Aνασκόπηση. Οι καρδιολογικές επιπλοκές στις αιμοσφαιρινοπάθειες: Παθοφυσιολογία και κλινική έκφραση

Σχετικά έγγραφα
ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΣΤΑ ΚΕΠΑ

Κοιλιοαρτηριακή σύζευξη στην πνευμονική υπέρταση

Περιστατικά Πνευμονικής Υπέρτασης από Ειδικά Κέντρα

Εκτίµηση της στεφανιαίας µικροκυκλοφορίας µε διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογραφία Doppler στους διαβητικούς τύπου ΙΙ

Άσκηση Η-11: Δύσπνοια ταχυκαρδία οιδήματα κυάνωση. Δημήτρης Φαρμάκης Καρδιολόγος Α Παθολογική Κλινική ΕΚΠΑ

ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ ΟΞΕΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ. ΚΟΥΛΟΥΡΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Ειδικός Καρδιολόγος Επιμελητής Β, Γ.Ν. Κοζάνης Μαμάτσειο

Τερζή Κατερίνα ΔΤΗΝ ΑΝΘ ΘΕΑΓΕΝΕΙΟ

Κλινική Εργοφυσιολογία ΜΚ1119 Διάλεξη : Ιατρικός Έλεγχος Αθλουμένων. Α. Καλτσάτου ΤΕΦΑΑ, ΠΘ

Μικροαγγειακή στηθάγχη (σύνδρομο Χ)

Υπερτροφική Μυοκαρδιοπάθεια

Ο ρόλος της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς στον έλεγχο βιωσιμότητας μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου: ενδιαφέρον περιστατικό

Ορισµός Ταξινόµηση Επιδηµιολογία Παθογένεια Κλινική εικόνα. Επιπλοκές Πρόγνωση Προσέγγιση Θεραπεία Πρόληψη

Καρδιολογική κλινική Γ.Ν Παπανικολάου. Μιχαήλ Σιάρκος Ειδικός καρδιολόγος Υποψήφιος Διδάκτωρας Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ

Στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών λειτουργεί ένα πρότυπο Κέντρο καρδιάς και αγγείων, το "Athens Heart Center". Mία άριστα οργανωμένη καρδιολογική κλινική με

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ

Ισχαιμική - λειτουργική ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδος. Χαράλαμπος Ι. Καρβούνης.

ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ TXHΣ (ΥΝ) ΓΟΥΛΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 424 ΓΣΝΕ

ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ Ι

ΘΤΡΕΟΕΙΔΙΚΑ ΥΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑ ΓΙΩΡΓΟ ΜΙΙΦΡΟΝΗ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΟ ΚΕΝΣΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ

ΚΑΡΔΙΟΝΕΦΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΥΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ Ε.Σ.Υ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Γ.Ν.

Επανάληψη θεμελιωδών γνώσεων ανατομίας και ιστολογίας της καρδιάς

H ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑ. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Δημόπουλος Α.-Μ. Τουμανίδης Σ. Μπάμιας Α. Παρασκευαΐδης Ι. Νταλιάνης Α.

«Διαστρωµάτωση κινδύνου στην Καρδιακή Ανεπάρκεια µε διατηρηµένο κλάσµα εξώθησης» Αναστασία Δαµέλου Καρδιολόγος Εντατικολόγος Γεν. Νοσ.

1 η ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΜΗ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑ. i) Ακτινογραφία Θώρακος

Άνδρας 52 ετών. Χωρίς προδιαθεσικούς παράγοντες. Ιστορικό HCM χωρίς απόφραξη του χώρου εξόδου της αριστερής κοιλίας. Υπό ατενολόλη των 25mg.

Εκτίμηση της χρησιμότητας του B12/CRP index ως απλός προγνωστικός παράγοντας στη διερεύνηση στεφανιαίας νόσου στο γενικό πληθυσμό.

H ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑ. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Δημόπουλος Α.-Μ. Τουμανίδης Σ. Μπάμιας Α. Παρασκευαΐδης Ι. Νταλιάνης Α.

ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΡΥΘΜΙΟΓΕΝΕΣΗ ΤΣΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΣ Δ/ΝΤΗΣ Ε.Σ.Υ. Γ.Ν.Θ. ΑΓ. ΠΑΥΛΟΣ

Ορισµός Ταξινόµηση Επιδηµιολογία Παθογένεια Κλινική εικόνα ιαγνωστικά κριτήρια Επιπλοκές Πρόγνωση Προσέγγιση Θεραπεία Πρόληψη

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΥΟΚΑΡ ΙΑΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑ Α

Η Μαγνητική Τομογραφία της καρδιάς στην διάγνωση της αμυλοείδωσης

ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΈς ΝΌΣΟΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΆ

ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Υπερτροφική+Μυοκαρδιοπάθεια:+ Ρόλος+της+ηχωκαρδιογραφίας+στην+πρώιμη+ διάγνωση+και+τη+διαστρωμάτωση+κινδύνου+

ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟΣ - ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗ

Πανελλήνια Σεμινάρια Ομάδων Εργασίας 2019 ΤΧΗΣ (ΥΝ) ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΡΙΟ 424 ΓΣΝΕ

Διάγνωση ΣΝ. Ανίχνευση βιωσιμότητας Διαστρωμάτωση κινδύνου. Εκτίμηση οξέος θωρακικού πόνου. Μετεμφραγματικά Προεγχειρητικά Γενικά

Εκτακτοσυστολική καρδιακή αρρυθμία στην καρδιακή ανεπάρκεια. Πώς την αντιμετωπίζουμε;

Πνευμονική υπέρταση στη θρομβοεμβολική νόσο. Π.Α. Κυριάκου Καρδιολόγος Διευθύντρια ΕΣΥ Διδάκτωρ ΑΠΘ Γ Καρδιολογική κλινική, ΙΓΠΝΘ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΣΕ ΔΙΑΒΗΤΙΚΑ ΑΤΟΜΑ. ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΑΒΗΤΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΥ.

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Β ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ

Αρτηριακή Υπέρταση Λειτουργικός έλεγχος βλαβών οργάνων στόχων. Σταμάτης Μακρυγιάννης, Καρδιολόγος Επιμελητής Α Καρδιολογικής Κλινικής ΔΘΚΑ «ΥΓΕΙΑ»

Αρρυθμιολογικά προβλήματα ασθενών με βαλβιδοπάθεια Γ. ΚΟΥΡΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΡΥΘΜΙΟΛΟΓΟΣ 251 ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΟΡΤΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΟΙΛΙΑΣ

ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΜΕ ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΚΟΙΛΙΑΚΕΣ ΣΥΣΤΟΛΕΣ ΤΖΩΡΤΖ ΔΑΔΟΥΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.

ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ. Μαυρουδή Μελαχρινή Επιμελήτρια της ΓΚΚ

George D. Athanassopoulos, MD, FESC Director Noninvasive Diagnostics Department Cardiology Section Onassis Cardiac Surgery Center Athens

Α. Παπασπυρόπουλος - Ε. Καψάλη «Μυοκαρδιοπάθεια»

Βαλβιδοπάθειες. Δημήτρης Φαρμάκης Καρδιολόγος Α Παθολογική Κλινική & Β Καρδιολογική Κλινική ΕΚΠΑ

Νικόλαος Γ.Πατσουράκος Kαρδιολόγος Επιμελητής A Υπεύθυνος Μονάδας Εμφραγμάτων Τζάνειο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΥΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΕΣΥ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Γ.Ν.Α ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ PAH Νεότερες γνώσεις

Απεικόνιση σε Συγγενείς Καρδιοπάθειες Ενηλίκων: Σηµαντικότερες Μελέτες του 2014

Η ροή υγρών μέσω σωλήνων διέπεται από το νόμο του Poiseuille Q = dp / R dp = Q x R PA LA = Q x R PA = Q x R + LA

Άσκηση και Καρδιοπάθειες

ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ ΚΟΠΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΑΘΛΗΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ

ΦΛΕΒΙΚΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ. Μία σοβαρή επιπλοκή των παθήσεων της αριστερής κοιλίας. Χαράλαµπος Ι. Καρβούνης Καθηγητής Καρδιολογίας Α.Π.Θ.

Επαναιμάτωση σε Ισχαιμική Μυοκαρδιοπάθεια

8 ο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Μετεκπαιδευτικά Μαθήματα

Ιατρείο Συγγενών Καρδιοπαθειών Ενηλίκων Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟΝ

Σπυρομήτρος Γ. Λαγός Ι. Μπαλτούμας Κ. Κυπαρρίση Χ. Μαλλιάρα Μ. ΓΝ Κατερίνης, Καρδιολογική κλινική.

