Ασκησεις Βασικης Αλγεβρας

Σχετικά έγγραφα
Σχέσεις Ισοδυναµίας, Πράξεις και Μονοειδή

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Θεωρητικά Θέµατα. Ι. Θεωρία Οµάδων. x R y ή x R y ή x y(r) [x] R = { y X y R x } X. Μέρος Σχέσεις Ισοδυναµίας, ιαµερίσεις, και Πράξεις

Σχέσεις Ισοδυναµίας και Πράξεις

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 2

Οµάδες και Υποοµάδες. Κεφάλαιο Συνοπτική Θεωρία Η Εννοια της Οµάδας - Βασικές Ιδιότητες Οµάδων

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Επιλυση Ασκησεων - Φυλλαδιο 2

Ενότητα: Πράξεις επί Συνόλων και Σώµατα Αριθµών

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Α Δ Ι Θ Θ Α Ε Ι Μ :

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 2

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Προτεινοµενες Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 8

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 2

Πρώτα και Μεγιστοτικά Ιδεώδη

ιδασκοντες: x R y x y Q x y Q = x z Q = x z y z Q := x + Q Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Οµάδες: Βασικές Ιδιότητες, Παραδείγµατα, και Κατασκευές

ακτύλιοι : Βασικές Ιδιότητες και Παραδείγµατα

Οµάδες Πηλίκα και τα Θεωρήµατα Ισοµορφισµών

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Επιλυση Ασκησεων - Φυλλαδιο 1

Κεφάλαιο 0. Μεταθετικοί ακτύλιοι, Ιδεώδη

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 8

f(n) = a n f(n + m) = a n+m = a n a m = f(n)f(m) f(a n ) = b n f : G 1 G 2, f(a n a m ) = f(a n+m ) = b n+m = b n b m = f(a n )f(a m )

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

Τίτλος Μαθήματος: Γραμμική Άλγεβρα Ι. Ενότητα: υϊκοί Χώροι και Χώροι Πηλίκα. Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης. Τμήμα: Μαθηματικών

Τίτλος Μαθήματος: Γραμμική Άλγεβρα Ι. Ενότητα: Πινάκες και Γραµµικές Απεικονίσεις. Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης. Τμήμα: Μαθηματικών

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 8

f(x) = e x g(y) = log e y f(x 1 ) = f(x) 1 f(x k ) = f(x) k

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 3

Παράρτηµα Α Εισαγωγή Οµάδες. (x y) z= x (y z).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Ηµιαπλοί ακτύλιοι

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 3

Αλγεβρικες οµες Ι. Εκπαιδευτικο Υλικο Μαθηµατος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Τανυστικά Γινόµενα

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Πρότυπα. x y x z για κάθε x, y, R με την ιδιότητα 1R. x για κάθε x R, iii) υπάρχει στοιχείο 1 R. ii) ( x y) z x ( y z)

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 4 1 2

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 4

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 5

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 9

Κεφάλαιο 4. Ευθέα γινόµενα οµάδων. 4.1 Ευθύ εξωτερικό γινόµενο οµάδων. i 1 G 1 G 1 G 2, g 1 (g 1, e 2 ), (4.1.1)

Α Δ Ι Ε Υ Μ. Δ : Ν. Μαρμαρίδης - Α. Μπεληγιάννης

= s 2m 1 + s 1 m 2 s 1 s 2

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 10

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Επιλυση Ασκησεων - Φυλλαδιο 1

Οµάδες Μεταθέσεων. Κεφάλαιο Συνοπτική Θεωρία. S(X ) = { f : X X f : απεικόνιση «1-1» και «επί» }

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΑΡΤΙΟΙ) Προτεινοµενες Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΑΡΤΙΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

Ενότητα: Δακτύλιοι, Ακέραιες Περιοχές, Σώματα. Διδάσκων: Καθηγητής Μαρμαρίδης Νικόλαος - Θεοδόσιος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Ημιαπλοί Δακτύλιοι

Διδάσκων: Καθηγητής Μαρμαρίδης Νικόλαος - Θεοδόσιος

G = a. H = g n. a m = a nq+r = a nq a r = (a n ) q a r = a r = (a n ) q a m. h = a m = a nq = (a n ) q a n

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 9

Προκαταρκτικές Εννοιες: Σύνολα και Αριθµοί

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Α Δ Ι. Παρασκευή 25 Οκτωβρίου Ασκηση 1. Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών R ορίζουμε μια σχέση R R R ως εξής:

ακτύλιοι και Υποδακτύλιοι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Συνθήκες Αλυσίδων

Θεωρια ακτυλιων. Ασκησεις

Θεωρια ακτυλιων. Ασκησεις

Κεφάλαιο 2. Παραγοντοποίηση σε Ακέραιες Περιοχές

Δακτύλιοι και Πρότυπα Ασκήσεις 3. Στις παρακάτω ασκήσεις κάθε δακτύλιος είναι μη τετριμμένος μεταθετικός δακτύλιος. N ( a)

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 4

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 9 Επαναληπτικες Ασκησεις

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

Η οµή των Κυκλικών Οµάδων

ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΟΜΕΣ Ι. Ασκησεις - Φυλλαδιο 4

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 4

KΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ. { 1,2,3,..., n,...

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 2

Αλγεβρικες οµες Ι Ασκησεις - Φυλλαδιο 5

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 7

Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης, Καθηγητής Ιωάννης Μπεληγιάννης

a = a a Z n. a = a mod n.

Οµάδες-Πηλίκα και τα Θεωρήµατα Ισοµορφισµών

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Προτεινοµενες Ασκησεις - Φυλλαδιο 4

ακτύλιοι Πολυωνύµων και Σώµατα Κλασµάτων

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Λυσεις Ασκησεων - Φυλλαδιο 4

Υπολογιστικά & Διακριτά Μαθηματικά

Γραµµικη Αλγεβρα Ι. Ακαδηµαϊκο Ετος Βοηθος Ασκησεων: Χ. Ψαρουδάκης

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 6

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Γραµµικη Αλγεβρα ΙΙ Ασκησεις - Φυλλαδιο 10

Αλγεβρικες οµες Ι. Θεωρητικα Θεµατα

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΑΡΤΙΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 7

Αλγεβρικές Δομές Ι. 1 Ομάδα I

Τίτλος Μαθήματος: Γραμμική Άλγεβρα Ι. Ενότητα: Διανυσµατικοί Χώροι. Διδάσκων: Καθηγητής Νικόλαος Μαρμαρίδης. Τμήμα: Μαθηματικών

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγικές Εννοιες. 1.1 Σύνολα

Εισαγωγή στην Τοπολογία

Ισοδυναµίες, Μερικές ιατάξεις

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ Ι (ΠΕΡΙΤΤΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 7

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ ΙΙ (ΑΡΤΙΟΙ) Ασκησεις - Φυλλαδιο 1

Γραµµικη Αλγεβρα Ι Επιλυση Επιλεγµενων Ασκησεων Φυλλαδιου 4

Transcript:

Ασκησεις Βασικης Αλγεβρας Αποστολος Μπεληγιαννης

Απόστολος Μπεληγιάννης Καθηγητής Τµήµα Μαθηµατικών Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων Ασκήσεις Βασικής Αλγεβρας Ιωαννινα εκεµβριος 2015

Ασκήσεις Βασικής Αλγεβρας Συγγραφή Απόστολος Μπεληγιάννης Κριτικός αναγνώστης Νικόλαος-Θεοδόσιος Μαρµαρίδης Copyright ΣΕΑΒ, 2015 Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά ηµιουργού - Μη Εµπορική Χρήση - Παρόµοια ιανοµή 3.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/3.0/gr/ ΣΥΝ ΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου http://www.kallipos.gr ISBN: 978-960-603-259-2

Στη Χριστίνα και στον ηµήτρη

Περιεχόµενα Πρόλογος 1 I Θεωρία Οµάδων 2 1 Σχέσεις Ισοδυναµίας, Πράξεις και Μονοειδή 3 1.1 Συνοπτική Θεωρία............................................ 3 1.1.1 Σχέσεις µερικής διάταξης.................................... 3 1.1.2 Το ιάγραµµα Hasse ενός Μερικώς ιατεταγµένου Συνόλου................ 5 1.1.3 Σχέσεις Ισοδυναµίας και ιαµερίσεις............................. 5 1.1.4 Πράξεις.............................................. 7 1.1.5 Μονοειδή............................................. 13 1.2 Παραδείγµατα.............................................. 17 1.3 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 21 1.4 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση.................................. 46 2 Οµάδες και Υποοµάδες 53 2.1 Συνοπτική Θεωρία............................................ 53 2.1.1 Η Εννοια της Οµάδας - Βασικές Ιδιότητες Οµάδων..................... 53 2.1.2 Στοιχειώδεις Ιδιότητες Οµάδων................................. 56 2.1.3 Ο Πίνακας Cayley µιας Οµάδας................................ 57 2.1.4 Υποοµάδες............................................ 58 2.1.5 Το ιάγραµµα Hasse των Υποοµάδων µιας Οµάδας..................... 60 2.1.6 Τοµή Υποοµάδων και Υποοµάδες Παραγόµενες από Υποσύνολα - Κυκλικές Υποοµάδες 60 2.1.7 Χαρακτηριστικές Υποοµάδες µιας Οµάδας - Κανονικές Υποοµάδες............ 62 2.1.8 Ευθέα Γινόµενα Οµάδων.................................... 65 2.1.9 Ισοµορφισµοί Οµάδων...................................... 68 2.2 Παραδείγµατα.............................................. 69 2.3 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 75 2.4 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση.................................. 108 3 Το Θεώρηµα του Lagrange και οι Εφαρµογές του 118 3.1 Συνοπτική Θεωρία............................................ 118 3.1.1 Τάξη Στοιχείου και Οµάδας................................... 118 3.1.2 Πλευρικές Κλάσεις και το Θεώρηµα του Lagrange...................... 119 3.1.3 Η οµή των Κυκλικών Οµάδων................................. 120 3.2 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 123 3.2.1 Τάξη στοιχείου και Οµάδας................................... 123 3.2.2 Πλευρικές Κλάσεις, Τάξεις, και είκτες............................ 160 3.3 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση.................................. 185 v

