη, τη θειοπεντάλη καθώς και με ορισμένα αντιβιοτικάs,6. Ισχαιμικής αιτιολογίας οξεία νεφρική ανεπάρκεια (Ο.Ν.Α), επιπλοκές από το Γ.Ε.Σ είναι μερικά από τα προβλήματα που προκύπτουν από τη χρήση των ΜΣΑΦΊ. Η εκτέλεση κεντρικού νευρικού αποκλεισμού (Κ.Ν.Α) σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή ενέχει τον σοβαρό κίνδυνο της εμφάνισης νωτιαίου αιματώματος. Η πιο συχνή και σοβαρή εντόπιση του είναι ο επισκληρίδιος χώρος ενώ η περιορισμένη παρουσία αγγείων και η aραιωτική δράση του Ε.Ν.Υ κάνουν πιο σπάνια την εντόπιση του στον υπαραχνοειδή χώρο. Η πρώτη περίπτωση νωτιαίου αιματώματος αναφέρεται μετά από αποτυχημένη προσπάθεια ραχιαίας αναισθησίας το 1908s. Η εμφάνιση αιμορραγίας στον επισκληρίδιο χώρο μετά από τοποθέτηση επισκληρίδιου καθετήρα ανέρχεται σε ποσοστό 10%9. Αναδρομική μελέτη αναφέρει συχνότητες αιματώματος 1/150000 και 1/200000 μετά από επισκληρίδιο και υπαραχνοειδή αποκλεισμό αντίστοιχα, χωρίς όμως να υπάρχει λεπτομερής αναφορά σε επιβαρυντικούς παράγοντες όπως η ύπαρξη πηκτικής διαταραχής, η χρήση αντιπηκτικών και η παρουσία τραυματικών συνθηκών προσπέλασηςιο,ll. Οι σοβαρές επιπτώσεις και η βαριά πρόγνωση της ανάπτυξης νωτιαίου αιματώματος καθώς και ο αυξημένος αριθμός ασθενών που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή οδήγησε στην ανάγκη συσχέτισης της εμφάνισης νωτιαίου αιματώματος και aντιπηκτικής αγωγής. Ο μηχανισμός της πήξης είναι μία σειρά πρωτεολυτικών αντιδράσεων, σε κάθε μία από τις οποίες κάποιο ενεργοποιημένο ένζυμο μετατρέπει ένα άλ-

l l ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝ'ΓΑrΙΚΗΣ ΙΑ'ΓΡΙΚΗΣ 83 λο σε μιά ενεργοποιημένη πρωτεάση. Ο καταράκτης της πήξης μπορεί να προκληθεί μέσω δύο οδών, της εξωγενούς και της ενδογενούς οδού, όπου και οι δύο οδηγούν στην ενεργοποίηση του παράγοντα Χ και στη συνέχεια ακολουθούν μία κοινή τελική οδό, οδηγώντας στο σχηματισμό της θρομβίνης. Οι παράγοντες που δρούν ανασταλτικά στο μηχανισμό της πήξης και στην αιμόσταση γενικότερα, παρεμβαίνουν σε διάφορες φάσεις των αντιδράσεων αυτών (σχήμα 1)12. Τα κυριότερα φάρμακα που επηρεάζουν την αιμόσταση θεωρούνται η μη κλασματική ηπαρίνη, οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους (LMWH), οι αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες, τα από του στόματος χορηγούμενα αντιπηκτικά καθώς και τα θρομβολυτικά και ινωδολυτικά φάρμακα. Η μη κλασματική ηπαρίνη εξάγεται από τον εντερικό βλεννογόνο των χοίρων ή από τον πνεύμονα βοδιών. Είναι μια γλυκοζαμινογλυκάνη αποτελούμενη από αλυσίδες ακέτυλο-γλυκοζαμίνης και D- Εξωγενής οδός Ιστικός παρ ΠΙ Ενδογενής οδός Επαφή με ξένη επιφάνεια ΧΠα*.. ΧΠ Cf_;' ι-. νπ _.. VΠα --------------. 1 ΧΙα iιιίι ΧΙ προθρομβίνη @ (Π) Ca 2+ < OIIIIι---- Φωσφολιπίδια χα*# Ca 2+ Vα 01111 V Φωσφολιπίδια (προθρομβινάση) (Πα) ΙΧα 'Jrιιιιιl >---- ΙΧ@ I CaΓ 1vπα.,.011111---- VΠ ----Ι-.. θρομβίνη *#. ινωδογόνο. ΧΠΙ -- -. ΧΙΙΙα.. διαλυ ώδες αδιαλυτό ινώδες Σχήμα 1. Αναπαράσταση του καταράκτη της πήξης Σημειώνεται η επίδραση (αναστολής) των αντιπηκτικών παραγόντων: *= θέση επίδρασης του συμπλέγματος αντιθρομβίνης ΠΙ I μη κλασματικής ηπαρίνης, #= θέση επίδρασης των ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους, @= θέση επίδρασης των ανταγωνιστών της βιταμίνης Κ.