Σύγκριση στην προγνωστική αξία των επιπέδων του ProBNP και της τροπονίνης σε ασθενείς με Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο (ΟΣΣ)

Η ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ ΣΕ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΜΕ ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΚΗ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΑ

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958. Περιεχόμενο

1. Φαιοχρωµοκύττωµα 2. Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισµός 3. Πάθηση του θυρεοειδούς αδένα 4. Σύνδροµο Cushing 5. Στένωση ισθµού της αορτής

ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ. ΑΙΜΟΣΙΔΗΡΩΣΗ ( β- θαλασσαιμία) Ελένη Καραπατσούδη. Καρδιολόγος Διευθύντρια ΕΣΥ Γ.Ν Πέλλας Νοσοκομειακή Μονάδα Έδεσσας

Συγκοπτικά επεισόδια καρδιαγγειακής αιτιολογίας: διαγνωστική προσπέλαση

Μιχάλης Τσαματσούλης Χειρουργός Θώρακος. Καρδιοχειρουργική Κλινική Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»

Διαγνωστική προσέγγιση και αντιμετώπιση ασθενών με κοιλιακές αρρυθμίες. Βασίλης Μ. Σκέμπερης FESC. Γ Καρδιολογική Κλινική Α. Π.Θ.

Μέτρηση του κνημοβραχιόνιου δείκτη, ΤcPO 2, δακτυλικών πιέσεων. Ιωάννα Ελευθεριάδου Επιστημονικός Συνεργάτης Διαβητολογικό Κέντρο ΓΝΑ Λαϊκό

Κ. Αγγέλη Α Παν. Καρδιολογική Κλινική Ιπποκρατειο Νοσοκομείο Αθηνων

ΟΙ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΥΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ Ε.Σ.Υ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ, Γ.Ν.Α ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ

Γεώργιος Τρανταλής. Επιμελητής Καρδιολογίας Κ. Υ. Καπανδριτίου Α Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική

της µιτροειδούς βαλβίδος

MID-RANGE EJECTION FRACTION. Αικατερίνη Αυγεροπούλου Διευθύντρια Ε.Σ.Υ Καρδιολογικό Τμήμα, Γ.Ν.Α Ιπποκράτειο

ΣΤΕΝΩΣΗ ΙΣΘΜΟΥ ΑΟΡΤΗΣ

WORKING GROUP OF ECHOCARDIOGRAPHY F.PARTHENAKIS

Μήπως έχω Σκληρόδερµα;

Κατερίνης Ευθύμιος Επικουρικός Καρδιολόγος ΠΕΔΥ-ΜΥ Ιωαννίνων

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ Β ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ. Αγαπητοί/ές συνάδελφοι,

Η αξία της γενετικής ανάλυσης στην υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια

Διημερίδα Τζάνειου Άθληση και ποιότητα ζωής στις συγγενείς καρδιοπάθειες

ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ. Η φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς

Διαστρωμάτωση κινδύνου σε ασθενείς με σύνδρομο Brugada. Π Φλεβάρη, Διευθύντρια ΕΣΥ Β Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική Νοσοκομείο Αττικόν

Στρατηγική µεταγγίσεων: Περιοριστική vs Ελεύθερη

Ασθενής με στεφανιαία νόσο και ηλεκτρική θυέλλα - επικαρδιακη προσπέλαση

Θεραπευτικός Οδηγός Αντιμετώπισης Θαλασσαιμίας

12ο ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙ0. ΜΕΣΟΚΟΛΠΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Τύποι- Πρόγνωση- Θεραπεία

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ. Γαργάνη Κωνσταντίνα: ΤΕ Νοσηλεύτρια Σ/Μ ΓΝΘ Παπανικολάου

Διερεύνηση στεφανιαίας νόσου σε ασυµπτωµατικό διαβητικό ασθενή

Επιδηµιολογικά δεδοµένα και οικονοµικές επιπτώσεις στην ΚΑ

Φυσιολογία της Άσκησης

ΔΙΑΒΗΤΙΚΗ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΑ ΜΕ ΔΙΑΤΗΡΗΜΕΝΟ ΚΛΑΣΜΑ ΕΞΩΘΗΣΗΣ

14 o Διεθνές Συνέδριο Θαλασσαιμίας και Αιμοσφαιρινοπαθειών

Heart failure: Therapy in 2012 ΓΕΏΡΓΙΟΣ Κ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΣ

Άσκηση Η-10: Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Δημήτρης Φαρμάκης Καρδιολόγος Α Παθολογική Κλινική ΕΚΠΑ

24-26 January καρδία, αγγεία & αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΓΟΥΔΗΣ ΕΜΦΥΤΕΥΣΗ ΑΠΙΝΙΔΩΤΗ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΝΟΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΜΑΚΡΟΥ QT

Αριστερή κοιλιακή ενδοκαρδιακή βηματοδότηση Π Φλεβάρη

Πίσω από το προφανές. ΑΡΡΥΘΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ με ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ. ΕΦΗ Ι. ΠΡΑΠΠΑ Καρδιολόγος. EVAGELISMOS GENERAL HOSPITAL Cardiomyopathy Clinic

ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ. Τζήμου Παρασκευή Νοσηλεύτρια Μ.Τ.Ν. 424 ΓΣΝΕ

Transcript:

Aνασκόπηση Οι καρδιολογικές επιπλοκές στις αιμοσφαιρινοπάθειες: Παθοφυσιολογία και κλινική έκφραση Δημήτριος Φαρμάκης, Μαρία Τσιρώνη, Αθανάσιος Αίσωπος Περίληψη: Οι καρδιολογικές επιπλοκές αποτελούν μια από τις κύριες αιτίες νοσηρότητας και θνητότητας στους ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες. Παρά τη γενετική ετερογένεια των παθήσεων, οι κύριοι παθογενετικοί μηχανισμοί της καρδιακής βλάβης είναι κοινοί, με διαφορετικό βαθμό έκφρασης του καθενός από αυτούς στην κάθε αιμοσφαιρινοπάθεια. Η αύξηση της καρδιακής παροχής λόγω της χρόνιας αναιμίας, η υπερφόρτωση με σίδηρο λόγω των μεταγγίσεων και της αυξημένης απορρόφησης από το πεπτικό, η συνυπάρχουσα διαταραχή της δομής και λειτουργικότητας των αγγείων, η υπερπηκτικότητα και η ανοσοανεπάρκεια αποτελούν τους βασικούς παθογενετικούς μηχανισμούς πρόκλησης των καρδιολογικών επιπλοκών. Τo φάσμα των καρδιολογικών εκδηλώσεων είναι ευρύ και περιλαμβάνει την καρδιακή ανεπάρκεια υψηλής παροχής, τη μυοκαρδιοπάθεια από υπερφόρτωση με σίδηρο της αριστερής και/ή της δεξιάς κοιλίας, την πνευμονική υπέρταση, την περικαρδίτιδα, τη μυοκαρδίτιδα, την ισχαιμική νόσο καθώς και αρρυθμίες και βαλβιδικές ανωμαλίες. Haema 2011; 2(3): 289-296 Copyright EAE Α Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή Παν/μίου Αθηνών Συγγραφέας υπεύθυνος για επικοινωνία: Δημήτριος Φαρμάκης, Α Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή Παν/μίου Αθηνών, Λαϊκό Νοσοκομείο, Αγίου Θωμά 17, Γουδή, 11527 Αθήνα, e-mail: dimitrios_farmakis@yahoo.com Εισαγωγή Οι αιμοσφαιρινοπάθειες και συγκεκριμένα η μεσογειακή αναιμία (ΜΑ) και η δρεπανοκυτταρική νόσος (ΔΚΝ) αποτελούν τις συχνότερες μονογονιδιακές παθήσεις στον άνθρωπο 1,2. Επιπλέον, παρά την παραδοσιακή γεωγραφική τους εντόπιση (λεκάνη της Μεσογείου, Μέση Ανατολή, Βόρεια Ινδία, Νοτιοανατολική Ασία και Ινδοκίνα για τη ΜΑ και Υποσαχάρια Αφρική για τη ΔΚΝ), οι αιμοσφαιρινοπάθειες σήμερα έχουν ευρεία και παγκόσμια κατανομή κυρίως λόγω της συνεχούς μετανάστευσης των ανωτέρω πληθυσμών στο Δυτικό Κόσμο 1,2. Παράλληλα, οι αιμοσφαιρινοπάθειες είναι πολύ απαιτητικές κλινικά οντότητες, με πολυσυστηματικές εκδηλώσεις και επιπλοκές και ανάγκη για συνεχή, εφόρου ζωής αντιμετώπιση σε ειδικά κέντρα 2. Καθώς οι θεραπευτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών έχουν οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών, το φάσμα των κλινικών εκδηλώσεων αλλά και οι θεραπευτικές απαιτήσεις των αιμοσφαρινοπαθειών μεγαλώνουν συνεχώς 3,4. Οι καρδιολογικές εκδηλώσεις και επιπλοκές αποτελούσαν πάντα και παραμένουν και σήμερα κύριες αιτίες νοσηρότητας και θνητότητας στους ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες, παρά την πρόοδο της θεραπείας και την επακόλουθη βελτίωση της πρόγνωσης των ασθενών 1. Oι καρδιολογικές επιπλοκές αντιπροσωπεύουν την αιτία θανάτου στα δυο τρίτα περίπου των ασθενών με ΜΑ καθώς και σημαντικό παράγοντα νοσηρότητας και πρόγνωσης της θνητότητας στη ΔΚΝ 2,5. Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι οι αιμοσφαιρνιοπάθειες και ιδιαίτερα οι καρδιολογικές επιπλοκές των ασθενών αυτών αποτελούν σημαντικό πρόβλημα αλλά και πρόκληση για τον κλινικό ιατρό. Εντούτοις, η διεθνής βιβλιογραφία του καρδιαγγειακού είχε σε γενικές γραμμές παραβλέψει τις οντότητες αυτές μέχρι πολύ πρόσφατα. Παθοφυσιολογία Η μοριακή βάση στη ΜΑ και τη ΔΚΝ είναι ετερογενής και περιλαμβάνει μεταλλάξεις του γονιδίου της β ή α αλύσου της αιμοσφαιρίνης στα χρωμοσώματα 11 ή 16, αντίστοιχα, που οδηγούν σε ποσοτική ή ποιοτική μεταβολή της παραγωγής των αλύσων αυτών 6,7. Πιο συγκεκριμένα, η ΜΑ χαρακτηρίζεται από μείωση ή πλήρη απουσία της σύνθεσης της β ή α αλύσου (β-μα και α-μα, αντίστοιχα), ενώ η ΔΚΝ από ποιοτική διαταραχή της β αλύ-