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ vi 4 Οµάδες Μεταθέσεων 198 4.1 Συνοπτική Θεωρία............................................ 198 4.2 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 203 4.3 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση.................................. 226 5 Οµάδες-Πηλίκα και τα Θεωρήµατα Ισοµορφισµών 233 5.1 Συνοπτική Θεωρία............................................ 233 5.1.1 Κανονικές Υποοµάδες και Οµάδες-Πηλίκα.......................... 233 5.1.2 Τα Θεωρήµατα Ισοµορφισµών................................. 235 5.2 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 237 5.3 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση.................................. 301 II Θεωρία ακτυλίων 311 6 ακτύλιοι και Υποδακτύλιοι 312 6.1 Συνοπτική Θεωρία............................................ 312 6.1.1 ακτύλιοι και Υποδακτύλιοι................................... 312 6.1.2 Παραδείγµατα και Κατασκευές ακτυλίων.......................... 314 6.1.3 Τύποι Στοιχείων και ακτυλίων - Χαρακτηριστική ακτυλίου................ 317 6.2 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 318 6.3 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση.................................. 344 7 Ιδεώδη, ακτύλιοι-πηλίκα και τα Θεωρήµατα Ισοµορφισµών 350 7.1 Συνοπτική Θεωρία............................................ 350 7.1.1 Ιδεώδη............................................... 350 7.1.2 ακτύλιοι Πηλίκα και τα Θεωρήµατα Ισοµορφισµών..................... 352 7.2 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 354 7.3 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση.................................. 380 8 ακτύλιοι Πολυωνύµων και Σώµατα Κλασµάτων 387 8.1 Συνοπτική Θεωρία........................................... 387 8.1.1 ακτύλιοι Πολυωνύµων και Τυπικών υναµοσειρών..................... 387 8.1.2 Σώµατα Κλασµάτων....................................... 390 8.2 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 392 8.3 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση................................. 404 9 Πρώτα και Μέγιστοτικά Ιδεώδη 408 9.1 Συνοπτική Θεωρία........................................... 408 9.1.1 Μεγιστοτικά Ιδεώδη....................................... 408 9.1.2 Πρώτα Ιδεώδη........................................... 409 9.2 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 411 9.3 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση................................. 434 10 ακτύλιοι Κυρίων Ιδεωδών και Περιοχές Μονοσήµαντης Ανάλυσης 437 10.1 Συνοπτική Θεωρία........................................... 437 10.1.1 Περιοχές Κυρίων Ιδεωδών.................................... 437 10.1.2 Περιοχές Μονοσήµαντης Ανάλυσης.............................. 441 10.2 Λυµένες Ασκήσεις............................................ 443 10.3 Προτεινόµενες Ασκήσεις Προς Λύση................................. 461 Ευρετήριο 464 Βιβλιογραφία 468

Πρόλογος Το παρόν ϐιβλίο ασκήσεων είναι συνοδευτικό ενός τυπικού συγγράµατος ϐασικής Άλγεβρας προπτυχιακού επιπέδου, και σκοπός του είναι να ϐοηθήσει τον αναγνώστη, µέσω αναλυτικής επίλυσης ασκήσεων διάφορων επιπέδων δυσκολίας, ϑεµατικής και περιεχοµένου, να κατανοήσει τις ϑεµελιώδεις αρχές, τις τεχνικές και τις µεθόδους της ϐασικής Άλγεβρας. Το κύριο µέρος του κειµένου είναι αφιερωµένο στην αναλυτική επίλυση ασκήσεων οι οποίες αφορούν δύο εκ των ϑεµελιωδέστερων δοµών της σύγχρονης Άλγεβρας, της δοµής οµάδας και της δοµής δακτυλίου, καθώς και των εφαρµογών τους. Το κείµενο χωρίζεται σε δύο ϑεµατικά µέρη (Θεωρία Οµάδων και Θεωρία ακτυλίων) και αποτελείται από δέκα κεφάλαια. Στο πρώτο Κεφάλαιο επιλύονται ασκήσεις από την γενική ϑεωρία σχέσων ισοδυναµίας, πράξεων, και µονοειδών. Στο δεύτερο Κεφάλαιο επιλύονται ασκήσεις από τη στοιχειώδη ϑεωρία οµάδων και υποοµάδων. Το τρίτο Κεφάλαιο είναι αφιερωµένο στην επίλυση ασκήσεων οι οποίες σχετίζονται µε το Θεώρηµα του Lagrange και των εφαρµογών του. Στο τέταρτο Κεφάλαιο επιλύονται ασκήσεις από τη γενική ϑεωρία οµάδων µεταθέσεων. Στο πέµπτο Κεφάλαιο επιλύονται ασκήσεις οι οποίες σχετίζονται µε τη ϑεωρία οµάδων πηλίκο και τη ϑεωρία οµοµορφισµών οµάδων, και δίνονται εφαρµογές των Θεωρηµάτων Ισοµορφισµών Οµάδων. Το έκτο Κεφάλαιο είναι αφιερωµένο στην επίλυση ασκήσεων από τη γενική ϑεωρία δακτυλίων και υποδακτυλίων. Στο έβδοµο Κεφάλαιο επιλύονται ασκήσεις από τη ϑεωρία ιδεωδών και δακτυλίων πηλίκο, και ασκήσεις οι οποίες αποτελούν εφαρµογές των Θεωρηµάτων Ισοµορφισµών δακτυλίων. Στο όγδοο Κεφάλαιο επιλύονται ασκήσεις από τη γενική ϑεωρία πολυωνυµικών δακτυλίων και σωµάτων κλασµάτων. Στο ένατο Κεφάλαιο επιλύονται ασκήσεις οι οποίες σχετίζονται µε τη ϐασική ϑεωρία πρώτων και µεγιστοτικών ιδεωδών ενός δακτυλίου. Στο δέκατο Κεφάλαιο επιλύονται ασκήσεις µε ϐάση τη ϑεωρία δακτυλίων κυρίων ιδεωδών και περιοχών µονοσήµαντης ανάλυσης. Σε κάθε κεφάλαιο παρατίθεται συνοπτική ϑεωρία, µε παραδείγµατα αλλά χωρίς αποδείξεις, η οποία χρησιµοποιείται στην επίλυση των ασκήσεων. Η απαιτούµενη ϑεωρία στην πλήρη ανάπτυξή της µε αποδείξεις µπορεί να ϐρεθεί σε οποιοδήποτε ϐιβλίο ϐασικής Άλγεβρας, όπως τα ϐιβλία τα οποία παρατίθενται στην ϐιβλιογραφία στο τέλος του κειµένου. Στη συνέχεια επιλύονται ασκήσεις διάφορων επιπέδων δυσκολίας και ϑεµατικής (ασκήσεις κατανόησης, ϑεωρητικές και υπολογιστικές ασκήσεις). Τέλος σε κάθε Κεφάλαιο παρατίθεται σειρά ασκήσεων προς λύση. Συνολικά περιέχονται στο κείµενο περίπου 850 ασκήσεις : 430 λυµένες ασκήσεις και 420 άλυτες ασκήσεις. Στον αναγνώστη συστήνεται να κατανοήσει σε ϐάθος την α- παιτούµενη ϑεωρία, και αφού µελετήσει τις µεθόδους οι οποίες χρησιµοποιούνται στην αναλυτική επίλυση των ασκήσεων, να προσπαθήσει να λύσει όσο το δυνατόν µεγαλύτερο αριθµό ασκήσεων από αυτές οι οποίες προτείνονται προς λύση στο τέλος κάθε Κεφαλαίου. Στο τέλος του κειµένου παρατίθεται ενδεικτική ϐιβλιογραφία η οποία χρησιµοποιήθηκε στη συγγραφή των σηµειώσεων και η οποία µπορεί να αποτελέσει ϐάση για µια περαιτέρω µελέτη των κύριων στοιχείων της Σύγχρονης Άλγεβρας και των εφαρµογών της από τον ενδιαφερόµενο αναγνώστη. Στο κείµενο ϑεωρούµε γνωστές στοιχειώδεις έννοιες και αποτελέσµατα καθώς και συµβολισµούς από τα σύνολα και τη ϑεωρία διαιρετότητας ακεραίων, και υποθέτουµε ότι ο αναγνώστης έχει οικειότητα µε τα συνήθη σύνολα αριθµών : το σύνολο N των ϕυσικών αριθµών, το σύνολο Z των ακεραίων αριθµών, το σύνολο Q των ϱητών αριθµών, το σύνολο R των πραγµατικών αροθµών, και το σύνολο C των µιγαδικών αριθµών. 1 Απόστολος Μπεληγιάννης Ιωάννινα, εκέµβριος 2015