84 ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΤΑΊΊΚΗΣ ΙΑΊΡΙΚΗΣ γλυκουρονικού οξέως με μοριακό βάρος 5.000-30.000 Daltons. Η αντιπηκτική της δράση οφείλεται σε ένα πεντασακχαρίτη που υπάρχει μόνο στο ένα τρίτο των μορίων της, όπου ενώνεται με την αντιθρομβίνη ΠΙ (Α Τ ΠΙ) και προκαλεί δομικές αλλαγές στο μόριο της. Έτσι επιταχύνεται η ικανότητα της ΑΤ 111 να αδρανοποιεί τα ένζυμα της πήξης (παράγοντας Χα, ΙΧα και κυρίως η θρομβίνη Πα). Σε υψηλές δόσεις η ηπαρίνη aπενεργοποιεί απ' ευθείας την θρομβίνη μέσω του συμπαράγοντα 11. Τα κλάσματα της ηπαρίνης με μεγάλο μοριακό βάρος αναστέλλουν επίσης τη λειτουργία των αιμοπεταλίων, αυξάνοντας τη διαπερατότητα του τοιχώματος των αγγείων, αποτελέσματα του μπορούν να συμβάλουν στην προκαλούμενη από ηπαρίνη αιμορραγία13. Η παρακολούθηση της δραστικότητας της ηπαρίνης βασίζεται στη βιολογική της δράση στην πήξη in vitro παρατείνοντας τον χρόνο θρομβίνης (Ττ), το χρόνο προθρομβίνης (ΡΤ) και ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (a ΡΤτ) όπως και τον ενεργοποιημένο χρόνο πήξης (ACT). ο ττ είναι ο πιο ευαίσθητος δείκτης της δράσης της ηπαρίνης, aνιχνεύοντας και ελάχιστες δόσεις ηπαρίνης, όπου μετρά την μετατροπή του ινωδογόνου σε ινώδες. Ο ΡΤ είναι λιγότερο ευαίσθητος δείκτης της δράσης της ηπαρίνη ς και είναι φυσιολογικός εκτός εάν ο ασθενής λαμβάνει αγωγή από το στόμα ή έχει λάβει μεγάλη δόση aντιπηκτικού. Ο aptt είναι η πιο συχνή μέτρηση που γίνεται για τη παρακολούθηση της δράσης της ηπαρίνη ς, έχει μέτρια ευαισθησία και δεν προβλέπει πάντα αξιόπιστα την απάντηση στη θεραπεία. Στις περισσότερες κλινικές μελέτες ο επιθυμητός aptt είναι >μιάμιση έως δύο φορές ο χρόνος του μάρτυρα για την αντιμετώπιση της φλεβοθρόμβωσης, aσταθούς στηθάγχης ή περιφερικής αγγειοπάθειας ενώ> από τρεις φορές ο χρόνος του μάρτυρα απαιτείται για την εφαρμογή εξωσωματικής κυκλοφορίας. Η ηπαρίνη δεν απορροφάται όταν χορηγείται από του στόματος όμως η έναρξη δράσης της είναι άμεση όταν χορηγείται ενδοφλεβίως (i.v), ενώ χρειάζεται 1-2h μετά από υποδόρια χορήγηση. Ο χρόνος ημίσειας ζωής ποικίλει από 30 min μετά από i.v χορήγηση και δόση 25U /Κg, σε 60 min με δόση 40U /Κg, και φτάνει στα 150 min με δόση 100U/Κg. Η βιαδιαθεσιμότητα της δε φτάνει το 30%, ενώ 4-6 ώρες μετά τη χορήγηση της η δράσης σταματά λόγω αποβολής της από τους νεφρούς. Η δράση της ανταγωνίζεται πλήρως από την πρωταμίνη. Οι Vandermeulen και συν σε μία κλασσική μελέτη σχολιάζουν 61 περιπτώσεις νωτιαίων αιματωμάτων μετά από Κ.Ν.Α στο διάστημα 1906-1994. Από αυτές 25 ασθενείς ( 41%) λάμβαναν κάποια μορφή ηπαρινοθεραπείας, ενώ 5 ασθενείς έλαβαν ηπαρίνη διεγχειρητικά λόγω αγγειοχειρουργικής επέμβασης. Δυστυχώς σε 13 των περιπτώσεων αυτών δεν είχαν ακολουθηθεί οι «αποδεκτές οδηγίες» για την εκτέλεση Κ.Ν.Α σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή14. Επίσης σε μία αναδρομική μελέτη του Wulf το 1996 αναφέρει 51 περιπτώσεις νωτιαίων αιματωμάτων μέσα σε διάστημα 45 ετών. Το 50% των περιπτώσεων αυτών αφορούν το διάστημα 1986-1996. Η αυξημένη αυτή συχνότητα το χρονικό αυτό διάστημα, μπορεί να αποδοθεί είτε στην πραγματική αύξηση των επιπλοκών μετά από Κ.Ν.Α είτε στην αύξηση εφαρμογής Κ.Ν.Α σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή. Επίσης η πιο προσεκτική καταγραφή και το ενδιαφέρον των αναισθησιολόγων πάνω στο θέμα αυτό μπορεί να σχετίζεται μετά αυξημένα ποσοστά αυτής της επιπλοκής. Αν και 20 από τις 51 περιπτώσεις είχαν λάβει κάποια μορφή ηπαρίνης ο Wulf έφτασε στο συμπέρασμα ότι η μη κλασματική ηπαρίνη από μόνη της δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση νωτιαίου αιματώματος μετά από επισκληρίδια αναισθησίαιs. Σε απουσία ηπαρινοθεραπείας το ποσοστό εμφάνισης νωτιαίου αιματώματος ανέρχεται μεταξύ 0-0,2%16. Έχουν προταθεί διάφορες οδηγίες για την εκτέλεση περιοχικής αναισθησίας σε ασθενείς που λαμβάνουν ηπαρίνη όπως: Η Αμερικανική Εταιρεία Περιοχικής Αναισθησίας προτείνει3,17: Αποφυγή περιοχικής αναισθησίας σε ασθενείς με ιστορικό διαταραχών πήξης. Η υποδόρια προφύλαξη με χαμηλή δόση ηπαρίνης δεν αποτελεί aντένδειξη για την εκτέλεση περιοχικής αναισθησίας Η χορήγηση ηπαρίνης θα πρέπει να γίνεται 1h τουλάχιστον μετά την εκτέλεση της περιοχικής αναισθησίας ενώ η αφαίρεση καθετήρων θεωρείται ασφαλής 2-4h μετά τη τελευταία δόση η πα-

ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΊΑΊΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ 85 ρίνης. Αποφυγή εκτέλεσης περιοχικής αναισθησίας όταν ο a ΡΠ είναι > μιάμιση έως δύο φορές του χρόνου του μάρτυρα Οι ευρωπα'ίκές οδηγίες συνιστούν την ίδια ασφαλή περίοδο αλλά επιπλέον προτείνουν την μέτρηση των αιμοπεταλίων από την 5η μέρα έναρξης της ηπαρινοθεραπείας λόγω της θρομβοκυττοπενίας που προκαλεί η ηπαρίνη1s. Η διεγχειρητική χορήγηση ηπαρίνης (5000-10000 U) δεν θεωρείται aντένδειξη για την εκτέλεση περιοχικής αναισθησίας και οι οδηγίες ασφαλούς εφαρμογής της παραμένουν ίδιες. Σε μία μελέτη 4000 ασθενών που έλαβαν διεγχειρητικά ηπαρίνη δεν παρουσιάστηκε κανένα περιστατικό νωτιαίου αιματώματος14. Κατά τη διάρκεια των καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων αναστολή της πήξης προκαλείται με δόσεις ηπαρίνης 300-400 U/Kg αποφεύγοντας έτσι τη μαζική πήξη του αίματος στο κύκλωμα της εξωσωματικής κυκλοφορίας. Η πιστοποίηση της aντιπηκτικής δράσης της ηπαρίνης γίνεται συνήθως με την παράταση του ACT πριν την εισαγωγή σε εξωσωματική κυκλοφορία. Καθ'όσο χρόνο οι κάνουλες της εξωσωματικής κυκλοφορίας είναι στον ασθενή η τιμή του ACT πρέπει να είναι > 400 sec. Μερικοί ασθενείς δεν επιτυγχάνουν την επιθυμητή τιμή του ACT παρά τη χορήγηση μεγάλων δόσεων ηπαρίνης. Αυτοί θεωρούνται πως παρουσιάζουν αντίσταση στην ηπαρίνη, ο δε συχνότερος λόγος για το φαινόμενο αυτό είναι μία επίκτητη ανεπάρκεια της ΑΤ ΠΙ, που προκαλείται λόγω χρόνιας θεραπείας με ηπαρίνη ή από κάποια θρομβωτική επεξεργασία19. Η αντίσταση αυτή μπορεί να υπερνικηθεί με αύξηση της χορηγούμενης δόσης της ηπαρίνης που όμως δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις 600U/Κg, λόγω της αντιαιμοπεταλιακής δράσης της ηπαρίνης που αυξάνει την πιθανότητα για μετεγχειρητική αιμορραγία. Η υποθερμία επιβραδύνει την απέκριση της ηπαρίνης και αυξάνει τη δράση της στο ACT. Επόμένως είναι σημαντικό να ελέγχεται συχνά η τιμή του ACT, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της επαναθέρμανσης ή της νορμοθερμίας. Το ACT χρησιμοποιείται και για τον έλεγχο της πληρότητας αναστροφής της δράσης της ηπαρίνη ς από τη πρωταμί- νη μετά το τέλος της εξωσωματικής κυκλοφορίας, ενώ δεν είναι ευαίσθητος σε χαμηλες δόσεις ηπαρίνης. Η επάνοδος του ACT στα προ της εξωσωματικής κυκλοφορίας επίπεδα δεν αποκλείει απαραίτητα την ύπαρξη ηπαρίνη ς ούτε και την παρουσία διαταραχής της πηκτικόi:ητας μετά από εξωσωματική κυκλοφορίαzο. Οι Goldstein και συν. αναφέρουν σε μία μελέτη που έγινε μεταξύ 3.974 καρδιοαναισθησιολόγων ότι το 7% αυτών χρησιμοποιούν την περιοχική αναισθησία στις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις παρά το γεγονός ότι υπάρχουν έντονες διαφωνίες για τα πλεονεκτήματα της περιοχικής αναισθησίας σε αυτού του είδους επεμβάσειςj. Οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους (LMWH) προέρχονται από ενζυματικό ή χημικό αποπολυμερισμό των μορίων της ηπαρίνης με μέσο μοριακό βάρος 4.000-6500 Daltons. Ο μηχανισμός δράσης τους αφορά την απενεργοποίηση του παράγοντα Χα μέσω της ΑΤ ΠΙ, με μικρή δραστικότητα έναντι της θρομβίνης. Η σχέση αντι-χα: αντι Πα είναι περίπου 3,8:1, εχουν δηλαδή περισσότερο aντιθρομβωτική παρά αντιπηκτική δραστηριότηταzl. Χορηγούνται υποδορίως, μια δύο φόρες την ημέρα (μέγιστη δράση 3-4h μετά από υποδόρια χορήγηση) ενώ δεν είναι αναγκαία η εργαστηριακή παρακολούθηση. Η αντιπηκτική δραστικότητα τους μπορεί να μετρηθεί με τη μέτρηση της δραστικότητας του παράγοντα Χα ενώ οι συνήθεις δοκιμασίες (ΡΤ, aptt, ΑCτ) δεν αντικατοπτρίζουν τη δράσης τους. Σε δόσεις που παράγουν ισοδύναμο aντιθρομβωτικό αποτέλεσμα, οι ηπαρίνες αυτές προκαλούν λιγότερες αιμορραγικές επιπλοκές, είναι αποτελεσματικές στην πρόληψη της φλεβικής θρομβοεμβολής σε παθολογικούς και χειρουργικούς ασθενείς που είναι σε μεγάλο κίνδυνο, έχουν προβλέψιμη αντιπηκτική δράση, εύκολη χορήγηση, απουσία ανάγκης εργαστηριακής παρακολούθησης, ενώ παρουσιαζουν μεγαλύτερη βιοδιαθεσιμότητα, μακρύτερο χρόνο ημίσειας ζωής (2-4 φορές μεγαλύτερος από την ηπαρίνη), κάθαρση ανεξάρτητη της νεφρικής λειτουργίας και μικρότερη συχνότητα θρομβοκυττοπενίας σε σχέση με την μη κλασματική ηπαρίνη22,23. Οι συνήθεις δόσεις πρωταμίνης δεν aντιστρέφουν τη δράση των LMWH. Σε μία κλινική μελέτη το 1991 διαπιστώθηκε ότι σε