290 Δ. Φαρμάκης et al σου λόγω της αντικατάστασης του γλουταμινικού οξέος στη θέση 6 από βαλίνη με αποτέλεσμα τη δημιουργία της παθολογικής αιμοσφαιρίνης S 6,7. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση μιας χρόνιας αιμολυτικής αναιμίας ως αποτέλεσμα της αυξημένης ενδομυελικής απόπτωσης (μη αποδοτική ερυθροποϊηση) και της αυξημένης περιφερικής καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Οι βασικοί μηχανισμοί πρόκλησης καρδιακής βλάβης στις αιμοσφαρινοπάθειες περιλαμβάνουν την αυξημένη καρδιακή παροχή, την υπερφόρτωση με σίδηρο, τις διαταραχές των αγγείων, την υπερπηκτικότητα και την ανοσοανεπάρκεια 1,2,8-13. Αυξημένη καρδιακή παροχή Η αυξημένη καρδιακή παροχή προκαλείται από το συνδυασμό της χρόνιας αναιμίας με άλλους παράγοντες 8,9. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν το αυξημένο ποσοστό αιμοσφαιρίνης F, η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένη συγγένεια με το οξυγόνο και συνεπώς μειωμένη απόδοσή του στους ιστούς, την αντιρροπιστική επέκταση του μυελού των οστών, τη συνύπαρξη ηπατικής βλάβης λόγω μετάδοσης λοιμώξεων από τις μεταγγίσεις, εναπόθεσης σιδήρου και εξωμυελικής αιμοποίησης, καθώς και την παρουσία μιας διαταραχής του ελαστικού ιστού που περιγράφεται στη συνέχεια και που πιθανόν καθιστά τα αγγεία πιο επιρρεπή στη διάταση κατά τη φόρτιση με όγκο. Σήμερα, η κλινικά σημαντική αύξηση της καρδιακής παροχής καταστέλεται στους τακτικά μεταγγιζόμενους ασθενείς με μείζονα ΜΑ, αλλά αποτελεί κύριο παθογενετικό μηχανισμό στους μη μεταγγιζόμενους ασθενείς με ενδιάμεσο ΜΑ ή ΔΚΝ. Υπερφόρτωση με σίδηρο Η υπερφόρτωση με σίδηρο προκαλείται κατά κύριο λόγο από τις επαναλαμβανόμενες μεταγγίσεις στους τακτικά μεταγγιζόμενους ασθενείς 2. Δευτερευόντως, υπερφόρτωση με σίδηρο προκαλείται και από την αντιρροπτιστική αύξηση της απορρόφησης του σιδήρου από τον πεπτικό σωλήνα στους μη μεταγγιζόμενους ασθενείς με ενδιάμεση ΜΑ ή ΔΚΝ, με τη συμμετοχή του ρυθμιστικού ρόλου της εψιδίνης 2. Ο επιπλέον σίδηρος προσλαβάνεται αρχικά από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα και μετά τον κορεσμό του εναποτίθεται αρχικά στα ηπατοκύτταρα και στη συνέχεια στα μυοκαρδιακά κύτταρα και τα κύτταρα των ενδοκρινών αδένων προκαλώντας ιστική βλάβη 8,14. Κατά την παρουσία υπερφόρτωσης με σίδηρο, ο πλήρης κορεσμός του φυσιολογικού φορέα του σιδήρου στην κυκλοφορία, της τρανσφερρίνης, οδηγεί στην εμφάνιση ενός τοξικού μη συνδεδεμένου με την τρανσφερρίνη σιδήρου. Ο σίδηρος αυτός εισέρχεται στα μυοκαρδιακά κύτταρα μέσω των διαύλων ασβεστίου τύπου L με μηχανισμό που δεν υπόκειται σε αντιρροπιστικούς μηχανισμούς ελέγχου, ενώ παράλληλα το μυοκαρδιακό κύτταρο στερείται μηχανισμών αποβολής του σιδήρου. Ο εισερχόμενος σίδηρος εναποτίθεται με τη μορφή φερριτίνης, αιμοσιδηρίνης και ελεύθερου σιδήρου. Ο τελευταίος είναι ιδιαίτερα τοξικός, καθώς oδηγεί στο σχηματισμό δραστικών ριζών οξυγόνου (reactive oxygen species), που με τη σειρά τους προκαλούν βλάβες στις κυτταρικές δομές όταν υπερκεράσουν τους αντιοξειδωτικούς μηχανισμούς του κυττάρου. Ως αποτέλεσμα, η εναπόθεση σιδήρου στο μυοκάρδιο έχει συσχετιστεί με την ανάπτυξη ειδικού τύπου μυοκαρδιοπάθειας 2,10. Μελέτες με μαγνητικό συντονισμό έχουν καταδείξει τη στενή συσχέτιση μεταξύ της ποσότητας του σιδήρου στο μυοκάρδιο, όπως αυτή καθορίζεται από το χρόνο χάλασης T2*, και του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας (ΚΕΑΚ) ή του κινδύνου ανάπτυξης καρδιακής ανεπάρκειας 15-17. Πιο συγκεκριμένα, τιμές Τ2* 20 ms ή μεγαλύτερες, ενδεικτικές της απουσίας υπερφόρτωσης με σίδηρο, συνοδεύονται από φυσιολογικό ΚΕΑΚ στην πλειοψηφία των ασθενών, ενώ τιμές <20 ms, ενδεικτικές αυξημένης εναπόθεσης σιδήρου, συνοδευόνται από προοδευτική έκπτωση του ΚΕΑΚ 15,16. H έκπτωση του ΚΕΑΚ γίνεται ιδιαίτερα εμφανής σε τιμές Τ2* <10 ms και ιδίως <6 ms, οι οποίες αντιστοιχούν σε σοβαρή εναπόθεση σιδήρου στο μυοκάρδιο 15,16. Αναλογικά, πρόσφατη προοπτική μελέτη κατέδειξε ότι ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας εντός ενός έτους ήταν 47% για Τ2* <6 ms, 21% για Τ2* 6-10 ms και μόνο 0,2% για Τ2* >10 ms 17. Από την άλλη μεριά, η κατάλληλη αγωγή αποσιδήρωσης, παράλληλα με την ελάττωση του βαθμού σιδήρωσης του μυοκαρδίου, οδηγεί και σε βελτίωση της λειτουργικότητας με αύξηση του ΚΕΑΚ, ακόμα και σε ασθενείς με σοβαρή εναπόθεση σιδήρου ή κλινικά έκδηλη καρδιακή ανεπάρκεια 18,19. Πέρα από την άμεση βλάβη στο μυοκάρδιο, η υπερφόρτωση με σίδηρο οδηγεί και σε έμμεσες επιδράσεις στο καρδιαγγειακό, μέσω ενδοκρινολογικών διαταραχών (υποθυρεοειδισμός, υποπαραθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης), ηπατικής βλάβης και αυξημένης επιρρέπειας των ασθενών σε λοιμώξεις 8,20. Η υπερφόρτωση της καρδιάς με σίδηρο αποτελεί σήμερα τον κύριο παθογενετικό μηχανισμό καρδιακής βλάβης στους πολυμεταγγιζόμενους ασθενείς με μείζονα ΜΑ 2. Αντίθετα, στους μη μεταγγιζόμενους ή περιστασιακά μεταγγιζόμενους ασθενείς με ενδιάμεσο ΜΑ ή ΔΚΝ, η υπερφόρτωση με σίδηρο λόγω κυρίως της αυξημένης απορρόφησης από το πεπτικό δεν προκαλεί σημαντική επιβάρυνση της καρδιάς, μπορεί να επιβαρύνει όμως το ήπαρ.