Μέρος I Θεωρία Οµάδων 2

Κεφάλαιο 1 Σχέσεις Ισοδυναµίας, Πράξεις και Μονοειδή 1.1 Συνοπτική Θεωρία Στην παρούσα ενότητα υπενθυµίζουµε εν συντοµία ϐασικές έννοιες και αποτελέσµατα αναφορικά µε : (α) τις σχέσεις µερικής διάταξης και των επαγόµενων διαγραµµάτων Hasse ενός µερικώς διατεταγµένου συνόλου, (β) τις σχέσεις ισοδυναµίας και των διαµερίσεων επί ενός συνόλου, (γ) τις διµελείς πράξεις και των επαγόµενων διαγράµµάτων Cayley µιας πράξης. Τέλος υπενθυµίζουµε τις ϐασικές έννοιες, ιδιότητες, και αποτελέσµατα µονοειδών και των οµοµορφισµών τους. Σύνολα Αριθµών: Από τώρα και στο εξής ϑα χρησιµοποιούµε τα εξής οικεία σύµβολα : N = { 1,2,,n, }, N 0 = { 0,1,2,,n, }, N n = { 1,2,,n } Z = {, n,, 1,0,1,,n,, } { a }, Q = b a,b Z, b 0 για τα σύνολα : N των ϕυσικών αριθµών, N 0 των ϕυσικών αριθµών µαζί µε το 0, N n των n πρώτων ϕυσικών αριθµών, Z των ακεραίων αριθµών, και Q των ϱητών αριθµών. Επιπρόσθετα συµβολίζουµε µε R το σύνολο των πραγµατικών αριθµών και µε C το σύνολο των µιγαδικών αριθµών, και ϑεωρούµε γνωστές τις ϐασικές στοιχειώδεις ιδιότητες των συνόλων αριθµών : N, Z, Q, R, και C. 1.1.1 Σχέσεις µερικής διάταξης Εστω X και Y δύο µη-κενά σύνολα. Μια (διµελής) σχέση R από το σύνολο X στο σύνολο Y είναι ένα υποσύνολο R του καρτεσιανού γινοµένου X Y, δηλαδή R X Y. Μια σχέση R επί του συνόλου X καλείται σχέση επί του X. Συµβολισµός : Αν R είναι µια σχέση από το σύνολο X στο σύνολο Y, και (x, y) R X Y, τότε ϑα γράφουµε : x R y ή x R y ή x y(r) Οι σηµαντικότερες ιδιότητες τις οποίες µπορεί να ικανοποιεί ή να µην ικανοποιεί µια σχέση R επί ενός µη-κενού συνόλου X είναι οι ακόλουθες : x X : (x, x) R (ανακλαστική ιδιότητα) x, y X : (x, y) R = (y, x) R (συµµετρική ιδιότητα) x, y X : (x, y) R και (y, x) R = x = y (αντισυµµετρική ιδιότητα) x, y, z X : (x, y) R και (y, z) R = (x, z) R (µεταβατική ιδιότητα) 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 4 Οι κυριότερες κατηγορίες σχέσεων οι οποίες ορίζονται επί ενός συνόλου είναι οι σχέσεις µερικής διάταξης, οι απεικονίσεις, και οι σχέσεις ισοδυναµίας. Ορισµός 1.1.1. Μια σχέση R X X επί του συνόλου X καλείται σχέση µερικής διάταξης αν η R ικανοποιεί (α) την ανακλαστική ιδιότητα, (β) την αντισυµµετρική ιδιότητα, και (γ) την µεταβατική ιδιότητα. Συνήθως µια σχέση µερικής διάταξης R επί ενός συνόλου X συµβολίζεται µε ένα από τα παρακάτω σύµβολα,,,,,,,, Ετσι ϑα γράφουµε x R y αντί (x, y) R αν η R είναι µια σχέση µερικής διάταξης επί του συνόλου X. Αν είναι µάλιστα σαφές για ποια σχέση µερικής διάταξης R πρόκειται, τότε γράφουµε απλώς x y. Γενικά, αν x, y X, τότε γράφουµε : x R y, αν x R y και x y Μια σχέση µερικής διάταξης επί του X καλείται σχέση ολικής διάταξης αν επιπλέον ικανοποιείται η ακόλουθη ιδιότητα : x, y X : είτε x y ή y x Ενα µερικώς διατεταγµένο σύνολο είναι ένα Ϲεύγος (X, ) όπου το X είναι ένα µη-κενό σύνολο και είναι µια σχέση µερικής διάταξης επί του X. Ενα ολικώς διατεταγµένο σύνολο είναι ένα Ϲεύγος (X, ) όπου το X είναι ένα µη-κενό σύνολο και είναι µια σχέση ολικής διάταξης επί του X. Σηµειώνουµε ότι αν Y X είναι ένα µη-κενό υποσύνολο του X, τότε το Ϲεύγος (Y, ) είναι ένα µερικώς διατεταγµένο σύνολο, όπου συµβολίζει τον περιορισµό στο Y της σχέσης µερικής διάταξης επί του X. Με άλλα λόγια η σχέση ορίζεται, y 1, y 2 Y, ως εξής : y 1 y 2 αν και µόνον αν y 1 y 2. Εστω (X, ) ένα µερικώς διατεταγµένο σύνολο. Θεωρούµε ένα µη-κενό υποσύνολο S X του X. (α) Ενα άνω ϕράγµα για το S είναι ένα στοιχείο x X έτσι ώστε : s x, s S. Ενα ελάχιστο άνω ϕράγµα για το S είναι ένα άνω ϕράγµα z X για το S έτσι ώστε z y για κάθε άλλο άνω ϕράγµα y για το S. Προφανώς ένα ελάχιστο άνω ϕράγµα για το S, αν υπάρχει, είναι µοναδικό. Το ελάχιστοι άνω ϕράγµα του συνόλου S, συµβολίζεται µε S, και αν S = {a,b}, τότε ϑα γράφουµε : S = a b. (β) Ενα κάτω ϕράγµα για το S είναι ένα στοιχείο x X έτσι ώστε : x s, s S. Ενα µέγιστο κάτω ϕράγµα για το S είναι ένα κάτω ϕράγµα w X για το S έτσι ώστε y w για κάθε άλλο κάτω ϕράγµα y για το S. Προφανώς ένα µέγιστο κάτω ϕράγµα για το S, αν υπάρχει, είναι µοναδικό. Το µέγιστο κάτω ϕράγµα του συνόλου S, συµβολίζεται µε S, και αν S = {a,b}, τότε ϑα γράφουµε : S = a b. Για µελλοντική χρήση, σηµειώνουµε τον ακόλουθο ορισµό ο οποίος περιγράφει µια σηµαντική κλάση µερικώς διατεταγµένων συνόλων. Ορισµός 1.1.2. Ενα µερικώς διατεταγµένο σύνολο (X, ) καλείται σύνδεσµος 1, αν κάθε Ϲεύγος στοιχείων του a,b X, υπάρχει το µέγιστο κάτω ϕράγµα a b στο X, και το ελάχιστο άνω ϕράγµα a b στο X. Ενας σύνδεσµος (X, ) καλείται πλήρης σύνδεσµος, αν κάθε µη-κενό υποσύνολο S X, έχει µέγιστο κάτω ϕράγµα S στο X, και ελάχιστο άνω ϕράγµα S στο X. Κλείνουµε την παρούσα ενότητα µε µια ισχυρότατο αποδεικτικό εργαλείο. Υπενθυµίζουµε πρώτα ότι ένα στοιχείο m σε ένα µερικώς διατεταγµένο σύνολο (X, ) καλείται µεγιστοτικό στοιχείο, αν : x X, m x = m = x. Λήµµα 1.1.3 (Λήµµα του Zorn). Εστω (X, ) ένα µερικώς διατεταγµένο σύνολο και υποθέτουµε ότι κάθε ολικώς διατεταγµένο υποσύνολο S του X έχει ένα άνω ϕράγµα στο X. Τότε το (X, ) έχει µεγιστοτικό στοιχείο. 1 Σύνδεσµος : Ελληνική απόδοση του όρου lattice.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 5 1.1.2 Το ιάγραµµα Hasse ενός Μερικώς ιατεταγµένου Συνόλου Ενα µερικώς διατεταγµένο σύνολο (X, ) µπορεί να περιγραφεί από ένα διάγραµµα, το οποίο καλείται διάγραµµα Hasse του (X, ), το οποίο αποτελείται από κορυφές και ακµές, και το οποίο περιέχει όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά µε το X ως µερικώς διατεταγµένο σύνολο. Για τον ορισµό του διαγράµµατος Hasse χρειαζόµαστε την έννοια της κάλυψης στοιχείων του X. Εστω x, y δύο στοιχεία του µερικώς διατεταγµένου συνόλου (X, ). Το διάγραµµα Hasse του (X, ) έχει ως κορυφές σηµεία τα οποία είναι σε «1-1» και «επί» αντιστοιχία µε τα στοιχεία του X. ύο κορυφές του διαγράµµατος οι οποίες αναπαριστούν τα στοιχεία x, y του X, ενώνονται µε µια ακµή, αν το y είναι κάλυψη του x, δηλαδή x y και δεν υπάρχει στοιχείο z X έτσι ώστε x z y, και τότε τοποθετούµε τη κορυφή y υπεράνω της κορυφής x. Γενικά οι κορυφές του διαγράµµατος Hasse οι οποίες αντιστοιχούν στα στοιχεία τού X τοποθετούνται στο διάγραµµα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αν τα x, y είναι στοιχεία του X µε x y, τότε η κορυφή η οποία αντιστοιχεί στο x να κείται χαµηλότερα από την κορυφή που αντιστοιχεί στο y. Χάριν ευκολίας από τώρα και στο εξής ταυτίζουµε τις κορυφές του διαγράµµατος Hasse του µερικώς διατεταγµένου συνόλου (X, ) µε τα στοιχεία του X. 1.1.3 Σχέσεις Ισοδυναµίας και ιαµερίσεις Εστω X ένα µη-κενό σύνολο. Ορισµός 1.1.4. Μια σχέση ισοδυναµίας επί του X είναι µια σχέση R X X επί του X, η οποία ικανοποιεί τις ακόλουθες τρεις ιδιότητες : (α) την ανακλαστική ιδιότητα, (β) τη συµµετρική ιδιότητα, και (γ) τη µεταβατική ιδιότητα : x X : (x, x) R (ανακλαστική ιδιότητα) x, y X : (x, y) R = (y, x) R (συµµετρική ιδιότητα) x, y, z X : (x, y) R και (y, z) R = (x, z) R (µεταβατική ιδιότητα) Οπως και στο εδάφιο τών σχέσεων, αντί (x, y) R, συχνά ϑα χρησιµοποιούµε έναν εκ των παρακάτω συµβολισµών : x R y ή x R y ή x y(r) Εστω R µια σχέση ισοδυναµίας επί του συνόλου X. Αν x X, η κλάση ισοδυναµίας του x ως προς την R ορίζεται να είναι το ακόλουθο σύνολο : [x] R = { y X y R x } X Επειδή x R x, έπεται ότι x [x] R και άρα η κλάση ισοδυναµίας κάθε στοιχείου x X είναι πάντοτε διάφορη του κενού συνόλου. Το σύνολο X /R όλων των κλάσεων ισοδυναµίας των στοιχείων του X X /R = { [x] R X x X } ως προς τη σχέση ισοδυναµίας R, καλείται το σύνολο-πηλίκο του X ως προς την R. Σηµειώνουµε ότι κάθε στοιχείο του X /R είναι ένα υποσύνολο του X, και εποµένως το σύνολο πηλίκο είναι µια συλλογή υποσυνόλων του X. Η απεικόνιση κανονικής προβολής του X επί του συνόλου πηλίκο X /R του X ως προς τη σχέση ισοδυναµίας R ορίζεται να είναι η απεικόνιση π R : X X /R, π R (x) = [x] R η οποία είναι προφανώς απεικόνιση «επί». Σηµειώνουµε ότι αν x, y X, τότε : x R y x [y] R y [x] R [x] R = [y] R

