ON THE DEFICIT AT THE TIME OF RUIN IN THE RENEWAL RISK MODEL

Σχετικά έγγραφα
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

UNIVERSITY OF PIRAEUS DEPARTMENT OF STATISTICS AND INSURANCE SCIENCE POSTGRADUATE PROGRAM IN ACTUARIAL AND RISK MANAGEMT

ΜΕΓΙΣΤΙΚΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗΣ 18 Σεπτεμβρίου 2014

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Σερρών Τμήμα Πληροφορικής & Επικοινωνιών Σήματα και Συστήματα

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Σερρών Τμήμα Πληροφορικής & Επικοινωνιών Σήματα και Συστήματα

Τυχαία Διανύσματα και Ανεξαρτησία

Σήματα και Συστήματα. Διάλεξη 1: Σήματα Συνεχούς Χρόνου. Δρ. Μιχάλης Παρασκευάς Επίκουρος Καθηγητής

ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΣΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΓΚΑΟΥΣΙΑΝΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ

12. ΑΝΙΣΩΣΕΙΣ Α ΒΑΘΜΟΥ. είναι δύο παραστάσεις μιας μεταβλητής x πού παίρνει τιμές στο

Ε π ι μ έ λ ε ι α Κ Ο Λ Λ Α Σ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ

1 Πιθανότητα χρεωκοπίας

Μονοτονία - Ακρότατα Αντίστροφη Συνάρτηση

0x2 = 2. = = δηλαδή η f δεν. = 2. Άρα η συνάρτηση f δεν είναι συνεχής στο [0,3]. Συνεπώς δεν. x 2. lim f (x) = lim (2x 1) = 3 και x 2 x 2

X = συνεχης. Είναι εμφανές ότι αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη της ροπογεννήτριας

ιωνυµική Κατανοµή(Binomial)

ΚΑΤΑΝΟΜΕΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΥΧΑΙΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ (Συνέχεια)

Στατιστική. Ενότητα 3 η : Χαρακτηριστικά Τυχαίων Μεταβλητών Θεωρητικές Κατανομές Πιθανότητας για Διακριτή Τυχαία Μεταβλητή

35 Χρήσιμες Προτάσεις με αποδείξεις Γ Λυκείου Μαθηματικά Κατεύθυνσης

ΤΟ ΚΛΑΣΣΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΕ ΜΑΡΚΟΒΙΑΝΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑ Α. , έχει κατακόρυφη ασύμπτωτη την x 0.

M. J. Lighthill. g(y) = f(x) e 2πixy dx, (1) d N. g (p) (y) =

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο: ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΘΕΜΑ Α

ΦΡΑΓΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ

Από το Γυμνάσιο στο Λύκειο Δειγματικός χώρος Ενδεχόμενα Εύρεση δειγματικού χώρου... 46

Σύντομη Εισαγωγή στις Στοχαστικές Ανελίξεις

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ Queuing Systems Επισκόπηση Αναλυτικών Τεχνικών Θεωρίας Πιθανοτήτων για Εφαρμογή σε Ουρές Αναμονής M/G/1

Η Θεωρία στα Μαθηματικά κατεύθυνσης της Γ Λυκείου

Διαφορικές Εξισώσεις.

Για να εκφράσουμε τη διαδικασία αυτή, γράφουμε: :

(a) = lim. f y (a, b) = lim. (b) = lim. f y (x, y) = lim. g g(a + h) g(a) h g(b + h) g(b)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΤΟ ΔΙΩΝΥΜΙΚΟ ΘΕΩΡΗΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο: ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 8: ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ [Ενότητα Μονοτονία Συνάρτησης του κεφ.2.6 Μέρος Β του σχολικού βιβλίου].

pdf: X U(a, b) 0, x < a 1 b a, a x b 0, x > b

3. ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΚΑΤΑΝΟΜΩΝ

2. Αν έχουμε μια συνάρτηση f η οποία είναι συνεχής σε ένα διάστημα Δ.

Αριθμητική Ανάλυση και Εφαρμογές

ΟΙ πιο πάνω έννοιες εκφράζουν όπως λέμε τη μονοτονία της συνάρτησης.


Ορισμός : Η συνάρτηση X : Ω είναι μετρήσιμη εάν 1. της τυχαίας μεταβλητής X : Ω, είναι το πεδίο τιμών της X. Δηλαδή είναι το υποσύνολο του { }

h(x, y) = card ({ 1 i n : x i y i

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ

ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΕΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΛΥΜΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Το 1ο Θέμα στις πανελλαδικές εξετάσεις

Λ. Ζαχείλας. Επίκουρος Καθηγητής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Οικονομική Δυναμική 29/6/14

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΘΕΜΑ Β. Να μελετήσετε ως προς τη μονοτονία και τα ακρότατα τις παρακάτω συναρτήσεις: f (x) = 0 x(2ln x + 1) = 0 ln x = x = e x =

OΡΙΟ - ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ

ΕΝΤΥΠΟ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Ορισμός : Η συνάρτηση X : Ω είναι μετρήσιμη εάν 1. της τυχαίας μεταβλητής X : Ω, είναι το πεδίο τιμών της X. Δηλαδή είναι το υποσύνολο του { }

8. Πολλαπλές μερικές παράγωγοι

Συνήθεις Διαφορικές Εξισώσεις Ι Ασκήσεις - 19/10/2017. Ακριβείς Διαφορικές Εξισώσεις-Ολοκληρωτικοί Παράγοντες. Η πρώτης τάξης διαφορική εξίσωση

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ. (Ενδεικτικές Απαντήσεις)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Θεώρημα Βolzano. Κατηγορία 1 η Δίνεται η συνάρτηση:

με Τέλος πάντων, έστω ότι ξεκινάει ένα άλλο υποθετικό σενάριο που απλά δεν διευκρινίζεται. Για το i) θα έχουμε , 2

Κεφάλαιο 3 ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ. 3.1 Η έννοια της παραγώγου. y = f(x) f(x 0 ), = f(x 0 + x) f(x 0 )

Μέϑοδοι Εφαρμοσμένων Μαϑηματιϰών (ΜΕΜ 274) Λύσεις Θεμάτων Εξέτασης Ιούνη 2019

Λύσεις 4ης Ομάδας Ασκήσεων

Σήματα και Συστήματα. Διάλεξη 13: Μελέτη ΓΧΑ Συστημάτων με τον Μετασχηματισμό Laplace. Δρ. Μιχάλης Παρασκευάς Επίκουρος Καθηγητής

ΜΕΜ251 Αριθμητική Ανάλυση

ΣΕΜΣΙΡΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ «ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ» ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:

Περιεχόμενα. Πρόλογος 3

Ορισµός. (neighboring) καταστάσεων. ηλαδή στην περίπτωση αλυσίδας Markov. 1.2 ιαµόρφωση µοντέλου

1.1. Διαφορική Εξίσωση και λύση αυτής

Μαθηματικά. Ενότητα 2: Διαφορικός Λογισμός. Σαριαννίδης Νικόλαος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

Αριθμητική Ανάλυση και Εφαρμογές

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΕΔΙΟ ΟΡΙΣΜΟΥ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΛΥΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ Α

Μιχάλης Παπαδημητράκης. Αρμονική Ανάλυση. Τμήμα Μαθηματικών. Πανεπιστήμιο Κρήτης

Δυναμική Μηχανών I. Επίλυση Προβλημάτων Αρχικών Συνθηκών σε Συνήθεις. Διαφορικές Εξισώσεις με Σταθερούς Συντελεστές

Κ Ο Λ Λ Α Σ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ

IV.13 ΔΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ 1 ης ΤΑΞΕΩΣ

Αριθμητική Ανάλυση και Εφαρμογές

MEΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ Y= g( X1, X2,..., Xn)

f(y) dy = b a dy = b a x f(x) dx = b a dx = x 2 = b2 a 2 2(b a) b a dx = = (a2 + ab + b 2 )(b a) 3(b a)

αβ (, ) τέτοιος ώστε f(x

2ογελ ΣΥΚΕΩΝ 2ογελ ΣΥΚΕΩΝ ΠΟΛΥΩΝΥΜΙΚΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ Β Λυκει(ου ΠΟΛΥΩΝΥΜΙΚΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΓΙΑ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟ ΕΚΘΕΤΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΑΠΟ k ΠΛΗΘΥΣΜΟΥΣ

8. Πολλαπλές μερικές παράγωγοι

Παράδειγμα 14.2 Να βρεθεί ο μετασχηματισμός Laplace των συναρτήσεων

Γενικά Μαθηματικά ΙΙ

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 7: ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΘΕΩΡΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΗΣ ΤΙΜΗΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΠΕΜΠΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

Ο Μετασχηματισμός Ζ. Ανάλυση συστημάτων με το μετασχηματισμό Ζ

Για την κατανόηση της ύλης αυτής θα συμβουλευθείτε επίσης το: βοηθητικό υλικό που υπάρχει στη

Επισκόπηση ύλης Πιθανοτήτων: Μέρος ΙΙ. M. Kούτρας

ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΜΕΣ

Υπολογιστικά & Διακριτά Μαθηματικά

S T (x) = exp. (α) m n q x = m+n q x m q x. (β) m n q x = m p x m+n p x. (γ) m n q x = m p x n q x+m. tp x = S Tx (t) = S T (x + t) { x+t

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΘΕΜΑ Β. Να εξετάσετε αν ισχύουν οι υποθέσεις του Θ.Μ.Τ. για την συνάρτηση στο διάστημα [ 1,1] τέτοιο, ώστε: C στο σημείο (,f( ))

n 5 = 7 ε (π.χ. ορίζοντας n0 = 1+ ε συνεπώς (σύμϕωνα με τις παραπάνω ισοδυναμίες) an 5 < ε. Επομένως a n β n 23 + β n+1

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ Queuing Systems

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Κεφάλαιο 8. Συνεχείς Κατανομές Πιθανοτήτων

Από το Γυμνάσιο στο Λύκειο Δειγματικός χώρος Ενδεχόμενα Εύρεση δειγματικού χώρου... 46

P (M = n T = t)µe µt dt. λ+µ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 2009 ΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ :

Ανάλυση Απόδοσης Πληροφοριακών Συστημάτων

Διαφορικές εξισώσεις 302.

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΥΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

Όταν η s n δεν συγκλίνει λέμε ότι η σειρά αποκλίνει.