Οι καρδιολογικές επιπλοκές στις αιμοσφαιρινοπάθειες 291 Αγγειακή βλάβη Τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί η συνύπαρξη μιας σύμπλοκης μικρο- και μακρο-αγγειακής βλάβης σε ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες 1. H βλάβη αυτή χαρακτηρίζεται αφενός από ενδοθηλιακή δυσλειτουργία κι αφετέρου από αυξημένη αρτηριακή σκληρία, διαταραχές που έχουν ανευρεθεί τόσο στη β-μα όσο και στη ΔΚΝ 21,22. Αφενός, η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία οδηγεί σε αυξημένο αγγειακό τόνο, υπερπηκτικότητα, αυξημένη έκφραση μορίων προσκόλλησης και φλεγμονώδη αντίδραση στο αγγειακό τοίχωμα. Αφετέρου, η αυξημένη αρτηριακή σκληρία διαταράσσει την αρτηριο-κοιλιακή σύζευξη με αποτέλεσμα την αύξηση του μεταφορτίου της αριστερής κοιλίας κατά τη συστολή και τη μείωση της πίεσης πλήρωσης των στεφανιαίων αρτηριών κατά τη διαστολή, μηχανισμοί που συμβάλλουν στην επιβάρυνση της λειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Η παθοφυσιολογία της αγγειακής βλάβης περιλαμβάνει ένα λειτουργικό και ένα δομικό παράγοντα. Ο λειτουργικός είναι η ανεπάρκεια του μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ) συνεπεία της χρόνιας αιμόλυσης 11. Ο δομικός παράγοντας σχετίζεται με μια διαταραχή του ελαστικού ιστού που μοιάζει φαινοτυπικά με το κληρονομικό ελαστικό ψευδοξάνθωμα και παρατηρείται με ιδιαίτερα μεγάλη συχνότητα σε ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες και ειδικά μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς με ενδιάμεση ΜΑ 12,13,23. Η διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από δερματικές πλάκες, αγγειοειδείς ταινίες στον οφθαλμικό βυθό καθώς και καρδιαγγειακή συμμετοχή με αρτηριακές ασβεστώσεις και ανευρύσματα καθώς και διαταραχή της δομής των καρδιακών βαλβίδων. Επιπρόσθετα, οι πάσχοντες από ΔΚΝ εμφανίζουν λόγω της παθολογικής αιμοσφαιρίνης S επεισόδια παροδικής μικροαγγειακής απόφραξης στο επίπεδο των μετατριχοειδικών φλεβιδίων, με αποτέλεσμα την πρόκληση ιστικής βλάβης από την ισχαιμία και την επακόλουθη επαναιμάτωση 7. Υπερπηκτικότητα Η υπερπηκτικότητα χαρακτηρίζει τους αθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες και προκαλείται από μια σειρά γενετικών και επίκτητων παραγόντων. Παράγοντες που ευθύνονται για την υπερπηκτικότητα είναι η προθρομβωτική επιφάνεια των ερυθροκυττάρων της β-μα συνεπεία μεταβολών της κυταρρικής μεμβράνης, η θρομβοκυττάρωση και οι λειτουργικές διαταραχές των αιμοπεταλίων από τη σπληνεκτομή ή τη λειτουργική ασπληνία, η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και η συνύπαρξη γενετικών διαταραχών του συστήματος πήξης και ινωδόλυσης, όπως η ανεπάρκεια των πρωτεϊνών C και S 24. Η υπερπηκτικότητα παρατηρείται σε όλους τους ασθενείς με αιμοσφαρινοπάθειες, αποτελεί όμως προεξάρχοντα μηχανισμό στην ενδιάμεση ΜΑ και τη ΔΚΝ. Ανοσοανεπάρκεια Oι λοιμώξεις αποτελούν τη δεύτερη σε συχνότητα αιτία θανάτου στη ΜΑ και σημαντική συννοσηρότητα στη ΔΚΝ. Η επηρεασμένη ανοσολογική επάρκεια που οδηγεί στην αυξημένη επιρρέπεια των ασθενών με αιμοσφαιρινοπάθειες στις λοιμώξεις είναι πολυπαραγοντική. Οι κυριότεροι μηχανισμοί που εμπλέκονται είναι η υπερφόρτωση με σίδηρο, λόγω των σημαντικών ανοσορρυθμιστικών ιδιοτήτων του σιδήρου και των πρωτεϊνών που εμπλέκονται στο μεταβολισμό του, οι επαναλαμβανόμενες μεταγγίσεις με τη συνεχή ανοσολογική διέγερση που προκαλούν και τη μετάδοση ανοσοτροποιητικών ιών και άλλων λοιμωδών παραγόντων, η σπληνεκτομή που αυξάνει τον κίνδυνο λοιμώξεων από βακτήρια με κάψα και τροποποιεί τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και η θεραπεία αποσιδήρωσης που αυξάνει την επιρρέπεια σε λοιμώξεις από σιδηρόφιλους μικροοργανισμούς όπως η yersinia 20. Τέλος, η ίδια η βασική νόσος, με τη χρόνια αναιμία και ιστική υποξία καθώς και τα κυκλοφορούντα ανώμαλα ερυθρά αιμοσφαίρια που αποτελούν μια συνεχή ανοσολογική διέγερση, συμβάλλει στην ανοσοανεπάρκεια 20. Συμπερασματικά, η χρόνια αναιμία της βασικής νόσου οδηγεί σε ιστική υποξία και κατ επέκταση κινητοποίηση πολλαπλών αντιρροπιστικών μηχανισμών με αύξηση της καρδιακής παροχής και καρδιακή ανεπάρκεια υψηλής παροχής 8,9. Από την άλλη, η διόρθωση της αναιμίας με επαναλαμβανόμενες μεταγγίσεις προλαμβάνει ή περιορίζει μεν την ανάπτυξη υψηλής καρδιακής παροχής αλλά από την άλλη οδηγεί σε υπερφόρτωση της καρδιάς με σίδηρο και ανάπτυξη μυοκαρδιοπάθειας όταν δε συνοδεύεται από κατάλληλη αγωγή αποσιδήρωσης 10. Παράλληλα, η χρόνια αιμόλυση και οι βλάβες του ελαστικού ιστού οδηγούν στην ανάπτυξη μιας λειτουργικής και δομικής αγγειακής βλάβης που, σε συνδυασμό με την συνυπάρχουσα υπερπηκτικότητα, επιβαρύνει επιπλέον την καρδιακή λειτουργία 8,11-13. Επιπρόσθετα, η ΔΚΝ χαρακτηρίζεται από επεισόδια παροδικής μικροαγγειακής απόφραξης με αποτέλεσμα την πρόκληση ιστικής βλάβης από ισχαιμία και επαναιμάτωση 7. Τέλος, η αυξημένη επιρρέπεια στις λοιμώξεις συμμετέχει στην πρόκληση φλεγμονωδών εκδηλώσεων από το περικάρδιο και το μυοκάρδιο. Η σχετική συμμετοχή του καθενός από τους ανωτέρω μηχανισμούς εξαρτάται αφενός από το συγκεκριμένο μοριακό υπόβαθρο κι αφετέρου από την εφαρμοζόμενη θεραπεία. Κατά συνέπεια, η παθοφυσιολογία των καρδιολογικών εκδηλώσεων στις αιμοσφαιρινοπάθειες καθορίζεται από την αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικών (μεταλλάξεις) και περιβαλλοντικών (θεραπεία) παραγόντων.