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 6 Εποµένως αν y [x] R, τότε [x] R = [y] R και γι αυτό κάθε στοιχείο y [x] R, καλείται αντιπρόσωπος της κλάσης ισοδυναµίας [x] R. Προφανώς, αφού x R x, το x είναι ένας αντιπρόσωπος της κλάσης ισοδυναµίας του [x] R. Από την άλλη πλευρά, δύο κλάσεις ισοδυναµίας είτε ταυτίζονται είτε είναι ξένες : Είτε [x] R = [y] R ή [x] R [y] R = Συνοψίζοντας, η συλλογή των κλάσεων ισοδυναµίας των στοιχείων του X ως προς τη σχέση ισοδυναµίας R ικανοποιεί τις παρακάτω ιδιότητες : 1. x X : [x] R. 2. x, y X : είτε [x] R = [y] R είτε [x] R [y] R =. 3. X = x X [x] R. Οι παραπάνω ιδιότητες µας οδηγούν ϕυσιολογικά στην έννοια της διαµέρισης ενός συνόλου, µε την έννοια του ακόλουθου ορισµού : Ορισµός 1.1.5. Μια διαµέριση του µη-κενού συνόλου X είναι µια συλλογή υποσυνόλων = { A i A i X } i I, όπου I είναι ένα σύνολο δεικτών, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι ακόλουθες ιδιότητης : 1. i I : A i. 2. i, j I : i j = A i A j =. 3. X = i I A i. Αν = { A i i I } είναι µια διαµέριση του X, συχνά ϑα γράφουµε : X = i I A i. Σηµειώνουµε για µελλοντική χρήση ότι αν = { A i A i X } i I είναι µια διαµέριση του πεπερασµένου συνόλου X, τότε προφανώς το σύνολο δεικτών I και κάθε υποσύνολο A i της διαµέρισης είναι πεπερασµένα σύνολα και εποµένως επειδή το X είναι ξένη ένωση των A i, ϑα έχουµε : X = i I A i = X = A i i I όπου µε X συµβολίζουµε το πλήθος των στοιχείων του συνόλου X. Το ακόλουθο αποτέλεσµα δείχνει ότι υπάρχει στενή σχέση µεταξύ των διαµερίσεων επί ενός συνόλου X και των σχέσεων ισοδυναµίας οι οποίες ορίζονται επί του X. Θεώρηµα 1.1.6. Εστω X ένα µη-κενό σύνολο. 1. Αν R είναι µια σχέση ισοδυναµίας επί του X, τότε το σύνολο πηλίκο X /R = { [x] R X x X } ϑεωρούµενο ως συλλογή υποσυνόλων του X αποτελεί µια διαµέριση R του X. 2. Εστω ότι = { A i A i X } i I είναι µια διαµέριση του X, όπου I είναι ένα σύνολο δεικτών. Τότε ορίζοντας R := { } (x, y) X X i I : x, y A i αποκτούµε µια σχέση ισοδυναµίας R επί του X. Επιπλέον οι απεικονίσεις Φ : D := { ιαµερίσεις του X } S := { Σχέσεις ισοδυναµίας R επί του X }, Φ( ) = R Ψ : S := { Σχέσεις ισοδυναµίας R επί του X } D := { ιαµερίσεις του X }, Ψ(R) = R := X /R ορίζουν µια «1-1» και «επί» αντιστοιχία µεταξύ του συνόλου D των διαµερίσεων του X και του συνόλου S των κλασεων ισοδυναµίας επί του X. Με άλλα λόγια : R R = R και R =

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 7 Παράδειγµα 1.1.7. 1. Για κάθε ϑετικό ακέραιο αριθµό n, ϑεωρούµε την ακόλουθη σχέση R n επί του συνόλου Z των ακεραίων αριθµών : x, y Z : x Rn y n x y Τότε η R είναι µια σχέση ισοδυναµίας επί του Z η οποία συµπίπτει µε την σχέση ισοτιµίας mod n, η οποία µας είναι γνωστή από την στοιχειώδη Θεωρία Αριθµών. Επιπλέον για κάθε ακέραιο x, η κλάση ισοδυναµίας του x ως προς την R n είναι : [x] n = { y Z n x y } = { x + k n Z k Z } = {, x 2n, x n, x, x + n, x + 2n, } δηλαδή είναι η κλάση ισοτιµίας mod n. Το σύνολο πηλίκο Z/R n συµβολίζεται µε Z n, και εύκολα ϐλέπουµε ότι : Z/ Rn := Z n = { [x] n Z x Z } = { } [0] n, [1] n,, [n 1] n 2. Εστω f : X Y µια απεικόνιση µεταξύ των µη-κενών συνόλων X,Y. Ορίζουµε µια σχέση επί του συνόλου X ως εξής : R f = { (x, y) X X f (x) = f (y) } Τότε η σχέση R f είναι µια σχέση ισοδυναµίας επί του X, και επιπλέον x X : [x] R f = f 1{ f (x) } = { x X f (x) = f (x ) } Η απεικόνιση f επάγει µια «1-1» και «επί» απεικόνιση f : X /R f Im(f ), f ([x] R f ) = f (x) Η σχέση ισοδυναµίας R f καλείται η επαγόµενη από την f σχέση ισοδυναµίας επί του X. Είναι εύκολο να δούµε ότι η τοµή σχέσεων ισοδυναµίας επί ενός συνόλου X είναι επίσης σχέση ισοδυναµίας επί του X. Αντίθετα η ένωση µιας οικογένειας σχέσεων ισοδυναµίας R i, όπου i I, επί του X, ως υποσύνολα του X X, είναι µια σχέση επί του X αλλά γενικά δεν είναι σχέση ισοδυναµίας επί του X. Η µικρότερη σχέση ισοδυναµίας επί του X η οποία περιέχει την ένωση R := i I R i είναι η εξής : R := { T X X T : σχέση ισοδυναµίας επί του X και R T } Γενικότερα, για κάθε σχέση R X X επί ενός συνόλου X, η σχέση R είναι η µικρότερη σχέση ισοδυναµίας επί του X η οποία περιέχει την σχέση R και καλείται η σχέση ισοδυναµίας επί του X η οποία παράγεται από τη σχέση R. Η τελευταία Πρόταση της παρούσης ενότητας δίνει µια περιγραφή των στοιχείων της σχέσης ισοδυναµίας η οποία παράγεται από µια σχέση επί ενός συνόλου. Πρόταση 1.1.8. Εστω ότι X είναι ένα σύνολο και ότι R είναι µια σχέση επί του X. Η σχέση ισοδυναµίας R επί του X η οποία παράγεται από τη σχέση R έχει την ακόλουθη περιγραφή : R = { (a,b) X X a = b ή n 0 και x 0,, x n X : x 1 = a, x n = b, και : (x k, x k+1 ) R ή (x k+1, x k ) R, 1 k n } 1.1.4 Πράξεις Εστω X ένα µη-κενό σύνολο. Μια (διµελής) πράξη επί ενός συνόλου X είναι µια απεικόνιση µ : X X X, (x, y) µ(x, y)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 8 Συµβολισµός : Παραδοσιακά και χάριν απλότητας µια πράξη µ επι ενός συνόλου X παρίσταται, µε ένα εκ των συµβόλων : µ =,,, #,, +,,,... Αντίστοιχα, το αποτέλεσµα µ(x, y) της πράξης µ στο Ϲεύγος στοιχείων (x, y) του X, συµβολίζεται ως εξής : µ(x, y) = x y, x y, x y, x#y, x y, x + y, x y, x y, x y,... Ακολουθώντας την παραπάνω παράδοση, από τώρα και στο εξής ϑα συµβολίζουµε µια πράξη µ επί του X µε το σύµβολο, και εποµένως το αποτέλεσµα µ(x, y) της πράξης µ επί του Ϲεύγους στοιχείων (x, y) X X, ϑα συµβολίζεται µε x y. Αργότερα ϑα απλοποιήσουµε περαιτέρω τον συµβολισµό µας. Για τους σκοπούς των σηµειώσεων, ένα Ϲεύγος (X, ) ή µια τριάδα (X,, ) όπου και είναι διµελείς πράξεις επί ενός µη-κενού συνόλου X, ϑα καλείται αλγεβρική δοµή. Οι περισσότερο σηµαντικές ιδιότητες τις οποίες µπορεί να ικανοποιεί, ή µπορεί να µην ικανοποιεί, µια διµελής πράξη σε µια αλγεβρική δοµή (X, ) είναι οι ακόλουθες. Ορισµός 1.1.9. Εστω µια (δοµελής) πράξη επί ενός συνόλου X. 1. Η πράξη καλείται προσεταιριστική αν ισχύει : x, y, z X : x (y z) = (x y) z 2. Η πράξη καλείται µεταθετική αν ισχύει : x, y X : x y = y x Η προσεταιριστικότητα κατά κύριο λόγο, αλλά και η µεταθετικότητα µιας πράξης επί ενός συνόλου X, έχει σηµαντικές συνέπειες στην µελέτη ιδιοτήτων του Ϲεύγους (X, ). Το επόµενο αποτέλεσµα µας επιτρέπει να ορίσουµε µονοσήµαντα στοιχεία της µορφής a 1 a 2 a n σε ένα σύνολο X εφοδιασµένο µε µια προσεταιριστική πράξη. ηλαδή όλες οι δυνατές οµαδοποιήσεις των στοιχείων a 1, a 2,, a n, µε εισαγωγή παρενθέσεων, οι οποίες είναι απαραίτητες για τον υπολογισµό του στοιχείου a 1 a 2 a n µας δίνουν το ίδιο αποτέλεσµα. Ανάλογα, αν το σύνολο X είναι εφοδιασµένο µε µια προσεταιριστική και µεταθετική πράξη, τότε δυνατοί συνδυασµοί στοιχείων a i1 a i2 a in του X, όπου i 1,i 2,,i n είναι οι αριθµοί 1,2,,n ενδεχοµένως µε διαφορετική σειρά, οι οποίοι µπορούν να ορισθούν µε χρήση της πράξης και των στοιχείων a 1, a 2,, a n, ορίζουν το ίδιο στοιχείο του X. Πρόταση 1.1.10. Εστω µια προσεταιριστική πράξη επί του µη κενού συνόλου X, και έστω a 1, a 2,, a n ένα πεπερασµένο πλήθος στοιχείων του X. 1. (Ο Γενικός Προσεταιριστικός Νόµος) Το στοιχείο a 1 a 2 a n είναι µονοσήµαντα ορισµένο. 2. (Ο Γενικός Μεταθετικός Νόµος) Αν η πράξη είναι µεταθετική, τότε για κάθε µετάθεση σ του συνόλου {1,2,,n}, δηλαδή για κάθε «1-1» και «επί» απεικόνιση σ: {1,2,,n} {1,2,,n}, ισχύει ότι : a σ(1) a σ(2) a σ(n) = a 1 a 2 a n Εστω µια διµελής (προσεταιριστική) πράξη επί του µη-κενού συνόλου X. Σε αρκετές περιπτώσεις το σύνολο X διαθέτει διακεκριµένα στοιχεία τα οποία ικανοποιούν σηµαντικές ιδιότητες. Οι περισσότερο σηµαντικές ιδιότητες είναι οι ακόλουθες : Ορισµός 1.1.11. Εστω µια προσεταιριστική πράξη επί ενός συνόλου X. 1. Ενα στοιχείο e X καλείται ουδέτερο ή ταυτοτικό στοιχείο του X ως προς την πράξη, αν ισχύει : x X : x e = x = e x Το στοιχείο e, αν υπάρχει, είναι µοναδικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 9 2. Υποθέτουµε ότι υπάρχει ουδέτερο στοιχείο e X ως προς την πράξη. Ενα στοιχείο x X καλείται αντιστρέψιµο ως προς την πράξη, αν υπάρχει στοιχείο x X έτσι ώστε : x x = e = x x εδοµένου του στοιχείου x X, το στοιχείο x, αν υπάρχει, είναι µοναδικό και καλείται αντίστροφο (ή αντίθετο) του x. Το σύνολο όλων των αντιστρέψιµων ή αντίθετων στοιχείων για την πράξη επί του X συµβολίζεται µε : U(X, ) = { x X x X : x x = e = x x } Η ακόλουθη Πρόταση περιγράφει κάποιες ϐασικές ιδιότητες αντιστρέψιµων στοιχείων. Πρόταση 1.1.12. Εστω ότι είναι µια προσεταιριστική πράξη επί ενός συνόλου X, και υποθέτουµε ότι υπάρχει ουδέτερο στοιχείο e X ως προς την πράξη. 1. Το ουδέτερο στοιχείο e είναι µοναδικό. ηλαδή αν ɛ X είναι ένα άλλο στοιχείο του X έτσι ώστε ɛ x = e = x ɛ, τότε e = ɛ. 2. Εστω x X ένα στοιχείο για το οποίο υπάρχει αντίστροφο x ως προς την πράξη. Τότε το αντίστροφο στοιχείο x του x είναι µοναδικό. ηλαδή αν x X είναι ένα άλλο στοιχείο του X έτσι ώστε x x = e = x x, τότε x = x. 3. Αν x είναι ένα αντιστρέψιµο στοιχείο του x µε αντίστροφο το στοιχείο x, τότε το στοιχείο x είναι αντιστρέψιµο µε αντίστροφο το στοιχείο x: x U(X, ) = x U(X, ) και (x ) := x = x 4. Αν x, y είναι δύο αντιστρέψιµα στοιχεία του X µε αντίστροφα στοιχεία x και y αντίστοιχα, τότε το στοιχείο x y είναι αντιστρέψιµο και το αντίστροφό του είναι το στοιχείο y x : x, y U(X, ) = x y U(X, ) και (x y) = y x Εχοντας στη διάθεσή µας ένα Ϲεύγος (X, ), όπου είναι µια (προσεταιριστική) πράξη επί του συνόλου X, µπορούµε να ορίσουµε ακέραιες δυνάµεις ή ακέραια πολλαπλάσια στοιχείων του X, ως εξής : Ορισµός 1.1.13. Αν x X, και n 0, τότε ορίζουµε την n-οστή δύναµη n x του στοιχείου x ως προς την πράξη ως εξής : n } x x {{ x }, αν n 1 x := n παράγοντες e, αν n = 0 Αν επιπλέον το στοιχείο x έχει αντίστροφο ως προς την πράξη το στοιχείο x X, και n 1, τότε ορίζουµε : n x := x x x }{{} n παράγοντες Παρατήρηση 1.1.14. (Πολλαπλασιαστικός Συµβολισµός) Αν ο συµβολισµός της διµελούς πράξης είναι «πολλαπλασιαστικός», δηλαδή προσοµοιάζει µε την συνήθη πράξη πολλαπλασιασµού σε ένα σύνολο αριθµών, οπότε χρησιµοποιούµε ως σύµβολο της διµελούς πράξης το σύµβολο, τότε ϑα γράφουµε nx := x n και ο ορισµός 1.1.13 παίρνει την ακόλουθη µορφή : x n } x x {{ x }, αν n 1 := n παράγοντες e, αν n = 0