86 ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΊΑΠΚΗΣ ΙΑΊΡΙΚΗΣ 14000 ασθενείς που έλαβαν τον συνδιασμός Κ.Ν.Α και LMWH δεν παρουσιάστηκε καμία νευρολογική επιπλοκή24. Οι Bergqvist και συν. το 1992 περιέγραψαν την ασφαλή εκτελεση περιοχικής αναισθησίας σε άλλους 9000 ασθενείς που ελάμβαναν LMWH25,26. Οι Vandermeulen και συν αναφέρουν ότι ο κίνδυνος μοιραίας πνευμονικής εμβολής-λόγω παράλειψης θρομβοπροφυλακτικής αγωγής- πιθανώς είναι μεγαλύτερος του κινδύνου εμφάνισης νωτιαίου αιματώματος σε ασθενείς που λαμβάνουν περιοχική αναισθησία και LMWH14 Αν και σε μία μελέτη αναφέρονται 2 περιπτώσεις νωτιαίων αιματωμάτων μετά από Κ.Ν.Α σε ασθενείς που ελάμβαναν LMWH, το τελικό συμπέρασμα αυτής της μελέτης αναφέρει ότι ο συνδυασμός αυτός στην κλινική πράξη θεωρείται ασφαλής15. Μετά από αυτές τις αρχικές μελέτες, οι επόμενες αποκάλυψαν ένα διαφορετικό προφίλ όσο αφορά την εκτέλεση περιοχικής αναισθησίας και τη χρήση LMWH. Μέχρι 1998 αναφέρονται 11 περιπτώσεις νωτιαίων αιματωμάτων που σχετίστηκαν με τη λήψη LMWH. Σε μελέτη των Tryba και Wedel 8 περιπτώσεις νωτιαίων αιματωμάτων αναγνωρίστηκαν μετά από την χρήση enoxaparin, σε διάστημα 18 μηνών από την απελευθέρωση του φαρμάκου στην Αμερικανική αγορά9. Μία ενδιαφέρουσα διαμάχη σχετικά με τις οδηγίες γαι την εκτέλεση Κ.Ν.Α σε ασθενείς που λαμβάνουν LMWH παρουσιάζεται μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Και ενώ η Ευρωπαική εμπειρία υποστηρίζει την ασφαλή εκτέλεση περιοχικής αναισθησίας σε ασθενείς που λαμβάνουν ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους, αμερικάνικες αναφορές αμφισβητούν αυτή την ασφάλεια. Εφόσον δεν διαπιστώθηκαν διαφορές στη μεθοδολογία εκτέλεσης των Κ.Ν.Α μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής η πιθανή εξήγηση είναι η διαφορετική δοσολογία enoxaparin, που εφαρμόζεται στις δύο ηπείρους (30mg /12h στις Η.Π.Α έναντι 20-40 mg /24h στην Ευρώπη)9. Τονίζεται ότι η εμπειρία από το συνδιασμό μη κλασματικής ηπαρίνης και περιοχικής αναισθησίας δεν θα πρέπει να επεκτείνεται και σε ασθενείς που λαμβάνουν LMWH. Οι Αμερικανικές Οδηγίες αφορούν3,27: Σε ασθενείς που λαμβάνουν προεγχειρητικά LMWH ο μηχανισμός της πήξης θα πρέπει να θεωρείται διαταραγμένος. Η εκτέλεση ραχιαίας αναισθησίας 10-12h μετά από χορήγηση χαμηλής δόσης LMWH ή 24h μετά από χορήγηση υψηλής δόσης LMWH θεωρείται η πιο ασφαλής τεχνική νευρικού αποκλεισμού. Η παρουσία αίματος κατά την εκτέλεση της περιοχικής τεχνικής θα πρέπει να καθυστερεί την μετεγχειρητική χορήγηση LMWH τουλάχιστον για 24h. Η αφαίρεση καθετήρα θα πρέπει να γίνεται 10-12h μετά από χορήγηση LMWH και η επόμενη δόση τους να καθυστερεί τουλάχιστον 2h. Παρακολούθηση των αντι-χα συγκεντρώσεων δε συνιστάται καθώς δεν προβλέπεται ο κίνδυνος αιμορραγίας., Οι ευρωπαϊκές οδηγίες εστιάζουν στην ασφαλεια του συνδιασμού περιοχικής αναισθησίας και χαμηλής δόσης LMWH ( <40mg enoxaparin)1s: Το ελάχιστο μεσοδιάστημα που συνιστάται μεταξύ της εκτέλεσης περιοχικής αναισθησίας και LMWH θεραπείας είναι 10-12h. Κ.Ν.Α πρέπει να ακολουθείται τουλάχιστον από μία περίοδο 4h πριν την επόμενη δόση LMWH. Η αφαίρεση καθετήρα θα πρέπει να γίνεται 12h μετά από χορήγηση της τελευταίας δόσης LMWH. Οι Bergqvist και συνπροτείνουν την εφαρμογή περιοχικής αναισθησίας 10-12h πριν και 1-2 h μετά από την εφαρμογή LMWH θεραπείας25. Οι αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες είναι ωφέλιμοι στη πρόληψη ή τη θεραπεία της aρτηριακής θρόμβωσης. Οι aρτηριακοί θρόμβοι συνήθως δημιουργούνται σε αγγεία με βλάβη του ενδοθηλίου και σχετίζονται με ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και της πήξης. Τα αντιαιμοπεταλιακά αναστέλλουν τη λειτουργία των αιμοπεταλίων μέσω πολλαπλών βιοχημικών οδών ή δρώντας στην μεμβράνη τους. Η φυσιολογική ομοιοστασία εξαρτάται από το σχηματισμό θρομβοξανών και προσταγλανδινών. Η συσσώρευση των αιμοπεταλίων προάγεται με το σχηματισμό της θρομβοξάνης Α 2, η οποία αναστέλλεται από τους αναστολείς της κυκλοοξυγενάσης. Διακρίνονται σε 4 μεγάλες κατηγορίες: 1. Αναστολείς της κυκλοοξυγενάσης (ασπιρίνη,

ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝ'ΓΑΤΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ 87 Μ.Σ.Α.Φ) 2. Αναστολείς ADP (τικλοπιδίνη και η Κλοπιδογρέλη) 3. Άμεσοι αναστολείς της θρομβίνης (ιρουδίνη) 4. Αναστολείς των γλυκοπρω ίνικών υποδοχέων Ilb/Illa Η ασπιρίνη προκαλεί μη αναστρέψιμη ακετυλίωση του ενζύμου της κυκλοοξυγενάσης, το οποίο μετατρέπει το αραχιδονικό οξύ σε ενδοϋπεροξείδια των προσταγλανδινών. Οι προσταγλανδίνες δρουν τοπικά στο σημείο της ιστικής βλάβης, προάγοντας τον πόνο και την υπεραλ γη σία που σχετίζεται με τη φλεγμονή. Η δράση της στη λειτουργία των αιμοπεταλίων αρχίζει 1h μετά τη λήψη και διαρκεί όσο η ζωή των αιμοπεταλίων. Σε χαμηλές δόσεις (30-300 mg/24 h) αναστέλλει την κυκλοοξυγενάση των αιμοπεταλίων εμποδίζοντας την παραγωγή της θρομβοξάνης Α 2, ενώ σε υψηλότερες δόσεις ασπιρίνης (1.5-2.0 gr/24h) αναστέλλεται η παραγωγή της προστακυκλίνης στο αγγειακό ενδοθήλιο. Τα Μ.Σ.Α.Φ είναι αναστρέψιμοι αναστολείς της κυκλοοξυγενάσης και εμποδίζουν τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων μόνο για όσο διάστημα παραμένουν στην κυκλοφορία (1-3 ημέρες). Η Τικλοπιδίνη και η Κλοπιδογρέλη αναστέλλουν τη λειτουργία των αιμοπεταλίων μέσω αναστολής του ADP, προκαλώντας μη aντιστρεπτή αναστολή της λειτουργίας των αιμοπεταλίων που διαρκεί 10-15 ημέρες από τη διακοπή χορήγησης του φαρμάκου. Η!ρουδίνη δρά ως αντιαιμοπεταλιακό αναστέλλοντας τη δράση της θρομβίνη ς τόσο την ελεύθερη μορφή της όσο και τη συνδεμένη με το θρόμβο. Οι αναστολείς των γλυκοπρωϊνικών υποδοχέων llb/llla αναστέλλουν τη σύνδεση του ινωδογόνου με τον υποδοχέα του στη μεμβράνη των αιμοπεταλίων και αναστέλλοντας έτσι τη συσσώρευση τους στο σημείο της ιστικής βλάβης. Οι καρδιοχειρουργικοί άρρωστοι που λαμβάνουν αυτούς τους παράγοντες έχουν αυξημένο κίνδυνο μετεγχειρητικής αιμορραγίας23. Επίσης η δεξτράνη μέσω της πλασμίνης παρεμποδίζει την λειτουργία των αιμοπεταλίων και τον πολυμερισμό του ινώδους και ενισχύει την ινωδόλυση και θεωρείται λιγότερο αποτελεσματική από την ηπαρίνη και τις μικρού μοριακού βάρους ηπαρίνες. Οι χειρουργικοί ασθενείς που παίρνουν ασπιρίνη δεν αιμορραγούν, επειδή οι υψηλές συγκεντρώσεις ινωδογόνου και θρομβίνης «διορθώνουν» την ελαττωματική συσσώρευση των αιμοπεταλίων, ενώ οι καρδιοχειρουργικοί ασθενείς που υπόκεινται σε εξωσωματική κυκλοφορία, έχουν αυξημένο κίνδυ νο αιμορραγίας λόγω δυσλειτουργίας των αιμοπεταλίων23. Οι Vandermeulen και συν αναφέρουν 61 περιπτώσεις νωτιαίων αιματωμάτων ασθενών που λάμβαναν αντιαιμοπεταλιακά προ της εκτέλεσης περιοχικής αναισθησίας14. Παρά τις αρχικές μελέτες η ασφάλεια εκτέλεσης Κ.Ν.Α σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιαιμοπεταλιακά έχει στις μέρες μας εδραιωθεί. Με βάση τα ευρήματα της μελέτης CLASP μεταξύ 2783 εγκύων γυναικών, 1422 έλαβαν τυχαιοποιημένα καθημερινά ασπιρίνη μέχρι την ημέρα του τοκετού, δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές όσο αφορά την συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών μεταξύ την ομάδας ελέγχου και της ομάδας που έλαβε ασπιρίνη2s. Σε μία άλλη μελέτη από 924 ασθενείς στους οποίους πραγματοποιήθηκε Κ.Ν.Α, το 39% ελάμβαναν αντιαιμοπεταλιακούς παράγοντες, και ενώ το 22% αυτών των ασθενών κατά την εκτέλεση της τεχνικής παρουσιάστηκε αίμα στη βελόνα ή τον καθετήρα, αλλά καμία περίπτωση νωτιαίου αιματώματος δεν παρουσιάστηκε, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση αντιαιμοπεταλιακών παραγόντων προεγχειρητικά δεν αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης νωτιαίου αιματώματος μετά από περιοχική αναισθησία29. Η παραπάνω μελέτη έχει αμφισβητηθεί έντονα λόγω της στατιστικής της ισχύος3ο. Η Αμερικανική Εταιρεία Περιοχικής Αναισθησίας το 1998 συ μφώνησε γύρω από την κλινική ασφάλεια των Κ.Ν.Α σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιαιμοπεταλιακούς παράγοντες. Η χρήση ασπιρίνης και Μ.Σ.Α.Φ, σε μία έρευνα που έγινε στην Ευρώπη, μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή για την εκτέλεση περιοχικής αναισθησίας με ορισμένες προϋποθέσεις όπως εργαστηριακές εξετάσεις καθώς και διακοπή της λήψης ασπιρίνης για μία ελάχιστη περίοδο3ι. Ο χρόνος ροής (Βτ) χρησιμοποιείται συχνά για την έλεγχο της αντιαιμοπεταλιακής αγωγής. Χρόνος ροής < 10 min θεωρείται από πολλούς ασφαλής για την εκτέλεση Κ.Ν.Α ενώ πολλοί θεωρούν ότι δεν προσφέρει σημαντικά32.