Επισκόπηση ύλης Πιθανοτήτων Μέρος ΙΙ. M. Kούτρας

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ Παναγιώτης Α. Σταθόπουλος Διπλωματική Εργασία Υποβλήθηκε στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς ως μέρος των απαιτήσεων για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην Αναλογιστική Επιστήμη και Διοικητική Κινδύνου. Πειραιάς Ιανουάριος 215 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ Παναγιώτης Α. Σταθόπουλος Διπλωματική Εργασία Υποβλήθηκε στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς ως μέρος των απαιτήσεων για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην Αναλογιστική Επιστήμη και Διοικητική Κινδύνου. Πειραιάς Ιανουάριος 215 2

Η παρούσα Διπλωματική Εργασία εγκρίθηκε ομόφωνα από την Τριμελή Ε- ξεταστική Επιτροπή που ορίσθηκε από τη ΓΣΕΣ του Τμήματος Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς στην υπ αριθμό... συνεδρίασή του σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Αναλογιστική Επιστήμη και Διοικητική Κινδύνου. Τα μέλη της Επιτροπής ήταν: Ψαρράκος Γεώργιος (Επιβλέπων) Πολίτης Κωνσταντίνος Βρόντος Σπυρίδων Η έγκριση της Διπλωματικής Εργασίας από το Τμήμα Στατιστικής και Α- σφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς δεν υποδηλώνει αποδοχή της γνώμης του συγγραφέα. 3

UNIVERSITY OF PIRAEUS DEPARTMENT OF STATISTICS AND INSURANCE SCIENCE POSTGRADUATE PROGRAM IN ACTUARIAL SCIENCE AND RISK MANAGEMENT ON THE DEFICIT AT THE TIME OF RUIN IN THE RENEWAL RISK MODEL Panagiotis A. Stathopoulos MSc Dissertation Submitted to the Department of Statistics and Insurance Science of the U- niversity of Piraeus in partial fulfillment of the requirements for the degree of Master of Science in Actuarial Science and Risk Management. Piraeus January 215 4

Στην οικογένεια μου Δάφνη και τον μικρό μας Αντρέα 5

Ευχαριστίες Αρχικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω την σύζυγο μου Δάφνη και τον γιο μας Αντρέα, που όχι μόνο ανέχτηκαν τον ελάχιστο προσωπικό μου χρόνο για αυτούς να τον αφιερώσω στην ολοκλήρωση αυτής της εργασίας, αλλά με ενθάρρυναν και με την ευγενή τους στάση. Τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου θα ήθελα να δώσω στην τριμελή επιτροπή για το χρόνο τους και κυρίως στον επιβλέποντα καθηγητή της εργασίας, Γιώργο Ψαρράκο, αρχικά για την συμβολή του στην εργασία καθεαυτή με τα χρήσιμα και έγκυρα σχόλια του, αλλά και για την υπομονή και προσαρμοστικότητα του αντιλαμβανόμενος το δύσκολο εργασιακό μου ωράριο. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους του καθηγητές του Μεταπτυχιακού τμήματος για την προσπάθεια τους να μας μεταδώσουνε με όσο τον δυνατόν πληρέστερο τρόπο τις γνώσεις τους. Η επιτυχία τους, αλλά και η εν γένει χρησιμότητα του μεταπτυχιακού τμήματος φαίνεται από την καθολική αναγνωρισημότητά του από την ίδια την αγορά εργασίας. 6

Περίληψη Βασικός στόχος της παρούσης εργασίας αποτελεί η μελέτης της κατανομής του ελλείμματος στο ανανεωτικό μοντέλο της θεωρίας κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, μελετήθηκαν ένα πλήθος φραγμάτων και σχετικών ποσοτήτων που συνδέονται με την υπό μελέτη κατανομή, τόσο στο ανανεωτικό όσο και στο κλασικό μοντέλο. Σκοπός της μελέτης είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη και ακριβέστερη προσέγγιση των ποσοτήτων της εν λόγω κατανομής. Αναφέρουμε ενδεικτικά το μέγεθος της πτώσης του πλεονάσματος κάτω από δεδομένο αποθεματικό, το μέγεθος του ελλείμματος τη στιγμή της χρεοκοπίας, τις αντίστοιχες πιθανότητες και άλλες σχετικές ποσότητες. Για την ανάπτυξη και διαμόρφωση της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν ένα πλήθος από επιστημονικά άρθρα. Προεξέχοντα και δομικό ρόλο είχαν τα άρθρα των Chadjiconstantinidis S., Politis K. (27), Willmot G.E. (22) και Woo J.K. (211). 7

Abstract The main objective of this paper is the study of the deficit at the time of ruin in the renewal model of risk theory. In this context, a number of results and approximations associated with the distribution of the deficit, were studied and compared, both in the renewal and in the classical model. The purpose of the study is to have, an as far as possible completed and accurate approach to the quantities we are interested in. For example, the probability of ruin, the severity of the deficit at the time of ruin and other related quantities. For the development and configuration of our study have been used a number of scientific articles. We remark that key role, had the articles of Chadjiconstantinidis S., Politis K. (27), Willmot GE (22) and Woo J.K. (211). 8

Περιεχόμενα 1 Εισαγωγικές έννοιες της Θεωρίας Χρεοκοπίας 1 1.1 Πρόλογος............................. 1 1.2 Βασικές έννοιες.......................... 1 2 Φράγματα της κατανομής του ελλείμματος στο ανανεωτικό μοντέλο 23 2.1 Εισαγωγή βασικών συναρτήσεων................. 23 2.2 Σύνθετη γεωμετρική και άλλες σχετικές κατανομές....... 25 2.3 Ακριβείς εκφράσεις της κατανομής του ελλείμματος....... 31 2.4 Φράγματα και ασυμπτωτικά αποτελέσματα............ 34 2.5 Η κατανομή του ελλείμματος όταν οι ενδιάμεσοι χρόνοι μεταξύ των ζημιών ακολουθούν Erlang-2 κατανομή........... 43 3 Βελτιώσεις των φραγμάτων της κατανομής του ελλείμματος 48 3.1 Εισαγωγικές έννοιες........................ 48 3.2 Φράγματα της G(u,y) με γενικές εφαρμογές........... 49 3.2.1 Μελέτη κάτω φραγμάτων................. 49 3.2.2 Μελέτη άνω φραγμάτων.................. 52 3.2.3 Μελέτη άνω και κάτω φραγμάτων χρησιμοποιώντας παραλλαγή της συνθήκης Lundberg............ 58 3.3 Φράγματα που σχετίζονται με τον συντελεστή προσαρμογής.. 6 3.4 Παραδείγματα και συμπεράσματα................. 65 9

Κεφάλαιο 1 Εισαγωγικές έννοιες της Θεωρίας Χρεοκοπίας 1.1 Πρόλογος Η μελέτη του ελλείμματος δεδομένης της χρεοκοπίας στο ανανεωτικό μοντέλο μας δημιουργεί την ανάγκη της περαιτέρω μελέτης και εύρεσης νέων ιδιοτήτων των σύνθετων γεωμετρικών κατανομών. Αυτό συμβαίνει διότι η κατανομή της μέγιστης συσσωρευτικής απώλειας κατά τη στιγμή της χρεοκοπίας, δεδομένου ότι θα συμβεί η χρεοκοπία, ακολουθεί τη σύνθετη γεωμετρική κατανομή. Η κανονική κατανομή του χρέους, δεδομένης της χρεοκοπίας, είναι μια μίξη των κατανομών των κλιμακωτών υψών (ladder heights) απο την οποία προκύπτουν ποικίλες σχέσεις και όρια. Ακόμα σημαντικότερη βελτίωση στον καθορισμό των ορίων, προκύπτει, αν θεωρήσουμε κάποιες επιπλέον υποθέσεις που αφορούν την κατανομή του ενδιάμεσου χρόνου αναμονής των αποζημιώσεων (αξιώσεων ή ζημιών) καθώς και την κατανομή του ύψους των αποζημιώσεων αυτών. 1.2 Βασικές έννοιες Στη συνέχεια θα ορίσουμε κάποιες θεμελιώδεις εισαγωγικές έννοιες της θεωρίας χρεοκοπίας ξεκινώντας από τον ορισμό της στοχαστικής ανέλιξης (βλέπε Κουτσόπουλος Κ. 1999 και Πολίτης Κ. 212). 1

Ορισμός Μία στοχαστική ανέλιξη είναι μια οικογένεια τ.μ. {X t : t T } όπου T είναι ένα σύνολο (συνήθως χρόνος). Μια στοχαστική ανέλιξη διακρίνεται σε συνεχής ή διακριτής παραμέτρου και σε συνεχών ή διακριτών τιμών αναλόγως το αν είναι συνεχείς ή διακριτές οι τιμές των T και X αντίστοιχα. Μια βασική κατηγορία στοχαστικών ανελίξεων είναι οι Μαρκοβιανές ανελίξεις. Ορισμός Μια στοχαστική ανέλιξη σε διακριτό χρόνο λέμε ότι είναι ανέλιξη (ή αλυσίδα) Markov όταν ικανοποιεί τη σχέση P (X n = x X n 1 = x n 1, X n 2 = x n 2,..., X = x ) = P (X n = x X n 1 = x n 1 ), x < x 1 <... < x n 1 < x, n = 1, 2,... Το απλούστερο μοντέλο μιας μαρκοβιανής ανέλιξης είναι η ανέλιξη Poisson. Η ανέλιξη αυτή είναι μια απαριθμήτρια ανέλιξη, δηλαδή μη φθίνουσα και παίρνει ακέραιες και μη αρνητικές τιμές. Συνεπώς, αποτελεί το βασικό εργαλείο για την μελέτη των απαιτήσεων προς μια ασφαλιστική στο χρόνο. Ορισμός Μια απαριθμήτρια στοχαστική ανέλιξη {N(t) : t } λέγεται ανέλιξη Poisson όταν ικανοποιεί τις παρακάτω συνθήκες: 1. N() = 2. Σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα h μπορεί να συμβεί το πολύ ένα γεγονός και η πιθανότητα να συμβεί είναι ανάλογη του διαστήματος. Δηλαδή P (N(t + h) = n + k N(t) = n) = λh + o(h), k = 1, 1 λh + o(h), k =, o(h), k 2. 3. Για κάθε t < s η τ.μ. N(s) N(t) είναι ανεξάρτητη της μεταβλητής N(t). Δυο βασικές ιδιότητες της στοχαστικής ανέλιξης Poisson είναι: Για κάθε σταθερό t η τ.μ. N(t) ακολουθεί την κατανομή Poisson με παράμετρο λt και μπορεί να αναπαρασταθεί ως N(t) P oi(λt). Για κάθε i j οι μεταβλητές T i, T j είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και καθεμία ακολουθεί την εκθετική κατανομή με παράμετρο λ, όπου T i ο ενδιάμεσος χρόνος μεταξύ της επέλευσης του γεγονότος i 1 και του γεγονότος i. 11

Συνεπώς, έστω Y k ο χρόνος μέχρι να συμβεί το k γεγονός, τότε Y k = k i=1 T i Γνωρίζουμε, όμως, ότι το άθροισμα ανεξάρτητων εκθετικών με την ίδια παράμετρο ακολουθεί την κατανομή Γάμμα, την οποία συμβολίζουμε ως Ga(k, l), συμπεραίνουμε ότι στην ανέλιξη Poisson, k = 1, 2,... ισχύει Y k Ga(k, l). Αν η πρώτη παράμετρος στην κατανομή Γάμμα είναι ακέραιος, τότε αναφέρεται και ως κατανομή Erlang, την οποία συμβολίζουμε ως Erl(k, l). Μια γενίκευση της ανέλιξης Poisson με ιδίαιτερο ενδιαφέρον στην Θεωρία χρεοκοπίας είναι η ανανεωτική ανέλιξη. Ορισμός Μια απαριθμήτρια ανέλιξη (N(t) : t ) της οποίας οι ενδιάμεσοι χρόνοι είναι ανεξάρτητες τυχαίες μεταβλητές που ακολουθούν την ίδια κατανομή ονομάζεται ανανεωτική ανέλιξη. Για την ανάπτυξη της θεωρίας χρεοκοπίας υπό το πρίσμα των ανανεωτικών ανελίξεων θα χρειαστεί ο ορισμός της συνέλιξης δύο ή περισσότερων αθροιστικών συναρτήσεων κατανομής. Ορισμός Αν F, G είναι δύο αθροιστικές συναρτήσεις κατανομής, τότε η συνάρτηση κατανομής F G που ορίζεται για x από τη σχέση (F G)(x) = (G F )(x) = x F (x t)dg(t) ονομάζεται συνέλιξη των F, G. Ομοίως αν F, G είναι δύο αθροιστικές συναρτήσεις κατανομής, με πυκνότητες f, g τότε η πυκνότητα F G ορίζεται ως (F G)(x) = x f(x t)g(t)dt. 12