292 Δ. Φαρμάκης et al Καρδιολογικές εκδηλώσεις και επιπλοκές Καρδιακή ανεπάρκεια υψηλής παροχής Η αυξημένη καρδιακή παροχή, λόγω της χρόνιας αναιμίας και των αντιρροπιστικών της μηχανισμών, αποτελεί σταθερό εύρημα σε μη μεταγγιζόμενους ασθενείς με ενδιάμεση ΜΑ ή ΔΚΝ 25-28. Παράλληλα, πριν την εφαρμογή των συστηματικών μεταγγίσεων για τη διατήρηση ενός ικανοποιητικού επιπέδου αιμοσφαιρίνης (>9-10g/ dl) στη μείζονα ΜΑ, η πλειοψηφία των ασθενών αυτών κατέληγε κατά τη δεύτερη δεκαετία της ζωής συνεπεία καρδιακής ανεπάρκειας υψηλής παροχής, με επιβίωση της τάξης του 37% στα 16 έτη το 1964 29. Η αυξημένη καρδιακή παροχή χαρακτηρίζεται από διάταση των καρδιακών κοιλοτήτων, έκκεντρη υπερτροφία της αριστερής κοιλίας, φυσιολογική ή αυξημένη συσταλτικότητα και διαστολική πλήρωση συμβατή με υπερφόρτωση με όγκο 25-28. Κλινικές εκδηλώσεις καρδιακής ανεπάρκειας με πνευμονική ή/και περιφερική συμφόρηση εμφανίζονται συνήθως σε προχωρημένα στάδια ή κατά την εμφάνιση ενός εκλυτικού παράγοντα (λοίμωξη, διαταραχές του ρυθμού, επιπλέον φόρτιση με πίεση ή όγκο, ενδοκρινολογικές διαταραχές κ.α.) που διαταράσσει την αντιρρόπηση της καρδιακής λειτουργίας. Μυοκαρδιοπάθεια από υπερφόρτωση με σίδηρο Η μυοκαρδιοπάθεια της αριστερής κοιλίας αποτελεί σήμερα την κύρια καρδιολογική εκδήλωση σε πολυμεταγγιζόμενους ασθενείς με υπερφόρτωση με σίδηρο και κατά συνέπεια αφορά κυρίως στους ασθενείς με μείζονα ΜΑ που δε λαμβάνουν επαρκή αγωγή αποσιδήρωσης 2. Η μυοκαρδιοπάθεια από υπερφόρτωση με σίδηρο εκδηλώνεται αρχικά συνήθως ως διαστολική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας 30,31. Η διαταραχή εξελίσσεται προοδευτικά με διάταση και έκπτωση της συσταλτικότητας της αριστερής κοιλίας στην πλειοψηφία των ασθενών, λαμβάνοντας το φαινότυπο της διατατικής μυοκαρδιοπάθειας 2. Σε ένα μικρό ποσοστό ασθενών, ο τελικός φαινότυπος είναι διαφορετικός και αντιστοιχεί σε εκείνον της περιοριστικής μυοκαρδιοπάθειας, χωρίς διάταση ή έκπτωση της συσταλτικότητας της αριστερής κοιλίας αλλά με περιοριστικού τύπου διαστολική δυσλειτουργία 2. Η δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα υποκλινική. Εκδηλώνεται κλινικά με πνευμονική συμφόρηση ή σε πιο προχωρημένα στάδια με εικόνα πνευμονικής και περιφερικής συμφόρησης. Σημαντική είναι και εδώ η παρουσία εκκλυτικών παραγόντων που μπορεί να οδηγήσουν μια υποκλινική δυσλειτουργία στην κλινική εκδήλωση καρδιακής ανεπάρκειας. Εκτός από την αριστερή κοιλία, η εναπόθεση σιδήρου οδηγεί και σε μυοκαρδιοπάθεια της δεξιάς κοιλίας και εμφάνιση εκδηλώσεων περιφερικής συμφόρησης 32,33. Πρόσφατη μελέτη με μαγνητικό συντονισμό κατέδειξε την ύπαρξη στενής συσχέτισης μεταξύ κλάσματος εξώθησης της δεξιάς κοιλίας και του χρόνου Τ2*, ανάλογης με εκείνη που είχε διαπιστωθεί και στην αριστερή κοιλία 33. Πνευμονική υπέρταση Η πνευμονική υπέρταση (ΠΥ) αποτελεί την κύρια καρδιολογική επιπλοκή και τη βασική αιτία συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας στους ασθενείς με ενδιάμεση ΜΑ 1,2,25,26. Σε μια σειρά 110 ασθενών με ενδιάμεση ΜΑ και ευρύ ηλικιακό φάσμα που δε λάμβαναν συστηματικές μεταγγίσεις, ΠΥ παρατηρήθηκε με Doppler ηχοκαρδιογραφία σε ποσοστό 60% 25. Παράλληλα, στην ίδια μελέτη, όλοι οι ασθενείς με κλινικές εκδηλώσεις συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας είχαν σοβαρή ΠΥ που επιβεβαιώθηκε με δεξιό καρδιακό καθετηριασμό σε συνδυασμό με διατηρημένο ΚΕΑΚ και φυσιολογικές πιέσεις πλήρωσης της αριστερής κοιλίας. H ΠΥ παρατηρείται επίσης στο ένα τρίτο περίπου των ασθενών με ομόζυγο δρεπανοκυτταρική αναιμία 1. Σε δυο σειρές 195 και 235 ασθενών, ΠΥ εντοπίστηκε με Doppler ηχοκαρδιογραφία σε ποσοστό 32% και 40%, αντίστοιχα και αποτελούσε τον κύριο προγνωστικό παράγοντα για την επιβίωση των ασθενών 5,34. Στη μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία, η οποία συνδυάζει διπλή ετεροζυγωτία για β-μα και ΔΚΝ, ΠΥ παρατηρείται με μικρότερη συχνότητα και βαρύτητα συγκριτικά με την ομόζυγο δρεπανοκυτταρική αναιμία 1,27. Μελέτη σε 115 ασθενείς κατέδειξε παρουσία ΠΥ με Doppler ηχοκαρδιογραφία σε ποσοστό 27% και σοβαρή ΠΥ σε λιγότερο από το 3% των ασθενών 27. Στους σύγχρονα θεραπευόμενους ασθενείς με μείζονα ΜΑ, η κλινική σημαντική ΠΥ είναι ουσιαστικά απούσα 26. Παλαιότερες όμως μελέτες σε πτωχά θεραπευόμενους ασθενείς με μείζονα ΜΑ και συχνή δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας ανέφεραν υψηλά ποσοστά ΠΥ 10. Η παθοφυσιολογία της ΠΥ στους ασθενείς με αιμοσφαρινοπάθειες είναι πολυπαραγοντική και περιλαμβάνει την υψηλή καρδιακή παροχή, τη λειτουργική και δομική αγγειακή βλάβη, την υπερπηκτικότητα καθώς και τη συνυπάρχουσα δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας και τις διαταραχές των πνευμόνων 1,9. Οι τελευταίες προκαλούνται από τις υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του αναπνευστικού, τις διαταραχές του ελαστικού ιστού, τις αγγειακές βλάβες με την εμφάνιση in situ θρόμβωσης και θρομβοεμβολών, και στην περίπτωση της ΔΚΝ, τη δρεπάνωση με τη συνοδό ιστική βλάβη από ισχαιμία/επαναιμάτωση και τα επεισόδια οξέος θωρακικού συνδρόμου 1. Η ΠΥ εκδηλώνεται κλινικά κυρίως με εύκολη κόπωση και δύσπνοια προσπαθείας ενώ σε πιο προχωρημένα στάδια αναπτύσσεται εικόνα περιφερικής συμφόρησης λόγω κάμψης της δεξιάς κοιλίας.