88 ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΤΑΊΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Μικρή δόση aσπιρίνης (50-100mg/24h) χρησιμοποιείται στη μαιευτική ως προφύλαξη απέναντι προεκλαμψίας και σε αυτή τη δοσολογία δεν είναι πιθανά aντένδειξη στην εφαρμογή περιοχικής αναισθησίας. Οι Αμερικανικές Οδηγίες καταλήγουν στην αυξημένη πιθανότητα αιμορραγίας όταν τα αντιαιμοπεταλιακά συνδυαστούν και με άλλα φάρμακα που επηρεάζουν το μηχανισμό της πήξης3,30: Καμία προεγχειρητική δοκιμασία, ακόμη και ο χρόνος ροής δεν περιγράφει απόλυτα την αντιαιμοπεταλιακή αγωγή. Για τα Μ.Σ.Α.Φ δε φαίνεται να υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για την ανάπτυξη νωτιαίου αιματώματος μετά από περιοχική αναισθησία. Συνιστούν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία σχετικά με το χρόνο εκτέλεσης της περιοχικής αναισθησίας σε σχέση με τη δοσολογία, το μετεγχειρητικό monitoring όπως και το χρόνο αφαίρεσης του καθετήρα. Ο κίνδυνος νωτιαίου αιματώματος με τη χρήση Τικλοπιδίνης, Κλοπιδογρέλης και αναστολέων γλυκοπρω"ίνικών υποδοχέων Ilb/IIIa είναι άγνωστος. Το προτεινόμενο διάστημα μεταξύ διακοπής τους και εφαρμογής περιοχικής αναισθησίας είναι 14 ημέρες για την Τικλοπιδίνη, 7 ημέρες για την Κλοπιδογρέλη ενώ ο χρόνος που απαιτείται για την επαναφορά της φυσιολογικής συσσώρευσης των αιμοπεταλίων μετά από την χρήση αναστολέων γλυκοπρω"ίνικών υποδοχέων Ilb/IIIa είναι 24 έως 48h για την Αμπσιξιμάμπη (μονοκλωνικά ανασυνδυασμένο ανθρώπινο αντίσωμα) και 4 έως 8h για την Επτιφιμπατίδη (συνθετικό επταπεπτίδιο) και την Τιροφιμπάνη (μη πεπτιδικό μιμητικό). Οι αναστολείς των γ λυκοπρωϊνικών υποδοχέων Ilb/IIIa δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για διάστημα 4 εβδομάδων από την επέμβαση, αν όμως πρέπει να χρησιμοποιηθούν μετεγχειρητικά (μετά από περιοχική τεχνική) συνιστάται η τακτική νευρολογική παρακολούθηση του ασθενούς Οι ευρωπα ίκές οδηγίες καταλήγουν στις ίδιες προτάσειςιs. Τα από του στόματος χορηγούμενα αντιπηκτικά παρεμβαίνουν στο μεταβολισμό της βιταμίνης Κ αναστέλλοντας την αναγωγή της βιταμίνης Κ στην ενεργή της μορφή, την βιταμίνη ΚΗ2. Η διαδικασία αυτή επιτελείται στο ήπαρ σε δύο στάδια, αναστέλλοντας τη σύνθεση των εξαρτημένων από τη βιταμίνη Κ παραγόντων πήξης 11, VII, IX. Χ και των πρωτε ίνών C και S. Η βαρφαρίνη απορροφάται γρήγορα από τον πεπτικό σωλήνα, ενώ το μέγιστο της συγκέντρωσης στο πλάσμα φτάνει σε 90 λεπτά. Κυκλοφορεί συνδεδεμένη με πρωτεινες του πλάσματος 97% ενώ μεταβολίζεται στο ήπαρ και αποβάλλεται στα ούρα και τη χολή. Το aντιπηκτικό αποτέλεσμα της βαρφαρίνης δεν είναι άμεσο, η πλήρης αντιπηκτική δράση καθυστερεί 4-5 ημέρες. Επειδή τα επίπεδα του παράγοντα VII και πρωτε ίνών C και S μειώνονται τις πρώτες ώρες πριν εξαντληθούν οι άλλοι παράγοντες πήξης μπορεί να εμφανιστεί μια υπερπηκτική κατάσταση lέως 2 ημέρες από την έναρξη της θεραπείας Η αντιπηκτική δράση της βαρφαρίνης υπολογίζεται κύρια με το χρόνο προθρομβίνη ς (Ρτ) αλλά και το χρόνο μερικής θρομβοπλαστίνης ( αρττ). Επειδή ο χρόνος ημίσειας ζωής είναι 36-48h συνιστάται διακοπή της 2-3 ημέρες πριν από τη προγραμματισμένη επέμβαση, ενώ η αλλαγή της σε ηπαρίνη κατά τη προεγχειρητική περίοδο μπορεί να κριθεί απαραίτητη ώστε να μπορεί να αναστραφεί γρήγορα η αντιπηκτική δράση, αν κριθεί αναγκαίο. Σε επείγουσες καταστάσεις η χορήγηση FFP είναι αρκετή ώστε να αντικατασταθούν οι παράγοντες πήξης που λείπουν. Η αργή i.ν χορήγηση 25 mg βιταμίνης Κ αναστρέφει τη δράση της σε 3-6 ώρες. Ακόμη και μετά τη χορήγηση FFP θα πρέπει να χορηγείται βιταμίνη Κ για την εκ νέου σύνθεση των παραγόντων23. Η χρήση κουμαρινικών αντιπηκτικών αποτελεί απόλυτη aντένδειξη εκτέλεσης Κ.Ν.Α στις Η.Π.Α, παρόλο που υπάρχουν πολλές και αντιφατικές μελέτες πάνω στο θέμα. Διάφορες μελέτες παρουσιάστηκαν που αφορούσαν τη χρήση βαρφαρίνης πριν το χειρουργείο, και τη συνέχιση της και μετά το πέρας της επέμβασης, χωρίς κανένα επεισόδιο νωτιαίου αιματώματος μετά από εκτέλεση περιοχικής αναισθησίας33,34. Σε όλες αυτές τις αναφορές τονίζεται η ανάγκη συχνής μέτρησης του χρόνο προθρομβίνης (Ρτ). Οι Αμερικανικές Οδηγίες σχετικά με τη χρήση από του στόματος αντιπηκτικών και περιοχικής αναι-

ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΊΑΊΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ 89 σθησίας αναφέρουνj,3s: Θα πρέπει να διακόπτονται ( 4 έως 5 ημέρες προ της τεχνικής) και να μετράται ο ΡΤ και το INR πριν την έναρξη εκτέλεσης περιοχικής αναισθησίας σε ασθενείς υπό χρόνια θεραπεία. Συνχορήγηση με άλλα φάρμακα που επηρεάζουν την αιμόσταση θέτουν τον ασθενή σε αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας, χωρίς πολλές φορές να επηρεάζεται ο ΡΤ και το INR. Ο ΡΤ θα πρέπει να ελέγχεται πριν από την εκτέλεση της περιοχικής αναισθησίας αν έχει λάβει δόση μία αρχική δόση βαρφαρίνης στις τελευταίες 24h προ της επέμβασης. Σε ασθενή που φέρει καθετήρα και λαμβάνει χαμηλή δόση βαρφαρίνης, ο έλεγχος του ΡΤ και INR θα πρέπει να είναι καθημερινός όπως και πριν την αφαίρεση του καθετήρα. INR>3 σημαίνει διακοπή της θεραπείας με βαρφαρίνη. Οι ευρωπα ίκές οδηγίες επίσης θέτουν τη χρήση βαρφαρίνης ως απόλυτη aντένδειξη για την εκτέλεση Κ.Ν.Α18. Οι περισσότερες στρατηγικές αφορούν τη διακοπή της θεραπείας τουλάχιστον 48h πριν και διατήρηση του INR < 1.414. Τα θρομβολυτικά και ινωδολυτικά φάρμακα διαλύουν εγκατεστημένους θρόμβους αυξάνοντας την ελεύθερη πλασμίνη, με aποδόμηση του ινώδους και των άλλων παραγόντων πήξεως. Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενοι τέτοιοι παράγοντες είναι: η Στρεπτοκινάση, η Ουροκινάση και ο Ιστικός ενεργοποιητής του πλασμινογόνου. Ο παράγοντας που επηρεάζεται ιδιαίτερα είναι ο χρόνος ροής (Βτ). Υπάρχουν λίγες μελέτες που αφορούν την εκτέλεση περιοχικής αναισθησίας σε ασθενείς που λαμβάνουν θρομβολυτικά και ινωδολυτικά φάρμακα. Υπάρχουν σποραδικές αναφορές για την εμφάνιση νωτιαίου αιματώματος αλλά μόνο 3 περιπτώσεις μετά από Κ.Ν.Α36,37,38,39. Ο κίνδυνος αιμορραγίας αυτών των ασθενών είναι αυξημένος λόγω της συνήθης συνχορήγησης τους με ηπαρίνη ή/και αντιαιμοπεταλιακούς παράγοντες. Προεγχειρητικά θα πρέπει να προσδιορίζεται αν τα παραπάνω φάρμακα χορηγούνται προεγχειρητικά, μετεγχειρητικά ή διεγχειρητικά. Συνιστάται η αποφυγή εκτέλεσης περιοχικής αναισθησίας σε ασθενείς που λαμβάνουν θρομβολυτικά και ινωδολυτικά φάρμακα λόγω έλλειψης επαρκών δεδομένων για το χρόνο που πρέπει να επέλθει για την εκτέλεση του αποκλεισμού μετά τη διακοπή αυτών των φαρμάκων3. Συνιστάται η αποφυγή χορήγησης αυτών των φαρμάκων για τουλάχιστον 10 ημέρες μετά την εκτέλεση αποκλεισμού3. Τακτικός νευρολογικός έλεγχος απαιτείται σε περίπτωση εκτέλεσης περιοχικής ανασθησίας. Σε χρήση aντιπηκτικής αγωγής θα πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την εκτέλεση Κ.Ν.Α η μέση προσπέλαση, οι λεπτότερες βελόνες και φυσικά η μεγάλη εμπειρία. Η εισαγωγή του επισκληρίδιου καθετήρα δεν πρέπει να ξεπερνά τα 3-4 cm στον επισκληρίδιο χώρο και τέλος να χρησιμοποιούνται τοπικά αναισθητικά μικρής διάρκειας δράσης ή ναρκωτικά αναλγητικά ώστε να υπάρχει η δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης της νευρολογικής επιπλοκήςη. Η χορήγηση αναισθησίας σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή αποτελεί πάντα μία πρόκληση για τον αναισθησιολόγο. Η αναισθησιολογική προσέγγιση και αντιμετώπιση αυτών ασθενών θα πρέπει να εξατομικεύεται αφού σταθμιστούν μεταβλητές όπως η παρουσία παραγόντων κινδύνου για αιμορραγία, οι συνέπειες από τη διακοπή της aντιπηκτικής αγωγής και τα πιθανά οφέλη της εφαρμογής περιοχικής αναισθησίας σε αυτή την κατηγορία ασθενών.

90 ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΊΑΊΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Koηstaηtatos Α. Anticoagulatioη aηd cataract surgery: a review of the curreηt literature. Anesth Iηteηsive Care 2001; 29:11-18. 2. Vοη Depka Proηdziηski Μ, Karthaus Μ, Gaηser Α, et all. Anticoagulaηt prophylaxis aηd therapy iη patieηts with caηcer. Antibiot Chemother 2000; 50:149-158. 3. Horlocker ΤΤ, Wedel DJ, Βeηzοη Η, et all. Regioηal aηesthesia iη the aηticoagulated patieηt: Defiηiηg the risks (τhe secoηd ASRA Coηseηsus Coηfereηce ση Neuraxial Anesthesia aηd Anticoagulatioη). Reg Anesth Paiη Med 2003; 28:172-197. 4. Hematosis, surgical bleediηg aηd traηsfusioη. Ιη: Schwartz SI (ed.). Priηciples of Surgery, 7th edη. New York, USA:Mc Graw-Hill, 1993; vol 2:.p87-88. 5. Fiedliηg AF, Tamaroff J, Whitley RD. Drug iηteractioηs aηd reactioηs of aspiriη, peηicilliη, aηd local aηesthetics. Pa Deηt J 1981; 48:39-45. 6. Duηdee JW, Halliday NJ, McMurray TJ. Aspiriη aηd probeηecid pretreatmeηt iηflueηces the poteηcy of thiopeηtoηe aηd the oηset of actioη of midazolzam. Eur J Anesthesiol 1986; 3:247-251. 7. Derrier Μ, Mercatello Α. role of ηoη-steroidal aηtiηflammatory ageηts iη the perioperative periόd. Usefulηess aηd limitatioηs. Αηη Fr Anesth Reaηim 1997; 16:498-520. 8. Usubiaga JE. Neurological complicatioηs followiηg epidural aηesthesia. Ιηt Anesthesiol Cliη 1975; 13:1-153. 9. Tryba Μ, Wedel DJ. Ceηtral ηeuraxial block aηd low molecular weight hepariη ( eηoxapariη): lessoηs learηed from differeηt dosage regimeηs iη two coηtiηeηts. Acta Anesthesiol Scaηd 1997; 111 (Suppl):100-104. 