Πρόταση 1.2.1. Εστω μια ανανεωτική ανέλιξη (N(t) : t ) στην οποία η κατανομή των ενδιαμέσων χρόνων είναι F και έστω m(t) = E[N(t)] η ανανεωτική συνάρτηση. Τότε η m(t) ικανοποιεί τη σχέση m(t) = F k (t), k=1 όπου F k είναι η k-τάξης συνέλιξη της F με τον εαυτό της, δηλαδή F 2 (x) = (F F )(x) κ.ο.κ. Πρόταση 1.2.2. Η ανανεωτική συνάρτηση m(t) ικανοποιεί την ανανεωτική εξίσωση m(t) = F (t) + Γενικότερα μια εξίσωση της μορφής µ(t) = Z(t) + φ t t m(t x)df (x). Z(t x)df (x), λέγεται εξίσωση ανανεωτικού τύπου ή αλλιώς ανανεωτική εξίσωση. Οι εξισώσεις ανανεωτικού τύπου διακρίνονται σε: (α) ελλειμματικές όταν < φ < 1 και (β) κανονικές ή μη ελλειμματική όταν φ = 1. Θεώρημα 1.2.1. Βασικό Ανανεωτικό Θεώρημα Εστω η μη ελλειματική ανανεωτική εξίσωση Z(t) = g(t) + t Z(t x)df (x), όπου Z είναι η άγνωστη συνάρτηση, g μία φραγμένη συνάρτηση και F μία συνεχής συνάρτηση κατανομής. Αν η συνάρτηση g είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα (, ) και ισχύει lim g(t) = t 13

τότε ισχύει ο ασυμπτωτικός τύπος lim Z(t) = t g(y)dy µ 1, όπου µ 1 είναι η πρώτη ροπή της κατανομής F. Ορισμός ( Σύνθετη κατανομή) Αν X 1,X 2,..., είναι μια ακολουθία ανεξάρτητων τ.μ. και N μία μεταβλητή η οποία είναι ανεξάρτητη από τις X i και παίρνει ακέραιες μη αρνητικές τιμές, τότε η μεταβλητή { N S = i=1 X i, N 1, N =, λέμε ότι ακολουθεί μία σύνθετη κατανομή και η μεταβλητή S ονομάζεται σύνθετη τυχαία μεταβλητή. Η κατανομή της N δίνει το όνομα στη σύνθετη κατανομή. Παρακάτω παρουσιάζονται συνοπτικά η μέση τιμή, η διακύμανση και η ροπογεννήτρια της S. Εστω X 1,X 2,... ανεξάρτητες τ.μ. με E(X i ) = µ και V ar(x i ) = σ 2 για κάθε i = 1, 2,.... Τότε (α)e(s) = E(E(S N)) = E(N)E(X i ) = µe(n). (β)v ar(s) = V ar(e(s N)) + E(V ar(s N)) = V ar(n)µ 2 + E(N)σ 2. (γ)m S (t) = E(e ts ) = E N (E(e ts N = n)) = M N (lnm X1 (t)). Εχοντας ορίσει τα παραπάνω μπορούμε να περάσουμε στον ορισμό του κλασικού μοντέλου της Θεωρίας κινδύνων. Ορισμός Η στοχαστική ανέλιξη του πλεονάσματος {U(t) : t } ορίζεται για κάθε t από τη σχέση U(t) = u + P (t) S(t), όπου u είναι το αρχικό αποθεματικό, P (t) το συνολικό ασφάλιστρο στο διάστημα [, t] και S(t) είναι η σύνθετη ανέλιξη για τις συνολικές αποζημιώσεις στο ίδιο διάστημα. Το U(t) καλείται αποθεματικό ή πλεόνασμα τη χρονική στιγμή t ενώ το U() = u λέγεται αρχικό αποθεματικό. Ισχύει ότι 14

P (t) = ct για κάποιο c, δηλαδή η P (t) είναι μία γραμμική συνάρτηση. Οι μεταβλητές X i, που δηλώνουν το μέγεθος των αποζημιώσεων είναι ανεξάρτητες και ισόνομες καθώς και ανεξάρτητες του πλήθους των αποζημιώσεων (N(t)) σε ένα διάστημα. Οι μεταβλητές X i ακολουθούν την κατανομή F με μέση τιμή µ 1 = xf(x)dx < και με κ-οστή ροπή αποζημιώσεων που ορίζεται ως µ κ = x κ f(x)dx. Η {N(t) : t } είναι μια ανέλιξη Poisson έτσι ώστε η ανέλιξη {S(t) : t } να είναι μία σύνθετη ανέλιξη Poisson. Μια βασική υπόθεση που γίνεται πάντα στο κλασικό μοντέλο και αναφέρεται ως συνθήκη του καθαρού κέρδους είναι ότι c > λµ 1. Ορισμός Η πιθανότητα χρεοκοπίας με αρχικό αποθεματικό u ορίζεται από τη σχέση ψ(u) = P [U(t) <, t U() = u]. Το περιθώριο ασφάλειας ή συντελεστής ασφάλειας θ στο κλασικό μοντέλο ορίζεται από τη σχέση θ = c 1. λµ 1 Με βάση τα προηγούμενα μπορούμε να ορίσουμε την πιθανότητα μη χρεοκοπίας δ(u) = 1 ψ(u), ως η πιθανότητα να μην υπάρξει χρεοκοπία για αρχικό αποθεματικό u. Η δ(u) είναι μια μεικτή κατανομή, δηλαδή για αρχικό αποθεματικό u = υπάρχει μάζα πυκνότητας πιθανότητας μεγαλύτερη του μηδενός, οπότε δ() >. Στο κλασικό μοντέλο η συνάρτηση δ(u) ικανοποιεί την ανανεωτική εξίσωση δ (u) = λ c δ(u) λ c δ(u x)f(x)dx. 15

Για το κλασικό μοντέλο η προηγούμενη εξίσωση μετατρέπεται στην δ (u) = δ() + λ c δ(u x) F (x)dx, όπου F (x) = 1 F (x) είναι η ουρά της κατανομής των αποζημιώσεων. Εστω μία αθροιστική συνάρτηση κατανομής H(x) την οποία ορίζουμε ως H(x) = 1 µ 1 x F (y)dy, όπου µ 1 = F (x)dx και επειδή στο κλασικό μοντέλο ισχύει και ότι δ() = 1 λµ 1 τότε για u θα ισχύει ότι c δ(u) = 1 λµ 1 c + λµ 1 c δ(u x)dh(x). Χρησιμοποιώντας ότι 1 δ(u) = ψ(u) και συνεχίζοντας τις πράξεις έχουμε ότι 1 δ(u) = λµ 1 c = λµ 1 c = ( λµ1 c = λµ 1 c όπου H(u) = 1 H(u). λµ 1 c λµ 1 c λµ ) 1 c H(u) H(u) + λµ 1 c δ(u x)dh(x) [1 ψ(u x)]dh(x) + λµ 1 c ψ(u x)dh(x) ψ(u x)dh(x), (1.1) Η τελευταία ελλειμματική ανανεωτική εξίσωση στην οποία καταλήξαμε μπορεί 16

κάτω από κάποια συνθήκη να μετατραπεί σε μία μη ελλειμματική ανανεωτική εξίσωση. Για να το πετύχουμε, θεωρούμε R > τέτοιο ώστε να ισχύει e Rx dh(x) = c λµ 1 = 1 + θ. (1.2) Την ισότητα αυτήν την ονομάζουμε συνθήκη Lundberg. Αν ικανοποιείται η συνθήκη αυτή τότε πολλαπλασιάζοντας και τα δύο μέλη της (1.1) με e ru παίρνουμε ότι ψ(u)e ru = λµ 1 c = λµ 1 c H(u)e ru + λµ 1 c H(u)e ru + λµ 1 c ψ(u x)e ru dh(x) e r(u x) ψ(u x)e rx dh(x). Συνεχίζοντας τις πράξεις καταλήγουμε στην ισοδύναμη σχέση με την (1.2) η οποία είναι 1 r + 1 r M X i (r) = c λ. (1.3) Η θετική λύση R ως προς r στην παραπάνω εξίσωση λέγεται συντελεστής προσαρμογής. Ο συντελεστής προσαρμογής είναι ιδιαίτερα σημαντικός διότι μπορεί να δώσει κάποιες σημαντικές πληροφορίες: Αρχικά από την ανισότητα του Lundberg ψ(u) e Ru, u. Και από τον ασυμπτωτικό τύπο των Cramer - Lundberg για C > ψ(u) Ce Ru, u. Σε αρκετές περιπτώσεις του κλασικού μοντέλου, παρόλο που ο συντελεστής προσαρμογής υπάρχει, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια. 17

Ετσι, βρέθηκε ένα άνω φράγμα για τον συντελεστή προσαρμογής R το οποίο υπολογίστηκε ως εξής (χρησιμοποιώντας την σειρά Taylor) λ + cr = λm X (R) = λ e Rx f(x)dx > λ (1 + Rx + 1 2 R2 x 2 )f(x)dx [ > λ f(x)dx + Rxf(x)dx + > λ (1 + Rµ 1 + 12 ) R2 µ 2, ] 1 2 R2 x 2 f(x)dx απ όπου προκύπτει ότι Χρησιμοποιώντας τη σχέση R < 2(c λµ 1) λµ 2. c = (1 + θ)λµ 1 και αντικαθιστώντας στην προηγούμενη έχουμε ότι R < 2θµ 1 µ 2 όπου για πολύ μικρά R παιρνουμε εξαιρετικά ικανοποιητικές προσεγγίσεις του. Στη συνέχεια θα μελετήσουμε την πιθανότητα χρεοκοπίας με την πρώτη αποζημίωση. Η πιθανότητα αυτή αφορά σπάνια αλλά καταστροφικά γεγονότα όπως ένας σεισμός ή ένας τυφώνας, συνεπώς η μελέτη τους εμπίπτει στο ερευνητικό και επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Εστω το κλασικό μοντέλο όπου λ η ένταση της ανέλιξης Poisson, η οποία περιγράφει τον χρόνο αφίξεων των απαιτήσεων και c η ένταση του ασφαλίστρου. Η πιθανότητα ψ 1 (u) να συμβεί χρεοκοπία με την άφιξη της πρώτης αποζημίωσης είναι ίση με: ψ 1 (u) = λe λt [1 F (u + ct)]dt, 18