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 10 Σηµειώνουµε ότι στον πολλαπλασιαστικό συµβολισµό, συνήθως το ουδέτερο στοιχείο e συµβολίζεται µε 1. Αν επιπλέον το στοιχείο x έχει αντίστροφο ως προς την πράξη, τότε το αντίστροφο στοιχείο του x συµβολίζεται µε x 1 X, και τότε, n 1: x n := x 1 x 1 x 1 }{{} n παράγοντες Το στοιχείο x n καλείται η n-οστή δύναµη (ϕυσική ή ακέραια) του x ως προς την πράξη. (Προσθετικός Συµβολισµός) Αν ο συµβολισµός της διµελούς πράξης είναι «προσθετικός», δηλαδή προσο- µοιάζει µε την συνήθη πράξη πρόσθεσης σε ένα σύνολο αριθµών, οπότε χρησιµοποιούµε ως σύµβολο της διµελούς πράξης το σύµβολο «+», τότε ϑα γράφουµε + n x := nx και ο ορισµός 1.1.13 παίρνει την ακόλουθη µορφή : } x + x + {{ + x }, αν n 1 nx := n παράγοντες e, αν n = 0 Σηµειώνουµε ότι στον προσθετικό συµβολισµό, συνήθως το ουδέτερο στοιχείο e συµβολίζεται και µε 0. Αν επιπλέον το στοιχείο x έχει αντίστροφο ως προς την πράξη «+», τότε το αντίστροφο του x καλείται αντίθετο στοιχείο του x και συµβολίζεται µε x X, και τότε, n 1: ( n)x := ( x) + ( x) + + ( x) }{{} n παράγοντες Το στοιχείο nx καλείται η n-οστό πολλαπλάσιο (ϕυσικό ή ακέραιο) του x ως προς την πράξη «+». Σηµειώνουµε ότι παραδοσιακά ο προσθετικός συµβολισµός για µια πράξη χρησιµοποιέιται συνήθως (αλλά όχι πάντα) όταν η πράξη είναι µεταθετική. Χάριν απλότητας του συµβολισµού, στην ακόλουθη πρόταση, η οποία περιγράφει τις ϐασικές ιδιότητες δυνάµεων στοιχείων, χρησιµοποιούµε τον πολλαπλασιαστικό συµβολισµό για µια πράξη ορισµένη επί ενός συνόλου. Πρόταση 1.1.15. Εστω ότι (X, ) είναι ένα Ϲεύγος αποτελούµενο από ένα µη-κενό σύνολο X και µια προσεταιριστική πράξη επί του X για την οποία υπάρχει ουδέτερο στοιχείο e X. Τότε για κάθε στοιχείο x X ϑα έχουµε : 1. Ισχύει ότι : x n+m = x n x m, n,m N 0. Αν το x είναι αντιστρέψιµο ως προς την πράξη, τότε : n,m Z : x n+m = x n x m 2. Ισχύει ότι : (x n ) m = x nm, n,m N 0. Αν το x είναι αντιστρέψιµο ως προς την πράξη, τότε : n,m Z : (x n ) m = x nm Ιδιαίτερα αν το x είναι αντιστρέψιµο ως προς την πράξη µε αντίστροφο το στοιχείο x 1, τότε : n Z : (x n ) 1 = x n = (x 1 ) n 1.1.4.1 Ο Πίνακας Cayley µιας ιµελούς Πράξης Θεωρούµε ένα Ϲεύγος (X, ), όπου X = { x 1, x 2,, x n } είναι ένα πεπερασµένο σύνολο και είναι µια πράξη επί του X. Ολες οι ϐασικές πληροφορίες οι αποίες αφορούν την πράξη εµπεριέχονται στο πίνακα Cayley της πράξης ο οποίος ορίζεται παρακάτω. Υπενθυµίζουµε πρώτα ότι αν A = (a i j ) είναι ένας n n πίνακας µε στοιχεία από ένα σύνολο X, τότε το στοιχείο a i j ϐρίσκεται στην τοµή της i-γραµµής και της j -στήλης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 11 x 1 x 2 x i x j x n x 1 x 1 x 1 x 1 x 2... x 1 x i... x 1 x j... x 1 x n x 2 x 2 x 1 x 2 x 2... x 2 x i... x 2 x j... x 2 x n..................... x i x i x 1 x i x 2 x i x i x i x j x i x n................. x j x j x 1 x j x 2 x j x i x j x j x j x n............. x n x n x 1 x n x 2 x n x i x n x j x n x n Σχήµα 1.1: Ο πίνακας Cayley της αλγεβρικής δοµής (X, ). Ορισµός 1.1.16. Ο τετραγωνικός n n πίνακας C(X, ) = (x i j ) στοιχείων του X, όπου : x i j := x i x j, 1 i, j n καλείται πίνακας Cayley της πράξης ή της αλγεβρικής δοµής (X, ), και παρίσταται όπως στο παραπάνω σχήµα 1.1: Παρατήρηση 1.1.17. 1. Οταν είναι γνωστός ο πίνακας Cayley C(X, ) µιας αλγεβρικής δοµής (X, ), τότε µπορεί να διαπιστωθεί αµέσως αν η πράξη είναι µεταθετική ή όχι. Πράγµατι, είναι αρκετό να παρατηρήσει κανείς ότι για κάθε i, j µε 1 i, j, n, τα στοιχεία x i j = x i x j και x j i = x j x i, ϐρίσκονται συµµετρικά ως προς την κύρια διαγώνιο του πίνακα η οποία αποτελείται από τα στοιχεία x ii = x i x i, 1 i n. Συνεπώς η πράξη είναι µεταθετική αν και µόνο αν τα στοιχεία του πίνακα C(X, ) που κείνται συµµετρικά ως προς την κύρια διαγώνιό του είναι ίσα. Εποµένως η πράξη επί του X είναι µεταθετική αν και µόνον αν ο πίνακας Cayley C(X, ) της πράξης είναι συµµετρικός 2 : C(X, ) = t C(X, ). 2. Αν X = {x 1, x 2,..., x n } είναι ένα σύνολο µε n στοιχεία, τότε κάθε πίνακας µε n γραµµές και n στήλες, ο οποίος αποτελείται από στοιχεία τού X, ορίζει µια πράξη επί τού X ως ακολούθως : : X X X, (x i, x j ) x i x j := το στοιχείο τού X που ϐρίσκεται στην(i, j )-ϑέση τού πίνακα. 3. Οταν υπάρχει ουδέτερο στοιχείο e X για την πράξη επί του πεπερασµένου συνόλου X = { } x 1, x 2,, x n, τότε, αναδιατάσσοντας αν είναι ανάγκη τα στοιχεία του X, µπορούµε να υποθέσουµε ότι e = x1. Τότε ϑα έχουµε x 1 x k = x k = x k x 1, 1 k n, και εποµένως η πρώτη γραµµή x 1k = x 1 x k, 1 k n, και η πρώτη στήλη x k1 = x k x 1, 1 k n, του πίνακα Cayley στο Σχήµα 1.1 αποτελείται από τα στοιχεία x 1, x 2,, x n µε την ίδια σειρά. 1.1.4.2 Επαγόµενες Πράξεις Εστω µια πράξη επί ενός µη-κενού συνόλου X. Αν S είναι ένα µη-κενό υποσύνολο του X, τότε για κάθε δύο στοιχεία s 1, s 2 του υποσυνόλου S, το στοιχείο s 1 s 2 X, δεν είναι απαραίτητα στοιχείο του S. 2 Υπενθυµίζουµε ότι ο ανάστροφος πίνακας t A ενός πίνακα A = (a i j ), είναι ο πίνακας t A = (a j i ), δηλαδή στην τοµή της i-γραµµής και της j -στήλης ϐρίσκεται το στοιχείο a j i του πίνακα A. Εξ ορισµού ο πίνακας A είναι συµµετρικός αν συµπίπτει µε τον ανάστροφό του : A = t A.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 12 Το υποσύνολο S του X είναι κλειστό στην πράξη επί του X, αν : s 1, s 2 S : s 1 s 2 S Η ακόλουθη Πρόταση περιγράφει τις κυριότερες ιδιότητες υποσυνόλων S X κλειστών σε πράξεις ορισµένων επί υπερκείµενων συνόλων X. Ιδιαίτερα έπεται ότι το επαγόµενο Ϲεύγος (S, ) κληρονοµεί αρκετές από τις ιδιότητες τις οποίες διαθέτει το Ϲεύγος (X, ). Πρόταση 1.1.18. Εστω µια πράξη επί ενός µη-κενού συνόλου X, και S ένα µη-κενό υποσύνολο του X, το οποίο είναι κλειστό στην πράξη. Τότε η πράξη επάγει µια πράξη «S» επί του συνόλου S ως εξής, s 1, s 2 S: s 1 S s 2 = s 1 s 2. Επιπλέον : 1. Αν η πράξη επί του X είναι προσεταιριστική ή µεταθετική, τότε η πράξη «S» επί του S είναι προσεται- ϱιστική ή µεταθετική αντίστοιχα. 2. Εστω e X ένα ουδέτερο στοιχείο για την πράξη επί του X. Αν e S, τότε το e είναι ουδέτερο στοιχείο για την πράξη «S» επί του S. 3. Υποθέτουµε ότι η πράξη έχει ένα ουδέτερο στοιχείο e X έτσι ώστε e S, και έστω x ένα στοιχείο του S για το οποίο υπάρχει ένα αντίστροφο στοιχείο x X. Αν x S, τότε το στοιχείο x είναι ένα αντίστροφο στοιχείο του x για την πράξη «S» επί του S. 1.1.4.3 Πράξεις συµβιβαστές µε σχέσεις ισοδυναµίας Οπως ϑα δούµε αργότερα, σηµαντικό ϱόλο παίζουν πράξεις : X X X επί συνόλων X οι οποίες είναι συµβιβαστές µε µια δοσµένη σχέση ισοδυναµίας R X X επί του συνόλου X, µε την έννοια του ακόλουθου ορισµού. Ορισµός 1.1.19. Η σχέση ισοδυναµίας R είναι συµβιβαστή µε την πράξη επί του X αν ισχύει : x, y, z, w X : x R z και y R w = x y R z w Η ακόλουθη Πρόταση εξηγεί γιατί η παραπάνω έννοια είναι σηµαντική. Πρόταση 1.1.20. Εστω ότι : X X X είναι µια πράξη επί του συνόλου X, και έστω ότι R X X είναι µια σχέση ισοδυναµίας επί του συνόλου X η οποία είναι συµβιβαστή µε την πράξη. 1. Ορίζοντας : X /R X /R X /R, ([x] R,[y] R ) := [x] R [y] R = [x y] R αποκτούµε µια πράξη επί του συνόλου-πηλίκο X /R. 2. Αν η πράξη επί του X είναι προσεταιριστική ή µεταθετική, τότε η πράξη επί του X /R είναι προσεταιριστική ή µεταθετική αντίστοιχα. 3. Εστω e X ένα ουδέτερο στοιχείο για την πράξη επί του X. Τότε το στοιχείο [e] R X /R είναι ουδέτερο στοιχείο για την πράξη επί του X /R. 4. Υποθέτουµε ότι η πράξη έχει ένα ουδέτερο στοιχείο e X, και έστω x ένα στοιχείο του X για το οποίο υπάρχει ένα αντίστροφο στοιχείο x X ως προς την πράξη. Τότε το στοιχείο [x ] R είναι ένα αντίστροφο στοιχείο του [x] R για την πράξη επί του X /R.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 13 1.1.5 Μονοειδή Σύνολα τα οποία είναι εφοδιασµένα µε µια προσεταιριστική πράξη για την οποία υπάρχει ουδέτερο στοιχείο έχουν ευχάριστες ιδιότητες και επιπλέον πολλά γνωστά µας σύνολα είναι εφοδιασµένα µε τέτοιες πράξεις. Ο ακόλουθος ορισµός τυποποιεί αλγεβρικές δοµές αυτής της κατηγορίας. Ορισµός 1.1.21. Ενα Ϲεύγος (X, ), όπου είναι µια πράξη επί ενός συνόλου X καλείται µονοειδές, αν : 1. Η πράξη είναι προσεταιριστική. 