10. Tryba Μ. Epidural regioηal aηesthesia aηd low molecular hepariη: Pro (Germaη) Aηaesthesiol. Iηteηsivmed Notfallmed Schmertzther 1993; 28:179-81. 11. Γοργίας Ν. Επιπλοκές Τοποπεριοχικής Αναισθησίας. Θέματα Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής 1998;16 (8):65-89. 12. Ζαραλίδου Α. Προβληματισμοί σχετικά με την Τοποπεριοχική αναισθησία στην κλινική πράξη. Θέματα Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής 1998;16 (8):99-112. 13. Hirsh J. Hepariη. Ν Eηgl J Med 1991; 324:1565-1574. 14. Vaηdermeuleη ΕΡ, Vaη Akeη Η, Vermyleη J. Anticoagulaηts aηd spiηal- epidural aηesthesia. Anesth Analg 1994; 79:1165-1177. 15. Wulf Η. Epidural aηesthesia aηd spiηal haematoma. Caη J Anaesth 1996; 43:1260-1271. 16. Liu SS, Mulroy MF. Neuraxial aηesthesia aηd aηalgesia iη the preseηce of staηdard hepariη. Reg Anesth Paiη Med 1998; 23(Suppl 2):157-163. 17. Tyagi Α, Bhattacharya Α. Ceηtral ηeuraxial blocks aηd aηticoagulatioη: a review of curreηt treηds.. Eur J Anesthesiol 2002; 19:317-329. 18. Tryba Μ. Europeaη practice guideliηes: thromboembolism prophylaxis aηd regioηal aηesthesia.. Reg Aηesth Paiη Med 1998; 23(Supp12):178-182. 19. Dietrich W, Spaηηagl Μ, Schramm W, et al. The iηflueηce of preoperative coagulatioη ση hepariη respoηse duriηg cardiopulmoηary bypass. J Thorac Cardiovasc Surg 1991; 102:505-514. 20. Aitkeηhead Α, Joηes RM. Κλινική Αναισθησιολογία. Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας 1999; σελ.562-563. 21. Weitz JI. Low-molecular-weight-hepariηs. Ν Eηgl J MED 1997; 337:688-698. 22. Stoeltiηg RK, Dierdorf SF. Coagulatioη disorders. Ιη: Aηesthesia aηd co-existiηg diseases, 3rd Ed, Stoeltiηg RK, Dierdorf SF (Eds) Churchill Liviηgstoηe, New York 1993, p407-426. 23. Μπαλαμούτσος ΝΓ. Στοιχεία περιεγχειρητικής ιατρικής. Εκδ Uηiversity Studio Press 2002; σελ.755-766. 24. Schwaηder D, Bachmaηη F. Hepariη aηd spiηal or epidural aηesthesia: decisioη aηalysis. Αηη Fr Anesth Reanim 1991; 10:284-296. 25. Bergqvist D, Liηdblad Β, Matzsch Τ. Low molecular weight hepariη for

ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΤΑΠΚΗΣ ΙΑΊΡΙΚΗΣ 91 thromboprophylaxis and epidural/spinal anaesthesia-is there a risk? Acta Anaesthesiol Scand 1992; 36:605-609. 26. Bergqvist D. Review of clinical trials of low molecular weight heparins. Eur J Surg 1992; 158:67-78. 27. Horlocker ΤΤ, Wedel DJ. Neuraxial blocks and low molecular weight heparin: balancing perioperative analgesia and thromboprophylaxis. Reg Anesth Pain Med 1998; 23 (Suppl 2):164-177. 28. CLASP: a randimised trial of low-dose aspirin for the prevention and treatment of preeclampsia among 9364 pregnant women. CLASP (Collaborative Low-dose Aspirin Study in Pregnancy) Collaborative Group. Lancet 1994; 343:619-629. 29. Horlocker ΤΤ, Wedel DJ, Offord ΚΡ. Does preoperative antiplatelet therapy increase the risk of hemorrhagic complications associated with regional anesthesia? Anesth Analg 1990; 70:631-634. 30. Urmey WF, Rowlingson J. Do antiplatelet agents contribute to the development of perioperative spinal hematoma? Reg Anesth Pain Med 1998; 23 (Suppl 2):146-151. 31. Vandermeulen ΕΡ, Vermylen J, Van Aken Η. Epidural and spinal anaesthesia in patients receiving anticoagulant therapy. In: Van Aken Η (ed). Baillieres Clinical Anaesthesia: New developments in Epidural and Spinal drug administration. London, U.Κ: Bailliere Tindall, 1993; p663-689. 32. The bleeding time. Lancet 1991; 337:1447-1448. 33. Horlocker ΤΤ, Wedel DJ, Schlichting JL. Postoperative epidural analgesia and oral anticoagulant therapy. Anesth Analg 1994; 79:89-93. 34. Wu CL, Perkins FM. Oral anticoagulant prophylaxis and epidural catheter removal. Reg Anesth 1996; 21:517-524. 35. Enneking F:Κ, Benzon Η. Oral anticoagulants and regional anesthesia: a perspective. Reg Anesth Pain Med 1998; 23: (Suppl 2):140-145. 36. Connolly ES Jr, Winfree CJ, McCormick PC. Management of spinal epidural hematoma after tissue plasminogen activator. Α case report. Spine 1996; 21:1694-1698. 37. Sawin PD, Traynelis VC, Follett ΚΑ. Spinal epidural hematoma following coronary thrombolysis with tissue plasminogen activator. Report of two cases. J Neurosurg 1995; 83:350-353. 38. Dickman CA, Shedd SA, Spetzler RF, et al. Spinal epidural hematoma associated with epidural anesthesia: complications of systemic heparinization in patients receiving peripheral vascular thrombolytic therapy. Anesthesiology 1990; 72:947-950. 39. Rabito SF, Ahmed S, Feinstein L, et al. Intrathecal bleeding after the intraoperative use of heparin and urokinase during continuous spinal anesthesia. Anesth Analg 1996; 82:409-411.