όπου F, θυμίζουμε πως είναι η συνάρτηση κατανομής του μεγέθους αποζημίωσης. Καποιες βασικές έννοιες οι οποίες θα αποτελέσουν καθ αυτές αντικείμενο μελέτης ή θεωρούνται ως προαπαιτούμενες για την ανάλυση πιο σύνθετων μαθηματικών σχέσεων ορίζονται στη συνέχεια. (α) Ο χρόνος της χρεοκοπίας. Ειναι η χρονική στιγμή κατά την οποία το πλεόνασμα γίνεται για πρώτη φορά αρνητικό, δηλαδή μετατρέπεται σε έλλειμμα. (β) Το μέγεθος του ελλείμματος τη στιγμή της χρεοκοπίας. Δηλαδή το μέγεθος της πτώσης του πλεονάσματος κάτω από το μηδέν. Αποτελεί έναν δείκτη οξύτητας της χρεοκοπίας. (γ) Το πλεόνασμα πριν τη χρεοκοπία. Είναι το μέγεθος του πλεονάσματος την χρονική στιγμή ακριβώς πριν την έλευση του ζημιογόνου γεγονότος. (δ) Το μέγεθος της πτώσης του πλεονάσματος κάτω από το αποθεματικό u. Η μεταβλητή συμβολίζεται με L i. Στην βιβλιογραφία οι μεταβλητές L i εμφανίζονται με τον όρο κλιμακωτά ύψη. Οι μεταβλητές L i αποτελούν σημαντικό εργαλείο για την μελέτη του πλεονάσματος στο πέρασμα του χρόνου και κατ επέκταση τόσο στη μελέτη του μεγέθους του ελλείμματος τη στιγμή της χρεοκοπίας όσο και στη μελέτη του πλεονάσματος όχι μόνο πριν τη χρεοκοπία αλλά και οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Για αυτό τον λόγο στη συνέχεια θα ορίσουμε αναλυτικά την τυχαία μεταβλητή L i. Ως L 1 ορίζουμε την πτώση του πλεονασμάτος κάτω από το αρχικό πλεόνασμα u, η οποία πτώση παίρνει εξ ορισμού θετική τιμή. Εστω λοιπόν η χρονική στιγμή t 1 όπου η το πλεόνασμα έπεσε κάτω του αρχικού αποθέματος, και το πλεόνασμα γίνεται U(t 1 ) = u 1. Οπότε έχουμε ότι L 1 = u u 1. Στη συνέχεια ορίζουμε κατ αντιστοιχία με την L 1, μια τυχαία μεταβλητή L 2 η οποία μας δίνει την πρώτη πτώση του πλεονάσματος κάτω από την τιμή u 1, έστω u 2. Η πιθανότητα να υπάρξει πτώση του πλεονάσματος κάτω από το u 1, ισούται με ψ(), ενώ η τυχαία μεταβλητή L 2 παίρνει την τιμή L 2 = u 1 u 2. Επαγωγικά λοιπόν ορίζουμε τα L i. 19

Στο κλασικό μοντέλο, θεωρούμε την σύνθετη τυχαία μεταβλητή L = L 1 + L 2 +... + L K = K L i (L = K = ), i=1 τότε η L παριστάνει τη συνολική πτώση του πλεονάσματος κάτω από το αρχικό αποθεματικό u. Η L ονομάζεται μέγιστη συσσωρευτική απώλεια και η κατανομή της συνδέεται με την πιθανότητα χρεοκοπίας. Είναι προφανές ότι το πλήθος, έστω K, των κλιμακωτών υψών, ακολουθεί τη γεωμετρική κατανομή συνεπώς, να θεωρήσουμε αποτυχία την εμφάνιση ενός L i, η μεταβλητή K μετράει τον αριθμό αποτυχιών μέχρι την πρώτη επιτυχία, η κατανομή της δίνεται από την σχέση P (K = k) = [ψ()] k δ() k =, 1, 2... και λόγω του ότι ψ() = 1/(1 + θ), όπου θ είναι το περιθώριο ασφαλείας, τότε γράφεται ( ) k 1 θ P (K = k) =, k =, 1, 2.... 1 + θ 1 + θ Επομένως η πιθανότητα η τυχαία μεταβλητή L να πάρει την τιμή μηδέν είναι P (L = ) = P (K = ) = δ(). Επειδή η L είναι μία σύνθετη τυχαία μεταβλητή, από τον ορισμό της έχουμε ότι M L (r) = M K (lnm Li (r)). Η ροπογεννήτρια της K είναι M K (r) = E(e rk ) = P (K = k)e rk = k= [ψ()] k e rk δ(). k= Γνωρίζουμε ότι η σειρά συγκλίνει για όλα τα r ώστε ψ()e r < 1, δηλαδή r < ln[(c/(λµ 1 )]. Συνεπώς για όλες τις τιμές του r, το άθροισμα k= [ψ()er ] k είναι ίσο με (1 ψ()e r ) k και συνεπώς προκύπτει ότι M K (r) = E ( e rk) = δ() 1 ψ()e r. 2

Χρησιμοποιώντας ότι ψ() = 1 δ() = 1/(1 + θ) η ροπογεννήτρια της L παίρνει τελικά την μορφή M L (r) = θ 1+θ 1 1 1+θ M L i (r) = θ (1 + θ) M Li (r). Παρατήρηση Οταν το αρχικό αποθεματικό είναι u =, τότε η κατανομή που έχει το έλλειμμα τη στιγμή της χρεοκοπίας, δοθέντος ότι θα συμβεί χρεοκοπία, είναι η κατανομή H. Οπότε ισχύει P ( U(T ) y T <, U() = ) = H(y) = 1 y (1 F (t))dt. µ 1 Βλέπουμε λοιπόν ότι η H(u) είναι η κατανομή του ελλείμματος όταν u = και δοθέντος ότι θα συμβεί χρεοκοπία. Συνεχίζοντας θα ορίσουμε μία εκ των σημαντικότερων συναρτήσεων κατανομής στη θεωρία χρεοκοπίας, η οποία θα αποτελέσει και τον κύριο άξονα του πεδίου έρευνας της συγκεκριμένης μελέτης. Η συνάρτηση κατανομής G(u, y) που την εισήγαγαν οι Gerber et al.(1987) εκφράζει την πιθανότητα, ξεκινώντας με αρχικό απόθεμα u και σε περίπτωση που συμβεί χρεοκοπία, το έλλειμμα την στιγμή της χρεοκοπίας να μην είναι μεγαλύτερο απο y. Εστω λοιπόν T η στιγμή που το αρχικό πλεόνασμα πέφτει πρώτη φορά κάτω από το μηδέν,τότε G(u, y) = P { U T y, T < U = u} Μια άλλη έκφραση της συγκεκριμένης κατανομής είναι G(u, y) = Ḡ(u) Ḡ(u, y) η οποία ικανοποιεί την ελλειματική ανανεωτική εξίσωση G(u, y) = φ G(u t, y)dh(t) + φ{ H(u) H(u + y)}. Εχουμε ότι Ḡ(u, y) = P r( U T > y, T < U() = u) αποτελεί γενίκευση της ψ(u) = P r(t < U() = u). Επίσης είναι προφανές ότι ισχύουν οι ισότητες Ḡ(u) = ψ(u) 21

και G(u) = δ(u). Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι η μελέτη συγκεκριμένων άρθρων και η μελέτη της θεωρίας των ελλειματικών ανανεωτικών εξισώσεων για την εύρεση ακριβέστερων εκφράσεων των συναρτήσεων και αυτό θα συμβεί: Χρησιμοποιώντας εκθετικά και μη εκθετικά φράγματα. Μελετώντας ασυμπτωτικά αποτελέσματα σε περιπτώσεις που είτε υπάρχει είτε όχι ο συντελεστής προσαρμογής Αναπτύσσοντας παραδείγματα που να επαληθεύουν τα ως άνω αποτελέσματα. 22

Κεφάλαιο 2 Φράγματα της κατανομής του ελλείμματος στο ανανεωτικό μοντέλο 2.1 Εισαγωγή βασικών συναρτήσεων Στο κεφάλαιο αυτό θα χρησιμοποιήσουμε αναλυτικά εργαλεία, προσεγγίσεις και σχέσεις που δημοσιεύσε ο Willmot (22). Εστω η σύνθετη γεωμετρική κατανομή της τυχαίας μεταβλητής L η οποία ακολουθεί την συνάρτηση κατανομής η οποία ικανοποιεί την εξίσωση Ḡ(u) = G(u) = P r(l u) = 1 Ḡ(u), ()φ n H n (u), u, (2.1) n=1 όπου < φ < 1 και H(u) = 1 H(u) είναι η συνάρτηση κατανομής της θετικής μεταβλητής L i και συνεπώς H n (u) = P r(l 1 + L 2 +... + L n > u). Στην περίπτωση μας για u, η δεξιά ουρά της σύνθετης γεωμετρικής κατανομής Ḡ(u) ικανοποιεί την ελλειμματική ανανεωτική εξίσωση Ḡ(u) = φ Ḡ(u t)dh(t) + φ H(u). (2.2) 23

Για την ανάλυση του μοντέλου μας, θεωρούμε την γενίκευση της προηγούμενης σχέσης ορίζοντας Ḡ(u, y) για u και y ως την λύση της επόμενης εξίσωσης Ḡ(u, y) = φ Ḡ(u t, y)dh(t) + φ H(u + y). (2.3) Είναι επίσης βολικό να ορίσουμε την κατανομή του ελλείμματος ως G(u, y) = Ḡ(u) Ḡ(u, y) = P r( U(T ) u, T < U() = u). Ακολούθως από τις εξισώσεις (2.2) και (2.3) συμπεραίνουμε ότι η G(u, y) θα ικανοποιεί επίσης την ανανεωτική ελλειμματική εξίσωση lim y G(u, y) = φ G(u t, y)dh(t) + φ[ H(u) H(u + y)]. (2.4) Συνεπώς, από τις ως άνω εξισώσεις γίνεται φανερό ότι Ḡ(u) = Ḡ(u, ) = G(u, y). Εστω N t : t είναι ο αριθμός των ζημιών σε μια ανανεωτική διαδικασία (βλέπε ορισμούς Κεφ.1). Εστω W 1 είναι ο χρόνος εως ότου συμβεί η πρώτη ζημιά και για i = 1, 2, 3..., n το W i είναι ο χρόνος μεταξύ της ζημιάς i και i 1. Θεωρούμε τις θετικές τυχαίες μεταβλητές W i ανεξάρτητες και ισόνομες και την κοινή τους συνάρτηση κατανομής K(t) = 1 K(t) = P r(w t) και οι οποίες έχουν μέσο το E(W ) = tdk(t). Με τον μετασχηματισμό Laplace - Stieltjes προκύπτει η σχέση που μας διευκολύνει στους υπολογισμούς k(s) = E(e sw ) = e st dk(t). Εστω ότι i-οστή ζημιά έχει ύψος Y i όπου οι μεταβλητές [Y 1, Y 2,...] είναι ανεξάρτητες και ισόνομες θετικές τυχαίες μεταβλητές καθώς και ανεξάρτητες των μεταβλητών W i. Εστω ότι οι Y i ακολουθούν την συνάρτηση κατανομής F (Y ) = 1 F (Y ) = P r(y y), με μέσο τον E(Y ) = ydf (y) και τον μετασχηματισμό Laplace - Stieltjes f(s) = E(e sf ) = 24 e sy df (y).