2. Υπάρχει ουδέτερο στοιχείο e για την πράξη επί του X. Το µονοειδές (X, ) καλείται µεταθετικό µονοειδές, αν η πράξη είναι µεταθετική. Οταν το σύνολο X είναι πεπερασµένο, ο πίνακας Cayley της πράξης καλείται ο πίνακας Cayley του µονοειδούς (X, ). Παρατήρηση 1.1.22. Οπως προκύπτει εύκολα, το ουδέτερο στοιχείο e ενός µονοειδούς (X, ) είναι µοναδικό, και αν x είναι ένα στοιχείο του X για το οποίο υπάρχει αντίστροφο στοιχείο x = x 1, τότε το αντίστροφο στοιχείο είναι µοναδικό. Μια γενικότερη έννοια από την έννοια του µονοειδούς, είναι η έννοια της ηµιοµάδας : µια ηµιοµάδα είναι ένα Ϲεύγος (X, ), όπου X είναι ένα µη-κενό σύνολο και είναι µια προσεταιριστική πράξη επί του X. Ενα υποσύνολο S X καλείται υποµονοειδές του X αν το υποσύνολο S είναι κλειστό στην πράξη του X και περιέχει το ουδέτερο στοιχείο e του X. Η επόµενη Πρόταση δείχνει τρόπους κατασκευής νέων µονοειδών από παλαιά. Πρόταση 1.1.23. Εστω (X, ) ένα (µεταθετικό) µονοειδές µε ουδέτερο στοιχείο e. 1. Αν S X είναι ένα υποµονοειδες του X, τότε το Ϲεύγος (S, S ), όπου «S» είναι η επαγόµενη πράξη, είναι ένα (µεταθετικό) µονοειδές µε ουδέτερο στοιχείο e. 2. Αν R είναι µια σχέση ισοδυναµίας επί του X η οποία είναι συµβιβαστή µε την πράξη, τότε το Ϲεύγος (X /R, ), όπου είναι η πράξη : X /R X /R X /R, ([x] R,[y] R ) [x] R [y] R = [x y] R είναι ένα (µεταθετικό) µονοειδές, το οποίο καλείται το µονοειδές πηλίκο του X ως προς του σχέση ισοδυναµίας R. Για παράδειγµα, αν (X, ) είναι ένα µονοειδές, τότε το υποσύνολο U(X, ) το οποίο αποτελείται από τα αντιστρέψιµα στοιχεία του X είναι ένα υποµονοειδές του X. Στο σύνολο Z των ακεραίων µπορούν να ορισθούν δύο µονοειδή : το µονοειδές (Z,+) και το µονοειδές (Z, ), όπου «+» και είναι οι συνήθεις πράξεις πρόσθεσης και πολλαπλασιασµού ακεραίων. Για κάθε ϑετικό ακέραιο n, η σχέση ισοτιµίας «R n», όπου xr n y αν και µόνον αν n x y, είναι µια σχέση ισοδυναµίας στο σύνολο Z η οποία είναι συµβιβαστή και µε τις δύο πράξεις «+» και. Ετσι ορίζεται το µονοειδές πηλίκο (Z/R n, ), για το οποίο γνωρίζουµε ότι Z/R n = Z n. Επιπλέον αποκτούµε το υποµονοειδές (U(Z n ), ) των αντιστρέψιµων στοιχείων του (Z n, ). Αν (X 1, 1 ), (X 2, 2 ),, (X n, n ) είναι µονοειδή, τότε το καρτεσιανό γινόµενο συνόλων n k=1 X k µπορεί να δοµηθεί σε µονοειδές : Πρόταση 1.1.24. Με τους παραπάνω συµβολισµούς, το Ϲεύγος ( n k=1 X k, ), όπου (x 1, x 2,, x n ) (y 1, y 2,, y n ) = ( x 1 1 y 1, x 2 2 y 2,, x n n y n ) είναι µονοειδές, το ευθύ γινόµενο των µονοειδών (X i, i ). Επιπρόσθετα : n n U( X k, ) = U(X k, k ) k=1 k=1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 14 1.1.5.1 Οµοµορφισµοί µονοειδών Λαµβάνοντας υπ όψιν ότι η αλγεβρική δοµή ενός µονοειδούς (X, ) καθορίζεται από την πράξη επί του X και το ουδέτερο στοιχείο της e X X, οδηγούµαστε ϕυσιολογικά στην έννοια του οµοµορφισµού µονοειδών (X, ) και (Y, ) η οποία είναι η κάταλληλη έννοια σύγκρισης ή συσχέτισης µονοειδών. Ορισµός 1.1.25. Εστω (X, ) και (Y, ) δύο µονοειδή. Μια απεικόνιση f : X Y καλείται οµοµορφισµός µονοειδών αν : x 1, x 2 X : f (x 1 x 2 ) = f (x 1 ) f (x 2 ) και f (e X ) = e Y όπου e X, αντίστοιχα e Y, είναι το ουδέτερο στοιχείο του µονοειδούς X, αντίστοιχα του µονοειδούς Y. Το σύνολο όλων των οµοµορφισµών µονοειδών από το µονοειδές (X, ) στο µονοειδές (Y, ) συµβολίζεται µε : Hom Mon (X,Y ) = { f : X Y f : οµοµορφισµός µονοειδών } Γενικότερα αν τα Ϲεύγη (X, ) και (Y, ) είναι ηµιοµάδες, δηλαδή οι πράξεις και είναι προσεταιριστικές αλλά δεν υπάρχει απαραίτητα ουδέτερο στοιχείο για τις πράξεις και αντίστοιχα, τότε µια απεικόνιση απεικόνιση f : X Y καλείται οµοµορφισµός ηµιοµάδων αν : x 1, x 2 X : f (x 1 x 2 ) = f (x 1 ) f (x 2 ). Παράδειγµα 1.1.26. Τα ακόλουθα είναι ϐασικά παραδείγµατα οµοµορφισµών µονοειδών. 1. Θεωρούµε µονοειδή (X, ) και (Y, ) µε ουδέτερα στοιχεία e X και e Y αντίστοιχα. (αʹ) Η ταυτοτική απεικόνιση Id X : X X είναι οµοµορφισµός µονοειδών. (ϐʹ) Η απεικόνιση e: X Y, e(x) = e Y, x X, είναι οµοµορφισµός µονοειδών, ο οποίος καλείται ο τετριµµένος οµοµορφισµός µονοειδών. 2. Αν (S, ) είναι υποµονοειδές του µονοειδούς (X, ), δηλαδή το υποσύνολο S X είναι κλειστό στην πράξη του X και e X S και άρα το Ϲεύγος (S, ) είναι µονοειδές µε την επαγόµενη πράξη, τότε η απεικόνιση έγκλεισης ι S : S X, ι S (x) = x, είναι προφανώς ένας οµοµορφισµός µονοειδών. 3. Εστω ότι (X, ) είναι ένα µονοειδές και έστω ότι R είναι µια σχέση ισοδυναµίας επί του X η οποία είναι συµβιβαστή µε την πράξη. Θεωρούµε το µονοειδές πηλίκο (X /R, ). Τότε η απεικόνιση κανονικής προβολής π R : X X /R, π R (x) = [x] R είναι ένας οµοµορφισµός µονοειδών ο οποίος καλείται κανονική προβολή του µονοειδούς X στο µονοειδές πηλίκο X /R. 4. Θεωρούµε µονοειδή (X 1, 1 ), (X 2, 2 ),, (X n, n ) µε ουδέτερο στοιχείο e i αντίστοιχα, όπου 1 i n, και έστω (X = n k=1 X k, ) το µονοειδές ευθύ γινόµενο, ϐλέπε την Πρόταση 1.1.24. Τότε για κάθε δείκτη k = 1,2,,n, η απεικόνιση προβολής π k : n X k X k, π k (x 1, x 2,, x n ) = x k k=1 είναι ένας οµοµορφισµός µονοειδών. Οι οµοµορφισµοί µονοειδών π k, 1 k n, καλούνται οµοµορ- ϕισµοί κανονικής προβολής από το µονοειδές ευθύ γινόµενο ( n k=1 X k, ) στα µονοειδή παράγοντες (X k, k ). Η επόµενη πρόταση περιγράφει κάποιες ϐασικές ιδιότητες οµοµορφισµών µονοειδών. Πρόταση 1.1.27. Ισχύουν τα ακόλουθα : 1. Σύνθεση οµοµορφισµών µονοειδών, όταν ορίζεται, είναι οµοµορφισµός µονοειδών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 15 2. Αν f : (X, ) (Y, ) είναι ένας οµοµορφισµός µονοειδών και η απεικόνιση f είναι «1-1» και «επί», τότε η αντίστροφη απεικόνιση f 1 : X Y είναι ένας οµοµορφισµός µονοειδών. Κάθε οµοµορφισµός µονοειδών f : (X, ) (Y, ) διατηρεί αντιστρέψιµα στοιχεία και εποµένως επάγει έναν οµοµορφισµό µονοειδών U(f ) : U(X, ) U(Y, ), U(f )(x) = f (x) Παράδειγµα 1.1.28. Αν f : (X, ) (Y, ) είναι ένας οµοµορφισµός µονοειδών, τότε ο f ορίζει δύο υπο- µονοειδή τα οποία διαδραµατίζουν σηµαντικό ϱόλο στην µελέτη του f : ένα υποµονοειδές του (X, ) και ένα υποµονοειδές του (Y, ): 1. Το υποσύνολο Ker(f ) = { x X f (x) = e Y } είναι ένα υποµονοειδές του X, το οποίο καλείται πυρήνας του f. 2. Το υποσύνολο Im(f ) = { f (x) Y x X } είναι ένα υποµονοειδές του Y, το οποίο καλείται εικόνα του f. Η κατάλληλη έννοια µε τη ϐοήθεια της οποίας µπορούµε να ταυτίσουµε δύο µονοειδή µε ϐάση ιδιότητες οι οποίες απορρέουν από τα αξιώµατα, είναι η έννοια του ισοµορφισµού µονοειδών. Ορισµός 1.1.29. Ενας οµοµορφισµός µονοειδών f : (X, ) (Y, ) καλείται ισοµορφισµός µονοειδών αν η απεικόνιση f είναι απεικόνιση «1-1» και «επί», και τότε ϑα συµβολίζουµε : f : (X, ) = (Y, ) Ενας ισοµορφισµός µονοειδών f : (X, ) (X, ) καλείται αυτοµορφισµός του (X, ). Γενικότερα ο οµοµορφισµός µονοειδών f : (X, ) (Y, ) καλείται : 1. µονοµορφισµός µονοειδών αν η f είναι απεικόνιση «1-1». Για παράδειγµα, αν S ένα υποµονοειδές του µονοειδούς (X, ), τότε η απεικόνιση έγκλεισης ι: S X είναι ένας µονοµορφισµός µονοειδών. 2. επιµορφισµός µονοειδών αν η f είναι απεικόνιση «επί». Για παράδειγµα, έστω ότι (X, ) είναι ένα µονοειδές και έστω ότι R είναι µια σχέση ισοδυναµίας επί του X η οποία είναι συµβιβαστή µε την πράξη. Τότε η απεικόνιση κανονικής προβολής, όπως στο Παράδειγµα 1.1.26: π R : X X /R, π R (x) = [x] R από το µονοειδές X στο µονοειδές πηλίκο X /R f είναι προφανώς επιµορφισµός µονοειδών. Η σχέση ισοµορφίας «=» η οποία ορίζεται στην κλάση Mon όλων των µονοειδών ως εξής : αν (X, ), (Y, ) Mon τότε : (X, ) = (Y, ) υπάρχει ισοµορφισµός µονοειδών f : (X, ) = (Y, ) είναι µια σχέση ισοδυναµίας και διαµερίζει την κλάση Mon σε κλάσεις ισοδυναµίας, τις κλάσεις ισοµορφίας µονοειδών. Οπως µπορεί να διαπιστωθεί εύκολα, ισόµορφα µονοειδή, δηλαδή µονοειδή στην ίδια κλάση ισοµορφίας, έχουν κοινό πίνακα Cayley, καθώς και κοινές δοµικές ιδιότητες, δηλαδή ιδιότητες οι οποίες απορρέουν από τα αξιώµατα µονοειδούς. Αν τα µονοειδή (X, ) και (Y, ) δεν είναι ισόµορφα, τότε ϑα γράφουµε : (X, ) (Y, ). Η επόµενη Πρόταση δίνει έναν χρήσιµο χαρακτηρισµό ισοµορφισµού µονοειδών. Πρόταση 1.1.30. Για µια απεικόνιση f : (X, ) (Y, ) µεταξύ µονοειδών, τα ακόλουθα είναι ισοδύναµα :