Οι καρδιολογικές επιπλοκές στις αιμοσφαιρινοπάθειες 293 Περικαρδίτιδα Μυοκαρδίτιδα Η αυξημένη επιρρέπεια στις λοιμώξεις συνεπεία της συνυπάρχουσας ανοσοανεπάρκειας σχετίζεται με την εμφάνιση φλεγμονωδών εκδηλώσεων από το περικάρδιο και το μυοκάρδιο. Η οξεία περικαρδίτιδα αποτελούσε κατά το παρελθόν συχνή επιπλοκή στους πτωχά θεραπευόμενους ασθενείς με μείζονα ΜΑ, με συχνότητα που πλησίαζε το 50% 29. Σήμερα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση της αναιμίας και της υπερφόρτωσης με σίδηρο που καθιστούν τους ασθενείς επιρρεπείς σε λοιμώξεις καθώς και ο αποτελεσματικότερος έλεγχος του μεταγγιζόμενου αίματος για την αποφυγή της μετάδοσης λοιμωδών παραγόντων έχει σημαντικά μειώσει τη συχνότητα της περικαρδίτιδας. Σε μελέτη 202 καλά θεραπευόμενων ασθενών με μείζονα ΜΑ, ο επιπολασμός της περικαρδίτιδας ήταν 5% 35. Ιστορικό περικαρδίτιδας έχει επίσης αναφερθεί στο 8% των ασθενών με ενδιάμεση ΜΑ καθώς και σε αθενείς με ΔΚΝ 25. Η οξεία περικαρδίτιδα εκδηλώνεται κυρίως με θωρακικό πόνο και δύσπνοια, πυρετική κίνηση, ενώ η ταχεία άθροιση σημαντικής ποσότητας υγρού στο περικάρδιο μπορεί να οδηγήσει σε εικόνα περιφερικής συμφόρησης ή ακόμα και επιπωματισμού. Παράλληλα, η χρόνια συμπιεστική περικαρδίτιδα που προκαλείται από την πάχυνση και ασβέστωση του περικαρδίου, αποτελεί επιπλοκή της νόσου που εκδηλώνεται τυπικά με εικόνα περιφερικής συμφόρησης. Η εμφάνιση οξείας μυοκαρδίτιδας έχει επίσης αναφερθεί στο 4% μιας σειράς 1048 ασθενών με β-μα κατά τη διάρκεια 10ετούς παρακολούθησης 36. Η μυοκαρδίτιδα συνοδεύτηκε από εκδηλώσεις οξείας και χρόνιας αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας στο 23% και 28% των ασθενών αυτών, αντίστοιχα καθώς και κοιλιακής ταχυκαρδίας στο 9% 36. Ισχαιμική νόσος Κλινικές εκδηλώσεις και ευρήματα συμβατά με ισχαιμία του μυοκαρδίου έχουν αναφερθεί σε ασθενείς με ΔΚΝ. Πιο συγκεκριμένα, η διαπίστωση εμφράγματος του μυοκαρδίου με απουσία αιμοδυναμικά σημαντικών αποφρακτικών βλαβών σε 2 ασθενείς με μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία 37 οδήγησε σε μια συστηματική μελέτη της αιμάτωσης του μυοκαρδίου με τη χρήση σπινθηρογραφήματος κατά την κόπωση και την ηρεμία σε σειρά 30 ασθενών χωρίς γνωστή καρδιακή νόσο 38. Η μελέτη αυτή ανέδειξε την παρουσία ισχαιμίας του μυοκαρδίου κατά την κόπωση σε 8 ασθενείς (27%). Οι συγκεκριμένοι ασθενείς υποβλήθηκαν στη συνέχεια σε στεφανιογραφία, η οποία δεν ανέδειξε αποφρακτικές βλάβες. Να σημειωθεί ότι η κόπωση συνοδεύτηκε και από την έκκληση επώδυνης κρίσης στους 4 από τους 8 ασθενείς που εμφάνισαν ισχαιμία του μυοκαρδίου. Τέλος, έχει αναφερθεί η εμφάνιση ασταθούς στηθάγχης σε ασθενή με ενδιάμεση ΜΑ και αλλοιώσεις τύπου ελαστικού ψευδοξανθώματος που παρουσίαζε σοβαρές ασβεστώσεις στα στεφανιαία αγγεία και πάλι χωρίς την ανάδειξη αποφρακτικών βλαβών κατά τη στεφανιογραφία 39. Η λειτουργική και δομική αγγειακή βλάβη, η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη στη ΔΚΝ λόγω των επεισοδίων μικοραγγειακής απόφραξης και επαναιμάτωσης, σε συνδυασμό με την υπερπηκτικότητα και την αναιμία ευθύνονται για την πρόκληση μυοκαρδιακής ισχαιμίας. Αρρυθμίες Οι διαταραχές του ρυθμού στους ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα υπερκοιλιακών και κοιλιακών αρρυθμιών, όπως εκτακτοσυστολική αρρυθμία, κολπική μαρμαρυγή, άλλες μορφές υπερκοιλιακής ταχυκαρδίας, κοιλιακή ταχυκαρδία καθώς και διαταραχών της αγωγής του ερεθίσματος 2,25,29. Οι αρρυθμιολογικές επιπλοκές εμφανίζονται κυρίως σε ασθενείς με σοβαρή καρδιακή δυσλειτουργία ή σοβαρή εναπόθεση σιδήρου στο μυοκάρδιο. Έτσι, έχει δειχθεί ότι ο κίνδυνος εμφάνισης αρρυθμιών εντός ενός έτους ήταν 19% σε ασθενείς με σοβαρή εναπόθεση σιδήρου (T2* <6 ms) έναντι 2% σε ασθενείς χωρίς μυοκαρδιακή υπερφόρτωση με σίδηρο (Τ2* >20 ms) 17. Επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας έχουν επίσης αναφερθεί σε ασθενείς με μείζονα ΜΑ στα πλαίσια οξείας μυοκαρδίτιδας [36], ενώ μη ειδικές διαταραχές της επαναπόλωσης έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς που λάμβαναν εντατική αγωγή αποσιδήρωσης 40. Βαλβιδικές διαταραχές Οι συχνότερες βαλβιδικές διαταραχές περιλαμβάνουν ασβεστώσεις, μετρίου βαθμού ανεπάρκεια των κολποκοιλιακών βαλβίδων και αυξημένη συχνότητα πρόπτωσης μιτροειδούς 8,25,27. Παράλληλα, έχουν αναφερθεί σποραδικά περιπτώσεις σοβαρής στένωσης της αορτικής βαλβίδας 41. Η διαταραχή του ελαστικού ιστού σε συνδυασμό με την αυξημένη καρδιακή παροχή είναι οι κύριοι μηχανισμοί που ευθύνονται για την πρόκληση των βαλβιδικών διαταραχών 8,9. Διάγνωση Όλοι οι ασθενείς με αιμοσφαρινοπάθειες πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικό ετήσιο καρδιολογικό έλεγχο με αντικειμενική εξέταση, ΗΚΓ ηρεμίας, ακτινογραφία τηλεκαρδίας και ηχωκαρδιογραφική μελέτη. Η ηχωκαρδιογραφία αντιπροσωπεύει τη βάση του καρδιολογικού ελέγχου των ασθενών με αιμοσφαιρινοπάθειες καθώς αποτελεί ακριβή, χαμηλού κόστους και ευρέως διαθέ-