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε μία σύντομη περιγραφή των ιδιοτήτων αξιοπιστίας και τον τρόπο ταξινόμησης των εν λόγω κλάσεων. Για αναλυτικότερη περιγραφή μπορούμε να ανατρέξουμε στους Barlow - Proschan (1981) ή στους Fagiuoli - Pellerey (1994) καθώς και στις αναφορές που παραθέτουν. Εστω η συνάρτηση κατανομής F (y) = 1 F (y) και η αντίστοιχη συνάρτηση ισορροπίας της F 1 (y) = 1 F 1 (y) η οποία ορίζεται ως F 1 (y) = y F (x)dx{ F (x)dx} 1. Η συνάρτηση κατανομής F (y) λέμε ότι ακολουθεί φθίνουσα (αύξουσα) βαθμίδα αποτυχίας ή αντίστοιχα DFR (IFR) αν ο λόγος F (x + y)/ F (y) παρουσιάζει αύξουσα (φθίνουσα) τάση ως προς y για δεδομένο x. Εστω ο μέσος υπολειπόμενος χρόνος (MRL) τον οποίο συμβολίζουμε με r(y) και δίνεται από την σχέση r(y) = (t y)df (t)/f (y) ή από τον ισοδύναμο y τύπο r(y) = { F (y + t)/ F (y)}dt για y. Η συνάρτηση κατανομής F (y) λέμε ότι ακολουθεί αύξοντα (φθίνοντα) μέσο υπολειπόμενο χρόνο ή αντίστοιχα IMRL (DMRL) αν η r(y) είναι αύξουσα (φθίνουσα) ως προς y. Γνωρίζουμε ότι η DFR (IFR) είναι υποκλάση της IMRL (DMRL). Δηλαδή η κλάση IMRL (DMRL) είναι μεγαλύτερη και περιλαμβάνει την DFR (IFR). Μια άλλη μεγαλύτερη κλάση που περιλαμβάνει την DFR (IFR) είναι η επονομαζόμενη η νέα είναι χειρότερη (καλύτερη) από την παλιά ή αντίστοιχα NWU (NBU) και για την οποία ισχύει F (x+y) ( ) F (x) F (y) για x, y. Ομοίως μια κλάση μεγαλύτερη από την IMRL (DMRL) είναι η 2-NWU (2-NBU) για την οποία πρέπει η F 1 (y) να είναι NWU (NBU). Επιπρόσθετα, η συνάρτηση κατανομής F (y) λέμε ότι η νέα είναι χειρότερη (καλύτερη) από την παλιά σε κυρτότητα ή αντίστοιχα NWUC (NBUC) εάν F 1 (x + y) ( ) F 1 (x) F 1 (y) για x, y. Οπότε οι κλάσεις 2-NWU (2-NBU) και NWU (NBU) είναι υποκλάσεις της κλάσης NWUC (NBUC). Τέλος, για την συνάρτηση κατανομής F (y) λέμε ότι η νέα είναι χειρότερη (καλύτερη) από την παλιά σε προσδοκία ή αντίστοιχα NWUE (NBUE) εάν F 1 (y) ( ) F (y). Συνεπώς, παρατηρούμε ότι η κλάση NWUC (NBUC) είναι υποκλάση της NW- UE (NBUE). 2.2 Σύνθετη γεωμετρική και άλλες σχετικές κατανομές Στη συγκεκριμένη παράγραφο θα αναπτυχθούν και θα αναλυθούν κάποιες ι- διότητες των σύνθετων γεωμετρικών κατανομών με την μορφή θεωρημάτων, 25

προτάσεων και πορισμάτων, με τις αντίστοιχες αποδείξεις τους. Η παρακάτω πρόταση θα εκφράσει την Ḡ(u, y) με την σύνθετη γεωμετρική κατανομή G(u): Πρόταση 2.2.1. Η Ḡ(u, y) ικανοποιεί την εξίσωση Ḡ(u, y) = Απόδειξη Εχουμε ότι φ H(u + y t)dg(t). (2.5) όπου E(e sl ) = h(s) = e su dg(u) = h(s), (2.6) e sy dh(y), (2.7) και χρησιμοποιώντας την έκφραση της Ḡ(u, y) όπως ορίστηκε προηγουμένως έχουμε ότι e su Ḡ(u, y)du = φ e su H(u + y)du h(s) = φ { } e su dg(u) e su H(u + y)du, από όπου προκύπτει η αρχική μας πρόταση με αντιστροφή του μετασχηματισμού. Η προηγούμενη πρόταση μπορεί να εκφραστεί και μέσω της γενικής λύσης της ανανεωτικής εξίσωσης ορίζοντας Ḡ u (y) = 1 G u (y) = Ḡ(u, y) Ḡ(u) = P r( U(T ) > y, T < U() = u). (2.8) P r(t < U() = u) Ετσι προκύπτει και το ακόλουθο αποτέλεσμα. 26

Θεώρημα 2.2.1. Η συνάρτηση Ḡu(y) όπως ορίστηκε πιο πάνω ικανοποιεί την ακόλουθη εξίσωση Ḡ u (y) = H u t (y) H(u t)dg(t), y, (2.9) H(u t)dg(t) όπου για u έχουμε ότι ισχύει H u (y) = 1 H u (y) = H(u + y), y. (2.1) H(u) Απόδειξη Αν θέσουμε στην προηγούμενη πρόταση y = τότε παίρνουμε ότι Ḡ(u) = φ H(u t)dg(t). (2.11) Τότε έχουμε H(u + y t) = H(u t) H u t (y) και χρησιμοποιώντας την αρχική πρόταση και αντικαθιστώντας, αποδεικνύεται το θεώρημα. Εστω η δεξιά ουρά της σύνθετης γεωμετρικής κατανομής ψ u (y) = Ḡ(u + y), y. (2.12) Ḡ(u) Τότε για το ψ u (y) θα ισχύει η επόμενη πρόταση. Πρόταση 2.2.2. Η δεξιά ουρά ψ u (y) ικανοποιεί την ελλειμματική ανανεωτική εξίσωση ψ u (y) = φ y ψ u (y t)dh(t) + φ H(y) + ()Ḡu(y). (2.13) Απόδειξη Εστω Z y με συνάρτηση κατανομής H y (z) η οποία είναι ανεξάρτητη του L. Τότε 27

Ḡ(u, y) = φ H(y) H y (u t)dg(t) = φ H(y){P r(l + Z y > u) Ḡ(u)} = φ { H(y) H y (u) + = φ = φ Επίσης ισχύει ότι H(y + u) + y+u y { H(y + u) + { H(y + u) + y+u Ḡ(u + y t)dh(t) = y Ḡ(u t)dh y (t) Ḡ(u) } } Ḡ(u) H(y) Ḡ(u t)dh(y + t) } Ḡ(u + y t)dh(t) Ḡ(u) H(y). { = H(u + y) + y y+u } Ḡ(u + y t)dh(t) Ḡ(u + y t)dh(t) {Ḡ(u } + y) y = Ḡ(u + y t)dh(t), φ οπότε από την τελευταία σχέση αντικαθιστώντας το u με u + y παίρνουμε ότι {Ḡ(u + y) y } Ḡ(u, y) = Ḡ(u + y t)dh(t) Ḡ(u) H(y), (2.14) φ και η απόδειξη ολοκληρώνεται λύνοντας ως προς Ḡ(u+y) Ḡ(u) = ψ u (y). Θεώρημα 2.2.2. Εστω V u με συνάρτηση κατανομής G u (y) = P r(v u y) και ανεξάρτητη από το L. Τότε η δεξιά ουρά της συνάρτησης κατανομής του L ικανοποιεί την εξίσωση Ḡ(u + y) Ḡ(u) = P r(l + V u > y), y (2.15) 28

η οποία είναι ισοδύναμη με Ḡ(u + y) Ḡ(u) y = Ḡ(y) + Ḡ u (y t)dg(t). (2.16) Απόδειξη Εστω ψ u (s) = e sy ψ u (y)dy. Τότε χρησιμοποιώντας τον μετασχηματισμό Laplace παίρνουμε ότι ψ u (s) = φ ψ u (s) h(s) + Λύνοντας ως προς ψ u (s) παίρνουμε ότι { 1 h(s) } + () s { 1 E(e sv u ) ψ u (s) = φ{1 h(s)} + (){1 E(e svu )} s{ h(s)} = h(s) ()E(e svu ) s{ h(s)} = 1 E(e sl )E(e svu ), s το οποίο με αναστροφή του μετασχηματισμού μας δίνει την ζητούμενη εξίσωση. Η απόδειξη της ισοδύναμης σχέσης που αναφέρεται στο προηγούμενο θεώρημα γίνεται με τον ανάστροφο μετασχηματισμό της σχέσης ψ u (s) = 1 E(e sl ) s + 1 E( svu ) E(e sl ). s Αντιστρέφοντας τους ρόλους των L και V u στις προηγούμενες εξισώσεις παίρνουμε ως αποτέλεσμα ότι ψ(u + y) ψ(u) = Ḡ(u + y) Ḡ(u) = Ḡu(y) + y s }, Ḡ(y t)dg u (t). (2.17) Το παραπάνω αποτέλεσμα αποτελεί πολύ σημαντικό εύρυμα εφόσον επί της ουσίας ποσοτικοποιεί την διαφορά μεταξυ των Ḡ(u+y)/Ḡ(u) και Ḡ(y). Επίσης η προηγούμενη εξίσωση συνετέλεσε στην εύρεση εξισώσεων των ροπών του ελλείμματος. 29

Για την συνέχιση της μελέτης των σύνθετων γεωμετρικών κατανομών θα ορίσουμε τους όρους το νέο είναι χειρότερο (καλύτερο) από το εως τώρα χρησιμοποιούμενο ή new worse (better) than used-nwu(nbu). Συγκεκριμένα, μία αθροιστική συνάρτηση κατανομής H ορισμένη στο διάστημα [, ) είναι NWU(NBU) όταν ισχύει η σχέση H(u + y) ( ) H(u) H(y) για κάθε u, y. Λήμμα Η σύνθετη γεωμετρική συνάρτηση κατανομής G(u) είναι NWU. Πόρισμα 2.2.1. Αν η F (y) είναι NWU (NBU) τότε για την σύνθετη γεωμετρική δεξιά ουρά Ḡ(u) για κάθε u, y ισχύει Ḡ(u + y) Ḡ(u) ( )Ḡ(y) φ (2.18) Απόδειξη Αν η H(y) είναι NWU (NBU), τότε H u t (y) ( ) H(y) για u t, και συνεπώς Ḡu(y) ( ) H(y) τότε με βάση τα πρηγούμενα έχουμε ότι Ḡ(u + y) Ḡ(u) ( )Ḡ(y) + y H(y t)dg(t) = Ḡ(y) + Ḡ(y) = Ḡ(y) φ φ. Εστω η S(u) = 1 S(u) όπου η δεξιά ουρά είναι S(u) = P r(n = n) H n (u), u. (2.19) n=1 Τότε αν α k = n=k+1 P r(n = n), για να είναι η H(u) NWU πρέπει να ισχύει ότι α m+k+1 α m α k για τους μη αρνητικούς ακέραιους m,k. Το ακόλουθο πόρισμα έχει σχετικό περιεχόμενο. Πρόταση 2.2.3. Εστω η συνάρτηση κατανομής S(u) = 1 S(u) και ισχύει ότι S(u) = (1 p )()φ n 1 H n (u), u. (2.2) n=1 3