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 16 1. Η απεικόνιση f είναι ισοµορφισµός µονοειδών. 2. Η f είναι οµοµορφισµός µονοειδών και υπάρχει οµοµορφισµός µονοειδών g : Y X έτσι ώστε : f g = Id Y και g f = Id X Αν ισχύει µια από τις ισοδύναµες συνθήκες 1. και 2., τότε η απεικόνιση g στη συνθήκη 2. είναι µοναδική και g = f 1 Το ακόλουθο σηµαντικό ϑεµελιώδες ϑεώρηµα πιστοποιεί ότι κάθε οµοµορφισµός µονοειδών µπορεί να αναλυθεί ως σύνθεση ενός µονονοµορφισµού, ενός ισοµορφισµού και ενός επιµορφισµού µονοειδών µε ϕυσικό τρόπο. Υπενθυµίζουµε ότι η σχέση ισοδυναµιας την οποία επάγει επί του X µια απεικόνιση f : X Y, ορίζεται ως εξής : x 1, x 2 X : x 1 R f x 2 αν και µόνον αν f (x 1 ) = f (x 2 ). Θεώρηµα 1.1.31 (Θεώρηµα Ισοµορφισµών για Μονοειδή). Εστω f : (X, ) (Y, ) ένας οµοµορφισµός µονοειδών. 1. Η σχέση ισοδυναµίας R f την οποία επάγει η απεικόνιση f επί του X είναι συµβιβαστή µε την πράξη του µονοειδούς (X, ) και εποµένως ορίζεται το µονοειδές πηλίκο (X /R f, ). 2. Ο οµοµορφισµός f επάγει έναν ισοµορφισµό µονοειδών f : (X /R f, ) = (Im(f ), ), f ([x] R f ) = f (x) 3. Ο οµοµορφισµός f είναι σύνθεση του επιµορφισµού π R f : X X /R f, του ισοµορφισµού f : X /R f Im(f ) και του µονοµορφισµού i f : Im(f ) Y, σχηµατικά το ακόλουθο διάγραµµα είναι µεταθετικό : π R f X X /R f f f Y δηλαδή : f = i f f π R f i Im(f ) Για κάθε µη-κενό σύνολο X, ϑεωρούµε το Ϲεύγος (Map(X ), ), όπου Map(X ) = { f : X X f : απεικόνιση } είναι το σύνολο των απεικονίσεων επί του X, και είναι η πράξη της σύνθεσης απεικονίσεων. Εύκολα ϐλέπουµε ότι το Ϲεύγος (Map(X ), ) είναι ένα µονοειδές, ϐλέπε και το Παράδειγµα 1.2, το οποίο διαδραµατίζει σηµαντικό ϱόλο στη ϑεωρία µονοειδών όπως δείχνει η ανάλυση που ακολουθεί. Το υποµονοειδές των α- ντιστρέψιµων στοιχείων του µονοειδούς (Map(X ), ) συµβολίζεται µε (S(X ), ) και αποτελείται από όλες τις αντιστρέψιµες, δηλαδή από όλες τις «1-1» και «επί», απεικονίσεις f : X X. Εστω ότι (X, ) είναι ένα µονοειδές. Θεωρούµε την αριστερή κανονική αναπαράσταση του (X, ): L : X Map(X ), x L(x) := L x : X X, y L x (y) = x y και την δεξιά κανονική αναπαράσταση του (X, ): R : X Map(X ), x R(x) := R x : X X, y R x (y) = y x Θεωρούµε τα υποσύνολα Im(L) Map(X ) Im(R), δηλαδή : Im(L) = { L x : X X, L x (y) = x y x X } και Im(R) = { R x : X X, R x (y) = y x x X } Κλείνουµε την παρούσα ενότητα µε το ακόλουθο αποτέλεσµα, γνωστό ως Θεώρηµα του Cayley για µονοειδή, το οποίο, µε χρήση κανονικών αναπαραστάσεων µονοειδών, µας επιτρέπει να ϑεωρήσουµε κάθε µονοειδές ως υποµονοειδές του µονοειδούς των απεικονίσεων επί ενός κατάλληλου συνόλου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 17 Πρόταση 1.1.32 (Θεώρηµα του Cayley για µονοειδή). Εστω (X, ) ένα µονοειδές. 1. Η αριστερή κανονική αναπαράσταση L: (X, ) (Map(X ), ) είναι «1-1», το υποσύνολο Im(L) είναι ένα υποµονοειδές του (Map(X ), ) και η L επάγει έναν ισοµορφισµό µονοειδών (X, ) = Im(L) Map(X ). Επιπλέον η απεικόνιση L επάγει έναν µονοµορφισµό µονοειδών L: U(X, ) S(X ). 2. Η δεξιά κανονική αναπαράσταση R: (X, op ) (Map(X ), ) είναι «1-1», το υποσύνολο Im(R) είναι ένα υποµονοειδές του (Map(X ), ) και η R επάγει έναν ισοµορφισµό µονοειδών (X, op ) = Im(R) Map(X ). Επιπλέον η απεικόνιση R επάγει έναν µονοµορφισµό µονοειδών R: U(X, op ) S(X ). Συχνά αναφερόµαστε στο υποµονοειδές Im(L) Map(X ), αντίστοιχα Im(R) Map(X ), ως η αριστερή, αντίστοιχα δεξιά, κανονική αναπαράσταση του µονοειδούς (X, ). 1.2 Παραδείγµατα Στην παρούσα παράγραφο συνοψίζουµε και περιγράφουµε για µελλοντική χρήση, ενδεικτικά παραδείγµατα τα οποία αφορούν έννοιες οι οποίες εισήχθηκαν στις προηγούµενες παραγράφους, και ϑα είναι εν χρήσει στη συνέχεια των σηµειώσεων. 1. Θεωρούµε το Ϲεύγος (X,+), όπου X είναι ένα εκ των συνόλων αριθµών N, N 0, Z, Q, R, C, και «+» είναι η συνήθης πράξη πρόσθεσης αριθµών. Τότε η πράξη «+» είναι προσεταιριστική και µεταθετική. Αν X = N, τότε για την πράξη «+» δεν υπάρχει ουδέτερο στοιχείο (αν υπήρχε ένα τέτοιο στοιχείο e N, ϑα έπρεπε να ίσχυε e + x = x, x N, απ όπου έπεται ότι e = 0, το οποίο είναι άτοπο διότι 0 N). Αντίθετα αν το σύνολο X είναι ένα εκ των N 0, Z, Q, R, και C, τότε υπάρχει ουδέτερο στοιχείο, ο αριθµός 0, για την πράξη «+». Για τα σύνολα των αντίθετων (ή αντιστρέψιµων) στοιχείων του X ως προς την πράξη «+», τα οποία γνωρίζουµε ότι είναι κλειστά στην πράξη του µονοειδούς, έχουµε : U(N 0,+) = { 0 }, U(Z,+) = Z, U(Q,+) = Q, U(R,+) = R, U(C,+) = C Ιδιαίτερα ϐλέπουµε ότι το Ϲεύγος (N,+)) δεν είναι µονοειδές. Αντίθετα τα Ϲεύγη U(N 0,+) = { 0 }, (Z,+), (Q, +), (R, +), και (C, +) είναι µεταθετικά µονοειδή και ικανοποιούν την επιπρόσθετη ιδιότητα ότι όλα τα στοιχεία τους είναι αντιστρέψιµα. 2. Θεωρούµε το Ϲεύγος (X, ), όπου X είναι ένα εκ των συνόλων αριθµών N, Z, Q, R, C, και είναι η συνήθης πράξη πολαπλασιασµού αριθµών. Τότε η πράξη είναι προσεταιριστική και µεταθετική, και υπάρχει ουδέτερο στοιχείο, ο αριθµός 1. Για τα σύνολα των αντιστρέψιµων στοιχείων ως προς την πράξη, τα οποία γνωρίζουµε ότι είναι κλειστά στην πράξη του µονοειδούς, έχουµε : U(N, ) = { 1 }, U(Z, ) = { 1, 1 }, U(Q, ) = Q, U(R, ) = R, U(C, ) = C, Ιδιαίτερα ϐλέπουµε ότι τα Ϲεύγη (N, ), (Z, ), (Q, ), (R, ), και (C, ) είναι µονοειδή. Επιπρόσθετα τα Ϲεύγη ({1}, ), ({1, 1}, ), (Q, ), (R, ), και (C, ) είναι µεταθετικά µονοειδή και ικανοποιούν την επιπρόσθετη ιδιότητα ότι όλα τα στοιχεία τους είναι αντιστρέψιµα. 3. Για κάθε ϑετικό ακέραιο n, ϑεωρούµε το σύνολο πηλίκο Z n = { [0] n,[1] n,,[n 1] n } του συνόλου των ακεραίων Z ως προς τη σχέση ισοδυναµίας R n η οποία ορίζεται ως εξής : x, y Z: x Rn y αν και µόνον αν n x y. Βλέπουµε εύκολα ότι η συνήθης πράξη της πρόσθεσης «+» και η συνήθης πράξη του πολλαπλασιασµού επί του συνόλου Z είναι συµβιβαστή µε τη σχέση ισοδυναµίας R n. Εποµένως από τα µεταθετικά µονοειδή (Z,+) και (Z, ), προκύπτουν τα µεταθετικά µονοειδή (Z n,+) και (Z n, ). 4. Θεωρούµε το Ϲεύγος (Map(X ), ), όπου Map(X ) = { f : X X f : απεικόνιση } είναι το σύνολο των απεικονίσεων επί ενός µη-κενού συνόλου X, και είναι η πράξη της σύνθεσης απεικονίσεων : : Map(X ) Map(X ) Map(X ), (f, g ) f g