294 Δ. Φαρμάκης et al σιμη τεχνική ασυμπτωματικού ελέγχου, διάγνωσης και παρακολούθησης των καρδιολογικών επιπλοκών. Παρόλα αυτά, δεν επιτρέπει την άμεση εκτίμηση της εναπόθεσης σιδήρου στο μυοκάρδιο, ενώ παράλληλα μπορεί να οδηγήσει σε υπερεκτίμηση των πιέσεων της πνευμονικής κυκλοφορίας και υπερδιάγνωση της ΠΥ. Παράλληλα, η φερριτίνη ορού που έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της υπερφόρτωσης με σίδηρο, δεν αποτελεί αξιόπιστο δείκτη εναπόθεσης σιδήρου στο μυοκάρδιο ή προκαλούμενης από το σίδηρο καρδιακής δυσλειτουργίας, ενώ φαίνεται να συσχετίζεται καλύτερα με την εναπόθεση σιδήρου στο ήπαρ 8. Η εισαγωγή της τεχνικής προσδιορισμού του χρόνου T2* με το μαγνητικό συντονισμό επέτρεψε για πρώτη φορά τον ακριβή ποσοτικό προσδιορισμό της εναπόθεσης σιδήρου στην καρδιά και το ήπαρ και κατά συνέπεια την καθοδήγηση της αγωγής αποσιδήρωσης, επιφέροντας πραγματική επανάσταση στην αντιμετώπιση των ασθενών με αιμοσφαιρινοπάθειες και κυρίως μείζονα ΜΑ 15. Πρόσφατη ανάλυση κατέδειξε ότι η σημαντική βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών με μείζονα ΜΑ κατά τα τελευταία χρόνια σχετίζεται σημαντικά με την ορθή πρόληψη και αντιμετώπιση της υπερφόρτωσης με σίδηρο, κάτι που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην εφαρμογή της τεχνικής Τ2* 3. Σε γενικές γραμμές, οι πολυμεταγγιζόμενοι ασθενείς υποβάλλονται σε μαγνητική τομογραφία με προσδιορισμό του Τ2* αρχικά στην παιδική ηλικία και εν συνεχεία ανά διαστήματα 2 ετών ή μεγαλύτερα καθώς και κατά την τροποποίηση της αγωγής αποσιδήρωσης ή την εμφάνιση δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Σε περίπτωση πνευμονικής υπέρτασης, η ηχοκαρδιογραφική διάγνωση θα πρέπει να επιβεβαιώνεται με δεξιό καρδιακό καθετηριασμό. Τέλος, επιπλέον διαγνωστικές τεχνικές που απαιτούνται σε εδικές περιπτώσεις περιλαμβάνουν την 24ωρη ηλεκτροκαρδιογραφική καταγραφή σε ασθενείς με αίσθημα παλμών ή διαταραχές του ρυθμού καθώς και τις δυναμικές δοκιμασίες ελέγχου μυοκαρδιακής ισχαιμίας (σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου, δυναμική ηχωκαρδιογραφία) και τον αριστερό καρδιακό καθετηριασμό (στεφανιογραφία) σε ασθενείς με ΔΚΝ και συμπτωματολογία ή αντικειμενικά ευρήματα συμβατά με ισχαιμία. Θεραπεία Η εφαρμοζόμενη θεραπεία της υποκείμενης νόσου αποτελεί σημαντικό παράγοντα που καθορίζει τη μορφή και βαρύτητα των καρδιολογικών επιπλοκών 8,9. Η σύγχρονη θεραπεία της μείζονος ΜΑ περιλαμβάνει τακτικές μεταγγίσεις, με στόχο τη διατήρηση του επιπέδου αιμοσφαιρίνης 10 g/dl, σε συνδυασμό με κατάλληλη αγωγή αποσιδήρωσης με δεφεριοξαμίνη, δεφεριπρόνη ή δεφεραζιρόξη που ιδανικά καθοδηγείται από την εκτίμηση του ηπατικού και καρδιακού φορτίου σε σίδηρο με την τεχνική Τ2* 2. Η θεραπεία αυτή αντιμετωπίζει αποτελεσματικά αφενός την αναιμία, αποτρέποντας την ανάπτυξη καρδιακής ανεπάρκειας υψηλής παροχής και αφετέρου την υπερφόρτωση με σίδηρο, προλαμβάνοντας την ανάπτυξη δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Ως αποτέλεσμα, η πρόγνωση της νόσου έχει αλλάξει ριζικά. Πιο συγκεκριμένα, η επιβίωση των ασθενών, από 37% στα 16 έτη το 1964, ανήλθε στο 83% πέρα από τα 40 έτη το 2008 και η εντυπωσιακή αυτή βελτίωση έχει αποδοθεί κατά κύριο λόγο στη μείωση της καρδιολογικής νοσηρότητας και θνητότητας 3,4,29. Πέρα από την πρόληψη της καρδιακής βλάβης από εναπόθεση σιδήρου, η κατάλληλη αγωγή αποσιδήρωσης επιτρέπει την αποτελεσματική αντιμετώπιση της υπερφόρτωσης σε σίδηρο και των επιπλοκών της. Ιδιαίτερα η συνδυαστική αγωγή αποσιδήρωσης με δεφεριοξαμίνη και δεφεριπρόνη έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας σε ασθενείς με σοβαρή εναπόθεση σιδήρου στο μυοκάρδιο (Τ2* <10 ms) και/ή καρδιακή ανεπάρκεια και αποτελεί την ενδεδειγμένη θεραπεία στην κατηγορία αυτή των ασθενών 18,19. Οι ασθενείς με τις υπόλοιπες αιμοσφαρινοπάθειες (ενδιάμεση ΜΑ και ΔΚΝ) είναι στην πλειοψηφία τους μη εξαρτώμενοι από μεταγγίσεις και παραμένουν παραδοσιακά χωρίς συστηματική θεραπεία. Η τελευταία εφαρμόζεται συνήθως σε ασθενείς με επιπλοκές της νόσου, συμπεριλαμβανομένων και των καρδιολογικών επιπλοκών 9. Η παραδοσιακή αυτή προσέγγιση επιτρέπει την κινητοποίηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών της καρδιακής βλάβης και κυρίως της αυξημένης καρδιακής παροχής, της αγγειακής βλάβης, της υπερπηκτικότητας και της ανοσοανεπάρκειας και σε μικρότερο βαθμό της υπερφόρτωσης με σίδηρο, με διαφορετική βαρύτητα έκφρασης στις διάφορες αιμοσφαιρινοπάθειες 8,9. Κατά συνέπεια, η προσέγγιση αυτή τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση και πρόσφατες μελέτες κατέδειξαν ότι η εφαρμογή τακτικών μεταγγίσεων, αποσιδήρωσης και πιθανόν υδροξυουρίας σε ασθενείς με ενδιάμεση ΜΑ προλαμβάνουν την εμφάνιση ΠΥ και βελτιώνουν την επιβίωση και πρόγνωση των ασθενών 1,42-44. Επιπλέον των αιματολογικών παρεμβάσεων που στοχεύουν στην ίδια τη νόσο, οι ασθενείς με καρδιολογικές εκδηλώσεις αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη ειδική αγωγή. Πιο συγκεκριμένα, οι πάσχοντες από καρδιακή ανεπάρκεια λαμβάνουν διουρητικά, αναστολείς του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης και β-αναστολείς και σε βαρύτερες καταστάσεις ινότροπα, ενώ έχει αναφερθεί και η εφαρμογή μηχανικής υποστήριξης της κυκλοφορίας σε ασθενείς με αιμοδυναμική κατέρριψη 2,8. Δακτυλίτιδα καθώς και αντιαρρυθμικοί παράγοντες και κυρίως αμιωδαρόνη μπορεί επίσης να εφαρμοστούν σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή ή άλλες διαταραχές του ρυθμού 8. Οι ασθενείς με οξεία διαταραχή της νεφρικής

Οι καρδιολογικές επιπλοκές στις αιμοσφαιρινοπάθειες 295 τους λειτουργίας και/ή αντίσταση στα διουρητικά απαιτούν συνδυασμό διουρητικών παραγόντων, ινοτρόπων καθώς και αιμοκάθαρση ή αιμοδιάλυση 8. Παράλληλα, σημαντική είναι και η αντιμετώπιση των ενδοκρινολογικών επιπλοκών και κυρίως του υποθυρεοειδισμού, του σακχαρώδη διαβήτη και του υποπαραθυρεοειδισμού, που μπορεί να συμμετέχουν στην παθοφυσιολογία και επιδείνωση των καρδιολογικών εκδηλώσεων 8. Αναφορικά με τους νεότερους παράγοντες που εφαρμόζονται για τη θεραπεία της πνευμονικής αρτηριακής υπέρτασης, μικρές κλινικές μελέτες με τους αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης 5 (σιλντεναφίλη) και τους ανταγωνιστές της ενδοθηλίνης (bosentan) έχουν δείξει ευνοϊκά αποτελέσματα με βελτίωση της λειτουργικής κατάστασης των ασθενών, δεν υπάρχουν όμως ακόμα δεδομένα από μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες 1. Συμπέρασμα Οι καρδιολογικές επιπλοκές αποτελούν κύρια αιτία νοσηρότητας και θνητότητας στους ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες. Παρά την κλινική ετερογένεια των παθήσεων αυτών, οι παθογενετικοί μηχανισμοί πρόκλησης καρδιακής βλάβης είναι κοινοί και προκύπτουν από τις ομοιότητες του γενετικού υπόβαθρου και του τρόπου αντιμετώπισης των ασθενών, ενώ η σχετική συμμετοχή του καθενός από αυτούς καθορίζει την τελική κλινική έκφραση. Έτσι, στη πιο συχνή και σοβαρή κλινικά μορφή της β-μα, τη μείζονα, οι τακτικές μεταγγίσεις που είναι απαραίτητες για την επιβίωση των ασθενών αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις της χρόνιας αναιμιάς και της αιμόλυσης, αλλά οδηγούν σε βλάβη από εναπόθεση σιδήρου αν δε συνδυαστούν με κατάλληλη αγωγή αποσιδήρωσης 9,26,35. Στη λιγότερο συχνή και σοβαρή μορφή της β-μα, την ενδιάμεση, οι ασθενείς επιβιώνουν και χωρις μεταγγίσεις και κατά συνέπεια η χρόνια μη θεραπευόμενη αναιμία και αιμόλυση οδηγούν στην ανάπτυξη αγγειακών διαταραχών και πνευμονικής υπέρτασης 9,25,26. Τέλος, οι ασθενείς με ΔΚΝ με την επιπλέον μικροαγγειακή απόφραξη που προκαλεί η παθολογική αιμοσφαρίνη S, πάσχουν από ένα συνδυασμό χρόνιας αναιμίας/αιμόλυσης και αγγειακών διαταραχών με μικρότερη συμμετοχή της υπερφόρτωσης με σίδηρο 7,27. Cardiac complications in hemoglobinopathies: Pathophysiology and clinical expression by Dimitrios Farmakis, Maria Tsironi, Athanasios Aessopos Attending Cardiologist, University of Athens Medical School, Athens, Greece Abstract: Cardiac complications represent a leading cause of morbidity and mortality in patients with hemoglobinopathies. Despite the genetic heterogeneity of the disorders, the main pathogenetic mechanisms of cardiac injury are common with a different relative degree of contribution in each hemoglobinopathy. The high cardiac output state due to chronic anemia, the iron overload resulting from multiple transfusions and increased intestinal iron absorption, the structural and functional vascular disorders, the hypercoagulability, the immune deficiency and a coexistent elastic tissue defect resembling pseudoxanthoma elasticum are the main mechanisms involved in heart injury. The spectrum of cardiac manifestations is broad and includes high output heart failure, iron overload cardiomyopathy, pulmonary hypertension, pericarditis, myocarditis, ischemic heart disease, arrhythmias and valvular abnormalities. Βιβλιογραφία 1. Farmakis D, Aessopos A. Pulmonary hypertension associated with hemoglobinopathies: Prevalent but overlooked. Circulation. 2011; 123:1227-1232. 2. Kremastinos DT, Farmakis D, Aessopos A, et al. Betathalassemia cardiomyopathy: history, present considerations, and future perspectives. Circ Heart Fail. 2010; 3:451-458. 3. Modell B, Khan M, Darlison M, et al. Improved survival of thalassaemia major in the UK and relation to T2* cardiovascular magnetic resonance. J Cardiovasc Magn Reson. 2008; 10: 42. 4. Davis BA, O Sullivan C, Jarritt PH, et al. Value of sequential monitoring of left ventricular ejection fraction in the management of thalassemia major. Blood. 2004; 104:263-269. 5. Gladwin MT, Sachdev V, Jison ML, et al. Pulmonary hypertension as a risk factor for death in patients with sickle cell disease. N Engl J Med. 2004; 350:886-895. 6. Rund D, Rachmilewitz E. Beta-thalassemia. N Engl J Med. 2005; 353:1135-1146. 7. Rees DC, Williams TN, Gladwin MT. Sickle-cell dicease. Lancet. 2010; 376:2018-2031. 8. Aessopos A, Berdoukas V, Tsironi M. The heart in transfusion dependent homozygous thalassaemia today--prediction, pre-