όπου p < 1. Τότε ισχύουν και τα ακόλουθα: (α) Η S(u) είναι NWU αν p. (β) Η S(u) είναι NWU αν H(y) είναι NWU. (γ) Η S(u) είναι NBU αν p = και H(y) είναι NBU. 2.3 Ακριβείς εκφράσεις της κατανομής του ελλείμματος Στην προηγούμενη παράγραφο παρατηρήσαμε ότι οι συναρτήσεις G(u, y) και η κανονικοποιημένη G u (y) χρησιμοποιήθηκαν ως αναλυτικά εργαλεία για την εύρεση ιδιοτήτων της σύνθετης γεωμετρικής κατανομής G(y). Παρόλα αυτά, οι συναρτήσεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης καθώς συνδέονται άμεσα με την κατανομή του ελλείμματος στο ανανεωτικό μοντέλο κινδύνου. Υπενθυμίζουμε ότι G u (y) = P r( U T y T < ) είναι η μη ελλειμματική συνάρτηση κατανομής και ταυτόχρονα ισχύουν Ḡ(u) = ψ(u), G(u) = δ(u) και φ = ψ(). Ακολουθούν δύο κλασικά παραδείγματα που αφορούν την κατανομή του ύψους των ζημιών και πως επηρεάζεται και διαμορφώνεται η κατανομή του ελλείμματος. Παράδειγμα 1 Οταν η κατανομή ζημιών ακολουθεί την εκθετική κατανομή. Εστω ότι το ύψος ζημιών ακολουθεί την συνάρτηση κατανομής F (y) = 1 e y/e(y ), τότε η συνάρτηση κατανομής των κλιμακωτών υψών είναι H(y) = F (y). Συνεπώς έχουμε ότι H u (y) = F (y) για όλα τα u, άρα G u (y) = 1 e y/e(y ). Παράδειγμα 2 Οταν η κατανομή ζημιών ακολουθεί μείξη εκθετικών κατανομών. 31

Εστω ότι η κατανομή ζημιών είναι μια μείξη εκθετικών με ουρά F (y) = qe αy + (1 q)e βy, y, (2.21) όπου < q < 1, και χωρίς να χάσουμε την γενίκευση υποθέτουμε ότι α < β. Από την εξίσωση του Lundberg έχουμε ότι k(cr) f( r) = 1 το οποίο μπορεί ισοδύναμα να γραφεί ως y 1 (r) = y 2 (r) όπου y 1 (r) = α + β r και αβ{1 k(cr)} y 2 (r) = {qα + (1 q)β} k(cr) +. r Υπενθυμίζουμε ότι {1 k(s)}/s = e st K(t)dt. Τότε έχουμε ότι E(Y ) = (q/α) + (1 q)/β < ce(w ), από όπου προκύπτει ότι y 2 () > y 1 () και επίσης y 2(r) < καθώς και y 2(r) >. Ετσι είναι εύκολο να ισχυριστούμε ότι y 2 (α) < y 1 (α) και y 2 (β) > y 1 (β) και συνεπώς υπάρχουν δύο διαφορετικές θετικές ρίζες r 1 και r 2 για τις οποίες ισχύει ότι k(cr) f( r) = 1, και για το οποίο ισχύει ότι < r 1 < α < r 2 < β. Ετσι καταλήγουμε ότι το (α β) 2 > είναι ισοδύναμο με το { } { } αβ αβ αβ qα+(1 q)β = y 2 < y 1 = α+β qα + (1 q)β qα + (1 q)β qα + (1 q)β. Είναι εμφανές λοιπόν ότι α < αβ/[qα + (1 q)β] < β το οποίο οδηγεί σε μια ισχυρότερη ανίσωση, ότι δηλαδή αβ/[qα + (1 q)β] < r 2 < β. Ετσι μπορούμε να πούμε ότι E(e sl ) = r 1r 2 (s + α)(s + β) αβ(s + r 1 )(s + r 2 ). (2.22) Τότε η σχέση ψ(s) = e su ψ(u)du = {1 E(e sl )}/s μπορεί να γραφτεί ως όπου ψ(s) = C 1 s + r 1 + C 2 s + r 2, C 1 = r 2(α r 1 )(β r 1 ) αβ(r 2 r 1 ) 32

και C 2 = r 1(α r 2 )(β r 2 ), αβ(r 2 r 1 ) από το οποίο με αναστροφή του μετασχηματισμού προκύπτει ότι Ακολούθως έχουμε ότι ψ(u) = C 1 e r 1u + C 2 e r 2u, u. (2.23) ψ() = 1 r 1r 2 αβ. Τότε από προηγούμενες σχέσεις, χρησιμοποιώντας και ότι φ = ψ(), παίρνουμε ότι όπου h(s) = q 1α α + s + (1 q 1)β β + s, q 1 = β(α r 1)(r 2 α) (β α)(αβ r 1 r 2 ). Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι < q 1 < 1. Ετσι από αναστροφή του μετασηματισμού της προηγούμενης εξίσωσης, παίρνουμε ότι η δεξιά ουρά της κατανομής των κλιμακωτών υψών έχει τη μορφή και συνεπώς, H(y) = q 1 e αy + (1 q 1 )e βy, y (2.24) όπου H u (y) = q 1 (u)e αy + (1 q 1 (u))e βy, y, (2.25) q 1 e αu q 1 (u) = q 1 e αu + (1 q 1 )e. βu Η παραγοντοποίηση σύμφωνα με την προσέγγιση του Willmot έχει εφαρμογή εδώ. Ισχύει ότι Ḡ u (y) = = H u t (y) H(u t)dδ(t) H(u t)dδ(t) {q 1(u t)e αy + {1 q 1 (u t)}e βy } H(u t)dδ(t), H(u t)dδ(t) 33

όπου με ανταλλαγή την σειρά ολοκλήρωσης και αθροίζοντας καταλήγουμε ότι όπου Ḡ u (y) = q 1 (u)e αy + (1 q 1 (u))e βy, y, (2.26) q(u) = q 1(u t) H(u t)dδ(t). H(u t)dδ(t) Για τον σαφέστερο προσδιορισμό του q(u) από προηγούμενη σχέση παίρνουμε ότι q(u) = ψ() { } δ() δ()ψ(u) H(x)q 1 (u) + δ (t) H(u t)q 1 (u t)dt και εφόσον H(u)q 1 (u) = q 1 e αu τότε καταλήγουμε ότι q(u) = q { 1(αβ r 1 r 2 ) e αu C 1 e r 1u C 2 e r 2u αβ + C 1(e r1u e αu ) r 2 (α r 1 ) + C } 2(e αu e r2u ). (2.27) r 1 (r 2 α) 2.4 Φράγματα και ασυμπτωτικά αποτελέσματα Υπενθυμίζουμε ότι μια υποκλάση της κλάσης NWU (NBU), είναι η DFR (I- FR) δηλαδή decreasing (increasing) failure rate ή μειούμενη (αυξανόμενη) βαθμίδα αποτυχίας, όπου η συνάρτηση κατανομής H(y) = 1 H(y) λέγεται ότι ανήκει στην κλάση DFR (IFR) όταν ο λόγος H(u + y)/ H(u) είναι αύξων (φθίνων) ως προς u με δεδομένο y. Οι κατανομές των προηγούμενων παραδειγμάτων (εκθετική και μείξη εκθετικών) είναι της υποκλάσης DFR καθώς και οι αντίστοιχες κατανομές των κλιμακωτών υψών τους H(y) όπως και οι κατανομές των ελλειμμάτων τους G u (y). Αυτό αποδεικνύεται και από το αποτέλεσμα του ακόλουθου θεωρήματος. 34

Θεώρημα 2.4.1. Αν η συνάρτηση κατανομής F (y) του ύψους των ζημιών είναι DFR τότε η κατανομή του ελλείμματος G u (y) είναι επίσης DFR για δεδομένο u. Απόδειξη Εχει αποδειχθεί ότι αν H(y) είναι DFR τότε και η F (y) είναι DFR. Συνεπώς και H u (y) είναι DFR για u και καθώς η ιδιότητα αυτή διατηρείται στην μείξη, τότε συνεπάγεται ότι και η G u (y) είναι επίσης DFR, το οποίο είναι και το ζητούμενο. Θεώρημα 2.4.2. Η δεξιά ουρά της κατανομής του ελλείμματος ικανοποιεί την ανίσωση { } 1 ψ(u + y) Ḡ u (y) ψ(y), y (2.28) 1 ψ() ψ(u) Επιπλέον αν η H(y) είναι NWU τότε η προηγούμενη ανίσωση μπορεί να βελτιωθεί και να πάρει την μορφή H(y) Ḡu(y) H(y) + όπου αν H(y) είναι NBU, τότε H(y) { 1 ψ(u + y) ψ(y) }, y, (2.29) 1 ψ() ψ(u) ψ() { } 1 ψ(y) ψ(u + y) 1 ψ() ψ() ψ(u) Ḡu(y) H(y), y. (2.3) Απόδειξη Οπως είδαμε και στην απόδειξη προηγούμενου πορίσματος, αν H(y) είναι NWU (NBU) τότε Ḡu(y) ( ) H(y) αποδεικνύοντας το πρώτο (τελευταίο) μέλος της σχέσης. Τώρα ας υποθέσουμε ότι ψ(u + y) ( )ψ(u)ψ(y)/k για όλα τα u και y όπου k 1. Τότε για Ḡ = ψ και ψ u(y t) ( )ψ(y t)/k με την προϋπόθεση ότι t y, μπορούμε να γράψουμε ότι 35

y {1 ψ()}ḡu(y) ( )ψ u (y) ψ() H(y) ψ() ταυτόχρονα έχουμε και ότι για Ḡ = ψ και φ = ψ() ισχύει ψ(y t)dh(t), (2.31) k {1 ψ()}ḡu(y) ( )ψ u (y) ψ() H(y) το οποίο γράφεται και ως {ψ(y) ψ() H(y)}, k { (1 k)ψ() Ḡ u (y) ( ) {1 ψ()}k H(y) 1 ψ(u + y) + ψ(y) }. (2.32) 1 ψ() ψ(u) k Η τελευταία σχέση για k = 1 σε συνδυασμό με προηγούμενο πόρισμα αποδεικνύει το πρώτο μέρος του θεωρήματος. Πόρισμα 2.4.1. Στο κλασικό μοντέλο κινδύνου με το μεσοδιάστημα χρόνου να ακολουθεί τη συνάρτηση κατανομής K(t) = 1 e t/e(w ), και έστω ότι η κατανομή του ύψους των ζημιών F (y) είναι 2-NWU τότε ισχύει ότι F 1 (y) Ḡu(y) F 1 (y) + 1 + θ θ όπου αν F (y) είναι 2-NBU τότε F 1 (y) + 1 + θ θ { ψ(u + y) ψ(u) { ψ(u + y) ψ(u) } (1 + θ)ψ(y), (2.33) } (1 + θ)ψ(y) Ḡu(y) F 1 (y). (2.34) Απόδειξη Στην κλασική περίπτωση όπου έχουμε ψ() = 1/(1 + θ) και H(y) = F 1 (y), τότε η απόδειξη προέρχεται άμεσα από προηγούμενο θεώρημα. 36