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΟ ΥΝΑΜΙΑΣ, ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΕΙ Η 18 Η πράξη της σύνθεσης είναι προσεταιριστική, αλλά γενικά δεν είναι µεταθετική. Η ταυτοτική απεικόνιση Id X αποτελεί ουδέτερο στοιχείο για την πράξη, και για το σύνολο των αντιστρέψιµων στοιχείων, έχουµε : U(Map(X ), ) = { f : X X f : απεικόνιση «1-1» και «επί» } = S(X ) Ιδιαίτερα ϐλέπουµε ότι το Ϲεύγος (Map(X ), ) είναι ένα, γενικά µη-µεταθετικό, µονοειδές. Επειδή το σύνολο S(X ) είναι κλειστό στην πράξη της σύνθεσης, έπεται ότι το Ϲεύγος (S(X ), ) είναι µονοειδές το οποίο ικανοποιεί την επιπρόσθετη ιδιότητα ότι όλα τα στοιχεία του είναι αντιστρέψιµα. Το µονοειδές (S(X ), ) καλείται το µονοειδές των µεταθέσεων επί του συνόλου X (ϑα δούµε αργότερα ότι το µονοειδές αυτό έχει πλουσιότερη δοµή). 5. Εστω M m n (R) το σύνολο όλων των m n πινάκων A µε στοιχεία πραγµατικούς αριθµούς : a 11 a 12 a 1n M m n (R) = { A = (a i j ) a i j R, 1 i m, 1 j n } a 21 a 22 a 2n, όπου A = (a i j ) =........ a m1 a m2 a mn Συνήθως ένας m n πίνακας A ϑα παρίσταται σε συντοµευµένη µορφή ως A = (A i j ) ή A = (a i j ), υπονοώντας ότι το στοιχείο στην (i, j )-ϑέση του πίνακα A, δηλαδή στην τοµή της i-γραµµής µε την j -στήλη, είναι ο αριθµός A i j ή a i j αντίστοιχα. Στο σύνολο M m n (R) ϑεωρούµε την συνήθη πράξη πρόσθεσης πινάκων : αν A = (a i j ) και B = (b i j ), τότε A + B = (c i j ), όπου c i j = a i j + b i j, 1 i m, 1 j n. Η πράξη «+» επί του συνόλου M m n (R) είναι προσεταιριστική, µεταθετική, ο µηδενικός πίνακας O = (x i j ), όπου x i j = 0, 1 i m, 1 j n, είναι το ουδέτερο στοιχείο, και για το σύνολο των αντιθέτων στοιχείων ως προς την πράξη «+» έχουµε προφανώς U(M m n (R),+) = M m n (R), διότι για κάθε πίνακα A = (a i j ), υπάρχει ο πίνακας A := ( a i j ) έτσι ώστε A + ( A) = O = ( A) + A. Ετσι το Ϲεύγος (M m n (R),+) είναι ένα µεταθετικό µονοειδές, κάθε στοιχείο του οποίου είναι αντιστρέψιµο. Οταν m = n, µπορούµε να ορίσουµε στο σύνολο M n (R) := M n n (R) µια νέα πράξη, την πράξη του πολλαπλασιασµού πινάκων : Αν A = (a i j ) και B = (b i j ), τότε : A B = (c i j ), όπου c i j = n a ik b k j, k=1 1 i, j n Οπως µπορούµε να δούµε εύκολα, η πράξη πολλαπλασιασµού πινάκων είναι προσεταιριστική 3. Οµως, όταν n > 1, η πράξη δεν είναι µεταθετική διότι για παράδειγµα : 1 1 1 1 0 0 n 0 0 1 1 1 1 0 0 1 1 1 0 0 0 1 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0................ =................ =................ 0 0 0 1 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 Προφανώς ο µοναδιαίος πίνακας 1 0 0 0 1 0 I n =........ 0 0 1 3 Εστω A = (Ai j ), B = (B i j ), και C = (C i j ) τρείς n n πίνακες µε στοιχεία πραγµατικούς αριθµούς. Τότε, για κάθε 1 i, j n, ϑα έχουµε ότι το στοιχείο στην (i, j -ϑέση του πίνακα A (B C) είναι : n n n n n n n n [A (B C)] i j = A ik (B C) k j = A ik ( B km C m j ) = A ik (B km C m j ) = (A ik B km )C m j = (A B) im C m j = [(A B) C] i j k=1 k=1 m=1 k=1 m=1 m=1 k=1 m=1 δηλαδή είναι ίσο µε το στοιχείο στην (i, j )-ϑέση του πίνακα (A B) C. Εποµένως οι πίνακες A (B C) και (A B) C έχουν ίσα στοιχεία στις αντίστοιχες ϑέσεις και άρα : A (B C) = (A B) C.