296 Δ. Φαρμάκης et al vention and management. Eur J Haematol. 2008; 80:93-106. 9. Aessopos A, Kati M, Farmakis D. Heart disease in thalassemia intermedia: a review of the underlying pathophysiology. Haematologica. 2007; 92:658-665. 10. Gujja P, Rosing DR, Tripodi DJ, et al. Iron overload cardiomyopathy: better understanding of an increasing disorder. J Am Coll Cardiol. 2010; 56:1001-1012. 11. Gladwin MT, Lancaster JR Jr, Freeman BA, et al. Nitric oxide s reactions with hemoglobin: a view through the SNO-storm. Nat Med. 2003; 9:496-500. 12. Aessopos A, Farmakis D, Loukopoulos D. Elastic tissue abnormalities resembling pseudoxanthoma elasticum in beta thalassemia and the sickling syndromes. Blood. 2002; 99:30-35 13. Aessopos A, Farmakis D, Loukopoulos D. Elastic tissue abnormalities in inherited haemolytic syndromes. Eur J Clin Invest. 2002; 32:640-642. 14. Wood JC. Cardiac iron across different transfusion-dependent diseases. Blood Rev. 2008; 22(Suppl 2):S14-21. 15. Anderson LJ, Holden S, Davis B, et al. Cardiovascular T2- star (T2*) magnetic resonance for the early diagnosis of myocardial iron overload. Eur Heart J. 2001; 22:2171-2179. 16. Aessopos A, Fragodimitri C, Karabatsos F, et al. Cardiac magnetic resonance imaging R2* assessments and analysis of historical parameters in patients with transfusion-dependent thalassemia. Haematologica. 2007; 92:131-132. 17. Kirk P, Roughton M, Porter JB, et al. Cardiac T2* magnetic resonance for prediction of cardiac complications in thalassemia major. Circulation. 2009; 120:1961-1968. 18. Tanner MA, Galanello R, Dessi C, et al. Combined chelation therapy in thalassemia major for the treatment of severe myocardial siderosis with left ventricular dysfunction. J Cardiovasc Magn Reson. 2008; 10:12. 19. Tsironi M, Deftereos S, Andriopoulos P, et al. Reversal of heart failure in thalassemia major by combined chelation therapy: a case report. Eur J Haematol. 2005; 74:84-85. 20. Farmakis D, Giakoumis A, Polymeropoulos E, et al. Pathogenetic aspects of immune deficiency associated with betathalassemia. Med Sci Monit. 2003; 9:RA19-22. 21. Cheung YF, Chan GC, Ha SY. Arterial stiffness and endothelial function in patients with beta-thalassemia major. Circulation. 2002; 106:2561-2566. 22. Aessopos A, Farmakis D, Tsironi M, et al. Endothelial function and arterial stiffness in sickle-thalassemia patients. Atherosclerosis. 2007; 191:427-432 23. Farmakis D, Vesleme V, Papadogianni A, et al. Aneurysmatic dilatation of ascending aorta in a patient with β-thalassemia and a pseudoxanthoma elasticum-like syndrome. Ann Hematol. 2004; 83:596-599. 24. Eldor A, Rachmilewitz EA. The hypercoagulable state in thalassemia. Blood. 2002; 99:36 43. 25. Aessopos A, Farmakis D, Karagiorga M, et al. Cardiac Involvement in Thalassemia Intermedia: A Multicenter Study. Blood. 2001; 97:3411-3416. 26. Aessopos A, Farmakis D, Deftereos S, et al. Thalassemia heart disease: a comparative evaluation of thalassemia major and thalassemia intermedia. Chest. 2005; 127:1523-1530. 27. Aessopos A, Farmakis D, Trompoukis C, et al. Cardiac involvement in sickle beta-thalassemia. Ann Hematol. 2009; 88:557-564. 28. Covitz W, Espeland M, Gallagher D, et al. The heart in sickle cell anemia. The Cooperative Study of Sickle Cell Disease (CSSCD). Chest. 1995; 108:1214-1219. 29. Engle MA, Erlandson M, Smith CH. Late cardiac complications of chronic, refractory anemia with hemochromatosis. Circulation. 1964; 30:698-705. 30. Spirito P, Lupi G, Melevendi C, et al. Restrictive diastolic abnormalities identified by Doppler echocardiography in patients with thalassemia major. Circulation. 1990; 82:88-94. 31. Kremastinos DT, Tsiapras DP, Tsetsos GA, et al. Left ventricular diastolic Doppler characteristics in beta-thalassemia major. Circulation 1993; 88:1127-1135. 32. Hahalis G, Manolis AS, Apostolopoulos D, et al. Right ventricular cardiomyopathy in beta-thalassaemia major. Eur Heart J. 2002; 23:147-156. 33. Alpendurada F, Carpenter JP, Deac M, et al. Relation of myocardial T2* to right ventricular function in thalassaemia major. Eur Heart J. 2010; 31:1648-1654. 34. Sachdev V, Machado RF, Shizukuda Y, et al. Diastolic dysfunction is an independent risk factor for death in patients with sickle cell disease. J Am Coll Cardiol. 2007; 49:472-479. 35. Aessopos A, Farmakis D, Hatziliami A, et al. Cardiac status in well-treated patients with thalassemia major. Eur J Haematol. 2004; 73:359-366. 36. Kremastinos DT, Tiniakos G, Theodorakis GN, et al. Myocarditis in β-thalassemia Major: A Cause of Heart Failure. Circulation. 1995; 91:66-71. 37. Aessopos A, Samarcos M, Hadjinikolaou P, et all. Myocardial infarction with normal coronary arteries in S/beta thalassaemia patients. Eur Heart J. 1996; 17:317-318. 38. Aessopos A, Tsironi M, Vassiliadis I, et al. Exercise-induced myocardial perfusion abnormalities in sickle beta-thalassemia: Tc-99m tetrofosmin gated SPECT imaging study. Am J Med. 2001; 111:355-360. 39. Farmakis D, Moyssakis I, Perakis A, et al. Unstable angina associated with coronary arterial calcification in a thalassemia intermedia patient with a pseudoxanthoma elasticum-like syndrome. Eur J Haematol. 2003; 70:64-66. 40. Aessopos A, Kati M, Farmakis D, et al. Intensive chelation therapy in beta-thalassemia and possible adverse cardiac effects of desferrioxamine. Int J Hematol. 2007; 86:212-215. 41. Farmakis D, Polonifi A, Deftereos S, et al. Aortic valve replacement in a patient with thalassemia intermedia. Ann Thorac Surg. 2006; 81:737-739. 42. Aessopos A, Kati M, Meletis J. Thalassemia intermedia today: should patients regularly receive transfusions? Transfusion. 2007; 47:792-800. 43. Taher AT, Musallam KM, Karimi M, et al. Overview on practices in thalassemia intermedia management aiming for lowering complication rates across a region of endemicity: the OPTIMAL CARE study. Blood. 2010; 115:1886-1892. 44. Karimi M, Borzouee M, Mehrabani A, et al. Echocardiographic finding in beta-thalassemia intermedia and major: absence of pulmonary hypertension following hydroxyurea treatment in beta-thalassemia intermedia. Eur J Haematol. 2009; 82:213-218.