Πόρισμα 2.4.2. Εστω ότι το ύψος των ζημιών με συνάρτηση κατανομής F (y) είναι DFR τότε H(y) Ḡu(y) H(u + y). (2.35) H(u) Απόδειξη Αν F (y) είναι DFR τότε H(y) είναι επίσης DFR, το οποίο συνεπάγεται ότι Ht (y) είναι αύξουσα ως προς t για δεδομένο y. Συνεπώς θα ισχύει ότι H (y) H u t (y) H u (y) για t u από το οποίο εξάγεται το ζητούμενο. Είναι φανερό από την απόδειξη του τελευταίου πορίσματος ότι αν η συνάρτηση κατανομής των κλιμακωτών υψών H(y) είναι IFR τότε το πόρισμα ισχύει με ανεστραμμένη την φορά της ανισότητας. Ορια για τις συναρτήσεις κατανομής G(u, y) και Ḡ(u, y) μπορούν να προκύψουν από το γεγονός ότι ικανοποιούν τις ελλειμματικές ανανεωτικές εξισώσεις που αναφέραμε στην εισαγωγή του παρόντος. Κεντρικό ρόλο στην ευκολία εύρεσης αυτών των ορίων κατέχει ο συντελεστής προσαρμογής R > (ή r ή κ αναλόγως την βιβλιογραφία) ο οποίος ορίζεται ως η μικρότερη θετική ρίζα της εξίσωσης του Lundberg h( R) = 1 ψ(). (2.36) Ισοδύναμα το R ικανοποιεί την εξίσωση Ορίζουμε k(cr) f( R) = 1. (2.37) z α y (z) = erz { H(z) H(z + y)}, z (2.38) e Rt dh(t) και από τον Willmot (22) παίρνουμε ότι { } { } inf z u, H(z)> α y (z) e Ru G(u, y) sup z u, H(z)> α y (z) e Ru. (2.39) 37

Πρέπει να σημειώσουμε ότι για τα επόμενα έχουμε ότι G(, y) = ψ()h(y), y, (2.4) καθώς προκύπτει απευθείας από (2.4) του εισαγωγικού κεφαλαίου. Από το επόμενο θεώρημα προκύπτουν όρια για την συνάρτηση κατανομής G(u, y) και υπενθυμίζουμε ότι ομοίως ισχύουν και για την συνάρτηση κατανομής Ḡ(u, y). Θεώρημα 2.4.3. Αν το ύψος ζημιών ακολουθεί συνάρτηση κατανομής F (y) και είναι DFR τότε G(u, y) G(, y){ H(u)} 1 ψ() (2.41) και αν R > ικανοποιεί την εξίσωση του Lundberg τότε H(u) H(u + y) u ert dh(t) G(u, y) G(, y)e Ru. (2.42) Απόδειξη Εφόσον F (y) είναι DFR συνακόλουθα και η H(y) είναι DFR. Ταυτόχρονα, εφόσον H() = τότε η H(y) είναι απολύτως συνεχής. Ετσι παίρνουμε ότι όμως G(u, y) ψ(){ H(u)} 1 ψ() {1 inf z u, H(z)> } H(z + y) }, H(z) ψ(){ H(u)} 1 ψ() {1 inf z u, H(z)> } H(z + y) } H(z) = ψ(){ H(u)} 1 ψ() {1 H(y)}, συνεπώς G(u, y) ψ(){ H(u)} 1 ψ() {1 H(y)}. Τότε η (2.41) προκύπτει από την (2.4). Για να αποδείξουμε την (2.42) αρκεί να αναδιατυπώσουμε την (2.38) στην μορφή { α y (z) = 1 H(z } + y) e Rz H(z) H(z) e z Rt dh(t). 38

Από την στιγμή που H(y) είναι DFR, τότε η 1 H(z + y)/ H(z) είναι φθίνουσα στο z για δεδομένο y. Επειτα, βλέπουμε πως e Rz H(z)/ e Rt dh(t) = z 1/E(e RSz ) όπου P r(s z y) = 1 H(z + y)/ H(z). Επειδή α y (z) είναι φθίνουσα στο z για δεδομένο y, οπότε α y () α y (z) α y (u) για z u. Οπότε η (2.39) μπορεί να γραφεί και α y (u)e Ru G(u, y) α y ()e Ru, το οποίο με την (2.4) και (2.36) μας δίνει την (2.42). Επισημαίνουμε ότι η (2.41) ισχύει ακόμα και αν δεν υπάρχει R > που να ικανοποιεί την (2.36). Επιπλέον οι ανισώσεις των (2.41), (2.42) ικανοποιούν τις ισότητες όταν u = και όταν F (y) = 1 e y/e(y ). Επίσης για y στις (2.41), (2.42) για P (y) που είναι DFR ισχύει και ψ(u) ψ(){ H(u)} 1 ψ(), u, (2.43) H(u) u ert dh(t) ψ(u) ψ()e Ru, u. (2.44) Στο επόμενο θεώρημα παρατηρούμε πως για u παίρνουμε μια απλούστερη εξίσωση από την (2.9) η οποία δίνεται στο παρακάτω θεώρημα. Θεώρημα 2.4.4. Αν R > ικανοποιεί την (2.36) ή ισοδύναμα την (2.37) καθώς και e (R+ɛ)u dh(u) < για κάποιο ɛ > με την H να είναι μη αριθμίσιμη, τότε έχουμε ότι lim Ḡ u (y) = Ḡ (y) όπου u Ḡ (y) = e Rt H(t) Ht (y)dt, y >. (2.45) ert H(t)dt Απόδειξη Εφόσον e Rt H(t + y) e Rt H(t) όπου είναι ολοκληρώσιμη κατά Riemman εφόσον e (R+ɛ)t dh(t) <. Ετσι από το ανανεώτικο θεώρημα και την (2.3) έχουμε ότι lim u eru Ḡ(u, y) = e Rt H(t + y)dt. (2.46) ert H(t)dt Οπότε, από τη στιγμή που ψ(u) = Ḡ(u, ), η (2.46) γίνεται 39

e Ru Ḡ(u, y) Ḡ (y) = lim u eruḡ(u, = ) e Rt H(t + y)dt, ert H(t)dt (2.47) εκ του οποίου η (2.45) προκύπτει εύκολα. Πόρισμα 2.4.3. Υπό την προϋπόθεση ότι ισχύουν οι υποθέσεις που κάναμε στο προηγούμενο θεώρημα λέμε ότι: (α) Αν H(y) είναι IMRL (DMRL) τότε G (y) είναι DFR (IFR), (β) Αν H(y) είναι 2-NWU (2-NBU) τότε όπου Ḡ (y) ( ) H e (y), y, (2.48) H e (y) = 1 H e (y) = y H(t)dt H(t)dt, (2.49) η οποία ονομάζεται και συνάρτηση ισορροπίας (equilibrium d.f.) της H(y). Απόδειξη Οι εξισώσεις (2.45) και (2.47) μπορούν να εκφραστούν ως Ḡ (y) = e Ry e Rt H(t)dt y, (2.5) Rt H(t)dt e από το οποίο προκύπτει ότι η βαθμίδα αποτυχίας (failure rate) που σχετίζεται με το G (y) είναι µ (y) = d dy ln Ḡ (y) = R + 1 σ 1 (y), (2.51) όπου σ 1 (y) = e H(t Rt + y) dt. (2.52) H(y) 4

Από το αποτέλεσμα είναι εμφανές ότι όταν Ḡ (y) είναι DFR (IFR) τότε και η H είναι DFR (IFR). Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι ισχύει και για την ευρύτερη κλάση IMRL (DMRL). Ετσι από τις (2.47) και (2.49) έχουμε ότι y Ḡ (υ)dυ = e Rt He (y + t)dt e Rt d H, (2.53) e (t) και για y = Ḡ (υ)dυ = e Rt He (t)dt e Rt d H e (t). (2.54) Εστω Ḡ1, (y) = 1 G 1, (y) = ( Ḡ y (υ)dυ)/( Ḡ (υ)dυ) ότι είναι η δεξιά ουρά της συνάρτησης ισορροπίας (equilibrium d.f.) της G (y) και από τις (2.53) και (2.54) τότε προκύπτει ότι Ḡ 1, (y) = e Rt He (y + t)dt e Rt H, (2.55) e (t)dt Οπως είναι φανερό, η (2.55) είναι ίδια με την (2.47) με απλή αντικατάσταση του H από το H e. Συνεπώς, αν s (y) = {Ḡ (t + y)/ḡ (y)}dt είναι ο μέσος υπολειπόμενος χρόνος του G (y) τότε από αναλογία με την (2.51) έχουμε ότι 1 s (y) = d dy ln Ḡ1, (y) = R + 1 σ 2 (y), (2.56) όπου σ 2 (y) = e H Rt e (t + y) dt. (2.57) H e (y) 41

Τώρα για την απόδειξη της (α), θεωρούμε ότι η H(y) έχει μέσο υπολειπόμενο χρόνο s(y) = { H(t + y)/ H(y)}dt τέτοιο ώστε s(y) = s() H e (y)/ H(y). Ολοκληρώνοντας και τα δύο μέρη παίρνουμε { e Rt H(t + y)dt = s() H e (y) + R } ert H e (t + y)dt, (2.58) και έτσι από την (2.52) και την ( 2.57 ) έχουμε ότι σ 1 (y) = s(y){1 + Rσ 2 (y)}. (2.59) Η σχέση ότι, όταν η H(y) είναι IMRL (DMRL) τότε ισοδύναμα το H e (y) είναι DFR (IFR), μεταφράζεται στο ότι He (t + y)/ H e (y) είναι αύξουσα (φθίνουσα) στο y για δεδομένο t και επίσης η s(y) είναι αύξουσα (φθίνουσα) στο y. Ετσι σ 1 (y) είναι αύξουσα (φθίνουσα) στο y λόγω της (2.59), το οποίο συνεπάγεται από την (2.51) δηλαδή ότι η µ (y) είναι αύξουσα (φθίνουσα) στο y, οπότε G (y) είναι DFR (IFR). Για την απόδειξη του (β), αντικαθιστώντας την (2.58) από την (2.47) προκύπτει ότι Ḡ (y) = H e (y) + R e Rt He (t + y)dt. (2.6) e Rt dh e (t) Οταν y = η (2.58) απλοποιείται στην e Rt dh e (t) = 1 + R H e (t)dt. Οπότε αν H(y) είναι 2-NWU (2-NBU), δηλαδή H e (t + y) ( ) H e (y) H e (t), συνεπάγεται ότι { Ḡ (y) ( ) H 1 + R e e Rt } (y) He (t)dt = e Rt dh e (t) H e (y), (2.61) που είναι η (2.48). 42

Επισημαίνουμε ότι αν H(y) είναι 2-NWU (2-NBU) τότε και He (y) ( ) H(y). Οπότε, στην περίπτωση όπου η H(y) είναι DFR (IFR), η (2.48) αποτελεί καλύτερη ανίσωση από την (2.28) του αντίστοιχου θεωρήματος. Ομοίως η σχέση (α) του προηγούμενου πορίσματος αποτελεί βελτίωση του πρώτου θεωρήματος της παραγράφου 3.2 για u =. Η χρήση του προηγούμενου πορίσματος βασίζεται στον κατά πόσο είναι δυνατόν ο χαρακτηρισμός της H(y) ως IMRL (DMRL). Αυτό είναι σχετικά εύκολο όσο αφορά το κλασικό μοντέλο. Ομοίως αν ο ενδιάμεσος χρόνος μεταξύ των ζημιών με συνάρτηση κατανομής K(t) είναι Coxian-2 και F (y) είναι IMRL τότε η H(y) είναι επίσης IMRL. Αξίζει να επισημανθεί ότι κάποια εκ των προηγούμενων θεωρημάτων και πορισμάτων ισχύουν υπό την ασθενέστερη υπόθεση, ότι δηλαδή τα κλιμακωτά ύψη H(y) είναι DFR και όχι με την ισχυρότερη υπόθεση ότι το ύψος των ζημιών F (y) είναι DFR. Στο κλασικό μοντέλο με H(y) = F 1 (y), είναι προφανές ότι η H(y) είναι DFR αν η F (y) είναι IMRL. 2.5 Η κατανομή του ελλείμματος όταν οι ενδιάμεσοι χρόνοι μεταξύ των ζημιών ακολουθούν Erlang-2 κατανομή Για την συνέχεια, θα θεωρήσουμε ότι ο χρόνος μεταξύ των ζημιών με συνάρτηση κατανομής W i είναι το άθροισμα δύο εκθετικών κατανομών με μετασχηματισμό Laplace k(s) = β 1 β 2 (β 1 + s)(β 2 + s). (2.62) Για την περίπτωση όπου β 1 = β 2 ασχολήθηκαν οι Dickson-Hipp (1998). Επίσης, θα μας βοηθήσει να ορίσουμε τον equilibrium μετασχηματισμό Laplace f 1 (s) = e sy df 1 (y) = {1 f(s)}/{se(y )}. Η εξίσωση του Lundberg k( cf) f(s) = 1 μπορεί να εκφραστεί ως β 1 β 2 E(Y ) f 1 (s) = c(β 1 + β 2 + cs). Η εξίσωση αυτή έχει μόνο μία θετική ρίζα, την s 1, που ικανοποιεί την ανίσωση 43

β 1 β 2 {ce(w ) E(Y )} < s c 2 1 < (β 1 + β 2 ). (2.63) c Αντίστοιχα στους Willmot-Lin (21) αποδεικνύεται ότι και ψ() = 1 β 1β 2 ce(w ) E(Y ) c 2 s 1, (2.64) H(y) = e s 1t F1 (y + t)dt. (2.65) e s 1t F1 (t)dt Η κατανομή που ορίζεται από την (2.65) έχει μελετηθεί λεπτομερειακώς από τους Willmot-Lin αλλά με την F στην θέση της F 1. Εφόσον λοιπόν οι ιδιότητες της F 1 προέρχονται απευθείας από την F θα επικεντρωθούμε σε αυτές που αφορούν την ανάλυση του ελλείμματος. Η (2.65) μπορεί να εκφραστεί και ως H(y) = e s 1y e s 1t F1 (t)dt. (2.66) e s 1t F1 (t)dt εκ της οποίας είναι εμφανές ότι η H(y) είναι απολύτως συνεχής. Επίσης ακολουθώντας τις (2.65) και (2.1) έχουμε ότι H(y) = e s 1t F1 (y + u + t)dt. (2.67) e s 1t F1 (u + t)dt Ορίζοντας την συνάρτηση κατανομής του υπολειπόμενου χρόνου ζωής χρησιμοποιώντας την F 1 (y) με F 1,u (y) = 1 F 1,u (y) όπου F 1,u (y) = F 1 (u + y). (2.68) F 1 (u) και η (2.67) μπορεί να εκφραστεί χρησιμοποιώντας την (2.68) ως 44

H(y) = e s 1t F1 (u + t) F 1,u+t (y)dt. (2.69) e s 1t F1 (u + t)dt Είναι εμφανές ότι η (2.69) εκφράζει την H u (y) ως μείξη των συναρτήσεων κατανομής της μορφής της F 1,u (y) το οποίο λόγω της σχέσης (2.9) του αντίστοιχου θεωρήματος, μας δίνει ότι η G u (y) είναι επίσης μείξη των συναρτήσεων κατανομής της μορφής της F 1,u (y). Αυτό το αποτέλεσμα έχει την ίδια δομή που είχε και στο κλασικό μοντέλο. Συνεπώς πολλές από τις ιδιότητες που έφερε η G u (y) στο κλασικό μοντέλο, θα ισχύουν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και το ακόλουθο θεώρημα. Θεώρημα 2.5.1. Εστω οι ακολουθίες {α k (u), k = 1, 2, 3,..., r} και {β k (u), k = 1, 2, 3,..., r} έτσι ώστε για u να ισχύει F 1,u (y) = r α k (u)β k (y), y. (2.7) k=1 ότι Τότε αν για την K(t) υπάρχει ο μετασχηματισμός Laplace (2.62) έχουμε G u (y) = r α k (x)β k (y), y. (2.71) k=1 όπου α k (u) = α k (u t) H(u t)dδ(t) H(u t)dδ(t) (2.72) με α k (u) = e s 1υ F1 (u + υ)α k (u + υ)dυ. (2.73) e s 1υ F1 (u + υ)dυ 45

Απόδειξη Από την (2.69) και την (2.7) έχουμε ότι H u (y) = = = e s 1υ F1 (u + υ) F 1,u+υ (y)dυ e s 1υ F1 (u + υ)dυ e s 1υ F1 (u + υ) { r k=1 α k(u + υ)β k (y)} dυ e s 1υ F1 (u + υ)dυ r α k (u)β k (y), k=1 το οποίο προκύπτει αλλάζοντας την σειρά ολοκλήρωσης και άθροισης χρησιμοποιώντας την (2.73). Τότε από τις (2.9) και (2.72) έχουμε ότι G u (y) = { r α k=1 k(u t)β k (y) } H(u t)dδ(t) H(u t)dδ(t) = r α k (u)β k (y), k=1 και αλλάζοντας την σειρά ολοκλήρωσης και άθροισης προκύπτει η (2.71). Εφόσον από την ισότητα (2.68) προκύπτει ότι df 1,u (y)/dy = F (u + y)/{e(y ) F 1 (u)} γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η ισότητα της (2.7) ισχύει όταν F (u + y) = r αk(u)β k(y). k=1 Είναι φανερό ότι το προηγούμενο θεώρημα καταλήγει σε μία ισότητα που συνδέει την κατανομή του ελλείμματος με την κατανομή του ύψους των ζημιών και της οποίας η ιδιότητα παραμένει αμετάβλητη ανεξαρτήτως του μοντέλου που εξετάζουμε. Βασικά, παρατηρούμε την ίδια ιδιότητα να ισχύει και στο κλασικό μοντέλο του πρώτου θεωρήματος του Willmot (2). Η ισότητα αυτή χρησιμοποιείται για να αποδειχθεί ότι αν η κατανομή του ύψους των ζημιών είναι ένας συνδυασμός εκθετικών κατανομών ή μείξη κατανομών Erlang, τότε το ίδιο ισχύει και για την κατανομή του ελλείμματος. Βέβαια με την χρήση περισότερων παραδοχών μπορούμε να καταλήξουμε σε α- κριβέστερα αποτελέσματα και πορίσματα. Συγκεκριμένα, αν θεωρήσουμε ότι η 46

συνάρτηση κατανομής του ύψους των ζημιών F (y) είναι IMRL(DMRL), τότε η συνάρτηση κατανομής των κλιμακωτών υψών H(y) που ικανοποιεί την (2.65) είναι DFR(IFR), μια ιδιότητα που ισχύει και στο κλασικό μοντέλο (βλέπε Willmot and Lin 21). Συγκεκριμένα συνεπάγεται ότι η G u (y) είναι DFR για σταθερό u αν η H(y) είναι IMRL. Επίσης καλύτερα αποτελέσματα ισχύουν και για τα φράγματα μεγαλύτερων κλάσεων. Θυμίζουμε ότι οι κλάσεις 2-NWU(2-NBU) εμπεριέχονται στις αντίστοιχες κλάσεις που αφορούν την κυρτότητα (convexity), δηλαδή NWUC(NBUC). Για τις οποίες κλάσεις ισχύει ότι, η συνάρτηση κατανομής F (y) είναι 2-NWUC(2- NBUC) αν ισχύει F1 (u + y) ( ) F 1 (u) F (y) για κάθε u και y. Ομοίως, τα προηγούμενα μπορούν να αναχθούν σε μεγαλύτερες κλάσεις NW- UE(NBUE) (βλέπε Fagiuoli and Pellerey[1994]). Το θεώρημα που ακολουθεί έχει αρκετές ομοιότητες με το αντίστοιχο για το κλασικό μοντέλο. Θεώρημα 2.5.2. Αν η K(t) έχει τον μετασχηματισμό Laplace της (2.62) και η Ā(y) ικανοποιεί την σχέση F 1 (u + y) ( )Ā(y) F 1 (u) για u και y, τότε Ḡu(y) ( )Ā(y). Συγκεκριμένα (α) Αν F (y) είναι 2-NWU(2-NBU) τότε Ḡu(y) ( ) F 1 (y), (β) Αν F (y) είναι NWUC(NBUC) τότε Ḡu(y) ( ) F (y), (γ) Αν F (y) είναι NWUE(NBUE) τότε Ḡu(y) ( )e y/e(y ). Σε περιπτώσεις που η συνάρτηση κατανομής F (y) είναι IMRL και DMRL τα φράγματα που ορίζονται στην (2.35) είναι στενότερα από τα όρια του προηγούμενου θεωρήματος, όπως προκύπτει εύκολα από τους Willmot and Lin (21, σελίδες 225-226). Τα φράγματα τύπου-lundberg που προκύπτουν από τις σχέσεις (2.41) και (2.42) επίσης ισχύουν υπό την ασθενέστερη υπόθεση ότι η F (y) είναι IMRL, και με αναστροφή των ανισοτήτων αν η F (y) είναι DMRL. 47

Κεφάλαιο 3 Βελτιώσεις των φραγμάτων της κατανομής του ελλείμματος 3.1 Εισαγωγικές έννοιες Στη συγκεκριμένη παράγραφο θα υπενθυμίσουμε συγκεντρωτικά κάποιες θεμελιώδεις σχέσεις που θα χρησιμοποιηθούν επανειλημμένως στο συγκεκριμένο κεφάλαιο και θα διευκολύνουν από χρονοβόρες αναδρομές σε πληθώρα περασμένων παραγράφων. Αρχικά να θυμίσουμε ότι η G(u, y) ικανοποιεί την ελλειματική ανανεωτική εξίσωση G(u, y) = φ[ H(u) H(u + y)] + φ G(u t, y)dh(t), (3.1) όπου < φ = ψ() < 1 και H η γνωστή μας συνάρτηση κατανομής των κλιμακωτών υψών που εξαρτάται από το απόθεμα u. Στην συνέχεια θα παρουσιαστούν μελέτες που αφορούν τόσο κάτω όσο και άνω φράγματα της συνάρτησης κατανομής του ελλείμματος G(u, y) στο ανανεωτικό μοντέλο που μελέτησαν και ανέπτυξαν οι Chadjiconstantinidis - Politis (27) και τα οποία αφορούν και διαχωρίζονται στους δύο ακόλουθους τύπους: (α) Φράγματα με γενικές εφαρμογές. 48